ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 241/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – ανακόπτουσας: Της εταιρείας …………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Χιωτέλη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης – καθ’ης η ανακοπή: Της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ………….η οποία (εταιρεία) εκπροσωπήθηκε εν προκειμένω από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Σικιαρίδη.
Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../13.12.2019) ανακοπή της του άρθρου 242 παρ.2 του ν. 4364/2016, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Eπί της ανωτέρω ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπ’αριθμ. 1741/2020 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.
Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα με την ασκηθείσα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από 6.5.2021 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ………./6.5.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………../21.5.2021 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης εμφανίσθηκε ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά, και κατάθεσε έγγραφο σημείωμα εντός της χορηγηθείσης σ’αυτόν από το Δικαστήριο τούτο προθεσμίας, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε το έγγραφο σημείωμά του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ν. 4364/2016 («Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου…», ΦΕΚ Α΄13/5.2.2016) – αντίστοιχη η διάταξη του προϊσχύσαντος (καταργηθέντος με τον ίδιο νόμο) άρθρ. 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 – ορίζει τα ακόλουθα: «Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το διορισμό του ή από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 235 του παρόντος, τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, αρχίζει το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΠολΔ προθεσμίας, ή αυτή έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δημοσιεύει κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται: α) Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Στην ανωτέρω κατάσταση περιλαμβάνονται και εκείνες οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, με αναφορά στο ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και στο τυχόν ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ότι αναλογεί στην απαίτηση. Μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών η ως άνω κατάσταση αναρτάται στην ιστοσελίδα της επιχείρησης και η ανακοίνωση της καταχώρησής της δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες από τις οποίες η μία (1) τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία (1) φορά την εβδομάδα επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο» (ΕφΑθ 372/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 2, 242 παρ. 2 και 686 επ. του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και, κατά συνέπεια, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Ειδικότερα, η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προφορικότητα της συζήτησης των υπαγομένων στη διαδικασία αυτή υποθέσεων, ακόμη και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εισάγεται προς συζήτηση έφεση, κατά απόφασης που εκδόθηκε μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πλην όμως, με αυτήν (απόφαση) δεν λαμβάνονται ασφαλιστικά ή ρυθμιστικά της κατάστασης μέτρα, αλλά τέμνεται οριστικά η διαφορά, και για το λόγο αυτό υπόκειται σε έφεση ενίοτε και σε αναίρεση και δεν ισχύει η απαγόρευση του άρθρου 699 του ΚΠολΔ. Στις περιπτώσεις αυτές στην κατ’έφεση δίκη τηρείται επίσης η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (Π. Τζίφρα: Ασφαλιστικά Μέτρα, εκ. 4η, σελ.579), έτσι επιτρέπεται και η ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου εξέταση μαρτύρων ακόμη και για ζητήματα για τα οποία εξετάσθηκαν μάρτυρες στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώ η υπόθεση κρίνεται κατά πιθανολόγηση, με αποτέλεσμα, ακόμη και στην περίπτωση που οι διάδικοι δικάστηκαν αντιμωλία, στην έκκλητη δίκη δεν μπορεί να παραλειφθεί η προφορική συζήτηση και συνεπώς δεν επιτρέπεται δήλωση του άρθρου 242 του ΚΠολΔ στην κατ’έφεση δίκη. Σε μια τέτοια περίπτωση, που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 242 του 2 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που προκατέθεσε προτάσεις μαζί με την αμέσως ανωτέρω δήλωση και δεν παρουσιάσθηκε στη συζήτηση θεωρείται δικονομικά απών και δικάζεται ερήμην, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι προκατατεθείσες προτάσεις του και οι περιεχόμενοι σ’αυτές ισχυρισμοί, ούτε ερευνάται εάν προσκομίζονται τα επικαλούμενα με αυτές (προκατατεθείσες προτάσεις) έγγραφα, ούτε λαμβάνονται υπόψη αυτά ((ΕφΠειρ 41/2020, ΕφΘεσ 36/2019, ΕφΘεσ 896/2018, ΕφΑθ 1123/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει για όλους τους διαδίκους (ΑΠ 866/2008, ΑΠ 1368/2008 ΕλλΔννη 52.163 και 454 αντίστοιχα). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.3 εδαφ. α΄του ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 524, το οποίο είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 44 παρ.1 του Ν.3994/2011, ΦΕΚ Α΄165, και τροποποιηθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄87, τροποποιήθηκε από την 1η.1.2022 δυνάμει των άρθρων 28 και 120 του Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α΄ 190/13.10.2021, και εφαρμόζεται και εν προκειμένω κατά το άρθρο 116 παρ.2 β του αυτού νόμου, που ορίζει ότι: «β)…το πρώτο εδάφιο των παρ. 1 και 3 του άρθρου 524…όπως τροποποιούνται με τον παρόντα, εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών ενδίκων μέσων», αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 6.5.2021, ήταν επομένως εκκρεμής στις 13.10.2021): «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή». Η ίδια ρύθμιση ισχύει και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση ως προς την τύχη της έφεσης, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, που ασκείται κατά απόφασης που εκδίδεται κατά τη διαδικασία αυτή (ΕφΑθ 2203/2012 ΕλλΔνη 2014.136, ΕφΑθ 412/2008 ΤΝΠ-ΔΣΑ, ΕφΑθ 2690/1999 ΕλλΔνη 41.1408, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1980, σ. 415,417, Β.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ σε άρθρο 531 αρ. 217). Περαιτέρω, κατ’εφαρμογήν των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο αν νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο Δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον, με παραγγελία του οποίου έγινε, και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, στην περίπτωση της ερημοδικίας του εκκαλούντος, το Δικαστήριο που δικάζει την έφεση οφείλει, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός, στην περίπτωση που τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, να απορρίψει την έφεση. Εξάλλου, η άνω διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 του ΚΠολΔ, έχει εφαρμογή και όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της εκδίκασης έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΕφΠειρ 544/2020, ΕφΠειρ 295/2020, ΕφΠατρ 171/2019 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, βλ.επίσης σχετικώς Ι.Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, Ερμηνεία, Νομολογία – Υποδείγματα, έκδοση 2010, σελ. 421, παρ.1778, που αναφέρεται σε περίπτωση έφεσης ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά απόφασης ειρηνοδικείου επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων για υπόθεση νομής ή κατοχής). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ’αριθμ.1741/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 242 παρ.2 εδαφ.προτελευταίο του ν.4364/2016), απορρίφθηκε εν όλω ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η στηριζόμενη στην ανωτέρω διάταξη από 13.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./13.12.2019) ανακοπή της εκκαλούσας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιου με την ονομασία «B»,, με την οποία προβλήθηκαν αντιρρήσεις κατά της κατάστασης των δικαιούχων από ασφάλιση, που δημοσίευσε η ……….. ασφαλιστική εκκαθαρίστρια της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας καθ’ης και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία με την υπ’αριθμ. 261/1/23.2.2018 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, τέθηκε υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, διορισθείσας με την ίδια απόφαση της προαναφερθείσας ως ασφαλιστικής της εκκαθαρίστριας. Ειδικότερα, με την ανωτέρω ανακοπή η ανακόπτουσα, επικαλούμενη ότι διατηρεί απαίτηση κατά της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής της εταιρείας/καθ’ης, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικού κινδύνου συνεπεία της συνδρομής περίπτωσης γενικής (κοινής) και μερικής αβαρίας στο πλοίο της, συνολικού ποσού 503.671,11 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και ότι η διορισθείσα ασφαλιστική εκκαθαρίστρια δεν την συμπεριέλαβε ως δικαιούχο στην κατάσταση των δικαιούχων από ασφάλιση, που συνέταξε και δημοσίευσε, ζήτησε να μεταρρυθμισθεί η ως άνω κατάσταση, προκειμένου να περιληφθεί και η ίδια σ’αυτήν ως δικαιούχος της επίμαχης απαίτησης κατά το προαναφερθέν ποσό στο αλλοδαπό νόμισμα, άλλως κατά το ισόποσο αυτού σε ευρώ κατά το χρόνο κατάθεσης της ανακοπής της (13.12.2019), ανερχόμενο σε 454.638,36 ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άλλως κατά το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο συζήτησης της ανακοπής, άλλως κατά το ισόποσο αυτού σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα παραπονείται με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 6.5.2021 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……./6.5.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………../21.5.2021 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεσή της, με έννομο συμφέρον που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε σχέση με την απορριπτική επί της ανακοπής της κρίση του, με αίτημα την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της και ως κατ’ουσίαν βάσιμη. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 6.5.2021 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………./6.5.2021) προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 30.12.2020 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Η συζήτηση της ανωτέρω ασκηθείσης έφεσης προσδιορίσθηκε, με επιμέλεια της εκκαλούσας, για τη δικάσιμο της 17ης.2.2022, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Από την υπ’αριθμ..……../25.5.2021 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …………, που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, προκύπτει ότι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επισπεύδει η ανωτέρω διάδικος (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), η οποία επέδωσε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης με εκθέσεις κατάθεσης, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί (η εφεσίβλητη) κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο. Κατά τη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, ενώ η εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, που εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και κατέθεσε έγγραφο σημείωμα επί της υπόθεσης εντός της σ’αυτόν χορηγηθείσης προθεσμίας ενόψει της ειδικής διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσης. Η παράσταση αυτή της εκκαλούσας σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν είναι η προσήκουσα, δεδομένου ότι κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία εκδικάζεται η ένδικη έφεση, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον η εκκαλούσα δεν μετείχε κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, η οποία είναι παραδεκτή, πρέπει να δικασθεί ερήμην, δεδομένου ότι αυτή έχει νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, κατά τα προεκτεθέντα. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αριθμ.1741/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει ν’ απορριφθεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται για την ερημοδικασθείσα εκκαλούσα, καθόσον η παρούσα απόφαση δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο (άρθρο 242 παρ.2 εδαφ.τελευταίο του ν.4364/2016). Λόγω δε της ήττας της εκκαλούσας πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου (ποσού 100 ευρώ) που κατατέθηκε απ’αυτήν, κατ’άρθρο 495 παρ.3 Β β΄ εδαφ.τελευταίο του ΚΠολΔ, καθώς επίσης (πρέπει) να επιβληθούν σε βάρος της, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εκκαλούσας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./6.5.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………./21.5.2021 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.1741/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28.4.2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ