ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 254/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Βασίλειος Σαξώνης με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ναυτικής εταιρίας …………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Τζήμας με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/24.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2343/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου o ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 7.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../7.9.2020 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 18η.2.2021, κατά την οποία όμως η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19 και για το λόγο αυτό, στη συνέχεια, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021, δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 7.9.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./7.9.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./8.9.2020 έφεση, η οποία δεν εκφωνήθηκε κατά την αρχικώς για τη συζήτησή της ορισθείσα δικάσιμο της 18ης.2.2021, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων προς προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 και για το λόγο αυτό νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021), επαναπροσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθμ. 88/15.4.2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και η οποία (έφεση) στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 2343/30.6.2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 21.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../24.12.2018 αγωγή του εκκαλούντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη προθεσμία από την δημοσίευσή της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Να σημειωθεί και ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων ήγειρε αξιώσεις από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκό πλοίο ΣΦΙΙ, ολικής χωρητικότητας τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα πέντε κόρων και εβδομήντα πέντε εκατοστών (4.985,75 κ.ο.χ.), που ανήκε στην πλοιοκτησία της εναγομένης ναυτικής εταιρίας, στο οποίο απασχολήθηκε αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων και με την ειδικότητα αρχικώς του ναύτη και στη συνέχεια του υποναύκληρου, δυνάμει των αναφερόμενων διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν με αντιπρόσωπό της στον Πειραιά στις 14.10.2016, στις 18.6.2017 και στις 12.2.2018 και λύθηκαν στις 30.5.2017, στις 7.1.2018 και στις 15.8.2018 αντίστοιχα, τις πρώτες δύο [2] φορές εικονικά μεν λόγω λήψεως άδειας, στην πραγματικότητα όμως κατόπιν μονομερούς και αναίτιας καταγγελίας των συμβάσεών του από τον πλοίαρχο, χωρίς να λάβει τη νόμιμη αποζημίωση και την τελευταία λόγω ασθενείας του, που του προκάλεσε ηθική βλάβη και οφειλόταν στις ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσής του στο πλοίο, το οποίο εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή ακτοπλοϊκά δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω ότι εργαζόταν καθημερινά επί δέκα [10] έως δώδεκα [12] ώρες κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους 2017, οπότε στο πλοίο εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντηρήσεως, επί δεκατέσσερις [14] ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε πλόες και ο ίδιος είχε την ειδικότητα του ναύτη και επί δεκαέξι [16] ώρες κατά τα δρομολόγια του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 13.6.2018, οπότε προήχθη σε υποναύκληρο μέχρι 15.8.2018, καθώς και ότι εργάστηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 15.8.2018, των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται, καθώς και πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές που πραγματοποιούσε το πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως 31.5.2018, ζήτησε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (17.870,28 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης της περιόδου από 1.1.2017 έως 12.6.2018, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό άλλως από την ημέρα εκάστης αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εργοδότριας εναγομένης στην καταβολή 1] εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (192,15 €) ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, 2] πενήντα δύο ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (52,42 €) ως υπόλοιπο μισθών αδείας, 3] τριών χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι τριών ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (3.823,67 €) για διαφορές υπερωριακής απασχόλησής του κατά την περίοδο από 13.6.2018 έως και 13.8.2018, 4] δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.763,37 €) για υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων, 5] δεκαέξι χιλιάδων εκατόν τριών ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (16.103,83 €) ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 της πιο κάτω αναφερόμενης ΣΣΝΕ, 6] έξι χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι επτά ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (6.827,37 €) για αποζημίωση απολύσεως και 7] δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε την αγωγή αυτή, κατά τη συμβατική μόνο βάση της, ορισμένη και νόμιμη, εκτός α] από μέρος του κονδυλίου των αξιούμενων διαφορών επιδομάτων εορτών, επειδή για τον αγωγικό τους προσδιορισμό συνυπολογίστηκε και το επίδομα ιματισμού και β] το αίτημα επιδικάσεως πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, που απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο στο σύνολό του, επειδή θεωρήθηκε ότι στην ένδικη περίπτωση δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις που επικαλέστηκε ο ενάγων και, αφού εν συνεχεία απέρριψε κατ’ ουσίαν τον ισχυρισμό περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης που πρόβαλε εναγόμενη και τα αγωγικά κονδύλια για επιδίκαση αποζημιώσεως απολύσεως, ηθικής βλάβης και αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα που το πλοίο τελούσε υπό επισκευή και συντήρηση ως αβάσιμα, καθώς και τις αγωγικές απαιτήσεις στο υπόλοιπο του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων των ετών 2017 και 2018 ως εξοφλημένες, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, δέχθηκε μετά ταύτα την αγωγή κατά ένα μέρος και, με την παραδοχή μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος κατά τις περιόδους που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια ανερχόταν σε δέκα [10] ώρες, επιδίκασε σ’ αυτόν καταψηφιστικώς μεν το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων είκοσι επτά ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (3.327,15 €) και αναγνωριστικώς το χρηματικό ποσό των επτακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (739,67 €) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, μισθών αδείας, υπερωριακής αμοιβής του χρονικού διαστήματος από 13.6.2018 έως και 13.8.2018 και επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα 2017 και 2018, με το νόμιμο τόκο από την επομένη εκάστης απολύσεως του ενάγοντος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, πλην του υπολοίπου των οφειλόμενων επιδομάτων, που κρίθηκε τοκοφόρο από 1.5.2017 και από 1.5.2018 κατά τις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων και αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την, κατά παραδοχή της εφέσεώς του, μεταρρύθμισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του κατά το μέρος της που απορρίφθηκε.
ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά και, συγκεκριμένα, του ……….., για την απόδειξη, που απασχολήθηκε ως αρχιθαλαμηπόλος στο πλοίο ΣΦΙΙ κατά τα επίδικα έτη και του …………, για την ανταπόδειξη, οικονομικού αξιωματικού του Εμπορικού Ναυτικού και υπαλλήλου στο τμήμα πληρωμάτων της εναγομένης ναυτικής εταιρίας, οι οποίες περιέχονται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος ………….. ., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, γεννηθέντος το έτος 1968 και κατόχου του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου της … ναυτικής περιφέρειας και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου ΣΦΙΙ, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής ……, ολικής χωρητικότητας τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα πέντε κόρων και εβδομήντα πέντε εκατοστών [4.985,75 κ.ο.χ.], υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …… και αριθμό ΙΜΟ …., ο απασχολούμενος σ’ αυτό ήδη από τις 8.2.2008 ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ειδικότητα του ναύτη. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 14.10.2016 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 30η.5.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Ραφήνας Αττικής λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 18.6.2017 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 7η.1.2018, οπότε και απολύθηκε στη Ραφήνα λαμβάνοντας και πάλι άδεια μέχρι την 31η.1.2018, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ακολούθησε στις 12.2.2018 η τελευταία ναυτολόγηση του ενάγοντος στον ίδιο λιμένα της Ραφήνας, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσε έως την 15η.8.2018, οπότε ο ενάγων, που στο μεταξύ είχε προαχθεί στις 13.6.2018 σε υποναύκληρο, αποναυτολογήθηκε επειδή ασθένησε, υποστάς ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.1.2017 έως 15.8.2018) τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών στα υπό ελληνική σημαία ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία ρύθμιζε η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 6.4.2017 το πλοίο ακινητούσε ευρισκόμενο αρχικώς στις ναυπηγοεπισκευαστικές εγκαταστάσεις του Περάματος στην Αττική για την εκτέλεση εργασιών επισκευής του και στη συνέχεια, από τις 30.3.2017, στη Ραφήνα για συντήρησή του. Από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου προκύπτει ότι κατά την περίοδο από 1.1.2017 έως και 28.2.2017 οι εργασίες επισκευής εκτελούνταν από τις 08:00 έως και τις 16:00 εκάστης καθημερινής ημέρας και κατά τα Σάββατα, ενώ από 1.3.2017 έως και 6.4.2017 από τις 08:00 έως τις 17:00 κατά τις ίδιες ημέρες, πάντοτε με διακοπή μιας [1] ώρας για γεύμα. Επομένως, δεν διαπιστώνεται κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα υπέρβαση του νομίμου οκταώρου εργασίας του ενάγοντος. Από τις αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του προκύπτει, βέβαια, ότι λάμβανε αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, την οποία ο ίδιος καθ’ υποφοράν με την αγωγή του προσδιορίζει σε χίλια πεντακόσια τριάντα δύο ευρώ και ογδόντα δύο λεπτά (1.532,82 €), αυτή όμως του καταβλήθηκε επειδή απασχολήθηκε ως νυχτοφύλακας του πλοίου όχι μόνον κάθε δεύτερη Κυριακή, από 06:00 – 18:00 και από 18:00 – 06:00 εναλλάξ, όπως επικαλείται στην αγωγή του, χωρίς αυτό να επιβεβαιώνεται παρά μόνον για τις Κυριακές 1.1, 15.1, 19.2 και 12.3. 2017 αλλά και στις 1.1, 3.1, 5.1, 9.1, 12.1, 18.1, 21.1, 25.1, 28.1, 1.2, 4.2, 7.2, 10.2, 14.2, 24.2, 28.2, 6.3, 18.3 και 25.3. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το σχετικό αγωγικό κονδύλιο, ύψους οκτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (876,62 €) ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, συνομολογείται άλλωστε από τους διαδίκους, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως και 31.10.2017 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΣΦΙΙ αναχωρούσε καθημερινά από τη Ραφήνα στις 07:50 για να εκτελέσει το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος με επιστροφή στη Ραφήνα στις 18:30 μέσω των ιδίων λιμένων, στους οποίους προσέγγιζε με αντίστροφη φορά, ενώ το ίδιο δρομολόγιο πραγματοποιούσε και κατά το χρονικό διάστημα από 31.3.2018 έως 31.5.2018, κατά το οποίο κατέπλεε στη Ραφήνα στις 17:30. Επιπλέον, κάθε Παρασκευή και Κυριακή της περιόδου από 7.4.2017 έως 30.5.2017 και της περιόδου από 5.9.2017 έως 31.10.2017, κάθε Δευτέρα, Παρασκευή και Κυριακή της περιόδου από 18.6.2017 έως 13.8.2017 και κάθε Δευτέρα, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή της περιόδου από 14.8.2017 έως 4.9.2017 το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο τακτικό δρομολόγιο ημερησίως, αναχωρώντας από τη Ραφήνα στις 19:15 με προορισμό την Άνδρο και προγραμματισμένη επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας στις 23:30. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2017 έως 7.1.2018 το ίδιο πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Ραφήνα – Άνδρος – Σύρος – Τήνος – Μύκονος με επιστροφή κατά την αντίστροφη πορεία με ώρα απόπλου από την αφετηρία στις 07:50 και κατάπλου σ’ αυτήν στις 19:25. Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2018 έως 15.8.2018 το πλοίο αναχωρούσε από τη Ραφήνα στις 07:50 για Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Ίο, Θήρα και στις 21:30 της ίδιας ημέρας κατέπλεε στο Ηράκλειο, όπου και διανυκτέρευε, για να αναχωρήσει στις 09:30 της επομένης με διαδοχικούς προορισμούς τη Θήρα, την Πάρο, τη Μύκονο, την Τήνο και την Άνδρο και να καταπλεύσει στη Ραφήνα στις 22:00. Κατά τους πλόες αυτούς ο ενάγων εκτελούσε τα καθήκοντα, κατά μεν το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως και 12.6.2018, του ναύτη και, κατά την περίοδο από 13.6.2018 έως 15.8.2018, του υποναύκληρου, απασχολούμενος στις εργασίες αγκυροβολίας και πρόσδεσης κατά τους κατάπλους του πλοίου και απόδεσης και απάρσεως κατά τους απόπλους του, ενώ επιπλέον συμμετείχε στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης των οχημάτων στο πλοίο και καθαρισμού του γκαράζ, των καταστρωμάτων και των εξωτερικών χώρων του. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλλων λειτουργικών αναγκών που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω δρομολογίων του, ο ενάγων απασχολούνταν επιπλέον ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός άλλωστε που έμμεσα συνομολογεί η εναγομένη, δεδομένου ότι κατέβαλε σ’ αυτόν τακτικά κάθε μήνα αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του για την απασχόλησή του τόσο κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Αμφισβήτηση, όμως, εγείρεται εκ μέρους της εναγομένης, όσον αφορά την επικαλουμένη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχολήσεώς του πέραν του νομίμου ωραρίου και του ύψος της αξιούμενης, για την αιτία αυτή, αμοιβής του. Ειδικότερα, ο μεν ενάγων ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί δεκατέσσερις [14] ώρες κάθε ημέρα για όσο χρόνο είχε την ειδικότητα του ναύτη και επί δεκαέξι [16] ώρες ως υποναύκληρος (χωρίς πάντως να διαφοροποιεί τα καθήκοντά του ούτε να εξηγεί το λόγο της αυξημένης απασχόλησής του στα πλαίσια της νέας ειδικότητάς του), ενώ η εναγόμενη υποστηρίζει ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος δεν υπερέβαινε τις οκτώ [8] ώρες και ότι το ποσό που κατέβαλε σ’ αυτόν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας του, καλύπτει πλήρως την υπερωριακή εργασία, την οποία μόνον εξαιρετικά, όταν ανέκυπτε σχετική ανάγκη, παρείχε. Ο μάρτυρας αποδείξεως επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ενώ, αντιθέτως, ο μάρτυρας της εναγομένης, υπεύθυνος πληρωμάτων αυτής και εγκατεστημένος στα γραφεία της υποστηρίζει ότι ο ενάγων απασχολούταν καθημερινά σε δύο [2] τετράωρες βάρδιες και δεν υπήρχε ανάγκη εργασίας του πέραν του νομίμου ωραρίου του, δεδομένου ότι στο πλοίο υπηρετούσαν ένας [1] ναύκληρος, ένας [1] υποναύκληρος, οκτώ [8] ναύτες και ένας [1] ναυτόπαις. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη α) τις συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα στο εν λόγω πλοίο, που ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ολιγάριθμα ενδιάμεσα λιμάνια, β) το γεγονός της σταθερής καταβολής στον ενάγοντα μηνιαίου χρηματικού ποσού για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής του, γ) τις ειδικότητες του ενάγοντος και εντεύθεν τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, δ) τον αριθμό των μελών του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος στο παραπάνω πλοίο και, τέλος, ε) τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχολήσεως του ενάγοντος δεν υπερέβαινε τις δέκα [10] ώρες, καθώς, όπως αποδείχθηκε, εκτός της οκτάωρης υπηρεσίας του σε δύο [2] βάρδιες, αναλάμβανε τα καθήκοντά του μία [1] ώρα πριν από κάθε απόπλου από την αφετηρία και μετείχε στις εργασίες καθαρισμού του πλοίου, που διαρκούσαν επί μία [1] ώρα μετά από κάθε κατάπλου στη Ραφήνα. Ενόψει αυτών ο αγωγικός ισχυρισμός περί δεκατετράωρης και δεκαεξάωρης καθημερινής εργασίας του ενάγοντος δεν κρίνεται πειστικός για το πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών της σε ημερήσια βάση απασχόλησής του μέρος του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του απασχολήθηκε υπερωριακά επί δύο [2] ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, ορθώς το αποδεικτικό υλικό εκτίμησε και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών μέμφεται την πρωτοβάθμια κρίση για εσφαλμένο προσδιορισμό της ημερήσιας διάρκειας της υπερωριακής του απασχόλησης, χωρίς ταυτόχρονα να πλήττει τον αριθμητικό υπολογισμό της υπερωριακής αμοιβής του από την εκκαλουμένη ούτε τον αριθμό των καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, με βάση τις οποίες αυτή προσδιορίστηκε ούτε και το ωρομίσθιο που εφαρμόστηκε για τον καθορισμό του ποσού της αμοιβής του (ανά ώρα υπερωριακής εργασίας του). Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί και ότι ο εκκαλών στα πλαίσια του ιδίου λόγου της έφεσής του παραδέχθηκε την καθημερινή εργασία του σε δύο [2] εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες (8 -12, 12- 4 και 4 – 8), υποστήριξε όμως ότι η αυξημένη απασχόλησή του οφειλόταν [και] στο γεγονός της επεκτάσεως κάθε βάρδιας επί δύο [2] ώρες πριν από την έναρξή της, όταν πριν από αυτή το πλοίο προσέγγιζε σε λιμένα και επί δύο [2] ώρες μετά από τη λήξη της, όταν εντός αυτής το πλοίο είχε ήδη προσεγγίσει σε λιμένα, αφού για τις εργασίες πρόσδεσης, απόδεσης και φορτοεκφόρτωσης οχημάτων «τα προγραμματισμένα άτομα της βάρδιας δεν επαρκούσαν». Ο ισχυρισμός του αυτός, όμως, δεν μπορεί να ελεγχθεί κατ’ ουσίαν, αφού ο ίδιος δεν εξειδικεύει τη βάρδια στην οποία εκάστοτε απασχολούταν, ενώ παραλείπει την προσκομιδή του πίνακα δρομολογίων του πλοίου, ώστε να διαπιστωθεί αν πριν ή κατά τη διάρκεια κάθε βάρδιας (και ποιας) το πλοίο προσέγγιζε σε λιμένες (και πόσους).
IV. Η απόρριψη του πρώτου λόγου της έφεσης συμπαρασύρει σε απόρριψη και τον τέταρτο λόγο αυτής, κατά το σκέλος του με το οποίο ο εκκαλών αιτιάται την εκκαλουμένη για κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων λανθασμένο υπολογισμό των εορταστικών επιδομάτων που υποστηρίζει ότι δικαιούται, επειδή προς τούτο δεν λήφθηκαν υπόψη οι αυξημένες ώρες υπερωριακής απασχόλησής του, όπως τις εξέθετε στην αγωγή του, του οποίου η ουσιαστική έρευνα θα προϋπέθετε την παραδοχή των συναφών ισχυρισμών του, που όμως ήδη απορρίφθηκαν. Να σημειωθεί ότι ο εκκαλών δεν αμφισβητεί το μαθηματικό τρόπο εξαγωγής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού που αντιστοιχεί στα ως άνω επιδόματα, τον οποίο ακολούθησε η εκκαλουμένη, παρά μόνον το ύψος των αμοιβών για την υπερωριακή απασχόλησή του, το οποίο, όμως, όπως προαναφέρθηκε, ορθά με βάση την ημερήσια διάρκειά της υπολογίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΕφΠειρ. 545/2010, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ. 723/2010, αδημ.). Απορριπτέος, όμως, ως νομικά αβάσιμος, κρίνεται ο ίδιος λόγος της ένδικης έφεσης και κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται στην εκκαλουμένη η μομφή ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού κατά τον προσδιορισμό των ιδίων επιδομάτων. Και τούτο διότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού δεν θεωρείται αντάλλαγμα της εργασίας, που παρέχει ο ναυτικός – μέλος πληρώματος αλλά κύρια αιτία έχει την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΜονΕφΠειρ. 285/2021, 216/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ 50/2016, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102) και, επομένως, ορθά δεν συνυπολογίστηκε από την εκκαλουμένη στις τακτικές αποδοχές για τον καθορισμό των επιδομάτων εορτών, που δικαιούται ο ενάγων.
V. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού πριν από την παρέλευση εξαώρου από του κατάπλου ( 3) ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα (§ 5), υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγιά του κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, των οποίων η εργασιακή σύμβαση διέπεται από τις διατάξεις της, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, υποχρέωση εκείνου που εκμεταλλεύεται ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) να καταβάλλει πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα όταν με το πλοίο εκτελούνται τακτικά ή έκτακτα δρομολόγια εξπρές, από τα οποία ως τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη, κάθε ημέρα, ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου και ως έκτακτα όσα εκτελούνται κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή αποτελεί το αντάλλαγμα της αυξημένης καταπόνησης των ναυτικών που προκαλείται καταρχάς επειδή μεταξύ των δρομολογίων αυτών δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς τους συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα εξπρές δρομολόγια, με την παραπάνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές τουλάχιστον πέντε [5] αναχωρήσεις την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, ενώ ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε [5] δρομολόγια την εβδομάδα, σύμφωνα με την § 5 του άρθρου 33, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της § 3, ανεξαρτήτως της παραμονής ή μη των πλοίων επί έξι [6] ώρες στο λιμάνι αφετηρίας, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται όπως επί πρόωρων αναχωρήσεων αλλά είναι εξαρχής δεδομένος (1 ή 2) και δεν εξάγεται με αριθμητικούς υπολογισμούς επί τη βάσει μεταβλητών ποσοτήτων. Τέλος, κατά τα οριζόμενα στην § 6 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του κατ’ εξαίρεση δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, επί ημερόπλοιων, δηλαδή επί πλοίων που εκτελούν κατά βάση ημερινούς πλόες και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση της εξαιρέσεως και επάνοδο στον κανόνα, τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 23:00 μέχρις ώρας 07.00 (ΑΠ 345/2019, ΕΝαυτΔ 2019/107). Η επέκταση κρίνεται με βάση τον προγραμματισμένο χρόνο έναρξης και λήξης κάθε δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του. Πάντως, η κατά ολίγα λεπτά της ώρας υπέρβαση των ακραίων χρονικών σημείων έναρξης και λήξης των ωρών που θεωρούνται ως νυκτερινές δεν αναιρεί το χαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου και ο απασχολούμενος σ’ αυτό ναυτικός δε δικαιούται τότε την πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996, ΜονΕφΠειρ. 285/2021, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 216/2021, ο.π.).
Εν προκειμένω με την αγωγή του ο ενάγων επικαλέστηκε ότι το πλοίο ΣΦΙΙ κατά το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως 31.5.2018 εκτελούσε επτά [7] προγραμματισμένα κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα και ζήτησε να του επιδικαστεί πρόσθετη αμοιβή για τα εξ αυτών πέραν των πέντε [5], σύμφωνα με την § 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ. Τα δρομολόγια στα οποία αναφέρεται είναι αυτά από Ραφήνα προς Μύκονο με επιστροφή, τα οποία εκτελούσε το πλοίο αναχωρώντας στις 07:50 κάθε ημέρα για να επιστρέψει στις 18:30 ή στις 19:25 ή στις 17:30, ανάλογα με την περίοδο. Οι πλόες αυτοί ήσαν όλοι ημερινοί και καθιστούσαν το Ε/Γ – Ο/Γ ΣΦΙΙ ημερόπλοιο κατά την έννοια της § 6 του άρθρου 33, με αποτέλεσμα να εξαιρείται από την εφαρμογή του. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί ακόμα και αν ληφθούν υπόψη τα διπλά δρομολόγια που το πλοίο εκτέλεσε κατά τα χρονικά διαστήματα που ανωτέρω αναφέρθηκαν με αναχώρηση από τη Ραφήνα προς Άνδρο στις 19:15 και επιστροφή εκεί στις 23:30 και τούτο διότι οι πλόες αυτοί ουδέποτε υπό τα εκτιθέμενα υπερέβησαν τους τέσσερις [4] ανά εβδομάδα, ενώ και η επ’ ολίγον υπέρβαση της 23:00 ώρας δεν αρκεί για το χαρακτηρισμό εκάστου από τα δρομολόγια εκείνα ως εξπρές κατά την αληθή έννοια της § 6 του άρθρου 33. Εφόσον, επομένως, το ερευνώμενο αίτημα πράγματι δεν ήταν νόμιμο και ορθώς πρωτοδίκως απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο, πρέπει, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), να απορριφθεί ως ομοίως νομικά αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Να σημειωθεί εδώ και ότι κατά το σκέλος του με το οποίο ο εκκαλών μέμφεται την ίδια απορριπτική πρωτοβάθμια κρίση για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ο ερευνώμενος λόγος είναι αλυσιτελής και κατά τούτο απαράδεκτος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού η αγωγή κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιό της απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη, χωρίς το Δικαστήριο να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα.
VI. Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 55, σελ. 253). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ. § 57, σελ. 258, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια των συνταγματικών αρχών της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, από το συνδυασμό της οποίας προς εκείνες των άρθρων 72 και 75 εδαφ. δ του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Οι διατάξεις περί αποζημιώσεως του ναυτικού λόγω καταγγελίας της σύμβασης αντισταθμίζουν την εξουσία του πλοιάρχου να τον απολύει οποτεδήποτε και χωρίς λόγο και αποσκοπούν στην προστασία του απολυομένου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συντήρησή του για ορισμένο χρονικό διάστημα και να διευκολυνθεί αυτός στην ανεύρεση νέας εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 161/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΤριμΕφΠειρ. 185/2012, ο.π., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173, ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444).
Στην προκειμένη περίπτωση, στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος αναγράφεται ότι έλαβε άδεια στις 30.5.2017 διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι τις 30.6.2017 και στις 7.1.2018 διάρκειας είκοσι τεσσάρων [24] ημερών, δηλαδή μέχρι τις 31.1.2018. Εντούτοις, την πρώτη φορά επαναπροσλήφθηκε, όπως και πάλι από το ναυτικό του φυλλάδιο προκύπτει, στις 18.6.2017, δηλαδή μετά από δεκαεννέα [19] ημέρες και πριν από την συμπλήρωση της διάρκειας της άδειας που έλαβε, ενώ τη δεύτερη φορά επαναυτολογήθηκε στις 12.2.2018, δηλαδή δώδεκα [12] ημέρες μετά τη λήξη της άδειάς του. Ο ίδιος επικαλείται ότι δε ζήτησε τη λήψη άδειας και ότι η χορήγησή της συνιστά στην πραγματικότητα μονομερή και αναίτια καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης εκ μέρους του πλοιάρχου. Όμως, ο ισχυρισμός του αυτός δεν είναι πειστικός, όχι μόνον διότι, όπως ο ίδιος συνομολογεί, είχε και κατά το παρελθόν, επανειλημμένως από το έτος 2008, λάβει άδειες αναπαύσεως, όχι κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεώς του αλλά προς «αναπλήρωση των δυνάμεών» του αλλά και επειδή κατ’ αμφότερες τις επίδικες περιπτώσεις επαναπροσλήφθηκε από την ίδια εργοδότρια με τους αυτούς όρους και συνθήκες εργασίας στο ίδιο πλοίο, χωρίς να ζητήσει, κατά την εκάστοτε νέα πρόσληψή του ή και πριν από αυτήν, την αποζημίωση που ήδη επιδιώκει, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η επικαλούμενη προσχηματική αιτία των συγκεκριμένων αποναυτολογήσεών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου, επομένως, ως αβάσιμου του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
VII. Τέλος, κατά το άρθρο 10 § 1 εδαφ. α της ως άνω ΣΣΝΕ η εξόφληση του μισθού και των πάσης φύσεως αποδοχών των ναυτικών γίνεται στο τέλος κάθε ημερολογιακού μηνός, ενώ κατά το άρθρο 655 εδαφ. β του ΑΚ, οι διατάξεις του οποίου, εφόσον προσαρμόζονται στην ιδιάζουσα φύση της ναυτικής εργασίας, εφαρμόζονται συμπληρωματικά στη σύμβαση ναυτολογήσεως του πληρώματος επιβατηγού πλοίου όταν υπάρχει κενό στη ρύθμιση της τυχόν υφιστάμενης συλλογικής σύμβασης ή του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 525/1980, ΕΝαυτΔ 1980/465 = ΠειρΝ 1980/409, Δ. Καμβύσης, ο.π., άρθρο 53, σελ. 137), σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό προς την Οδηγία Β2.2.1 περ. γ της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 4078/2012 (ΦΕΚ Α 179/20.9.2012), μισθό συνιστά κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο ναυτικό ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του. Επομένως, στην έννοια του μισθού υπάγονται και οι αμοιβές που οφείλονται κατά τη συλλογική σύμβαση στο ναυτικό ως αντάλλαγμα της υπερωριακής εργασίας του ή της απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας. Κατά συνέπεια και για την αμοιβή αυτή τάσσεται από τη ΣΣΝΕ δήλη ημέρα καταβολής το τέλος κάθε ημερολογιακού μηνός, κατά τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 § 1 ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδαφ. α του ιδίου Κώδικα. Παρέπεται ότι για την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας και της απασχόλησης σε ημέρες αργίας, δήλη ημέρα καταβολής των απαιτήσεων αυτών σε ναυτικό που αμείβεται με μηνιαίο μισθό είναι η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επί μέρους αυτές εργασίες (ΟλΑΠ 40/2002, ΕΕΔ 2002/1478 = ΑρχΝ 2003/344, ΑΠ 248/2020, ΑΠ 493/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως αυτών, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρο 10 της υπουργικής απόφασης 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον τελευταίο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται επειδή οι απαιτήσεις που του επιδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα κρίθηκαν τοκοφόρες από την επόμενη ημέρα εκάστης αποναυτολογήσεώς του, ενώ με την αγωγή του είχε – κυρίως – ζητήσει την έναρξη της τοκογονίας τους από «την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και συγκεκριμένα από το τέλος κάθε μήνα για τον οποίο υπάρχει η αντίστοιχη οφειλή». Ο λόγος αυτός, όσον αφορά τις διαφορές επιδομάτων εορτών Πάσχα των ετών 2017 και 2018, που επιδικάστηκαν στον ενάγοντα εντόκως νομίμως από την 1η.5.2017 και την 1η.5.2018 αντίστοιχα είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι κατά τα προαναφερθέντα η συνέπεια της τοκογονίας των απαιτήσεων αυτών επήλθε κατά νόμο στις 30.4.2017 και στις 30.4.2018, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι τόκοι υπερημερίας των λοιπών κονδυλίων, που κρίθηκαν βάσιμα και αφορούν σε διαφορές υπερωριακής αμοιβής και υπόλοιπα δεδουλευμένων αποδοχών και μισθών άδειας, δηλαδή σε εργοδοτικές παροχές που εμπίπτουν στην έννοια του μισθού, έπρεπε πράγματι να επιδικαστούν από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου γεννήθηκαν και η εκκαλουμένη που έκρινε διαφορετικά έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου κατά τον ερευνώμενο βάσιμο λόγο της έφεσης.
VIII. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν κατά τον αμέσως ανωτέρω ευδοκιμήσαντα λόγο της και να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη ώστε στο διατακτικό της να περιληφθεί διάταξη επιδικάζουσα στον ενάγοντα το μεν ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων είκοσι επτά ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (3.327,15 €), που αντιστοιχεί σε διαφορές υπερωριακής αμοιβής του για το χρονικό διάστημα από 7.4.2017 έως και 12.6.2018 καταψηφιστικώς, το δε ποσό των εξακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (688,44 €), που αντιστοιχεί σε υπόλοιπα δεδουλευμένων αποδοχών, μισθών άδειας και αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 13.6.2018 έως και 15.8.2018 αναγνωριστικώς, αμφότερα όμως εντόκως νομίμως από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου γεννήθηκαν και καθεμία απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, χωρίς παράλληλα να θιγεί η έναρξη της νόμιμης τοκοφορίας των λοιπών δεκτών γενομένων κονδυλίων, συνολικού ύψους πενήντα ενός και είκοσι τριών λεπτών (51,23 €), που αντιστοιχούν σε διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών Πάσχα 2017 και 2018, όπως διέταξε η εκκαλουμένη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος τους σε βάρος της εφεσίβλητης, που ηττάται, (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Μεταρρυθμίζει την εκκαλούμενη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος για τον παρόντα δικαιοδοτικό βαθμό, το ύψος των οποίων καθορίζει σε διακόσια πενήντα ευρώ (250 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ