Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 265/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    265/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ _ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………….. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Αναστασία – Ινώ Τσιρίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1] εταιρίας ……………και 2] ……………. οι οποίοι στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αρτέμιδα Γιανναρά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η καλούσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά των καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντων την από 20.1.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../20.1.2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3957/2015 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή στο σύνολο της.

Την απόφαση αυτή, όπως κατά το εισαγωγικό της μέρος διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 574/2016 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προσέβαλαν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 31.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../31.8.2017 έφεσή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 69/2020 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που κηρύχθηκε αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Εφετείου Πειραιώς.

Ήδη η πιο πάνω έφεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου με την από 27.4.2021 κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης, που έχει κατατεθεί με αριθμό σχετικής εκθέσεως …../20.5.2021, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε  αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Μετά τη δημοσίευση της με αριθμό 69/2020 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία το Τμήμα του, στο οποίο η έφεση είχε αρχικώς εισαχθεί, κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της έχουσας χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 51 §§ 1, 2 και 3 του Ν. 2172/1993 ένδικης υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος λειτουργικά αρμόδιου Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Εφετείου Πειραιώς, νομότυπα με την από 27.4.2021 κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../20.5.2021) επαναφέρεται η από 31.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./31.8.2017 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./14.11.2017 έφεση των καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντων κατά της υπ’ αριθμ. 3957/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως κατά το εισαγωγικό της μέρος διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 574/2016 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο εκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία την από 20.1.2015 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../20.1.2015) της ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας υπό ειδική εκκαθάριση, με την οποία ζητήθηκε το οφειλόμενο υπόλοιπο της αναφερόμενης σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που η ενάγουσα συνήψε με την πρώτη των εναγομένων εταιρία, υπό την εγγύηση του δεύτερου από αυτούς, η οποία (σύμβαση) ακολούθως καταγγέλθηκε από την δανείστρια και με την εκκαλούμενη απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε αυτήν στο σύνολό της ως και ουσιαστικά βάσιμη.

ΙΙ. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι το δικόγραφό της κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 31.8.2017, εντός δηλαδή των νομίμων χρονικών ορίων από την επίδοση της εκκαλουμένης, που πραγματοποιήθηκε στις 6.7.2017, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. στο αντίγραφό της που με παραγγελία της εφεσίβλητης επιδόθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο των εκκαλούντων, που τους είχε εκπροσωπήσει και πρωτοδίκως (άρθρα 143 § 1, 147 § 2 και 518 § 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό . ………….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 21.8.2017 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας EUROBANK), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία υπό ειδική εκκαθάριση και απώτερη οιονεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», ήγειρε αξιώσεις από την αναφερόμενη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που η απώτερη δικαιοπάροχός της είχε συνάψει με την πιστούχο πρώτη των εναγομένων ναυτιλιακή εταιρία, που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της διαχείρισης πλοίων και έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 89/1967, 378/68 και του άρθρ. 25 του Ν. 27/1975, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της οποίας είχε παράσχει την εγγύησή του ο δεύτερος από αυτούς και ζήτησε, επικαλούμενη την υπερημερία της πιστούχου και την εκ μέρους της καταγγελία της πίστωσης, να υποχρεωθούν οι αντίδικοί της να της καταβάλουν εις ολόκληρον το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων ενενήντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (1.599.649,62 €), ως κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού που τηρήθηκε για την παρακολούθηση της πίστωσης. Οι εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν ούτε τη νομιμοποίηση της ενάγουσας ούτε την ιστορική βάση της αγωγής της, προέβαλαν μόνον ενστάσεις καταλυτικές (εν όλω ή εν μέρει) του δικαιώματός της από τα άρθρα 300 και 862 ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς ως νομικά αβάσιμους και με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή στο σύνολο της. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφονται τώρα οι εκκαλούντες και παραπονούμενοι αποκλειστικά για την, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μετά από πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, απόρριψη των ενστάσεών τους ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής κατά παραδοχή τους.

IV. Στο άρθρο 300 1 εδαφ. α ΑΚ, ορίζεται ότι, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, στην οποία θεμελιώνεται η γνήσια, αυτοτελής και καταλυτική του αγωγικού δικαιώματος ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος (ΑΠ 758/2018, ΧρΙΔ 2019/268 = ΕΕμπΔ 2019/361), προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, υποχρέωση προς αποζημίωση, η οποία δυνατόν να απορρέει είτε δευτερογενώς από αθέτηση ενοχής που προϋπήρχε είτε πρωτογενώς από την τέλεση αδικοπραξίας είτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία. Η εν λόγω ένσταση παρέχεται προς απόκρουση ή περιστολή της αξιώσεως προς αποζημίωση και, επομένως, δεν προτείνεται εναντίον αξιώσεως για καταδίκη σε πρωτογενή συμβατική παροχή και γενικά για εκπλήρωση συμβάσεως (ΑΠ 57/2019, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1058/2012, ΕπισκΕΔ 2012/911 = Αρμ. 2013/748 = ΕΕμπΔ 2013/383 = Ε7 2013/750). Συνεπώς, δεν προτείνεται ούτε εναντίον του δανειστή, που επικαλείται πιστωτική σύμβαση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και ζητεί την εις ολόκληρον καταδίκη του δανειολήπτη και του εγγυητή του στην καταβολή του οφειλομένου μετά την καταγγελία της πιστώσεως και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού καταλοίπου του, αφού το αίτημα της αγωγής αυτής δεν έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα.

Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό υποστήριξαν ότι τη ζημία της ενάγουσας προκάλεσε συντρέχον πταίσμα της και, συγκεκριμένα, ότι συνετέλεσε με την εκεί ειδικότερα εκτιθέμενη υπαίτια συμπεριφορά της στην επέλευση και στην έκταση της ζημίας της. Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν, ο ισχυρισμός αυτός, που επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 300 § 1 εδαφ. α ΑΚ, δεν ήταν νόμιμος και ορθώς απορρίφθηκε για την αιτία αυτή με την εκκαλουμένη, αφού η επίδικη αξίωση ασκείται προς εκπλήρωση συμβατικής (πρωτογενούς) και όχι αποζημιωτικής (δευτερογενούς) ενοχής. Συνεπώς, ο ίδιος ισχυρισμός που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης κρίνεται απορριπτέος

V. Κατά το άρθρο 862 ΑΚ ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Κατά το πραγματικό της διατάξεως αυτής για την επέλευση της έννομης συνέπειας, δηλαδή της ελευθέρωσης του εγγυητή, απαιτείται η αθροιστική συνδρομή δύο προϋποθέσεων και, συγκεκριμένα, της αδυναμίας ικανοποιήσεως του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη και του πταίσματος του πρώτου, που πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς (ΑΠ 1216/2019, ΧρΙΔ 2020/117, ΑΠ 2205/2009, ΧρΙΔ 2011/97 = ΝοΒ 2010/1421) με την αδυναμία, υπό την έννοια ότι η υπαίτια συμπεριφορά του δανειστή πρέπει να εκδηλώθηκε μετά την ανάληψη της εγγυητικής ευθύνης (ΑΠ 682/1998, ΔΕΕ 1998/981, ΑΠ 1178/1996, Δνη 1997/1081 = ΕΕΝ 1998/273) και πριν ο πρωτοφειλέτης καταστεί αναξιόχρεος (ΑΠ 1491/2018, ΑΠ 1296/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1886/2014, ΕΕμπΔ 2015/328, ΑΠ 419/2013, ΧρΙΔ 2013/505 = Ε7 2014/284, ΑΠ 512/2008, ΝοΒ 2008/2368, Σπ. Βρέλλης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, 1982, άρθρο 862, αρ. 5, σελ. 399, Απ. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, 3, αρ. 183, σελ. 72). Η κύρωση που απαγγέλλεται (απόσβεση της εγγυήσεως) δικαιολογείται από την υποχρέωση προστασίας του αλλότριου χαρακτήρα του χρέους, που βαρύνει τον δανειστή, ο οποίος οφείλει να ενεργεί πάντοτε καλόπιστα απέναντι στον εγγυητή (άρθρο 288 ΑΚ), αποφεύγοντας ενέργειες που καθιστούν ατελέσφορη την άσκηση του αναγωγικού δικαιώματος (άρθρα 858 – 860 ΑΚ) του τελευταίου κατά του πρωτοφειλέτη (Απ. Καραγκουνίδης, σε Απ. Γεωργιάδη Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 862, αρ. 16, σελ. 1660). Για το λόγο αυτό ο εγγυητής ελευθερώνεται μόνον όταν ο δανειστής δεν επιδεικνύει ορθή συναλλακτικά και έγκαιρη συμπεριφορά, κατάλληλη να εξασφαλίσει την ικανοποίησή του πριν ο πρωτοφειλέτης καταστεί αναξιόχρεος (ΑΠ 1137/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όταν δηλαδή από δόλο ή αμέλειά του δεν προβλέπει, ενώ έχει τη δυνατότητα, το ενδεχόμενο της μεταγενέστερης περιέλευσης του πρωτοφειλέτη σε κατάσταση αναξιόχρεη. Επομένως, κάθε ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) του δανειστή μεταγενέστερη της αφερεγγυότητας του πρωτοφειλέτη δεν αποβαίνει σε βάρος του εγγυητή και δεν τον ελευθερώνει, ακόμα και αν οφείλεται σε πταίσμα του δανειστή. Πάντως, σε πταίσμα του δανειστή δεν μπορεί να αποδοθεί η άρνησή του να μεταβληθεί το πρόσωπο του πρωτοφειλέτη ή η παράλειψή του να δεχθεί αντικατάσταση ή συμπλήρωση της εγγύησης με προσωπική ασφάλεια από άλλον (ή και από άλλον) εγγυητή, προσφερόμενη υπέρ του πρωτοφειλέτη μετά την περιέλευση του τελευταίου σε κατάσταση αφερεγγυότητας, την οποία υποδηλώνει σαφώς η δήλωσή του ότι παύει τις πληρωμές του.

Στην υπόθεση που επανακρίνεται, οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προταθέντα και απορριφθέντα ισχυρισμό ότι ο δεύτερος από αυτούς, εγγυητής της δανειακής οφειλής της πρώτης εναγομένης, έχει ελευθερωθεί από την εγγυητική του ευθύνη επειδή η ενάγουσα δανείστρια τράπεζα από υπαιτιότητά της (βαριά αμέλεια των οργάνων και προστηθέντων της) παρέλειψε ενέργειες που θα οδηγούσαν στην έγκαιρη ικανοποίησή της από την πρωτοφειλέτρια. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται α] ότι η πιστώτρια χορήγησε την πίστωση χωρίς να ζητήσει και να λάβει οποιαδήποτε άλλη εξασφάλιση πλην της εγγύησης του δεύτερου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της πρωτοφειλέτριας, μολονότι τελούσε σε γνώση ότι τα μόνα περιουσιακά στοιχεία αυτής ήσαν οι απαιτήσεις της από τις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων που είχε αναλάβει, β] ότι, αν και η πρωτοφειλέτρια γνωστοποίησε στην ενάγουσα την αδυναμία της να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις ήδη από τις αρχές του έτους 2009, η πιστώτρια δεν αποδέχθηκε μεταγενέστερες προτάσεις της να της παρασχεθεί πρόσθετη εγγύηση από την (συγγενή της πρωτοφειλέτριας) εταιρία …. ή να μεταφερθεί η πίστωση σε άλλη αξιόχρεη εταιρία του ιδίου ομίλου (στη …….. ή στη …………..), η οποία είχε δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλομένων, για την οποία η πρωτοφειλέτρια τελούσε σε αδυναμία και γ] ότι παρά ταύτα η πιστώτρια παρέλειψε επί μακρό χρόνο να προβεί σε δικαστικές ενέργειες για τη διασφάλιση της πληρωμής της, αιτούμενη την παροχή εμπράγματης ασφάλειας ή οποιαδήποτε άλλο εξασφαλιστικό της απαιτήσεώς της μέτρο.

Ο λόγος αυτός το μεν απαραδέκτως προβάλλεται από την πρώτη εκκαλούσα, πρωτοφειλέτρια της επίδικης οφειλής, αφού ακόμα και αν ευδοκιμήσει δεν θα οδηγήσει στην απαλλαγή εκείνης από την υποχρέωσή της να εκπληρώσει τη συμβατική παροχή της (καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού που έκλεισε), το δε, προβαλλόμενος από το δεύτερο εκκαλούντα, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον η υπό στοιχείο α ανωτέρω παράλειψη εντοπίζεται σε χρόνο προγενέστερο της κατάρτισης της επίδικης σύμβασης εγγύησης, οι δε λοιπές, υπό τα εκτιθέμενα, έπονται χρονικά της περιέλευσης της πρωτοφειλέτριας σε κατάσταση αδυναμίας αποπληρωμής της δανειακής οφειλής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε.

VI. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί εδώ και ότι αμφότεροι οι παραπάνω λόγοι εφέσεως κατά το σκέλος του έκαστος, με το οποίο πλήττονται οι ίδιες απορριπτικές των πιο πάνω ενστάσεων κρίσεις της εκκαλουμένης με την επίκληση πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον η εκκαλουμένη έκρινε ως νομικά αβάσιμους τους ισχυρισμούς των εναγομένων εκτιμώντας μόνον τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο των προτάσεών τους, χωρίς προηγουμένως να τους ερευνήσει κατ’ ουσίαν και χωρίς, επομένως, ως προς το παραδεκτό τους να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα (ΤριμΕφΔωδ. 43/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 119, αρ. 53, σελ. 453).

VII. Κατά συνέπεια και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων που ηττώνται τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα δικαιοδοτικό βαθμό, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ (35.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30 Μαρτίου 2022 και δημοσιεύθηκε στις 6 Μαΐου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ