ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 289/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ- ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………. η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Λειβιδιώτου Σαξώνη.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας …………….. η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Σταμάτη Αρβαλή.
Η καλούσα – ενάγουσα ……., σύζυγος ……….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 14-2-2013 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/20-2-2013 αγωγή κατά της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρίας «………….» και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 1246/31-01-2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας το τελευταίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά λειτουργία και κατά τόπο και παρέπεμψε την υπόθεση προς συζήτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ως το κατά λειτουργία, κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. Ακολούθως, με την από 22-3-2018 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/22-3-2018 κλήση της ενάγουσας, η αγωγή εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), όπου και συζητήθηκε στις 29-5-2018. Στη συνέχεια το τελευταίο, με τη με αριθ. 912/2019 απόφασή του, που εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της αγωγής και επί της υποβληθείσας δια των προτάσεων της ενάγουσας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, διέταξε το χωρισμό της σωρευόμενης αγωγής περί αναγνώρισης της κυριότητας της ενάγουσας και απόδοσης του επίδικου σκάφους, παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά ως αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο και απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά τα λοιπά και δη ως προς τα αιτήματα που αφορούν ενοχικές αξιώσεις της ενάγουσας. Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: α) η ενάγουσα με την από 24-4-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./25-4-2019 έφεσή της και β) η εναγόμενη με την από 23-4-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./23-4-2019 έφεσή της, δικάσιμος των οποίων ορίστηκε η 16-1-2020, κατά την οποία και συζητήθηκαν. Ακολούθως, εκδόθηκε επί των άνω εφέσεων η με αριθ. 749/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτών. Στη συνέχεια, με την από 23-4-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./19-1-2021 κλήση της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας, οι άνω εφέσεις ορίστηκαν να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (25-11-2021), κατά την οποία και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από το Δικαστή, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς του και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 23-4-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../19-1-2021 κλήση της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας ……….., συζύγου ………: α) η από 24-4-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../25-4-2019 έφεση της ανωτέρω ενάγουσας (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 23-4-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../23-4-2019 αντίθετη έφεση της εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρίας «………….» (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της με αριθ. 912/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην της ανωτέρω εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 14-2-2013 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../20-2-2013 αγωγής της ανωτέρω καλούσας – ενάγουσας και επί της ασκηθείσας με τις πρωτόδικες προτάσεις της, αίτησης ασφαλιστικών μέτρων), μετά την έκδοση επ’ αυτών της με αριθ. 749/2020 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών – τακτική διαδικασία), που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση των άνω εφέσεων για τον τυπικό λόγο της μη κατάθεσης από την εκκαλούσα στη Β έφεση / εφεσίβλητη στην Α έφεση ξεχωριστών προτάσεων για την αντίστοιχη ιδιότητα με την οποία αυτή παρίσταται σε κάθε έφεση. Οι εφέσεις αυτές πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, Α.Π. 427/2009, Εφ.Πειρ. 727/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
2. Οι ανωτέρω αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι: Α) όσον αφορά τη Β’ εξ αυτών, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 28-3-2019, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …………… επί του επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλουμένης που επιδόθηκε στην ανωτέρω εκκαλούσα, το οποίο προσκομίζει και επικαλείται η τελευταία, ενώ η άνω έφεσή της κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 23-4-2019, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../23-4-2019 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ασκήθηκε δηλαδή εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης σ’ αυτήν της εκκαλουμένης (άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με άρθρο 144 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα) και Β) όσον αφορά την Α’ εξ αυτών, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εκκαλούσα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι το πρωτότυπο της άνω έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25-4-2019, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/25-4-2019 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του ιδίου άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Φέρονται δε οι εφέσεις αυτές αρμόδια προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές εκθέσεις κατάθεσης ένδικου μέσου του Γραμματέα του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα σε κάθε έφεση το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 Κ.Πολ.Δ. (όπως ισχύει από 23-1-2017, μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016) παράβολο για την άσκηση αυτής. Πρέπει, επομένως, οι ανωτέρω εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, αφού συνεκδικασθούν κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 της παρούσας, λαμβανομένου υπόψη ότι η συνεκδίκαση αυτών δεν αναιρεί την αυτοτέλειά τους, παρά το γεγονός ότι η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ.ΚΠολΔ, 2018, τόμ. Ι, υπ’ άρθρο 246, αριθ. 5, σ. 457).
3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2, και 528 του Κ.Πολ.Δ, όπως αυτά ισχύουν, μετά την αντικατάσταση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 524 από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και του άρθρου 528 από το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 524 για τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα, προκύπτει ότι ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, οπότε με την τυπική παραδοχή της έφεσης, που λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος έφεσης (Α.Π. 635/2020, Α.Π. 816/2020, Α.Π. 1478/2019, Α.Π. 759/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, υπ’ άρθρο 528, αριθ. 1, σ. 513). Μετά δε την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου (528) με το άρθρο 44 του Ν. 3994/2011, αυτό ισχύει για όλες τις αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην, ανεξαρτήτως της διαδικασίας που τηρήθηκε για την έκδοση αυτών. Στην περίπτωση αυτή, ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Έτσι αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, που μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ενώπιον αυτού η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά (Α.Π. 635/2020, Α.Π. 579/2018, Α.Π. 495/2017, Α.Π. 11/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2018, υπ’ άρθρο 528, αριθ. 2-4, σ. 856, 857).
Στην προκειμένη περίπτωση, αφού, όπως προαναφέρθηκε, έγινε τυπικά δεκτή (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) η υπό στοιχ. Β’ έφεση της ερήμην δικασθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης, πρέπει, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από την άνω έφεση, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για να ερευνηθεί εκ νέου η ως άνω αγωγή, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, δικαιούμενης της εκκαλούσας στην άνω έφεση να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Εξάλλου, η υπό στοιχ. Α’ έφεση της κανονικά δικασθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας, αφού, όπως προαναφέρθηκε, έγινε τυπικά δεκτή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
4. Κατά το άρθρο 822 του Α.Κ.: «Με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει, με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνο όταν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις». Κατά δε το άρθρο 823 του ίδιου Κώδικα: «Ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα». Ακόμη, κατά το άρθρο 827 του ιδίου Κώδικα: «Ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει α το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει προθεσμία που οφείλεται για τη φύλαξή του». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την σύμβαση παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από τον παρακαταθέτη κινητό πράγμα με την υποχρέωση φύλαξης και απόδοσης αυτού αυτούσιου, όταν του ζητηθεί. Η σύμβαση αυτή καταρτίζεται με την παράδοση του πράγματος (re) και είναι κατά κανόνα άτυπη, μπορεί δε να καταρτισθεί και με μόνη τη συμφωνία πριν από την παράδοση του πράγματος, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 Α.Κ.), ρητώς, αλλά και σιωπηρώς, όταν η συμφωνία για φύλαξη του πράγματος συνάγεται από τις συντρέχουσες περιστάσεις (Α.Π. 647/2017, Α.Π. 1446/1992, Εφ.Πειρ. 62/2021, Εφ.Πειρ. 78/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η άνω αξίωση του παρακαταθέτη για οριστική απόδοση του παρακατατεθέντος πράγματος αποτελεί σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης παρακαταθήκης (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, 1979, υπ’ άρθρο 827, αριθ. 3, σ. 286-287). Επιπροσθέτως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 822 και 823 Α.Κ. προς εκείνες των άρθρων 361, 330 – 336 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η σύμβαση παρακαταθήκης μπορεί κατ’ αρχήν να καταρτίζεται και στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης σύμβασης, οπότε για τη μικτή αυτή σύμβαση, εάν μεν κάθε παροχή, ανεξαρτήτως από τον τύπο στον οποίο ανήκει, είναι της ίδιας σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι ισχύοντες κανόνες για τον τύπο καθεμίας, εάν δε η μία από αυτές είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι υποχρεώσεις από αυτήν, είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κυρία σύμβαση, είτε είναι παρακολουθηματικές αυτής, οι εφαρμοστέες διατάξεις για την κυρία σύμβαση είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση. Όταν για τη φύλαξη του πράγματος οφείλεται αμοιβή, οπότε θα πρόκειται κατά κανόνα για αυτοτελή σύμβαση παρακαταθήκης στα πλαίσια άλλης κυρίας σύμβασης, τότε ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή για δόλο ή αμέλεια, η οποία (αμέλεια) υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια του μετρίως συνετού κοινωνικού ανθρώπου στον κύκλο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Διαφορετικά, ο θεματοφύλακας ευθύνεται πάντοτε για βαρεία αμέλεια και για ελαφρά αμέλεια μέχρι το βαθμό, πέραν του οποίου και για τις δικές του υποθέσεις δεν επιδεικνύει επιμέλεια. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται, όπως για δικό του πταίσμα, κατά τις προαναφερόμενες διαβαθμίσεις (Α.Π. 647/2017, Α.Π. 1024/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη, Σ.Ε.Α.Κ, 2010, υπ’ άρθρο 323, αριθ. 3, σ. 1584). Εξάλλου, ο παρακαταθέτης μπορεί να απαιτήσει την απόδοση του πράγματος και σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης τούτου αποζημίωση, είτε με ευθεία αγωγή από τη σύμβαση παρακαταθήκης, είτε με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο, διότι επέρχεται αλλοίωση του αντικειμένου της ενοχής και η αρχική του υποχρέωση προς εκπλήρωση της παροχής μετατρέπεται σε δευτερογενή υποχρέωση αποζημίωσης, η οποία, εκτός άλλων, περιλαμβάνει την αξία του πράγματος, καθώς και κάθε άλλη ζημία, που ενδεχομένως υπέστη (Α.Π. 647/2017, Εφ.Πειρ. 62/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εφόσον, δε, ο παρακαταθέτης δικαιούται κατά πάντα χρόνο να ζητήσει την οριστική απόδοση του πράγματος, ακολουθεί εκ τούτου ότι ο θεματοφύλακας καθίσταται υπερήμερος ως οφειλέτης από τη στιγμή που, μετά από προηγούμενη όχληση (Α.Κ. 340) δεν αποδώσει το πράγμα. Το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται αν η καθυστέρηση της αποδόσεως δεν οφείλεται σε πταίσμα του θεματοφύλακα (Α.Κ. 342). Από τότε και κατόπιν ο θεματοφύλακας υπέχει την αυξημένη ευθύνη των άρθρων 343, 344 Α.Κ. (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρο 827, αριθ. 23, σ. 291). Περαιτέρω, ο θεματοφύλακας, προκειμένου να επιτύχει την ικανοποίηση των αξιώσεών του για καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής και των εκ μέρους του δαπανών που πρέπει να αποδοθούν, δικαιούται να κάνει επίσχεση του πράγματος της παρακαταθήκης (Α.Κ. 325, 326, Φίλιο, Ε.Ε.Ν. 31, 271, που διακρίνει μεταξύ ενστάσεως επισχέσεως και ενστάσεως του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, αναλόγως εάν η σύμβαση παρακαταθήκης έχει μορφή ετεροβαρούς ή αμφοτεροβαρούς συμβάσεως). Η αξίωση αμοιβής, κατά κανόνα και εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών, γίνεται απαιτητή και ληξιπρόθεσμη στο τέλος της έννομης σχέσης. Έτσι η αξίωση απόδοσης του πράγματος και η αξίωση αμοιβής πρέπει να εκπληρωθούν αμοιβαδόν (χέρι με χέρι) (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρο 822, αριθ. 25, σ. 268). Όταν πρόκειται για αμειβόμενη παρακαταθήκη, ο θεματοφύλακας δεν δικαιούται αμοιβής για το χρονικό διάστημα που κρατεί το πράγμα, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρο 822, αριθ. 29, σ. 269 και υπ’ άρθρο 827, αριθ. 27, σ. 292). Ενόψει δε του ότι το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαίτησής του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του, αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης (Α.Π. 288/2019, www.areiospagos.gr). Επίσης, αποκλείεται η επίσχεση όταν από την ανταξίωση απαιτείται δυσανάλογη ζημία, όταν η ανταξίωση (στην εξασφάλιση της οποίας αποβλέπει) έχει αποσβεστεί [λ.χ. με καταβολή (Α.Κ. 416) ή σε περίπτωση υπερημερίας του δανειστή για είσπραξη οφειλόμενων χρημάτων, κατά τα άρθρα 427 – 435 Α.Κ, με δημόσια κατάθεση αυτών] ή κρίνεται ασήμαντη, όταν από τη συναλλακτική καλή πίστη επιβάλλεται η εκπλήρωση της αξίωσης να γίνεται πριν από την εκπλήρωση της ανταξίωσης (π.χ. γιατί η ικανοποίηση της απαίτησης εμφανίζεται κατεπείγουσα και αμέσως αναγκαία, ενώ η ικανοποίηση της ανταπαίτησης δεν είναι τόσο επιτακτική) ή όταν η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης στη συγκεκριμένη περίπτωση παρίσταται ως καταχρηστική (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρο 325, αριθ. 21, σ. 161, βλ. και Απ. Γεωργιάδη, Σ.Ε.Α.Κ, ό.α, υπ’ άρθρο 325, αριθ. 3, σ. 623, Ι. Καρακώστα, Αστικός Κώδικας, 2009, υπ’ άρθρο 325, σ. 158, Α.Π. 766/2018, Α.Π. 1114/2017, Α.Π. 940/2015, Α.Π. 2094/2014, Α.Π. 1502/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
5. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 690 Α.Κ, που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου αναλόγως με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων τα οποία φέρει το έργο που εκτελέσθηκε από αυτόν, προκύπτει, ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων, είτε τη διόρθωση αυτών, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο ή έλλειψης των συνολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε τη διόρθωση, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε αντί αυτών να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται, είτε σε ουσιώδη, είτε σε επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνημένες ιδιότητες, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται, αντί υπαναχωρήσεως ή μειώσεως της αμοιβής, να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαιτίως στις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο, που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα. Έτσι, ο εργοδότης που επιδιώκει αποζημίωση με βάση το άρθρο 690 Α.Κ. οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει: α) την κατάρτιση της σύμβασης έργου, β) ότι το έργο εκτελέσθηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, που πρέπει να προσδιορίζονται, χωρίς να ενδιαφέρει η διάκρισή τους σε ουσιώδεις ή επουσιώδεις και δ) την ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι η ενάσκηση της εκ του άρθρου 690 Α.Κ. αξίωσης του εργολάβου, προϋποθέτει, κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, εκτελεσθέν και παραδοθέν ή προσφερθέν προς παράδοση έργο, έστω και ελαττωματικό (Α.Π. 1409/2010, Α.Π. 852/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δε αποζημίωση περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, τη δαπάνη, στην οποία πρέπει να υποβληθεί ή υποβλήθηκε ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, καθώς, επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία (Α.Π. 1075/2017, Α.Π. 1273/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Την απαιτούμενη για την ευθύνη του εναγομένου εργολάβου προς αποζημίωση, ένεκα ελλείψεων του εκτελεσθέντος έργου, υπαιτιότητά του, δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί και αποδείξει ο ενάγων εργοδότης, αλλά να αποκρούσει ο εναγόμενος εργολάβος, επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητάς του, προς απαλλαγή του από την υποχρέωση αποζημιώσεως (Α.Π. 203/2019, Α.Π. 1590/2017, Α.Π. 1229/2017, Α.Π. 985/2015, Α.Π. 360/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
6. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. Α.Κ. προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 Α.Κ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 Α.Κ.) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 Α.Κ.), από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε. Μόνη δε η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ. να μη προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη από την αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους. Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (Α.Π. 587/2020, Α.Π. 985/2015, Α.Π. 212/2000, Ολ.Α.Π. 967/1973, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι και στην περίπτωση των υπαιτίων ελλείψεων έργου, που συνίστανται στην από αμέλεια του εργολάβου αδόκιμη από τεχνική άποψη επισκευή, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συρροής αξιώσεων αποζημίωσης τόσο από τη σύμβαση (άρθρο 690 Α.Κ.), όσο και από αδικοπραξία (άρθρο 914 Α.Κ.), αφού η ζημιογόνος συμπεριφορά του εργολάβου, που πραγματοποιήθηκε όχι ανεξάρτητα ή απλώς εξ αφορμής του παραπάνω έργου, αλλά συνιστά πλημμελή εκτέλεση αυτού, που προϋποθέτει αναγκαία την περί τούτου σύμβαση και για το λόγο αυτό η ευθύνη του εργολάβου από την παραπάνω συμπεριφορά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 693 Α.Κ. (Α.Π. 985/2015, Δ.Εφ.Αθ. 2256/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 724/2018, www.efeteio.peir.gr).
7. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερθείσα αγωγή, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στην Α έφεση – εφεσίβλητη στη Β έφεση εξέθεσε ότι είναι κυρία, νομέας και κάτοχος του περιγραφόμενου ταχύπλοου σκάφους «Ι» που είναι εγγεγραμμένο στο λιμένα Πειραιά και είχε εμπορική αξία 28.000,00 ευρώ κατά τον αμέσως πριν το παρακάτω ατύχημα χρόνο, ενώ η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα στη Β έφεση – εφεσίβλητη στην Α έφεση διατηρεί επιχείρηση συντήρησης, επισκευής και επιστασίας σκαφών αναψυχής στο …… Αττικής. Ότι η ίδια (ενάγουσα) το Σεπτέμβριο του έτους 2009, εκπροσωπούμενη από το σύζυγό της …….. ., ανέθεσε άτυπα στην εναγόμενη τη για αόριστο χρόνο φύλαξη του άνω σκάφους στις άνω εγκαταστάσεις της, καθώς και τον καθαρισμό, συντήρηση και διατήρηση αυτού σε κατάσταση ετοιμότητας μετά από κάθε χρήση, έναντι αμοιβής ποσού 35,55 ευρώ μηνιαίως. Ότι σε εκτέλεση της άνω σύμβασης μετέφερε και παρέδωσε άμεσα το άνω σκάφος στις άνω εγκαταστάσεις της εναγόμενης και ακολούθως της κατέβαλε τα αναφερόμενα ποσά συνολικού ύψους 1.495,00 ευρώ για φύλαξή του από 1-9-2009 έως 30-5-2010, καθώς και για τις αναφερόμενες έξτρα εργασίες. Ότι στα πλαίσια της ίδιας σύμβασης, κατόπιν αιτήματός της, η εναγόμενη καθέλκυσε και της παρέδωσε στις 23-5-2010 το άνω σκάφος προκειμένου να εκτελέσει με φιλικά της πρόσωπα θαλάσσιο πλου αναψυχής προς τη Λίμνη Ευβοίας. Ότι κατά την παραλαβή του σκάφους διαπίστωσε και επισήμανε στον εκπρόσωπο της εναγόμενης, ο οποίος το είχε καθελκύσει, ότι υπήρχε διαρροή νερού στον πυθμένα του και έλαβε απ’ αυτόν την απάντηση ότι τα νερά πρέπει να είχαν μείνει από το πλύσιμο και θα απομακρύνονταν μόλις τίθετο σε κίνηση ο κινητήρας και δούλευαν οι αντλίες. Ότι τούτο πράγματι έγινε, πλην όμως, λίγη ώρα αφότου έφθασαν στον άνω προορισμό τους και αγκυροβόλησαν και κατέβηκαν στην παραλία, το σκάφος βυθίστηκε λόγω εισροής υδάτων στα στεγανά του, που δεν ήταν αντιληπτή όσο το σκάφος κινείτο και λειτουργούσε η αντλία νερού των στεγανών του. Ότι η άνω εισροή υδάτων οφειλόταν σε αμέλεια των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης, οι οποίοι κατά το πλύσιμο και συντήρηση του σκάφους που προηγήθηκαν, είχαν αφαιρέσει τις τάπες από τον πυθμένα του σκάφους για να φύγει το αλμυρό νερό και το νερό από το πλύσιμο του σκαριού και στη συνέχεια είχαν ξεχάσει να τις επανατοποθετήσουν. Ότι από τη βύθιση του σκάφους καταστράφηκε η κύρια μηχανή και τα ηλεκτρικά μέρη του και υπέστη σημαντική βλάβη το κύτος του σκάφους καθώς και ο αναφερόμενος εξοπλισμός του, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται να δαπανηθούν 16.545,00 ευρώ για ανταλλακτικά και εργασίες επισκευής, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα. Ότι, αν και αρχικά η εναγόμενη, δια του εκπροσώπου της, αποδέχθηκε την άνω αβλεψία των προστηθέντων υπαλλήλων της που προκάλεσε τη βύθιση του σκάφους και υποσχέθηκε ότι θα αποκαταστήσει τις άνω βλάβες που προέκυψαν, στη συνέχεια μετέβαλε στάση και αρνείται να τις αποκαταστήσει. Ότι κατόπιν τούτου η ίδια στις 18-4-2011 ζήτησε από την εναγόμενη να της αποδώσει οριστικά το σκάφος της, καταγγέλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σιωπηρά τη μεταξύ τους σύμβαση παρακαταθήκης και της προσέφερε πραγματικώς και προσηκόντως τα οφειλόμενα φύλακτρα, πλην όμως η εναγόμενη αυθαίρετα δεν της απέδωσε το σκάφος της, απαιτώντας προς τούτο στην πραγματικότητα υπεύθυνη δήλωση παραίτησής της από κάθε αξίωσή της για ζημίες από τη βύθισή του και προφασιζόμενη αναληθώς ότι δεν το παραδίδει γιατί η ίδια καθυστερεί να της καταβάλει δεδουλευμένα φύλακτρα γι’ αυτό, τα οποία, ωστόσο, στην πραγματικότητα της προσέφερε κατά την άνω λύση της μεταξύ τους έννομης σχέσης από σύμβαση παρακαταθήκης αλλά εκείνη αρνήθηκε να τα παραλάβει μέχρι να της παραδοθεί υπεύθυνη δήλωση της ίδιας (ενάγουσας) περί μη ευθύνης της (εναγόμενης) για τη βύθιση του σκάφους, με αποτέλεσμα η ίδια να αναγκαστεί να καταθέσει τα χρήματα αυτά στο όνομά της (εναγόμενης) στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ότι, συνεπεία του ναυαγίου και κυρίως της μετέπειτα άρνησης της εναγόμενης να της αποδώσει το σκάφος της για να το επισκευάσει και να το χρησιμοποιήσει απολαμβάνοντας τις ωφέλειες που θα αποκόμιζε από την κυριότητά του, η ίδια υφίσταται ζημία τουλάχιστον 300,00 ευρώ μηνιαίως από την απώλεια της χρήσης του από την ημέρα του άνω ναυαγίου, διότι, «ανεξαρτήτως της όποιας χρήσης του, θεωρείται κατά τεκμήριο ότι το σκάφος της προσπορίζει ωφέλεια αντίστοιχη με το 10% της αξίας απόσβεσης αυτού κατ’ έτος». Ότι επιπλέον, μετά τη βύθισή του, το σκάφος της υπέστη και μείωση της εμπορικής αξίας του σε ποσοστό 25% της προαναφερθείσας εμπορικής αξίας του κατά το χρόνο του ατυχήματος (ήτοι κατά 7.000,00 ευρώ), αφού, ακόμα και μετά την εκτεταμένη επισκευή του, δεν θα επανέλθει στην αρχική κατάστασή του, ενόψει των μεγάλης έκτασης φθορών που έχει υποστεί και των σημείων που θα αφήσουν οι εργασίες αποκατάστασής του. Ότι η άνω συμπεριφορά της εναγόμενης, εκτός από αντισυμβατική, είναι και αδικοπρακτική διότι η εναγόμενη, παρά τη λύση της έννομης σχέσης τους από τη σύμβαση παρακαταθήκης, παρακρατεί υπαίτια και παράνομα το άνω σκάφος της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε: α) να αναγνωριστεί η ίδια ως κυρία και νομέας του άνω σκάφους, β) να διαταχθεί η αφαίρεσή του από την κατοχή της εναγόμενης ή οποιουδήποτε τρίτου και η απόδοσή του σ’ αυτή, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει, για κάθε μήνα καθυστέρησης της απόδοσης του σκάφους της, αποζημίωση ποσού 300,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, δ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 16.545,00 ευρώ για τις ζημίες του σκάφους της από τη βύθισή του και το ποσό των 7.000,00 ευρώ για τη μείωση της εμπορικής αξίας του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ε) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπραξία σε βάρος της το ποσό των 10.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και στ) να απαγγελθεί σε βάρος των νόμιμων εκπροσώπων της εναγόμενης, λόγω της αδικοπραξίας τους, προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Ακόμη, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, ενώ με τις προτάσεις της υπέβαλε αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων (προσωρινής ρύθμισης της νομής του σκάφους).
8. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγόμενης, έκρινε ότι στην αγωγή σωρεύεται αντικειμενικά, ενοχική αξίωση για την καταβολή αποζημίωσης λόγω μη εκτέλεσης σύμβασης έργου από υπαιτιότητα του εργολάβου (άρθρο 690 ΑΚ), ενοχική αξίωση απόδοσης πράγματος στον παρακαταθέτη από το θεματοφύλακα (άρθρο 827 Α.Κ.) και εμπράγματη διεκδικητική της κυριότητος αγωγή (άρθρο 1094 Α.Κ.). Ακολούθως Α) διέταξε το χωρισμό της σωρευμένης εμπράγματης διεκδικητικής της κυριότητας αγωγής, για την εκδίκαση της οποίας κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλη και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, Β) απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την υποβληθείσα δια των προτάσεων της ενάγουσας αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων (προσωρινής ρύθμισης νομής) και Γ) δέχθηκε την αγωγή κατά τα λοιπά (και δη ως προς τα αιτήματα που αφορούν τις άνω ενοχικές αξιώσεις της ενάγουσας) ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330β’, 346, 361, 690, 827, 914, 932 Α.Κ. και 176, 904, 908 Κ.Πολ.Δ, πλην του αιτήματος να καταβάλει η εναγόμενη εύλογη αποζημίωση ύψους 300,00 ευρώ για κάθε μήνα στέρησης της ενάγουσας από τη χρήση του σκάφους της μέχρι την απόδοση του, το οποίο έκρινε ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, για το λόγο ότι δεν προκύπτει με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο το ποσό που ζητείται να καταψηφίσει το Δικαστήριο. Στη συνέχεια, λόγω της τεκμαιρόμενης από την ερημοδικία της εναγόμενης ομολογίας των περιεχομένων στην αγωγή πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας, δέχθηκε εν μέρει αυτήν (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσία ως προς τα άνω αιτήματα που αφορούν ενοχικές αξιώσεις της ενάγουσας και υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδώσει στην ενάγουσα το άνω σκάφος της και να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.545,00 ευρώ (εκ των οποίων 23.545,00 ευρώ ως αποζημίωση για υλικές ζημίες του σκάφους και 1.000,00 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της από την παράνομη παρακράτησή του), ενώ απέρριψε ως αβάσιμα κατ’ ουσία τα αιτήματα της ενάγουσας για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και για απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των νόμιμων εκπροσώπων της εναγόμενης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις η ενάγουσα και η εναγόμενη, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αιτούμενες την εξαφάνισή της κατά το μέρος της που προσβάλλεται από την καθεμιά τους και την παραδοχή της αγωγής ως και κατ’ ουσία βάσιμης στο σύνολό της και την απόρριψή της στο σύνολό της αντίστοιχα.
9. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117, πρέπει να περιέχει και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Διαφορετικά, η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή, με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας, δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (Α.Π. 1247/2019, Α.Π. 1106/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν δε το δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή, αν και το δικόγραφό της, σε ό, τι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι αόριστο, αλλά προβαίνει στην κατ’ ουσία εξέτασή της, παραλείπει κατά παράβαση της άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ. να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1495/2009, Α.Π. 1330/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 Α.Κ. «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί». Η ως άνω διάταξη, όπως προκύπτει τόσο από τη γραμματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι δεν κάνει καμία διάκριση στο αν αφορά ζημία που να προέρχεται από παραβίαση σύμβασης ή από αδικοπραξία, όσο και από τη συστηματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι τίθεται στις αρχικές, γενικές διατάξεις που ισχύουν επί ενοχών (287 – 334), αλλά και από την τελολογική της ερμηνεία, που περιλαμβάνει στην έννοια της λέξης «δανειστής» οποιοδήποτε δικαιούχο παροχής, συνάγεται ότι εφαρμόζεται τόσο στις αποζημιώσεις εξ αδικοπρακτικής όσο και στις αποζημιώσεις λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης. Εξάλλου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 298 Α.Κ, ως «περιουσία του δανειστή» νοείται το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα αγαθών, ήτοι πραγμάτων και αξιώσεων που νομίμως ανήκουν σ’ αυτόν, ήτοι όχι μόνο εμπραγμάτων αγαθών αλλά και αξιώσεών του που πηγάζουν από ενοχικές με τρίτους σχέσεις. Έτσι, συνιστά θετική ζημία, η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, όταν υπάρχει μείωση του ενεργητικού, αλλά και αύξηση του παθητικού. Επίσης, θετική ζημία του δανειστή υπάρχει και όταν δεν μειώνεται μεν η περιουσία του, αλλά αποτρέπεται η αύξησή της, που χωρίς το ζημιογόνο γεγονός θα επερχόταν, δηλαδή θα είχε αύξηση του ενεργητικού (Α.Π. 486/2020, www.areiospagos.gr, Α.Π. 27/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέτοια αξίωση και δη αποτιμητή σε χρήμα είναι και η αξίωση να χρησιμοποιεί κάποιος ως κύριος ένα ταχύπλοο σκάφος αναψυχής. Έτσι, σε περίπτωση που ο κύριος του σκάφους αυτού με ευθύνη τρίτου απωλέσει τη χρήση του σκάφους του, τότε υφίσταται μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του (θετική ζημία), το ύψος δε της ζημίας του αυτής είναι ίσο με την με αντικειμενικά κριτήρια αγοραία αξία της χρήσης του σκάφους του που στερήθηκε. Ειδικότερα, αν χαθεί για τον κύριο η χρήση του πράγματος και εν προκειμένω του σκάφους αναψυχής για ένα χρονικό διάστημα, κατά την ορθότερη, κατά την άποψη του Δικαστηρίου τούτου, άποψη, ο ζημιώσας πρέπει να καλύψει την απώλεια της χρήσης, που εδώ αποτιμάται όσο με τα έξοδα με τα οποία εξαγοράζεται (Α.Π. 27/2017, ό.α, βλ. όμως και την άποψη περί μη ύπαρξης ευθύνης του ζημιώσαντος ανεξάρτητα από τη θεμελίωση συγκεκριμένης θετικής ή αποθετικής ζημίας, με βάση την κρατούσα θεωρία της διαφοράς, Α.Π. 1182/2021, Α.Π. 976/2018, Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, 1979, υπ’ άρθρα 297-298, αριθ. 10, σ. 62, που, όμως, δεν αναφέρονται στην ειδική περίπτωση της αποζημίωσης δικαιούχου για στέρηση της χρήσης πράγματος). Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, σε περίπτωση αξίωσης του κυρίου του πράγματος για ζημία του από την απώλεια της χρήσης του (θετική ζημία), πρέπει αυτός να εκθέσει στην αγωγή του το ποσό που θα απαιτούνταν για να αναπληρώσει τη χρήση αυτή (είτε έκανε τέτοια δαπάνη είτε όχι) και που είναι ίσο με το ποσό που θα απαιτούνταν για να μισθώσει ένα όμοιο πράγμα με αυτό που στερήθηκε.
10. Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη ισχυρίζεται με τις προτάσεις της (ισχυρισμό που περιλαμβάνει και στην έφεσή της ως πρώτο λόγο της) ότι η αγωγή, κατά το μέρος της που αφορά αίτημα απόδοσης από την ίδια ως θεματοφύλακα του σκάφους της ενάγουσας, είναι αόριστη επειδή δεν αναφέρονται και δεν εξειδικεύονται σ’ αυτή τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά για το ορισμένο και το αληθές αυτής, όπως με ποιόν συναλλάχθηκε η ίδια (εναγόμενη), για ποιόν λόγο το σκάφος της ενάγουσας βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της, εάν υφίσταται μεταξύ τους συμφωνία φύλαξης του σκάφους αυτού και εάν η συμφωνία αυτή εκπληρώνεται και από την ενάγουσα. Ο ισχυρισμός της αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι σ’ αυτό αναφέρονται με σαφήνεια τα κατ’ άρθρα 822, 823 και 827 Α.Κ. αναγκαία στοιχεία προς θεμελίωση του επίδικου άνω δικαιώματος της ενάγουσας (βλ. αναλυτικά περί αυτών Εφ.Θεσ. 3038/1996, ΔΕΕ 1996, 1179, Ι. Καρακώστα, Αστικός Κώδικας, 2009, υπ’ άρθρο 822, αριθ. 16, σ. 401, Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, 2010, υπ’ άρθρο 822, αριθ. 16, 22, σ.σ. 1582, 1583) και συγκεκριμένα ότι, στα πλαίσια της άνω σύμβασης η εναγόμενη συναλλάχθηκε με την ενάγουσα, την οποία εκπροσώπησε ο σύζυγός της …………….., ότι ειδικότερα η ενάγουσα παρέδωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου 2009 το περιγραφόμενο σκάφος της στην εναγόμενη στο χώρο στάθμευσης σκαφών αναψυχής της τελευταίας στο ……. Αττικής, ότι η εναγόμενη ανέλαβε, αντί αμοιβής 35,55 ευρώ μηνιαίως, την υποχρέωση φύλαξης του σκάφους αυτού στον άνω χώρο της για αόριστο χρονικό διάστημα, καθώς και, έναντι έξτρα αμοιβής, τον καθαρισμό του σκάφους μετά από τη χρήση του, τη συντήρησή του και τη διατήρησή του σε κατάσταση ετοιμότητας ώστε σε πρώτη ζήτησή του να το καθελκύει και να της το παραδίδει έτοιμο προς χρήση, ότι μέχρι τη βύθιση του σκάφους αυτού η ενάγουσα είχε καταβάλει στην εναγόμενη ως φύλακτρα 320,00 ευρώ (35,55 ευρώ / μήνα Χ 9 μήνες), ότι στις 18-4-2011 η ενάγουσα, δια του συζύγου της, ζήτησε από την εναγόμενη να της παραδώσει οριστικά το άνω σκάφος της, προσφέροντας πραγματικώς και προσηκόντως τα οφειλόμενα φύλακτρα, τα οποία όμως αρνήθηκε η εναγόμενη να παραλάβει, θέτοντας ως όρο προς τούτο να της παραδοθεί υπεύθυνη δήλωση παραίτησής της (ενάγουσας) από κάθε αξίωση για τις ζημίες του σκάφους της από τη βύθισή του, ότι το αίτημά της για οριστική απόδοση του σκάφους της επανέλαβε η ενάγουσα με την από 6-6-2011 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση που απηύθυνε στην εναγόμενη, με την οποία της προσέφερε και πάλι πραγματικώς και προσηκόντως το σύνολο των οφειλόμενων φυλάκτρων, αλλά και πάλι η εναγόμενη αρνήθηκε να τα παραλάβει και να της αποδώσει το σκάφος της, θέτοντας και πάλι αυθαίρετα ως όρο να της παραδώσει η ενάγουσα υπεύθυνη δήλωση παραίτησής της από τις αξιώσεις της για τη βύθιση του σκάφους της, ότι με την από 30-10-2011 νέα εξώδικη πρόσκληση – διαμαρτυρία της η ενάγουσα ζήτησε εκ νέου την απόδοση του σκάφους της και προσέφερε μάλιστα στην εναγόμενη το ποσό των (35,55 ευρώ Χ 16 μήνες) 568,80 ευρώ για μέχρι τότε φύλακτρα, αλλά και πάλι η εναγόμενη έθεσε τον ίδιο όρο και αρνήθηκε να παραλάβει τα χρήματα αυτά και να της αποδώσει το σκάφος της, και ότι εξαιτίας της άνω άρνησης της εναγόμενης να της αποδώσει το σκάφος της και να εισπράξει τα άνω προσφερόμενα φύλακτρα μετά τη λύση της έννομης σχέσης τους από την άνω σύμβαση παρακαταθήκης, η ίδια κατέθεσε στο όνομα της εναγόμενης το άνω ποσό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και της κοινοποίησε το σχετικό γραμμάτιο παρακαταθήκης μαζί με την ανωτέρω εξώδικη πρόσκληση – διαμαρτυρία της. Είναι δε άλλο ζήτημα εάν η εναγόμενη πρόβαλε μετέπειτα ως θεματοφύλακας δικαίωμα επίσχεσης έναντι της ενάγουσας ως παρακαταθέτη και αρνήθηκε την απόδοση σ’ αυτήν του σκάφους της για να την εξαναγκάσει να της καταβάλει μεγαλύτερη αμοιβή που θεωρούσε ότι της οφείλεται μέχρι τη λήξη της μεταξύ τους σύμβασης, διότι στην περίπτωση αυτή η εναγόμενη είναι εκείνη που έχει το βάρος να επικαλεστεί με σαφήνεια τα γεγονότα που θεμελιώνουν το σχετικό, κατά τα άρθρα 325 Α.Κ. και 262 Κ.Πολ.Δ, αυτοτελή ισχυρισμό της (π.ρ.β.λ. Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, ό.α, υπ’ άρθρο 262, αριθ. 2, σ. 450 και Απ. Γεωργιάδη / Μιχ. Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρο 822, αριθ. 29, σ. 269).
11. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της Α έφεσης η ενάγουσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε ως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης το κονδύλι για καταβολή αποζημίωσης ποσού 300,00 ευρώ για κάθε μήνα στέρησης της χρήσης του σκάφους της, με το νόμιμο τόκο μέχρι την απόδοσή του σ’ αυτήν, με την αιτιολογία ότι δεν προκύπτει με σαφή και ορισμένο τρόπο το ποσό που ζητείται να καταψηφίσει το Δικαστήριο. Ειδικότερα, παραπονείται ότι το αιτούμενο άνω ποσό είναι απολύτως οριστό, καθώς αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που η ίδια αποστερείται τη χρήση του σκάφους της, το οποίο, κατά την αγωγή της, έχει ως αφετηρία την 23-5-2010, οπότε ξεκίνησε η στέρηση της χρήσης του και λήξη το χρόνο που θα γίνει η παράδοσή του σ’ αυτή. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι καταρχήν απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι η εκκαλουμένη δεν απέρριψε το άνω κονδύλι ως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης επειδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρονικό διάστημα για το οποίο το άνω ποσό ζητείται να καταβληθεί, αλλά επειδή δεν προσδιορίζεται με σαφή και ορισμένο τρόπο πως προκύπτει το αιτούμενο ποσό ως ζημία της ενάγουσας από τη στέρηση της χρήσης του σκάφους της. Σε κάθε περίπτωση, ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν αναφέρει την αγοραία αξία της χρήσης του σκάφους της κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και δη το ποσό που θα απαιτούνταν για να μισθώσει ένα όμοιο σκάφος με αυτό που στερήθηκε, ποσό στο οποίο αποτιμάται η απώλεια της χρήσης του σκάφους της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω, με αριθ. 9, νομική σκέψη. Περιορίζεται μόνο να αναφέρει, κατά τρόπο ανεπαρκή και που προκαλεί σύγχυση, ότι «η αξία απόσβεσης του σκάφους της ανέρχεται στο 10% της αξίας του κατ’ έτος, δηλαδή θεωρείται κατά τεκμήριο ότι, ανεξαρτήτως της όποιας χρήσης του, αυτό της προσπορίζει ωφέλεια αντίστοιχη με το άνω ποσό της αξίας του», χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζει τι εννοεί ως «αξία απόσβεσης του σκάφους» και γιατί δεν ταυτίζεται η αξία αυτή, που την εμφανίζει να ανέρχεται κατ’ έτος στο 10% της αξίας του σκάφους (28.000,00 Χ 10/00 : 12 = 233,33 ευρώ), με το αιτούμενο ποσό μηνιαίας αποζημίωσης για τη στέρηση της χρήσης του σκάφους της (300,00 ευρώ), στοιχεία που είναι επίσης αναγκαία για τον υπολογισμό της αιτούμενης άνω αποζημίωσης, προκειμένου η σχετική κρίση του Δικαστηρίου να μην είναι υποκειμενική και αυθαίρετη, αλλά να εδράζεται σε αντικειμενικά και μετρήσιμα στοιχεία. Κατ’ ακολουθία τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του επίσης έκρινε ότι η αγωγή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης όσον αφορά το παραπάνω κονδύλι αποζημίωσης για στέρηση της χρήσης του σκάφους της ενάγουσας, έστω με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
12. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός από κάθε πλευρά), που εξετάσθηκαν αρχικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του και συμπληρωματικά στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα με αριθ. 749/16-1-2020 πρακτικά του, τα οποία (άνω πρακτικά) τηρήθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατά την πρώτη συζήτηση των άνω εφέσεων στο Δικαστήριο τούτο και προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους σε επίσημο αντίγραφο, από τις υπ’ αριθ. …/2019, …/15-1-2020, …./15-1-2020 και …../15-1-2020 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων απόδειξης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και από την υπ’ αριθ. …../9-1-2020 ένορκη βεβαίωση μάρτυρος ανταπόδειξης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Μαραθώνα, από τις οποίες οι τέσσερις πρώτες λήφθηκαν με την επιμέλεια της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης και η τελευταία με την επιμέλεια της εναγόμενης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου εκάστης αυτών προ δυο τουλάχιστον εργασίμων ημερών από τη λήψη τους κατ’ άρθρο 422 Κ.Πολ.Δ. (βλ. αντίστοιχα, για την πρώτη και τις δεύτερη έως και τέταρτη άνω ένορκες βεβαιώσεις, τις υπ’ αριθ. …../10-10-2019, …/10-1-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………. και για την τελευταία άνω ένορκη βεβαίωση, την υπ’ αριθ. ……/30-12-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 529 παρ. 1α΄Κ.Πολ.Δ.) για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ. 1 εδαφ. β’ Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 1782/2017, www.areiospagos.gr, Εφ.Πειρ. 47/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πατρ. 279/2019, www.dsanet.gr), για μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) [στα οποία περιλαμβάνονται και τα με αριθ. 1246/31-1-2018 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (όπου περιέχονται και σχετικές καταθέσεις των άνω μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης), τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το παραπάνω Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο (Α.Π. 1505/1995, ΕλλΔνη 1997, 1541, Α.Π. 1458/1990, Ε.Ε.Ν. 1991, 617, Εφ.Πειρ. 411/2020, Εφ.Πειρ. 162/2020, www.efeteio-peir.gr)], από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.- Α.Π. 246/2020, www.areiospagos.gr, Εφ.Πατρ. 242/2021, www.dsanet.gr, Εφ.Θεσ. 751/2020, www.nomotelia.gr), όπου ειδικά αναφέρεται παρακάτω, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ……. σύζυγος ……….. είναι κυρία, νομέας και κάτοχος του ταχύπλοου σκάφους αναψυχής «Ι», αριθ. νηολ. Πειραιά Τ.Π. ….. ΣΤ, μήκους 6,17μ, πλάτους 2,32 μ, ύψους εξάλων 0,36μ, βάρους 750 κ, έτους κατασκευής 2009, υλικού κατασκευής πλαστικού, με εξωλέμβια μηχανή τύπου «HONDA MERCURY», μοντέλου «BF 150A-5ML». Η εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία «………..» (δ.τ. «………..») είναι οικογενειακή επιχείρηση που εδρεύει στο ….. Αττικής, όπου και διατηρεί εγκαταστάσεις συντήρησης και επισκευής (service) και στάθμευσης (parking) σκαφών αναψυχής. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2009, στο …. Αττικής, η εναγόμενη, εκπροσωπούμενη από τον ομόρρυθμο εταίρο της ………., συνήψε με την ενάγουσα, την οποία εκπροσωπούσε ο σύζυγός της …………, άτυπη σύμβαση, δυνάμει της οποίας ανέλαβε έναντι της ενάγουσας την υποχρέωση, έναντι αμοιβής 35,55 ευρώ μηνιαίως, να φυλάει για αόριστο χρονικό διάστημα στις άνω εγκαταστάσεις της το άνω σκάφος της ενάγουσας και να της το παραδίδει όποτε της ζητούνταν. Επιπρόσθετα, ανέλαβε την υποχρέωση να ρίχνει κάθε φορά το άνω σκάφος μέσα στη θάλασσα στον παρακείμενο λιμένα στο ……., να το παραδίδει στην ενάγουσα μέσα στο νερό, πλυμένο, συντηρημένο και ελεγμένο ως προς την αξιοπλοΐα του, να το βγάζει μετέπειτα από τη θάλασσα και να το μεταφέρει προς φύλαξη στις άνω εγκαταστάσεις της, να καθαρίζει αυτό και τον εξοπλισμό του μετά από κάθε χρήση του και να το συντηρεί και να κάνει σέρβις στη μηχανή του, έναντι έξτρα αμοιβής κάθε φορά. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, συνιστά μικτή σύμβαση, αφού η σύμβαση έργου με την οποία η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να καθελκύει / ανελκύει το σκάφος και να πλένει και συντηρεί αυτό και τη μηχανή του, συνδυάζεται με ταυτόχρονη σύμβαση παρακαταθήκης, της οποίας περιεχόμενο αποτελούσε η υποχρέωση φύλαξης του παραδοθέντος σκάφους ώστε να αποφεύγεται η κλοπή του και οι βλάβες στην υλική του υπόσταση. Επομένως, για τη μικτή αυτή σύμβαση, εφόσον κάθε παροχή, ανεξαρτήτως από τον τύπο στον οποίο ανήκει, είναι της ίδιας σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι ισχύοντες κανόνες για τον τύπο καθεμίας και κατ’ επέκταση, για την τυχόν παραβίαση της υποχρέωσης της εναγόμενης από τη σύμβαση παρακαταθήκης, οι οικίες διατάξεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τις μεσημβρινές ώρες της 23-5-2010 έλαβε χώρα βύθιση του άνω σκάφους σε παράκτια θαλάσσια περιοχή στη Λίμνη Ευβοίας. Ειδικότερα, νωρίς το πρωί εκείνης της ημέρας, η ενάγουσα, δια του συζύγου της ….. …., επικοινώνησε με τον υπεύθυνο της εναγόμενης και ενημέρωσε ότι θα ερχόταν να παραλάβει το σκάφος για να ενεργήσει με το σύζυγο και τα δύο ανήλικα τέκνα τους και με μια φιλική τους οικογένεια με δυο ανήλικα τέκνα, θαλάσσια εκδρομή προς τη Λίμνη Ευβοίας. Επρόκειτο δε για την πρώτη φορά εκείνη τη σεζόν που η ενάγουσα θα παραλάμβανε προς χρήση το σκάφος της από τις εγκαταστάσεις της εναγόμενης. Περί ώρα 10:00 εκείνου του πρωινού, ένας υπάλληλος της εναγόμενης, ο οποίος προηγουμένως είχε ελέγξει μηχανικά και είχε πλύνει το άνω σκάφος, το έσυρε με ένα αυτοκίνητο τύπου τζιπ μέχρι τη γλίστρα του λιμένος ……., το έριξε στο νερό και το παρέδωσε στην ενάγουσα, που επιβιβάστηκε σ’ αυτό με την οικογένειά της και την άνω φιλική τους οικογένεια από παρακείμενη αποβάθρα. Μόλις όμως πήγαν να βάλουν τα πράγματά τους στον πίσω χώρο αποθήκευσης των στεγανών του σκάφους (ταμπούκια) διαπίστωσαν και επισήμαναν στον άνω υπάλληλο της εναγόμενης ότι υπήρχε ποσότητα νερού στον πυθμένα, αλλά εκείνος τους καθησύχασε ότι τα νερά προφανώς προέρχονταν από το πλύσιμο του σκάφους και ότι θα απομακρύνονταν με το «πλανάρισμα» (ταχεία κίνηση του σκάφους πάνω από το νερό) και την ενεργοποίηση της αυτόματης ηλεκτρικής αντλίας νερού που υπήρχε στο πίσω μέρος των στεγανών του. Πεπεισμένοι για την ακρίβεια των δηλώσεών του η ενάγουσα και ο σύζυγός της ξεκίνησαν την εκδρομή τους, αφού διαπίστωσαν ότι πράγματι, μόλις το σκάφος άρχισε να «πλανάρει» και ενεργοποιήθηκε η αυτόματη ηλεκτρική αντλία του, απομακρύνθηκαν τα νερά που υπήρχαν στον πυθμένα του. Χειριστής του σκάφους ήταν ο άνω σύζυγος της ενάγουσας, ο οποίος διέθετε σχετική άδεια. Οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδανικές για το ταξίδι τους, καθώς δεν επικρατούσε κυματισμός. Το άνω ταχύπλοο σκάφος πέρασε από τη Χαλκίδα, χωρίς να μπει στο λιμάνι της και αφού διένυσε, πλέοντας παράκτια και «πλανάροντας» πάνω στο νερό, απόσταση 37 ναυτικών μιλίων περίπου, έφθασε στην παραλία «Κοχύλι» στη Λίμνη Ευβοίας, όπου σταμάτησε και αγκυροβόλησε και οι επιβαίνοντες κατέβηκαν με τα πράγματά τους στην ακτή, αφού ο κυβερνήτης έκλεισε τη μηχανή και το διακόπτη της μπαταρίας. Όμως 20 περίπου λεπτά αργότερα διαπίστωσαν ότι το σκάφος είχε αρχίσει να βυθίζεται με την πρύμνη του από θαλάσσια ύδατα που είχαν εισέλθει σ’ αυτό. Παρά δε τις προσπάθειές τους να αποτρέψουν τη βύθιση του σκάφους, τραβώντας το προς την ακτή με τη συνδρομή δυο σκαφών που βρίσκονταν πλησίον, τελικά αυτό βυθίστηκε με την πρύμνη του, η οποία ακούμπησε στα αμμώδη αβαθή, ενώ η πλώρη του παρέμενε έξω από το νερό. Με τη βοήθεια των επιβαινόντων ενός παραπλέοντος σκάφους, οι οποίοι έκαναν χρήση μάσκας θαλάσσης, διαπιστώθηκε ότι έλλειπε η τάπα από την οπή αποστράγγισης νερού των στεγανών του σκάφους, που βρίσκεται στο χαμηλότερο μέρος της πρύμνης του, κάτω από τη μηχανή. Ακολούθως, ο σύζυγος της ενάγουσας κάλεσε τηλεφωνικά τον εκπρόσωπο της εναγόμενης ……, τον ενημέρωσε για τη βύθιση του σκάφους και για την έλλειψη από τη θέση της της άνω τάπας και ζήτησε την άμεση συνδρομή του για την ανέλκυση του σκάφους. Ο τελευταίος του ανέφερε ότι προφανώς, όταν εκείνο το πρωί πλύθηκε το σκάφος, ο υπάλληλος της επιχείρησής τους έβγαλε την τάπα για να στεγνώσουν τα νερά του πλυσίματος και στη συνέχεια ξέχασε να την επανατοποθετήσει, ενώ υποσχέθηκε ότι θα έστελνε άμεσα βοήθεια. Πράγματι, σε δυο περίπου ώρες έφθασε στο σημείο, με το φουσκωτό σκάφος ενός φίλου του και με έναν υπάλληλο της εναγόμενης, ο πατέρας του άνω εκπροσώπου της …………., ο οποίος διατηρεί ουσιαστικά τον έλεγχό της. Ο τελευταίος, με τη συνδρομή των λοιπών επιβαινόντων στο άνω φουσκωτό, ανέσυρε στη συνέχεια το άνω σκάφος στην επιφάνεια της θάλασσας, αφού προηγουμένως απομάκρυνε με κουβάδες και ηλεκτρικές αντλίες τα νερά από το εσωτερικό του και τοποθέτησε την άνω τάπα που έλειπε (την οποία είχε φέρει μαζί του) στην άνω οπή αποστράγγισης νερού των στεγανών. Ακολούθως, ρυμούλκησε με το άνω φουσκωτό το άνω σκάφος της ενάγουσας μέχρι το λιμάνι στα Πολιτικά Ευβοίας, απ’ όπου η ενάγουσα μερίμνησε και μεταφέρθηκε αυτό αυθημερόν με φορτηγό όχημα στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης, προκειμένου να αποκαταστήσει η τελευταία άμεσα και με φροντίδα και δαπάνη της τις ζημιές από τη βύθισή του στο κύτος, στην κύρια μηχανή του και στο λοιπό εξοπλισμό του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η βύθιση του άνω σκάφους προκλήθηκε όταν κατακλύσθηκε το εσωτερικό του από θαλάσσια ύδατα που εισήλθαν από την άνω οπή αποστράγγισης του νερού των στεγανών του, η οποία, όταν η εναγόμενη παρέδωσε το σκάφος στην ενάγουσα μέσα στο νερό, έπρεπε να ήταν κλεισμένη (βιδωμένη) με την αντίστοιχη τάπα, την οποία όμως είχε βγάλει ο υπάλληλός της που είχε πλύνει το σκάφος προκειμένου να στραγγίζουν τα νερά και στη συνέχεια είχε ξεχάσει να την επανατοποθετήσει. Εξαιτίας της παράλειψης αυτής, που οφείλονταν σε αμέλεια του άνω προστηθέντος της εναγόμενης, ο οποίος, ενεργώντας στα πλαίσια των καθηκόντων που η τελευταία του είχε αναθέσει, δεν κατέβαλε την επιμέλεια του μετρίως συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του επαγγελματικού κύκλου της, όταν το σκάφος της ενάγουσας έπαυσε να «πλανάρει» πάνω στο νερό, σταμάτησε και αγκυροβόλησε και ο κυβερνήτης του έκλεισε τη μηχανή και το διακόπτη της μπαταρίας, σταμάτησε να λειτουργεί η αυτόματη ηλεκτρική αντλία νερού των στεγανών του και τα νερά που εισέρχονταν σ’ αυτά από την άνω ανοιχτή οπή κατέκλυσαν βαθμιαία το εσωτερικό του στο πίσω μέρος του και βυθίστηκε αυτό με την πρύμνη του (λόγω και του βάρους της εξωλέμβιας μηχανής του) στα αμμώδη αβαθή. Ωστόσο, η βύθιση του σκάφους θα είχε αποφευχθεί εάν η εναγόμενη το είχε παραδώσει στην ενάγουσα με τοποθετημένη (βιδωμένη) την άνω τάπα, ώστε να μην εισέρχονται από την άνω οπή θαλάσσια ύδατα. Την αφαίρεση της άνω τάπας κατά το πλύσιμο του σκάφους από τους προστηθέντες της εναγόμενης δεν γνώριζαν ούτε και όφειλαν να γνωρίζουν η ενάγουσα και ο κυβερνήτης του σκάφους σύζυγός της, αφού αυτό τους παραδόθηκε μέσα στο νερό, με τη διαβεβαίωση του προστηθέντος από την εναγόμενη υπαλλήλου της ότι αυτό είχε ελεγχθεί ως προς την αξιοπλοΐα του και χωρίς καμία πληροφόρηση ότι απουσίαζε η άνω τάπα που έπρεπε να φράσσει την οπή αποστράγγισης του νερού των στεγανών του και της οποίας η απουσία, εξαιτίας της θέσης της, δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή απ’ αυτούς από το κατάστρωμα ούτε και εξωτερικά του σκάφους, όσο αυτό ήταν μέσα στο νερό. Για να θεμελιώσει υπαιτιότητα της ενάγουσας για τη βύθιση του άνω σκάφους της (η οποία, σημειωτέον, συνιστά ναυτικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 εδάφ. γ’ ν.δ. 712/1970, το οποίο δεν δηλώθηκε στην αρμόδια λιμενική αρχή), η εναγόμενη ισχυρίζεται με τις προτάσεις της (ισχυρισμό που περιλαμβάνει και στην έφεσή της ως τέταρτο λόγο της) ότι την αποκλειστική ευθύνη για τη βύθισή του φέρει ο κυβερνήτης του σκάφους, ως ο κατά το νόμο υπεύθυνος για τη διακυβέρνησή του. Ο ισχυρισμός της αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι μόνη η ιδιότητα του κυβερνήτη σκάφους δεν επισύρει άνευ άλλου τινός ευθύνη του και του ιδιοκτήτη του για ναυτικό ατύχημα που υπέστη αυτό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την άνω βύθισή του το άνω σκάφος της ενάγουσας υπέστη ζημιές στην κύρια και στη βοηθητική μηχανή, στα ηλεκτρικά μέρη του, στο ρεζερβουάρ βενζίνης και σε άλλα μέρη του εξοπλισμού του, ζημιές τις οποίες η εναγόμενη επί δέκα και πλέον μήνες μετά το άνω ναυτικό ατύχημα δεν είχε αποκαταστήσει, καίτοι είχε το σκάφος αυτό στις εγκαταστάσεις της από την ημέρα της βύθισής του. Ενόψει τούτου, στις 15-4-2011 η ενάγουσα άσκησε το εκ του άρθρου 822 Α.Κ. δικαίωμά της ως παρακαταθέτη για οριστική απόδοση του παρακατατεθέντος σκάφους, αξιώνοντας προφορικά την οριστική απόδοσή του, δια του άνω συζύγου της, από τον εκπρόσωπο της εναγόμενης ……….. Συμφωνήθηκε ακολούθως προφορικά μεταξύ τους να προσέλθει στις 18-4-2011 ο άνω σύζυγος της ενάγουσας στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης και να παραλάβει οριστικά στο όνομά της το σκάφος στο όνομα, παραδίδοντας στην εναγόμενη υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει καμία οικονομική απαίτηση για το πάρκινγκ και για όλα τα πράγματα που έφερε πάνω του το σκάφος και εξοφλήσει και τα οφειλόμενα φύλακτρα για το χρονικό διάστημα μετά το άνω ναυτικό ατύχημα. Στα πλαίσια της άνω συμφωνίας ο άνω σύζυγος της ενάγουσας μετέβη στις 18-4-2011 στις άνω εγκαταστάσεις της εναγόμενης και ζήτησε ρητά, στο όνομα της ενάγουσας, να παραλάβει οριστικά το άνω σκάφος για να το μεταφέρει σε άλλο συνεργείο με φορτηγό όχημα που είχε μισθώσει προς τούτο και είχε φέρει μαζί του. Ταυτόχρονα, παρέδωσε στον άνω εκπρόσωπο της εναγόμενης ……………. τη με ίδια ημερομηνία υπεύθυνη δήλωσή του (στην οποία, για λογαριασμό της ενάγουσας, δηλώνει επί λέξει «Από το Μάϊο του 2009 που πήγα το σκάφος μου με ονομασία «Ι» και με αριθμό λεμβολογίου ΤΠ …….. στο κατάστημα – πάρκινγκ σκαφών «……….» μέχρι σήμερα που το παραλαμβάνω, δεν έχω καμία οικονομική απαίτηση για το πάρκινγκ αυτού και για όλα τα αντικείμενα που φέρει πάνω του»), ενώ προσφέρθηκε να καταβάλει στην εναγόμενη και τα οφειλόμενα φύλακτρα από Ιούνιο 2010 και εντεύθεν, που ανέρχονταν στο ποσό των (11 μήνες Χ 35,55 ευρώ / μήνα) 391,05 ευρώ (καθότι τα προηγούμενα φύλακτρα μέχρι και το μήνα Μάιο 2010 η ενάγουσα τα είχε εξοφλήσει σε μετρητά κατά την παραλαβή του σκάφους την ημέρα του ατυχήματος, χωρίς να τιμολογηθούν αυτά από την εναγόμενη). Σημειωτέον ότι το άνω αίτημα της ενάγουσας για οριστική απόδοση του σκάφους της ουσιαστικά αποτελούσε σιωπηρή καταγγελία από μέρους της, της άνω αορίστου χρόνου σύμβασης παρακαταθήκης του σκάφους της και επέφερε τη λύση της σύμβασης αυτής για το μέλλον (ex nunc), κατά τα αναφερόμενα στη με αριθ. 4 ανωτέρω νομική σκέψη. Όμως ο πατέρας του άνω εκπροσώπου της εναγόμενης ………., ο οποίος παρευρίσκονταν και υποκατέστησε τον τελευταίο στην εκπροσώπηση της εναγόμενης, θεωρώντας ότι δεν κάλυπτε την εναγόμενη η άνω υπεύθυνη δήλωση, αρνήθηκε να παραδώσει το σκάφος και να εισπράξει τα άνω προσφερόμενα φύλακτρα και έθεσε προς τούτο ως όρο να παραδώσει η ενάγουσα στην εναγόμενη νέα υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είχε καμία αξίωση εναντίον της για τη βύθιση του σκάφους, όρο που απέρριψε η ενάγουσα δια του ανωτέρω συζύγου της. Έκτοτε, ξεκίνησε σφοδρή αντιδικία μεταξύ των διαδίκων για τα ζητήματα της απόδοσης του άνω σκάφους στην ενάγουσα και της κάλυψης των ζημιών από τη βύθισή του. Ειδικότερα, στις 21-6-2011 η ενάγουσα κοινοποίησε στην εναγόμενη την από 6-6-2011 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκλησή της, με την οποία ζήτησε να της παραδοθεί άμεσα το σκάφος στην κατάσταση που βρισκόταν προκειμένου να το μεταφέρει σε άλλο συνεργείο για επισκευή και να μην στερείται άλλο τη χρήση του. Η εναγόμενη της απάντησε στις 19-7-2011 με την από 13-7-2011 εξώδικη πρόσκληση – όχληση – διαμαρτυρία της, ότι η ίδια δεν φέρει ευθύνη για τη βύθιση του άνω σκάφους, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι της παρέδωσε το σκάφος μέσα στο νερό με εφαρμοσμένη την άνω τάπα του και ότι την τελευταία προφανώς αφαίρεσαν σκόπιμα κάποιοι επιβαίνοντες στο σκάφος κατά τη διάρκεια του άνω ταξιδιού του προς Λίμνη Ευβοίας. Όμως ο ισχυρισμός της αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, επειδή: α) έρχεται σε αντίφαση με τον προηγούμενο άνω ισχυρισμό της περί αποκλειστικής ευθύνης του κυβερνήτη του σκάφους, β) δεν επιβεβαιώνεται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος της εναγόμενης …………. (ο οποίος δεν κατέθεσε ότι είδε τοποθετημένη την τάπα αποστράγγισης νερού στην αντίστοιχη οπή κατά την καθέλκυση του σκάφους, παρά μόνο ότι συμπεραίνει ότι η άνω τάπα ήταν βιδωμένη στην οπή αυτή επειδή στη συνέχεια το σκάφος διένυσε απόσταση 40 περίπου μιλίων μέχρι να βυθιστεί), γ) δεν επιβεβαιώνεται ούτε από την ένορκη κατάθεση του ιδίου του ελέγχοντος την εναγόμενη μάρτυρός της ……….. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αφού ο μάρτυρας αυτός αναφέρει ότι ο υπάλληλος της εναγόμενης που καθέλκυσε το σκάφος και το παρέδωσε στην ενάγουσα, ενημέρωσε τον κυβερνήτη του ότι είχε βγει η τάπα για να φύγουν τα νερά από το πλύσιμο και ότι έπρεπε να την ξαναβάλει όταν έφευγε το σκάφος και έφευγαν τα νερά, ενώ δεν εξηγεί πως θα μπορούσε ο κυβερνήτης του σκάφους αυτού να κάνει κάτι τέτοιο, αφ’ ης στιγμής η αντίστοιχη οπή ήταν κάτω από το νερό και η τάπα της βίδωνε από την εξωτερική πλευρά του σκάφους) και δ) αναιρείται από τις συγκλίνουσες μεταξύ τους και εναρμονιζόμενες με τις λοιπές αποδείξεις ένορκες βεβαιώσεις των αυτοπτών μαρτύρων της ενάγουσας ……….. και του αυτόπτη μάρτυρα συζύγου της ………., ο οποίος εξετάσθηκε επιπλέον ένορκα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συμπληρωματικά και στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής λογικής, διότι, σε κάθε περίπτωση, η ενάγουσα και ο κυβερνήτης του σκάφους της σύζυγός της, δεν είχαν λόγο να αφαιρέσουν την άνω τάπα αποστράγγισης στεγανών και να βουλιάξουν σκόπιμα το άνω σκάφος τους, στο οποίο επέβαιναν τα δυο ανήλικα τέκνα τους και φιλικό τους ζευγάρι με δυο ανήλικα τέκνα και μάλιστα ενώ το σκάφος τους δεν ήταν ασφαλισμένο για ίδιες ζημίες. Με την ίδια άνω από 13-7-2011 εξώδικη πρόσκληση – όχληση – διαμαρτυρία της η εναγόμενη ισχυρίστηκε ακόμη ότι αρκετούς μήνες μετά τη βύθιση του άνω σκάφους, η ενάγουσα της πρότεινε να διαπράξει ασφαλιστική απάτη για να εισπράξει εκείνη υπερασφαλισμένη αποζημίωση για τη βύθιση του. Και ο ισχυρισμός της αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, ενόψει του ότι κανείς από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν ή βεβαίωσαν ένορκα δεν κατέθεσε κάτι τέτοιο, πλην του έχοντος ουσιαστικά τον έλεγχο της εναγόμενης ……….., του οποίου όμως η σχετική κατάθεση σταθμίζεται αναλόγως, συνεκτιμημένης της μακρόχρονης σφοδρής αντιδικίας της εναγόμενης εταιρίας του με την ενάγουσα, αλλά και του ότι κατά τη διάρκεια της αντιδικίας αυτής, επί εννέα έτη περίπου, η εναγόμενη και οι νόμιμοι εκπρόσωποί της δεν κατήγγειλαν την ενάγουσα για πρόκληση αυτών στην τέλεση του άνω αδικήματος. Με την ίδια άνω από 13-7-2011 εξώδικη πρόσκληση – όχληση – διαμαρτυρία της η εναγόμενη ισχυρίστηκε ακόμη ότι η ενάγουσα της όφειλε μέχρι τότε για το σκάφος φύλακτρα 1.735,80 ευρώ (άνευ άλλης διευκρίνισης) και ότι για να της παραδώσει το σκάφος της θα έπρεπε εκείνη να της καταβάλει προηγουμένως το άνω ποσό. Ο ισχυρισμός της αυτός, τον οποίο, υπό τα ίδια περιστατικά, προβάλλει και με τις πρωτόδικες προτάσεις της, συνιστά άσκηση, εξώδικα και δικαστικά αντίστοιχα, δικαιώματος επίσχεσης κατ’ άρθρα 325 και 822 Α.Κ. Πλην όμως, κατά το μέρος του που αφορά ανταπαίτηση για οφειλόμενα φύλακτρα ως την 18-4-2011, οπότε, κατά τα προαναφερθέντα, η εναγόμενη οχλήθηκε από την ενάγουσα και δεν απέδωσε το σκάφος με συνέπεια να καταστεί κατ’ άρθρο 340 Α.Κ. υπερήμερη οφειλέτης, είναι απορριπτέος ως αόριστος, επειδή δεν διευκρινίζεται από πότε υπολογίζονται τα οφειλόμενα φύλακτρα και βάσει ποιου συμφωνηθέντος ποσού φυλάκτρων μηνιαίως. Κατά δε το μέρος του που αφορά φύλακτρα που η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι της οφείλονται για το χρονικό διάστημα μετά την 18-4-2011, οπότε, σύμφωνα με όσα προαναφέθηκαν, έληξε η σύμβαση παρακαταθήκης αυτού και η ίδια το παρακρατούσε επικαλούμενη δικαίωμα επίσχεσης για καθυστερούμενη αμοιβή της, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, όπως αναφέρθηκε στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 4 νομική σκέψη, όταν πρόκειται για αμειβόμενη παρακαταθήκη, ο θεματοφύλακας δεν δικαιούται αμοιβής για το χρονικό διάστημα που κρατεί το πράγμα, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης. Ακολούθως, στις 23-11-2011 η ενάγουσα κοινοποίησε στην εναγόμενη την από 30-10-2011 εξώδικη πρόσκληση – διαμαρτυρία της, με την οποία της δήλωσε ότι, επειδή αυτή (εναγόμενη) προσχηματικά αρνούνταν να εισπράξει τα οφειλόμενα φύλακτρα, τα οποία, με βάση της συμφωνία τους, ανέρχονταν για το χρονικό διάστημα από 30-5-2010 έως 30-10-2011, δηλαδή για 16 μήνες, στο ποσό των (16 μήνες Χ 35,55 ευρώ / μήνα) 568,80 ευρώ, η ίδια κατέθεσε τα χρήματα αυτά στο όνομά της (εναγόμενης) στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ότι της κοινοποιεί το σχετικό με αριθ. ……/10-11-2011 γραμμάτιο παρακαταθήκης και ότι την καλεί εκ νέου να της αποδώσει άμεσα το σκάφος της. Όμως και πάλι η εναγόμενη αρνήθηκε να το αποδώσει, εμμένοντας στην απαίτησή της να της παραδοθεί υπεύθυνη δήλωση της ενάγουσας ότι παραιτείται από κάθε αξίωση εναντίον της για τις ζημιές του σκάφους της από τη βύθισή του και της κοινοποίησε στις 10-7-2019 την από 4-7-2019 εξώδικη πρόσκληση – όχληση – διαμαρτυρία της, με την οποία, αφού επανέλαβε τον άνω ισχυρισμό της περί απόπειρας της ενάγουσας να την εμπλέξει σε ασφαλιστική απάτη για να εισπράξει υπερασφαλισμένη αποζημίωση για τη βύθιση του σκάφους της, ισχυρίστηκε ότι μέχρι τότε η ενάγουσα της όφειλε για το σκάφος της φύλακτρα 8.161,37 ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα κατ’ αριθμό, χρόνο έκδοσης και ποσό τιμολόγια, τα οποία εξέδωσε η ίδια, κατ’ εντολήν της ενάγουσας, στο όνομα του συζύγου της τελευταίας. Ο ισχυρισμός της αυτός, τον οποίο, υπό τα ίδια περιστατικά, επανέλαβε με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και με τον τρίτο λόγο της έφεσής της (με την προσθήκη ότι ήδη, με το υπ’ αριθ. ……./10-11-2011 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης της ενάγουσας, της καταβλήθηκε το ποσό των 568,80 ευρώ, με ανεξόφλητο τιμολογημένο υπόλοιπο μέχρι και την 19-9-2015 ποσό 5.247,77 ευρώ, πλέον ποσού 1.159,40 ευρώ για το διάστημα από 20-9-2015 μέχρι 20-2-2017, πλέον υπολοίπων τιμολογημένων φυλάκτρων από το Φλεβάρη 2017 μέχρι 23-4-2019), συνιστά επίσης άσκηση, εξώδικα και δικαστικά αντίστοιχα, δικαιώματος επίσχεσης του σκάφους της ενάγουσας κατ’ άρθρα 325 και 822 Α.Κ, πλην όμως, για την ταυτότητα των λόγων που αναφέρθηκαν ανωτέρω επί παρόμοιου ισχυρισμού της στην προηγούμενη άνω εξώδικη δήλωσή της και στις πρωτόδικες προτάσεις της, είναι απορριπτέος, ως αόριστος κατά το μέρος του που αφορά ανταπαίτησή της για οφειλόμενα φύλακτρα ως την 18-4-2011 (με την επισήμανση ότι την αοριστία επιτείνει και η παράλειψη διευκρίνισης από μέρους της εναγόμενης ποια φύλακτρα εξοφλήθηκαν με την επικαλούμενη είσπραξη ποσού 568,80 ευρώ με δημόσια κατάθεση της ενάγουσας) και ως μη νόμιμος κατά το μέρος του που αφορά οφειλόμενα φύλακτρα μετά την 18-4-2011. Να αναφερθεί εδώ εκ του περισσού ότι η εναγόμενη δεν προσκομίζει και δεν επικαλείται με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τα τιμολόγια που επικαλείται στην αμέσως ανωτέρω εξώδικη πρόσκληση – όχληση – διαμαρτυρία της, τα οποία ισχυρίστηκε με αυτήν ότι εξέδωσε για τη φύλαξη του σκάφους από Μάιο 2012 και εντεύθεν, καθώς και ότι μέχρι τούδε δεν έχει ασκήσει αγωγή για την είσπραξή τους. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν υφίσταται νόμιμο δικαίωμα επίσχεσης του σκάφους από την εναγόμενη για οφειλόμενα φύλακτρα αυτού, επειδή η σχετική ανταπαίτησή της, για μεν το χρονικό διάστημα μέχρι τη λύση στις 18-4-2011 της ένδικης σύμβασης αμειβόμενης παρακαταθήκης δεν προβάλλεται ορισμένα απ’ αυτή και σε κάθε περίπτωση επειδή αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα έχει εξοφλήσει ολοσχερώς τη σχετική οφειλή της μέχρι τις 18-4-2011, εν μέρει με καταβολή και εν μέρει με δημόσια κατάθεση, για δε το επέκεινα χρονικό διάστημα επειδή η ανταπαίτησή της είναι μη νόμιμη με βάση τα αναφερόμενα στην ανωτέρω, υπ’ αριθ. 4, νομική σκέψη και συγκεκριμένα επειδή η εναγόμενη θεματοφύλακας δεν δικαιούται αμοιβής για το χρονικό διάστημα που έχει λυθεί η σύμβαση παρακαταθήκης και κρατεί το σκάφος ασκώντας δικαίωμα επίσχεσης, αλλά και ενόψει του ότι η προβαλλόμενη ανταπαίτησή της μέχρι τη λύση της σύμβασης παρακαταθήκης στις 18-4-2011 ήταν ασήμαντη και διόλου επιτακτική και πέραν τούτων η επίσχεση γι’ αυτήν προκαλεί και δυσανάλογη ζημία στην ενάγουσα.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τη βύθιση του άνω σκάφους της ενάγουσας και την παραμονή του με ευθύνη της εναγόμενης ανεπισκεύαστου και ασυντήρητου στις εγκαταστάσεις της κατά τα οκτώ περίπου έτη που μεσολάβησαν μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο [η οποία αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο για τον υπολογισμό της αξίας του (Ολ.Α.Π. 44/1996, α.π. 2047/2014, Α.Π. 1382/2011, Α.Π. 1650/2003, Εφ.Αθ. 413/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) με βάση την κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο των ζημιών που υπέστη (Α.Π. 272/2020, Α.Π. 1382/2011, Α.Π. 68/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], υπέστη σοβαρές ζημιές η κύρια μηχανή του και τα ηλεκτρικά μέρη του, που καθιστούν ασύμφορη την επισκευή τους, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και το κύτος του (από όσμωση ) και διάφορα άλλα εξαρτήματά του (βοηθητική μηχανή, ρεζερβουάρ βενζίνης, πρόσθετα αξεσουάρ, κ.λ.π.). Για την αποκατάσταση των ζημιών αυτών αποδεικνύεται ότι απαιτούνται τα ακόλουθα ανταλλακτικά και εργασίες επισκευής: Α: ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ: 1) ένας ΒΟΤΗ διακόπτης, αξίας 50,00 ευρώ, 2) ένας πίνακας ηλεκτρικών, αξίας 60,00 ευρώ, 3) δυο πλαφονιέρες, αξίας 30,00 ευρώ, 4) δυο μπαταρίες 100Α, αξίας 260,00 ευρώ, 5) τέσσερις πόλοι μπαταριών, αξίας 20,00 ευρώ, 6) μια αντλία ντουζ, αξίας 75,00 ευρώ, 7) ένας διακόπτης άγκυρας, αξίας 20,00 ευρώ, 8) μια θερμική ασφάλεια άγκυρας, αξίας 60,00 ευρώ, 9) ένα Radio Cd, αξίας 100,00 ευρώ, 10) δυο ηχεία, αξίας 60,00 ευρώ και 11) μια εξωλέμβια μηχανή HONDA 150 ΗΡ, αξίας 12.580,00 ευρώ. Συνολικά, για ανταλλακτικά και για μια κύρια μηχανή απαιτούνται να καταβληθούν 13.315,00 ευρώ. Και Β: ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ: 1) Για εργασίες καθαρισμού ρεζερβουάρ βενζίνης, ρεζερβουάρ νερού και για εργασίες αντικατάστασης του κατεστραμμένου ηλεκτρικού συστήματος απαιτούνται 1.500,00 ευρώ, 2) Για μεταφορά του σκάφους στο συνεργείο επισκευής απαιτούνται 150,00 ευρώ, 3) Για αμοιβή του μηχανικού για την εκτίμηση των ζημιών του σκάφους απαιτούνται 80,00 ευρώ, 4) Για γενική επισκευή του βοηθητικού κινητήρα του σκάφους τύπου MERCURY 5HP απαιτούνται 1.150,00 ευρώ και 5) Για τοποθέτηση του κινητήρα του σκάφους απαιτούνται 350,00 ευρώ. Ήτοι, συνολικά για εργασίες επισκευής απαιτούνται 3.230,00 ευρώ και συνολικά για την αποκατάσταση των ζημιών του (αγορά ανταλλακτικών και εργασίες επισκευής) απαιτούνται 16.545,00 ευρώ (βλ. σχετ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα από 3-1-2013 προσφορά της εταιρίας «……………», που δόθηκε αφού ο τεχνικός της εταιρίας αυτής ………….. επισκέφθηκε τις εγκαταστάσεις της εναγόμενης και επιθεώρησε της ζημιές του σκάφους). Να σημειωθεί εδώ ότι εναγόμενη δεν προσκομίζει κάποια προσφορά συνεργείου και μάλιστα φθηνότερη, για την αντικατάσταση της κύριας μηχανής και την επισκευή των ζημιών των μηχανικών και ηλεκτρικών μερών και του λοιπού εξοπλισμού του άνω σκάφους, αν και παραμένει αυτό μέχρι τούδε στις εγκαταστάσεις της. Να σημειωθεί ακόμη ότι, ναι μεν η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται και την από 15-1-2020 προσφορά της κατασκευάστριας και πωλήτριας του σκάφους και της κύριας μηχανής του ελληνικής εταιρίας «………….» που εδρεύει στη …… (σύμφωνα με την οποία το κόστος αγοράς και τοποθέτησης αντίστοιχης καινούργιας μηχανής ανέρχεται σε 15.200,00 ευρώ και σε περίπτωση που επιστραφεί ο χαλασμένος κινητήρας, το αντίστοιχο κόστος διαμορφώνεται σε 13.700,00 ευρώ, ενώ η μεταφορά του σκάφους από Αθήνα σε Θεσσαλονίκη κοστίζει επιπλέον 300,00 ευρώ), πλην όμως τα παραπάνω προσφερόμενα ποσά υπερβαίνουν το αντίστοιχο αίτημα της αγωγής της και δεν δύναται να της επιδικαστούν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το άνω σκάφος, τύπου C. FIBRAFORT 200 STYLE, είχε αγοραστεί καινούργιο από την ενάγουσα δέκα μήνες περίπου πριν το άνω ατύχημα αντί του ποσού των 13.200,00 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …../15-7-2019 Δ.Α. – Τ.Π. αυτού) και κατά τον προ του ατυχήματος χρόνο άξιζε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου 13.000,00 ευρώ, ενόψει του ότι είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα και είχε παραμείνει καλά προστατευμένο στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης. Εξαιτίας όμως της φύσης και της έκτασης των άνω ζημιών του μετά τη βύθισή του (τρώση του σε ζωτικά μέρη για τη λειτουργικότητά του), καθώς και της παραμονής του με ευθύνη της εναγόμενης ανεπισκεύαστου και ασυντήρητου στις εγκαταστάσεις της επί οκτώ περίπου έτη μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής, μειώθηκε η αγοραστική αξία του, τόσο κατά την έννοια της εμπορικής υπαξίας του, που συνίσταται στη μείωση της αξίας πώλησής του λόγω της παρατηρούμενης στις συναλλαγές απροθυμίας αγοράς πολυεστερικών σκαφών που έχουν υποστεί βλάβες από βύθιση και μακρά έλλειψη συντήρησης αυτών από μεγάλη μερίδα του αγοραστικού κοινού, στο οποίο και δημιουργούνται υπόνοιες ότι τα σκάφη αυτά μπορούν να έχουν κρυμμένα ελαττώματα (όσμωση, κ.ά.) δυνάμενα να εμφανιστούν μεταγενέστερα, όσο και κατά την έννοια της τεχνικής υπαξίας του, λόγω των φθορών που προκλήθηκαν σ’ αυτό, οι οποίες μπορούν να διαπιστωθούν με ευχέρεια από οιονδήποτε έμπειρο αγοραστή, ακόμα και μετά από έντεχνη επισκευή του και αντικατάσταση των κατεστραμμένων μερών του με καινούργια και γνήσια ανταλλακτικά σε συνεργείο της επιλογής της ενάγουσας. Μετά ταύτα, το Δικαστήριο τούτο καθορίζει τη μείωση αυτή σε ποσοστό 40% της αντίστοιχης αξίας του κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήτοι στο ποσό των 5.200,00 ευρώ (13.000,00 X 40/100), κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσία του δεύτερου λόγου έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση ποσού υψηλότερου των 1.000,00 ευρώ που επιδικάστηκε πρωτόδικα για την άνω αιτία και δη ποσού 7.000,00 ευρώ. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, από την παράνομη και υπαίτια παρακράτηση του σκάφους της από τις 18-4-2011, οπότε η εναγόμενη έπαυσε να κατέχει νόμιμα αυτό και υποχρεούταν να της το αποδώσει κατά τα προαναφερθέντα, μέχρι και την πρώτη συζήτηση της αγωγής στις 29-5-2018, υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της στενοχώριας που δοκίμασε από την αδυναμία της να κάνει χρήση αυτού προς αναψυχή της και της οικογενείας της, καθώς και λόγω της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε για να πετύχει δικαστικά την απόδοση αυτού από την εναγόμενη. Επομένως, δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, την οποία το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του: α) τον βαθμό του πταίσματος της αδικοπραγήσασας εναγόμενης, β) την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος της ενάγουσας για την πρόκληση του ατυχήματος, γ) τη στέρηση της κατοχής και χρήσης του σκάφους της για το μεγάλο άνω χρονικό διάστημα, με ευθύνη της εναγόμενης, δ) την προ του ατυχήματος κατάσταση του σκάφους της ενάγουσας, ε) την έκταση των υλικών ζημιών αυτού και τον τρόπο αποκατάστασής τους και ε) την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των μερών, καθορίζει στο, εύλογο κατά την κρίση του, ποσό των 5.000,00 ευρώ, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσία του τρίτου λόγου έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο αυτή ζητεί την επιδίκαση ποσού υψηλότερου των 1.000,00 ευρώ που επιδικάστηκε πρωτόδικα για την άνω αιτία και δη ποσού 10.000,00 ευρώ. Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό της εναγόμενης με τις προτάσεις της (που περιλαμβάνεται και στην έφεσή της ως δεύτερος λόγος της) ότι η άσκηση της αξίωσης ουσιαστικού δικαίου της ενάγουσας για καταβολή σ’ αυτήν αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και για την απόδοση του σκάφους της είναι αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και ως τέτοια καταχρηστική, επειδή η ενάγουσα της οφείλει φύλακτρα για το σκάφος της και έχει παραιτηθεί με την από 18-4-2011 άνω υπεύθυνη δήλωση από κάθε αξίωσή της για τη βύθισή του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα οφείλει φύλακτρα στην εναγόμενη για τη φύλαξη του άνω σκάφους της, ούτε ότι με την από 18-4-2011 υπεύθυνη δήλωση του συζύγου της, η ενάγουσα παραιτήθηκε από τις ένδικες αξιώσεις της κατά της εναγόμενης που προήλθαν από τη βύθιση του σκάφους της. Μετά ταύτα, το σύνολο της περιουσιακής και μη ζημίας της ενάγουσας, που είναι αποκαταστατέα και τελεί σε άμεσο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με το επίδικο ατύχημα και τη μετέπειτα παράνομη και υπαίτια παρακράτηση του σκάφους της, ανέρχεται στο ποσό των (16.545,00 + 5.200,00+5.000,00) 26.745,00 ευρώ.
13. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις (τυπικά η Β’ της ερήμην δικασθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης και τυπικά και κατ’ ουσία η Α’ της κανονικά δικασθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας) και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί κατ’ ουσία η ένδικη από 14-2-2013 αγωγή. Με βάση δε τις ανωτέρω παραδοχές, πρέπει η ανωτέρω αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις ανωτέρω υπ’ αριθ. 4, 5, 6 και 9 νομικές σκέψεις, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί η εναγόμενη Α) να αποδώσει στην ενάγουσα το άνω ταχύπλοο σκάφος αναψυχής, με την εξωλέμβια μηχανή του και Β) να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 26.745,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 Α.Κ.). Επίσης, η εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 178 παρ. 2, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» – βλ. και Εφ.Πειρ. 33/2021, Εφ.Αθ. 3808/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 178, αριθ. 3, σ. 765 για τη δυνατότητα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 178 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επιβολής μέρους μόνο της δικαστικής δαπάνης στον ηττηθέντα διάδικο σε περίπτωση όπου ο καθορισμός του μεγέθους της απαίτησης εξαρτάται από την κρίση του Δικαστή). Τέλος, ενόψει του ότι εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μετά από παραδοχή των κρινόμενων εφέσεων, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις εκκαλούσες των παράβολων ποσού εκατό (100,00) ευρώ που κατέβαλαν για την άσκηση των εφέσεών τους (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.), με την επισήμανση ότι, ανεξάρτητα από το ότι η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της Β’ έφεσης δεν ήταν ευνοϊκή για την εκκαλούσα – εναγόμενη που δικάστηκε ερήμην πρωτόδικα, με βάση το διατακτικό της απόφασης τούτης θεωρείται και αυτή νικήτρια (Α.Π. 532/2016, Εφ.Πειρ. 130/2022, Εφ.Πατρ. 15/2021, Εφ.Πατρ. 142/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 495, αριθ. 21, σ. 765).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό Α’ και Β’ εφέσεις.
Δέχεται αυτές τυπικά και την Α’ εξ αυτών και κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 912/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί και δικάζει την από 14-2-2013 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../20-2-2013 αγωγή της εκκαλούσας στην Α’ έφεση – εφεσίβλητης στη Β’ έφεση.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να αποδώσει στην ενάγουσα το ταχύπλοο σκάφος αναψυχής «Ι», με αριθ. Τ.Π. …. ΣΤ, μήκους 6,17μ, πλάτους 2,32 μ, ύψους εξάλων 0,36μ, έτους κατασκευής 2009, υλικού κατασκευής πλαστικού, καθώς και την εξωλέμβια μηχανή που αυτό φέρει, τύπου «HONDA MERCURY», μοντέλου «BF 150A-5ML».
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε (26.745,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων διακοσίων (2.200,00) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στις εκκαλούσες στις Α’ και Β’ εφέσεις (με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …./25-4-2019 και Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. …./23-4-2019 αντίστοιχα) των παράβολων άσκησης των εφέσεων αυτών και συγκεκριμένα των με κωδικούς ……. και ……. ηλεκτρονικών παράβολων άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ εκάστου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ