Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 45/2019

Νομικό θέμα που αντιμετωπίστηκε .

Μη απαγόρευση, καταρχήν, της ‘’ διπλής’’ μεσιτείας με την προυπόθεση, όμως, κατ΄ αρ. 200 παρ. 7 Ν. 4072/2012, να προβλέπεται η δυνατότητα αυτής ρητά στην σύμβαση μεσιτείας, αλλιώς ο εντολέας του μεσίτη μπορεί να αρνηθεί την καταβολή μεσιτικής αμοιβής.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  45/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ. .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση  της εκκαλούσας – ενάγουσας κατά της υπ΄αρ. 4056/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (αρ.16 παρ.7, 677-681 ΚΠολΔ, όπως τα τελευταία ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρ.495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση αυτής. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο κατά την ίδια  διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από την εκκαλούσα, των προβλεπόμενων, από το άρθρο 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλων του Δημοσίου, διότι εξαιρούνται της υποχρέωσης αυτής οι διαφορές από αμοιβές, όπως εν προκειμένω (παρ.3εδ.στ ως άνω άρθρου).

Η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα, η οποία είναι μεσίτρια αστικών συμβάσεων, εξέθετε στην από 16-1-2015 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ….. αγωγή της, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, ότι με την παραπάνω επαγγελματική της ιδιότητα, μεσολάβησε, καταρτισθείσης με τον εναγόμενο της σχετικής έγγραφης σύμβασης μεσιτείας, για την πώληση, στην υπήκοο Κίνας που αναφέρεται στην αγωγή, η οποία, επίσης, της χορήγησε έγγραφη μεσιτική εντολή, ενός ακινήτου (καταστήματος), που βρίσκεται στην Χώρα της Μυκόνου, ιδιοκτησίας του εναγόμενου, αντί τιμήματος 1.300.000 ευρώ. Ότι, ο τελευταίος, κατά παράβαση των όσων συμφωνήθηκαν, δεν της έχει καταβάλει την αμοιβή της ποσού 50.000 ευρώ, η οποία ήταν καταβλητέα εντός δέκα ημερών από την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, που έλαβε χώρα στις 19-12-2014, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε, ακολούθως, η ενάγουσα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από 29-12-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς επίσης, να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ΄αρ. 2711/2015, μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης ώστε να προσκομιστεί, από την ενάγουσα, πιστοποιητικό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Κυκλάδων, που να βεβαιώνει ότι είναι εγγεγραμμένη σε αυτό και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.Μ.Η), σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4072/2012, για την άσκηση του επαγγέλματος της μεσίτριας αστικών συμβάσεων, και κατόπιν της προσκόμισης του οποίου, εκδόθηκε  η εκκαλουμένη υπ’αρ. 4056/2014 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου (ειδική διαδικασία διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας), η οποία, αφού ορθώς έκρινε την αγωγή παραδεκτή, (δεδομένου ότι αντίγραφό της είχε επιδοθεί στην αρμόδια ΔΟΥ, όπως επιτάσσει η παρ.11 του άρθρου 200 του Ν.4072/2012), ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της κατά του αντιδίκου της.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι του μάρτυρα της ενάγουσας …… και του μάρτυρα του εναγόμενου ……, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 2711/2015 ως άνω μη οριστική απόφαση αυτού, πρακτικά, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Η ενάγουσα είναι επαγγελματίας μεσίτρια για τη σύναψη αστικών συμβάσεων, νομίμως εγγεγραμμένη στο Μητρώο του Εµπορικού Επιµελητηρίου Kυκλάδων µε αρ. μητρώου … και αρ. Γ.Ε.Μ.Η. …. (όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αρ. πρωτ…… πιστοποιητικό του ως άνω Επιµελητηρίου) και διατηρεί μεσιτικό γραφείο στη Χώρα της Μυκόνου µε το διακριτικό τίτλο “……..”. Ο εναγόµενος, ο οποίος ήταν κύριος ενός ακινήτου (οικοπέδου εντός σχεδίου πόλης άρτιου και οικοδομήσιμου, μετά του εντός αυτού καταστήματος εμβαδού 63,45 τ.µ.), ευρισκομένου στη Χώρα της Μυκόνου στη θέση ‘…..’’ και επί της οδού … αρ. …., ενδιαφερόταν να πωλήσει το ως άνω ακίνητο και προς τούτο δημοσίευσε σχετική αγγελία στην εφημερίδα ‘’ Χρυσή Ευκαιρία’’ στις αρχές του έτους 2014. Ο πατέρας της ενάγουσας ….., ο οποίος εξετάστηκε και ως μάρτυράς της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, υπάλληλος του παραπάνω μεσιτικού γραφείου, που διατηρεί αυτή, βλέποντας την ως άνω αγγελία, επικοινώνησε με τον εναγόμενο, εκ μέρους του μεσιτικού γραφείου, και του πρότεινε να αναλάβει αυτό την πώληση του εν λόγω ακινήτου του. Ο εναγόµενος δέχθηκε την πρόταση και χορήγησε την από 27-2-2014 µεσιτική εντολή προς το ‘’µεσιτικό γραφείο Μυκόνου ……, να προωθήσει την πώληση του ακινήτου του υποδεικνύοντας αγοραστή, αντί τιµήµατος 1.150.000 ευρώ, και συμφωνηθείσης μεσιτικής αμοιβής, ανερχόμενης σε ποσοστό 2% επί του τιμήματος, συν ΦΠΑ. Πράγματι, η ενάγουσα – μεσίτρια βρήκε την υποψήφια αγοράστρια υπηκόου Κίνας και κατοίκου ……, …… και άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, ως προς το ύψος του τιμήματος. Την 7-4-2014 με σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), ο εναγόμενος ανακάλεσε την ως άνω μεσιτική εντολή. Εντούτοις, οι διαπραγματεύσεις με την υποψήφια αγοράστρια συνεχρίστηκαν, διά μέσω του μεσιτικού γραφείου, και το καλοκαίρι του έτους 2014, η τελευταία επισκέφθηκε τη Μύκονο και είδε το ακίνητο συνοδευόμενη από τον ως άνω υπάλληλο του γραφείου της ενάγουσας. Στις 18-8-2014 καταρτίστηκε εκ νέου μεταξύ του εναγόμενου και του μεσιτικού γραφείου ….., έγγραφη σύμβαση μεσιτείας, με την οποία δόθηκε η εντολή στο μεσιτικό αυτό γραφείο να μεσολαβήσει για την πώληση του εν λόγω ακινήτου του, αντί τιμήματος 1.200.000 ευρώ, ενώ επίσης συμφωνήθηκε, ότι σε περίπτωση επίτευξης της πώλησης, ο εναγόμενος θα καταβάλει εντός δέκα ημερών από την υπογραφή του σχετικού αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ως μεσιτική αμοιβή, το ποσό των 50.000 ευρώ. Τελικά, η πώληση του ακινήτου και η μεταβίβαση της κυριότητάς του πραγματοποιήθηκε, δυνάμει του υπ’ αρ. ……. συμβολαίου αγοραπωλησίας  της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., μεταξύ του εναγόμενου -πωλητή και της ως άνω κινέζας αγοράστριας, αντί τιμήματος 1.300.000 ευρώ, ενώ είχε προηγηθεί το υπ’αρ. ….  προσύμφωνο της ίδιας συμβολαιογράφου. Κατά τα προαναφερθέντα, η ως άνω πώληση  ήταν αποτέλεσμα ενεργειών μεσολάβησης της ενάγουσας – μεσίτριας, μεταξύ της οποίας και του εναγόμενου, συνήφθη έγκυρη σύμβαση μεσιτείας, καθώς ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά η ενάγουσα, διότι η συμφωνία έγινε με τον πατέρα της …….. ατομικά, δεν ευσταθεί, καθώς αυτός ενεργούσε, κατά τα προαναφερθέντα, ως υπάλληλος του γραφείου της, στο οποίο είχε δοθεί η σχετική έγγραφη μεσιτική εντολή και για λογαριασμό της. Επίσης δεν ευσταθεί κι ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί ακυρότητας της σύμβασης επειδή δεν αναγράφεται το ονοματεπώνυμό της πλήρως, το Α.Φ.Μ της και ο αρ. ΓΕΜΗ, καθώς η πρόβλεψη της αναγραφής των στοιχείων αυτών με το άρθρο 200 παρ. 2α Ν. 4072/2012 δεν τίθεται επί ποινή ακυρότητας. Τα παραπάνω έγιναν δεκτά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κι ως προς αυτά δεν προσβάλλεται η απόφαση με την ένδικη έφεση της ενάγουσας -εκκαλούσας.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 200 του Ν. 4072/2012 ‘’ Στη σύμβαση μεσιτείας πρέπει να αναγράφεται ρητά αν ο μεσίτης μπορεί να ενεργήσει και για τον αντισυμβαλλόμενο του εντολέα του. Αν παρά την έλλειψη της πιο πάνω συμφωνίας, ο μεσίτης συμβληθεί και με το άλλο μέρος, ο εντολέας δικαιούται να αρνηθεί την καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής ή να αξιώσει την επιστροφή της ήδη καταβληθείσας‘’. Από τα αναφερόμενα στην ως άνω διάταξη, συνάγεται ότι ναι μεν δεν απογορεύεται καταρχήν η ‘’ διπλή’’ μεσιτεία, αλλά θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα αυτής ρητά στην σύμβαση μεσιτείας, αλλιώς ο εντολέας του μεσίτη μπορεί να αρνηθεί την καταβολή μεσιτικής αμοιβής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρει η ίδια η ενάγουσα- μεσίτρια στην αγωγή της , προκύπτει δε και από τα αποδεικτικά μέσα, αυτή είχε λάβει, πέραν από την ως άνω έγγραφη εντολή από τον εναγόμενο – πωλητή του επίμαχου ακινήτου, έγγραφη μεσιτική εντολή και από την αγοράστρια αυτού, (δυνάμει του από 21-8-2014 εγγράφου) και κατά την ημερομηνία του ως άνω οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, καταβλήθηκε από την τελευταία, για μεσιτική αμοιβή το 2% επί του τιμήματος του ακινήτου, όπως αναφέρει και ο μάρτυρας της ενάγουσας, που ήταν παρών στο συμβόλαιο.  Όμως, στην προαναφερθείσα από 18-8-2014 έγγραφη σύμβαση μεσιτείας της ενάγουσας – μεσίτριας και του εναγόμενου, δεν αναφέρεται ότι η μεσίτρια είχε το δικαίωμα να συνάψει σύμβαση μεσιτείας και για τον αντισυμβαλλόμενό του, ήτοι δεν αναγράφεται σε αυτήν, η πρόβλεψη δυνατότητας διπλής μεσιτείας. Παραταύτα, όπως προαναφέρθηκε η ενάγουσα συμβλήθηκε και με την αντισυμβαλλόμενη του εντολέα της – εναγομένου, προαναφερθείσα κινέζα υπήκοο και έλαβε από αυτήν την επίσης προαναφερθείσα μεσιτική αμοιβή. Οπότε, κατά τα προεκτεθέντα,  σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του Ν. 4072/2012, ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί την καταβολή της ως άνω συμφωνηθείσας αμοιβής της ενάγουσας – μεσίτριας, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κάνοντας δεκτή τη σχετική ένσταση του εναγόμενου και ως ουσιαστικά βάσιμη.

Η ενάγουσα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της ότι δεν ήταν δυνατόν κατά την έγγραφη σύμβαση, που συνήψε με τον εναγόμενο να τον ενημερώσει περί ύπαρξης διπλής μεσιτείας, διότι συμβλήθηκε με την αγοράστρια – κινέζα υπήκοο, μεταγενέστερα. Όμως, ο λόγος αυτός δεν κρίνεται βάσιμος, διότι ο νόμος απαιτεί να προβλέπεται ρητά η δυνατότητα διπλής μεσιτείας στην έγγραφη σύμβαση, ανεξάρτητα του αν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης με τον εντολέα του μεσίτη, ο τελευταίος έχει ήδη συμβληθεί ή όχι με τον αντισυμβαλλόμενό του. Ακόμη η ενάγουσα – εκκαλούσα ισχυρίζεται, με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, ότι είχε ενημερωθεί ο εναγόμενος  σχετικά με τις ενέργειές της και για λογαριασμό της αγοράστριας, καθώς από τη σύναψη της σύμβασης μεσιτείας μαζί του και μέχρι την ολοκλήρωση της πώλησης, έλαβαν χώρα αλλεπάλληλες συναντήσεις τόσο με τον εναγόμενο – πωλητή, όσο και με την αγοράστρια, κατά τις οποίες είναι αυτονόητο, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι αυτός (εναγόμενος) ενημερώθηκε για τη διπλή μεσιτεία. Αλλά κι αυτός ο ισχυρισμός, και συνεπώς κι ο ως άνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι αφενός μεν δεν προέκυψε ότι έγινε τέτοια ρητή ενημέρωση, αφετέρου δε, μόνες οι συναντήσεις μεταξύ μεσίτη, αγοραστή και πωλητή (εντολέα), δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο μεσίτης έχει συμβληθεί και με τον αντισυμβαλλόμενο του εντολέα του, αφού είναι προφανές ότι,  αυτός (μεσίτης) και χωρίς να έχει συνάψει διπλή μεσιτεία, θα έρθει ο ίδιος, και θα φέρει και τον εντολέα του, σε επαφή με τον υποψήφιο αγοραστή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω εκτενώς, ο νόμος δεν αρκείται σε απλή ενημέρωση, αλλά απαιτεί ρητή αναφορά στην έγγραφη σύμβαση δυνατότητας ‘’διπλής’’ μεσιτείας, πράγμα που δεν υφίσταται στην ένδικη περίπτωση. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της ενάγουσας που αναφέρει στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο της έφεσής της, ότι ο εναγόμενος είχε αποδεχθεί την οφειλή του, αν και γνώριζε τη διπλή εντολή, κατά τα υποστηριζόμενα από τον μάρτυρά της, που κακώς δεν αξιολογήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος γνώριζε τα περί διπλής εντολής, πράγμα που πληροφορήθηκε, όπως αναφέρει στις προτάσεις του, από την ίδια την αγωγή της αντιδίκου του, οπότε και προέβη στην προβολή της σχετικής ένστασης που στηρίζεται στην παρ. 7 του άρθρου 200 του ως άνω νόμου. Το γεγονός δε ότι ο πατέρας της ενάγουσας, ως άνω μάρτυράς της, παρεβρέθη στη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ως διερμηνέας, δεν είναι στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συνάγει ο εναγόμενος το συμπέρασμα ότι έχει λάβει το γραφείο της ενάγουσας διπλή εντολή ήτοι και από την αγοράστρια, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, διότι και μόνο με τη δική του εντολή (εναγόμενου – πωλητή) θα ήταν λογικό αυτός να βοηθήσει στην επίτευξη του συμβολαίου με την ως άνω ιδιότητα του διερμηνέα, αφού η αγοράστρια ήταν αλλοδαπή. Περαιτέρω, το ότι κάποια αναφερόμενα στις προτάσεις του εναγόμενου γεγονότα, (που πάντως δεν αφορούν το συγκεκριμένο ζήτημα της διπλής μεσιτείας άμεσα, αλλά τις διαπραγματεύσεις για την πώληση), δεν αποδείχθηκαν αληθή, σύμφωνα και με τις παραδοχές του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν οδηγούν βέβαια, άνευ ετέρου, στο συμπέρασμα ότι πρέπει να απορριφθούν όλοι οι ισχυρισμοί του εναγόμενου ως ψευδείς και να γίνουν αποδεκτά τα προσκομιζόμενα, από την ενάγουσα, αποδεικτικά στοιχεία, απορριπτομένου και του έκτου λόγου της έφεσής της, όπου προβαίνει στον σχετικό συλλογισμό, ο οποίος δεν ευσταθεί, καθώς, μάλιστα, όσον αφορά στο κρίσιμο θέμα της διπλής μεσιτείας και η τελευταία δέχεται ότι υπήρξε. Τέλος, κι ο έβδομος και τελευταίος λόγος της έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά του αντιδίκου της να επικαλεστεί τη ‘’διπλή’’ μεσιτεία για να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, είναι καταχρηστική, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, εφόσον το δικαίωμα αυτό του παρέχεται ρητά από το άρθρο 200 παρ.7 του ως άνω νόμου, κατά τα προαναφερθέντα, δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση αυτού, να προβάλει την πηγάζουσα από το ως άνω άρθρο ένσταση, καθώς η ενάγουσα δεν επικαλείται περαιτέρω περιστατικά που να δεικνύουν τέτοια συμπεριφορά από τον εναγόμενο, η οποία να στοιχειοθετεί καταχρηστικότητα.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε  (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Συμψηφίζει, συνολικά, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις …. Ιανουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         H  ΓPAMMATEAΣ