ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός απόφασης 222/2022
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα, Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκαλούσας : Εταιρείας …………., ως εντολοδόχου, ειδικής πληρεξούσιας, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας απαιτήσεων της εταιρείας ……………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ευαγγελία Χαλδαίου.
Των εφεσιβλήτων : 1) Ανώνυμης εταιρείας ……….., 2) ……….. 3) …………. και 4) ………., …….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Φίλιππο Στεριάδη με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αρ. κατ. ……../2018 ανακοπή κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και της υπ’ αρ. …../2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το ως άνω δικαστήριο με την με αρ. 31/2020 απόφαση έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων τραπεζικής εταιρείας, στην οποία μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις της καθ’ ης η ανακοπή, ως μη δικαιούχος διάδικος (Ν. 4354/2015 άρθρ. 2 παρ. 4), με την από 13.8.2020 (………/2020) έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς εκδίκαση η έφεση, που άσκησε η εκκαλούσα εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Ν. 4354/2015 άρθρ. 1-2), εναντίον της υπ’ αρ. 31/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έκανε δεκτή ανακοπή των εφεσιβλήτων και ακύρωσε την υπ’ αρ. …./2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», για την είσπραξη απαιτήσεών της από σύμβαση τραπεζικού δανείου με αλληλόχρεο λογαριασμό, τις οποίες (απαιτήσεις) η τελευταία πώλησε με την νομίμως καταχωρηθείσα με αρ. πρωτοκόλλου …./6.12.2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. …. α.α. …..) από 6.12.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων στην εταιρεία με την επωνυμία «………………», η οποία και ανέθεσε τη διαχείριση αυτών των απαιτήσεων στην εκκαλούσα με το νομίμως καταχωρηθέν στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρ. …/6.12.2019 (τ. … α.α. ….) από 6.12.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων. Η έφεση ασκήθηκε παραδεκτά από την εκκαλούσα, νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2 e-παράβολο …………./2020). Είναι λοιπόν τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Με την υπό κρίση έφεσή της η εκκαλούσα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, έκανε δεκτή την ανακοπή των εφεσιβλήτων κατά της υπ’ αρ. …../2018 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας επί τη βάσει συμβάσεως δανείου με αλληλόχρεο λογαριασμό, προκειμένου αυτή να απορριφθεί και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
Με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, γιατί εκδόθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος για απαίτηση, η οποία απορρέει από τραπεζική δανειακή σύμβαση, που σύναψαν με την καθ’ ης, η πρώτη ως πιστούχος και οι λοιποί ως εγγυητές, η οποία καταγγέλθηκε από την καθ’ ης καταχρηστικά. Η καταχρηστικότητα έγκειται στο ότι η καταγγελία έγινε χωρίς η καθ’ ης να τηρήσει τη προβλεπόμενη από τον Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013) διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων και χωρίς να διερευνήσει τις υποβληθείσες προτάσεις των ανακοπτόντων για μια βιώσιμη λύση εξυπηρέτησης του δανείου, το οποίο ενόψει πρόσκαιρης αντικειμενικής οικονομικής αδυναμίας της πιστούχου δεν εξυπηρετούνταν. Επίσης, η καθ’ ης προέβη στην εν λόγω καταγγελία και στην αίτηση για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής καταχρηστικά, παρά το ότι η απαίτηση ήταν πλήρως εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια (προσημείωση υποθήκης), χωρίς προηγουμένως να διερευνήσει τη δυνατότητα εκποίησης της ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων, την εμπορική αξία της οποίας διερευνούσαν εντεταλμένοι εκτιμητές της και παρά το ότι υπάλληλοι της καθ’ ης διαβεβαίωναν τους ανακόπτοντες ότι η τελευταία δεν θα προχωρούσε σε καταγγελία του επίδικου δανείου, ούτε στην έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής. Προέβη δε στις ως άνω ενέργειες, ενώ γνώριζε ότι με αυτές θα προκαλούσε την οικονομική καταστροφή της πρώτης ανακόπτουσας πιστούχου εταιρείας και την παύση της λειτουργίας της ελλείψει χρηματοδότησης.
Ο λόγος αυτός ήταν αόριστος και ως τέτοιος έπρεπε να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος. Ειδικότερα, ενόψει του ότι μόνο η μη τήρηση εκ μέρους της πιστώτριας καθ’ ης τράπεζας της προβλεπόμενης από τον Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013) διαδικασίας επίλυσης καθυστέρησης του επίδικου δανείου και του ότι η απαίτηση της καθ’ ης ήταν ασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, δεν καθιστά άκυρη την καταγγελία του δανείου (ΑΠ 323/2021 δημ. ΝΟΜΟΣ), θα ‘πρεπε, για την πληρότητα του ισχυρισμού τους περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας και της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, να αναφέρουν, ποιες ήταν επακριβώς οι προταθείσες εκ μέρους τους εναλλακτικές λύσεις – προτάσεις για τη βιώσιμη εξυπηρέτησης του δανείου και πότε υπεβλήθησαν στην καθ’ ης, τις οποίες η τελευταία αγνόησε. Επίσης, δεν αναφέρουν τίποτα που να στοιχειοθετεί πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία της πιστούχου ανακόπτουσας. Αντίθετα, αναφέρουν ότι ο ετήσιος τζίρος της από το ποσό των 5.784.000 ευρώ, τη χρήση 2007, έφτασε σταδιακά και σταθερά μειούμενος στο ποσό των 700.000 ευρώ, τη χρήση 2015 και επόμενα, και ότι το επίδικο δάνειο έπαψε από το έτος 2013 και μετά να εξυπηρετείται κανονικά, στοιχεία που υποδηλώνουν όχι πρόσκαιρη άλλα μόνιμη οικονομική αδυναμία. Επιπλέον, δεν αναφέρουν ποιοι ήταν οι προστηθέντες υπάλληλοι της καθ’ ης, οι οποίοι τους διαβεβαίωναν για τις προθέσεις της σχετικά με την διαχείριση της δανειακής τους σύμβασης και αν αυτοί περιλαμβάνονταν στα πρόσωπα που δέσμευαν τη βούληση της τραπεζικής εταιρείας. Το γεγονός δε ότι με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας του δανείου και την έκδοση της διαταγής πληρωμής η καθ’ ης επέφερε μεγάλη οικονομική ζημία στην πιστούχο λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης, που οδηγεί στην παύση της λειτουργίας της, αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική η άσκησή του (ΑΠ 323/2021 ο.π., ΑΠ 1352/2011 δημ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αναφέρονται στην ανακοπή άλλες περιστάσεις, όπως αυτές, που αναφέρθηκαν ανωτέρω σχετικά με την οικονομική κατάσταση της πιστούχου και τη μη εξυπηρέτηση του δανείου μετά το έτος 2013, απ’ τις οποίες προκύπτει μόνιμη οικονομική αδυναμία της πιστούχου και αδυναμία της προς εξυπηρέτηση του δανείου, που υποδηλώνουν ότι η καθ’ ης είχε πραγματικό συμφέρον από την άσκηση των δικαιωμάτων της για καταγγελία του δανείου και για έκδοση διαταγής πληρωμής, η οποία εξ αυτού του λόγου δεν είναι καταχρηστική. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τον ως άνω λόγο ανακοπής περί καταχρηστικότητας, ως ορισμένο και παραδεκτό, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, δεκτής γενομένης της έφεσης και στην συνέχεια να απορριφθεί η ανακοπή.
Μετά την απόρριψη του λόγου της ανακοπής πρέπει να διερευνηθούν οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που άσκησαν παραδεκτά οι ανακόπτοντες πρωτοδίκως και οι οποίοι δεν διερευνήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενόψει του ότι το τελευταίο αρκέστηκε στην κατ’ ουσίαν παραδοχή του ως άνω λόγου της ανακοπής και στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής.
Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, διότι η καθ’ ης μετά την, βάσει σχετικού όρου της ενδίκου δανειακής συμβάσεως, προσαύξηση του επιτοκίου της χορηγηθείσης πιστώσεως με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 και τον γενόμενο με βάση και αυτή υπολογισμό των τόκων, προέβη παρανόμως σε ανατοκισμό των ποσών της εισφοράς, διότι κεφαλαιοποιούσε, τόκιζε και ανατόκιζε τα ποσά αυτής, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφαλαίο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά. Ο παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γινόταν με την ενσωμάτωσή της στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων, καθώς το ισχύον νομικό καθεστώς επιβάλλει ανατοκισμό των τόκων και όχι ανατοκισμό εξόδων, εισφορών ή προμηθειών, με αποτέλεσμα, αφενός να μην υφίσταται έγγραφη απόδειξη του ποσού, για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και αφετέρου η οφειλή της να καθίσταται μη ορισμένη και μη εκκαθαρισμένη και έτσι να καθίσταται άκυρη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι μη νόμιμος, αφού, η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 669/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ ΝΟΜΟΣ).
Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες επικαλούνται ακυρότητα της διαταγής πληρωμής λόγω αοριστίας της αίτησης, με βάση την οποία αυτή εκδόθηκε, επειδή δεν αναφέρονταν αναλυτικά και αιτιολογημένα τα κονδύλια των αμοιβαίων χρεοπιστώσεων, ούτε το νόμιμο επιτόκιο και επί ποίου ποσού εκάστοτε υπολογιζόταν. Ο πιο πάνω λόγος είναι μη νόμιμος, αφού στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος (ανοικτού) αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και των καθ’ ων η αίτηση, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, όπως και το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, το οποίο επίσης δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα (ΑΠ 1166/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Με τον τρίτο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής επειδή το ποσό για το οποίο αυτή εκδόθηκε (1.149.797,29 ευρώ) και το οποίο αναφέρεται στην καταγγελία της δανειακής σύμβασης δεν ταυτίζεται με το ποσό (1.040.927,15 ευρώ), που προκύπτει ως κατάλοιπο από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης. Ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, οι ανακόπτοντες συνυπολογίζουν ορισμένες μόνο εγγραφές από τους επίδικους λογαριασμούς του δανείου και όχι όλες. Συγκεκριμένα : α) στο υπ’ αρ. ………… λογαριασμό υπολογίζουν μόνο δύο εγγραφές με ημερομηνία κίνησης 10.1.2018, ποσού 27.781,08 και 520.771,62 ευρώ, παραλείποντας άλλες οκτώ ακόμη χρεωστικές εγγραφές με ίδια ημερομηνία, που φαίνονται στο ίδιο απόσπασμα λογαριασμού, ποσών 4.639,44 – 4,47 – 23.987,15 – 0,08 – 24.612,30 – 30.162,83 – 21.971,93 – 1.744,54 ευρώ, β) στο υπ’ αρ. ………… λογαριασμό υπολογίζουν μόνο έντεκα εγγραφές με ημερομηνία κίνησης 10.1.2018, ποσών 1.626,01 – 2.956,65 – 4.419,79 – 5.104,82 – 6.703,88 – 3.781,13 – 8.795,97 – 2.449,80 – 11.624,63 – 949,11 – 312.516,48 ευρώ, παραλείποντας άλλη μία ακόμη χρεωστική εγγραφή με ίδια ημερομηνία, που φαίνεται στο ίδιο απόσπασμα λογαριασμού, ποσού 734,59 ευρώ, γ) στο υπ’ αρ. ……….. λογαριασμό υπολογίζουν μόνο μία εγγραφή με ημερομηνία κίνησης 10.1.2018, ποσού 1.306,76 ευρώ, παραλείποντας άλλη μία ακόμη χρεωστική εγγραφή με ίδια ημερομηνία, που φαίνεται στο ίδιο απόσπασμα λογαριασμού, ποσού 665,70 ευρώ και δ) στο υπ’ αρ. ………. λογαριασμό υπολογίζουν μόνο επτά εγγραφές με ημερομηνία κίνησης 10.1.2018, ποσού 2.369,12 – 5.754,23 – 0.09 – 6.489,18 – 3.115,43 – 5.528,88 και 106.882,49 ευρώ, παραλείποντας άλλη μία ακόμη χρεωστική εγγραφή με ίδια ημερομηνία, που φαίνεται στο ίδιο απόσπασμα λογαριασμού, ποσού 347,15 ευρώ. Εάν στο ποσό που υπολογίζουν οι ανακόπτοντες (1.040.927,15 ευρώ) προστεθούν οι ως άνω παραληφθείσες και μη υπολογισθείσες απ’ αυτούς χρεωστικές εγγραφές, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 108.870,18 ευρώ, τότε προκύπτει το ποσό του 1.149.797,29 ευρώ, το οποίο αναφέρεται στην καταγγελία της σύμβασης και για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής που ζήτησε με την αίτησή της η καθ’ ης.
Με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής επειδή η αίτηση για την έκδοση αυτής ήταν αόριστη γιατί δεν είχε επισυναφθεί σ’ αυτήν το σύνολο της κίνησης των λογαριασμών για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από την έναρξη λειτουργίας της σύμβασης (18.5.1998) μέχρι το κλείσιμο αυτού, δηλαδή και για το χρονικό διάστημα από την έναρξη λειτουργίας της σύμβασης μέχρι την ημερομηνία 29.8.2014, κατά την οποία αρχίζει η αναγραφή τούτων στον επισυναπτόμενο στην αίτηση πίνακα. Δοθέντος, όμως, ότι στην αίτηση για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής προσδιορίζονταν το κατάλοιπο του λογαριασμού κατά το κλείσιμο αυτού και, ως εκ περισσού, είχε γίνει παράθεση της κίνησης του λογαριασμού για ορισμένο χρονικό διάστημα, η αίτηση ήταν ορισμένη. Τούτο διότι για το ορισμένο της αίτησης έκδοσης της διαταγής πληρωμής δεν ήταν αναγκαίο να παραθέσει η πιστώτρια καθ’ ης τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων του λογαριασμού για το χρόνο λειτουργίας της σύμβασης. Το εάν από τα προσκομιζόμενα για την απόδειξη της απαίτησης έγγραφα, όπως είναι και τα βιβλία της Τράπεζας, που τηρήθηκαν για την κίνηση του λογαριασμού σε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό-αλληλόχρεο λογαριασμό, αποδεικνύεται πραγματικά η απαίτηση, όπως πρέπει να ισχυρίζεται στην αίτηση η πιστούχος Τράπεζα, είναι ζήτημα που αφορά την ουσιαστική παραδοχή της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όχι το ορισμένο αυτής (ΑΠ 1166/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 196/2020 δημ ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως δε, στην προκειμένη περίπτωση η πιστούχος ανακόπτουσα εταιρεία με τις από 30.12.2016 δύο επιστολές της και με τις από 31.12.2016 άλλες δύο επιστολές της προς την καθ’ ης είχε αναγνωρίσει ανεπιφύλακτα το κατάλοιπο του περιοδικού (μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή – 30.12.2016) κλεισίματος των λογαριασμών του δανείου, γεγονότα που αναφέρονταν στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και, επομένως, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο που αφορά η αναγνώριση που έγινε, στην οποία περιλαμβάνεται και το χρονικό διάστημα έως τις 29.8.2014 (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 97/2020, ΑΠ 1049/2020 δημ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες επικαλούνται ακυρότητα της επίδικης διαταγής πληρωμής, γιατί σ’ αυτήν έχουν περιληφθεί τόκοι, οι οποίοι υπολογίστηκαν παράνομα με έτος 360 ημερών. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται και συγκεκριμένα κονδύλια παράνομων τόκων που υπολογίστηκαν παρανόμως κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στον πρόσθετο λόγο της ανακοπή τους, ώστε να προκύπτει το ποσό της παράνομης χρέωσης, που θα έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της επίδικης διαταγής πληρωμής μόνο ως προς το επιμέρους αυτό ποσό (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ ΝΟΜΟΣ).
Με τον έκτο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ’ άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, ο προδιατυπωμένος γενικός όρος (ΓΟΣ) της ένδικης σύμβασης, που επιτρέπει στην καθ’ ης να μεταβάλλει το επιτόκιο, χωρίς ειδικά καθορισμένα και εύλογα κριτήρια εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή, ακόμη και καθ’ υπέρβαση των ανωτάτων ορίων των εξωτραπεζικών επιτοκίων, είναι άκυρος, αφού με τον τρόπο αυτό παραβιάζεται η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, η οποία διέπει το δίκαιο των Γ.Ο.Σ., και ότι, συνακόλουθα, είναι άκυρη και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, καθόσον, όπως ισχυρίστηκαν, εξ αιτίας της ακυρότητας του ως άνω όρου, η απαίτηση της καθ’ ης περιλαμβάνει και παράνομους τόκους, αυτούς δηλαδή που ερείδονται στον άκυρο αυτό όρο, με αποτέλεσμα να μην είναι εκκαθαρισμένη, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο ως άνω πρόσθετος λόγος είναι αόριστος και απορριπτέος, αφενός μεν διότι δεν αναφέρεται, αν η καθ’ ης έκανε χρήση του πιο πάνω όρου και μετέβαλε κατά τη διάρκεια της σύμβασης το αρχικώς καθορισθέν επιτόκιο, δηλαδή δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά αύξησης του βασικού επιτοκίου μονομερώς από την πιστώτρια Τράπεζα, αφετέρου δε διότι η έκθεση των περιστατικών, προς θεμελίωση του ανωτέρω λόγου, δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες, επικαλούνται ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, αρκούμενοι σε γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης της καθ’ ης, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ). Επίσης δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένο κονδύλιο ή κονδύλια, με τα οποία επιβαρύνθηκε για την πιο πάνω αιτία η οφειλή τους με παράνομους τόκους, ώστε να συνδέεται η ακυρότητα του ανωτέρω όρου, κατά ορισμένο και σαφή τρόπο, με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, προκειμένου έτσι, σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής, να μειωθεί το συνολικό ποσό της απαίτησης, που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μόνον κατά το ποσό κατάλυσης της οφειλής και να μπορέσει το δικαστήριο της ανακοπής να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, κατά το επί πλέον αυτό ποσό που οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν να πληρώσουν στην καθ’ ης τράπεζα, αφού στην περίπτωση αυτή η διαταγή πληρωμής δεν είναι άκυρη στο σύνολό της (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 105/2019 δημ ΝΟΜΟΣ).
Με τον έβδομο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι στη δανειακή σύμβαση περιλήφθηκε όρος, σύμφωνα με τον οποίο η πιστούχος θεωρείται ότι αναγνώρισε την ακρίβεια των λογαριασμών της πίστωσης, εφόσον μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη γνωστοποίηση σε αυτόν του περιοδικού ή του οριστικού κλεισίματος των λογαριασμών δεν διατύπωσε εγγράφως οποιαδήποτε αντίρρηση. Θεωρούν δε ότι ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός (ΓΟΣ) σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994 και ζητούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, καθόσον δεν εκτίθεται εκ μέρους των ανακοπτόντων για ποια ποσά υπάρχει εκ μέρους τους κάποια αντίρρηση, η οποία καλύπτεται από το ως άνω τεκμήριο πλασματικής αναγνώρισης, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Επιπλέον δε ο σχετικός όρος της δανειακής συμβάσεως είναι έγκυρος, αφού με αυτόν δεν αποκλείεται το δικαίωμα ανταποδείξεως, αλλά περιορίζεται μόνο εντός της οριζόμενης προθεσμίας η παρεχόμενη στο συμβαλλόμενο με την τράπεζα δυνατότητα να αμφισβητήσει το κατάλοιπο (ΑΠ 387/2020, ΑΠ 621/2018 δημ ΝΟΜΟΣ).
Με τον όγδοο πρόσθετο λόγο οι β’, γ’ και δ’ ανακόπτοντες προέβαλαν ακυρότητα των όρων της συμβάσεως εγγυήσεως, με τους οποίους αυτοί παραιτήθηκαν από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις των άρθρων 862 μέχρι 868 ΑΚ, ως καταχρηστικοί (ΓΟΣ). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας διότι δεν εξειδικεύονται σε αυτούς με σαφήνεια και πληρότητα περιστατικά τα οποία καθιστούν τους όρους καταχρηστικούς, καθώς, για την κρίση περί καταχρηστικότητας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, θα πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης. Εν προκειμένω δε, οι ως άνω ανακόπτοντες επικαλούνται αόριστα καταχρηστικότητα των σχετικών όρων, χωρίς όμως να αναφέρουν ειδικά σε τι έγκειται η αντίθεση αυτή. Επιπλέον δεν προσβάλλονται συγκεκριμένα κονδύλια των λογαριασμών, λόγω της εφαρμογής των επικαλούμενων ως άκυρων όρων της σύμβασης, ώστε σε περίπτωση βασιμότητας να είναι δυνατή η ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος. Επίσης ο ως άνω λόγος προβάλλεται απαράδεκτα γιατί οι ως άνω ανακόπτοντες δεν επικαλούνται ότι συνέτρεξε κάποτε περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 862-868 ΑΚ κατά την ισχύ της ως άνω σύμβασης και μάλιστα με υπαιτιότητα της πιστώτριας και λόγω των ως άνω άκυρων παραιτήσεών τους να μην επέλθει ποτέ απαλλαγή τους από την ευθύνη τους ως εγγυητές (ΑΠ 196/2020 δημ ΝΟΜΟΣ).
Με τον ένατο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής γιατί εκδόθηκε για απαίτηση που απορρέει από σύμβαση αισχροκερδή (ΑΚ 179), που κατάρτισε η καθ’ ης εκμεταλλευόμενη την ανάγκη και την απειρία τους, με φανερή δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, με στόχο το εμπορικό κέρδος, επιβάλλοντας καταχρηστικούς όρους (ΓΟΣ). Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, γιατί δεν γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών, τα οποία να στοιχειοθετούν την ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ούτε αναφέρεται σε τι συνίσταται η απειρία των ανακοπτόντων, διότι με απειρία δεν εξομοιώνεται η έλλειψη ειδικών γνώσεων σε εξειδικευμένους τομείς (νομικών και οικονομικών), όπως φαίνεται να υπολαμβάνουν οι τελευταίοι, ούτε σε τι συνίσταται η οικονομική ανάγκη με την έννοια της διάταξης του άρθρου 179 του ΑΚ (χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής), ενώ τέλος, δεν γίνεται επίκληση ότι η εναγόμενη εκμεταλλεύτηκε κάποια από τις ανωτέρω καταστάσεις των εναγόντων, που ήταν γνωστή σ’ αυτήν. Σχετικά δε με τους καταχρηστικούς όρους (ΓΟΣ) δεν αναφέρουν ειδικώς ποιοι είναι αυτοί που στοιχειοθετούν την φανερή δυσαναλογία της παροχής και αντιπαροχής και ποια κονδύλια αυτοί αφορούν.
Με τον δέκατο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες προβάλλουν ως καταχρηστική την καταγγελία της δανειακής σύμβασης ενόψει της πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας της πιστούχου να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις και η οποία (καταγγελία) οδηγεί σε οικονομική της καταστροφή και απώλεια της καθ’ ης να εισπράξει την απαίτησή της. Ο λόγος αυτός εμπεριέχεται μερικώς στον ως άνω (κύριο) λόγο του δικογράφου της ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας και αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, ο οποίος απορρίφθηκε ανωτέρω.
Με τον ενδέκατο πρόσθετο λόγο οι ανακόπτοντες ζητούν την αναπροσαρμογή της επίδικης δανειακής σύμβασης στο προσήκον μέτρο κατ’ άρθρο 388 άλλως κατ’ άρθρο 288 ΑΚ, σε ποσοστό τουλάχιστον 20%, της οφειλής, λόγω της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών και δη λόγω της οικονομικής κρίσης που επήλθε στην ελληνική οικονομία από το Μάιο του 2010 έως το έτος 2013. Το αίτημα αυτό τυγχάνει μη νόμιμο, ως προς το άρθρο 388 ΑΚ, διότι τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν συνιστούν απρόοπτη μεταβολή του κοινού δικαιοπρακτικού θεμελίου στο οποίο αυτή στηρίχθηκε. Ειδικότερα, η γενική οικονομική κρίση καθώς και η πτώση του βιοτικού επιπέδου, που οι ανακόπτοντες στηρίζουν το αίτημά τους περί αναπροσαρμογής δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι συνήθεις και συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας (ΑΠ 928/2020, 800/2020 δημ ΝΟΜΟΣ). Ως προς το αυτό αίτημα, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 288 ΑΚ, τυγχάνει αόριστο και απορριπτέο, καθόσον δεν εκτίθενται στο δικόγραφο εκείνα τα πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία κατά το χρόνο άσκησης των πρόσθετων λόγων ανακοπής, ήτοι κατά το έτος 2018, που αποτελεί και το κρίσιμο χρονικό σημείο της ζητούμενης αναπροσαρμογής της οφειλής, από την εκτίμηση των οποίων το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση, ότι το προτεινόμενο από τους ανακόπτοντες χρηματικό αντάλλαγμα είναι εκείνο που αντισταθμίζει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, κατά τον πιο πάνω χρόνο (2018) και εντεύθεν, την αξία της αντιπαροχής.
Μετά τα ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση πρέπει και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Το παράβολο της έφεσης πρέπει να επιστραφεί στον καταθέσαντα και η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των ανακοπτόντων (ΚΠολΔ 183, 176).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 31/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής.
Απορρίπτει την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Επικυρώνει την υπ’ αρ. …../2018 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.
Καταδικάζει τους εφεσίβλητους στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε τριάντα δύο χιλιάδες (32.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 7-4-2022 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 15-4-2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ