ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 231/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)”, όπως μετονομάστηκε το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)”, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, που εδρεύει στην Αθήνα, …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σταματίνα Διακογεωργάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………….η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Φωτεινή-Μαρία Χασιώτη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……… η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος ………… και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή ανώνυμη εταιρεία ………….., το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) Ανώνυμης εταιρίας ………… ως η δικαιούχος διάδικος και η οποία ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 6) Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον κ. Υπουργό Οικονομικών που εδρεύει στην Αθήνα, ……. και ειδικά εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α’ Αθηνών, Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά και Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, που εκπροσωπήθηκε απο την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Ελένη Πλασσαρά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των ήδη εφεσίβλητων την από 23-4-2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 612/2020 απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) απέρριψε την ανακοπή. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 19.5.2020, με Γ.Α.Κ. …./2020 και με Ε.Α.Κ. …./2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 21.5.2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 9.9.2020 με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των παρόντων διαδίκων και η δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. του έκτου εφεσίβλητου ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Από τις προσκομιζόμενες από το εκκαλούν με αριθμούς …./14.9.2020, …/14.9.2020, …./15.9.2020 και …./14.9.2020 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης από 19.5.2020 (κατατεθείσας στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επιδόθηκε αντίστοιχα στη δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “………….”, στην τρίτη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “………….”, στο τέταρτο εφεσίβλητο υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία “………..”, που εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “………..” και στην πέμπτη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……………..” νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, κατά την ορισθείσα δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι παραπάνω εφεσίβλητοι δεν παρέστησαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απόντες. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ “Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών…Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.” Στην προκειμένη περίπτωση ως προς τους παραπάνω απόντες εφεσίβλητους, το εκκαλούν δεν προσκόμισε εντός της ανωτέρω προβλεπόμενης προθεσμίας των πέντε ημερών, αντίγραφα των προτάσεών τους που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη και κατά συνέπεια πρέπει ως προς αυτούς να χωρίσει η υπόθεση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης εφέσεως. Επισημαίνεται ότι οι ως άνω απόντες εφεσίβλητοι δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από τους παριστάμενους πρώτη και έκτο εφεσίβλητους στην παρούσα δίκη, καίτοι άπαντες ήταν καθ’ ων η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης στον πρώτο βαθμό, καθώς δεν συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, αλλά απλής. Ειδικότερα, το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετάσχοντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, που δεν άσκησε ανακοπή. Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 περ. 1), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ’ ων η ανακοπή και για την ταυτότητα του νομικού λόγου ως εφεσίβλητοι, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 περ. 2) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ’ ων, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ’ ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 264/2020, 2117/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, αναφορικά με την πρώτη και το έκτο των εφεσίβλητων η ως άνω έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως ανακόπτοντος κατά της 612/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα στις 21.5.2020, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον ανακόπτοντα ΕΦΚΑ στις 13.2.2020 (βλ. την από 13.2.2020 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, …………. περί επιδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης στο αντίγραφο που προσκομίζει ο ΕΦΚΑ), κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι με την από υπ` αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17734/2020 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ τ. Β’ 833/12.3.2020) των Υπουργών Εθνικής Άμυνας-Υγείας-Δικαιοσύνης ανεστάλησαν λόγω κορωνοϊού οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων για το διάστημα από 13.3.2020 έως και 15.3.2020, οπότε έπαυσε η ισχύς της και στη συνέχεια ανεστάλησαν οι παραπάνω προθεσμίες με την υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.18176 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ Β’ 864/15.03.2020), ακολούθως με την από Αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ.21159 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ B’ 1074/27.03.2020) παρατάθηκε η αναστολή αυτή για το διάστημα από 28.3.2020 έως 10.4.2020, με την υπ’αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ.24403 ΚΥΑ της 10.4.2020 (ΦΕΚ τ. Β’ 1301/10.4.2020) παρατάθηκε η εν λόγω αναστολή για το διάστημα από 11.4.2020 έως και 27.4.2020, με την υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ.26804 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 1588/25.4.2020) η αναστολή παρατάθηκε για το διάστημα από 28.4.2020 έως και 15.5.2020 και με την την υπ’ αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1857/15.5.2020) για το διάστημα από 16.5.2020 έως και 1.6.2020. Εξάλλου, με το άρθρο 74 παρ.1 εδ. 1 και 2 του ν. 4690/2020, ορίστηκε ότι: “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία.” Επομένως, η έφεση κατά της πρώτης και του έκτου εφεσίβλητου, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να δικαστεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της εφέσεως δεν απαιτείται για τον εκκαλούντα ΕΦΚΑ η κατάθεση παραβόλου κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, καθώς με το άρθρο 62 παρ.3 περ. Θ’ του ν. 4387/2016 εξαιρείται από τη σχετική υποχρέωση.
Με την από 23.4.2019 (με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο ανακόπτων- ήδη εκκαλών στρεφόμενος κατά των νυν εφεσίβλητων υποστήριζε ότι με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης και σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …../2009 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του οφειλέτη ………, εκπλειστηριάστηκε, κατόπιν αναγκαστικής κατάσχεσης δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./18.5.2018 κατασχετήριας έκθεσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, ακίνητο του παραπάνω οφειλέτη στη Δημοτική Ενότητα Νίκαιας του Δήμου Νίκαιας- Αγίου Ιωάννη Ρέντη έναντι πλειστηριάσματος, το οποίο όμως δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, με αποτέλεσμα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, Συμβ/φος Αθηνών ………. να συντάξει τον υπ’ αριθ. ………./2019 πίνακα κατάταξης δανειστών. Ότι μεταξύ των αναγγελθέντων δανειστών ήταν και ο ανακόπτων, ο οποίος αναγγέλθηκε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού νόμιμα κι εμπρόθεσμα δια της Περιφερειακής Υπηρεσίας Β’ ΚΕΑΟ Αθηνών με την υπ’ αριθ. πρωτ. …./31-12-2018 με αριθμό ….. αναγγελία του για ποσό 6.628,61 ευρώ, από ληξιπρόθεσμες κατά του καθ’ου η εκτέλεση απαιτήσεις του από μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Ότι στον παραπάνω πίνακα κατάταξης η ανωτέρω Συμβολαιογράφος αφού προαφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης το ποσό των 5.250,33 ευρώ, στο εναπομείναν προς διανομή πλειστηρίασμα ύψους 56.749,67 ευρώ κατέταξε μεταξύ άλλων τους καθ’ ων η ανακοπή, αλλά και τον ίδιο τον ανακόπτοντα προνομιακά και οριστικά για το ποσό των 2.125,27 ευρώ προς μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του. Ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα εφάρμοσε για την κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει τις ανωτέρω διατάξεις όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους από τον ν. 4335/2015, καθώς με την παράγραφο 3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015 ορίζεται ειδικός χρόνος για την εφαρμογή των νέων τροποποιήσεων, κατ’ εξαίρεση του γενικώς ισχύοντος κανόνα ότι τα προνόμια κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης και προβλέπεται ειδικά ότι “οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016”, στην προκειμένη δε περίπτωση η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στις 30.6.2009. Ότι ενόψει των ανωτέρω, στο εναπομείναν μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης πλειστηρίασμα, με βάση τις σχετικές διατάξεις που ίσχυαν προ του ν. 4335/2015, έπρεπε να καταταγεί στην τρίτη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ και προ οιασδήποτε κατατάξεως των καθ’ ων η ανακοπή δανειστών, ο ανακόπτων ΕΦΚΑ στο σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του των 6.628,91 ευρώ. Ζητούσε, λοιπόν, ο ανακόπτων να μεταρρυθμισθεί ο με αριθμό …../2019 πίνακας κατάταξης, προκειμένου να καταταγεί αυτός δια του Περιφερειακού Α’ ΚΕΑΟ Αθηνών προνομιακά και οριστικά πλέον του ποσού για το οποίο κατετάγη, στο ποσό των 4.503,64 ευρώ με την ισόποση και ταυτόχρονη αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή και με καταδίκη τους στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον παραπάνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, δεχόμενο ότι η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων στα πλαίσια του πίνακα κατάταξης κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο της σύνταξης αυτού και ότι συνεπώς ορθά η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τον ν. 4335/2015, δεδομένου ότι κρίσιμη ημερομηνία δεν είναι η ημερομηνία της επίδοσης επιταγής προς πληρωμή, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο ανακόπτων, αλλά η ημερομηνία σύνταξης του πίνακα κατάταξης, δηλαδή η 21.3.2019. Ότι άλλωστε και στην υποθετική περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη και την έκταση των προνομίων είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής, τότε και πάλι εφαρμοστέες, εν προκειμένω, θα τύγχαναν οι ίδιες ως άνω διατάξεις, ως ίσχυαν αντικατασταθείσες από τον ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η επιταγή, στην οποία στηρίχθηκε η κύρια εκτελεστική διαδικασία είναι αυτή που επιδόθηκε στον οφειλέτη- καθ’ ου η εκτέλεση στις 19.4.2018, καθώς από την επιταγή που επιδόθηκε σε αυτόν στις 2.7.2009 είχε περάσει έτος μέχρι την κατάσχεση που έγινε με την υπ’ αριθ. …………./18.5.2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………. και άρα αυτή είχε αποβάλει την ισχύ της και δεν μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω πράξεις εκτέλεσης. Με την υπό κρίση έφεσή του ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία της μεταβατικής διάταξης της παρ.3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ως προς την εφαρμογή της και στους πίνακες κατάταξης, καθώς αυτή καταλαμβάνει και την επίμαχη διάταξη του άρθρου 977 ΚΠολΔ, αφού κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου η ρύθμιση αυτή καλύπτει ανεξαιρέτως όλες τις περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του ΚΠολΔ, ενώ δεν εισάγει ειδικότερη εξαίρεση για τις περί προνομίων διατάξεις, όπως αντίθετα εισάγει σε άλλες περιπτώσεις του ίδιου κεφαλαίου. Ότι ο κανόνας ότι τα προνόμια κρίνονται κατά τον χρόνο κατάταξης ισχύει, όταν δεν προβλέπεται διαφορετικά από ρυθμίζουσα το διαχρονικό δίκαιο ειδική διάταξη. Ότι όταν αντιθέτως, υφίσταται ρητή μεταβατική διάταξη, όπως εν προκειμένω η διάταξη της παρ.3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αυτή υπερισχύει. Επιπλέον, ότι από τον σκοπό του νόμου και τη βούληση του νομοθέτη συνάγεται ότι κρίσιμος χρόνος για το εφαρμοστέο δίκαιο είναι ο χρόνος επίδοσης της πρώτης επιταγής, η οποία και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ σηματοδοτεί την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς να ενδιαφέρει αν ακολούθησε η επίδοση νέας επιταγής προς εκτέλεση, καθώς η πρώτη επιταγή είναι ισχυρή, ακόμη και μετά την παρέλευση έτους (άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ) χωρίς στο ενδιάμεσο να ακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης, καθώς αν δεν προσβληθεί με ανακοπή, η αρχική επιταγή διατηρεί την ισχύ της και σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια ενιαία αναγκαστική εκτέλεση, που αρχίζει από την επίδοση της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση και τελειώνει με τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό. Ζητεί, λοιπόν, ο εκκαλών και ως προς τους πρώτη και έκτο των εφεσίβλητων- καθ’ ων η ανακοπή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφασης, άλλως να μεταρρυθμιστεί προς όφελός του και να γίνει δεκτή η από 23.4.2019 και με αριθμό κατάθεσης ……./2019 ανακοπή του, με καταδίκη των αντιδίκων του στα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Επί των ισχυρισμών αυτών του εκκαλούντος που περιέχονται στην υπό κρίση έφεση λεκτέα τα εξής: Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης στον συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα κατάταξης, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την κάλυψη των απαιτήσεων όλων των αναγγελθέντων δανειστών, επί αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη δεν αφορούν, κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (Ολ ΑΠ 21/1994, ΑΠ 1056/2020, ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 1404/2007, ΑΠ 1340/2004). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου ένατου παρ.3 του ν. 4335/2015 «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 «Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κλπ», το οποίο φέρει τον τίτλο «Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις» ορίζεται στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τούς έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής- εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω σαφής βούληση του νομοθέτη αναφέρεται μόνο στο πιο πάνω συγκεκριμένο ζήτημα και δεν αναιρεί τα πιο πάνω γενικώς ισχύοντα για τα προνόμια, ενόψει της απόλυτης ειδικότητας της σχετικής ρύθμισης. Περαιτέρω, ως επιταγή νοείται εκείνη που επιστηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών κατ’ άρθρ.926 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1151/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 47/2022 στην efeteio-peir.gr, αντίθετη ως προς το γνήσιο ερμηνευτικό της διάταξης του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 αλλά σύμφωνη ως προς το ποια θεωρείται ως κρίσιμη επιταγή προς εκτέλεση για την εφαρμογή του άρθρου 1.9 του ν.4335/2015 η ΜονΕφΘεσσ 49/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα από την τελευταία αυτή διάταξη τίθεται ανώτατο όριο μετά την πάροδο του οποίου αποκλείεται η αναγκαστική εκτέλεση χωρίς την επίδοση νέας επιταγής. Δικαιολογητικός λόγος του περιορισμού αυτού είναι η από την απραξία του επισπεύδοντος δημιουργούμενη στον υπόχρεο εντύπωση για την εγκατάλειψη της συνέχειας της εκτέλεσης. Επομένως, η επίδοση της επιταγής που αποτελεί την πρώτη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, διατηρεί τις δικονομικές της συνέπειες για ένα έτος και άρα δεν είναι δυνατόν να γίνει πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης μετά την πάροδο του έτους, ενώ όταν μέσα στην προθεσμία αυτή (του έτους) πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης συνεχίζεται η περαιτέρω πορεία της εκτέλεσης και πέρα από το έτος, χωρίς την ανάγκη επίδοσης νέας επιταγής. Πράξη εκτέλεσης γενομένη μετά την πάροδο του έτους είναι άκυρη χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης κατ’ άρθρο 159 αρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1996/2014, 1842/2005, στην ΤΝΠ Νόμος), αφού η διατήρηση των συνεπειών της επιταγής και μετά την παρέλευση έτους αφορά στις ουσιαστικές της μόνο συνέπειες, οι οποίες, πράγματι, διατηρούνται και ανατρέπονται μόνο με την παραίτηση ή την ακύρωση της επιταγής, οπότε αυτή θεωρείται ως μη γενομένη (ΜονΕφΘρ 312/2021, Δ.Ε.Ε. 2022, σελ. 46). Αντίθετα, η άρση των δικονομικών της συνεπειών μετά την παρέλευση έτους, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί με βάση αυτή η εκτέλεση, προβλέπεται ευθέως στο νόμο (άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ) και δεν απαιτείται για την άρση των συνεπειών αυτών άσκηση ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της επιταγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ως κρίσιμο χρόνο για τη σειρά των προνομίων στον πίνακα κατάταξης, τον χρόνο σύνταξης αυτού και απέρριψε γι’ αυτόν τον λόγο την ανακοπή του εκκαλούντος κατά των πρώτης και έκτου καθ’ ων η ανακοπή- ήδη εφεσίβλητων ως μη νόμιμο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου. Περαιτέρω, ως προς την επάλληλη αιτιολογία της εκκαλούμενης με βάση την οποία ομοίως απορριπτέα τυγχάνει η ανακοπή ως μη νόμιμη, ακόμη στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη και την έκταση των προνομίων στον πίνακα κατάταξης είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής, καθώς και πάλι εφαρμοστέες θα τύγχαναν οι ίδιες ως άνω διατάξεις του ΚΠολΔ, ως ίσχυαν αντικατασταθείσες από τον ν. 4335/2015 για τη σειρά των προνομίων στον πίνακα κατάταξης, δεδομένου ότι η επιταγή, στην οποία στηρίχθηκε η κύρια εκτελεστική διαδικασία είναι αυτή που επιδόθηκε στον οφειλέτη- καθ’ου η εκτέλεση στις 19.4.2018, καθώς από την επίδοση της πρώτης επιταγής στις 2.7.2009 είχε περάσει έτος μέχρι την κατάσχεση που έγινε στις 18.5.2018, σημειώνεται ότι από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση δεύτερης επιταγής για να προχωρήσει η εκτελεστική διαδικασία, αλλά αναφέρεται ότι αυτή βασίσθηκε στην πρώτη επιταγή που επιδόθηκε στις 2.7.2009. Η επίδοση της αναφερόμενης στην εκκαλούμενη απόφαση δεύτερης επιταγής στις 19.4.2018, μόνο από τις αποδείξεις μπορεί να προκύψει, οπότε σε αυτή την περίπτωση η ανακοπή, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη για τους νομικούς λόγους που διέλαβε στην επάλληλη αιτιολογία της η προσβαλλόμενη απόφαση. Έσφαλε, λοιπόν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας με την επάλληλη αιτιολογία την ανακοπή ως μη νόμιμη. Συνακόλουθα, γενομένης δεκτής της εφέσεως στην ουσία της, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση αναφορικά με τους πρώτη και έκτο των εφεσίβλητων- καθ’ ων η ανακοπή και αφού κρατήσει το Δικαστήριο τούτο την από 23.4.2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) ανακοπή κατά των αμέσως παραπάνω καθ’ ων, τη δικάζει και την κρίνει νόμιμη, υπό την εκδοχή ότι η όλη εκτελεστική διαδικασία βασίσθηκε στην αρχική επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στον οφειλέτη στις 2.7.2009, χωρίς να επακολουθήσει η επίδοση άλλης επιταγής, λόγω παρέλευσης έτους από την επίδοση της πρώτης επιταγής και στηρίζεται η ανακοπή κατά τον προβαλλόμενο κατά τα ανωτέρω λόγο της στις διατάξεις που αναφέρονται πιο πάνω και σε αυτές των άρθρων 975 παρ.3, 976 και 977 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ ίσχυαν πριν τον ν. 4335/2015, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 61 παρ.1 εδ. β’ του Κ.Ε.Δ.Ε., που προστέθηκε με το άρθρο 33 του ν. 4141/2013. Ακολούθως δε ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, δεδομένου ότι τόσο η πρώτη καθ’ης η ανακοπή τράπεζα, όσο και το έκτο καθ’ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζουν ότι η κύρια εκτελεστική διαδικασία και ο πλειστηριασμός του ακινήτου του οφειλέτη βασίσθηκαν σε νεότερη επιταγή που η πρώτη καθ’ης επέδωσε στον τελευταίο στις 19.4.2018, καθώς την επίδοση της πρώτης επιταγής στις 2.7.2009 δεν ακολούθησε εντός έτους άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης κι έτσι η επιταγή αυτή απέβαλε την ισχύ της, οπότε κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης της δεύτερης επιταγής στις 19.4.2018, εφαρμοστέες ήταν οι διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015 και τις οποίες εφάρμοσε ορθά η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος. Από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. ………../2009 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ………., μετά της κάτωθι αυτού από 30.6.2009 επιταγής προς εκτέλεση, στις 2.7.2009 (βλ. την υπ’ αριθ. …/2.7.2009 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), από την επίδοση όμως της οποίας παρήλθε χρονικό διάστημα άνω του έτους χωρίς να ακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης, με αποτέλεσμα αυτή να αποδυναμωθεί κατ’ άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ και να επιδοθεί για να προχωρήσει η εκτέλεση, εκ νέου στις 19.4.2018, στον καθ’ου οφειλέτη, μέσω της ορισθείσας με το άρθρο 11 της από 26.2.2007 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου αντικλήτου του, ………….., ακριβές αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’ αριθ. …/2009 διαταγής πληρωμής, μετά της κάτωθι αυτού από 10.4.2018 επιταγής προς εκτέλεση (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../19.4.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά, με ηλεκτρονικά μέσα, στις 21.12.2018 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., ενεργούσας ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κατόπιν κατασχέσεώς του, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./18.5.2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………, η με ΚΑΕΚ ……….. οριζόντια ιδιοκτησία- κατάστημα του ισογείου μετά της ανηκούσης κατ’ αποκλειστική χρήση σε αυτό αποθήκης με τον αριθμό 1, επί της πολυκατοικίας στην οδό …………, στη Δημοτική Κοινότητα Νίκαιας, στον Δήμο Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Κατά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό, το πλειστηριασθέν ακίνητο κατακυρώθηκε στην επισπεύδουσα τράπεζα- πρώτης καθ’ης η ανακοπή αντί του ποσού των 62.000 ευρώ, συνταχθείσας της υπ’ αριθ. …./21.12.2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της ως άνω Συμβ/φου. Ακολούθως οι δανειστές του οφειλέτη ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, η οποία επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για να καλύψει όλες τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, προχώρησε στη σύνταξη του υπ’ αριθ. ………../2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο αφού προαφαίρεσε ως έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης το συνολικό ποσό των 5.250,33 ευρώ, το εναπομείναν προς διανομή πλειστηρίασμα ποσού 56.749,67 ευρώ, χώρισε ανά κατηγορία γενικών προνομιούχων δανειστών, ειδικών προνομιούχων δανειστών και εγχειρόγραφων δανειστών αντίστοιχα σε ποσοστά 25%, 65% και 10%, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975, 976 και 977, ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους (τα άρθρα 975 και 977 ΚΠολΔ) από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015. Μεταξύ των δανειστών που αναγγέλθηκαν ήταν και ο ανακόπτων “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)” δια του Διευθυντή του Β’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθήνας ως γενικός προνομιούχος δανειστής για το ποσό των 6.628,91 ευρώ, ο οποίος και ικανοποιήθηκε εν μέρει, οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα με το αναγγελθέν Ελληνικό Δημόσιο, έκτο καθ’ου, για το ποσό 2.125,27 ευρώ. Επίσης η πρώτη καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα και επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό κατετάγη ως πρώτη ενυπόθηκη δανείστρια στο 65% του πλειστηριάσματος και ικανοποιήθηκε εν μέρει ως προς την αναγγελθείσα απαίτησή της από την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, για το ποσό των 36.887,28 ευρώ και ακόμη κατετάγη στο υπόλοιπο 10% οριστικά και σύμμετρα με άλλους εγχειρόγραφους δανειστές για αναγγελθείσα απαίτησή της στο ποσό των 2.218,97 ευρώ, ακόμη δε τυχαία και σύμμετρα για άλλες αναγγελθείσες απαιτήσεις της στα ποσά των 807,99 ευρώ και 215,62 ευρώ. Η υπάλληλος του πλειστηριασμού νομίμως εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις ως αντικαταστάθηκαν από τον ν. 4335/2015, καθώς η επιταγή δυνάμει της οποίας προχώρησε η εκτελεστική διαδικασία και ο ως άνω πλειστηριασμός, ήταν η από 10.4.2018 επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε κατά τα ανωτέρω από την επισπεύδουσα τράπεζα στον καθ’ ου οφειλέτη, στις 19.4.2018, ήτοι μετά την 1.1.2016, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή των αμέσως ανωτέρω διατάξεων και όχι ο χρόνος της επίδοσης της πρώτης επιταγής προς πληρωμή στις 2.7.2009, η οποία είχε αποδυναμωθεί κατ’ άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ, αφού, όπως προεκτέθηκε, εντός έτους από την επίδοσή της δεν είχε ακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη και άρα δεν μπορούσε αυτή να στηρίξει την εκτελεστική διαδικασία. Ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση ανακοπής, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του και πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ανακοπή. Τα δικαστικά έξοδα της πρώτης καθ’ ης- πρώτης εφεσίβλητης και του έκτου καθ’ου- έκτου εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος-ανακόπτοντος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, όχι όμως μειωμένα έναντι της πρώτης εφεσίβλητης και ανεξαρτήτως αν το παραπάνω Ν.Π.Δ.Δ. απολαύει, βάσει διατάξεως νόμου, των απαλλαγών, ατελειών και προνομίων του Δημοσίου, αφού η νομική υπεράσπιση της ένδικης υπόθεσης του εκκαλούντος δεν διεξήχθη από αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. ΑΠ 144/2021, 1203/2019, 1073/2019, 366/2017 στην ΤΝΠ Νόμος), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ έναντι του έκτου εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, αυτά θα επιβληθούν μειωμένα, κατά το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, ομοίως κατά το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Χωρίζει την υπόθεση ως προς τους δεύτερη, τρίτη, τέταρτο και πέμπτη των εφεσίβλητων.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης ως προς τους ανωτέρω εφεσίβλητους.
Δικάζει την έφεση κατά της πρώτης και του έκτου των εφεσίβλητων αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση έναντι των αμέσως ανωτέρω εφεσίβλητων.
Εξαφανίζει την 612/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) ως προς αυτούς.
Κρατεί και δικάζει την από 23.4.2019 (με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) ανακοπή κατά των πρώτης και έκτου των καθ’ ων.
Απορρίπτει αυτή.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και του έκτου των εφεσίβλητων-καθ’ ων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος-ανακόπτοντος και ορίζει αυτά για την μεν πρώτη εφεσίβλητη- καθ’ης στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, για το δε έκτο εφεσίβλητο- καθ’ ου στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ [ήτοι για το Δημόσιο διακόσια πενήντα (250) ευρώ για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας].
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 19.4.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ