Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 259/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   259/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα …………………

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: α] ναυτικής εταιρίας …………. και β] ναυτικής …………….τις οποίες στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Στέφανος Λύρας με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./17.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3307/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, οι εναγόμενες εταιρίες με την από 18.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./18.11.2020 έφεση και ο ενάγων με την από 25.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../25.11.2020 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών – εφεσίβλητων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 18.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../18.11.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./27.7.2021 έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων [Α΄ έφεση] και β] από 25.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../25.11.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../10.12.2020 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β΄ έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 3307/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 13.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../17.12.2018 αγωγή του δεύτερου κατά των πρώτων, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε μέχρι την κατάθεσή τους είχε παρέλθει η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 30.10.2020, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ συμπληρώθηκε και διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ο ενάγων …………… ισχυρίστηκε ότι με δύο [2] διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στις 31.10.2016 και στις 28.9.2017 στον Πειραιά με την πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία, ναυλώτρια και εφοπλίστρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου AS, ολικής χωρητικότητας χιλίων διακοσίων τριάντα πέντε κόρων και πενήντα έξι εκατοστών (1.235,56 κ.ο.χ.) και του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκού πλοίου AJ, ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων κόρων και δεκαοκτώ εκατοστών (3.934,18 κ.ο.χ.), το οποίο κατά τη σύναψη της δεύτερης επίδικης σύμβασης είχε περιέλθει στην κυριότητα της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, ναυτολογήθηκε την πρώτη φορά στο πρώτο και τη δεύτερη στο δεύτερο από τα πλοία αυτά, με την ειδικότητα αρχικώς του ναύτη και από 20.4.2017 του ναύκληρου, αντί των προβλεπόμενων από την συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2016 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, για καθεμία ειδικότητα, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στα ίδια πλοία, που εκτελούσαν καθημερινώς ακτοπλοϊκά δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαέξι [16] ώρες κατά τις διαδοχικές ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 2.11.2017, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2017, τα οποία δικαιούται ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πρώτο από τα ως άνω πλοία κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 19.8.2017, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατά το ήμισυ εκάστου αγωγικού κονδυλίου, να του επιδικαστεί α] το χρηματικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (28.763,28 €), που του οφείλει η πρώτη εναγόμενη από την απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 19.8.2017 στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AS για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για μη καταβληθείσα αποζημίωση λόγω διανυκτερεύσεων που δεν του χορηγήθηκαν, για διαφορές επιδομάτων εορτών, ως και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής και β] το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (3.212,36 €), που του οφείλουν αμφότερες οι εναγόμενες, ενεχόμενες για την καταβολή του εις ολόκληρον, από την απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 28.9.2017 έως 2.11.2017 στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AJ για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για μη καταβληθείσα αποζημίωση λόγω διανυκτερεύσεων που δεν του χορηγήθηκαν και για διαφορές επιδομάτων εορτών, με το νόμιμο τόκο από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του συνολικώς καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, υποχρεώθηκε η μεν πρώτη εναγόμενη, που θεωρήθηκε πλοιοκτήτρια του πλοίου AS, στην καταβολή δεκαοκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (18.464,47 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος σ’ αυτό, ως υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, αμφότερες δε οι εναγόμενες, από τις οποίες η δεύτερη ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου της AJ, στην καταβολή χιλίων διακοσίων ενενήντα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (1.290,83 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος σ’ αυτό και ως υπόλοιπο επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων για το έτος 2017, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, στις 2.11.2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του τελευταίου ως άνω κονδυλίου, που ορίστηκε τοκοφόρο από 1ης.1.2018. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι διάδικες πλευρές και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η πρώτη εκκαλούσα της Α΄ έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση των με αριθμούς …………. και ……../30.10.2019 δύο [2] ενόρκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων των …………, υπεύθυνης πληρωμάτων της πρώτης εναγομένης και ……………, ναυτικού, απασχοληθέντος κατά τον επίδικο χρόνο με την ειδικότητα του ναύτη σε πλοίο άλλης ναυτιλιακής εταιρίας, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια των εναγομένων και του ενάγοντος αντίστοιχα και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του αντιδίκου εκάστου επισπεύσαντος, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ………/24.10.2019, …./24.10.2019 και ………/24.10.2019 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……… η πρώτη και ……… οι λοιπές, ως και της με αριθμό …../5.11.2019 ένορκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του ……….., ναυτικού, που απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη σε διαφορετικά πλοία της ίδιας πλοιοκτησίας σε αδιευκρίνιστο χρόνο, που ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων του λαβούσας χώρα κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και παραδεκτώς κατ’ άρθρο 591 § 1 στοιχ. στ΄ ΚΠολΔ προσκομίστηκε με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις του, αφού κατέτεινε στην αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγομένων, περί ανυπαρξίας αιτήματος του ενάγοντος για τη χορήγηση διανυκτερεύσεων εκτός πλοίου και περί μη απασχολήσεώς του κατά τις ημέρες ακινησίας των πλοίων, για τις οποίες θα γίνει λόγος πιο κάτω, οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας (όπως αποδεικνύεται από το από 27.7.2016 έγγραφο εθνικότητάς του, που εκδόθηκε από το Νηολόγο Πειραιώς και όχι εφοπλίστριας, όπως αυτός ισχυρίστηκε) του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου AS, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …… και αριθμό ΙΜΟ ….., ολικής χωρητικότητας χιλίων διακοσίων τριάντα πέντε κόρων και πενήντα έξι εκατοστών [1.235,56 κ.ο.χ.], υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …. και του ενάγοντος …….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, γεννηθέντος το έτος 1972 και κατόχου του με αριθμό …… ναυτικού φυλλαδίου της ΑΑ ναυτικής περιφέρειας, που εκδόθηκε το έτος 1996, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στις 31.10.2016 στο λιμένα της Νάξου των Κυκλάδων, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι την 19η.8.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Κερατσινίου Αττικής με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου, έχοντας ενδιαμέσως (στις 20.4.2017) προαχθεί σε ναύκληρο. Ακολούθως, στις 28.9.2017, σε εκτέλεση νέου προσυμφώνου ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ αυτού και της πρώτης των εναγομένων, δια των νομίμων εκπροσώπων της, ναυτολογήθηκε στο Λαύριο με την ειδικότητα του ναύκληρου στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκό πλοίο AJ, νηολογημένο στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …. και αριθμό ΙΜΟ …., ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων κόρων και δεκαοκτώ εκατοστών [3.934,18 κ.ο.χ.], υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ……, το οποίο ανήκε στην κυριότητα της δεύτερης από τις εναγόμενες ναυτικής εταιρίας και τελούσε υπό τον εφοπλισμό της πρώτης από αυτές. Στο πλοίο εκείνο ο ενάγων απασχολήθηκε μέχρι τις 2.11.2017, οπότε και αποναυτολογήθηκε στο λιμένα του Λαυρίου με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Οι επίμαχες συμβάσεις ναυτικής εργασίας καταρτίστηκαν ατύπως, όμως δεν αμφισβητείται, προκύπτει άλλωστε και από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, ότι για τον καθορισμό των όρων εργασίας και αμοιβής του έγινε παραπομπή στην εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως του ενάγοντος στα παραπάνω πλοία (1.1.2017 έως 2.11.2017, δεδομένου ότι δεν προβάλλονται αξιώσεις του γεννηθείσες προγενεστέρως) ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2016, που υπογράφηκε στις 16.6.2016, κυρώθηκε στις 23.8.2016 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2796) στις 5.9.2016 και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, όπως και οι διάδικοι δεν αμφισβητούν. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 §§ 9, 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δέκα λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,10 €}, το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (8,38 €) και σε δέκα ευρώ και πέντε λεπτά (10,05 €) αντίστοιχα, ενώ ο μισθός ενέργειας του ναύκληρου ορίστηκε σε χίλια διακόσια εξήντα δύο ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά (1.262,14 €), το επίδομα Κυριακών σε διακόσια εβδομήντα επτά ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (277,67 €), το ειδικό μηνιαίο επίδομα ναύκληρου σε είκοσι τρία ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (23,96 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια σαράντα έξι ευρώ {[(1.262,14 € + 277,67 € : 22) = 69,99 € + 19,21 € =] 89,20 € Χ 5 ημέρες = 446 €}, το δε ωρομίσθιο του ναύκληρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των επτά ευρώ και τριάντα λεπτών (7,30 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε εννέα ευρώ και δώδεκα λεπτά (9,12 €) και σε δέκα ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά (10,95 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του το έτος 2017 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.441,37 €), όσον αφορά την ειδικότητα του ναύτη και σε δύο χιλιάδες εξακόσια είκοσι ένα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτά (2.612,29 €), όσον αφορά την ειδικότητα του ναύκληρου. Πέραν των ελάχιστων αυτών νόμιμων αποδοχών, όπως οι εναγόμενες συνομολογούν, αποδεικνύεται άλλωστε και από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του ενάγοντος, η εργοδότρια του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, ύψους τετρακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και δέκα λεπτών (455,10 €), κατά το χρονικό διάστημα που τον απασχολούσε ως ναύτη και τετρακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και είκοσι λεπτών (496,20 €), κατά το χρονικό διάστημα που ο ενάγων είχε την ειδικότητα του ναύκληρου. Η αναγωγή των χρηματικών αυτών ποσών σε ώρες εργασίας, με βάση την απλή προσαύξηση του ωρομισθίου του ενάγοντος (25%), οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η σταθερή αυτή αμοιβή αντιστοιχούσε σε πενήντα πέντε [55] περίπου ώρες υπερωρίας ανά μήνα, δηλαδή σε σχεδόν δύο [2] ώρες ημερησίως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ναυτολόγιό τους, κατά τη χρονική περίοδο από 1.1.2017 έως και 19.8.2017 στο πλοίο AS απασχολούνταν ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος ένας [1] ναύκληρος, επτά [7] ναύτες, συμπεριλαμβανομένου του ενάγοντος, ο αριθμός των οποίων παρέμεινε απαράλλακτος ακόμα και μετά την προαγωγή αυτού σε ναύκληρο και ένας [1] ναυτόπαις, ενώ κατά τη χρονική περίοδο από 28.9.2017 έως και 2.11.2017 στο πλοίο AJυπηρετούσαν ένας [1] ναύκληρος (ο ενάγων), ένας [1] υποναύκληρος, οκτώ [8] ναύτες και ένας [1] ναυτόπαις. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών και των ναυκλήρων καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται, μεταξύ άλλων ότι «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες  εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, …, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, … και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου» (άρθρο 136 § 1) και ότι «Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία» (άρθρο 137 §§ 1 και 2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων,  πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 52 – 58 του αυτού νομοθετήματος ο ναύκληρος είναι ο υπόλογος για την υπηρεσία καταστρώματος και για το κατώτερο προσωπικό αυτού υπαξιωματικός του πλοίου και τελεί υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ύπαρχου και του υποπλοίαρχου, στους οποίους παρέχει βοήθεια για τη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος και για την εσωτερική και εξωτερική συντήρηση και καθαριότητα του πλοίου, ενώ παράλληλα κατανέμει κατά τις οδηγίες του υπάρχου σε καθένα ναύτη και ναυτόπαιδα τις ειδικές εργασίες που αυτοί οφείλουν να εκτελέσουν, όντας επιφορτισμένος και με την επίβλεψή τους. Επιπλέον, μεταξύ άλλων, ο ναύκληρος επιμελείται του ευπρεπισμού εν γένει του πλοίου μετά την παύση των εργασιών. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσεγγίσεως του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος, συμπεριλαμβανομένου του ναύκληρου, μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτων, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος κατά το έτος 2017, δηλαδή επί συνολικά διακόσιες εξήντα έξι [266] ημέρες, τα πλοία AS και AJ διενεργούσαν (τους ίδιους) πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες, ορισμένοι από τους οποίους επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, με αφετηρία τον λιμένα της Σύρου και προορισμούς διαφόρους νήσους των Κυκλάδων, την Ανάφη της Δωδεκανήσου και το Λαύριο στην Αττική, με επιστροφή στη Σύρο. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια των πλοίων είχαν ως εξής: Κάθε πρώτη και δεύτερη Δευτέρα εκάστου μηνός το δρομολόγιο εκκινούσε από τη Σύρο στις 07:00, με επιστροφή εκεί στις 22:20, αφού μεσολαβούσαν αποεπιβιβάσεις επιβατών διαδοχικά στη Μύκονο, στην Πάρο, στη Νάξο, στην Δονούσα, στην Αιγιάλη και τα Κατάπολα της Αμοργού, στο Κουφονήσι, στη Σχοινούσα, στην Ηρακλειά, στη Νάξο και στην Πάρο, όπου κατέπλεαν στις 08:05, στις 10:00, στις 11:25, στις 13:15, στις 14:35, στις 15:30, στις 16:40, στις 17:30, στις 18:00, στις 19:15 και στις 20:40 και από όπου αναχωρούσαν μετά από εικοσιπεντάλεπτη παραμονή σε όλους τους (ένδεκα [11] συνολικά) ενδιάμεσους λιμένες, εκτός από την Δονούσα, τη Σχοινούσα και την Ηρακλειά, όπου τα πλοία ελλιμενίζονταν επί τριάντα [30] είκοσι [20] και δέκα [10] λεπτά της ώρας αντίστοιχα, ενώ τις υπόλοιπες Δευτέρες εκάστου μηνός, μετά τον απόπλου από τη Σύρο στις 07:00 τα πλοία προσέγγιζαν διαδοχικά στη Μύκονο, στην Πάρο, στη Νάξο, στην Ηρακλειά, στη Σχοινούσα, στο Κουφονήσι, στα Κατάπολα, στην αιγιάλη, στη Δονούσα, στη Νάξο και στην Πάρο, όπου κατέπλεαν στις 08:05, στις 10:00, στις 11:25, στις 12:55, στις 13:40, στις 14:15, στις 15:15, στις 16:15, στις 17:25, στις 19:15 και στις 20:40 και από όπου αναχωρούσαν στις 08:30, στις 10:25, στις 11:50, στις 13:20, στις 13:55, στις 14:30, στις 15:45, στις 16:35, στις 17:50, στις 19:40 και στις 21:00 αντίστοιχα, για να επιστρέψουν στη Σύρο στις 22:20 της ιδίας ημέρας, όπου και διανυκτέρευαν. Το δρομολόγιο της Τρίτης εκκινούσε από τη Σύρο στις 07:00 και προέβλεπε κατάπλους στην Πάρο (άφιξη στις 08:20 και αναχώρηση στις 08:55), στη Νάξο (άφιξη στις 09:55 και αναχώρηση στις 10:20), στη Φολέγανδρο (άφιξη στις 12:25 και αναχώρηση στις 13:00), στη Σίκινο (άφιξη στις 13:35 και αναχώρηση στις 14:00), στην Ίο (άφιξη στις 14:25 και αναχώρηση στις 14:45), στη Θηρασιά (άφιξη στις 15:45 και αναχώρηση στις 16:05), στη Θήρα (άφιξη στις 16:25 και αναχώρηση στις 16:45) και στην Ανάφη (άφιξη στις 18:15) της Τρίτης, όπου και τα πλοία διανυκτέρευαν, για να αναχωρήσουν το πρωί της επομένης (Τετάρτης) στις 07:00 με προορισμό τη Σύρο, όπου κατέπλεαν στις 17:50 έχοντας πραγματοποιήσει το αντίστροφο δρομολόγιο περιορίζοντας όμως το χρόνο παραμονής στους (επτά [7] συνολικά) ενδιάμεσους λιμένες σε είκοσι πέντε [25] λεπτά της ώρας στη Θήρα και στη Φολέγανδρο, σε δεκαπέντε [15] λεπτά στη Θηρασιά και στη Σίκινο και σε είκοσι [20] λεπτά στην Πάρο και αυξήσει αυτόν σε τριάντα πέντε [35] λεπτά στη Νάξο. Το επόμενο δρομολόγιο εκκινούσε μετά από τριάντα [30] λεπτά της ώρας, στις 18:20 το απόγευμα της Τετάρτης από τη Σύρο με κατεύθυνση προς Κύθνο και Κέα, όπου τα πλοία αφικνούνταν στις 20:30 και στις 22:15 και προορισμό το Λαύριο, όπου κατέπλεαν στις 23:35, έχοντας παραμείνει στους (δύο [2]) ενδιάμεσους λιμένες τριάντα πέντε [35] και είκοσι πέντε [25] λεπτά της ώρας αντίστοιχα. Τα πλοία διανυκτέρευαν στο Λαύριο, από όπου αναχωρούσαν στις 07:00 της Πέμπτης για τη εκτέλεση του αντίστροφου δρομολογίου προς Κέα (άφιξη στις 07:50 και αναχώρηση στις 08:10), Κύθνο (άφιξη στις 09:20 και αναχώρηση στις 09:40) και Σύρο (άφιξη στις 11:50). Το επόμενο δρομολόγιο εκκινούσε αμέσως (στις 12:20) προς Άνδρο, Τήνο και Πάρο, όπου τα πλοία κατέπλεαν στις 14:00, στις 16:20 και στις 18:20 και αναχωρούσαν στις 14:25, στις 16:35 και στις 18:45 αντίστοιχα, για να καταπλεύσουν, εκτελώντας τον αντίστροφο πλου στον αφετήριο λιμένα στις 00:45 της Παρασκευής, έχοντας παραμείνει κατά το ταξίδι της επιστροφής επί είκοσι πέντε [25] λεπτά της ώρας σε καθέναν από τους δύο [2] ενδιάμεσους λιμένες. Το πρωί της Παρασκευής τα πλοία αναχωρούσαν από τη Σύρο στις 07:00 με τον ίδιο προορισμό (Πάρος), δια μέσου των αυτών ενδιάμεσων λιμένων (Άνδρος και Τήνος) και τους ίδιους περίπου, όπως και την προηγούμενη ημέρα, χρόνους παραμονής σε καθέναν τους. Κάθε Σάββατο τα πλοία εκτελούσαν απαράλλακτο το ταξίδι της Τρίτης προς Ανάφη, στην οποία κατέπλεαν στις 18:15 και από όπου, μετά διανυκτέρευσή τους, αναχωρούσαν το πρωί της Κυριακής στις 07:00 για τον πλου της επιστροφής στη Σύρο, όπου κατέφθαναν στις 17:50, έχοντας στο μεταξύ προσεγγίσει τους ίδιους λιμένες, όπως και κατά τον πλου του πρωινού εκάστης Τετάρτης. Να σημειωθεί εδώ ότι, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο γέφυράς του, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών το πλοίο AS δεν εκτέλεσε καθόλου ή δεν εκτέλεσε πλήρη τα προγραμματισμένα δρομολόγια της Πέμπτης 5.1.2017, από Λαύριο προς Σύρο, της Παρασκευής 6.1.2017, οπότε το πλοίο παρέμεινε ελλιμενισμένο στο Λαύριο, της Τρίτης 10.1.2017, στις 12:55 της οποίας επέστρεψε στη Σύρο, από όπου είχε αναχωρήσει, της Τετάρτης 11.1.2017, κατά την οποία παρέμεινε ελλιμενισμένο στη Σύρο, ενώ στις 26.5.2017 αναχώρησε από τη Σύρο στις 03:00 με προορισμό το λιμένα του Περάματος Αττικής, όπου παρέμεινε ακινητοποιημένο λόγω υποβολής του στην ετήσια επιθεώρηση μέχρι και την 1η.6.2017, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτελέστηκαν εργασίες επισκευής και συντήρησής του επί εννέα [9] ώρες ημερησίως (από 08:00 έως 17:00), στις οποίες μετείχε και ο ενάγων. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου AJ, δεν εκτελέστηκε το προγραμματισμένο δρομολόγιο αυτού από Σύρο προς Άνδρο, Τήνο, Πάρο με επιστροφή της Παρασκευής 29.9.2017 λόγω απαγόρευσης απόπλου, που επιβλήθηκε από την αρμόδια λιμενική Αρχή εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του με την ειδικότητα είτε του ναύτη είτε του ναύκληρου ήταν επιφορτισμένος με τα ίδια καθήκοντα και απασχολούταν με την πρόσδεση και την απόδεση των πλοίων στους λιμένες, με την φορτοεκφόρτωση των οχημάτων και, μετά την ολοκλήρωση των δρομολογίων τους, με εργασίες καθαριότητας του γκαράζ, των καταστρωμάτων και των εξωτερικών χώρων αμφοτέρων των πλοίων. Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε υπερωριακά κάθε ημέρα των ναυτολογήσεών του στα εν λόγω πλοίο και, συγκεκριμένα, επί εκατόν ογδόντα οκτώ [188] καθημερινές ημέρες, επί τριάντα επτά [37] Κυριακές, επί τριάντα έξι [36] Σάββατα και επί δέκα [10] αργίες, συνολικώς δε επί διακόσιες εβδομήντα μία [271] ημέρες. Στην πραγματικότητα η συνολική διάρκεια των δύο [2] ναυτολογήσεων του ενάγοντος (από 1.1.2017 έως 19.8.2017 και από 28.9.2017 έως 2.11.2017) δεν υπερέβη, όπως ειπώθηκε, τις διακόσιες εξήντα έξι [266] ημέρες. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, ο ισχυρισμός του είναι αβάσιμος τουλάχιστον όσον αφορά τις πέντε [5] ημέρες, μεταξύ των οποίων και η εορτή των Θεοφανίων [6.1.2017], κατά τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, τα πλοία δεν πραγματοποίησαν δρομολόγια, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, οι ημέρες κατά τις οποίες πρέπει να ερευνηθεί αν εργάστηκε υπερωριακά δεν υπερβαίνουν τις διακόσιες εξήντα μία [261]. Πάντως, ενόψει των αμοιβών που λάμβανε σε σταθερή βάση ο ενάγων πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η καθημερινή υπερωριακή απασχόλησή του και κρίσιμη αποβαίνει πλέον η διάρκειά της ημερησίως. Σχετικά με το ζήτημα αυτό ο ενάγων υποστηρίζει ότι η συνολική ημερήσια απασχόλησή του σε καθένα από τα ως άνω πλοία διαρκούσε δεκαέξι [16] ώρες, καθώς και ότι, όπως παραδεκτώς με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό διευκρίνισε (για το ότι δεν είναι αναγκαία η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο του είδους των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από τη μνεία της ειδικότητας και του βαθμού του ναυτικού που ενάγει για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, υποκειμένης, επομένως, της αγωγής του σε διόρθωση, συμπλήρωση και διευκρίνιση, βλ. ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.), αναλάμβανε εργασία μιάμιση ώρα πριν από κάθε απόπλου, κατά τη διάρκεια των δρομολογίων συμμετείχε σε εργασίες έχμασης (πρόσδεσης με ιμάντες στο κύτος του πλοίου των μεταφερομένων οχημάτων, προς αποφυγή ενδεχομένου μετατοπίσεώς τους κατά τη διάρκεια του πλου), ως και στις εργασίες αγκυροβολίας και απάρσεως σε κάθε λιμένα προσεγγίσεως, ενώ μετά το πέρας αυτών εργαζόταν επί ένα [1] ακόμη δίωρο για την ασφαλή εκφόρτωση των οχημάτων και τον καθαρισμό του γκαράζ και των καταστρωμάτων, απασχολούμενος για όσο μεν χρόνο είχε την ειδικότητα του ναύτη ως ημερεργάτης και όχι ως ναύτης βάρδιας, για δε το χρόνο που υπηρέτησε ως ναύκληρος καθ’ όλες τις πλεύσιμες ώρες του πλοίου και επί τρεισήμισι [3,5] ώρες πριν την έναρξη και μετά το πέρας κάθε πλου. Οι εναγόμενες, αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου τους δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, αφού εκτελούσε τα (αναγόμενα στη δέση και απόδεση εκάστου πλοίου και στην φορτοεκφόρτωση των οχημάτων) καθήκοντά του στα πλαίσια δύο [2] τετράωρων φυλακών (σε δύο [2] βάρδιες) και μόνον κατ’ εξαίρεση απασχολούταν υπερωριακά, συγκεκριμένα δε σε περίπτωση μεγάλου αριθμού επιβατών και μεταφερόμενων οχημάτων, καθώς και ότι για την πραγματική υπερωριακή απασχόλησή του, τη διάρκεια της οποίας πάντως δεν προσδιορίζουν, έχει εξοφληθεί με την καταβολή των χρηματικών ποσών που λάμβανε κάθε μήνα σε αντάλλαγμα της παροχής της εργασίας του πέραν των χρονικών ορίων της ως άνω ΣΣΝΕ. Οι ισχυρισμοί εκάστης διάδικης πλευράς επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθεμία τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα αλληλοαναιρούμενοι να μην παρέχουν βάση ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών οι υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντες ουδέποτε συνυπηρέτησαν μαζί του και καταθέτουν μόνο όσα ο ίδιος τους γνωστοποίησε, ενώ κάνουν λόγο για συμμετοχή του σε εργασίες καθαρισμού εκάστου πλοίου, χρωματισμού και αποσκοριώσεως των ελασμάτων του ακόμα και κατά τη διάρκεια των πλόων του, μολονότι κατά τον ως άνω Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας οι εργασίες αυτές δεν επιτρέπονται εν πλω, η δε υπέρ των εναγομένων καταθέτουσα μισθοδοτείται από την πρώτη από αυτές και η μαρτυρία της, περί απασχολήσεως του ενάγοντος στο «λύσιμο και δέσιμο» των πλοίων μόνον κατά τη διάρκεια καθεμίας βάρδιας του και όχι σε κάθε λιμένα προσεγγίσεώς τους, προσκρούει στις προβλέψεις του νόμου, που σαφώς ορίζει ότι κατά τον κατάπλου, την αγκυροβολία, την άπαρση και τον απόπλου συμμετέχει όλο το προσωπικό καταστρώματος. Για το λόγο αυτό και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη α) τις συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα στα εν λόγω πλοία, τα οποία ήταν δρομολογημένα στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες διαδοχικές και συνεχείς προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, β) το γεγονός της σταθερής καταβολής στον ενάγοντα μηνιαίου χρηματικού ποσού για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής του, γ) τις ειδικότητες του ενάγοντος και εντεύθεν τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, δ) το χρόνο της καθημερινής απασχόλησής του κατά τη διάρκεια εκτελέσεως των εργασιών συντήρησης και επισκευής του πλοίου AS και ε) τον αριθμό των μελών του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος σε καθένα από τα παραπάνω πλοία, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας εκάστου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων καθεμίας ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Ενόψει των ανωτέρω ο αγωγικός ισχυρισμός περί δεκαεξάωρης καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Β΄ έφεσης, δεν κρίνεται πειστικός για το πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών της σε ημερήσια βάση απασχόλησής του μέρος του. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο πρώτος λόγος της Α΄ έφεσης των εναγομένων, κατά το μέρος του με το οποίο αυτές επαναλαμβάνουν τους και πρωτοδίκως προβληθέντες αμυντικούς ισχυρισμούς τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του απασχολήθηκε υπερωριακά επί τέσσερις [4] ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, ορθώς το αποδεικτικό υλικό εκτίμησε. Αποδεικτικό σφάλμα της εκκαλουμένης, κατά παραδοχή ως βάσιμου του αμέσως ανωτέρω αναφερόμενου λόγου έφεσης κατά το συναφές σκέλος του, εντοπίζεται μόνον στις παραδοχές της περί υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος επί διακόσιες εξήντα πέντε [265] συνολικά ημέρες και, συγκεκριμένα, επί εκατόν ογδόντα δύο [182] καθημερινές ημέρες, επί τριάντα επτά [37] Κυριακές, επί τριάντα έξι [36] Σάββατα και επί δέκα [10] αργίες, που δεν αληθεύουν. Αντιθέτως, με βάση όσα προαναφέρθηκαν ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του: Α] Για τις εβδομήντα μία [71] καθημερινές ημέρες και τις δεκαπέντε [15] Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 19.4.2017, δηλαδή για συνολικά ογδόντα έξι [71 + 15 = 86] ημέρες που απασχολήθηκε υπερωριακά με την ειδικότητα του ναύτη στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AS και για τις, αντίστοιχες, τριακόσιες σαράντα τέσσερις [86 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 344] ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών [344 ώρες Χ 8,38 € το ωρομίσθιο = 2.882,72 €] και για τα δεκατέσσερα [14] Σάββατα και τις πέντε [5] αργίες (συγκεκριμένα δε την 1η του έτους 2017, την Καθαρή Δευτέρα 27.2.2017, την 25η Μαρτίου 2017, τη Μεγάλη Παρασκευή και τη Δευτέρα του Πάσχα 2017), δηλαδή για τις δεκαεννέα (14 + 5 = 19) συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος και για τις συνολικά διακόσιες ογδόντα οκτώ (19 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 288) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων διακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (288 ώρες Χ 10,05 € το ωρομίσθιο = 2.291,40 €). Έναντι του ποσού που δικαιούται για την αιτία αυτή ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγομένη, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ίδιος, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτών (1.668,70 €), με αποτέλεσμα για την ίδια αιτία να εξακολουθεί οφειλόμενο το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων πέντε ευρώ και σαράντα δύο λεπτών [(2.882,72 € + 2.291,40 € =) 5.174,12 € – 1.668,70 € = 3.505,42 €], Β] για τις ογδόντα τρεις [83] καθημερινές ημέρες και τις δεκαεπτά [17] Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 20.4.2017 έως 19.8.2017, δηλαδή για συνολικά εκατό [83 + 17 = 100] ημέρες που απασχολήθηκε υπερωριακά με την ειδικότητα του ναύκληρου στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AS και για τις, αντίστοιχες, τετρακόσιες [100 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 400] ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων εξακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ [400 ώρες Χ 9,12 € το ωρομίσθιο = 3.648 €] και για τα δεκαοκτώ [18] Σάββατα και τις τρεις [3] αργίες (συγκεκριμένα δε την 1η Μαΐου 2017, την ημέρα της Αναλήψεως 25.5.2017 και την 15η.8.2017), δηλαδή για τις είκοσι μία [18 + 3 = 21] συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος και για τις συνολικά διακόσιες πενήντα δύο (21 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 252) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (252 ώρες Χ 10,95 € το ωρομίσθιο = 2.759,40 €). Έναντι του ποσού που δικαιούται για την αιτία αυτή ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγομένη, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ίδιος, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, το συνολικό χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν πενήντα ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (2.150,66 €), με αποτέλεσμα για την ίδια αιτία να εξακολουθεί οφειλόμενο το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών [(3.648 € + 2.759,40 € =) 6.407,40 € – 2.150,66 € = 4.256,74 €] και Γ] για τις είκοσι τέσσερις [24] καθημερινές ημέρες και τις πέντε [5] Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 28.9.2017 έως 2.11.2017, δηλαδή για συνολικά είκοσι εννέα [24 + 5 = 29] ημέρες που απασχολήθηκε υπερωριακά με την ειδικότητα του ναύκληρου στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AJ και για τις, αντίστοιχες, εκατόν δεκαέξι [29 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 116] ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των χιλίων πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών [166 ώρες Χ 9,12 € το ωρομίσθιο = 1.057,92 €] και για τα τέσσερα [4] Σάββατα και τη μοναδική αργία (συγκεκριμένα δε την 28η.10.2017), δηλαδή για τις πέντε (4 + 1 = 5) συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος και για τις συνολικά εξήντα (5 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 60) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των εξακοσίων πενήντα επτά ευρώ (60 ώρες Χ 10,95 € το ωρομίσθιο = 657 €). Έναντι του ποσού που δικαιούται για την αιτία αυτή ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγομένη, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ίδιος, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, το συνολικό χρηματικό ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα λεπτών (578,90 €), με αποτέλεσμα για την ίδια αιτία να εξακολουθεί οφειλόμενο το χρηματικό ποσό των χιλίων εκατόν τριάντα έξι ευρώ και δύο λεπτών [(1.057,92 € + 657 € =) 1.714,92 € – 578,90 € = 1.136,02 €]. Συνολικώς δε ως διαφορά της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής της εργασίας του ο ενάγων δικαιούται το χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (3.505,42 € + 4.256,74 € + 1.136,02 € = 8.898,18 €).

IV. Εξάλλου, από τις ναυτολογήσεις του στα παραπάνω πλοία, που δεν διήρκεσαν ολόκληρο το έτος 2017, ο ενάγων δικαιούται αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, η οποία θα προσδιοριστεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981) και κατά τις οποίες για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στις οποίες περιλαμβάνεται και το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273). Με βάση τις διατάξεις αυτές η αναλογία των επιδομάτων που δικαιούται ο ενάγων θα υπολογιστεί με βάση το άθροισμα των ελάχιστων νόμιμων μηνιαίων αποδοχών εκάστης ειδικότητάς του και του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής που δικαιούτο. Οι νόμιμες αποδοχές του θα προσαυξηθούν με το ποσό των πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €), το οποίο η πρώτη εναγόμενη του κατέβαλε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 της ως άνω ΣΣΝΕ ως επίδομα ιματισμού του, σε χρήμα τακτικώς κάθε μήνα, όπως αποδεικνύεται από τις μισθοδοτικές του αποδείξεις, εξ ων συνάγεται ότι δεν του παρείχε σε είδος τον απαιτούμενο ρουχισμό καλύπτοντας εξ ιδίας δαπάνης το κόστος της προμήθειάς του (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειΝ 2012/354), με αποτέλεσμα το επίδομα αυτό να συνιστά εν προκειμένω συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, απορριπτομένου, συνεπώς, ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων, που προβάλλεται στα πλαίσια του τρίτου λόγου της Α΄ έφεσής τους. Συνεπώς, οι νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα επτά ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (2.497,87 €) για την ειδικότητα του ναύτη και σε δύο χιλιάδες εξακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτά (2.668,79 €) για την ειδικότητα του ναύκληρου. Σημειώνεται ότι στον προσδιορισμό τους δεν αθροίζεται το επίδομα άγονων γραμμών ούτε η πρόσθετη αμοιβή για την έχμαση των οχημάτων των άρθρων 7 και 30 της ως άνω ΣΣΝΕ, επειδή το σχετικό αγωγικό αίτημα απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς οι απορριπτικές αυτές κρίσεις του να πλήττονται με ειδικό λόγο έφεσης εκ μέρους του ενάγοντος. Κατά συνέπεια, ο ενάγων δικαιούται: Α] για τη χρονική περίοδο της ναυτολογήσεώς του ως ναύτη στο πλοίο AS (1.1.2017 έως 19.4.2017) και ως αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των χιλίων επτακοσίων ογδόντα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών [(2.497,87 € οι νόμιμες αποδοχές + 1.424,07 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του {5.174,12 € ÷ 109 ημέρες ναυτολογήσεως Χ 30 ημέρες =} 3.921,93 € ÷ 2 = 1.960,96 € ÷ 15 = 130,73 € Χ 13,62 οκταήμερα (109 ημέρες ÷ 8) = 1.780,55 €], έναντι του οποίου η πρώτη εναγόμενη, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, του έχει καταβάλει χίλια εκατόν εβδομήντα τρία ευρώ και τριάντα τέσσερα λεπτά (1.173,34 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εξακοσίων επτά ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (1780,55 € – 1.173,34 € = 607,21 €), Β] για τη χρονική περίοδο της ναυτολογήσεώς του ως ναύκληρου στο ίδιο πλοίο 1) ως αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών [(2.668,79 € οι νόμιμες αποδοχές + 576,60 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του {6.407,40 € ÷ 122 ημέρες ναυτολογήσεως Χ 30 ημέρες} 4.244,38 € ÷ 2 = 2.122,19 € ÷ 15 = 141,47 € Χ 1,25 οκταήμερα (10 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 8) = 176,84 €] και 2) ως αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσό των χιλίων εννιακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών [(2.668,79 € οι νόμιμες αποδοχές + 1.576,60 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του {6.407,40 € ÷ 122 ημέρες ναυτολογήσεως Χ 30 ημέρες} = 4.244,38 € Χ /25 = 339,55 Χ 5,89 δεκαεννεαήμερα (112 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 1.982,97 €] και συνολικά το ποσόν των δύο χιλιάδων εκατόν πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (176,84 € + 1.982,97 € = 2.159,81 €), έναντι του οποίου η πρώτη εναγόμενη, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, του έχει καταβάλει χίλια τριακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και ογδόντα τρία λεπτά (1.371,83 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των επτακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (2.159,81 € – 1.371,83 € = 787,98 €) και Γ] για τη χρονική περίοδο της ναυτολογήσεώς του ως ναύκληρου στο πλοίο AJ (28.9.2017 έως 2.11.2017) και ως αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων εννέα ευρώ και είκοσι δύο λεπτών [(2.668,79 € οι νόμιμες αποδοχές + 1.470 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του {1.714,92 €/35 ημέρες ναυτολόγησης Χ 30 ημέρες} = 4.138,79 € Χ 2/25 = 331,10 € Χ 1,84 δεκαεννεαήμερα (35 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 609,22 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, του έχει καταβάλει τριακόσια σαράντα εννέα ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (349,71 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (609,22 € – 349,71 € = 259,51 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των χιλίων εξακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα λεπτών (607,21 € + 787,98 € + 259,51 € = 1.654,70 €). Επομένως, η εκκαλουμένη που για την αιτία αυτή επιδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (634,30 € + 799,18 € + 118,33 € = 1.551,81 €) έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της ένδικης Β΄ έφεσης, απορριπτομένου παραλλήλως του τρίτου λόγου της Α΄ έφεσης.

V. Περαιτέρω, στις διατάξεις των §§ 1 έως και 7 του υπό τον τίτλο «Δρομολόγια εξπρές» άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη [6] ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (§ 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην ΠΝΟ, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (§ 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίον αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη [6] ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§ 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§ 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (§ 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (§ 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ’ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο β (§ 7)». Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, υποχρέωση εκείνου που εκμεταλλεύεται ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) να καταβάλλει πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα όταν με το πλοίο εκτελούνται τακτικά ή έκτακτα δρομολόγια εξπρές. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή αποτελεί το αντάλλαγμα της αυξημένης καταπόνησης των ναυτικών που προκαλείται επειδή μεταξύ των δρομολογίων αυτών δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς τους συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου. Κατά την έννοια του άρθρου 33 δρομολόγιο είναι το κυκλικό ταξίδι του πλοίου που μεταφέρει επιβάτες ή/και εμπορεύματα προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή σειράς διαδοχικών λιμένων ή σημείων προσεγγίσεως (ΕφΠατρ. 125/2008, ΕπισκΕΔ 2008/550, πρβλ ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο αρχίζει με τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι προορισμού και περατώνεται με τον κατάπλου στον αφετήριο λιμένα (ΤριμΕφΠειρ. 379/2013, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του δρομολογίου και του αφετήριου λιμένα ταυτίζεται προς εκείνη που αποδίδει ο νομοθετικός ορισμός τους στο άρθρο 1 (στοιχ. στ και ζ) του ΠΔ 814/1974 «Περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως» (ΦΕΚ Α 359/3.12.1974), στο οποίο το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτησιν δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείον εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεσιν του δρομολογίου του» (ΕφΠειρ. 34/2008, ΕΝαυτΔ 2008/290). Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη ώρα ημερησίως, έστω και αν η ώρα δεν είναι κάθε ημέρα η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη και χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΜονΕφΠειρ. 260/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού και στην περίπτωση αυτή δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του δρομολογίου ως τακτικού. Υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου σε λιμάνι σαφώς ορίζεται ότι ανακύπτει μία και μόνη φορά σε κάθε κυκλικό δρομολόγιο (ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι πριν από κάθε απόπλου του, αφού δεν προβλέπεται χρόνος αναπαύσεως και στην αφετηρία και στον προορισμό. Το λιμάνι στο οποίο θα παραμείνει αγκυροβολημένο το πλοίο για έξι [6] τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου του σ’ αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη το αφετήριο, όπως καταρχήν προδιαθέτει η διάταξη της § 1, αφού τούτο μπορεί να συμβεί και στο λιμάνι του προορισμού, σύμφωνα με τη σαφή πρόβλεψη της § 3, που δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση (ΜονΕφΠειρ. 211/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενόψει του ότι και τότε ο νομοθετικός σκοπός πληρούται. Στην περίπτωση αυτή, δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή θεωρείται εκείνο κατά την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του σ’ αυτό (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561). Το ότι η προβλεπόμενη πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται μόνον όταν το πλοίο δεν παρέμεινε σε κανέναν από τους δύο [2] λιμένες (αφετηρίας ή προορισμού) επί έξι [6] ώρες σε κάθε ταξίδι προκύπτει και από τον τρόπο υπολογισμού της, όπως αυτός διαγράφεται στην § 7, όπου τίθεται ως βάση η πλήρης διάρκεια του δρομολογίου, δηλαδή το χρονικό διάστημα από τον απόπλου του από την αφετηρία μέχρι την επιστροφή του σ’ αυτήν. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμένει επί εξάωρο σε καθέναν από τους λιμένες αφετηρίας και προορισμού και, επομένως, να μην ταξιδεύει επί συνολικά δώδεκα [12] ώρες κάθε ημέρα, δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α της § 7 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, αφού κανένα ημερήσιο κυκλικό δρομολόγιο δε θα μπορούσε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών (ΤριμΕφΠειρ. 359/2013, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 85/2015, ΜονΕφΠειρ. 192/2015, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 545/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Όταν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις οι ναυτικοί που απασχολούνται στο πλοίο που εκτελεί δρομολόγια εξπρές δικαιούνται πρόσθετη αμοιβή, που ισούται προς το γινόμενο που αποδίδει ο πολλαπλασιασμός του πηλίκου του αθροίσματος των ωρών των προώρων αναχωρήσεων του πλοίου μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμητικού συντελεστή 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών τους, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Κατά την § 3 η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα δρομολόγια που εκτελούνται από ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο που δεν έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από την αφετηρία του (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996) τουλάχιστον πέντε [5] κάθε εβδομάδα. Βέβαια, κατ’ αυτά τα μέχρι πέντε [5] δρομολόγια ανά εβδομάδα το πλοίο πρέπει να εκτελεί το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, να πραγματοποιεί δηλαδή αλληλοδιάδοχους πλόες μεταξύ των ιδίων λιμένων αφετηρίας και προορισμού, προκειμένου να μην παραλλάσσει και η πλήρης διάρκεια εκάστου ταξιδιού, αφού η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια αυτά ρητώς συναρτάται με το χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση του κυκλικού δρομολογίου, χωρίς να παρέχεται νόμιμη δυνατότητα συνυπολογισμού περισσοτέρων δρομολογίων διαφορετικού κύκλου και χρονικής διάρκειας ανά εβδομάδα, δεδομένου ότι για την εξαγωγή του γινομένου του αριθμού των δρομολογίων εξπρές επί του ποσοστού των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού, κατά την έννοια των §§ 4 και 7 του άρθρου 33, ένας [1] μόνον πολλαπλασιασμός πραγματοποιείται. Αντιθέτως, κατά τη διάταξη της § 5 του ιδίου άρθρου, που είναι ειδική σε σχέση προς εκείνη της § 4 (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, ΕφΠειρ. 740/2005, ΕΝαυτΔ 2005/341), αν το πλοίο πραγματοποιεί περισσότερες τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (6 ή 7 ανά εβδομάδα), στον πλοίαρχο και το πλήρωμα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για καθένα εκ των πέραν των πέντε (5) δρομολόγιο, υπολογιζόμενη με βάση τη διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού, χωρίς για τον προσδιορισμό της να χρησιμοποιείται αριθμητικός συντελεστής και χωρίς να ενδιαφέρει το άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κάθε εβδομάδα, αφού κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η πρόσθετη αμοιβή οφείλεται όχι για όλα τα εβδομαδιαία τακτικά δρομολόγια αλλά μόνο για καθένα των έκτου και, ενδεχομένως, εβδόμου κάθε εβδομάδας και καταβάλλεται ανεξαρτήτως αν αυτά εκτελέστηκαν πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας (ΜονΕφΠειρ. 630/2014, ο.π.). Έτσι, αν εκτελούνται έξι [6] τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα οι ναυτικοί λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή τους το 1/30 των ως άνω αποδοχών τους (δηλαδή ένα [1] επιπλέον ημερομίσθιο την εβδομάδα) και, αν εκτελούν επτά [7] τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν, βέβαια, τα δρομολόγια που εκτελούνται είναι πέντε [5] ή λιγότερα, ο υπολογισμός της πρόσθετης αμοιβής γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης της § 4 του άρθρου 33 (ΜονΕφΠειρ. 534/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή ως δρομολόγια εξπρές νοούνται μόνον εκείνα που εκτελούνται υπό συνθήκες που δεν εξασφαλίζουν εξάωρη παραμονή του πλοίου σε λιμένα. Τέλος, κατά την § 6, πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται κατ’ εξαίρεση (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97) και στους απασχολούμενους σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που ενεργούν ημερινούς πλόες (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή σε πλοία τοπικών γραμμών, εφόσον επεκτείνουν τους πλόες τους και κατά τις νυκτερινές ώρες (ΤριμΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΜονΕφΠειρ. 131/2016, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 285/2015, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΜονΕφΠειρ. 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, προκειμένου α] περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου σ’ αυτόν, η πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται με βάση ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, κυμαινόμενο ανάλογα με την υπερδωδεκάωρη ή την από έξι [6] έως δώδεκα [12] ώρες ή την έως έξι [6] ώρες διάρκεια εκάστου κυκλικού πλου, το οποίο πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως με τον αριθμητικό συντελεστή 8, τον οποίο προβλέπει η ΣΣΝΕ, το οποίο (πηλίκο) παριστά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές σε εβδομαδιαία βάση, ενώ β] επί πλοίου με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, η ίδια αμοιβή υπολογίζεται με βάση τον εξαρχής δεδομένο αριθμό των προσθέτως αμειβόμενων δρομολογίων σε εβδομαδιαία περίοδο (1 ή 2), που πολλαπλασιάζεται προς το ανάλογο με τη διάρκεια του ημερήσιου ταξιδιού ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού και γ] το ίδιο συμβαίνει και στις εξαιρετικές περιπτώσεις των νυκτερινών δρομολογίων, ο αριθμός των οποίων σε εβδομαδιαία βάση είναι ομοίως εξαρχής δεδομένος (1 ή 2) και δεν εξάγεται με αριθμητικούς υπολογισμούς επί τη βάσει μεταβλητών ποσοτήτων. Από όσα προαναφέρθηκαν καθίσταται φανερό ότι στη γένεση της αξίωσης στην πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συντελούν περισσότερα βιοτικά συμβάντα, ανόμοια κατά το ποιόν τους, γεγονός που επιδρά στη θεμελίωσή της όταν η ικανοποίησή της επιδιώκεται δικαστικά. Πράγματι, από το άρθρο 33, που θεσπίζει περισσότερους κανόνες δικαίου με διαφορετικό πραγματικό ο καθένας, απορρέουν τρεις [3] βάσεις αγωγής, που διαφοροποιούνται ως προς τα δικαιοπαραγωγικά τους γεγονότα και η υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών στην προσήκουσα διάταξη νόμου γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Αν, όμως, ο ενάγων δια της ρητής επικλήσεως συγκεκριμένης νομικής βάσης εκφράσει με το αγωγικό δικόγραφο τη βούλησή του να θεμελιώσει την αξίωσή του μόνο σ’ αυτήν, το δικαστήριο δε δικαιούται σε άλλη υπαγωγή, αφού αυτό θα προσέβαλε τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως (ΜονΕφΠειρ. 243/2019, αδημ., ΕφΠειρ. 345/2002, ΕΝαυτΔ 2002/6 = ΠειρΝομ 2002/199, ΕφΠειρ. 1015/2000, ΔΕΕ 2001/637, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 16, σελ. 302 επομ., Στ. Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2003, σελ. 9, πρβλ Σπ. Τσαντίνη, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία, 2016, § 5, σελ. 218).

Εν προκειμένω, ο ενάγων αξίωσε την καταβολή τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (3.860,83 €) συνολικά ως πρόσθετη αμοιβή του κατά το άρθρο 33 της ως άνω ΣΣΝΕ και προς θεμελίωση της απαιτήσεώς του αυτής υποστήριξε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως και 19.8.2017 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AS εκτελούσε σε εβδομαδιαία βάση πέντε [5] κυκλικά δρομολόγια με αφετηρία το λιμένα της Σύρου και ότι για το δρομολόγιο της Τετάρτης αναχωρούσε από εκεί στις 18:20, έχοντας ολοκληρώσει το προηγούμενο δρομολόγιό του στις 17:50 της ιδίας ημέρας. Ακολούθως, προσδιόρισε τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως σε πεντέμισι [5,5] και υπολόγισε τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, για τα οποία επικαλέστηκε ότι δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, διαιρώντας αυτές με τον αριθμητικό συντελεστή [8] της § 4 του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ. Με αυτές τις αναφορές η αξίωσή του επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στο πραγματικό περιστατικό της εκτέλεσης ενός [1] δρομολογίου ανά εβδομάδα πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας. Όμως, από τον πίνακα των δρομολογίων του, που επισυνάφθηκε στο αγωγικό δικόγραφο, προέκυπτε ότι το εν λόγω πλοίο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα πραγματοποιούσε έξι [6] δρομολόγια ανά εβδομάδα με αφετηρία τη Σύρο και, συγκεκριμένα, το πρώτο εκάστη Δευτέρα στις 07:00 με προορισμό νήσους των Κυκλάδων και επιστροφή στη Σύρο στις 22:20, το δεύτερο κάθε Τρίτη με προορισμό την Ανάφη, όπου διανυκτέρευε και επιστροφή στη Σύρο στις 17:50 της Τετάρτης, το επόμενο (τρίτο) την ίδια ημέρα με αναχώρηση στις 18:20 και προορισμό το Λαύριο, όπου διανυκτέρευε και επιστροφή στη Σύρο στις 11:50 της Πέμπτης, το τέταρτο την ίδια ημέρα Πέμπτη, με αναχώρηση στις 12:20, προορισμό νήσους των Κυκλάδων και επιστροφή στην αφετηρία στις 00:45 της επομένης (Παρασκευή), το πέμπτο στις 07:00 το πρωί της Παρασκευής με προορισμό τις ίδιες νήσους των Κυκλάδων και επιστροφή στην αφετηρία αυθημερόν στις 19:50 και το έκτο κάθε Σάββατο στις 07:00 με προορισμό την Ανάφη, όπου διανυκτέρευε και επιστροφή στη Σύρο στις 17:50 το απόγευμα της Κυριακής. Επομένως, υπό τα εκτιθέμενα, δεν υπήρχε έδαφος εφαρμογής της § 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, που προϋποθέτει μέχρι πέντε [5] τακτικές αναχωρήσεις του πλοίου από την αφετηρία του σε εβδομαδιαία βάση και η αγωγή δεν ήταν νόμιμη. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, πρώτον, στα από αυτόν αναφερόμενα πέντε [5] δρομολόγια ο ενάγων συνυπολόγισε περισσότερους κυκλικούς πλόες με αφετηρία μεν όλων τη Σύρο αλλά προς διαφορετικούς λιμένες προορισμού (Κυκλάδες, Ανάφη και Λαύριο) και διαφορετική κάθε φορά πλήρη διάρκεια του ταξιδιού και, δεύτερον, το προσδιοριζόμενο από τον ίδιο ως εξπρές δρομολόγιο δεν ήταν πράγματι τέτοιο κατά την έννοια της ΣΣΝΕ, αφού ναι μεν το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AS αναχωρούσε κάθε Τετάρτη από τη Σύρο τριάντα [30] μόλις λεπτά μετά από την ολοκλήρωση του προηγούμενου δρομολογίου του, όμως, παρέμενε στο λιμένα προορισμού του (Λαύριο) για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι [6] ωρών, αφού κατέπλεε εκεί στις 23:35 της Τετάρτης και αναχωρούσε στις 07:00 το πρωί της Πέμπτης, με αποτέλεσμα οι νόμιμες ώρες ανάπαυσης των μελών του πληρώματος να συμπληρώνονται στο Λαύριο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και  διαπίστωσε ότι το πλοίο εκτελούσε έξι [6] δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση, γεγονός που απέκλειε την εφαρμογή της § 4 του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ, εντούτοις δεν απέρριψε την αγωγή, κατά το συγκεκριμένο αίτημά της, ως νομικά αβάσιμη. Αντιθέτως, με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα εννέα χιλιάδες σαράντα επτά ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (9.047,67 €) συνολικά για την αιτία αυτή (ποσό υπερδιπλάσιο του αιτηθέντος), κρίνοντας ότι αυτός είχε δικαίωμα πρόσθετης αμοιβής κατ’ εφαρμογήν της § 5 του άρθρου 33 της ιδίας ΣΣΝΕ και μάλιστα θεωρώντας ως εξπρές όχι το [έκτο] δρομολόγιο του Σαββάτου προς Ανάφη με επιστροφή την Κυριακή, αλλά το τρίτο και το τέταρτο από τα προαναφερθέντα (της Τετάρτης και της Πέμπτης), ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος που μεσολαβούσε από έκαστο προηγούμενο κατάπλου στη Σύρο, επειδή κατά τα δρομολόγια αυτά το πλοίο AS επέκτεινε τους πλόες του και κατά τις νυκτερινές ώρες. Έτσι που έκρινε όμως έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, αφού για τους λόγους που προαναφέρθηκαν δεν είχε δυνατότητα λήψεως αυτεπαγγέλτως υπόψη άλλης νομικής αιτίας από αυτήν στην οποία ο ενάγων επιχείρησε να θεμελιώσει την αξίωσή του. Επομένως, κατά παραδοχή του βάσιμου σχετικού δεύτερου λόγου της Α έφεσης πρέπει η απόφασή του κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της να εξαφανιστεί και η αγωγή κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη.

VI. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο νόμιμος λόγος παραγωγής ευθύνης του πλοιοκτήτη προς αποζημίωση του ναυτικού που στερήθηκε της δυνατότητας διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου συνίσταται μόνον στο ότι αυτός δεν έχει ρυθμίσει τα της υπηρεσίας του πλοίου του κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την παροχή τέτοιας δυνατότητας. Αντιθέτως, η αποζημίωση αυτή δεν οφείλεται όταν η μη διανυκτέρευση του ναυτικού στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού του δρομολογίου του πλοίου δεν προκαλείται από γεγονός αναγόμενο στη σφαίρα ευθύνης του πλοιοκτήτη αλλά συνιστά επιλογή του ίδιου του ναυτικού. Πράγματι, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων ο τελευταίος δεν έχει δικαίωμα επιλογής (επιθυμία την ονομάζει η ΣΣΝΕ) μόνον του λιμένα στον οποίο θα διανυκτερεύσει, από τους δύο εκάστου δρομολογίου (αφετηρίας ή προορισμού) κατά το συμφέρον του (χωρική εγγύτητα του τόπου διανυκτέρευσης με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του) αλλά και του αν θα διανυκτερεύσει εκτός του πλοίου ή όχι. Αν, μολονότι ελεύθερος υπηρεσίας σε οποιοδήποτε λιμάνι, δεν επιθυμεί να υποβληθεί σε δαπάνες για την ανεύρεση νυκτερινού καταλύματος, δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε παραμονή εκτός πλοίου από τον πλοιοκτήτη, προκειμένου αυτός να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως επειδή ο ναυτικός δεν άσκησε το δικαίωμά του να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν μπορεί, αντιστοίχως, ο πλοιοκτήτης να υποχρεωθεί σε καταβολή αποζημιώσεως, επειδή ο ναυτικός δεν ζήτησε τη χορήγηση διανυκτερεύσεως, μολονότι οι υπηρεσίες στο πλοίο είχαν ρυθμιστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να έχει αυτή την δυνατότητα.

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι τα πλοία AS και AJ, στα οποία απασχολήθηκε ο ενάγων διανυκτέρευαν καθ’ εκάστη καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα πάντοτε σε λιμένα, συγκεκριμένα δε, κάθε Δευτέρα, Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή στη Σύρο, κάθε Τετάρτη στο Λαύριο και κάθε Τρίτη και Σάββατο στην Ανάφη, καθώς και ότι ο ενάγων ουδέποτε ζήτησε να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου σε οποιοδήποτε από τα λιμάνια αυτά, από τα οποία κανένα δεν εμφανίζει εγγύτητα με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του, δηλαδή την ….. Λακωνίας. Σχετικό αίτημα ούτε ο ίδιος δεν επικαλείται. Μόνον ο υπέρ του ενόρκως βεβαιών …………. καταθέτει ότι «δεν του έδιναν νόμιμες διανυκτερεύσεις παρότι το ζητούσε», όμως και αυτός δεν διευκρινίζει το λόγο της μη χορηγήσεως, αφού δεν αναφέρει ότι ο ενάγων ήταν κάθε ημέρα υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο ως προσωπικό ασφαλείας ή για άλλη αιτία αναγόμενη στη σφαίρα ευθύνης του πλοιοκτήτη. Αντιθέτως, η υπέρ των εναγομένων ενόρκως βεβαιούσα …………… εξηγεί πειστικά ότι ο ενάγων δεν ζητούσε τη διανυκτέρευσή του εκτός πλοίου, επειδή κανένας από τους λιμένες αφετηρίας ή προορισμού των δρομολογίων των πλοίων δεν ταυτιζόταν με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του και προσθέτει ότι ήταν επιλογή του η διανυκτέρευση εντός των πλοίων σε καθένα μάλιστα από τα οποία του είχε διατεθεί για το σκοπό αυτό κοιτωνίσκος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με τις ίδιες παραδοχές απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα αποζημιώσεως του ενάγοντος για την αιτία αυτή ορθώς έκρινε και, αφού συμπληρωθούν οι συνοπτικές απορριπτικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ο συναφής τρίτος λόγος της ένδικης Β΄ έφεσης θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, ακολούθως, με την επισήμανση ότι τα επιδικαζόμενα κονδύλια δεν υπερβαίνουν το ήμισυ των αντιστοίχως αιτηθέντων παρ’ εκάστης εναγομένης, πρέπει να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (9.157,35 €) και αμφότερες οι εναγόμενες να καταβάλλουν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των χιλίων τριακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (1.395,53 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (2.11.2017), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων 2017, η τοκοφορία του οποίου εκκινεί από 1.1.2018.

VIΙΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α΄ έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της πρώτης εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των οκτώ χιλιάδων  ευρώ (8.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΙΧ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει 1] την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (9.157,35 €) και 2] αμφότερες τις εναγόμενες να καταβάλλουν στον ενάγοντα, ενεχόμενες εις ολόκληρον, η δε δεύτερη από αυτές μέχρι της αξίας του πλοίου της, το χρηματικό ποσόν των χιλίων τριακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (1.395,53 €), εντόκως νομίμως, γι’ αμφότερα τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε εννιακόσια ευρώ (900 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ