Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 262/2022

Αριθμός     262/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………….. και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αθανάσιο Ψάλτη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Παναγιώτα Πετρόγλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 28.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) αγωγή, επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1431/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 3.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 03/09/2020 (γεν.αριθμ.καταθ……./2020) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης κατά της υπ΄αριθμ.1431/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ`αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ.614 αρ.3,621 επ.ΚΠολΔ, όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη την 06-07-2020 (βλ.υπ΄αριθμ………..΄/ 6-7-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………..) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 04-09-2020 (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 Κ.Πολ.Δ.) Για το παραδεκτό της δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα), από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Με την από 28-01-2019 (γεν.αριθμ.καταθ………/2019) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε ως προς την επωνυμία της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρείας, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι στις 13-01-2016 προσλήφθηκε από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής και η οποία έχει ως εμπορικό αντικείμενο την κατασκευή και μελέτη τεχνικών έργων, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί σ΄αυτήν ως υπάλληλος γραφείου, αντί μηνιαίων μικτών αποδοχών ποσού 586,08 ευρώ και καθαρών 550,00 ευρώ. Ότι αν και καθόλη τη διάρκεια της απασχόλησής του στην εναγόμενη παρείχε σ΄αυτήν επιμελώς και προσηκόντως την εργασία του, από τις αρχές του έτους 2017 η εναγόμενη λόγω των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, άρχισε να καθυστερεί συστηματικά την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 2018 να του οφείλει αποδοχές 7 και πλεον μηνών, καθυστέρηση την οποία θεώρησε αξιόλογη και ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και ως καταγγελία της σύμβασής του εκ μέρους της εναγόμενης και να κοινοποιήσει τούτο νομίμως σ΄αυτήν.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε: α)  να αναγνωριστεί ότι η ανωτέρω καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, την οποία νομίμως αυτός θεώρησε ως καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, όπως δήλωσε στην εναγόμενη με την από 27-08-2018 εξώδικη δήλωσή του β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 1.367,52 ευρώ νομιμοτόκως από την 27-08-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για δεδουλευμένους μισθούς, αποδοχές και επίδομα αδείας για το χρονικό διάστημα από 1/2/2018 έως και 26/08/2018, το συνολικό ποσό των 3.724,99 ευρώ (όπως αναλυτικά εκτίθενται το κάθε κονδύλι) νομιμοτόκως το κάθε επιμέρους ποσό την πρώτη του επομένου μηνός αυτού κατά το οποίο κατέστη απαιτητό καθώς και του επιδόματος αδείας 2018 από 26-08-2018 (ημερομηνία λύσης της σύμβασης εργασίας του), άλλως, όλα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακόμη ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ.΄αριθμ.1431/2020 απόφαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655 ΑΚ, των άρθρων της κυρωθείσας με το ν.3248/ 1955 υπ΄αριθμ. 95/1949 διεθνούς σύμβασης εργασίας «περι προστασίας του ημερομισθίου», του άρθρου 7 εδ.α΄του ν.2112/1920 (όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 58 του Ν.4635/2019), του άρθρου 56 του Ν.4487/2017,των άρθρων 2 παρ.1,5 παρ.5 του Α.Ν. 539/1945, όπως αντικ. με το άρθρο 1 Ν.1346/1983 και 3 παρ.16 Ν.4504/1966 (για τις αποδοχές και το επίδομα αδείας), των άρθρων 1,3 του Ν.2112/1920, 2, 5 παρ.1,6 παρ.8 του Ν.3198/1955, 74 παρ.3 του ν.3863/2010, 12 της παρ.ΙΑ περ.2 και 3 του Ν.4093/2012 (για την αποζημίωση απόλυσης) και των άρθρων 68,70,176,907,908 παρ.1 περ.ε΄ και 910 αριθμ.4 του ΚΠολΔ, κατόπιν έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ΄ουσίαν βάσιμη η αγωγή και: Α. Αναγνωρίστηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του ενάγοντος συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, την οποία νομίμως θεώρησε ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την πλευρά της εναγόμενης, στις 27-08-2018, Β. Υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει α) για δεδουλευμένες αποδοχές το συνολικό ποσό των 3.593,80 ευρώ (ήτοι, για επίδομα αδείας 2018 το ποσό των 293,04 ευρώ, για αποδοχές αδείας το ποσό των 586,08 ευρώ, για μισθό Ιουλίου 2018 το ποσό των 586,08 ευρώ, για μισθό Ιουνίου 2018 το ποσό των 586,08 ευρώ, για μισθό Μαΐου το ποσό των 586,08 ευρώ, για μισθό Απριλίου 2018 το ποσό των 586,08 ευρώ και για υπόλοιπο μισθού Μαρτίου 2018 το ποσό των 370,36 ευρώ) και β) για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 1.367,52 ευρώ, νομιμοτόκως τα ως ανω ποσά ως εξής: για τους δεδουλευμένους μισθούς από την 1η του επομένου του μηνός για τον οποίο οφείλονται, για το επίδομα αδείας και τις αποδοχές αδείας από την 28-08-2018 και για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακόμη, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και τέλος επιβλήθηκαν σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη με την κρινόμενη έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ώστε εν συνεχεία να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή του ενάγοντος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή, στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλα χρηματικά ποσά οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να εκτίθενται σ` αυτήν ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (Α.Π. 900/2017, Α.Π. 1004/2017, Α.Π. 1384/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και τα αναφερόμενα στην προεκτεθείσα νομική  σκέψη, περιέχεται σ` αυτήν σαφής έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον εφεσίβλητο κατά της εκκαλούσας, ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα απορριπτέος κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 652 Α.Κ. προκύπτει ότι στη σύμβαση εργασίας η ρύθμιση κάθε θέματος που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως για την επίτευξη των σκοπών της ανήκει στον εργοδότη και αποτελεί εκδήλωση του διευθυντικού δικαιώματος αυτού. Έτσι ο εργοδότης δικαιούται να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο, τις συνθήκες εργασίας και γενικά τους όρους αυτής, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή την εργασιακή σύμβαση, πάντοτε όμως με το βασικό περιορισμό που τίθεται από τα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 Α.Κ., με την έννοια ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να ασκεί αυτό καταχρηστικά.

Με τη διάταξη του άρθρου 7 εδ. α` του Ν. 2112/1920 ορίζεται ότι “Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι` ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, “μονομερής μεταβολή” θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας, ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του (ή να γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος – άρθρο 281 ΑΚ). Για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής, αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ` αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή και ηθική ζημία. Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 288, 648, 652 παρ. 1 και 656 παρ. 1 του ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, με αποτέλεσμα την κατ` άρθρο 361 ΑΚ σύναψη (σιωπηρά) νέας σύμβασης, τροποποιητικής της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία εκ μέρους του της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από τον Ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, στην περίπτωση δε αυτή, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας (ο μισθωτός) την αντίδρασή του, να παράσχει (προσωρινά) τη νέα εργασία του υπό τους τροποποιηθέντες όρους και παράλληλα να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΑΠ 216/2017, ΑΠ 1134/2015, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 791/2014, ΑΠ 24/2014 ΤΝΠ Νόμος). Η κατά τα ανωτέρω εξομοίωση της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με καταγγελία αυτής εκ μέρους του εργοδότη δεν επέρχεται αυτόματα, αλλά εξαρτάται από τη βούληση του εργαζομένου, έχοντος προς τούτο διαζευκτική ευχέρεια να μην θεωρήσει τη βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία, αλλά, εμμένοντας στη σύμβαση εργασίας υπό τους αρχικούς της όρους, να ασκήσει όλα τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη μονομερή τροποποίηση των όρων αυτής. Στο τρίτο εδάφιο του άνω άρθρου 7 του Ν. 2112/1920, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 56 ν. 4487/2017 (Φ.Ε.Κ. Α` 116/9.8.2017), πριν την εκ νέου τροποποίησή του με το άρθρο 58 Ν. 4635/2019 (ΦΕΚ A` 167/30.10.2019) και το οποίο εφαρμόζεται στην ένδικη εκκρεμή υπόθεση, έχοντας αναδρομική ισχύ ως ερμηνευτική διάταξη του πρώτου εδαφίου του ανωτέρω άρθρου 7 ν. 2112/1920, καθώς κρίνεται ότι η εν λόγω διάταξη είχε ανάγκη ερμηνείας, ορίζεται ότι: «Επίσης θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η καθυστέρηση καταβολής του μισθού, για να θεωρηθεί ότι συνιστά βλαπτική, υπό την ως άνω έννοια, μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης, πρέπει να είναι αξιόλογη, ανεξάρτητα από την αιτία της καθυστέρησης, και δεν είναι αναγκαίο να γίνεται αυτή (η καθυστέρηση καταβολής του μισθού) δολίως, και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του, όπως επικράτησε να ερμηνεύεται η ανωτέρω διάταξη του πρώτου ως άνω εδαφίου από τα ελληνικά δικαστήρια – βλ. ως προς την εν λόγω ερμηνεία ΑΠ 354/2019, ΑΠ 1322/2017, ΑΠ 677/2017, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1413/2015, ΑΠ 795/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 5568/2017, ΕΕργΔ 2018/571).

Κατ’ άρθ. 422 §3 επιτρέπεται η λήψη ένορκης βεβαίωσης «για την αντίκρουση», χωρίς να διευκρινίζεται αν εννοείται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων που κατατέθηκαν με τις προτάσεις ή ισχυρισμών. Επειδή οι ένορκες βεβαιώσεις υπόκεινται στην αρχή της συγκέντρωσης που προβλέπει το άρθ. 591 §1 περ. γ’ και ε’, συνάγεται ερμηνευτικά ότι οι προς αντίκρουση βεβαιώσεις προϋποθέτουν προβαλλόμενο με την προσθήκη ισχυρισμό προς αντίκρουση νέου ισχυρισμού που προτάθηκε κατά τη συζήτηση. Τέτοιο ισχυρισμό μπορεί να προβάλει ο εναγόμενος, οπότε ο ενάγων μπορεί να τον αντικρούσει με την προσθήκη και με νέες ένορκες βεβαιώσεις. Αντιθέτως, ο ενάγων δεν προβάλει νέο ισχυρισμό κατά την συζήτηση, οπότε και δεν υπάρχει, κατ’ αρχήν, περιθώριο τέτοιων ενόρκων βεβαιώσεων, εκτός αν προέβαλε κρίσιμο αυτοτελή ισχυρισμό (π.χ. αντένσταση) ή οψιγενή ισχυρισμό.

Αιτιολογημένη άρνηση δεν αποδεικνύεται με νέα ένορκη βεβαίωση.

Αν το δικαστήριο της ουσίας συνεκτιμήσει ένορκη βεβαίωση, η οποία προσκομίστηκε με την προσθήκη χωρίς να βεβαιώνει ότι συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις ή χωρίς να ανακρούεται με αυτήν προβληθείς ισχυρισμός με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 11 του άρθ. 559 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η παραπάνω ένορκη βεβαίωση νόμιμα θα ληφθεί υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν προσκομιστεί ενώπιον του για πρώτη φορά (άρθρ. 529 ΚΠολΔ) και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνει τον επιτρεπόμενο πλέον αριθμό ενόρκων βεβαιώσεων στις ειδικές διαδικασίες. Σε αυτή την περίπτωση θα έχει υπάρξει θεραπεία της παρατυπίας και δεν θα χωρεί αναίρεση.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, χωρις να λαμβάνεται υπόψη η υπ΄αριθμ……../ 04-10-2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά που προσκόμισε η εναγόμενη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθόσον μ΄αυτήν  δεν επιχειρείται η  αντίκρουση ισχυρισμών του ενάγοντος αφού τέτοιοι ισχυρισμοί δεν υπήρξαν, αλλά η υποστήριξη των συνιστώντων αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ισχυρισμών της εναγόμενης και ως εκ τούτου τυγχάνει απαράδεκτη σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……………» έχει ως εμπορικό αντικείμενο την κατασκευή δημόσιων και τεχνικών έργων. Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ της ως άνω εταρείας και του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, προσλήφθηκε αυτός από την πρώτη στις 13-01-2016 προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ως άνω επιχείρηση ως υπάλληλος γραφείου με πλήρη απασχόληση (Δευτέρα – Παρασκευή  09:00  – 17: 00), αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών ποσού 586,08 ευρώ, των κατώτατων αποδοχών που προβλέπονταν από την ισχύουσα ΕΓΣΣΕ. Ενώ δε, οι αποδοχές του ενάγοντος βάσει του νόμιμου μισθού ανέρχονταν, μετά την αφαίρεση των αναλογούντων επ΄αυτών εισφορών ποσού 93,77 ευρώ, στο ποσό των 492,31 ευρώ («καθαρός μισθός»), η εναγόμενη από την αρχή της πρόσληψής του κατέβαλε σ΄αυτόν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της μισθοδοσίας του (υπ΄αριθμ. …….. λογαριασμός στην Alpha Bank και υπ αριθμ.  …………. λογαριασμός στην Ε.Τ.Ε.) το ποσό των 550,00 ευρώ ως μηνιαίο μισθό. Από τα ανωτέρω και την συμπεριφορά της εναγόμενης εργοδότριας εταιρείας αποδεικνύεται ότι μεταξύ των διάδικων μερών είχε συμφωνηθεί ο ως ανω «καθαρός» μισθός, πλην όμως όπως εμμέσως αποδείχθηκε με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, για την καταβολή μειωμένων εισφορών είχε δηλωθεί χαμηλότερος του πραγματικά καταβαλλόμενου μισθού. Ο ισχυρισμός δε της εναγόμενης σύμφωνα με τον οποίο το υπερβάλλον ποσό που κατέβαλε μηνιαίως στον ενάγοντα (ήτοι 57,69 ευρώ), γινόταν έναντι των μισθών επόμενων μηνών απορριπτέος κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος καθόσον από τις προσκομιζόμενες κινήσεις λογαριασμών του ενάγοντος δεν προκύπτει κάποιος συμψηφισμός των επικαλούμενων από την εναγόμενη προκαταβολών με τους μισθούς επόμενων μηνών, επιπλέον δε αυτός (άνω ισχυρισμός), έρχεται και σε αντίφαση με την συνομολογουμένη και από τα δύο μέρη ταμειακή δυσχέρεια της εναγόμενης και την αδυναμία αυτής να καταβάλλει με συνέπεια τον μισθό του ενάγοντος κατά τα ειδικότερα ως κατωτέρω εκτιθέμενα. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2017 μέχρι 27-08-2018 προέβη στις ακόλουθες καταβολές στους προαναφερόμενους λογαριασμούς του ενάγοντος: 550,00 ευρώ (ήτοι 492,31 + 57,69) στις 25-01-2017, 550,00 ευρώ στις 24-02-2017, 256,41 ευρώ στις 11-04-2017 (με την αιτιολογία Δώρο Πάσχα), 550,00 ευρώ στις 12-04-2017,500,00 ευρώ στις 30-06-2017, 5,00 ευρώ στις 04-07-2017, 550,00 ευρώ και 50,00 ευρώ στις 14-07- 2017, 500,00 ευρώ στις 04-08-2017, 246,15 ευρώ στις 11-08-2017, 550,00 ευρώ στις 26-09-2017, 550,00 ευρώ στις 13-10-2017, 550,00 στις 24-11-2017, 512,82 στις 21-12-2017, 550,00 ευρώ στις 22-03-2018, 256,41 ευρώ στις 04-04-2018, 300,00 ευρώ στις 05-04-2018, 200,00 ευρώ στις 07-06-2018, 550,00 (57,69 + 492,31) στις 29-06-2018 καθώς και σε 4 καταβολές στις 20-07-2018 και δη τρείς καταβολές ποσού 492,31 ευρώ έκαστη και μία καταβολή ποσού 73,03 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 26-07-2018 έως 26-08-2018 έλαβε την ετήσια άδεια αναψυχής, μετά το τέλος της οποίας κοινοποίησε στην εναγόμενη την από 27-08-2018 εξώδικη δήλωση (βλ. σχετ. την υπ΄αριθμ…………./ 27-08-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….), με την οποία της δήλωνε ότι θεωρεί τη συστηματική καθυστέρηση της μισθοδοσίας του ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και ότι εκλαμβάνει αυτή ως άτυπη εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Η δήλωση αυτή του ενάγοντος ήταν νόμιμη και επέφερε τη λύση της επίδικης σύμβασης εργασίας καθόσον η καθυστέρηση στην καταβολή των αποδοχών του συνιστά, ανεξάρτητα από την αιτία της μη καταβολής, «αξιόλογη» καθυστέρηση υπο την έννοια του τρίτου εδαφίου του άρθρου 7 του Ν.2112/ 1920 κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και δίνει το δικαίωμα στον ενάγοντα να θεωρήσει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά της εναγομένης-εργοδότριάς του και να αποχωρήσει από την εργασία, αξιώνοντας την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.

Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2017 μέχρι και 27-08-2018, η εναγόμενη είχε καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.326,75 ευρώ, ενώ ο τελευταίος δικαιούνταν για το ως ανω χρονικό διάστημα τα εξής ποσά : για μισθούς το ποσό των 550,00 ευρώ Χ 19 μήνες ήτοι 10.450,00 ευρώ  (ο μισθός του Αυγούστου δεν είχε καταστεί απαιτητός), για Δώρα Πάσχα 2017 και 2018 το ποσό των (275,00 ευρώ Χ 2) = 550,00 ευρώ, για επίδομα αδείας 2017 και 2018 το ποσό των (275,00 Χ 2) = 550,00 ευρώ και για αποδοχές αδείας 2017 και 2018 το ποσό των (550,00 ευρώ Χ 2) = 1.100,00 ευρώ, ήτοι ο ενάγων για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούνταν το συνολικό ποσό των 12.650,00 ευρώ. Ως εκ τούτου, η εναγομένη στις 27-08-2018,όταν κατά τον ως άνω τρόπο λύθηκε η επίδικη σύμβαση εργασίας, μετά και την καταβολή καθυστερούμενων προηγούμενων μισθών που έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2018, όφειλε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (12.650,00 – 9.326,75) = 3.323,25 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 6 περίπου μισθούς.

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η μεταγενέστερη δήλωση της εναγομένης περί οικιοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος από την επιχείρησή της, δεν επιφέρει καμία έννομη συνέπεια εν προκειμένω, αφού η επίδικη σύμβαση εργασίας είχε ήδη λυθεί στις 27-08-2018 κατά τα ήδη προαναφερόμενα. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι αντικείμενο εν προκειμένω της επίδικης αξίωσης του ενάγοντος για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, ήτοι εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπερ ασφαλιστικών οργανισμών πχ ΙΚΑ, ΝΑΤ κλπ, φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (άρθρ.26 παρ.5 α.ν. 1846/ 1951, 84 παρ.1 και 8 π.δ.913/ 1978). Επομένως, ο ενάγων, για υπόλοιπο δεδουλευμένων μικτών αποδοχών δικαιούται το συνολικό ποσό των (6,04 μισθοί Χ 586,08 ευρώ) = 3.593,80 ευρώ (σημειώνεται δε ότι οι οφειλόμενες μικτές δεδουλευμένες αποδοχές υπολογίζονται με βάση τον μηνιαίο μισθό ποσού 586,08 ευρώ, όπως ζητείται με την αγωγή και όχι με αναγωγή του ως ανω πραγματικά καταβαλλόμενου μισθού σε μικτό, σύμφωνα με την αρχή της διάθεσης κατ΄άρθρο 106 ΚΠολΔ), γενομένης ως και κατ΄ουσίαν εν μέρει βάσιμης της προβαλλόμενης από την εναγομένη ένστασης μερικής εξόφλησης κατ΄άρθρο 416 ΑΚ, ως προς το ποσό των 221,19 ευρώ, αφού ο ενάγων κατόπιν ορθού υπολογισμού των επιμέρους δεδουλευμένων αποδοχών που ισχυρίζεται ότι του οφείλονται, ζητεί με την αγωγή το συνολικό ποσό των 3.814,99 ευρώ. Συγκεκριμένα δε, κατόπιν καταλογισμού των καταβληθέντων στις παλαιότερες οφειλές της εναγομένης, κατ΄άρθρο 422 ΑΚ, αφού και στις πιστώσεις στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος δεν καταχωρείται σχετική αιτιολογία των επιμέρους καταβολών, η παραπάνω οφειλή της εναγομένης επιμερίζεται ως εξής : για επίδομα αδείας 2018 το ποσό των 293,04 ευρώ, για αποδοχές αδείας το ποσό των 586,08 ευρώ, για μισθό Ιουλίου 2018 το ποσό των 586,08 ευρώ, για μισθό Ιουνίου 2018 το ποσό των 586,08 ευρώ, για μισθό Μαΐου το ποσό των 586,08 ευρώ, για μισθό Απριλίου 2018 το ποσό των 586,08 ευρώ και για υπόλοιπο Μαρτίου 2018 το ποσό των 370,36 ευρώ. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναλογία του μισθού Αυγούστου 2018 δεν συνυπολογίζεται στις οφειλόμενες αποδοχές καθόσον δεν συμπεριλαμβάνεται στο οικείο αγωγικό κονδύλιο και αίτημα, ενώ η αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2018 όπως συνομολογεί και ο ενάγων, καταβλήθηκε από την εναγομένη στις 21-12-2018. Επίσης, ο ενάγων δικαιούται και τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία, δεδομένου ότι αυτός έχει συμπληρώσει δύο έτη υπηρεσίας στην εναγομένη-εργοδότρια εταιρεία, ισούται με τις αποδοχές 2 μηνών, προσαυξημένες κατά την αναλογία των επιδομάτων εορτών και αδείας (1/6), ήτοι ανέρχεται, βάσει των τακτικών μηνιαίων « μικτών» αποδοχών του ενάγοντος κατά τον τελευταίο πριν την καταγγελία μήνα, στο ποσό των (586,08 Χ 2 = 1.172,16 + 195,36) = 1.367,52 ευρώ, απορριπτομένης τέλος ως μη νόμιμης της προβαλλομένης από την εναγομένη ένστασης περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, καθόσον τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν την κατ΄άρθρο 281 του ΑΚ ένσταση, αλλά συνιστούν άρνηση της αγωγής.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ. αριθμ. 1431/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών). Και

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 5 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ