Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 46/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Κοινοπραξία, νομική φύση, νομιμοποίηση αυτής και των μελών της. Ναυτική πρακτόρευση. Δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών οχηµαταγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δροµολογιακές γραµµές εκτεινόµενες µέσα στα όρια του ίδιου νοµού και επί απόστασης µέχρι 3 ναυτικών µιλίων. Ισχύς ΣΣΕ.

 ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  46 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η υπό κρίση έφεση  κατά της υπ΄αρ. 3559/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 κγαι 621 επ. ΚΠολΔ), όπως οι διατάξεις της ισχύουν, μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου),  έχει  ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκησή της, ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους της εκκαλούσας, των προβλεπόμενων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς ,σύμφωνα με το εδ. στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.

Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Στο δίκαιο των εταιριών, υπό ευρεία έννοια, δηλαδή των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση και επιδιώκουν κοινό σκοπό, με τη συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφότου όμως εμφανίστηκε και δρα στην πράξη η κοινοπραξία είναι δυνατό να έχει το χαρακτήρα είτε αστικής εταιρίας εάν από τη φύση της και το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε δεν θα έχει νομική προσωπικότητα και θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο του εμπορικού δικαίου και θα πρέπει να υπαχθεί σε ένα από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται από αυτό, γιατί στις εταιρίες του εμπορικού δικαίου, για λόγους προστασίας των τρίτων, αλλά και των εταίρων, ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η υιοθέτηση άλλου τύπου εταιρίας διαφορετικού από εκείνους που αυτό αναγνωρίζει. Επομένως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση η κοινοπραξία, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπ. Νόμου, μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, φυσικών ή νομικών προσώπων που την αποτελούν, η οποία προσομοιάζει με την ετερόρρυθμη εταιρία, με μόνο τον εμφανή εταίρο απεριορίστως ευθυνόμενο, είτε ομόρρυθμης “εν τοις πράγμασι” εταιρίας, οπότε τα μέλη αυτής θα ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της, κατ` άρθρο 22 του Εμπ.Ν. και μπορούν κατά συνέπεια να εναχθούν αυτοί για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων, ενώ το έναντι αυτής δεδικασμένο ισχύει κατά το άρθρο 329 ΚΠολΔ και έναντι των μετεχόντων σε αυτήν φυσικών ή νομικών προσώπων. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 741 ΑΚ. 18, 20 ΕμπΝ και 2 του δ/τος της 2/14.5.1835 “περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων” συνάγεται ότι η κοινοπραξία, που με ιδιαίτερη επωνυμία, ή με τα ονόματα όλων των μελών της αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου, το οποίο συνιστά αντικειμενικά εμπορική πράξη, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, έχει το χαρακτήρα ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας. Εάν όμως δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπουν τα άρθρα 42-45 του ΕμπΝ για τις ομόρρυθμες εταιρίες, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εμπορική εταιρία “εν τοις πράγμασι” (Ολ.ΑΠ 22/1998 ΕλλΔνη 1998.532, ΑΠ 36/2011 ΕλλΔνη 2011.1389, ΑΠ 654/2010 Αρμ 2011.1177 ΑΠ 362/2009 ΕΕμπΔ 2010.63, Εφ.Θεσ. 1704/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012.457, Εφ.Πατρ. 88/2008 ΑχαΝομ 2009.571) με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας σε όλη του την έκταση, ως προς τη διαχείριση της εταιρίας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες αυτής (ΑΠ 36/2011 ο.π, ΑΠ 654/2010 ο.π, Εφ.Δωδ. 125/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εφαρμόζονται σε αυτήν, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της οι περί εταιριών διατάξεις του Αστικού Κώδικα, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. αυτού. Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία, έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ` εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ` ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ` επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ` ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 14/2007, Ολ.ΑΠ 22/1998, ΑΠ 35/2015, Εφ.Αθ. 4588/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1β`, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 και 3 του Ν 1876/1990 προκύπτει ότι οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε δεσμεύουν μόνο τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και στους εργαζόμενους και εργοδότες του ίδιου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των ως άνω οργανώσεων. Ενόψει των ανωτέρω, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των Σ.Σ.Ε, αποτελεί προϋπόθεση της γενέσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Δεν είναι, όμως, απαραίτητο το στοιχείο αυτό να αναφέρεται πανηγυρικά στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενο του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε, που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κηρύξεως της ως υποχρεωτικής, οπότε στην επίκληση της συλλογικής αυτής συμβάσεως (ή των εννόμων συνεπειών της) εμπεριέχεται σιωπηρά και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην περίπτωση αυτή, εάν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζόμενου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν την ΣΣΕ, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδβ` ΚΠοΛΔ, και να αποδείξει σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των εν λόγω συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1351/2001, ΕλλΔικ 2003.753, ΑΠ 376/2006, ΕΕργΔ 2006.808, ΑΠ 425/2004, ΕλλΔικ 2006. 145). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4, 6 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζόμενους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις, ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε μεταξύ πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που καλύπτουν εργαζόμενους, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ειδικότητα, σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις (και εκμεταλλεύσεις) και εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο στην τοπική έκταση ισχύος της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 περβ`, 8 παρ. 2 και 11, παρ. 2 και 3 του ίδιου του ν. 1876/90 προκύπτει ότι οι ίδιες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν κατ` αρχήν τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1405/2014,ΑΠ 1137/2013, ΑΠ 1561/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σύμφωνα με τον ανωτέρω κανόνα της αμφιμερούς δέσμευσης, δεν αρκεί το ένα μέρος της εργασιακής σχέσης (εργαζόμενος ή εργοδότης) να είναι μέλος της αντίστοιχης εργατικής ή εργοδοτικής οργάνωσης που συμβλήθηκε για τη σύναψη κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αλλά αυτό θα πρέπει να συμβαίνει ταυτόχρονα και για τα δύο μέρη (βλ. Ιωάννη Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. 2013, σελ 290). Ωστόσο, αν η κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας κηρυχθεί, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, γενικώς υποχρεωτική, η ισχύς της επεκτείνεται από τον χρόνο έκδοσης της σχετικής Υπουργικής απόφασης (όχι αναδρομικώς) σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζομένους του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη τους, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική ΣΣΕ (ή ΔΑ) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ (ΑΠ 132/2016, ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 56/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της ΣΣΕ ως γενικά υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η, αυτεπάγγελτα εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα ΣΣΕ που ήδη είχε κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική, από τον χρόνο κήρυξης της ως γενικά υποχρεωτικής (ΑΠ 43/2017, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 1137/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο αυτό, όμως, ενόψει της πιο πάνω φύσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενο του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξης της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη συλλογική σύμβαση εργασίας, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδβ` ΚΠολΔ και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τούτο όμως, δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία, η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, με την κήρυξη της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση, και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε ή Δ.Α ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε ή Δ.Α που είχε ήδη κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από τον χρόνο κήρυξης της ως γενικώς υποχρεωτικής (ΑΠ 1561/2011, Νόμος). Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει ΣΣΕ ή ΔΑ μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση (διαδοχή Σ.Σ.Ε). Διαδοχή Σ.Σ.Ε υπάρχει όταν νεότερη χρονικά ΣΣΕ αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή ΣΣΕ, η νεότερη ΣΣΕ μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή ΣΣΕ δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξης (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Κατά συνέπεια, νεότερη ΣΣΕ καταργεί την προηγούμενη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, κατά την οποία οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων είναι επικρατέστεροι εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Εκτός εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της ΣΣΕ, οπότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό δεν μπορούν να μεταβληθούν σε μεταγενέστερη ΣΣΕ που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης που με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστεί όμως, όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και του μισθωτού ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τον μισθωτό διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα ισχύσει η εκάστοτε συλλογική ΣΣΕ (ΑΠ 256/2016, ΑΠ 228/2014, ΑΠ 252/2012, ΑΠ 1690/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 806/2005, ΔΕΕ 2006. 317). Χωρίς δε την ύπαρξη ειδικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία να γίνεται ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας, μόνη η έγγραφη ενημέρωση του εργαζομένου, κατά τις διατάξεις του π.δ 156/1994, για τις ισχύουσες κατά τον χρόνο της ενημέρωσης συλλογικές ρυθμίσεις, δεν καθιστά αυτοδικαίως τους όρους της συγκεκριμένης ΣΣΕ και όρους της ατομικής σύμβασης του μισθωτού, αφού η ενημέρωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόταση του εργοδότη για κατάρτιση σύμβασης και συνεπακόλουθα δε νοείται η κατάρτιση οιασδήποτε σύμβασης με την από τους εργαζόμενους αποδοχή της παραπάνω ενημέρωσης. Με την εκτέλεση, δηλαδή, εκ μέρους του εργοδότη των όσων επιβάλλουν οι διατάξεις του π.δ 156/1994, γίνεται απλώς ενημέρωση του εργαζομένου για τους ισχύοντες όρους, που διέπουν τη σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται ήδη από τον νόμο και την ατομική σύμβαση και δεν επέρχεται κάποια μεταβολή στη συγκεκριμένη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας από μόνη την ενέργεια αυτή (ΑΠ 651/2009, ΕλλΔικ 2011.1622).

Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα, που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό, ως απαράδεκτα, αν, κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λπ., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή το αντιπαρήλθε σιωπηρά. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α ΚΠολΔ είναι γενική και έτσι περιλαμβάνει, χωρίς διακρίσεις, όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων, όπως έγγραφα, όρκος, ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήρια), όσο και εκείνα η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων, όπως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη. (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 48/2013, ΑΠ 1365/2012, ΑΠ 1352/2012, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 133/2012 ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα – εκκαλούσα, εξέθετε στην από 16-12-2016 και με Ε.Α.Κ ….. αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, στις 20-05-1987 προσλήφθηκε δυνάµει σύμβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη εναγόµενη Κοινοπραξία, προκειµένου να εργασθεί σε αυτήν ως υπάλληλος γραφείου. Ότι οι δεδουλευµένες αποδοχές που της κατέβαλε η πρώτη εναγόμενη – εργοδότριά της ήταν κατώτερες των νομίμων αποδοχών που ορίζονταν από την οικεία ισχύουσα ΣΣΕ «για τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», η οποία ήταν αυτή του έτους 2008-2009 σε συνδυασµό µε την αντίστοιχη του έτους 2012 που άρχισε να ισχύει αναδρομικά από την 1-1-2010. Ζητούσε δε ακολούθως, να υποχρεωθούν οι εναγόµενες, η µεν πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία ως εργοδότρια και οι λοιπές ως µέλη αυτής, να της καταβάλουν, από κοινού και εις ολόκληρο, ως διαφορές αποδοχών, επιδοµάτων εορτών και αδείας για τα χρονικά διαστήµατα από 1-1-2011 έως 22-12-2014 και από 10-05-2016 έως 31-06-2016, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή, το συνολικό ποσό των το ποσό των 68.737,58 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, εξέδωσε την  υπ΄αρ.  3559/2017 οριστική απόφασή του (εκκαλουμένη), με την οποία, αφού θεώρησε ότι υφίσταται αρμοδιότητά του και όχι του ναυτικού τμήματος του ίδιου δικαστηρίου, καθώς πρόκειται για διαφορά από παροχή χερσαίας εργασίας και όχι ναυτικής, διότι, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 37 επ. και 53 επ. του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, γεγονός που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αλλιώς πρόκειται για χερσαία εργασία, (ΑΠ 1602/2012, ΑΠ 1285/2006, Εφ.Πειρ.316/2016, Εφ.Πειρ. 856/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κι ως προς τούτο δεν υφίσταται λόγος έφεσης, ακολούθως έκρινε την αγωγή παραδεκτή, εφόσον έχει ικανότητα διαδίκου η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία, σύμφωνα με τα αναλυτικά προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη,  ορισμένη και νόμιμη, ενώ στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα -ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά των αντιδίκων της.

Από την εκτίµηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρα της ενάγουσας ………, που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, της υπ’ αρ. ……. ένορκης βεβαίωσης του ….., η οποία λήφθηκε, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, νομότυπα (άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ) και κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, η κλήση των οποίων, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό των τελευταίων, νομίμως επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους …… (με την υπ’ αρ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), ο οποίος είχε παραστεί κατά την αρχική δικάσιµο της 6-3-2017 και είχε λάβει αναβολή για λογαριασµό των εναγόμενων  και συνεπώς έκτοτε θεωρούνταν πληρεξούσιος δικηγόρος τους. Οι ως άνω ένορκη κατάθεση και ένορκη βεβαίωση, παραδεκτά λαµβάνονται υπ’ όψιν, διότι το γεγονός ότι ο ως άνω μάρτυρας και ενόρκως βεβαιών έχουν ασκήσει αγωγές µε όµοιο περιεχόµενο κατά των εναγόμενων, δεν τους καθιστά, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες- εφεσίβλητες, εξαιρετέους μάρτυρες υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 400 ΚΠολΔ (βλ. Κεραµέα/Κονδύλη/Νίκα, ερµηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθµ.Ιθ, Εφ.Αθ.3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τα όσα δε αναφέρουν, σταθμίζονται από το δικαστήριο, κατά το λόγο γνώσης αυτών και την αξιοπιστία τους, όπως συμβαίνει, άλλωστε και με κάθε μαρτυρική κατάθεση. Ακόμη, λαμβάνεται υπόψη, η προσκοµιζόµενη από τις εναγόµενες υπ’αρ. ……ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που δεν είχε ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι δεν είχε προσκομιστεί η σχετική έκθεση επίδοσης από την οποία να προκύπτει η κλήση του αντίδικου μέρους κατά τη λήψη αυτής, η οποία παραδεκτά προσκομίζεται στην κατ΄ έφεση δίκη, κατ΄ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ,  σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, εφόσον προσκομίζεται από τους εφεσίβλητους η υπ΄αρ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……., από την οποία προκύπτει η κλήτευση της αντιδίκου τους, όπως, επίσης, (λαμβάνεται υπόψη) η υπ΄αρ. ……… ένορκη βεβαίωση του ………, που προσκομίζει η εκκαλούσα παραδεκτά, κατά τα προεκτεθέντα, το πρώτον στο παρόν δικαστήριο, και ελήφθη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της  (βλ. υπ΄αρ. ….. εκθέσεις επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή ……, στους πληρεξούσιους δικηγόρους αυτών), καθώς, κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν συντρέχει η περίπτωση της παρ.2 του ως άνω άρθρου. Από την εκτίμηση, τέλος, και όλων των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να παραλειφθεί κανένα κι ανεξαρτήτως αν παρακάτω γίνεται ειδική μνεία σε κάποια από αυτά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η πρώτη εναγόµενη Κοινοπραξία, με έδρα τη  …., έχει ως αντικείμενο εργασιών τη µεταφορά οχηµάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαµίνας στο Πέραµα Αττικής, µετ’ επιστροφής, με σκοπό την είσπραξη των σχετικών κοµίστρων και τη διανοµή τους στα µέλη της, τα οποία είναι οι λοιπές εναγόµενες – ναυτικές εταιρίες – πλοιοκτήτριες των επιβατηγών – οχηµαταγωγών πλοίων, δια των οποίων γίνεται η ως άνω µεταφορά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο σκοπός της πρώτης εναγόµενης Κοινοπραξίας είναι εµπορικός, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόµενες από τις σχετικές διατάξεις του Εµπορικού Νόµου διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δηµοσιότητας, οπότε συνιστά «εν τοις πράγµασι» οµόρρυθµη εταιρία, για τις υποχρεώσεις της οποίας ευθύνεται, κατ’ ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 22 του Εµπορικού Νόµου, κάθε µία των κοινοπρακτούντων µελών ναυτική εταιρία ευθέως, απεριόριστα και εις ολόκληρο, κατά τα προεκτεθέντα και στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, δυνάμει της από 20-5-1987 σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη µεταξύ της πρώτης εναγόμενης -εργοδότριας και της ενάγουσας- εργαζόμενης, η τελευταία προσλήφθηκε από την πρώτη, προκειµένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου, απασχολούμενη πέντε ημέρες την εβδομάδα για οκτώ ώρες ημερησίως.  Η ενάγουσα εξέθετε στην ένδικη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς συµπληρώθηκε με τις προτάσεις της (άρθρο 224 εδ, β’ ΚΠολΔ), ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά τα προαναφερθέντα, ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε ήταν αυτά του ναυτιλιακού πράκτορα, ή έστω ακριβώς όμοια με αυτού και σε κάθε περίπτωση ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι δεν ασκούσε τις εργασίες του ναυτικού πράκτορα ή του ‘’οιονεί’’ ναυτικού πράκτορα, είχε την ιδιότητα της ως υπαλλήλου ναυτιλιακής εταιρείας, η οποία αρκούσε για να εμπίπτει στο άρθρο 1 της οικείας ΣΣΕ «για τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ο ισχυρισμός της αυτός, όμως, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι αβάσιμος. Συγκεκριμένα, προέκυψε ότι η γραµµή Παλούκια Σαλαµίνας – Πέραµα είναι τοπική πορθµειακή γραµµή απόστασης 1,5 ναυτικού µιλίου, που απαλλάσσεται, σύμφωνα με το νόμο, της υποχρέωσης πρακτόρευσης. Ειδικότερα, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του Π.Δ 814/1974 και 9 παρ. 1 του Π.Δ 229/1995 «Ναυτικοί Πράκτορες», συνάγεται ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών οχηµαταγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δροµολογιακές γραµµές εκτεινόµενες µέσα στα όρια του ίδιου νοµού και επί απόστασης µέχρι 3 ναυτικών µιλίων. Άλλωστε, στο υπ’ αρ.  3127/8-4-2015 έγγραφο του Υπουργείο Οικονοµίας, Υποδοµών, Ναυτιλίας και Τουρισµού, σαφώς αναφέρεται ότι τα πλοία που δραστηριοποιούνται στη γραµµή Πέραµα – Παλούκια Σαλαµίνας δεν υποχρεούνται σε πρακτόρευση. Επίσης, η Πανελλήνια ‘Ενωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας στην από 16-11-2016 βεβαίωσή της αναφέρει ότι τα Ε/Γ – O/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης, που εκτελούν δροµολόγια στην τοπική δροµολογιακή γραµµή Περάµατος- Παλουκίων Σαλαµίνας, δεν µπορούν να ασκούν πρακτόρευση, όπως δεν ασκούν και δεν µπορούν να ασκήσουν  οι τοπικές δροµολογιακές γραµµές στον Ελλαδικό χώρο αποστάσεως µέχρι 3 ναυτικά µίλια και εποµένως δεν δύνανται να είναι µέλη του ανωτέρω σωµατείου. Ακόμη, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είχε ποτέ την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, αφού  δεν προκύπτει, ούτε καν επικαλείται, ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι  προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Π.Δ 229/1995, ούτε ότι της χορηγήθηκε σχετική άδεια από την αρµόδια λιµενική αρχή. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ασκούσε, κατά τα υποστηριζόμενα από αυτήν, καθήκοντα όμοια με αυτά του ναυτικού πράκτορα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ, ήτοι ότι εξέδιδε, υπ’ ευθύνη της, τα εισιτήρια των επιβατών και τις αποδείξεις µεταφοράς οχηµάτων. Αντίθετα, όπως η ίδια αναφέρει στις πρωτόδικες προτάσεις της, αντικείµενο της εργασίας της ήταν ο έλεγχος και η θεώρηση, διάτρηση των εισιτηρίων, που εξέδιδε και χορηγούσε η πρώτη εναγόμενη (και όχι η ίδια) στους επιβάτες. Επιπροσθέτως, η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της, ότι, µετά τη λήξη της άδειας µητρότητας που είχε λάβει, κατά την επιστροφή της στην εργασία της στις 10-5-2016 η πρώτη εναγοµένη µετέβαλε µονοµερώς τους όρους της εργασιακής της σύµβασης, αφού επιχείρησε να αλλάξει την ειδικότητά της από διοικητική υπάλληλο γραφείου σε πρακτορειακή υπάλληλο και ειδικότερα ότι προσπάθησε να τη µεταφέρει από τα γραφεία της εταιρείας στο κιόσκι έκδοσης εισιτηρίων στο λιµάνι µε συνθήκες εργασίας που αφορούσαν όχι µόνο άλλη ειδικότητα, αλλά και εντελώς διαφορετικό κλάδο εκείνου της σύµβασης εργασίας της µε εντελώς άλλα καθήκοντα.

Άλλωστε, ούτε η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία – εργοδότρια της ενάγουσας, αλλά και οι λοιπές εναγόμενες – μέλη αυτής είχαν την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα – πρακτορειακής επιχείρησης, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και δεδομένου ότι στα επιβατηγά -οχηµαταγωγά πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριµένη τοπική δροµολογιακή γραµµή Παλούκια Σαλαµίνας – Πέραµα, δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας, η ενάγουσα δεν μπορούσε να έχει την ιδιότητα υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης.

Ενόψει δε ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η ενάγουσα δεν έχει την ιδιότητα του ναυτιλιακού πράκτορα, ούτε  της υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης, δεν εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής των από 3-6-2008 και 23-12-2011 Εθνικών Κλαδικών ΣΣΕ «για τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας».  Περαιτέρω, ούτε αν θεωρηθεί αυτή υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρείας, όπως επικουρικά ζητούσε με την αγωγή της, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω ΣΣΕ. Ειδικότερα, η πρώτη από τις ανωτέρω αναφερθείσες κλαδικές ΣΣΕ, ήτοι η από 3-6-2008 ΣΣΕ, η οποία ίσχυσε από  1-1-2008 έως  31-12-2009, παρατάθηκε δε η ισχύς της επί ένα εξάµηνο, σύµφωνα µε το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 1876/1990, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ., 5 της ΠΥΣ 6/2012 και κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική µε την Υ.Α 58032/2713/2008, υπεγράφη από το «Σύνδεσµο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», την «’Ενωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας και την «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» από πλευράς των εργοδοτών και από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσµο Εργαζοµένων στη Ναυτιλία και Τουρισµό» από πλευράς των εργαζοµένων. Όμως, η πρώτη εναγόμενη – εργοδότρια της ενάγουσας, δεν ήταν μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της παραπάνω ΣΣΕ, και δεν θα μπορούσε να είναι, κατά τα αναλυτικώς προεκτεθέντα. Αυτό αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από τις εναγόµενες – εφεσίβλητες εταιρείες, υπ’ αρ. πρωτ. …….. βεβαίωση του «Συνδέσµου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», όπου ρητώς βεβαιώνεται ότι η πρώτη εναγόµενη Κοινοπραξία ουδέποτε υπήρξε µέλος του εν λόγω Συνδέσµου, ούτε ότι θα µπορούσε να είναι µέλος του, καθόσον η γραµµή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραµα – Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή, αλλά τοπική πορθµειακή γραµµή. Επίσης, εφόσον τα πλοία µε τα οποία δραστηριοποιείται η πρώτη εναγόμενη, είναι επιβατηγά – οχηµαταγωγά και όχι φορτηγά ακτοπλοϊκά, αυτή δεν δύναται να είναι µέλος ούτε της συµβαλλόµενης εργοδοτικής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων», όπως επίσης δεν θα µπορούσε να είναι µέλος της εργοδοτικής Οργάνωσης «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας», η οποία µετονοµάστηκε και διαλύθηκε το έτος 2012. Τέλος, σύµφωνα µε το υπ’ αρ. …… έγγραφο της Ένωσης Πλοιοκτητών Πορθµείων Εσωτερικού τα Ε/Γ- Ο/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης που εκτελούν τη γραµµή Περάµατος – Σαλαµίνας είναι µέλη της και η Ένωση αυτή ουδέποτε συµµετείχε (και δεν θα ήταν δυνατόν να συµµετάσχει, καθώς η εν λόγω δροµολογιακή γραµµή αποστάσεως 1,5 ν.µ. απαλλάσσεται της πρακτόρευσης, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 229/1990) στην κατάρτιση και υπογραφή των συλλογικών συµβάσεων εργασίας των υπαλλήλων ναυτιλιακών πρακτορείων, ούτε έχει υπογράψει την από 23-12-2011 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας που αφορά τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας. Τα παραπάνω αναφέρονται και στο υπ’ αριθµ. πρωτ. …….. έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ/νσης Αμοιβής Εργασίας του Τµήµατος Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που, ως κατεξοχήν αρμόδιο για το επίμαχο ζήτημα, απαντώντας στην από 11-01-2016 αίτηση της πρώτης εναγόμενης, απεφάνθη, για τους ως άνω λόγους, ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής της από 3-6-2008 ΣΣΕ, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική. Το έγγραφο αυτό υπερισχύει ως ειδικότερο αλλά και πιο πρόσφατο, του με αρ. πρωτ. ….. από 12-1-1995 εγγράφου της Δ/νσης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας που επικαλείται η ενάγουσα προς επίρρωση των ισχυρισμών της περί υπαγωγής της στην επίμαχη ΣΣΕ, το οποίο αναφέρει ότι ΄΄ οι μισθωτοί που απασχολούνται την κοινοπραξία ε/γ-ο/γ Σ. υπάγονται στην υπ΄αριθμόν 33/94 Διαιτητική Απόφαση για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των ατμοπλοϊκών και πρακτορειακών επιχειρήσεων ακτοπλοΐας όλης της χώρας…΄΄. Σχετικά δε με την από 23-12-2011 Κλαδική ΣΣΕ, η οποία ίσχυσε από την 1-1-2010, έληξε βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 της ΠΥΣ 6/2012 την 14- 2-2013 και παρατάθηκε η  ισχύς της επί ένα τρίμηνο, δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική, οπότε ίσχυσε μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τα οποία ήταν από πλευράς των εργοδοτών ο «Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» και η «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» και από πλευράς εργαζομένων ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό», μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται, για τους λόγους που αναλυτικά προεκτέθηκαν, τόσο η ενάγουσα όσο και η πρώτη εναγόμενη, αντίθετα με τους αβάσιμους ισχυρισμούς της ενάγουσας που επαναλαμβάνει στην ένδικη έφεσή της. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα εκθέτει στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της ότι κακώς έκρινε η εκκαλουμένη ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτή έχει την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, αφού αυτή δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο αλλά ότι είχε καθήκοντα ναυτιλιακού – πρακτορειακού υπαλλήλου ενώ ναυτιλιακοί πράκτορες ήταν οι πλοικτήτριες ναυτιλιακές εταιρείες. Όμως, πέραν του ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ρητά αναφέρεται στις πρωτόδικες προτάσεις της ότι ασκούσε τις εργασίες του ναυτικού πράκτορα, σε κάθε περίπτωση, για να είναι πρακτορειακός υπάλληλος, πρέπει ο εργοδότης της να έχει την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, προϋπόθεση, που εν προκειμένω δεν συντρέχει, κατά τα αναλυτικώς προεκτεθέντα, οπότε ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, η ενάγουσα- εκκαλούσα, υποστηρίζει ότι μη ορθώς η εκκαλουμένη έκρινε ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των από 3-6-2008 και 23-12-2011 εθνικών κλαδικών ΣΣΕ «για τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», διότι ενσωματώθηκαν οι διατάξεις της ως άνω ΣΣΕ στην ατομική της σύμβαση εργασίας, καθώς επίσης, με την ευρύτερη έννοια, οι εναγόμενες ανήκουν στην Ακτοπλοΐα. Όμως, κι αυτή οι ισχυρισμοί της είναι αβάσιμοι, διότι, σε συνδυασμό με όσα αναφέρθηκαν και στη μείζονα σκέψη, όσον αφορά στον πρώτο εξ αυτών, κάτι τέτοιο ουδόλως συνάγεται από την ανάγνωση της προσκομιζόμενης ως άνω ατομικής σύμβασης εργασίας της, όσον αφορά δε στο δεύτερο, δεν μπορεί να γίνει αυθαίρετη διασταλτική ερμηνεία ότι στην ευρύτερη έννοια της τοπικής πορθμειακής γραμμής ανήκει η ακτοπλοΐα, (κατά τα μη ορθώς υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα και τα όσα, προς επίρρωσή τους, αναφέρει ο ενόρκως βεβαιών ………. στην ως άνω υπ΄αρ. ……… ένορκη βεβαίωσή του, που προσκομίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου), οδηγώντας στην εφαρμογή της επίμαχης ΣΣΕ, που αφορά συγκεκριμένους συμβληθέντες κλάδους, στους οποίους δεν ανήκουν οι εναγόμενες- εφεσίβλητες και κυρίως η πρώτη εξ αυτών – εργοδότρια της ενάγουσας, όπως αναλυτικά εκτέθηκε παραπάνω.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που  με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή ως  ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί κατ΄ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’αρ. 3559/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, συνολικά μεταξύ των διαδίκων.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Ιανουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   H  ΓPAMMATEAΣ