ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 282/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Εκκαλούντων: 1) ………, 2)……….., 3) ………., 4) ……… και 5) …………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ασημάκη Λάλλα, με δήλωση.
Εφεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και έχει έδρα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Δέσποινα Ντουρντουρέκα, με δήλωση.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 8.3.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019αγωγή,την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφασή του 1340/2020 απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 8.9.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2020 έφεση(αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../2020 ενώπιον του εφετείου), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 8.9.2020 έφεση των ηττηθέντων εναγόντων, κατά της οριστικής απόφασης 1340/2020 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 8.3.2019 αγωγή τους, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ.Κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ.1, 2 και 4 του Συντάγματος, η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως, που απορρέουν από αυτή, δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια, που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε, αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που ανταποκρίνεται στην αξία, την οποία είχε το απαλλοτριούμενο, κατά τον χρόνο της συζήτησης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. Κατά την διάταξη δε του άρθρου 17 παρ.1 του ν.δ/τος 797/1971 και ήδη του άρθρου 18 του ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.), ο προσδιορισμός της αποζημίωσης γίνεται με δικαστική απόφαση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευόμενης, εν όψει της, ως άνω, διάταξης του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων), σύμφωνα με το οποίο «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους», αντικείμενο της δίκης του καθορισμού της αποζημίωσης και της αρμοδιότητας του Εφετείου, είναι η αποζημίωση εν συνόλω λαμβανομένη, δηλαδή η χορήγηση αποζημίωσης, σε σχέση με την αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ο προσδιορισμός της ωφέλειας του ιδιοκτήτου αυτού, όπου η ύπαρξή της επηρεάζει τις από την απαλλοτρίωση αξιώσεις του, κάθε άλλο θέμα συναφές με την απαλλοτρίωση και η δικαστική δαπάνη (Ολ.Α.Π. 10/2004Νο.Β. 2005, σελ. 45). Όμως, θέμα συναφές με την απαλλοτρίωση και αντικείμενο της δίκης του καθορισμού της αποζημίωσης δεν αποτελεί η διαφορά, η οποία γεννάται επ’ ευκαιρία της απαλλοτρίωσης και έχει ως αντικείμενο αξίωση αποζημίωσης για ζημία και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από παράνομες πράξεις των οργάνων της διοίκησης, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, στα πλαίσια της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης. Η αγωγή, με το ανωτέρω αντικείμενο, ερείδεται στις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (Α.Ε.Δ 13/1992Ελλ.Δ/νη 1993, σελ. 300, ΣτΕ 891/2017,ΣτΕ1634/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ», Μιχ./Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, Έκδοση 2η, άρθρο 1, αρ. 22και Χρ. Τριανταφυλλίδης / Π. Πετροπούλου σε Χαρούλας Απαλαγάγη ΚΠΟΛΔ ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος 1ος, 4η έκδοση, άρθρο 1,αρ. 25) και τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση αυτής (Α.Ε.Δ 13/1992ό.π.,Α.Π. 1/2021Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ»,Α.Π. 1485/2013 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, Α.Π. 1045/2011, Α.Π. 1471/2009 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Εφ.Θεσ. 2260/2014 Αρμ. 2016, σελ. 2106 και Εφ.Καλαμ. 16/2012 Αρμ. 2013, σελ. 538).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες ………….. ιστορούσαν με την από 8.3.2019 αγωγή τους ότι αυτοί και οι δικαιοπάροχοί τους, ήταν συγκύριοι, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά, του ειδικά περιγραφόμενου ακινήτου, επιφάνειας 3.105,40 τ.μ., που βρισκόταν στη Νίκαια Αττικής, την κυριότητα του οποίου απέκτησαν με τον αναφερόμενο τρόπο. Ότι το ακίνητο αυτό αποτέλεσε τμήμα ευρύτερης έκτασης, που απαλλοτριώθηκε υπέρ και με δαπάνες του Οργανισμού Σχολικών Κτηρίων, για την ανέγερση σχολείου. Ότι με την απόφαση 1035/1986 του Εφετείου Πειραιώς καθορίστηκε οριστική τιμή μονάδας για την αποζημίωση της απαλλοτριωθείσας έκτασης στο ποσό των 14.000 δρχ. (ήδη 41,08 ευρώ)/τ.μ. Ότι το εναγόμενο, δια του οργάνου του – Οικονομικού Εφόρου της Α´ Οικονομικής Εφορίας Πειραιώς, πρόβαλε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη συζήτηση της δίκης για την αναγνώριση δικαιούχων της ως άνω αποζημίωσης, τον ισχυρισμό περί δήθεν ιδίας κυριότητας αυτού (Ελληνικού Δημοσίου), με αποτέλεσμα το δικαστήριο να απόσχει από την αναγνώριση των δικαιούχων και να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία, αν και από έγγραφα προέκυπτε η κυριότητα των δικαιοπαρόχων τους και ότι το δημόσιο δεν είχε προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ότι από την παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά των οργάνων του εναγόμενου υπέστησαν μεγάλη οικονομική ζημία, αφού αναγκάστηκαν να ασκήσουν την από 18.12.1987 αγωγή για την αναγνώρισή τους ως δικαιούχων, επί της οποίας, μετά την έκδοση δύο προδικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες διατάχθηκαν αποδείξεις και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με την πρώτη και η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη δεύτερη, εκδόθηκε η απόφαση 602/2003 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αναγνωρίστηκαν δικαιούχοι της ανωτέρω αποζημίωσης, που είχε καθοριστεί με την απόφαση 1035/16.10.1986 του Εφετείου Πειραιώς. Ότι μετά την άσκηση της από 20.4.2004 έφεσης από το εναγόμενο δημόσιο, κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης και την έκδοση της απόφασης 1082/2004 του Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε την έφεση,το εναγόμενο άσκησε την από 22.4.2008 αίτηση αναίρεσης, οπότε με την απόφαση 213/2011 του Αρείου Πάγου έληξε η αντιδικία μεταξύ των διαδίκων. Ότι ο δικαστικός αγώνας αυτός δεν θα διεξαγόταν, εάν δεν είχε λάβει χώρα, η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου (με την υποβολή του ισχυρισμού περί κυριότητας της απαλλοτριούμενης έκτασης από το δημόσιο, που προβλήθηκε ψευδώς και αντίθετα με την καλή πίστη), αν και με το έγγραφο ……/31.12.1971 του Υπουργείου Οικονομικών – Οικονομική Εφορία Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών, κατόπιν αιτήσεως του δικαιοπαρόχου των δύο πρώτων (εναγόντων), αυτό είχε αποφανθεί ότι δεν προβάλλει (το Δημόσιο) δικαιώματα κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου, με συνέπεια την εσφαλμένη απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, περί αποχής του να δικάσει την αίτηση τούτων, για την αναγνώρισή τους ως δικαιούχων. Ότι η παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του (εναγόμενου), ως προς την άσκηση των ανωτέρω ενδίκων μέσων (έφεσης και αναίρεσης), επιτείνεται από το γεγονός ότι είχε κριθεί αμετάκλητα (με την απόφαση 1122/1999 του Αρείου Πάγου) πως όμορη ιδιοκτησία της ίδιας απαλλοτριωθείσας έκτασης, αποτελούσε ιδιωτική έκταση και είχε απορριφθεί ο ισχυρισμός περί ιδίας κυριότητας αυτού. Ότι αποτέλεσμα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δημοσίου ήταν να παρεμβληθεί 25ετής αντιδικία και αδυναμία είσπραξης της αποζημίωσης που προσδιορίσθηκε, κατά τα ανωτέρω, λόγω της απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους. Ότι η αποζημίωση αυτή, ανερχόμενη, κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, περί αποχής του από την αναγνώριση αυτών ως δικαιούχων (1986), στο ποσό των 43.475.600 δραχμών (ή 127.587,97 ευρώ), έχει απωλέσει την αγοραστική της αξία, η οποία έχει σχεδόν εκμηδενισθεί, ώστε να μη πληροί την έννοια της πλήρους αποζημίωσης, κατά το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατόπιν τούτων, ζήτησαν από το εναγόμενο– Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ανωτέρω επικαλούμενης αδικοπραξίας,ως αποζημίωση,μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις τους (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.) :1) να υποχρεωθεί να καταβάλει,για την στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας τους το ποσό του 1.000.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλει αυτό των 602.119,30 ευρώ, ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας του κάθε ενάγοντος (557 ευρώ/τ.μ.,η αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου Χ 3.105,40 τ.μ., η έκταση του ακινήτου = 1.729.707,80 ευρώ – 127.587,97 ευρώ, η ήδη ληφθείσα αποζημίωση) και να αναγνωριστεί ότι οφείλει τα ποσά:2) των 33.664,86 ευρώ για καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και αυτό των 3.206,17 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς,που αφορούν στους τόκους που θα εισέπρατταν από 1.1.1987 έως 30.6.2011, εάν τοποθετούσαν το ποσό που έλαβανως αποζημίωση, λόγω της απαλλοτρίωσης, σε μηνιαίο προθεσμιακό τραπεζικό λογαριασμό,3) των 20.000 ευρώ σε καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και αυτό των 5.000 ευρώ σε καθένα από τους λοιπούς, ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου, 4) των 10.000 ευρώ για καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και αυτό των 5.000ευρώ για καθένα από τους λοιπούς, ως αποζημίωση για την παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης για την αναγνώρισή τους ως δικαιούχων,5) των 1.467,35 ευρώ, που κατέβαλαν ο καθένας από τους δύο πρώτους ενάγοντες,ως αμοιβή του πραγματογνώμονα που διέταξε το δικαστήριο για την αναγνώριση δικαιούχων και 6)των 2.283,19 ευρώ, που κατέβαλαν ο καθένας από τους δύο πρώτους ως αμοιβή του δικηγόρου τους, κατά τη διάρκεια του 25ετούς δικαστικού αγώνα για να αναγνωριστούν δικαιούχοι και να λάβουν την αποζημίωση, λόγω της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους.Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως αόριστα τα δύο πρώτα και το τέταρτο αιτήματα της αγωγής και ως μη νόμιμα τα πέμπτο και έκτο, έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως προς το τρίτο αίτημα, ως στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. και το απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει η αγωγή τους. Σημειωτέον ότι με την υπό κρίση έφεση οι εκκαλούντες παραδεκτά παραιτήθηκαν (άρθρο 297 του Κ.Πολ.Δ.) από το με αριθμό 2 αίτημά τους (άρθρο 294 του ίδιου Κώδικα), αφού το εναγόμενο δεν πρόβαλε αντιρρήσεις, οπότε πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη η δίκη ως προς αυτό (άρθρο 295 του Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο, με βάση το περιεχόμενο αυτό, τα λοιπά αιτήματά της αγωγής (1ο, 3ο, 4ο, 5οκαι 6ο), δεν αφορούν σε θέμα συναφές με την απαλλοτρίωση και το αντικείμενο της δίκης του καθορισμού της αποζημίωσης στο πλαίσιο αυτής, αλλά φέρουν το χαρακτήρα αγωγής αποζημίωσης του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., εφόσον έχουν ως αντικείμενο την αποζημίωση ιδιώτη και την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αυτού, από παράνομες και υπαίτιες πράξεις των αρμοδίων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, στο πλαίσιο της, ως άνω, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που έλαβαν χώρα μετά τον καθορισμό της αποζημίωσης για το απαλλοτριωθέν ακίνητο. Σημειωτέον ότι στην ίδια νομική βάση, του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., σε συνδυασμό με την αυξημένης ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ερείδεται και το με αριθμό 4 αίτημα (χρηματική ικανοποίηση λόγω μη εύλογης διάρκειας της δίκης), εφόσον αφορά σε περιστατικά πριν τη θέσπιση της σχετικής διαδικασίας με την έκδοση των νόμων 4055/2012 και 4239/2014, αλλά και των ποσών που λόγω της επικαλούμενης αδικοπραξίας του ελληνικού δημοσίου, αναγκάστηκαν να καταβάλουν ως αμοιβή τόσο στον ορισθέντα πραγματογνώμονα,που διέταξε το δικαστήριο για την αναγνώριση δικαιούχων, όσο και στο δικηγόρο τους, κατά τη διάρκεια του 25ετούς δικαστικού αγώνα για να αναγνωριστούν δικαιούχοι και να λάβουν την αποζημίωση, λόγω της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους. Επομένως, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, για την εκδίκαση των αιτημάτων αυτών της αγωγής, έχουν δικαιοδοσία τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια και όχι τα πολιτικά (δικαστήρια) και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία να δικάσει την ως άνω αγωγή, την οποία και απέρριψε, εσφαλμένα εφάρμοσε τις αναφερόμενες στην μείζονα σκέψη διατάξεις.
ΙV. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 1340/2020 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τα αιτήματα της αγωγής περί καταβολής ποσών: 1) 1.602.119,83 ευρώ, ως αποζημίωσης για την στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας των εναγόντων, ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας του καθενός, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου, 2) 20.000 ευρώ σε καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και από 5.000 ευρώ σε καθένα από τους λοιπούς, ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, 3) 10.000 ευρώ για καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και από 5.000 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς, ως αποζημίωση για την παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης για την αναγνώρισή τους ως δικαιούχων, 4) των 1.467,35 ευρώ, που κατέβαλαν ο καθένας από τους δύο πρώτους ενάγοντες, ως αμοιβή του πραγματογνώμονα που διέταξε το δικαστήριο για την αναγνώριση δικαιούχων και 5) των 2.283,19 ευρώ, που κατέβαλαν ο καθένας από τους δύο πρώτους ως αμοιβή του δικηγόρου τους, κατά τη διάρκεια του 25ετούς δικαστικού αγώνα για να αναγνωριστούν δικαιούχοι και να λάβουν την αποζημίωση, λόγω της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους. Επιπλέον, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), ως προς τα αιτήματα αυτά και ερευνηθεί η από 8.3.2019 αγωγή ως προς αυτά, πρέπει να απορριφθούν, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα, κατ’ άρθρο 4 εδ. τελευταίο του Κ.Πολ.Δ., ως απαράδεκτα,λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσαν με το …………ηλεκτρονικό παράβολο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι πριν οι ενάγοντες απευθυνθούν στα πολιτικά δικαστήρια απορρίφθηκε η αγωγή,που είχαν προηγουμένως ασκήσει στα διοικητικά δικαστήρια,ως απαράδεκτη, επίσης ελλείψει δικαιοδοσίας (άρθρα179 και 183 εδ. β´ τουΚ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Θεωρεί καταργημένη τη δίκη ως προς το αίτημα της αγωγής, με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει το ποσό των 33.664,86 ευρώ σε καθέναν από τους δύο πρώτους ενάγοντες και αυτό των 3.206,17 ευρώ σε καθένα από τους λοιπούς (ενάγοντες), που αφορούν στους τόκους, που θα εισέπρατταν από 1.1.1987 έως 30.6.2011, εάν τοποθετούσαν το ποσό που έλαβαν ως αποζημίωση, λόγω της απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους, σε μηνιαίο προθεσμιακό τραπεζικό λογαριασμό.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 8.9.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 έφεση, ως προς τα κεφάλαια περί καταβολής αποζημίωση από το εναγόμενο – Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της επικαλούμενης αδικοπραξίας των οργάνων του, των ποσών: 1)των 1.602.119,83 ευρώ, ως αποζημίωσης για την στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας των εναγόντων, ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας του καθενός, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου, 2)των 20.000 ευρώ σε καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και από 5.000 ευρώ σε καθένα από τους λοιπούς, ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστησαν,3)των 10.000 ευρώ για καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και από 5.000 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς, ως αποζημίωση για την παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης για την αναγνώρισή τους ως δικαιούχων, 4) των 1.467,35 ευρώ, που κατέβαλαν ο καθένας από τους δύο πρώτους ενάγοντες, ως αμοιβή του πραγματογνώμονα που διέταξε το δικαστήριο για την αναγνώριση δικαιούχων και 5) των 2.283,19 ευρώ, που κατέβαλαν ο καθένας από τους δύο πρώτους ως αμοιβή του δικηγόρου τους, κατά τη διάρκεια του 25ετούς δικαστικού αγώνα για να αναγνωριστούν δικαιούχοι και να λάβουν την αποζημίωση, λόγω της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 1340/2020 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τα ανωτέρω αιτήματα της αγωγής.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 8.3.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019 αγωγή ως προς τα αιτήματα αυτά.
Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, ως προς τα ανωτέρω αιτήματα.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσαν και αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Συμψηφίζει, στο σύνολό της, τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5 Μαΐου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης, στις 11 Μαΐου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ