ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 574/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……… για να δικάσει τις κάτωθι υποθέσεις μεταξύ:
Της εκκαλούσας – ασκήσασας πρόσθετο λόγο έφεσης – εναγομένης: μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας ……………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Κυριακή Κουντούρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης – καθ’ης ο πρόσθετος λόγος έφεσης – ενάγουσας: ……… εταιρείας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Αναγνωστόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.1.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./24.1.2019) αγωγή λογοδοσίας σε βάρος των εναγομένων 1) μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και 2) …………, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της ως προς την επωνυμία της πρώτης εναγομένης και το επώνυμο του δεύτερου εναγομένου αντίστοιχα, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η ήδη καταστάσα οριστική υπ’αριθμ. 4063/2019 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αφενός μεν απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη όσον αφορά το δεύτερο εναγόμενο (και δη ως παθητικώς ανομιμοποίητη), αφετέρου δε έγινε αυτή δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη και διατάχθηκαν τα ειδικότερα στο διατακτικό της αναφερόμενα.
Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό πρώτη εναγόμενη με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 29.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../29.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ………./5.11.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση.
Η αυτή ως άνω εκκαλούσα άσκησε σε βάρος της ιδίας πρωτόδικης απόφασης και το από 22.7.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../23.7.2021) δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης, το οποίο επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω υποθέσεων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, με τις οποίες και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι δικόγραφα: α) Η από 29.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../29.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./5.11.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό πρώτης εναγομένης της ασκηθείσας από την εφεσίβλητη ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 22.1.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/24.1.2019) αγωγής λογοδοσίας και β) το από 22.7.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../23.7.2021) δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης της αυτής ως άνω εκκαλούσας, αμφότερα στρεφόμενα κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ.4063/2019 (ήδη καταστάσας οριστικής) απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, όσον αφορά ειδικότερα στην εκκαλούσα, έγινε δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η ανωτέρω σε παροχή λογοδοσίας στην ενάγουσα, τα οποία (έφεση και δικόγραφο πρόσθετου λόγου αυτής) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 474 και 477 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η οριστικότητα της απόφασης που διατάσσει λογοδοσία και τάσσει προθεσμία από την επίδοσή της για την κατάθεση του λογαριασμού τελεί υπό αίρεση (ΑΠ 978/1997 ΕλλΔνη 1998.110, Π. Αρβανιτάκης, Προθεσμία εφέσεως κατ’αποφάσεως που διατάσσει παροχή λογοδοσίας χωρίς αίτημα καταβολής του καταλοίπου, σε ΕΠολΔ 2013/782 επομ.[785]). Καθίσταται δε οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας μόνον αφού παρέλθει άπρακτη η ορισθείσα προθεσμία καταθέσεως του λογαριασμού (ΑΠ 7072020 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 344/2004 ΧρΙΔ 2004/543, ΝοΒ 2005.465, ΕφΑθ 8553/2004 ΕλλΔνη 2006.259). Επομένως, μέχρι το χρονικό αυτό σημείο δεν υπόκειται σε έφεση (ΑΠ 565/1999 ΕλλΔνη 1999.1079, ΕλλΔνη 2000.106,137) και δυνατότητα προσβολής της ανακύπτει αν ο λογαριασμός δεν κατατεθεί εντός της προθεσμίας που τάχθηκε προς τούτο, οπότε η απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία γίνεται οριστική και υπόκειται έκτοτε σε έφεση, κατά το άρθρο 513 παρ.1 περ.β εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ (ΑΠ 707/2020 ΤΝΠ Νόμος). Η επίδοση της απόφασης που γίνεται σε εκτέλεση της σχετικής επιταγής του δικαστηρίου κινεί μόνον την προθεσμία που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού, όχι δε και την προθεσμία για την άσκηση έφεσης που κατά το άρθρο 518 § 1 του ιδίου Κώδικα εκκινεί από την επίδοση της οριστικής πλέον απόφασης, και διαρκεί επί τριάντα ή εξήντα ημέρες. Για την έναρξη της προθεσμίας αυτής απαιτείται η άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, μετά την οποία πληρούται η αίρεση υπό την οποία τελεί η οριστικότητα της απόφασης που διέταξε τη λογοδοσία (Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 518, αριθμ. 24, σελ. 135) και καθίσταται αυτή εκκλητή (ΕφΠειρ 355/2019, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΔυτΣτΕλ 52/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 206/2000 Αρμ. 2002.715). Για την εκκίνηση της προθεσμίας έφεσης απαιτείται νέα επίδοση της (οριστικής πλέον) απόφασης (ΑΠ 1651/1987 ΕλλΔνη 1988.1377, ΕΕΝ 1988.883, ΕφΘεσ 1597/2000 Αρμ.2001.389) και δεν αρκεί η προηγούμενη επίδοσή της, αφού αυτή πραγματοποιήθηκε πριν την οριστικοποίησή της και ελαβε χώρα μόνο για να εκκινήσει η προθεσμία της λογοδοσίας (ΕφΠειρ 314/2014 ΕλλΔνη 2015.489, ΕφΘεσ 1550/2012 ΕΠολΔ 2013.808). Αν λοιπόν λάβει χώρα νέα επίδοση, αυτή αποτελεί και το εναρκτήριο γεγονός της προθεσμίας έφεσης, ενώ αν δεν λάβει χώρα νέα επίδοση η έφεση κατά της απόφασης, που διέταξε τη λογοδοσία ασκείται εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας της παρ. 2 του άρθρου 518 του ΚΠολΔ, που και αυτή αφετηριάζεται από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού (ΑΠ 1446/2012 ΧρΙΔ 2013.281), η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί προς τη δημοσίευση της απόφασης, αφού, σε διαφορετική περίπτωση, δε θα ήταν ποτέ δυνατή η έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης (ΕφΑθ 2041/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 173/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 355/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 314/2014 ΕλλΔνη 2015.489, ΕφΑθ 6549/2009 ΔΕΕ 2010.438 ΕΕμπΔ 2010.355). Η κρινόμενη από 29.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/29.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../5.11.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση, η οποία βάλλει κατά της υπ’αριθμ. 4063/2019 ήδη οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρ. 495 παρ.1, 2 του ΚΠολΔ) στις 29.10.2020 (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. ………./29.10.2020 πράξη κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), ήτοι πριν από τη λήξη της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, επί της οποίας επισημαίνονται τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθμ.4063/2019 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έγινε δεκτή και ως βάσιμη κατ’ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη μονοπρόσωπη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία η από 22.1.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./24.1.2019) αγωγή της εφεσίβλητης εταιρείας (ως προς το δεύτερο εναγόμενο απορρίφθηκε ως παθητικώς ανομιμοποίητη) και υποχρεώθηκε η ανωτέρω εναγόμενη και νυν εκκαλούσα να αποδώσει στην ενάγουσα λογοδοσία, ως διαχειρίστρια δύο (2) σκαφών αναψυχής, πλοιοκτησίας της αντιδίκου της, όσον αφορά το εξ αυτών σκάφος με την ονομασία «P/YNH» για το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάρτιο του έτους 2015 μέχρι και το έτος 2017, ενώ όσον αφορά το έτερο σκάφος με την ονομασία «S/YNHII» για το έτος 2017, διά της κατάθεσης στη Γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου λογαριασμού, περιέχοντος σαφή, ορισμένη και λεπτομερή κατά το δυνατόν αντιπαράθεση των εσόδων και εσόδων από την εκ μέρους της διαχείριση, μετά των σχετικών παραστατικών – δικαιολογητικών, τάχθηκε δε προς τούτο προθεσμία έξι (6) μηνών, αρχόμενη από την επίδοση της απόφασης αυτής, η οποία, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ………/13.12.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …….. πραγματοποιήθηκε στις 13.12.2019. Από την επομένη ημέρα και δη από τις 14.12.2019 εκκίνησε η ταχθείσα στην πρώτη εναγόμενη προς παροχή λογοδοσίας προθεσμία, η οποία παρήλθε άπρακτη μετά την πάροδο έξι (6) μηνών, λήγουσα την αντίστοιχη ημεροχρονολογία και δη στις 14.6.2020, χωρίς στο μεταξύ να κατατεθεί σχετικός λογαριασμός (άρθρα 144, 145 παρ 2 του ΚΠολΔ). Αφού η εκκαλουμένη απόφαση κατέστη τοιουτοτρόπως οριστική ως προς την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης προς παροχή λογοδοσίας, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, επακολούθησε νέα επίδοσή της στις 9.10.2020, προκειμένου να εκκινήσει κατ’άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, νέα προθεσμία, αυτήν την φορά για την άσκηση κατ’αυτής έφεσης, η οποία άρχισε από την επομένη της επίδοσής της και δη στις 10.10.2020 και έληξε την αντίστοιχη ημεροχρονολογία μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών και δη στις 30.10.2020, ενώ η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 29.10.2020 κατά τα προεκτεθέντα, ήτοι εντός της ανωτέρω προθεσμίας, με την επισήμανση ότι έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Περαιτέρω, η αυτή ως άνω εκκαλούσα άσκησε κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης πρόσθετο λόγο έφεσης με το από 22.7.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../23.7.2021) ιδιαίτερο δικόγραφό της, πλήττοντας κεφάλαιο της εκκαλουμένης ήδη προσβληθέν με την έφεση, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 23.7.2021 και, αφού συντάχθηκε έκθεση κάτωθεν τούτου, κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη αυθημερόν, ήτοι πλέον των τριάντα (30) ημερών προ της αναγραφομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (23.9.2021), κατά την οποία συζητήθηκε η έφεση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα και ασκήσασα τον πρόσθετο λόγο έφεσης υπ’αριθμ. …../23.7.2021 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……….. και, επομένως, εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, καθώς και το δικόγραφο του πρόσθετου λόγου αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιου προς εκδίκασή τους, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτά και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων, που διαλαμβάνονται στο καθένα εξ αυτών (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
H ενάγουσα εταιρεία με την από 22.1.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/24.1.2019) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως το δικόγραφο αυτής παραδεκτά διορθώθηκε με τις κατατεθείσες ενόψει της συζήτησής της προτάσεις των εναγομένων ως προς την επωνυμία της πρώτης εξ αυτών και ως προς το επώνυμο του δεύτερου αντίστοιχα, επικαλούμενη ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια δύο (2) σκαφών αναψυχής με την ονομασία P/YNH» και «S/YNHII», καθώς και ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ο δεύτερος είναι ο διαχειριστής, δυνάμει σύμβασης, που καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ τους στις 10.3.2015 με ετήσια διάρκεια, ανανεώθηκε κατά το μήνα Μάρτιο του επομένου έτους και στη συνέχεια παρατάθηκε μέχρι και το έτος 2017, όταν και έληξε με μεταγενέστερη συμφωνία τους, ανέλαβε την υποχρέωση προώθησης του ανωτέρω σκάφους προς ναύλωση μέσω του εσωτερικού τμήματος των μεσιτών της ή μέσω συνεργαζομένων μαζί της ναυλομεσιτικών εταιρειών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, ενημέρωσης της διεθνούς ναυλομεσιτικής κοινότητας περί της διαθεσιμότητας του σκάφους, διαφήμισης αυτού με ποικίλους τρόπους στον τύπο και στις συνεργαζόμενες εταιρείες, αλλά επιπροσθέτως και ολοκλήρωσης της διαδικασίας εκάστης ναύλωσης διά της είσπραξης του ποσού του συνολικού ναύλου από τον εκάστοτε ναυλωτή και απόδοσης στη συνέχεια στην ίδια του αναλογούντος καθαρού ποσού, κατόπιν αφαίρεσης της αμοιβής της και αυτής του τυχόν έτερου εμπλακέντος στη ναύλωση ημεδαπού ή αλλοδαπού μεσίτη. Ότι η αμοιβή της συμφωνήθηκε σε κυμαινόμενο ποσοστό επί της συνολικής αξίας του ναύλου, η οποία διαφοροποιείτο αναλόγως του διαμεσολαβήσαντος στην κατάρτιση της ναύλωσης προσώπου (εάν δηλαδή επρόκειτο περί των δικών της συνεργατών και μόνον ή/και περί ελληνικής ναυλομεσιτικής εταιρείας ή/και τέτοιας εταιρείας του εξωτερικού), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα. Ότι για το έτος 2017 η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση παροχής των ίδιων υπηρεσιών και για το έτερο σκάφος της με την ονομασία S/YNHII» με ατύπως καταρτισθείσα μεταξύ τους αντίστοιχη σύμβαση αντί της αυτής αμοιβής, καθώς και ότι για τα έτη 2015 και 2016 η επίσης συμβατικώς και ομοίως ατύπως αναληφθείσα υποχρέωσή της όσον αφορά το πρώτο σκάφος περιελάμβανε επιπλέον και την καταβολή για λογαριασμό της των μισθών του πληρώματός του και την αποπληρωμή των πάσης φύσης εξόδων του. Ότι κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017 καταρτίσθηκαν με τη διαμεσολάβηση της πρώτης εναγομένης, ή και αυτής και συνεργαζομένων μαζί της ναυλομεσιτικών εταιρειών του εσωτερικού ή αντίστοιχων του εξωτερικού, ή μόνον άλλων μεσιτών, οι ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο σαράντα δύο (42) ναυλώσεις αμφοτέρων των σκαφών της συνολικά. Ότι εκ των ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι η πρώτη εναγόμενη σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων διαχειρίσθηκε περιουσιακά της στοιχεία (τα προαναφερθέντα σκάφη), που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, πλην όμως ατάκτως και πλημμελώς όσον αφορά το κάθε φορά παρακρατηθέν από το συμφωνηθέντα ναύλο ποσό της αμοιβής της και το αντίστοιχο ποσό της αμοιβής του διαμεσολαβήσαντος στην κατάρτιση της ναύλωσης ημεδαπού ή αλλοδαπού μεσίτη, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκθέτει στο δικόγραφο, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να σχηματίσει πλήρη και σαφή εικόνα επί των εξόδων και των εσόδων από την εκμετάλλευση των σκαφών της. Ότι η ανωτέρω αντίδικός της αρνείται, διά του δευτέρου εναγομένου/νομίμου εκπροσώπου της, παρά τα συνεχή γραπτά και προφορικά αιτήματά της, να της αποδώσει εκουσίως λογοδοσία επί της ασκηθείσης διαχείρισης των σκαφών της, ενόψει μάλιστα και των διαπιστωθεισών πλημμελειών ως προς τις κάθε φορά παρακρατηθείσες εκ του ναύλου αμοιβές της ιδίας και των τρίτων ναυλομεσιτών, διά της ανακοίνωσης λογαριασμού, που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, μετά των σχετικών δικαιολογητικών και το εξ αυτής προκύπτον κατάλοιπο. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε 1) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της παράσχει λογοδοσία και ειδικότερα να υποχρεωθεί εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την επίδοση σ’αυτήν της εκδοθησομένης απόφασης να καταθέσει στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου λογαριασμό, που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων και το κατάλοιπο από τη διαχείρισή της σε σχέση με όλες τις ναυλώσεις των εν λόγω σκαφών, ως προς το πρώτο εξ αυτών για το χρονικό διάστημα Μάρτιος του 2015 έως και το έτος 2017, ενώ ως προς το δεύτερο για το έτος 2017, αναφέροντας συγκεκριμένα πόσοι ναύλοι εισπράχθηκαν, για ποια ναύλωση εισπράχθηκε κάθε ναύλος, ποια ήταν τα έξοδα λειτουργίας των πλοίων τα έτη 2015 και 2016 και σε ποιες τρίτες εταιρείες καταβλήθηκαν αμοιβές επί των ναύλων και β) να επισυνάψει στο λογαριασμό τα δικαιολογητικά που συνηθίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση για τα έσοδα και έξοδα, με κατάλογο των δικαιολογητικών αυτών, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, τιμολόγια που αφορούν τις πληρωμές για τη λειτουργία των πλοίων, τραπεζικά εμβάσματα για τις ανωτέρω πληρωμές, τιμολόγια τρίτων εταιρειών που μεσολάβησαν στις ναυλώσεις, αποδεικτικά τραπεζικών συναλλαγών, πληρωμών, εισπράξεων, εμβασμάτων, εντολών στις συνεργαζόμενες ναυλομεσιτικές εταιρείες του εσωτερικού και του εξωτερικού συνταχθησομένης από το γραμματέα της σχετικής έκθεσης κατάθεσης, 2) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη σε καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού και δη του ποσού, το οποίο μετά την απόδοση και εκκαθάριση του λογαριασμού θα κριθεί ότι της οφείλεται με το νόμιμο τόκο μέχρι την εξόφληση, 3) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη, σε περίπτωση που δεν καταθέσει εμπρόθεσμα στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου το λογαριασμό ή τον κατάλογο με τα δικαιολογητικά, να της καταβάλει, ως πιθανολογούμενο έλλειμμα, το ποσό των 63.923,29 ευρώ, υπολογιζόμενο με βάση τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, σύμφωνα με το άρθρο 473 του ΚΠολΔ, 4) να καταδικασθεί η πρώτη εναγόμενη σε χρηματική ποινή ποσού 50.000 ευρώ και να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του δεύτερου εναγομένου διαρκείας μέχρι ενός (1) έτους, σύμφωνα με το άρθρο 946 του ΚΠολΔ, για την περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης και 5) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της με αυτήν ανοιγείσας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.4063/2019 απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι το ανωτέρω Δικαστήριο, στο οποίο εισήχθη αυτή προς εκδίκαση, είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο να επιληφθεί σχετικώς, λόγω του αιτουμένου ποσού του πιθανολογουμένου ελλείμματος και της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθώς και ότι η αγωγή, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, ως προς το αίτημα παροχής από την πρώτη εναγόμενη λογοδοσίας και καταδίκης της τελευταίας στην καταβολή του τυχόν καταλοίπου του λογαριασμού, είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεων των εναγομένων απορριφθεισών ως αβασίμων, ακολούθως έγινε δεκτό ότι η αγωγή, όσον αφορά στην πρώτη εναγόμενη, είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες στην απόφαση διατάξεις, πλην του αιτήματος περί καταβολής τόκων επί του καταλοίπου μέχρι την εξόφληση, το οποίο απορρίφθηκε ως αόριστο, ελλείψει προσδιορισμού του χρονικού σημείου έναρξης της τοκοφορίας και του αιτήματος περί καταδίκης των εναγομένων στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας με το σκεπτικό ότι, διαρκούσης της προθεσμίας κατάθεσης του καταλόγου, η απόφαση που διατάσσει λογοδοσία, δεν είναι οριστική. Περαιτέρω, με την αυτή ως άνω απόφαση επισημάνθηκε ότι δεν υποβλήθηκε με την αγωγή αίτημα καταβολής τόκων επί του αιτουμένου ποσού του πιθανολογουμένου ελλείμματος για την περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού, καθώς και, όσον αφορά τη νομική βασιμότητα της αγωγής, ότι, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, θεμελιώνεται κατά νόμο η ιδιότητα της πρώτης εναγομένης ως ασκήσασας τη διαχείριση ξένων υποθέσεων και δη αυτών της ενάγουσας, που συνεπαγόταν την είσπραξη εσόδων και τη απόδοση δαπάνων και, συνεπώς, της υπόχρεης σε παροχή λογοδοσίας και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις της πρώτης εναγομένης. Ακολούθως με την ανωτέρω απόφαση, αφού απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη και συγκεκριμένα ως παθητικώς ανομιμοποίητη σε σχέση με το δεύτερο εναγόμενο, επιβληθείσης σε βάρος της ενάγουσας της δικαστικής του δαπάνης λόγω της ήττας της, και ερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί της πρώτης εναγομένης, εκ των οποίων, πέραν της άρνησης της αγωγής όσον αφορά την επικαλούμενη στην αγωγή ιδιότητά της ως διαχειρίστριας υπόθεσης της ενάγουσας, η επικουρικά προβληθείσα ένστασή της περί παροχής στην ενάγουσα εξώδικης λογοδοσίας επί της ασκηθείσης διαχείρισης των εν λόγω σκαφών και έγκρισης από την τελευταία της αποδοθείσας λογοδοσίας κρίθηκε νόμιμη και ερευνητέα κατ’ουσίαν, ενώ οι επίσης επικουρικά προβληθείσες ενστάσεις της περί παραγραφής και καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης απορρίφθηκαν ως νόμω αβάσιμες, διερευνήθηκε η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας διά της εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων. Με την ίδια απόφαση, αφού έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η πρώτη εναγόμενη σε εκτέλεση συμβάσεων με την ενάγουσα διαχειρίσθηκε υπόθεση της τελευταίας, που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, σε σχέση με τα εν λόγω σκάφη αναψυχής, πλοιοκτησίας της, ότι η ανωτέρω διαχειρίστρια αρνήθηκε να της παράσχει εξώδικη λογοδοσία, ότι η ενάγουσα ουδέποτε ενέκρινε τα ποσά, που αφορούσαν στις αμοιβές της πρώτης εναγομένης και λοιπών τρίτων ναυλομεσιτικών εταιρειών, διαμεσολαβησασών στην κατάρτιση των ναυλώσεων των σκαφών της για τις επίμαχες χρονικές περιόδους, απορριφθείσης της σχετικής ένστασης της πρώτης εναγομένης και, επομένως, ότι υποχρεούται αυτή σε παροχή λογοδοσίας, και απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε δεκτή κατά τα λοιπά η αγωγή και ως βάσιμη κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη να καταθέσει στη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου, συνταχθησομένης της κατά το άρθρο 475 παρ.1 του ΚΠολΔ σχετικής έκθεσης, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την επίδοση σ’αυτήν της απόφασης: α) Λογαριασμό, ο οποίος να περιέχει σαφή, ορισμένη και κατά το δυνατόν λεπτομερή αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, που προκύπτουν από την εκ μέρους της διαχείριση των πλοίων αναψυχής της ενάγουσας, ήτοι του σκάφους με την ονομασία «P/YNH» από το Μάρτιο του 2015 μέχρι και το έτος 2017 και του έτερου σκάφους με την ονομασία «S/YNHΙΙ» για το έτος 2017, αναφέροντας το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής και β) όλα τα σχετικά παραστατικά – δικαιολογητικά, που συνηθίζονται για τα έσοδα και έξοδα του συγκεκριμένου λογαριασμού, ενώ, για την περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού, απειλήθηκε σε βάρος της χρηματική ποινή ποσού 5.000 ευρώ, επιπροσθέτως καταδικάσθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 63.923,29 ευρώ, ως πιθανολογούμενο εκ της διαχείρισής της έλλειμμα, ενώ, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής του ποσού του καταλοίπου του λογαριασμού, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την αυτή απόφασή του επιφυλάχθηκε να αποφασίσει σχετικώς κατά το δεύτερο στάδιο της δίκης, που θα επακολουθήσει της κατάθεσης από την πρώτη εναγομένη του λογαριασμού της διαχείρισής της. Η πρώτη εναγόμενη, ως ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προαναφερθείσας πρωτόδικης απόφασης, άσκησε σε βάρος της παραδεκτά, όταν κατέστη οριστική, με την παρέλευση άπρακτης της με αυτήν ταχθείσας στην ανωτέρω διάδικο προθεσμίας προς παροχή λογοδοσίας κατά τα προεκτεθέντα α) την κρινόμενη από 29.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../29.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ…………/5.11.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, με την οποία βάλλει κατά της εκκαλουμένης για τους ειδικότερα παρατιθέμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τις παραδοχές του επί της ουσίας της υπόθεσης, που αφορούν συνοπτικά στην κρίση περί της ιδιότητάς της ως διαχειρίστριας υπόθεσης της ενάγουσας και, επομένως, ως υπόχρεης σε παροχή λογοδοσίας και περί της απόρριψης ως κατ’ουσίαν αβάσιμης της επικουρικά προβληθείσας ένστασής της έγκρισης από την ενάγουσα της εξωδίκως αποδοθείσας λογοδοσίας (η ίδια διατείνεται ότι ουδέποτε προέβη στην άσκηση διαχειριστικών πράξεων, αλλά λειτουργούσε αποκλειστικά και μόνον ως ναυλομεσίτρια – αντί αμοιβής – των σκαφών αναψυχής της αντιδίκου της, σε εκτέλεση των μεταξύ τους συμβάσεων, επισημαίνοντας ότι κατά τα ειωθότα στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική ο ναυλομεσίτης εισπράττει τον ναύλο και τον αποδίδει στον πλοιοκτήτη, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού της συμφωνηθείσης αμοιβής του, καθώς και ότι κατά τις επίμαχες χρονικές περιόδους η ενάγουσα είχε πάντοτε πλήρη γνώση όλων των επιμέρους στοιχείων εκάστης ναύλωσης, μεταξύ δε αυτών του συνολικού ποσού του ναύλου, καθώς και του ποσού της δικής της αμοιβής, αλλά και του αντίστοιχου ποσού της αμοιβής των τυχόν εμπλακέντων για την κατάρτιση της ναύλωσης τρίτων/μεσιτών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τα οποία μάλιστα και ενέκρινε προ της υπογραφής κάθε ναυλοσυμφώνου και τα οποία, άλλωστε, καταχωρούνταν και εμφαίνονταν και στο λειτουργικό σύστημα SEDNA, στο οποίο είχε και η ίδια η ενάγουσα εγγραφεί και αποκτήσει πρόσβαση ηλεκτρονικά), αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς την πρωτόδικη απορριπτική κρίση επί των ενστάσεων παραγραφής και καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης ως νόμω αβασίμων και β) το από 22.7.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../23.7.2021) δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης, με το οποίο παραδεκτά πλήττονται από την ασκήσασα αυτό εκκαλούσα τα ήδη εκκληθέντα με την έφεσή της κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως οι προβαλλόμενες σ’αυτό αιτιάσεις (που αφορούν ειδικότερα στην κατόπιν πιθανολόγησης σχηματισθείσα πρωτόδικη κρίση επί του ποσού του ελλείμματος, που υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα, για την περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής καταλόγου εσόδων – εξόδων μετά των ειθισμένων δικαιολογητικών) συνολικά εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, ζητώντας με αμφότερα τα προαναφερθέντα δικόγραφα την παραδοχή τους, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί στη συνέχεια και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.Η αξίωση παροχής λογοδοσίας υπάγεται καταρχήν στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ. Όμως, λόγω του επιβοηθητικού της χαρακτήρα, συνισταμένου στην εξυπηρέτηση της απαίτησης που πηγάζει από την κύρια σχέση, γίνεται δεκτό ότι η αξίωση παροχής λογοδοσίας υπόκειται στην τυχόν βραχύτερη παραγραφή της κύριας σχέσης. Eιδικότερα, παρά την αυτοτέλεια της αξίωσης για παροχή λογοδοσίας, δεν αναιρείται ο επιβοηθητικός αυτής χαρακτήρας, συνιστάμενος, στην τυπική, αφηρημένη μορφή της, στο να εξυπηρετήσει την απαίτηση που πηγάζει από την κύρια σχέση. Για τον λόγο αυτόν, η ισχύουσα καταρχήν για την αξίωση παροχής λογοδοσίας εικοσαετής, κατά το άρθρο 249 του ΑΚ παραγραφή κάμπτεται και υπόκειται στην τυχόν βραχύτερη παραγραφή της κύριας αξίωσης, που πηγάζει από την έννομη σχέση, για την εξυπηρέτηση της οποίας δημιουργείται υποχρέωση λογοδοσίας (βλ.σχετ. ΑΠ 174/2010 ΕπισκΕΔ 2010.741). Εξάλλου, η σύμβαση ναυλομεσιτείας είναι άτυπη και ετεροβαρής σύμβαση βασιζόμενη στη διάταξη του άρθρου 703 του ΑΚ, με βάση την οποία ο ναυλομεσίτης έχει αξίωση για αμοιβή, ευθύς μόλις καταρτισθεί έγκυρη η σύμβαση για την οποία διαμεσολάβησε ή υπέδειξε την προς τούτο ευκαιρία (ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝΑΥΤΔ 2013.190, ΕφΠειρ 165/2012 ΕΝΔ 2012.274, Εφ Πειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, Εφ Πειρ 456/2000 ΔΕΕ 2000.892, ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 1998.420, πρβλ ΑΠ 333/1999 ΕλλΔνη 1999.1738), χωρίς η αμοιβή του αυτή να εξαρτάται πολλές φορές από την εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης ή της πρότερης απόληψης του ναύλου από τον εκναυλωτή, ο δε ναυλομεσίτης διατηρεί την αξίωση του για αμοιβή και αν ακόμη η σύμβαση της ναύλωσης διαρρηχθεί ανυπαίτια για τον εκναυλωτή, όταν αυτός δικαιούται αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης (ΑΠ 333/1999 ΕλλΔνη 1999.1735, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012.269, ΕφΠειρ 456/2000 ΔΕΕ 2000.892, ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 1998.420, Δ. Καμβύση «ΚΙΝΔ» εκδ.1982 σελ. 290, Σακκέτας στην ΕρμΑΚ άρθρο 703 αριθμ. 23, 29 και 38, Καυκά «Ενοχικό Δίκαιο» υπ` άρθρο 703 παρ. 1, 2, και 3). Ο ναυλομεσίτης (sea broker), που είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος, συνήθως μεσολαβεί μόνο και δεν μετέχει στην κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ των ενδιαφερομένων, τους οποίους φέρνει απλώς σε επαφή, οπότε και δεν ευθύνεται για την καλή εκτέλεση αυτής (ΕφΠειρ 456/2000 ΝαυτΔικ 4 (2001).425). Ο ναυτικός πράκτορας (ship agent) είναι και αυτός ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο οποίος, όμως, κατ’ αντίθεση προς τον ναυλομεσίτη, καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπός του (ως προς τις εξωτερικές σχέσεις). Η σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου (άρθρα 713 επ. του ΑΚ). Ειδικότερα, ο ναυτικός πράκτορας, ο οποίος ως εντεταλμένος στη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή που διενεργεί θαλάσσιες μεταφορές, ή του φορτωτή ή του παραλήπτη, έχει την ιδιότητα του αντιπροσώπου, δηλαδή του καθολικού εντολοδόχου των τελευταίων τούτων προσώπων, συνάπτοντας με την ιδιότητα του αυτή συμβάσεις ναύλωσης ή θαλάσσιας μεταφοράς με τρίτα πρόσωπα (τον πλοιοκτήτη αν είναι εντολοδόχος του φορτωτή ή τον φορτωτή αν είναι εντολοδόχος του παραλήπτη) ή εκδίδοντας ως εντολοδόχος του πλοιάρχου τη θαλάσσια φορτωτική, όταν πρόκειται για θαλάσσια μεταφορά ή άλλο αποδεικτικό έγγραφο της φόρτωσης των πραγμάτων στο πλοίο κατά τα άρθρα 108 και 168 επ. του ΚΙΝΔ. Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από τη δραστηριότητά του αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη (ΕφΠειρ 224/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/339). Μερικές φορές, όμως, ο ναυλομεσίτης, που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερομένους, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της σύμβασης. Ενεργεί, δηλαδή, πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέως του (πλοιοκτήτη), όπως π.χ. όταν συμβάλλεται στο ναυλοσύμφωνο, εισπράττει ολόκληρο τον ναύλο με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν κλπ. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, ενεργεί κατ’ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και γι’αυτό πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο (ΕφΛαρ 460/2006 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2006.562, ΕφΠειρ 237/2000 ΕπισκΕΔ 2000.785, 793 επ. με παρατηρήσεις Αλ.Κιάντου – Παμπούκη). Ειδικότερα, αντικείμενο της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας αποτελεί η εκ μέρους του ναυτικού πράκτορα, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ανεξάρτητος επιχειρηματίας, παροχή έναντι ανταλλάγματος υπηρεσιών σχετικών με τη θαλάσσια αποστολή, σε ορισμένη συνήθως γεωγραφική περιοχή και αναλόγως σε μόνιμη ή πρόσκαιρη βάση, που μπορούν να αφορούν έναν ή περισσότερους εφοπλιστές ή πλοιοκτήτες, για λογαριασμό των οποίων αυτός ενεργεί είτε στο όνομά τους είτε στο δικό του όνομα. Εφόσον η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας έχει σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία εντολής και η ρύθμισή της, μολονότι αναγκαία, είναι ελλιπής, καταλείποντας ακούσιο (γνήσιο) κενό, εφαρμόζονται αναλογικά σ’ αυτήν οι διατάξεις καταρχήν του ΑΚ για την εντολή (άρθρα 713 – 729, του ΑΚ βλ. σχετ. ΟλΑΠ 15/2013, ΑΠ 2219/2014 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφορικά με τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη, απόδοση λογαριασμού κ.λπ. και του εκμισθωτή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αναφορικά με την αμοιβή του, την οποία δικαιούται να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ, αναλογικώς εφαρμοζομένων στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικά στον ΑΚ (ΕφΘεσ 57/2016 ΕΠΙΣΚΕΔ 2016.185). Ενόψει τούτων, η επικουρικά προβληθείσα ένσταση της πρώτης εναγομένης περί απόρριψης της αγωγής ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας προς άσκησή της, διότι η αξίωση της τελευταίας για παροχή λογοδοσίας έχει υποπέσει στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 αριθμ.4 του ΚΙΝΔ, καθώς η κύρια έννομη σχέση που τις συνδέει είναι η σύμβαση ναύλωσης, οι απαιτήσεις εκ της οποίας παραγράφονται εντός ενός (1) έτους κατά τα προβλεπόμενα στην ανωτέρω διάταξη και η παραγραφή άρχεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 291 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία αυτής, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους (στην κρινόμενη περίπτωση ισχυρίσθηκε ότι οι εκ των ναυλώσεων των σκαφών της ενάγουσας του έτους 2015 απαιτήσεις οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους παραγράφηκαν στις 31.12.2016, οι απαιτήσεις εκ των ναυλώσεων του έτους 2016 στις 31.12.2017 και οι απαιτήσεις οι απορρέουσες εκ των ναυλώσεων του έτους 2017 στις 31.12.2018, ενώ η αγωγή ασκήθηκε στις 29.1.2019, όταν και τους επιδόθηκε), απορριπτέα τυγχάνει ως νόμω αβάσιμη. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η κύρια έννομη σχέση των ανωτέρω διαδίκων, προς εξυπηρέτηση της οποίας δημιουργείται υποχρέωση λογοδοσίας, στηρίζεται όχι σε συμβάσεις ναύλωσης, αλλά στις αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις ναυλομεσιτείας, στις οποίες όμως η ναυλομεσίτρια/πρώτη εναγόμενη, που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς δεν περιοριζόταν στη διαμεσολάβηση στην κατάρτιση των ναυλώσεων, αλλά, με βάση τη συμφωνία τους, ενεργούσε και πράξεις στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, και συγκεκριμένα εισέπραττε το ναύλο, με σκοπό να τον αποδώσει στην ανωτέρω, φέρεται ότι ενεργούσε ουσιαστικά ως ναυτικός πράκτορας, ασκώντας διαχείριση και, επομένως, πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο, εφαρμοζομένων των διατάξεων του ΑΚ για την εντολή (άρθρα 703 επ.) αναφορικά με τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη και την απόδοση σ’αυτόν λογαριασμού και ειδικότερα, ως προς την παραγραφή, (εφαρμοζομένης) της διάταξης του άρθρου 250 αριθμ. 5 του ΑΚ, που προβλέπει πενταετή παραγραφή, η οποία στην κρινόμενη περίπτωση δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της αγωγής, όταν και διεκόπη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, το οποίο έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση της πρώτης εναγομένης ως νομικά αβάσιμη, καταλήγοντας στο σωστό συμπέρασμα, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την πρώτη εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.Η αγωγή λογοδοσίας, όπως κάθε δικαίωμα, αποκρούεται ως καταχρηστική, όταν η άσκηση της, έρχεται σε αντίθεση προς τις αρχές που καθιερώνονται με τη δημόσιας τάξης διάταξη του άρθρου 281του ΑΚ, δηλαδή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΕφΔυτΣτερΕλλ 52/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ειδικότερα, στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν, προσθέτως, περιστατικά τα οποία ανάγονται στο ίδιο χρονικό διάστημα και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού όσο και του αποκρούοντος το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ` αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις. Οι δε πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτήν τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί προς απόκρουση του δικαιώματος. Εξάλλου, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη ή τον προσβολέα την πεποίθηση ότι αυτός δε θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί οπότε δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται στον υπόχρεο αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ 747/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προτάσεις που η πρώτη εναγόμενη υπέβαλε κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης, ισχυρίσθηκε ότι η αγωγή λογοδοσίας έπρεπε να απορριφθεί ως καταχρηστικώς ασκηθείσα, διότι η ενάγουσα είχε εξαρχής πλήρη γνώση όλων των επιμέρους στοιχείων εκάστης ναύλωσης, ενέκρινε κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων την κατάρτιση της ναύλωσης, συνήπτε τις ναυλώσεις, ελάμβανε αντίγραφο του ναυλοσυμφώνου, παρακολουθούσε σε πραγματικό χρόνο τις ναυλώσεις των σκαφών της μέσω του συστήματος SEDNA, εισέπραττε χρήματα για το ναύλο με κατάθεση στο λογαριασμό της και ελάμβανε τα αντίστοιχα παραστατικά, έδινε εντολές για την πληρωμή συγκεκριμένων οφειλών της και ελάμβανε τις αποδείξεις, και γενκά είχε στη διάθεσή της πλήρη εικόνα των ναυλώσεων, τόσο κατά το στάδιο της σύναψης, όσο και κατά το στάδιο της εκτέλεσης μέχρι τη λήξη τους, επί δυόμιση συναπτά έτη έως και το μήνα Μάρτιο του έτους 2018 όταν και άρχισε να αποστέλλει ηλεκτρονικά μηνύματα, ζητώντας “λογοδοσία”, απαιτώντας από τους ναυλομεσίτες του εξωτερικού αρχεία των συναλλαγών τους με τους ναυλωτές, αίτημα, που η δικηγόρος της (της πρώτης εναγομένης) χαρακτήρισε μη σύννομο, το οποίο και θα την εξέθετε στη διεθνή αγορά των ναυλομεσιτών και αδρανώντας στη συνέχεια για δέκα ακόμη μήνες, όταν και άσκησε την αγωγή της, με την οποία ζητά στοιχεία περί των ναυλώσεων, τα οποία ήδη γνωρίζει. Με αυτό το περιεχόμενο η ανωτέρω ένσταση απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη, διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται η πρώτη εναγόμενη για τη κατά νόμο θεμελίωσή της, δεν καθιστούν, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθούν αληθή, την διά της αγωγής άσκηση της αξίωσης της ενάγουσας καταχρηστική ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και ως μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση της πρώτης εναγομένης ως νομικά αβάσιμη, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την πρώτη εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.Κατά τη διάταξη του άρθρου 303 του ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, εκ μόνου του γεγονότος ότι από κάποια έννομη σχέση (όπως η εντολή), κάποιος προέβη σε διαχείριση εν όλω ή εν μέρει ξένης περιουσίας, δηλαδή σε ενέργειες συνεπιφέρουσες εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεούται να παράσχει λόγο αυτής της διαχείρισής του. Eιδικότερα, όποιος από οποιαδήποτε αιτία, είτε από το νόμο είτε από σύμβαση (π.χ εντολή, εταιρία) ή από οιονεί σύμβαση (διοίκηση αλλοτρίων) ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, διαχειρίστηκε ξένη, ολικά ή μερικά, περιουσία (ή έστω και μια υπόθεση) η οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεώνεται σε λογοδοσία προς εκείνον την περιουσία ή την υπόθεση του οποίου διαχειρίσθηκε. Υποχρέωση δηλαδή για λογοδοσία μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε σύννομη σχέση (ενοχικού ή εμπραγμάτου ή άλλου δικαιώματος, ΤρΕφΠατρ 173/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στη ρύθμιση του άρθρου 303 του ΑΚ περιλαμβάνεται και η de facto διαχείριση (ΑΠ 369/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, βλ.και Μιχαήλ Μαργαρίτη και Άντα Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, άρθρο 303 ΑΚ, σελ. 270, Κεραμέα/Κονδύλη Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος I, σελ.837, άρθρο 473 ΚΠολΔ, Μιχαήλ Μαργαρίτη/Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Τόμος I, άρθρο 473 επ ΚΠολΔ, σελ.809). Πλέον συγκεκριμένα με τη γενική ανωτέρω διάταξη υποχρέωση για λογοδοσία υφίσταται σε κάθε περίπτωση διαχείρισης ξένης εν όλω ή εν μέρει περιουσίας ή έστω και μίας υπόθεσης, που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες ή περιστράφηκε μόνο σε εισπράξεις και δαπάνες, από εκείνον, που, από οποιαδήποτε έννομη σχέση, έχει τη διαχείριση αυτής και άσκησε πραγματικά αυτήν και στην οποία εξαναγκάζεται, με την παρέμβαση του δικαστηρίου, αν θεληματικά δεν πείθεται σε λογοδοσία (βλ. σχετ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Ερμηνεία, Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’άρθρο), έκδοση 2003, Τόμος Β΄, Γενικό Ενοχικό, υπό το άρθρο 303, σελ.127-128). Ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, προσέτι δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται. Ειδικότερα από την ανωτέρω διάταξη, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 718 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση της υποχρέωσης προς λογοδοσία αποτελεί η διαχείριση ξένης ολικά ή μερικά περιουσίας, που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, χωρίς τις οποίες δεν νοείται διαχείριση. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι σύμφωνος με τους όρους και τον τύπο που αναφέρθηκαν, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσίλογου περί ανακοίνωσης του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473-477 ΚΠολΔ και στην οποία μπορεί να περιλάβει και αίτημα για την καταβολή του πιθανού υπολοίπου του λογαριασμού. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 474 του ΚΠολΔ, η απόφαση που διατάσσει λογοδοσία ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου. Κατά δε το άρθρο 477 παρ.1 και 2 εδαφ.α΄ του ίδιου Κώδικα, αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του καταλόγου. Αν ζητήθηκε με την αγωγή για λογοδοσία κατά το άρθρο 473 του ΚΠολΔ να καταβληθεί ορισμένο έλλειμμα, για την περίπτωση που δεν θα κατατεθεί ο λογαριασμός και το έλλειμμα πιθανολογείται, το δικαστήριο με την απόφαση που διατάσσει τη λογοδοσία μπορεί να καταδικάσει τον εναγόμενο, για την περίπτωση που δεν θα καταθέσει εμπρόθεσμα το λογαριασμό ή τον κατάλογο με τα δικαιολογητικά, να καταβάλει το κατά την κρίση του έλλειμμα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του ανωτέρω άρθρου 473 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν ο εναγόμενος – δοσίλογος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία και δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα το λογαριασμό, με τη μορφή που παραπάνω προσδιορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική, ως προς την υποχρέωσή του για λογοδοσία. Αν δε ζητήθηκε η καταβολή ορισμένου ελλείμματος και το δικαστήριο καταδίκασε το δοσίλογο στην καταβολή του ελλείμματος αυτού, για την περίπτωση που ο δοσίλογος δεν καταθέσει το λογαριασμό μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική και ως προς την υποχρέωση προς καταβολή του ελλείμματος με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, μετά δε την τελεσιδικία της είναι εκτελεστή και ως προς τα με αυτή διατασσόμενα κατά το άρθρο 946 παρ. 1 του ΚΠολΔ εξαναγκαστικά μέτρα. Ειδικότερα, ως προς την τελευταία διάταξη για την καταβολή του πιθανολογούμενου (εικαζόμενου) ελλείμματος, σημειώνεται ότι τούτο αποτελεί κατά τα ως άνω ιδιότυπο (πρόσθετο) μέσο εξαναγκασμού, το οποίο επιβάλλεται για την περίπτωση άρνησης κατάθεσης του λογαριασμού κατά τον χρόνο που η επιβάλλουσα τη σχετική υποχρέωση απόφαση καταστεί εκτελεστή (ΑΠ 475/2020, ΑΠ 1318/2014, ΑΠ 1896/2014, ΑΠ 437/2012, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Πλέον ειδικότερα, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, προκειμένου να εξαναγκαστεί ο δοσίλογος να εκπληρώσει εμπροθέσμως την υποχρέωσή του, ήτοι να προβεί στις εν λόγω πράξεις, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν από τρίτο πρόσωπο, αλλά η επιχείρηση αυτών εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, καταλείπεται στο δικαστήριο η διακριτική εξουσία, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης αυτού προς τις επιταγές από τη δικαστική απόφαση, να καταδικάσει τούτον σε καταβολή ορισμένου ελλείμματος, εφόσον, όπως είναι φυσικό, τούτο ζητήθηκε και πιθανολογείται. Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι το μέσον τούτο εξαναγκασμού εξαρτάται από τους ως άνω όρους, είναι προφανές ότι ορίστηκε από το νομοθέτη όχι ως αποκλειστικό μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης στην ως άνω περίπτωση, αλλά ως πρόσθετο μέσο που συντρέχει με τα λοιπά μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης που προβλέπονται στη γενική διάταξη του άρθρου 946 παρ.1 του ΚΠολΔ, ήτοι μετά της καταδίκης σε χρηματική ποινή και της απαγγελίας προσωπικής κράτησης, χρησιμοποιουμένων δε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατά του απειθούντος οφειλέτη. Επίσης, από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, αν ο εναγόμενος – δοσίλογος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία και δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα το λογαριασμό, με τη μορφή που παραπάνω προσδιορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική, ως προς την υποχρέωσή του για λογοδοσία. Αν δε ζητήθηκε η καταβολή ορισμένου ελλείμματος και το δικαστήριο καταδίκασε το δοσίλογο στην καταβολή του ελλείμματος αυτού, για την περίπτωση που ο δοσίλογος δεν καταθέσει το λογαριασμό μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική και ως προς την υποχρέωση προς καταβολή του ελλείμματος με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, μετά δε την τελεσιδικία της είναι εκτελεστή και ως προς τα με αυτή διατασσόμενα κατά το άρθρο 946 παρ.1 του ΚΠολΔ εξαναγκαστικά μέτρα (ΑΠ 707/2020 1446/2012, ΑΠ 1122/2006, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η κατά τον τρόπο αυτό δικαστικώς, κατά τα άρθρα 473 επ.του ΚΠολΔ επιδιωκόμενη λογοδοσία αποτελείται από δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, αντικείμενο της υπόθεσης είναι η υποχρέωση προς λογοδοσία και όχι οι λεπτομέρειες του λογαριασμού, δηλαδή των κατ’ ιδίαν εισπράξεων και δαπανών. Προς τούτο, λαμβάνει χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου η συζήτηση της ως άνω αγωγής κατά τις γενικές διατάξεις, κατά την οποία ερευνάται εάν υπάρχει υποχρέωση του εναγόμενου για λογοδοσία, που να προκύπτει είτε από το άρθρο 303 του ΑΚ, είτε από άλλη διάταξη νόμου, ήτοι εάν ο εναγόμενος προέβη σε πραγματική διαχείριση, που συνεπάγεται το ανωτέρω αποτέλεσμα. Περαιτέρω, όταν αποδεικνύεται η υποχρέωση προς λογοδοσία, το Δικαστήριο εκδίδει οριστική υπό αίρεση απόφαση, που διατάσσει λογοδοσία και υποχρεώνει τον εναγόμενο μέσα σε ορισμένη προθεσμία να καταθέσει γραπτό λογαριασμό με αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, που έγιναν στο πλαίσιο της διαχειριστικής του εξουσίας, καθώς και όλες τις δικαιολογητικές αποδείξεις, ενώ συγχρόνως με την ίδια απόφαση καταδικάζεται σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση, σύμφωνα με το άρθρο 946 του ΚΠολΔ, την αγωγή λογοδοσίας μπορεί να ζητηθεί, για την περίπτωση που δεν κατατεθεί ο λογαριασμός, να καταβληθεί ορισμένο κατάλοιπο ή έλλειμμα. Αν ο εναγόμενος συμμορφωθεί προς την απόφαση και καταθέσει λογαριασμό ή κατάλογο με όλα τα σχετικά έγγραφα, η οποία κατάθεση γίνεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί περί αυτής σχετική έκθεση, τίθεται στον φάκελο της δικογραφίας (ΕφΘεσ 25/1991 Αρμ 45.570), η δίκη προχωρεί στο δεύτερο στάδιο, του άρθρου 475 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο επιδιώκεται η εξακρίβωση του αποτελέσματος της λογοδοσίας, οι διάδικοι υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια του λογαριασμού ή τα στοιχεία του καταλόγου που αμφισβητούν, τις ελλείψεις ή παραλείψεις αυτών και γενικά προβάλλουν όλα τα μέσα επίθεσης και άμυνας που αφορούν τον λογαριασμό ή τον κατάλογο. Απαραίτητη προϋπόθεση συνεπώς για την επακολούθηση του δευτέρου σταδίου, είναι η τήρηση της προδικασίας του από τον εναγόμενο – δοσίλογο, δηλαδή η εκπλήρωση της υποχρέωσης προς λογοδοσία, που υλοποιείται με την κατάθεση του λογαριασμού και των σχετικών εγγράφων (ΑΠ 1122/2006 ΕλλΔνη 2006.1418, ΑΠ 934/1995 ΝοΒ 1997.1106, ΕφΘεσ 19721/1998 Αρμ. 1999. 243).Το στάδιο αυτό ακολουθείται μόνο όταν στην αγωγή περιέχεται και νόμιμο αίτημα καταβολής του καταλοίπου ή ελλείμματος, ενώ όταν δεν περιέχεται τέτοιο αίτημα κάθε περαιτέρω διαδικαστική πράξη επιχειρείται χωρίς έννομο συμφέρον, αφού δεν μπορεί να οδηγήσει σε έκδοση απόφασης με διατακτικό διαφορετικό και επωφελέστερο για τον ενάγοντα από το διατακτικό της προηγηθείσης απόφασης που διέταξε τη λογοδοσία (ΑΠ 1263/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρ. 303 του ΑΚ καθορίζει και την τυπική μορφή του λογαριασμού λογοδοσίας, αφού ο λογαριασμός πρέπει να περιέχει την αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων, καθώς και το αποτέλεσμα από την αντιπαράθεση αυτή, δηλαδή αν αυτό είναι πιστωτικό υπέρ του δοσιλόγου ή χρεωστικό σε βάρος αυτού. Επομένως, αφού απαιτείται να περιέχεται στο λογαριασμό αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων, καθώς και το αποτέλεσμα από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται, ο τύπος του λογαριασμού λογοδοσίας μόνο ως έγγραφος νοείται πάντοτε και δεν μπορεί να χωρήσει σιωπηρή (άτυπη) εξώδικη λογοδοσία διότι ελλείπει ο λογαριασμός, τον οποίο θα μπορούσε να εγκρίνει ο δεξίλογος, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε δικαστική επιδίωξη εκπλήρωσης της υποχρέωσης του δοσίλογου. Η έγερση της παραπάνω αγωγής για λογοδοσία αποκλείεται εάν ο δοσίλογος έχει προβεί σε εξώδικη λογοδοσία σύμφωνα με τους άνω όρους και τύπο, δηλαδή με την παροχή έγγραφου λογαριασμού για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, στον οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, στον οποίο να επισυνάπτονται και τα δικαιολογητικά έγγραφα εφόσον τούτο συνηθίζεται και ο δεξίλογος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει το λογαριασμό που έδωσε ο δοσίλογος, αφού έτσι συνάπτεται μεταξύ αυτών σύμβαση με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι έθεσε υπόψη του ενάγοντος τους σχετικούς λογαριασμούς τους οποίους ενέκρινε ο τελευταίος πριν την άσκηση αγωγής λογοδοσίας αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής αυτής, η απόδειξη της οποίας βαρύνει τον ίδιο (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 833/2003 ΔΕΕ 2004.764, ΕφΠατρ 215/2003 ΤΝΠ Νόμος). Η ένσταση αυτή για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχει τα απαιτούμενα για την κατάρτιση της πιο πάνω σύμβασης στοιχεία, δηλαδή ότι ο ενάγων δεξίλογος ενέκρινε τον λογαριασμό που του ανακοίνωσε ο εναγόμενος και αναγνώρισε έτσι το αποτέλεσμα τούτο. Αναφορά των κονδυλίων του λογαριασμού που εγκρίθηκε δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω ένσταση στηρίζεται, όπως εκτέθηκε, στη συμφωνία των μερών ότι θα ισχύει εφεξής μόνο το αποτέλεσμα του λογαριασμού και συνακόλουθα ότι δεν θα επανέλθουν οι συμβαλλόμενοι στα επί μέρους κονδύλια τούτου (ΑΠ 700/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις υπ’αριθμ…./24.4.2019, …./24.4.2019 και …./2.5.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας ……………… ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς,……… οι οποίες δόθηκαν ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της πρώτης εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ………../19.4.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………….. και παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη και από το παρόν Δικαστήριο ως ίδια αποδεικτικά μέσα, προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, όπως λήφθηκαν υπόψη και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί της ουσίας της υπόθεσης, εφόσον ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι πληρούνται όλες οι προς τούτο απαιτούμενες προϋποθέσεις ως προς την πρώτη εναγόμενη, ως προς την οποία και η αγωγή διερευνήθηκε περαιτέρω από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, ενώ η κλήτευση ή μη για την ημερομηνία λήψης των ανωτέρω ένορκων βεβαιώσεων και του έτερου εναγομένου …………, ως προς τον οποίο η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτη, χωρίς η κρίση αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται με έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας, ουδόλως επηρεάζει το παραδεκτό των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων σε σχέση με την πρώτη εναγόμενη, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την τελευταία με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων, β) τις υπ’αριθμ. …/2.5.2019 …./3.5.2019, …../3.5.2019, …../20.5.2019 και …./20.5.2019 ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα των μαρτύρων της πρώτης εναγομένης …………. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που δόθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ.σχετ. τις υπ’αριθμ. …./23.4.2019 και …../13.5.2019 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………… .) και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’άρθρα 261 εδαφ.β’ , 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), στα οποία περιλαμβάνονται και τα με αριθμ.σχετ. 68-110 ξενόγλωσσα έγγραφα, τα οποία προσκομίζονται από την πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσής της, παρότι δεν συνυποβάλλεται και επικυρωμένη επίσημη μετάφρασή τους, σύμφωνα με τα άρθρα 454 του ΚΠολΔ και 36 παρ. 2 γ΄του Ν. 4194/2013 και λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 340 παρ.1 του ΚΠολΔ ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού στην προκειμένη περίπτωση είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη σύμφωνα με το άρθρο 394 παρ.1 α΄ του ΚΠολΔ., εκτιμώνται δε και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα του όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (βλ. σχετ. ΑΠ 1757/2011, ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 1462/1996, ΕφΛαρ 77/2021, ΕφΠειρ 336/2020, ΕφΑθ 189/2019, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος) με την επισήμανση ότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν πρέπει να αποκρουσθούν ως απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα διότι δεν αποδείχθηκε ότι δεν προσκομίσθηκαν στην πρωτόδικη δίκη από την ανωτέρω διάδικο από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, ενόψει του ότι στην κατ’έφεση δίκη είναι καταρχήν επιτρεπτή η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠολΔ. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη – καθ’ης ο πρόσθετος λόγος έφεσης, ναυτιλιακή εταιρεία εδρεύουσα στον …… Αττικής, είναι πλοιοκτήτρια δύο (2) σκαφών αναψυχής και συγκεκριμένα του σκάφους με την ονομασία «P/ΥΝH», με διεθνές σήμα ….., νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό ….. και ενός έτερου σκάφους με την ονομασία «S/YNHII», με διεθνές σήμα ……, ομοίως νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό ….., αμφότερα τα οποία είναι εφοδιασμένα με άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής. Η πρώτη εναγόμενη και νυν εκκαλούσα – ασκήσασα τον πρόσθετο λόγο έφεσης είναι μονοπρόσωπη ιδιωτική, κεφαλαιουχική εταιρεία, εδρεύουσα στο ………… Αττικής και νόμιμα εκπροσωπούμενη από το μοναδικό εταίρο και διαχειριστή της …….., καταχωρηθείσα στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης ………., με σκοπό, ο οποίος, κατόπιν τροποποίησης του άρθρου 4 του καταστατικού της με απόφαση του εταίρου της, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. στις 29.5.2015 με ΚΑΚ ……, περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, και τη διαχείριση παντός είδους και μεγέθους πλοίων αναψυχής (management), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο ε΄ του ως άνω άρθρου. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ανωτέρω εναγόμενη δυνάμει της από 10.3.2005 σύμβασης, η οποία καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ της ιδίας και της ενάγουσας, με ετήσια διάρκεια, και τιτλοφορείται ως «συμφωνία διαχείρισης ναυλώσεων» («charter management agreement» στο συνταχθέν στην αγγλική γλώσσα πρωτότυπο συμφωνητικό, τμήμα του οποίου προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα), ανέλαβε την, αντί ειδικώς προσδιορισθείσας στη σύμβαση αμοιβής κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, παροχή υπηρεσιών σε σχέση με το πρώτο των ανωτέρω σκαφών, πλοιοκτησίας της αντισυμβαλλομένης της, που αφορούσαν στη μεσιτεία των ναυλώσεών του και την εν γένει προώθησή του στην εγχώρια και διεθνή κυρίως αγορά για την προσέλκυση πελατείας, της διαφημιστικής τοιαύτης συμπεριλαμβανομένης. Ειδικότερα, στους όρους 1.1. έως 1.4. της ανωτέρω σύμβασης προβλέφθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να προωθεί το σκάφος για ναύλωση μέσω του εσωτερικού τμήματος των μεσιτών της, αλλά και μέσω εξωτερικών συνεργατών ναυλομεσιτών, να πληροφορεί και να ενημερώνει τη διεθνή κοινότητα για την διαθεσιμότητα του σκάφους καθώς και για τα χαρακτηριστικά και το πλήρωμά του, με βάση επικαιροποιημένες σχετικές δηλώσεις της πλοιοκτήτριας, καθώς και να διαφημίζει και να προωθεί ποικιλοτρόπως το σκάφος στον τύπο μέσω καταχωρήσεων και δημοσιεύσεων, αλλά και στις συνεργαζόμενες ναυλομεσιτικές εταιρείες της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον όρο 1.5. της ως άνω σύμβασης, ανέλαβε την υποχρέωση να ολοκληρώνει για λογαριασμό της ενάγουσας κάθε ναυλοσύμφωνο και συγκεκριμένα να εισπράττει το συνολικό ποσό του ναύλου και ακολούθως να αποδίδει το αναλογούν στην πλοιοκτήτρια ποσό κατόπιν αφαίρεσης της συνολικής μεσιτικής αμοιβής των διαμεσολαβησάντων προσώπων. Τέλος, στον όρο 1.7 του ιδίου ιδιωτικού συμφωνητικού συμφωνήθηκε η η αμοιβή της για τις προπεριγραφείσες υπηρεσίες σε ποσοστό 5% επί του καθαρού ποσού του ναύλου για όλες τις ναυλώσεις του σκάφους, είτε καταρτίζονταν με τη διαμεσολάβηση της ιδίας, είτε εξωτερικών συνεργατών της ναυλομεσιτών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, ενώ επιπροσθέτως ορίσθηκε για τις ναυλώσεις, που θα συνάπτονταν με τη διαμεσολάβηση και/ή ελληνικής ναυλομεσιτικής εταιρείας, η αμοιβή της τελευταίας σε ποσοστό 5% επί της συνολικής αξίας του ναύλου, ενώ η αντίστοιχη αμοιβή ναυλομεσιτικής εταιρείας του εξωτερικού ορίσθηκε σε ποσοστό 15%, όπερ συνεπάγεται ότι το σύνολο της ναυλομεσιτικής αμοιβής δε θα υπερέβαινε για κάθε ναύλωση το ποσοστό του 25% επί του συνολικού ναύλου, τούτου νοουμένου κατόπιν αφαίρεσης του αναλογούντος Φ.Π.Α. (σε ποσοστό 6,5%). Κατά τη λήξη της ανωτέρω σύμβασης τα αυτά ως άνω συμβαλλόμενα μέρη συνήψαν ομοίως εγγράφως νέα σύμβαση στις 10.3.2016, επίσης ετήσιας διάρκειας, με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο όσον αφορά τις υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης σε σχέση με τις ναυλώσεις του προαναφερθέντος σκάφους της ενάγουσας και με την αμοιβή της για τις υπηρεσίες, που θα παρείχε, η οποία μετά την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος της παρατάθηκε ατύπως μέχρι και τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2017, όταν και έληξε με νεότερη συμφωνία των αντισυμβαλλομένων. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η πρώτη εναγόμενη για το έτος 2017 και μόνον δυνάμει ατύπως καταρτισθείσας με την ενάγουσα σύμβασης ανέλαβε την υποχρέωση παροχής των αυτών υπηρεσιών και όσον αφορά το έτερο σκάφος αναψυχής της ανωτέρω με την ονομασία «S/YNHII». Αποδείχθηκε επίσης ότι σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων η πρώτη εναγόμενη κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017 ως προς το πρώτο πλοίο της ενάγουσας και κατά το έτος 2017 ως προς το δεύτερο πλοίο αντίστοιχα, κατόπιν εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη ναύλωση κάποιου εκ των ανωτέρω σκαφών από ναυλομεσίτη, συνήθως του εξωτερικού και σπανιότερα της ημεδαπής, που λειτουργούσαν κατ’εντολήν του μελλοντικού ναυλωτή, ή έτι σπανιότερα απευθείας από τον τελευταίο μέσω διαδικτύου, ενημέρωνε σχετικώς την ενάγουσα επί της υποβληθείσης προσφοράς/πρότασης, ανακοινώνοντάς της την επιθυμητή χρονική περίοδο εκτέλεσης της ναύλωσης, τις συγκεκριμένες ημέρες έναρξης και λήξης της, τις τυχόν ιδιαίτερες απαιτήσεις του ναυλωτή, το ποσό του καθαρού ναύλου ή το αντίστοιχο του μικτού, καθώς και αυτό της συνολικής αμοιβής των διαμεσολαβησάντων ναυλομεσιτών, αλλά και τους λιμένες απόπλου και κατάπλου του σκάφους και, αφού η ενάγουσα, διά της νομίμου εκπροσώπου της, επιβεβαίωνε τη σύναψη της ναύλωσης (η οποία και ελάμβανε ειδικό κωδικό αριθμό, που χρησιμοποιείτο από τα μέρη στις μεταξύ τους συνεννοήσεις και επικοινωνίες από τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη της ναύλωσης έως την εκτέλεσή της και την αποπληρωμή του ναύλου και επίσης της γνωστοποιείτο ήδη κατά το στάδιο αυτό), έχοντας λάβει προηγουμένως γνώση όλων των επιμέρους στοιχείων της καταρτισθησόμενης σύμβασης και εγκρίνει αυτήν ως συμφέρουσα, ο κατά περίπτωση επιληφθείς υπάλληλος της πρώτης εναγομένης επικοινωνούσε με το μεσίτη του ναυλωτή (ημεδαπό ή αλλοδαπό) και ολοκλήρωνε την κράτηση του σκάφους για το συμφωνηθέν χρονικό διάστημα, οπότε και η ενάγουσα εισέπραττε προκαταβολή έναντι του συνολικού καθαρού ναύλου (το υπόλοιπο ποσό είχε συμφωνηθεί να της καταβάλλεται επτά ημέρες μετά τη λήξη της ναύλωσης, ενώ κατά τα ειωθότα στην αγορά ο πλοιοκτήτης εξοφλείται τουλάχιστον ένα μήνα αργότερα, πλην όμως στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα συνήθως ελάμβανε το υπόλοιπο ποσό του ναύλου ακόμη και προ της έναρξης της ναύλωσης ή και κατά τη διάρκεια αυτής) και επακολουθούσε η κατάρτιση της ναύλωσης διά της υπογραφής του αντίστοιχου ναυλοσυμφώνου από τον πλοίαρχο του κάθε σκάφους, ο οποίος συμβαλλόταν στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ως εξουσιοδοτηθείς αντιπρόσωπός της και στον οποίο είχε επιπροσθέτως χορηγηθεί και η εταιρική σφραγίδα της. Το ναυλοσύμφωνο συντασσόταν σε πέντε αντίγραφα, ένα εκ των οποίων κατατίθετο στην κάθε φορά κατά τόπον αρμόδια για την έκδοση άδειας απόπλου του σκάφους Λιμενική Αρχή και εθεωρείτο και ένα παραδιδόταν στην ενάγουσα και καταχωρείτο στα λογιστικά της βιβλία, όπως, άλλωστε, αναφέρεται και στο δικόγραφο της αγωγής. Σε κάθε ναυλοσύμφωνο αναφέρονταν τα στοιχεία του πλοίου, τα χρονικά σημεία έναρξης και λήξης της ναύλωσης, οι λιμένες απόπλου και κατάπλου, ο συνολικός ναύλος, τυχόν προκαταβολές και λοιπές χρεώσεις, καθώς και ο ναυλομεσίτης ή οι ναυλομεσίτες, που διαμεσολάβησαν για την κατάρτιση της σύμβασης με τα πλήρη στοιχεία τους. Σε περίπτωση που στην κατάρτιση της ναύλωσης διαμεσολαβούσε, πλην της πρώτης εναγομένης και έτερος ναυλομεσίτης της ημεδαπής, αλλά συνήθως της αλλοδαπής, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των ναυλωτών προερχόταν από το εξωτερικό, ο εν λόγω ναυλομεσίτης, αφού εισέπραττε το ναύλο από το ναυλωτή και παρακρατούσε την αμοιβή του, απέστελνε το υπόλοιπο στην πρώτη εναγόμενη, η οποία με τη σειρά της, κατόπιν παρακράτησης της δικής της αμοιβής, απέδιδε το υπόλοιπο στην ενάγουσα, διά της κατάθεσης στον τραπεζικό της λογαριασμό, με αναφορά του κωδικού της ναύλωσης, στην οποία αφορούσε, ενώ τόσο η πρώτη εναγόμενη, όσο και ο έτερος ναυλομεσίτης, εξέδιδαν προς την ενάγουσα τα αντίστοιχα παραστατικά για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τους. Η αυτή διαδικασία ακολουθείτο σε κάθε ναύλωση, για την κατάρτιση της οποίας διαμεσολαβούσε η πρώτη εναγόμενη, η οποία σημειωτέον δεν παρείχε τέτοιες υπηρεσίες μόνον στα σκάφη της ενάγουσας, αλλά και άλλων πλοιοκτητριών εταιρειών, τόσο κατά το στάδιο της είσπραξης της προκαταβολής, όσο και κατά το επόμενο στάδιο της είσπραξης του υπολοίπου ποσού του συμφωνηθέντος ναύλου σε εξόφληση της οφειλής του ναυλωτή, όπερ, άλλωστε, δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από την ενάγουσα, η οποία ωστόσο, επικαλείται αταξίες και πλημμέλειες, που παρεισέφρησαν κατά την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης, αναφορικά με τις παρακρατηθείσες από το ποσό του ναύλου αμοιβές της τελευταίας, καθώς και των τρίτων διαμεσολαβησασών ναυλομεσιτικών εταιρειών και τα αντίστοιχα παραστατικά τους, εξαιτίας των οποίων δεν είναι σε θέση να σχηματίσει πλήρη και σαφή εικόνα επί των εσόδων και των εξόδων, που ανέκυψαν στο πλαίσιο της λειτουργίας των συμβάσεων αυτών κατά τις μεταξύ τους συναλλαγές, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη είχε επιπροσθέτως δώσει τη δυνατότητα στη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας πρόσβασης στο σύστημα SEDNA, μία ηλεκτρονική πλατφόρμα παρακολούθησης της διαθεσιμότητας των σκαφών αναψυχής και της διαχείρισης των κρατήσεων και ναυλώσεων των σκαφών αυτών παγκοσμίως, διά της εισόδου στην οποία μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει τις κρατήσεις ενός συγκεκριμένου σκάφους, που διαθέτει δικό του κωδικό, τις χρονικές περιόδους, τις ναυλώσεις, το συμφωνημένο ναύλο, τις προκαταβολές, τους διαμεσολαβούντες στη σύναψη της ναύλωσης μεσίτες, την αμοιβή εκάστου, το πλήρωμα, τυχόν άλλες χρεώσεις κλπ. (βλ.σχετ.περί του ανωτέρω λογισμικού τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης .……….). Περαιτέρω κατά τα έτη 2015 και 2016 η πρώτη εναγόμενη, προέβη επιπροσθέτως, όσον αφορά το πρώτο των ανωτέρω σκαφών με την ονομασία «P/ΥΝH», περιστασιακά και όχι σε μόνιμη βάση και εκ συστήματος, σε συγκεκριμένες πληρωμές από τα χρήματα των εισπραχθέντων ναύλων, που αφορούσαν ειδικότερα σε μισθούς των μελών του πληρώματός του, σε αγορά καυσίμων, σε απαιτήσεις προμηθευτών (από τον εφοδιασμό του σκάφους σε τρόφιμα ή ποτά), ή σε οφειλές της πλοιοκτήτριας από παρασχεθείσες προς το σκάφος υπηρεσίες (καθαρισμός, στολισμός) και πάντοτε σχετίζονταν με την εκτέλεση κάποιας ναύλωσης, κατ’εντολήν κάθε φορά της νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, όπως, άλλωστε, και η ίδια η πρώτη εναγόμενη συνομολογεί, αποστέλλοντας στη συνέχεια στην ενάγουσα τα σχετικώς εκδοθέντα παραστατικά, χωρίς όμως να έχει αναλάβει την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των εξόδων συντήρησης και λειτουργίας των εν λόγω σκαφών κατόπιν συμφωνίας της με την ενάγουσα, όπως αβάσιμα εκτίθεται στην αγωγή. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017 η πρώτη εναγόμενη, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων, παρείχε στην ενάγουσα τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες, διαμεσολαβώντας στην κατάρτιση σαράντα δύο (42) συνολικά ναυλώσεων αμφοτέρων των ανωτέρω σκαφών αναψυχής, όπως αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και ουσιαστικά συνομολογείται από την πρώτη εναγόμενη (βλ. σχετ. την ένορκη βεβαίωση του λογιστή της ενάγουσας ……………., που καταθέτει αναλυτικά επί των εν λόγω συμβάσεων ως προς όλα τα επιμέρους στοιχεία τους, για τις οποίες γίνεται επίσης μνεία και στην ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της πρώτης εναγομένης . ……., που τις επιβεβαιώνει), με ή χωρίς τη μεσολάβηση στη σύναψη των ναυλώσεων αυτών και έτερου ναυλομεσίτη, της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και εισπράττοντας επιπροσθέτως κάθε φορά το συνολικό ποσό του ναύλου, το οποίο ακολούθως και απέδιδε στην ενάγουσα, διά της κατάθεσης στον τραπεζικό της λογαριασμό, κατόπιν αφαίρεσης της μεσιτικής αμοιβής, ενώ ενίοτε προέβη και στην εξόφληση, πάντοτε κατ’εντολήν της νομίμου εκπροσώπου της αντιδίκου της/πλοιοκτήτριας και για λογαριασμό της τελευταίας, μεμονωμένων οφειλών της από απαιτήσεις του πληρώματος και τρίτων προμηθευτών, που σε όλες τις περιπτώσεις ανέκυψαν στο πλαίσιο της εκτέλεσης κάποιας ναύλωσης του πρώτου σκάφους. Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι η πρώτη εναγόμενη σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων ασκούσε, αναφορικά με τα συγκεκριμένα σκάφη αναψυχής της ενάγουσας, διαχειριστικές πράξεις επί ξένης υπόθεσης, όπερ συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, διότι κάθε φορά, εκπληρώνοντας συμβατική της υποχρέωση, συνέλεγε η ίδια το ναύλο, εκ του οποίου οι τυχόν τρίτοι ναυλομεσίτες του εσωτερικού ή του εξωτερικού είχαν ήδη αφαιρέσει την αμοιβή τους και απέδιδε στην ενάγουσα το τελικό υπόλοιπο καθαρό ποσό, που της αναλογούσε, αφού παρακρατούσε τη δική της αμοιβή για τη διαμεσολάβηση στην κατάρτιση της ναύλωσης, ενώ επιπροσθέτως, προέβαινε, κατ’εντολήν της ενάγουσας, όσον αφορά το πρώτο σκάφος, έστω και σε περιορισμένη έκταση σε καταβολή δαπανών (εξόφληση απαιτήσεων τρίτων), με αποτέλεσμα να υποχρεούται καταρχήν έναντι της ενάγουσας εκ της διενεργηθείσης διαχείρισής της σε παροχή λογοδοσίας και δε λειτουργούσε αποκλειστικά και μόνον ως ναυλομεσίτης, διαμεσολαβώντας απλώς έναντι αμοιβής στην κατάρτιση των ναυλώσεων, κατά τους συνιστώντες αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής προβληθέντες ισχυρισμούς της. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, υποχρέωση για λογοδοσία υφίσταται σε κάθε περίπτωση διαχείρισης ξένης εν όλω ή εν μέρει περιουσίας, ή έστω και μίας υπόθεσης, που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, ή περιστρέφεται μόνον σε εισπράξεις ή μόνον σε δαπάνες, από οποιαδήποτε έννομη σχέση, καθώς και ότι ο ναυλομεσίτης, ο οποίος δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερόμενους, αλλά διενεργεί και πράξεις στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, επί παραδείγματι, εισπράττει ολόκληρο τον ναύλο με σκοπό να τον αποδώσει σ’αυτόν, όπως συνέβαινε εν προκειμένω και συνομολογείται από την πρώτη εναγόμενη, η οποία ισχυρίζεται βέβαια ότι πρόκειται περί συνηθισμένης διεθνούς επιχειρηματικής πρακτικής στις ναυλώσεις σκαφών και δε συνιστά ουσιαστική διαχείριση, αλλά διαδικαστικό θέμα της λειτουργίας της ναύλωσης, είναι προφανές ότι ενεργεί κατ’ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και γι’αυτό πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση, που προσήκει στον τελευταίο, εφαρμοζομένων αναλογικά καταρχήν των διατάξεων του ΑΚ για την εντολή αναφορικά με τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη και την απόδοση σ’αυτόν λογαριασμού. H κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου περί της άσκησης από την πρώτη εναγόμενη διαχείρισης επί των σκαφών της ενάγουσας διά των προαναφερθεισών ενεργειών της είναι προφανές πως δεν αναιρείται από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε προσέλαβε το πλήρωμα των εν λόγω σκαφών, ούτε συμφώνησε τους μισθούς των μελών του, δεν επέλεξε την ασφαλιστική εταιρεία των σκαφών αυτών, δεν μερίμνησε για την επισκευή, συντήρηση και ετήσια επιθεώρησή τους, δε συμφώνησε ναυλώσεις τους για δικό της λογαριασμό, ούτε κατέβαλε όλα τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας τους, των ασφαλίστρων και των λιμενικών τελών συμπεριλαμβανομένων, όπως καταθέτουν οι μάρτυρες της πρώτης εναγομένης στις ένορκες βεβαιώσεις τους (και αποδεικνύεται αληθές), προς επίρρωση του αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού της ότι λειτουργούσε αποκλειστικά και μόνον ως ναυλομεσίτης των ως άνω σκαφών, με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται σε παροχή λογοδοσίας. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τους τελευταίους μήνες ισχύος των μεταξύ τους συμβάσεων, η ενάγουσα διεπίστωσε ότι η πλειοψηφία των ναυλώσεων των σκαφών της καταρτιζόταν πλέον σχεδόν αποκλειστικά με τη διαμεσολάβηση της πρώτης εναγομένης και συνεργαζομένων με την τελευταία τρίτων ναυλομεσιτικών εταιρειών του εξωτερικού, που κατά τη συμφωνία τους η ίδια επέλεγε, με αποτέλεσμα η συνολική μεσιτική αμοιβή, η οποία αφαιρείτο από το ποσό του ναύλου, που τελικά εισέπραττε, να είναι σταθερά υψηλή, αλλά και ασαφής και δυσχερώς προσδιορίσιμη σε σχέση με τα συμφωνηθέντα, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω, και επιπροσθέτως ότι για τινές εξ αυτών δεν της είχαν προσκομισθεί, πέραν των ναυλοσυμφώνων, και τα αντίστοιχα παραστατικά των διαμεσολαβησάντων αλλοδαπών μεσιτών περί των παρακρατηθεισών από το ναύλο αμοιβών τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έντονος προβληματισμός και να εγερθούν αμφιβολίες αναφορικά με την επιμέλεια της πρώτης εναγομένης ως προς τη διαχείριση των ναυλώσεων των σκαφών της. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του λογιστή της ενάγουσας …………., στην οποία ο ανωτέρω αναφέρεται αναλυτικά μία προς μία σε όλες τις ναυλώσεις των ανωτέρω σκαφών, που διεκπεραιώθηκαν από την πρώτη εναγόμενη κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017, συνολικά σαράντα δύο (42) τον αριθμό, παραθέτοντας τα επιμέρους στοιχεία τους (σκάφος, χρονική περίοδο ναύλωσης, ναυλωτής, ναυλοσύμφωνο, συνολικό ποσό ναύλου, αμοιβή της πρώτης εναγομένης και του τυχόν διαμεσολαβήσαντος τρίτου ναυλομεσίτη του εσωτερικού ή του εξωτερικού για την κατάρτιση της σύμβασης και ποσοστό επί του ναύλου, στο οποίο οι εν λόγω αμοιβές αντιστοιχούν, με την επισήμανση ότι η πρώτη εναγόμενη δεν αμφισβήτησε ειδικά τα ανωτέρω στοιχεία, μάλιστα η μάρτυράς της ………… στην ένορκη βεβαίωσή της επιβεβαιώνει τις συγκεκριμένες ναυλώσεις ως προς το ποσό του ναύλου εκάστης, κάνοντας επιπροσθέτως λόγο περί του συνολικού ποσοστού της παρακρατηθείσας για κάθε μία συνολικής μεσιτικής αμοιβής, χωρίς να παραθέτει όμως τα ποσά των αμοιβών των μεσιτών), διαπιστώνονται, βάσει των στοιχείων αυτών, τα εξής: α) Ότι 30 εκ των 42 ναυλώσεων συνήφθησαν μέσω ναυλομεσιτικής εταιρείας, που εδρεύει στο εξωτερικό, 8 μέσω αντίστοιχης εταιρείας της ημεδαπής, 1 μέσω ναυλομεσιτικής εταιρείας και της ημεδαπής και της αλλοδαπής (τα λοιπά προφανώς εξυπακούεται ότι καταρτίσθηκαν με τη διαμεσολάβηση μόνον της πρώτης εναγομένης), β) ότι σε κάποια ναυλοσύμφωνα η αμοιβή της πρώτης εναγομένης υπερβαίνει το συμφωνηθέν ποσοστό του 5% επί του καθαρού ναύλου, σε κάποια είναι μικρότερη και σε κάποια ανέρχεται πράγματι σε 5%, γ) ότι σε κάποια ναυλοσύμφωνα η αμοιβή της τρίτης ναυλομεσιτικής εταιρείας του εξωτερικού υπερβαίνει το συμφωνηθέν ποσοστό του 15% επί του καθαρού ναύλου, σε κάποια είναι μικρότερη και σε κάποια ανέρχεται πράγματι σε 15%, δ) ότι σε κάποια ναυλοσύμφωνα η αμοιβή της τρίτης ναυλομεσιτικής εταιρείας της ημεδαπής υπερβαίνει το συμφωνηθέν ποσοστό του 5% επί του καθαρού ναύλου, ενώ σε κάποια είναι μικρότερη του ποσοστού αυτού, ε) ότι σε κάποια ναυλοσύμφωνα δεν έχει περιληφθεί το τιμολόγιο της ναυλομεσιτικής εταιρείας του εξωτερικού, ή το περιληφθέν τιμολόγιο φαίνεται ότι δεν έχει συνταχθεί σύμφωνα με τον τύπο του τιμολογίου, αλλά θα μπορούσε να συνιστά εκτύπωση ηλεκτρονικού υπολογιστή και στ) ότι κανένα ναυλοσύμφωνο δε φέρει υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της ναυλομεσιτικής εταιρείας του εξωτερικού, σε αντίθεση με τα ναυλοσύμφωνα, για την υπογραφή των οποίων έχει μεσιτεύσει ημεδαπή εταιρεία, που είναι όλα υπογεγραμμένα από τους νομίμους εκπροσώπους τους. Με βάση τα ανωτέρω ο εν λόγω μάρτυρας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των αφαιρεθεισών εκ του ποσού του ναύλου αμοιβών των μεσιτών δεν ανταποκρινόταν στα συμφωνηθέντα και επιπροσθέτως επισημαίνει ότι η ενάγουσα έχει καταβάλει αμοιβές σε τρίτους ναυλομεσίτες χωρίς να έχουν περιέλθει στην κατοχή της τα απαιτούμενα παραστατικά των αντίστοιχων συναλλαγών (τιμολόγια και τραπεζικά εμβάσματα). Επομένως, εφόσον όσον αφορά την πλειοψηφία των ναυλώσεων των ανωτέρω σκαφών και τις τιμολογηθείσες προμήθειες της πρώτης εναγομένης και των μαζί της συνεργαζομένων τρίτων ναυλομεσιτικών εταιρειών δημιουργήθηκε εύλογα στη ενάγουσα προβληματισμός περί του εάν ανταποκρίνονται ή όχι στα συμφωνηθέντα, κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2017 η τελευταία ζήτησε από την πρώτη εναγόμενη να της γνωστοποιηθεί ο λόγος, για τον οποίο σχεδόν όλα τα ναυλοσύμφωνα διεκπεραιώνονταν μέσω τρίτων εταιρειών και δη του εξωτερικού, καθώς και, λόγω των ασαφειών, που εντοπίσθηκαν σε σχέση με τις παρακρατηθείσες ναυλομεσιτικές αμοιβές και τα προσκομιθέντα παραστατικά και τιμολόγια των τρίτων μεσιτών, (ζήτησε) επιπροσθέτως διασαφηνίσεις και διευκρινίσεις σχετικώς, προκειμένου να μπορέσει να προσδιορίσει επακριβώς τα έσοδα και τα έξοδα από την εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα συνομολογεί ότι μετά την υπογραφή τους τα ναυλοσύμφωνα αποστέλλοντο στο λογιστή της, πλην όμως προσθέτει ότι, λόγω διαφοροποιήσεων στις μεσιτικές αμοιβές, όπως αυτές αναγράφονταν στα εκδοθέντα από την πρώτη εναγόμενη τιμολόγια σε σχέση με τα συμφωνηθέντα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είχαν προσκομισθεί τα αντίστοιχα παραστατικά των τρίτων ναυλομεσιτών, δεν μπορούσε να σχηματίσει πλήρη και ακριβή εικόνα επί των συναλλαγών τους. Επίσης η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγόμενη είχε μεν εγκαταστήσει το ανωτέρω λογισμικό παρακολούθησης των ναυλώσεων των σκαφών της, στο οποίο είχε και η ίδια πρόσβαση, πλην όμως παρατηρείτο διαφοροποίηση μεταξύ των ποσών, που αναγράφονταν στα σχετικώς εκδοθέντα τιμολόγια της αντισυμβαλλομένης της με τα αντίστοιχα του λογισμικού, όπερ το καθιστούσε αναποτελεσματικό. Αποδείχθηκε επίσης ότι λόγω των διαπιστωθεισών ασαφειών σε σχέση με τις παρακρατηθείσες ναυλομεσιτικές αμοιβές και των ελλείψεων στα σχετικώς εκδοθέντα τιμολόγια, η ενάγουσα ζήτησε επανειλημμένως διευκρινίσεις και την παροχή πρόσθετων στοιχείων από την πρώτη εναγομένη, αρχικά προφορικά και ακολούθως εγγράφως, όπως προκύπτει από την προσκομιζομένη ηλεκτρονική αλληλογραφία, επί της διαχείρισης των σκαφών της, χωρίς όμως το αίτημά της αυτό να ικανοποιηθεί. Ειδικότερα, από τη μεταξύ τους ανταλλαγείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία προκύπτoυν επισημάνσεις της ενάγουσας προς την πρώτη εναγόμενη για εσφαλμένο υπολογισμό της παρακρατηθείσης συνολικής ναυλομεσιτικής αμοιβής σε κάποιες ναυλώσεις, μάλιστα στο από 5.1.2018 σχετικό μήνυμα (μετά τη λήξη των μεταξύ τους συμβάσεων) η νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας, αναφορικά με τα προς εξόφληση υπόλοιπα ναύλων, διαμαρτύρεται εντόνως προς την πρώτη εναγόμενη και επισημαίνει το περιεχόμενο της ήδη τότε λυθείσης συμφωνίας τους ότι η ναυλομεσιτική αμοιβή ορίσθηκε σε συνολικό ποσοστό 25% επί του καθαρού ναύλου μόνον εφόσον στη ναύλωση διαμεσολαβούσε, πλην της αντισυμβαλλομένης της και ναυλομεσίτη του εξωτερικού, και ελληνική ναυλομεσιτική εταιρεία, αναφέροντας ότι ενέκρινε τέτοια προμήθεια υπό την ανωτέρω προϋπόθεση και μόνον, όπερ δεν διαλαμβανόταν στην προηγηθείσα των επίμαχων ναυλώσεων έγγραφη ενημέρωσή της, καθώς και ότι ο μόνος τρόπος ελέγχου είναι η προσκόμιση των σχετικών τιμολογίων από τους τρίτους μεσίτες, ως προς το οποίο αποδίδει στην αντίδικό της ασυνέπεια. Μάλιστα, ο ανωτέρω μάρτυρας της ενάγουσας και λογιστής της …… στην ένορκη βεβαίωσή του αναφέρει ότι έλαβαν χώρα συναντήσεις της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2017 και τον Ιανουάριο του επομένου έτους για να γίνει οικονομικός απολογισμός της συνεργασίας τους (ως προς αυτό καταθέτει και ο έτερος μάρτυρας της ενάγουσας …….) και ότι μέχρι σήμερα (δηλαδή κατά το χρόνο σύνταξης της ένορκης βεβαίωσής του) δεν του έχει προσκομισθεί κανένα έγγραφο – πλην ορισμένων – δηλαδή επίσημο τιμολόγιο, διατραπεζικές συναλλαγές, εκ του οποίου θα προέκυπτε ότι όντως τρίτοι ναυλομεσίτες διαμεσολάβησαν στις ναυλώσεις και ότι αυτοί είχαν πράγματι εισπράξει τις προμήθειές τους, οι οποίες ακολούθως παρακρατήθηκαν από το ναύλο, που αποδόθηκε στην πλοιοκτήτρια. Μάλιστα σε απάντηση στο ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στις 5.2.2018 για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης ο ……., σύμφωνα με το οποίο όσα ζητούσε η ενάγουσα έχουν παραδοθεί στο λογιστή της και ότι η ενεργήσασα για λογαριασμό αυτής ……… έχει στη διάθεσή της το υπολογιστικό φύλλο με όλες τις αναλύσεις και τα έξοδα που έχουν γίνει για τα σκάφη, η ανωτέρω, με το με ίδια ημερομηνία ηλεκτρονικό της μήνυμα του ανέφερε ότι ο λογιστής της ενάγουσας …… την ενημέρωσε ότι δεν έχει λάβει ποτέ από την εναγόμενη αποδείξεις με τραπεζικά εμβάσματα που να δείχνουν τη ροή των χρημάτων του ναύλου κάθε ναύλωσης από τον πελάτη στους ναυλομεσίτες, ακολούθως στην πρώτη εναγόμενη και τελικά στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας. Στη συνέχεια λόγω της αδυναμίας της ενάγουσας να σχηματίσει πλήρη εικόνα επί του ποσού του ναύλου, που θα έπρεπε με βάση τη συμφωνία τους να εισπράττει, από τα παραστατικά που της παρέδιδε η πρώτη εναγόμενη, αιτήθηκε από την ανωτέρω την παροχή λογοδοσίας. Μάλιστα στο ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας της 2ης.2.2018 προς τον …….., που ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, αναφέρεται ότι οι δύο συμβαλλόμενες συμφώνησαν στη διενέργεια οικονομικού απολογισμού από το έτος 2015 αναλυτικά ανά ναύλωση, με παρουσίαση όλων των παραστατικών δηλαδή του ναυλοσυμφώνου, των τιμολογίων και των τραπεζικών εμβασμάτων, εκ των οποίων θα προκύπτει η ροή του χρήματος από την κατάθεση του ναύλου από το ναυλωτή μέχρι την κατάθεση του υπολοίπου στο δικό της τραπεζικό λογαριασμό, ενώ η ενάγουσα υπέβαλε αίτημα για τη χορήγηση των τραπεζικών εμβασμάτων, που συνοδεύουν τις τιμολογήσεις των μεσιτικών αμοιβών των ναυλώσεων των σκαφών της, και με τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε στην πρώτη εναγομένη δια του ……. στις 5.2.2018, στις 9.2.2018 και τελικά στις 19.3.2018. Η πρώτη εναγόμενη απέρριψε το αίτημα της ενάγουσας για παροχή λογοδοσίας, τόσο σιωπηρά με το να μην προβαίνει σε αυτήν, όσο και ρητά με την από 28.3.2018 εξώδικη δήλωσή της, επικαλούμενη ότι ουδέποτε λειτούργησε ως διαχειρίστρια των πλοίων της ενάγουσας, αλλά ως ναυλομεσίτρια, διαμεσολαβώντας στη σύναψη των ναυλώσεων, ότι η ενάγουσα καθόλο το διάστημα της συνεργασίας τους λάμβανε γνώση σε πραγματικό χρόνο όλων των ναυλώσεων των σκαφών της μέσω του συστήματος παρακολούθησης SEDNA, για την είσοδο στο οποίο της είχε χορηγήσει κωδικούς και των όρων εκάστης ναύλωσης διά της υπογραφής του αντίστοιχου ναυλοσυμφώνου, ότι η κατά περίπτωση προμήθειά της (της πρώτης εναγομένης) συμφωνείτο κάθε φορά προ της σύναψης της ναύλωσης και το υπόλοιπο του ναύλου αποδιδόταν στην ενάγουσα με κατάθεση στον τραπεζικό της λογαριασμό, καθώς και ότι διενήργησε μεμονωμένες πληρωμές για την εξόφληση εξόδων του πλοίου της ενάγουσας κατόπιν ρητής εντολής της τελευταίας. Επιπλέον με την ίδια ως άνω εξώδικη δήλωσή της η πρώτη εναγόμενη κάλεσε την ενάγουσα να προσέλθει στα γραφεία της εντός 15 ημερών για να συζητήσουν τις σχετικές με τη συνεργασία τους τυχόν απορίες και αντιρρήσεις της, εμμένοντας όμως στην άρνησή της να ικανοποιήσει το αίτημα για παροχή λογοδοσίας, αναφέροντας επί λέξει ότι «δεν μπορούμε να προβούμε σε ενέργειες παράνομες και παράτυπες, που θα εκθέσουν την εταιρεία μας στη διεθνή αγορά των ναυλομεσιτών, αμφισβητώντας χωρίς στοιχεία πράκτορες του εξωτερικού». Λόγω δε της τοιουτοτρόπως με σαφήνεια εκφρασθείσας ρητής και κατηγορηματικής άρνησης της πρώτης εναγομένης να αποδώσει λογαριασμό η προταθείσα από την τελευταία συνάντηση των μερών ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Eξ όσων προεκτέθηκαν συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πρώτη εναγόμενη υπέχει, ως διαχειρίστρια, υποχρέωση λογοδοσίας έναντι της ενάγουσας, που δικαιούται να την αξιώσει, προκειμένου να σχηματίσει πλήρη, σαφή και ακριβή εικόνα των συναλλαγών της με την πρώτη εναγόμενη κατά το χρονικό διάστημα ισχύος των μεταξύ τους συμβάσεων, κυρίως όσον αφορά τις αφαιρεθείσες από το ναύλο εκάστης ναύλωσης αμοιβές των διαμεσολαβησάντων ναυλομεσιτών (του εσωτερικού αλλά κυρίως του εξωτερικού) και της πρώτης εναγομένης, η οποία (υποχρέωση) εκ των πραγμάτων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι προηγείτο της σύναψης εκάστης ναύλωσης επιβεβαίωση αυτής από τη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας κατόπιν ενημέρωσης της τελευταίας από την πρώτη εναγόμενη, μεταξύ άλλων, και περί των ναυλομεσιτών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, που κάθε φορά εμπλέκοντο στη διαδικασία και περί της αμοιβής τους, από το ότι χορηγείτο στην ενάγουσα αντίγραφο του ναυλοσυμφώνου, στο οποίο αναφέρονταν οι διαμεσολαβήσαντες ναυλομεσίτες, καθώς και από το ότι της είχε δοθεί από την πρώτη εναγόμενη η δυνατότητα ηλεκτρονικής πρόσβασης στο λογισμικό παρακολούθησης διά ηλεκτρονικού υπολογιστή σε πραγματικό χρόνο των ναυλώσεων των σκαφών της με την ονομασία SEDNA, διότι επί ακριβώς αυτών των στοιχείων, που αφορούν στις αμοιβές των αναφερομένων στα ναυλοσύμφωνα ναυλομεσιτών και εμφαίνοντο στο εν λόγω λογισμικό, η ενάγουσα ζητούσε επεξηγήσεις και διευκρινίσεις, προκειμένου να διαπιστώσει ότι οι τρίτοι έλαβαν πράγματι τα αφαιρεθέντα από το ναύλο ποσά, με την επισήμανση ότι ήταν η πρώτη εναγόμενη αυτή, που είχε με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση αναλάβει την υποχρέωση να συγκεντρώνει το ναύλο και να αποδίδει στην ενάγουσα το ποσό που της αναλογούσε, κατόπιν αφαίρεσης των αμοιβών της ιδίας και των τρίτων ναυλομεσιτών. Σημειωτέον ότι η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε προέβη σε εξώδικη λογοδοσία διά της μορφής απόδοσης στη ενάγουσα έγγραφου λογαριασμού, περιέχοντος αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων εκ της διαχείρισης των ποσών του ναύλου για τα έτη 2015, 2016 και 2017, καθώς και το αποτέλεσμα από την αντιπαράθεση αυτή, μετά των δικαιολογητικών, που της ζητήθηκαν, τον οποίο (λογαριασμό) και η ενάγουσα ενέκρινε και αποδέχθηκε, όπως απαιτείται για την ευδοκίμηση ως νόμω και ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης του δοσίλογου και την απόρριψη της σε βάρος του ασκηθείσης αγωγής λογοδοσίας κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, όπου επίσης αναφέρεται ότι ως εξώδικη λογοδοσία, που αποκλείει την άσκηση αγωγής λογοδοσίας, νοείται μόνον η παρασχεθείσα με τους συγκεκριμένους όρους και το συγκεκριμένο τύπο, δηλαδή με την παροχή έγγραφου λογαριασμού για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, στον οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα, που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, μετά των δικαιολογητικών εγγράφων, εφόσον τούτο συνηθίζεται, η οποία (λογοδοσία) ακολούθως και εγκρίθηκε από το δεξίλογο. Αντίθετα εν προκειμένω αποδείχθηκε η ρητώς εκπεφρασθείσα άρνηση της πρώτης εναγομένης να προβεί σε εξώδικη λογοδοσία με το συγκεκριμένο τύπο, που απαιτεί ο νόμος, εξαιτίας της οποίας η ενάγουσα και δικαιούται να ζητήσει τη δικαστική λογοδοσία με αγωγή, καθώς και η έλλειψη αποδοχής και έγκρισης από την ενάγουσα των όποιων στοιχείων έθεσε υπόψη της η πρώτη εναγόμενη, που, χωρίς να συνιστούν υποβολή λογαριασμού διαχείρισης, αφορούσαν στις παρακρατηθείσες από τον προς απόδοση ναύλο των σκαφών της αμοιβές της τελευταίας και των τρίτων ναυλομεσιτών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, με την επισήμανση ότι η ενάγουσα επανειλημμένως αμφισβήτησε την εγκυρότητα των παραστατικών των τρίτων, που περιήλθαν στην κατοχή της, ενώ επιπροσθέτως ζήτησε και άλλα έγγραφα, που να αποδεικνύουν την είσπραξη από τους τρίτους των αμοιβών τους και συγκεκριμένα τα αντίστοιχα τραπεζικά εμβάσματα. Ούτε βέβαια, εφόσον σε κάθε περίπτωση δεν αποδόθηκε στην ενάγουσα εξωδίκως λογοδοσία από την πρώτη εναγόμενη με τους προβλεπόμενους όρους και τύπο, νοείται έγκριση της ενάγουσας εκ μόνης της γνώσης της περί των στοιχείων εκάστης ναύλωσης, όπως αυτά αναγράφονταν στα αντίστοιχα ναυλοσύμφωνα, τα οποία δεν αρνείται ότι ελάμβανε, ή εκ της πρόσβασης, που της είχε επιτραπεί στο σύστημα SEDNA, μέσω του οποίου είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί κάθε ναύλωση και τις αναφερόμενες στο οποίο χρεώσεις των διαμεσολαβησάντων ναυλομεσιτών επεδίωξε άλλωστε να επαληθεύσει ως ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα με τα σχετικά – τραπεζικά κυρίως – έγγραφα, που πλειστάκις ζήτησε να της προσκομισθούν. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης ότι δεν έχει υποχρέωση λογοδοσίας διότι η ενάγουσα καθόλη τη διάρκεια ισχύος των μεταξύ τους συμβάσεων ελάμβανε γνώση των ναυλώσεων, διαμορφώνοντας πλήρη άποψη περί των οικονομικών δεδομένων των συναλλαγών τους (πέραν του αορίστου της προβολής του, καθώς, όπως προεκτέθηκε, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι έθεσε υπόψη του ενάγοντος τους σχετικούς λογαριασμούς, τους οποίους ενέκρινε ο τελευταίος πριν από την άσκηση της αγωγής λογοδοσίας, αποτελεί μεν ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία, όμως, για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει τα απαιτούμενα για την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης στοιχεία, δηλαδή ότι ο ενάγων δεξίλογος ενέκρινε το λογαριασμό που του ανακοίνωσε ο εναγόμενος δοσίλογος και αναγνώρισε έτσι το αποτέλεσμα τούτου και δεν αρκεί μόνον η παροχή εξώδικης λογοδοσίας για να αποκλεισθεί η δικαστική τοιαύτη, αντίθετα μόνον η έγκριση της εξώδικης λογοδοσίας καθιστά περιττή και απαράδεκτη την αγωγή λογοδοσίας, ενώ εν προκειμένω η πρώτη εναγόμενη δεν εκθέτει, ως όφειλε, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, ότι ανακοίνωσε πλήρη και λεπτομερή λογαριασμό στην ενάγουσα επί της διαχείρισης των σκαφών της, καθώς και ότι η τελευταία ενέκρινε αυτόν, έτσι ώστε να μην υποχρεούται δικαστικά σε λογοδοσία, αφού βάση της παροχής εξώδικης λογοδοσίας συνιστά η έγκριση των λογαριασμών διαχείρισης από τον δεξίλογο), θα πρέπει σε κάθε περίπτωση ν’απορριφθεί και ως κατ’ουσίαν αβάσιμος. Επομένως, εφόσον αποδεικνύεται η εκ μέρους της πρώτης εναγομένης διαχείριση συγκεκριμένης ξένης υπόθεσης (της ενάγουσας) από δικαιοπραξία, που συνεπάγεται δαπάνες και εισπράξεις, και δη των ναυλώσεων των προαναφερθέντων σκαφών και των μεμονωμένων εξόδων του πρώτου των σκαφών αυτών, που κατέβαλε κατόπιν εντολής της ενάγουσας, η αμφισβήτηση της τελευταίας όσον αφορά την τιμολόγηση των υπηρεσιών της ανωτέρω αντιδίκου της και των επίσης αφαιρεθεισών από το ναύλο προμηθειών των τρίτων ναυλομεσιτικών εταιρειών, η έλλειψη έγκρισης εκ μέρους της ενάγουσας των αμφισβητουμένων ποσών και η άρνηση της πρώτης εναγομένης να της παράσχει εξώδικη λογοδοσία, θα πρέπει να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη δικαστικά σε παροχή λογοδοσίας διά της κατάθεσης λογαριασμού, ο οποίος να περιέχει σαφή, ορισμένη και λεπτομερή αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων που προκύπτουν από την εκ μέρους της διαχείριση των πλοίων αναψυχής της αντιδίκου της, αναφέροντας το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής μετά όλων των παραστατικών – δικαιολογητικών, που συνηθίζονται για τα έσοδα και έξοδα του λογαριασμού της διαχείρισης, όπως ενδεικτικά τιμολόγια, τραπεζικά εμβάσματα, αποδεικτικά τραπεζικών συναλλαγών, πληρωμών, εισπράξεων, εμβασμάτων, εντολών στις συνεργαζόμενες ναυλομεσιτικές εταιρείες του εσωτερικού και του εξωτερικού. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ότι δηλαδή η πρώτη εναγόμενη διαχειρίσθηκε υπόθεση της ενάγουσας και υποχρέωσε τη διαχειρίστρια σε παροχή λογοδοσίας διά της κατάθεσης στη Γραμματεία του ιδίου Δικαστηρίου λογαριασμού, ο οποίος να περιέχει σαφή, ορισμένη και λεπτομερή αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, που προκύπτουν από την εκ μέρους της διαχείριση των πλοίων αναψυχής της αντιδίκου της, αναφέροντας το αποτέλεσμα της εν λόγω αντιπαράθεσης και επισυνάπτοντας τα σχετικά δικαιολογητικά, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την επίδοση προς αυτήν της απόφασής του, αφού προηγουμένως δέχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε απέδωσε στην ενάγουσα λογοδοσία εξωδίκως και απέρριψε την σχετική ένσταση της πρώτης εναγομένης ω κατ’ουσίαν αβάσιμη, και, συνακόλουθα δέχθηκε την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, χωρίς ασάφειες, αναντιστοιχίες, ανακολουθίες και αντιφάσεις μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την πρώτη εναγόμενη με τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγους της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του ανωτέρω λογαριασμού, να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 63.923,29 ευρώ, ως πιθανολογηθέν εκ της διαχείρισής της κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017 έλλειμμα. Επ’αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Το ποσό του ελλείμματος και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου θα πρέπει να υπολογισθεί κατόπιν πρόσθεσης στο συνολικό ποσό, κατά το οποίο η αμοιβή της πρώτης εναγομένης για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της υπερέβη ανά έτος το ποσό, που αναλογεί στο συμφωνημένο 5% επί του συνολικού ποσού των ναύλων του έτους αυτού, του συνολικού ποσού, που καταβλήθηκε σε τρίτες ναυλομεσιτικές εταιρείες του εσωτερικού ή του εξωτερικού ως αμοιβή τους για το αντίστοιχο έτος, το οποίο η ενάγουσα συλλήβδην αμφισβητεί, ζητώντας λογοδοσία, με την επισήμανση ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η πρώτη εναγόμενη ουσιαστικά συνομολόγησε το ποσό του ναύλου κάθε ναύλωσης των σκαφών της ενάγουσας, στην κατάρτιση της οποίας διαμεσολάβησε κατά τα ανωτέρω έτη σε εκπλήρωση συμβατικά αναληφθείσας υποχρέωσής της. Ειδικότερα κατά το έτος 2015 το σύνολο των ναύλων των σκαφών της ενάγουσας ανήλθε σε 116.380 ευρώ, η προμήθεια της πρώτης εναγομένης υπερέβη το συμβατικό ποσοστό του 5% κατά το ποσό των 4.615,82 ευρώ, ενώ το σύνολο των καταβληθέντων σε τρίτους ναυλομεσίτες ανήλθε σε 2.820 ευρώ, με αποτέλεσμα για το έτος αυτό το ποσό του ελλείμματος να ανέλθει σε 7.435,82 ευρώ, κατά το έτος 2016 το σύνολο των ναύλων ανήλθε σε 104.594 ευρώ, η προμήθεια της πρώτης εναγομένης υπερέβη το συμβατικό ποσοστό του 5% κατά το ποσό των 4.218,38 ευρώ, ενώ το σύνολο των καταβληθέντων σε τρίτους ναυλομεσίτες ανήλθε σε 5.449 ευρώ, με αποτέλεσμα για το έτος αυτό το ποσό του ελλείμματος να ανέλθει σε 9.667,38 ευρώ, ενώ κατά το έτος 2017 το σύνολο των ναύλων ανήλθε σε 298.790 ευρώ, η προμήθεια της πρώτης εναγομένης υπερέβη το συμβατικό ποσοστό του 5% κατά το ποσό των 8.439,5 ευρώ, ενώ το σύνολο των καταβληθέντων σε τρίτους ναυλομεσίτες ανήλθε σε 38.380,59 ευρώ, με αποτέλεσμα για το έτος αυτό το ποσό του ελλείμματος να ανέλθει σε 46.820, 09 ευρώ και το συνολικό ποσό του ελλείμματος σε 63.923,29 ευρώ, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με το δικόγραφο του πρόσθετου λόγου έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.Πρέπει, επομένως, μη υπάρχοντος έτερου λόγου προς έρευνα, ν’ απορριφθούν η έφεση και το δικόγραφο του πρόσθετου λόγου ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας – ασκήσασας τον πρόσθετο λόγο έφεσης, θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που η ανωτέρω προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής της, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – καθ’ης ο πρόσθετος λόγος έφεσης για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος της τελευταίας, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της, να επιβληθούν σε βάρος της αντιδίκου της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 29.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/29.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../5.11.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) το από 22.7.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./23.7.2021) δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης κατά της υπ’αριθμ.4063/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση και το δικόγραφο του πρόσθετου λόγου έφεσης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας – ασκήσασας τον πρόσθετο λόγο έφεσης, τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης – καθ’ης ο πρόσθετος λόγος έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 21-9-2022
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ