ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 589/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – εφεσίβλητης – καθ’ης η ανακοπή: ανώνυμης εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Λύγουρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της καθ’ης η κλήση – εκκαλούσας – ανακόπτουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Καναβέλη.
Η ανακόπτουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………» ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.9.2010 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/23.9.2010) ανακοπή της κατά πίνακα κατάταξης δανειστών του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ» (Ν.Α.Τ.) και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..».
Επί της ανωτέρω ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε εφαρμοστέα επ’αυτής τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 583 επ. και 933 επ. του ΚΠολΔ, η υπ’αριθμ. 3271/2011 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία η ανακοπή έγινε τύποις δεκτή, αλλά απορρίφθηκε κατ’ουσίαν.
Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 13.2.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../17.2.2012) έφεσή της, προσέβαλε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.
Ακολούθως εκδόθηκε, επίσης αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 16/2013 τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, όσον αφορά τη δεύτερη καθ’ης η ανακοπή και δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν η έφεση, εξαφανίσθηκε ως προς την ανωτέρω διάδικο η πρωτόδικη απόφαση, κρατήθηκε η υπόθεση, έγινε δεκτή η ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ και μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας διά της κατάταξης σ’αυτόν οριστικά της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της αναφερόμενα.
Κατά της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου η δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 29.12.2015 αίτησή της, ζητώντας την αναίρεση αυτής, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.152/2020 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή από εκείνον, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
Κατόπιν τούτου η υπόθεση επαναφέρθηκε προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την από 7.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……….. /8.10.2020) κλήση της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή και δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκ των διαδίκων καλούσας – εφεσίβλητης – καθ’ης η ανακοπή δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αντιδίκου της καθ’ης η κλήση – εκκαλούσας – ανακόπτουσας εμφανίσθηκε και, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και επιπροσθέτως δήλωσε ότι εκπροσωπεί την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……… και με Α.Φ.Μ………… της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, ως καθολική διάδοχο της αρχικής διαδίκου ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……… και με Α.Φ.Μ. ………….. της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, μετά τη διάσπαση της τελευταίας (της «διασπώμενης») διά της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και της σύστασης νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος (της «επωφελούμενης») και ήδη παρασταθείσας.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 7.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./8.10.2020) κλήση της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή και δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» η από 13.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………/17.2.2012) έφεση της ανακόπτουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» κατά της υπ’αριθμ. 3271/2011 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η από 16.9.2010 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………../23.9.2010) ανακοπή της ανωτέρω κατά πίνακα κατάταξης του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, στρεφόμενη κατά των προνομιακώς καταταγέντων για απαιτήσεις τους σε βάρος της πλοιοκτήτριας εκπλειστηριασθέντος πλοίου δανειστών της Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ» (Ν.Α.Τ.) και ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», κατόπιν α) της έκδοσης επί της ως άνω έφεσης της υπ’αριθμ.16/2013 τελεσίδικης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε κατά τους τύπους και κατ’ουσίαν αυτήν ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και, αφού κράτησε και δίκασε κατ’ουσίαν την υπόθεση, δέχθηκε την ανακοπή της εκκαλούσας και μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα, κατατάσσοντας οριστικά την τελευταία κατά το ποσό των 970.315,29 ευρώ και β) της άσκησης κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης της από 29.12.2015 αίτησης της δεύτερης εφεσίβλητης ενώπιον του Άρειου Πάγου, με την οποία ζητήθηκε η αναίρεση αυτής, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ.152/2020 απόφασης του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή απ’αυτόν, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔ, «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, «αν ο Αρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίτρσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 1833/2001 Νόμος). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46). Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 659/1988 ΕλλΔνη 30.310, ΑΠ 1279/1983 Δ 15.421, ΑΠ 1042/1975 ΝοΒ 24.387, ΕφΠειρ 68/1994 ΕλλΔνη 35.1385), εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44.1563) Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998 ΤΝΠ Νόμος) Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήπει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001.83). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο.Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης. Το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάπωμα και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΤΝΠ Νόμος). Το δικαστήριο της παραπομπής, ερευνώντας μόνον τους λόγους έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται (ΑΠ 1145/2005 Νόμος), εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής (ΕφΛαρ 20/2013 Δικογραφία 2013.57, ΕφΑθ 5217/2017 ΕΔΙΚΠΟΛ 2008.116, ΕφΠειρ 150/2005 ΕΝαυτΔ 2005. 206, ΕφΠειρ 68/1994 ΕλλΔνη 35. 1385), δε δεσμεύεται να κρίνει και διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 1343/2002 ΕΕργΔ 2003.725). Εν προκειμένω η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………» με την από 16.9.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../23.9.2010) ανακοπή, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ο υπ’αριθμ………/2010 πίνακας κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., συνταχθείς για τη διανομή του πλειστηριάσματος, ποσού 1.001.000 ευρώ, που επιτεύχθηκε σε πλειστηριασμό, διενεργηθέντα με επίσπευσή της, του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού – τουριστικού πλοίου με την ονομασία «Λ» (L), πλοιοκτησίας της εκ καταγγελθείσας σύμβασης δανείου οφειλέτριάς της εταιρείας με την επωνυμία «…………..», προκειμένου να καταταγεί η ίδια στον προσβαλλόμενο πίνακα, πέραν του ποσού των 951.955,92 ευρώ, για το οποίο κατατάχθηκε προνομιακά ως ενυπόθηκη δανείστρια της καθ’ης η εκτέλεση, και για τα ποσά των 10.797 ευρώ και 18.359,37 ευρώ επιπλέον, για τα οποία επίσης κατατάχθηκαν στον εν λόγω πίνακα οι καθ’ων Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ» (Ν.Α.Τ.) και ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………….» αντίστοιχα, αμφότεροι προνομιακά, οριστικά το πρώτο και τυχαία υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαίτησής της η δεύτερη, αναγγελθέντες δανειστές της πλοιοκτήτριας, τις αναγγελίες των οποίων συμπεριέλαβε αυτούσιες στο δικόγραφο της ανακοπής της, για ισόποσες απαιτήσεις τους από ασφαλιστικές εισφορές και τέλη ελλιμενισμού του πλοίου αντίστοιχα και να αποβληθούν οι καθ’ων της κατάταξης, επικαλούμενη αοριστία της αναγγελίας του πρώτου και αμφισβητώντας τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης της δεύτερης των καθ’ων, σύμφωνα με τα ειδικότερα στην ανακοπή αναφερόμενα για τη θεμελίωση των λόγων της, καθώς και να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε εφαρμοστέα επ’αυτής τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 583 επ. και 933 επ. του ΚΠολΔ, η υπ’αριθμ. 3271/2011 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία η ανακοπή έγινε τύποις δεκτή, αλλά στη συνέχεια απορρίφθηκε στο σύνολό της, κατόπιν της απόρριψης των λόγων της, του μεν πρώτου εξ αυτών, που αφορούσε στο πρώτο των καθ’ων Ν.Π.Δ.Δ. ως κατ’ουσίαν αβάσιμου, του δε δεύτερου, που αφορούσε στη δεύτερη καθ’ης ανώνυμη εταιρεία, ως μη νόμιμου. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση, αφού εκτιμήθηκε ότι με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία ισχυρίσθηκε πως εσφαλμένα ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προέβη στην κατάταξη της απαίτησης της δεύτερης καθ’ης (από τέλη ελλιμενισμού του εκπλειστηριασθέντος πλοίου) στον προσβαλλόμενο πίνακα προνομιακά, διότι δεν πρόκειται περί απαίτησης, που εξοπλίζεται με προνόμιο και, επομένως, θα πρέπει να αποβληθεί της κατάταξης και να καταταχθεί κατά το ισόποσο η δική της εξολισμένη με ναυτική υποθήκη επί του πλοίου απαίτηση, ακολούθως απορρίφθηκε ο λόγος αυτός ως νόμω αβάσιμος, καθόσον κρίθηκε ότι η ως άνω απαίτηση φέρει όντως χαρακτήρα προνομιακό, ως αναγκαία δαπάνη φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και κατατάσσεται στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων, αφού το συμβατικό αντάλλαγμα από τον ελιμμενισμό του σε θέση της μαρίνας της δεύτερης καθ’ης, αλλά και οι χρεώσεις για την παροχή σ’αυτό ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος προς εξυπηρέτηση των αναγκών του αποτελούν έξοδα απαραίτητα για τη διατήρησή του στην κατάσταση, που βρισκόταν προ του πλειστηριασμού, τα οποία και συνετέλεσαν στη διασφάλιση της εκπλήρωσης του προορισμού του, ήτοι στη ναυτιλιακή του εκμετάλλευση. Τέλος, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι το ανωτέρω τυγχάνει διαφορετικό προνόμιο από το προβλεπόμενο στην ίδια διάταξη ναυτικό προνόμιο, επίσης πρώτης τάξης, το οποίο αφορά σε «τέλη και δικαιώματα, που βαρύνουν το πλοίο» και απορρίφθηκαν οι προβληθείσες στον ίδιο λόγο ανακοπής αιτιάσεις της ανακόπτουσας, σύμφωνα με τις οποίες τα τέλη ελλιμενισμού, προκειμένου να καταταγούν προνομιακά θα έδει να αποτελούν “τέλος”, ήτοι αντάλλαγμα προσφερομένης ειδικής δημόσιας υπηρεσίας, άλλως “δικαίωμα”, τούτου νοουμένου ως του αντιτίμου ειδικής παροχής ή υπηρεσίας του Κράτους ή άλλου ΝΠΔΔ, που δεν είναι δημόσιας κατά κυριολεξία φύσης, ενώ εν προκειμένω η απαίτηση της δεύτερης καθ’ης απορρέει από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (καθόσον η τελευταία είναι ανώνυμη εταιρεία, που λειτουργεί με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου) και, επομένως, δεν απολαύει του συγκεκριμένου προνομίου. Ακολούθως, η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 13.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./17.2.2012) έφεσή της, που έστρεψε σε βάρος των καθ’ων η ανακοπή, προσέβαλε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση, εκδοθείσης επί της έφεσής της, επίσης αντιμωλία των διαδίκων, της υπ’αριθμ.16/2013 τελεσίδικης απόφασης, με την οποία, όσον αφορά ειδικότερα τη δεύτερη καθ’ης η ανακοπή και δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..», η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν, εξαφανίσθηκε ως προς τη διάδικο αυτήν η πρωτόδικη απόφαση, και αφού κρατήθηκε η υπόθεση και έγινε δεκτή η ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας και κατατάχθηκε σ’αυτόν οριστικά η εκκαλούσα/ανακόπτουσα και για το ποσό των 18.359,37 ευρώ (της απαίτησης της αποβληθείσης της κατάταξης δεύτερης καθ’ης) και συνολικά για το ποσό των 970.315,29 ευρώ, ως μέρος της εξοπλισμένης με ναυτική υποθήκη απαίτησής της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, συνολικού ποσού 974.656,45 ευρώ, ενώ ως προς το πρώτο εφεσίβλητο ΝΠΔΔ η έφεση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα, με την προαναφερθείσα απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι η απαίτηση της δεύτερης καθ’ης, η οποία είναι εμπορική ανώνυμη εταιρεία, συσταθείσα και λειτουργούσα βάσει του ιδιωτικού δικαίου, για τέλη ελλιμενισμού του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, που καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, περιλήφθηκαν εν προκειμένω στη καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και της πλοιοκτήτριας σύμβασης ελλιμενισμού και δεν προήλθαν, ούτε υπολογίσθηκαν από δημόσια υπηρεσία ή από ΝΠΔΔ (λαμβανομένου υπόψη ότι δεν παρασχέθηκε σ’αυτήν από το Κράτος με νομοθετική εξουσιοδότηση η εξουσία προς επιβολή τέτοιων τελών) δε συνιστά τέλος ή δικαίωμα που βαρύνει το πλοίο, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, η οποία προσδιορίζει τα ναυτικά προνόμια και τη σειρά κατάταξής τους, και, επομένως, έπρεπε να μην καταταγεί προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι από τη δεύτερη καθ’ης δεν προβλήθηκε με την αναγγελία της ότι η αξίωσή της αυτή συνιστά έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από του κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, όπως εσφαλμένα εξέλαβε η εκκαλουμένη. Κατά της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου η δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» άσκησε στη συνέχεια ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 29.12.2015 αίτησή της, ζητώντας την αναίρεση αυτής, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ.152/2020 απόφασης του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή από εκείνον, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Συγκεκριμένα με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι το παρόν Δικαστήριο έτσι που έκρινε “εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 976 αριθμ.1, 1012 παρ.4 του ΚΠολΔ και 205 εδαφ.α΄του ΚΙΝΔ, καθ’όσον τα δεκτά γενόμενα υπ’αυτού ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό των διατάξεων αυτών, υπό την έννοια ότι η υπό το ανωτέρω περιεχόμενο αναγγελθείσα και, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, αποδειχθείσα απαίτηση της αναιρεσείουσας τυγχάνει προνομιακή, κατ’άρθρο 205 εδαφ.α’ του ΚΙΝΔ, για την οποίαν και έπρεπε η τελευταία να καταταγεί, ως πληρούσα την έννοια των αναγκαίων δαπανών ελλιμενισμού του κατασχεθέντος και εν συνεχεία εκπλειστηριασθέντος πλοίου στο λιμένα κατάπλου του κατά τον χρόνο μέχρι του πλειστηριασμού του, ώστε να μην υποστεί βλάβη, αλλά να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισμού του, ενόψει μάλιστα και του ότι δεν δέχεται (το εφετείο) ότι το εν λόγω κατασχεθέν και στη συνέχεια εκπλειστηριασθέν πλοίο, βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι, στο οποίο και πλειστηριάσθηκε, ή ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν άλλα έξοδα, διάφορα εκείνων που έγιναν στο ακινητοποιημένο, ενόψει του πλειστηριασμού του, πλοίο αυτό”. Κατόπιν τούτου, κατά παραδοχήν ως βασίμου του τα αυτά υποστηρίζοντος πρώτου λόγου αναίρεσης από τον αριθμ.1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, έγινε δεκτή η αίτηση και αναιρέθηκε στο σύνολό της η ανωτέρω εφετειακή απόφαση, χωρίς να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης, των οποίων η εξέταση κρίθηκε ότι κατέστη αλυσιτελής και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να την εκδικάσει περαιτέρω, συντιθέμενο από άλλον Δικαστή. Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση, που η ανωτέρω εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της, απέβαλε πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο για οποιοδήποτε ζήτημα κι αν έκρινε, οι δε διάδικοι επανήλθαν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια να αναβιώσει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας και εν προκειμένω η από 13.2.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./17.2.2012) έφεση της ανακόπτουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας καθ’ό μέρος αφορά στη δεύτερη εφεσίβλητη. Ακολούθως, η υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την από 7.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………./8.10.2020) κλήση της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή και δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», του παρόντος Δικαστηρίου της παραπομπής δεσμευομένου όμως σε κάθε περίπτωση από το δεδικασμένο της αναιρετικής απόφασης όσον αφορά το απ’αυτήν επιλυθέν ανωτέρω νομικό ζήτημα, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Εν προκειμένω η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 17.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../17.2.2012), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την επιμέλεια της δεύτερης καθ’ης και δεύτερης εφεσίβλητης, που έλαβε χώρα στις 3.2.2012, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………/3.2.2012 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας …………… και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον, και λειτουργικά αρμοδίου προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), εφόσον με αυτήν πλήττεται απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα του μοναδικού λόγου της, που αφορά στη δεύτερη εφεσίβλητη, ως προς την οποία και μόνον αναιρέθηκε η αρχικά εκδοθείσα επί της έφεσης υπ’αριθμ.16/2012 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αυτή διαδικασία, κατά την εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4, 974, 975, 976 και 977 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, ο πλειστηριασμός του πλοίου που κατασχέθηκε, γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας του λιμανιού όπου βρίσκεται το πλοίο κατά την κατάσχεση. Ο συμβολαιογράφος αυτός, αν το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε δεν αρκεί για την ικανοποίηση εκείνου υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και των αναγγελθέντων δανειστών, συντάσσει πίνακα κατάταξης των δανειστών. Κατατάσσονται κατά πρώτο λόγο οι απαιτήσεις που απολαμβάνουν οποιουδήποτε ειδικού ναυτικού προνομίου, προβλεπόμενου κατά το άρθρο 205 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ακολούθως οι απαιτήσεις που ασφαλίζονται με απλή ή προτιμώμενη υποθήκη και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, επί του τυχόν υπολοίπου του πλειστηριάσματος, κατατάσσονται οι απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνομίων, κατά τα άρθρα 975 και 976 του ΚΠολΔ και τελευταίοι οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Από τις διατάξεις δε, των άρθρων 972 παρ.1 και 974 έως 979 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά του πίνακα κατάταξης μπορεί να ασκηθεί ανακοπή και να προβληθούν αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα αυτού και οι οποίες στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο είτε στο δικονομικό δίκαιο. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής, μπορούν να ανάγονται είτε στην ύπαρξη και παρά ταύτα τη μη κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, είτε στη μη κατάταξη ως προνομιακής ή στην οικεία τάξη, της αναγγελθείσας απαίτησής του, είτε σε προβολή ενστάσεων κατά της καταταχθείσας απαίτησης άλλου δανειστή και του προνομίου που της αποδόθηκε, είτε τέλος, σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση της ύπαρξης της απαίτησης του καταταγέντος δανειστή ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση των, παραγωγικών της απαίτησης και του μεγέθους αυτής ή του προνομίου της, πραγματικών γεγονότων και φέρει το βάρος απόδειξής τους. Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης, δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Έτσι, και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια, κρίνονται, όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ όπως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάρτισης του επίδικου πίνακα κατάταξης (6.9.2010), ήτοι πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 214 του ν. 4072/2012 “είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξη μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, ως και τα από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, β) οι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσες απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος, ως και τα εκ της ναυτολογήσεως αυτών δικαιώματα του ΝΑΤ, κλπ, γ) τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) οι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις στα πλοία, τους επιβάτες και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης”. Κατά τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, στην πρώτη τάξη κατάταξης, υπάγονται ως προνομιούχες, εκτός των άλλων, και οι, επί του πλοίου και του ναύλου, απαιτήσεις, για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, εφόσον αυτά έγιναν μετά τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα. Έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης, είναι όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από του κατάπλου του πλοίου στον “τελευταίο λιμένα”, ως τέτοιου νοουμένου του λιμένα στον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, και παρακωλύθηκε η ναυσιπλοΐα του, λόγω της κατάσχεσης του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση. Ειδικότερα, έξοδα φύλαξης, αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στην πρώτη τάξη, νοούνται τα έξοδα “επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης”, προς το σκοπό διασφάλισης του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε. Στα έξοδα φύλαξης περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες, αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων, που καταβάλλεται για τη φύλαξη του πλοίου σε φύλακα οριζόμενο από τον πλοιοκτήτη. Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού. Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης. Εξάλλου το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας. Η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι δεν προστατεύει μόνο τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί αμέσως και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διακινδυνεύει να μη βρει φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμένει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού, προς βλάβη των δανειστών. Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάσθηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο “τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου”, έτσι ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι, δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο (ΑΠ 86/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Συμπερασματικά στα έξοδα συντήρησης περιλαμβάνονται οι δαπάνες εκείνες από τον κατάπλου στο τελευταίο λιμένα, οι οποίες συνετέλεσαν ώστε να διατηρηθεί το πλοίο στο λιμένα αυτό και μέχρι του πλειστηριασμού του στη κατάσταση που βρίσκεται, σώο και αναλλοίωτο, Ενδεικτικά σ’αυτά εντάσσονται οι δαπάνες και οι αμοιβές των αναγκαίων για τον ανωτέρω σκοπό υπηρεσιών και φροντίδων, οι δαπάνες που συνετέλεσαν ή επέδρασαν στην αποτροπή απώλειας ή καταστροφής ή γενικώς βλάβης του πλοίου ή της μη αχρήστευσης του προορισμού του (σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρο 1012). Η κατά το ίδιο αυτό άρθρο «συντήρηση» περιλαμβάνει και τις αναγκαίες για τη διατήρηση του πλοίου δαπάνες, με σκοπό τη ναυτιλιακή του εκμετάλλευση, επομένως εκείνες που συνετέλεσαν ή επέδρασαν στην ανατροπή απώλειας ή καταστροφής του πλοίου, ώστε να διατηρηθεί αυτό στο λιμάνι μέχρι του πλειστηριασμού στην κατάσταση που βρίσκεται, σώο και αναλλοίωτο. Συνεπώς, οι αναγκαίες δαπάνες για τον ελλιμενισμό του πλοίου στο λιμένα κατάπλου επί ικανό χρόνο μέχρι τον πλειστηριασμό του, ώστε να μην υποστεί βλάβη, αλλά να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισμού του, περιλαμβάνονται, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις και περιορισμούς, στις γενόμενες για τη διατήρηση του πράγματος, κατά την ως άνω έννοια (ΑΠ 1421/2019, 533/2015 και 681/2004, ΕφΠειρ 56/2021, 303/2016, 55/2016, 233/2016, 16/2013 και 147/2010, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, τέλος είναι χρηματική παροχή την οποία επιβάλλει το Κράτος, ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, έτερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημόσιας φύσης προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής. Συνεπώς, κύριο χαρακτηριστικό του τέλους είναι ότι αποτελεί αντάλλαγμα προσφερόμενης ειδικής δημόσιας υπηρεσίας. Του τέλους διακρίνεται επίσης το δικαίωμα, το οποίον αποτελεί το αντίτιμο ειδικής παροχής ή υπηρεσίας του Κράτους ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία όμως δεν είναι δημόσιας κατά κυριολεξία φύσης. Ενίοτε ο όρος δικαίωμα χρησιμοποιείται στην πράξη, για να υποδηλώσει το αντίτιμο ορισμένης ειδικής υπηρεσίας προς το πλοίο, η οποία όμως δεν παρέχεται κατά κανόνα από το Κράτος. Είναι προφανές, ότι τα «δικαιώματα» αυτά, που απορρέουν από έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δεν καλύπτονται από το προνόμιο. Το προνόμιο δεν καλύπτει όλα τα τέλη και δικαιώματα του Δημοσίου ή άλλων οργανισμών και εν γένει νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αλλά μόνον εκείνα τα οποία βαρύνουν το πλοίο, δηλαδή εκείνα τα οποία οφείλονται δυνάμει διάταξης νόμου ή κατ`εξουσιοδότηση αυτής από τον πλοιοκτήτη, ως θαλάσσιο επιχειρηματία, για υπηρεσίες παρασχεθείσες ευθέως στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά την προσόρμιση, παραμονή, φόρτωση ή εκφόρτωση στο λιμένα και εν γένει την χρησιμοποίησή του ως μέσου μεταφοράς (βλ. Αντάπαση Α., Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων, έκδ. 1976, σελ.118 και επ.).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’άρθρα 261 εδαφ.β’ , 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με επίσπευση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ………. και με Α.Φ.Μ. ………. της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών [ως προς την οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης εμφανίσθηκε ο Δικηγόρος Θωμάς Καναβέλης και δήλωσε ότι εκπροσωπεί την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ….. και με Α.Φ.Μ……….. της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, που παρίσταται με την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου της ανωτέρω αρχικής διαδίκου μετά τη διάσπαση της τελευταίας (της «διασπώμενης») διά της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και της σύστασης νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος (της «επωφελούμενης»), αυτοδίκαια υποκατασταθείσας στο σύνολο των εννόμων σχέσεων της διασπώμενης, αλλά και στη δικονομική της θέση στις εκκρεμείς δίκες, αναφορικά με τον αποσχισθέντα απ’αυτήν κλάδο, που εγκρίθηκε (η διάσπαση) με την υπ’αριθμ.πρωτ.13924/30.12.2020 Απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. δυνάμει της με αριθμ.πρωτ………./30.12.2020 Ανακοίνωσης του αυτού ως άνω Υπουργείου] εκπλειστηριάσθηκε στις 19.5.2010 το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό – τουριστικό πλοίο με την ονομασία «Λ» (L), εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Β΄κλάσης του Λιμένος του Πειραιώς, με αριθμ…………, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα SY ……… ολικής χωρητικότητας 109,20 κόρων και καθαρής 88,23, κατασκευασμένο από ενισχυμένο πλαστικό G.R.P., ολικού μήκους 22,98 μ., μήκους νηολόγησης 21,18 μ., πλάτους νηολόγησης 6,10 μ. και βάθους νηολόγησης 1,80 μ., κινούμενο από δύο μηχανές εσωτερικής καύσης ΝΤΗΖΕλ, ισχύος εκάστης 1200 ΒΗP, πλοιοκτησίας της οφειλέτριας της ανωτέρω επισπεύδουσας τράπεζας και εδρεύουσας στο ……… Αττικής εταιρείας με την επωνυμία “………………” και κατακυρώθηκε στη μοναδική πλειοδότρια και υπερθεματίστρια εδρεύουσα στην Αθήνα ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία “………….”, αντί του ποσού του 1.001.000 ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπ’αριθμ………….19.5.2010 έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς . ….. ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Η ανωτέρω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία διατηρούσε απαίτηση σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου απορρέουσα από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα υπ’αριθμ. …………/27.6.2007 δανειακή σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’αριθμ……../28.6.2010 μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, σε εκτέλεση της οποίας χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια το ποσό του 1.000.0000 ευρώ ως κεφάλαιο κίνησης. Σε εξασφάλιση της απαίτησης εκ της ανωτέρω σύμβασης συστάθηκε υπέρ της δανείστριας τράπεζας και σε βάρος του προαναφερθέντος πλοίου απλή ναυτική υποθήκη μέχρι του ποσού του 1.300.000 ευρώ με το υπ’αριθμ………./6.8.2007 σχετικό έγγραφο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. Κατόπιν περιέλευσης της δανειολήπτριας σε κατάσταση υπερημερίας περί την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων η δανείστρια προέβη σε καταγγελία της σύμβασης δανείου και στην κήρυξη εκτελεστού του ανωτέρω συμβολαιογραφικού εγγράφου διά της περιαφής του εκτελεστήριου τύπου. Ακολούθως, με εκτελεστό τίτλο το εν λόγω συμβολαιογραφικό έγγραφο επέσπευσε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της οφειλέτριάς της διά της επίδοσης προς την τελευταία κεκυρωμένου αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου του συμβολαίου αυτού με επιταγή προς πληρωμή για το συνολικό ποσό των 974.641,45 ευρώ (κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα εκτέλεσης, πλέον τόκων) και επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο ανωτέρω πλοίο για το συγκεκριμένο ποσό με την υπ’αριθμ……../12.6.2009 κατασχετήρια έκθεση του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……….., επακολουθήσαντος του πλειστηριασμού του κατά τα προεκτεθέντα. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της επισπεύσασας τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών της καθ’ης η εκτέλεση (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις των διαδίκων της ανακοπής), συνέταξε τον υπ’ αριθμ. 12.303/6.9.2010 πίνακα κατάταξης, όπου και κατετάγησαν – μεταξύ άλλων – προνομιακά και τυχαία υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της αναγγελθείσας απαίτησής της η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή και δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» για το συνολικό ποσό των 18.359,37 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής της και οριστικά η ανακόπτουσα – εκκαλούσα τράπεζα για το ποσό των 951.955,92 ευρώ σε εξόφληση κατά το ισόποσο της εξασφαλισμένης με υποθήκη απαίτησής της. Ειδικότερα, όσον αφορά την απαίτηση της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή, αναφέρεται στον ανωτέρω πίνακα ότι προέρχεται από σύμβαση ελλιμενισμού του εκπλειστηριασθέντος πλοίου ” ελλιμενισμός, ο οποίος περιλαμβάνει και έξοδα φύλαξης και συντήρησης του σκάφους, τα οποία έγιναν στον τελευταίο προ του πλειστηριασμού λιμένα, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 19.5.2010″, καθώς και ότι πρόκειται περί απαίτησης προνομιακής σύμφωνα με το εδάφιο α΄ του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, που θα καταταγεί υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της. Επί της απαίτησης αυτής λεκτέα τα κάτωθι: Η ως άνω ανώνυμη εταιρεία δυνάμει της από 23.12.2002 σύμβασης, που συνήψε με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………….” (μετονομασθείσα ακολούθως σε “…………… και στη συνέχεια σε “………………..”) μίσθωσε για χρονικό διάστημα σαράντα (40) ετών τον τουριστικό λιμένα Ζέας μετά της χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης του και τα επ’αυτού κτίσματα με τα συστατικά και τα παραρτήματά τους και ανέλαβε την υποχρέωση της εν γένει λειτουργίας, διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσής του. Με σύμβαση, που καταρτίσθηκε άτυπα στις 3.7.2008 μεταξύ της ανωτέρω και της πλοιοκτήτριας του μετέπειτα (στις 19.5.2010) εκπλειστηριασθέντος σκάφους συμφωνήθηκε η παροχή σ’αυτό από την πρώτη των αντισυμβαλλομένων για αόριστο χρονικό διάστημα υπηρεσιών, που ειδικότερα περιελάμβαναν την αντί μηνιαίου μισθώματος παραχώρηση της χρήσης χώρου προβλήτας του τουριστικού λιμένα Ζέας για τον ασφαλή ελλιμενισμό του και τη διάθεση σ’αυτό ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος προς εξυπηρέτηση των αναγκών του. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η δεύτερη καθ’ης παρείχε προσηκόντως, συνεχώς και αδιαλείπτως, τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες στο σκάφος της προαναφερθείσης εταιρείας, έκτοτε και μέχρι τον πλειστηριασμό του, πλην όμως η πλοιοκτήτρια δεν της κατέβαλε, ως όφελε, το συνολικό ποσό των 18.359,37 ευρώ, που αφορά στο συμβατικό αντάλλαγμα για τον ελλιμενισμό του σε θέση της μαρίνας Ζέας, που αυτή (η δεύτερη καθ’ης) διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται και για τη χρήση πρόσθετων παροχών των εγκαταστάσεών της (ενδεικτικά ηλεκτρισμού και ρεύματος), κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 19.5.2010, όπως θα εκτεθεί αμέσως κατωτέρω. Ακολούθως η δεύτερη καθ’ης με την από 26.5.2010 αναγγελία της, που επέδωσε μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο στις 31.5.2010, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……/31.5.2010 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ……………., ανήγγειλε απαιτήσεις της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση και συγκεκριμένα απαίτησή της για τέλη ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.12.2009, συνολικού ποσού 14.820 ευρώ (1.235 ευρώ το μήνα Χ 12 μήνες), έναντι του οποίου η ανωτέρω της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 2.470 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 12.350 ευρώ και απαίτησή της από την ίδια αιτία για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 19.5.2010, συνολικού ποσού 6.009,37 ευρώ (1297 ευρώ το μήνα Χ 4 μήνες), ήτοι ανήγγειλε απαίτηση συνολικού ποσού 18.359,37 ευρώ, για την οποία και ζήτησε να καταταγεί προνομιακά στον συνταχθησόμενο πίνακα, προκειμένου να ικανοποιηθεί από το ποσό του προς διανομή πλειστηριάσματος. Σημειωτέον ότι τα τέλη ελλιμενισμού για τα ιδιωτικά σκάφη της κατηγορίας του εκπλειστηριασθέντος προσδιορίσθηκαν για το έτος 2009 στο ποσό των 1.235 ευρώ το μήνα με την υπ’αριθμ.62/2008 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της δεύτερης καθ’ης, ενώ για το επόμενο έτος (το 2010) στο ποσό των 1.297 ευρώ το μήνα με την υπ’αριθμ.68/2009 απόφαση του ιδίου οργάνου της. Η ανακόπτουσα με την ασκηθείσα ανακοπή της του άρθρου 979 του ΚΠολΔ κατά του ανωτέρω πίνακα δεν αμφισβήτησε το ύψος, αλλά τον προνομιακό χαρακτήρα της αναγγελθείσας απαίτησης της δεύτερης καθ’ης, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι δεν πρόκειται περί “τέλους”, διότι αυτό αποτελεί αντάλλαγμα προσφερομένης ειδικής δημόσιας υπηρεσίας, την οποία επιβάλλει το Κράτος ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης άλλο ΝΠΔΔ σε αυτούς που χρησιμοποιούν δημόσιας φύσης υπηρεσία για την κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και η παροχή της υπηρεσίας αυτής, ούτε περί “δικαιώματος”, που συνιστά το αντίτιμο ειδικής παροχής ή υπηρεσίας του Κράτους ή άλλου ΝΠΔΔ, η οποία όμως δεν είναι δημόσιας κατά κυριολεξία φύσης, ενώ εν προκειμένω είναι προφανές ότι πρόκειται περί απαίτησης, που απορρέει από έννομη σχέση μεταξύ ιδιωτών (αφού η αντίδικός της είναι μία ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου) και, επομένως, δεν εξοπλίζεται με το προνόμιο της πρώτη τάξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, το οποίο αφορά σε τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, και ως εκ τούτου εσφαλμένα κατετάγη προνομιακά από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο στον προσβαλλόμενο πίνακα. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, όμως, δεν ευσταθεί και τυγχάνει απορριπτέος, διότι η αναγγελθείσα απαίτηση της δεύτερης καθ’ης, η οποία ειδικότερα αφορά ουσιαστικά στο συμβατικό αντάλλαγμα για τη παροχή από την τελευταία υπηρεσιών ελλιμενισμού στο μετέπειτα εκπλειστηριασθέν πλοίο της καθ’ης η εκτέλεση στον τουριστικό λιμένα, που η ανωτέρω καταταγείσα δανείστρια διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται και ανάγεται στη χρονική περίοδο από 1.1.2009 έως 19.5.2010 (ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού), ήτοι σε χρόνο τόσο προγενέστερο, όσο και μεταγενέστερο της επιβληθείσης στο πλοίο κατάσχεσης (στις 12.6.2009 κατά τα προεκτεθέντα) εμπίπτει προφανως στην έννοια των από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα “εξόδων φύλαξης και συντήρησης” αυτού και, επομένως, απολαύει του προνομίου κατάταξης της πρώτης τάξης, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 205 εδαφ.α΄του ΚΙΝ, ως εκ τούτου προηγείται στην κατάταξη της ενυπόθηκης απαίτησης της ανακόπτουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και ορθώς κατατάχθηκε προνομιακά από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, κατ’εφαρμογήν της ανωτέρω διάταξης, στον προσβαλλόμενο με την ανακοπή πίνακα. Συγκεκριμένα πρόκειται περί των απολύτως αναγκαίων δαπανών, που διενεργήθηκαν από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’αυτόν, στον οποίο εισήλθε για να ελλιμενίζεται κατά τον ενδεδειγμένο και προσήκοντα τρόπο κατά τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των ναυλώσεών του, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται περί επαγγελματικού – τουριστικού σκάφους, και όχι για να παροπλισθεί (το αντίθετο δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο) και από τον οποίο παρεμποδίσθηκε να αποπλεύσει και στον οποίο ακινητοποιήθηκε ακριβώς λόγω της επιβληθείσης στη συνέχεια κατάσχεσης και μόνον, και όχι για άλλο λόγο άσχετο με την κατάσχεση, προκειμένου, διά της παραμονής του, αρχικά όταν δεν εκτελούσε πλόες και μέχρι την κατάσχεσή του, αλλά και ακολούθως, σε κατάλληλο αγκυροβόλιο της συγκεκριμένης μαρίνας και σε κατάσταση ασφαλούς επίπλευσης, υπό την έννοια της διαφύλαξης και αποτροπής οιουδήποτε θαλάσσιου κινδύνου, να διατηρηθεί σώο και αβλαβές, αναλλοίωτο στην υλική κατάσταση που βρισκόταν όταν κατασχέθηκε, για την εκλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, πρόσφορο και κατάλληλο προς ναυτιλιακή εκμετάλλευση και να μην υποστεί βλάβη, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του, όπερ τελικά επιτεύχθηκε, γεγονός που απέβη προς όφελος όχι μόνον της καθ’ης η εκτέλεση, αλλά και των δανειστών της, δηλαδή περί δαπανών που αδιαμφισβήτητα συνετέλεσαν στην αποτροπή απώλειας, καταστροφής του ή φθοράς του, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στην έννοια των “εξόδων συντήρησης”, τα οποία απολαύουν του εν λόγω προνομίου, και η σχετική απαίτηση της δεύτερης καθ’ης ως προνομιούχος πρώτης τάξης, να προηγείται, της κατάταξης της ενυπόθηκης απαίτησης της ανακόπτουσας, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι δεν πρόκειται στην κυριολεξία περί “τέλους”, το οποίο, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, συνιστά χρηματική παροχή που επιβάλλει το Κράτος, ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, έτερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημόσιας φύσης προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής, με κύριο χαρακτηριστικό του άρα το ότι αποτελεί το χρηματικό αντάλλαγμα κάποιας προσφερόμενης ειδικής δημόσιας υπηρεσίας, αφού στην κρινόμενη περίπτωση η δεύτερη καθ’ης είναι ανώνυμη εταιρεία, που έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και δεν παρέχει δημόσια υπηρεσία, και, συνεπώς, η ως άνω αναγγελθείσα απαίτηση της τελευταίας δεν τυγχάνει προνομιούχος με βάση τη διάταξη του άρθρου 205 εδαφ. α΄του ΚΙΝΔ ως “τέλος”, που βαρύνει το πλοίο, ούτε ως τέτοια άλλωστε κατατάχθηκε προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα, αλλά ο συγκεκριμένος τεχνικός όρος τέλος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τη δεύτερη καθ’ης καταχρηστικά, καθώς στο παρελθόν επιβαλλόταν από την εκμισθώτρια του ανωτέρω τουριστικού λιμένα εταιρεία του δημοσίου, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά το αντάλλαγμα για την παροχή απ’αυτήν των συμφωνηθεισών υπηρεσιών ελλιμενισμού σε πλοίο στο συγκεκριμένο χώρο της μαρίνας, που πλέον εκμεταλλεύεται η ίδια, σε εκπλήρωση συμβατικής της υποχρέωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και επίσης απέρριψε την ανακοπή, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανακόπτουσα με το μοναδικό λόγο της έφεσής της, που αφορά στη δεύτερη καθ’ης και δεύτερη εφεσίβλητη, ως προς την οποία και μόνον επαναφέρθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση μετά την αναίρεση της αρχικά εκδοθείσας επί της έφεσης αυτής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση και να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, η δικαστική δαπάνη της ανωτέρω εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προτάσεις της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 13.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./17.2.2012) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3271/2011 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την ανωτέρω έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της (δεύτερης) εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28.9.2022
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ