ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός 604 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Νταλάκο.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανάργυρο Κουτσούκο που παραστάθηκε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017 αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1048/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που την απέρριψε. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα με την από 3-12-2020 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο ……../2020 και στο Εφετείο …………/2020 έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 23-9-2021 και κατόπιν αναβολής, στην άνω αναφερόμενη δικάσιμο, κατά την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε παρασταθείς με τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) η από 3-12-2020 έφεση της εκκαλούσας εταιρίας με την οποία πλήττεται η με αριθμό 1048/2019 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία και απέρριψε την αγωγή της κατά της εφεσίβλητης, ασφαλιστικής εταιρίας. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ από τη δημοσίευσή της, στις 22-3-2019, μέχρι την κατάθεσή της στις 8-12-2020 δεν παρήλθε η προβλεπόμενη διετής, καταχρηστική, προθεσμία και, επομένως, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο για την άσκησή της, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 25-4-2017 αγωγή με την οποία ισχυρίστηκε ότι είναι πλοιοκτήτρια του επιβατηγού πλοίου «KD», με αριθμό νηολογίου ……, το οποίο και ασφάλισε για συγκεκριμένους κινδύνους με το ….. ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που κατάρτισε στις 30-4-2013 με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία και στο οποίο συμφωνήθηκε ότι αυτό θα υπόκειται στο αγγλικό δίκαιο και την πρακτική με εφαρμογή και των ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου «Intsitute Time Clauses-Hulls» της 1-11-1995, όρος 280 με τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Ότι στους ασφαλισμένους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 6 του Ινστιτούτου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η αμέλεια πλοιάρχου, αξιωματικών πληρώματος και πλοηγών (όροι 6.2.2.). Ότι στις 7-8-2013 προέβη σε ενδεδειγμένες ενέργειες συντήρησης των μηχανών του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή και σε αλλαγή λιπαντικών και αντικατάσταση φίλτρου μηχανών, όπως ενδείκνυτο και ότι στις 16-8-2013, κατά την προετοιμασία του πλοίου της, προς απόπλου από τον λιμένα Καλύμνου με προορισμό το Μαστιχάρι της Κω, ο πλοίαρχος διαπίστωσε δυσλειτουργία της δεξιάς προωστήριας μηχανής και διαφορές στις πιέσεις ελαίου, προέβη άμεσα σε απενεργοποίηση των μηχανών του πλοίου και ματαίωση του προγραμματισμένου δρομολογίου, περιστατικά για τα οποία ενημέρωσε την ίδια. Στη συνέχεια ότι μετά από αίτησή της η κατασκευάστρια εταιρία έστειλε μηχανικό για να διερευνήσει τα αίτια δυσλειτουργίας της μηχανής, ο οποίος στις 21-8-2013 διαπίστωσε ασυνήθη θόρυβο και πολλά ρινίσματα μετάλλου στο λάδι της ελαιολεκάνης και στις 22-8-2013 η ίδια ανήγγειλε στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία το συμβάν (ασφαλιστική περίπτωση) και προέβη σε εξάρμοση της δεξιάς προωστήριας μηχανής η οποία απεστάλη σε εξουσιοδοτημένο συνεργείο της κατασκευάστριας στον ……. Αττικής. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η έντονη δυσλειτουργία της μηχανής δεν επήλθε αιφνιδίως, καθώς θα έπρεπε να είχαν παρουσιαστεί ενδείξεις και απλές δυσλειτουργίες της σε προηγούμενο χρονικό διάστημα, τις οποίες ο πλοίαρχος προφανώς δεν αξιολόγησε προσηκόντως και δεν τις γνωστοποίησε στην ίδια ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα πριν την επέλευση της ζημίας. Ότι με την αμέλεια αυτή και την παράλειψή του να την ενημερώσει έγκαιρα ο πλοίαρχος κατέστησε αδύνατη τη λήψη μέτρων εκ μέρους της για τη διάγνωση, πρόληψη και αποφυγή της τελικής ζημίας του πλοίου. Ότι με βάση το άρθρο 55 παρ.1 του Μ.Ι.Α. 1906 περί θαλάσσιας ασφάλισης του εν λόγω σκάφους σε συνδυασμό με τη διάταξη αυτού 55 παρ. (2) (α), η εναγόμενη ασφαλίστρια εταιρεία ευθύνεται για τη ζημία που αιτιωδώς προκλήθηκε από τον ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη κι αν η ζημία δεν θα είχε προκληθεί δίχως την εσφαλμένη ενέργεια ή αμέλεια του πλοιάρχου ή του πληρώματος ή τρίτου, συντρέχοντος αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος (ήτοι του επελθόντος ασφαλισμένου κινδύνου) και της προξενηθείσας ζημίας κατά τον κανόνα «causa proxima non remota spectator» και ότι η ζημία που προκλήθηκε από την αμέλεια του πλοιάρχου ή τρίτου εκ του πληρώματος και ο κίνδυνος από την επέλευσή του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός συμπεριλαμβάνεται στους ασφαλισμένους με το ασφαλιστήριο κινδύνους και δη στον όρο 6.2.2. του «Institute Time Clauses Hulls». Ότι τελικά η ζημία στην μηχανή ήταν τέτοια που καθιστούσε την επισκευή της ανέφικτη και γι’ αυτό την αντικατέστησε με νέα ανακατασκευασμένη μηχανή, για την αποκατάσταση της οποίας δαπάνησε τα επιμέρους ποσά που αναγράφονται στον εμπεριεχόμενο στην αγωγή της πίνακα και συνολικά το ποσό των 143.182,53 ευρώ. Ότι ενόψει της ως άνω ζημίας που προήλθε από ασφαλισμένο κίνδυνο η εναγομένη της οφείλει, αφαιρουμένου του ποσού των 20.000 ευρώ ως εκπιπτόμενο ή αφαιρετέο με βάση την πρόβλεψη του ασφαλιστηρίου, το συνολικό ποσό των 123.182,53 ευρώ, ως ασφαλιστική αποζημίωση, και ότι παρά την από μέρους της εκπλήρωση όλων των συμβατικών της υποχρεώσεων, η τελευταία αρνείται να της καταβάλει τη συμφωνηθείσα ασφαλιστική αποζημίωση και ζητά να καταδικαστεί σ’ αυτό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την άνω αγωγή ως αόριστη διότι δεν αναφέρονται σ’ αυτήν τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την υπαγωγή τους στον επικαλούμενο εκ μέρους της ενάγουσας και εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Μ.Ι.Α. του 1906, ώστε να ελεγχθεί το νόμω βάσιμο και το ουσία βάσιμο της ένδικης αξίωσής της κατά της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας και αυτό διότι αρκείται σε γενικόλογη μνεία, χωρίς να εκθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά καθώς και την αιτιώδη σύνδεσή τους κατά τον κανόνα «causa proxima non remota spectator» με την εμφανισθείσα βλάβη στην μηχανή του πλοίου της, περιοριζόμενη σε εντελώς ασαφή, αόριστη και ενδεικτική αναφορά των δυσλειτουργιών η οποία δεν οδηγεί στην κατανόηση του προβλήματος και της εμφανισθείσας κρίσιμης ζημίας της μηχανής του σκάφους, ενώ δεν εξειδικεύει και δεν καθιστά σαφή την ευθύνη και δη την αμέλεια του πλοιάρχου ή τρίτου προσώπου εκ του πληρώματος του ασφαλισμένου σκάφους της και μάλιστα αιτιωδώς σε σχέση με τη συντήρηση της μηχανής αυτής και του προβλήματος που εμφάνισε, στοιχεία κρίσιμα κατά τον όρο 6.2.2. της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης για τη στοιχειοθέτηση και εν τέλει επιδίκαση της ασφαλιστικής αξίωσης της ενάγουσας προς αποζημίωσή της από την εναγομένη. Τέλος έκρινε απαράδεκτη την συμπλήρωση της αγωγής που επιχείρησε με τις ενώπιον του προτάσεις της η ενάγουσα κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, θεωρώντας αυτήν, πέραν της αοριστίας της, ως ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής. Ήδη η τελευταία με την κρινόμενη έφεσή της παραπονείται για την ως άνω κρίση και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1 και 8 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος ή υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α’ ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης, ενώ, όπως παγίως έχει νομολογηθεί, ενόψει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και τη νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Επιπλέον, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό αυτής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν, μόνο αυτά, να θεμελιώσουν νέα αγωγή. Αντίθετα, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο, για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας είναι η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 314/2015, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 821/2010).
Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε στις 30-4-2013 σύμβαση ασφάλισης ενός ε/γ πλοίου που ανήκε στην ενάγουσα, της οποίας το περιεχόμενο και οι ειδικότεροι όροι αποτυπώθηκαν στο 6019407 ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Όπως εκτίθεται στην αγωγή, οι κίνδυνοι για τους οποίους ασφαλίστηκε το πλοίο διαλαμβάνονται στους όρους του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1995, όρος 280 με την ονομασία «Institute Time Clauses-Hulls» και μεταξύ αυτών που καλύπτονταν ήταν απώλεια ή ζημία στο πλοίο που προκαλείται από αμέλεια πλοιάρχου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η απώλεια ή ζημία δεν προέκυψε από την ανάγκη της δέουσας επιμέλειας του ασφαλισμένου ιδιοκτήτη/διευθυντή ή επιθεωρητή ή οποιουδήποτε από την διαχείρισή τους στην ξηρά (6.2.2). Εκτίθεται ακόμα η συμφωνία των συμβληθέντων μερών η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση να υπάγεται στο αγγλικό δίκαιο και πρακτική, επομένως, εφόσον το σπουδαιότερο αγγλικό νομοθέτημα στον τομέα της ναυτικής ασφάλισης, είναι ο Νόμος Θαλάσσιας Ασφάλισης του 1906 και στο εξής Μ.Ι.Α. 1906 (Marine Insurance Act), συμφωνήθηκε να διέπεται αυτή και από το εν λόγω νομοθέτημα. Σύμφωνα με το άρθρο 55 της Μ.Ι.Α. 1906 και με τον τίτλο «καλυπτόμενες και εξαιρούμενες απώλειες», «επιφυλασσόμενων των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί (της οποίας η εγγύτερη αιτίας είναι) από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά, υπό την επιφύλαξη των προλεχθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο». Στη συνέχεια και σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου, «ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια που αποδίδεται στην εκούσια (με πρόθεση) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος». Επομένως και σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που έχει εγγύτερη αιτία αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος και άρα για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή, πρέπει να υπάρχει μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνα «causa proxima non remota spectatοr», αιτιώδης σύνδεσμος. Με άλλα λόγια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγύτερης (proxima) προς αυτήν κείμενης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο. Με βάση τα συμφωνηθέντα και τις άνω εκτιθέμενες διατάξεις, για την κατάφαση της ευθύνης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας να αποζημιώσει την ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρία, θα πρέπει είτε η ζημία στη μηχανή του πλοίου να προκλήθηκε από αμέλεια του πλοιάρχου, ως εγγύτερη αιτία, με την πρόσθετη προϋπόθεση ότι αυτή η ζημία δεν προέκυψε από την έλλειψη της δέουσας επιμέλειας από μέρους της ενάγουσας (6.2.2), είτε η ζημία να προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο που συνιστά την εγγύτερη αιτία αυτής υπό την προϋπόθεση ότι δεν συντρέχει εκούσια ανάρμοστη συμπεριφορά της ασφαλισμένης ακόμα και αν ζημία δεν θα είχε προκληθεί χωρίς την αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου (άρθρο 55 Μ.Ι.Α. 1906). Και ναι μεν το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης Δικαστήριο υπάγει τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου, όπως αναφέρεται στην προηγηθείσα σκέψη, στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο αυτό καθίσταται αδύνατο λόγω ελλιπούς έκθεσης των πραγματικών περιστατικών στην κρινόμενη αγωγή, ιδίως δε λόγω μη αναφοράς συγκεκριμένα και με σαφήνεια της ζημίας και της αιτίας της. Ειδικότερα για την θεμελίωση της αγωγής στην περίπτωση 6.2.2 του «Institute Time Clauses-Hulls» απαιτείται η περιγραφή στο δικόγραφό της, της αιτίας στην οποία οφείλονταν οι δυσλειτουργίες της μηχανής και ο χρόνος στον οποίο αρχικά εμφανίστηκαν αυτές ενόψει και του μικρού χρονικού διαστήματος που παρήλθε από την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, αλλά και η έκθεση περιστατικών που αφορούν την αναγκαία προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση της ευθύνης της εναγομένης, ήτοι την από μέρους της ασφαλισμένης ενάγουσας, επίδειξη της δέουσας επιμέλειας ως προς το ασφαλισμένο αντικείμενο, όπως ενδεικτικά για την επιλογή ικανού και έμπειρου πληρώματος, για την δέουσα και τακτική συντήρηση των μηχανών του πλοίου αλλά και την συνετή λειτουργία αυτού. Στο αγωγικό δικόγραφο ωστόσο ελλείπει παντελώς η έκθεση αντίστοιχων περιστατικών. Στη συνέχεια για τη θεμελίωση της αγωγής στις επικαλούμενες από την ενάγουσα διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 1 και 2α της Μ.Ι.Α. 1906, απαιτείται η περιγραφή του ασφαλισμένου κινδύνου, της ζημίας που αυτός προκάλεσε ως εγγύτερη αιτία αυτής αλλά και η έλλειψη εκούσιας ανάρμοστης συμπεριφοράς από την ασφαλισμένη που συνδέεται με την επέλευση της ζημίας. Αυτό διότι η ζημία καλύπτεται εφόσον οφείλεται σε ασφαλισμένο κίνδυνο ενώ η αμέλεια του πλοιάρχου που δημιούργησε ευνοϊκό περιβάλλον για τη δράση αυτού, είναι αδιάφορη σ’ αυτήν την περίπτωση. Τέτοια περιστατικά ομοίως ουδόλως εμπεριέχονται στην αγωγή. Η έλλειψη των αναγκαίων αυτών στοιχείων για τη νομική θεμελίωση της αγωγής καθιστά ανέφικτο τον από μέρους του Δικαστηρίου καθορισμό των θεμάτων απόδειξης και αδύναμη την εναγομένη να αμυνθεί κατά της αγωγής, όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο (άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ σε συνδ με τις άνω αναφερόμενες διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου και άρθρο 361 Α.Κ.) έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.
Στη συνέχεια, η ενάγουσα ενώ στην αγωγή της αναφέρει με τον επισημανθέντα ανωτέρω ελλιπή τρόπο τα πραγματικά περιστατικά στα οποία επιχειρεί να θεμελιώσει την ευθύνη της εναγομένης να την αποζημιώσει για τη ζημία του πλοίου της, αποδίδοντας αυτήν αποκλειστικά στην αμέλεια του πλοιάρχου να την ενημερώσει έγκαιρα ως προς τα προβλήματα που παρουσίαζε η μηχανή, είτε ως ασφαλισμένου κινδύνου είτε ως συμπεριφορά που προκάλεσε την επέλευση ασφαλισμένου κινδύνου, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προβαίνει σε συμπλήρωση της τελευταίας παραγράφου του με στοιχ Δ κεφαλαίου της αγωγής, ώστε να συμπεριληφθούν οι λέξεις «ή επισκευαστών» και ο αριθμός 6.2.3 που αφορά την αμέλεια επισκευαστών ως ασφαλισμένο κίνδυνο του «Institute Time Clauses-Hulls». Η εν λόγω όμως συμπεριφορά της ενάγουσας δεν συνιστά την επιτρεπτή κατά το άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ διευκρίνιση ή συγκεκριμενοποίηση των ισχυρισμών της αγωγής της που αφορούν την σε βάρος της εναγομένης θεμελίωση αυτής στη διάταξη του άρθρου 6.2.2 του Ινστιτούτου και 55 1 και 2α της Μ.Ι.Α. 1906, πάντα με την αναφορά στην αμέλεια και μόνο του πλοιάρχου και σύμφωνα με την άνω σκέψη. Συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής καθώς επιχειρεί να την θεμελιώσει σε άλλο ασφαλιζόμενο κίνδυνο, κατά τον όρο 6.2.3., που ουδόλως μνημονεύεται στο αγωγικό δικόγραφο. Ακόμα δε και αν ήθελε γίνει δεκτή ως επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, η προσθήκη αυτή είναι παντελώς αόριστη και όλως επιγραμματική, αφού δεν συνοδεύεται από κανένα πραγματικό περιστατικό που να την εξειδικεύει, όπως το όνομα του επισκευαστή και ποια ήταν η αμέλεια αυτού που προκάλεσε ασφαλισμένο κίνδυνο ή αποτελεί η ίδια ασφαλισμένο κίνδυνο, ενώ ελλείπουν και τα στοιχεία της δέουσας επιμέλειας της ενάγουσας. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο την άνω συμπεριφορά της ενάγουσας και όσα αντίθετα υποστηρίζει αυτή με το δεύτερο λόγο της έφεσής της είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υφίστανται άλλοι λόγοι προς έρευνα, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η υπό κρίση έφεση και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττήθηκε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και, τέλος, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (495 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την κρινόμενη έφεση, κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και καθορίζει αυτά στο ποσό των δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ σε βάρος της εκκαλούσας εταιρίας
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 6 Οκτωβρίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ