Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 605/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 Αριθμός   605/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :       

 Α.  Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με τον διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» με αφμ ……… που εδρεύει στον  Πειραιά …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον  πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Πλέγκα (Α.Μ. ……… Δ.Σ. Πειραιά), ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση (άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).    

Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ……………., 2] ………… 3] …………. 4] ……………. 5] ……………, 6] …………… 7] ………………, 8] …………….., 9] …………. 10] ……………. 11] …………….. 12] ………… 13] ………….., 14] ………………. 15] ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από το πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΑ …………), 16] ……………….. 17] ……………..18] ……………. 19] …………… 20] ……………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στέφανο Λύρα (ΑΜ ΔΣΠ ………..), ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ). 

Β. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1] …………..2] …………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου (ΑΜ ΔΣΑ …………).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1] ……….., 2] …………. 3] ……………. 4] ………….., 5] …………., 6………., 7] ………….. 8] …………..9] …………. 10] ………….11] …………….. 12] ……………. 13] ……………., 14] ……………, 15] …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από το πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΑ ………..), 16] …………… 17] …………….. 18] …………………. 19] ………………… 20] ……………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στέφανο Λύρα (ΑΜ ΔΣΠ ………..), ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ). 

Οι εκκαλούντες   άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2020 η πρώτη και τις με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2020 και …………./2020, αντίστοιχα οι λοιποί, ανακοπές επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 341/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που τις απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανακόπτουσα  με την από 5-5-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο …………./2021  και στο Εφετείο ………../2021 έφεσή της και οι ανακόπτοντες με την από 13-5-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2021 στο Πρωτοδικείο και στο Εφετείο …………../2021 αντίστοιχα, έφεσή τους, οι οποίες προσδιορίστηκαν  να συζητηθούν στην άνω αναφερόμενη δικάσιμο, κατά την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν, ο δε παρασταθείς με τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που κατέθεσε.  

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α] η από 5-5-2021 έφεση  της εκκαλούσας-ανακόπτουσας εταιρίας και β] η από 13-5-2021 κοινή έφεση των εκκαλούντων-ανακοπτόντων κατά των ιδίων εφεσίβλητων με τις οποίες  πλήττεται η με αριθμό 341/2021 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών  και απέρριψε τις  ανακοπές των  εκκαλούντων κατά των καθ’ ων και ήδη εφεσίβλητων. Αμφότερες οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 σε συνδ με άρθρα 591 και 937 παρ.1 β ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ  από τη δημοσίευσή της, στις 12-2-2021, μέχρι την κατάθεσή τους αντίστοιχα στις 5-5-2021 και 13-5-2021, δεν παρήλθε η προβλεπόμενη διετής, καταχρηστική, προθεσμία και, επομένως, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί  το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο για την άσκηση κάθε μιας εξ αυτών, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 παρ. 1 εδαφ. Α – 591 ΚΠολΔ,  πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η μεν ανώνυμη εταιρία την με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020 ανακοπή, οι δε εκκαλούντες τις με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2020 και ……………/2020 αντίστοιχα ανακοπές κατά των ιδίων καθ’ ων, με τις οποίες ζητούσαν την μεταρρύθμιση του …………/20-7-2020 πίνακα κατάταξης που συνέταξε η συμβολαιογράφος Πειραιά ………. ενώπιον της οποίας πλειστηριάστηκε το με ελληνική σημαία Ε/Γ-ΟΓ πλοίο «ΒΚ» της πλοιοκτησίας της εταιρίας «………….» («……….»), κατόπιν επίσπευσης σε βάρος της τελευταίας  διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης από τον δεύτερο εκ των  καθ’ ων η ανακοπή, ………… Ειδικότερα η μεν ανακόπτουσα εταιρία με την επωνυμία «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» ισχυρίστηκε  ότι διατηρεί κατά της καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση άνω οφειλέτριας εταιρίας  ληξιπρόθεσμη απαίτηση, ποσού  110.588,62 ευρώ προερχόμενη από τέλη ελλιμενισμού του ως άνω πλοίου σε ιδιωτικά ναυπηγεία εντός της λιμενικής ζώνης Πειραιά, κατά τη χρονική περίοδο από 01.10.2017 έως και 30.09.2019 και ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού στον ανακοπτόμενο  πίνακα κατάταξης δανειστών, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, κατέταξε προνομιακά τους καθ’ ων στο εναπομείναν εκπλειστηρίασμα ποσού 264.678,88€,  αποκλείοντας την ίδια, ενώ όφειλε να κατατάξει προνομιακά τη δική της απαίτηση, την οποία είχε αναγγείλει νομότυπα και εμπρόθεσμα, καταθέτοντας και τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, η οποία, ως προερχόμενη από τέλη που βαρύνουν το πλοίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 205 εδ.α του ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 19 παρ. 6 εδαφ. β του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ και του άρθρου 9 του «Κανονισμού και Τιμολόγια Δικαιωμάτων επί Πλοίων/Πλωτών Ναυπηγημάτων εις την Λιμενικήν Περιοχήν του ΟΛΠ», έπρεπε να καταταγεί στον πίνακα πριν από τις απαιτήσεις των καθ’ ων.  Αντίστοιχα οι εκκαλούντες της με στοιχ. β έφεσης στις με, ξεχωριστό δικόγραφο, ασκηθείσες ανακοπές τους ισχυρίστηκαν  ότι αναγγέλθηκαν  στην ίδια ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού εμπρόθεσμα και νομότυπα, για απαίτησή τους έναντι της καθ’ ης ο πλειστηριασμός οφειλέτιδας, πλοιοκτήτριας εταιρείας, συνολικού ποσού ο μεν πρώτος  60.652,71 ευρώ, ο δε δεύτερος 27.285,53 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, καταθέτοντας και τα έγγραφα που την αποδεικνύουν, ότι αμφοτέρων η αναγγελθείσα απαίτηση στηρίζεται στην από 04-04-2018 βεβαίωση οφειλομένων – αναγνώριση χρέους, με την οποία η πλοιοκτήτρια αναγνώρισε την οφειλή των αποδοχών τους, του μεν πρώτου  ως Πλοιάρχου του ως άνω πλοίου, για το διάστημα της εργασίας του σε αυτό από 01-09-2017 έως 02-03-2018, του δε δεύτερου ως Α’ Μηχανικού  και για το διάστημα της εργασίας του στο ως άνω πλοίο από 12.09.2017 έως 02.03.2018 και ότι  εσφαλμένα δεν κατετάγησαν  συμμέτρως με τους  καθ’ ων, αφού οι αναγγελθείσες απαιτήσεις τους , ως προερχόμενες από σύμβαση ναυτικής εργασίας, ήταν και αυτές  εφοδιασμένες με το σχετικό προνόμιο του άρθρου 205β του ΚΙΝΔ. Ζητούσαν δε την μεταρρύθμιση του πίνακα  προκειμένου να καταταχθούν και αυτοί  προνομιακά και συμμέτρως με τους καθ’ων η ανακοπή. Πλέον των ανωτέρω και το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου την με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020 ανακοπή που συνεκδικάστηκε με τις προηγούμενες και επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία απορρίφθηκαν οι μεν άνω αναφερόμενες ανακοπές ως ουσιαστικά αβάσιμες, η δε τελευταία ως απαράδεκτη. Ειδικότερα όσον αφορά την ανακόπτουσα εταιρία (Ο.Λ.Π.  Α.Ε.) το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή πλέον είναι ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης και κατά συνέπεια οι αναγγελθείσες  απαιτήσεις της, δεν απολαμβάνουν του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 στοιχ. α’ του Κ.Ι.Ν.Δ. προνομίου κατάταξης κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ως τέλη και δικαιώματα βαρύνοντα το πλοίο, και δη προνομίου της πρώτης τάξης, όπως ειδικότερα προβλεπόταν με το άρθρο 19 παρ.6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π., ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση της παρασχεθείσας στον Ο.Λ.Π., υπό την τότε μορφή του Ν.Π.Δ.Δ., νομοθετικής εξουσιοδότησης με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ. 2 του Α.Ν. 1559/1950 να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του με ισχύ ουσιαστικού νόμου, και εγκρίθηκε με την υπό στοιχεία 45057/11/1973 Κοινή Υπουργική Απόφαση, διότι ήδη ο ανωτέρω Αναγκαστικός Νόμος και ο εκδοθείς βάσει αυτού Κανονισμός θα πρέπει να θεωρηθούν καταργηθέντες με την Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και τον Κυρωτικό αυτής Νόμο (αφού ο συγκεκριμένος Κανονισμός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που ρητά προβλέπεται στην ως άνω Σύμβαση ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της και αναλυτικά παρατίθενται στο Παράρτημα 1.7 αυτής), καθώς δε συνάδουν με την περιέλευση του ελέγχου της Ο.Λ.Π. Α.Ε. σε ιδιωτικό οικονομικό φορέα εκμετάλλευσης, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Επισήμανε ακόμα ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το ότι στην Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και στον Κυρωτικό αυτής Νόμο ρητά προβλέπεται ότι η – πλέον ιδιωτικοποιημένη – Ο.Λ.Π. Α.Ε. δικαιούται να επιβάλει, χρεώνει και εισπράττει για ίδιο λογαριασμό  μεταξύ άλλων και τέλη λιμενικών υπηρεσιών ως αντίτιμο για τις παρεχόμενες απ’ αυτήν υπηρεσίες στα ναυλοχούντα στο Λιμένα του Πειραιά πλοία, διότι αυτό που έγινε εν προκειμένω δεκτό είναι ότι οι εκ της ανωτέρω αιτίας απορρέουσες απαιτήσεις της δεν εξοπλίζονται πλέον με προνόμιο στην κατάταξη και στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ούτε βέβαια από το νομικό καθεστώς της Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης του Λιμένα του Πειραιά ως κοινόχρηστου πράγματος, ήτοι από τη φύση του ως περιουσιακού στοιχείου κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, ευρισκόμενου στην κοινή χρήση, που ουδόλως επηρεάσθηκε από την ανάληψη του ελέγχου της Ο.Λ.Π. Α.Ε. από ιδιώτη, στην οποία, ακόμη και όταν λειτουργούσε υπό τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. ή ανώνυμης εταιρίας του Δημοσίου, έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα χρήσης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης του ως άνω Λιμένα, και οπωσδήποτε όχι εμπράγματα δικαιώματα. Όσον αφορά τους ανακόπτοντες φυσικά πρόσωπα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι  ορθά η συντάκτης του πληττόμενου πίνακα δεν συμπεριέλαβε τις απαιτήσεις τους σ’ αυτόν για το λόγο ότι οι αναγγελίες αμφοτέρων πάσχουν αοριστίας, καθότι δεν προσδιορίζονταν σε αυτές τα αναγκαία στοιχεία, ώστε να δύνανται ο  οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν αυτές, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα των απαιτήσεων και να προβεί στην κατάταξή τους συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις και συγκεκριμένα δεν εκτίθονταν  τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν το προνόμιο των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, ήτοι ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους ως Πλοίαρχος και Α΄ Μηχανικός, αντίστοιχα, στο πλαίσιο ναυτικής εργασίας, ούτε και υπήρχε σε αυτές αίτημα προνομιακής κατάταξής τους. Ενώ ακόμα και εάν  θεωρούνταν ορισμένες οι ως άνω αναγγελίες, ως συμπληρωθείσες με τα προσκομιζόμενα από τους ανακόπτοντες αποδεικτικά έγγραφα, δεν αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη του προνομίου των απαιτήσεών τους καθόσον το πλοίο είχε υποστεί  από τον Ιούνιο του 2017, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της ναυτολόγησης των ανακοπτόντων (αμφότεροι ναυτολογήθηκαν, όπως αποδεικνύεται από τα ναυτικά τους φυλλάδια, στις 12-09-2017) σοβαρή μηχανική βλάβη γεγονός που και οι ίδιοι εμμέσως συνομολογούν, συνεπεία της οποίας  βρισκόταν ακινητοποιημένο στην περιοχή Κυνόσουρα  της Σαλαμίνας, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε εκ μέρους της πλοιοκτήτριας σχεδιασμός συνέχισης των πλόων του, αφού δεν πρόεκυψε ότι το πλοίο υποβλήθηκε σε επισκευή έως και τον εκπλειστηριασμό του, οι δε ανακόπτοντες απολύθηκαν στις 02-03-2018 λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, ως ληξιπρόθεσμου. Ούτε, άλλωστε, από το εισφερθέν στην πρωτοβάθμια δίκη αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι στο πλοίο, κατά τη χρονική περίοδο στην οποία αφορούν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις των ανακοπτόντων, πέραν των ιδίων, είχαν ναυτολογηθεί και άλλα μέλη του πληρώματος, συνεπώς δεν αποδείχθηκε εάν αυτό είχε συγκροτημένο πλήρωμα με επαρκή σύνθεση, ώστε να βρίσκεται σε ετοιμότητα για την πραγματοποίηση πλόων.

Ήδη με τις άνω εφέσεις τους οι εκκαλούντες επιδιώκουν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό να γίνουν δεκτές οι ανακοπές τους και να μεταρρυθμιστεί ο πληττόμενος πίνακας ώστε να καταταγούν και οι δικές τους απαιτήσεις. Επομένως  και σύμφωνα με τους λόγους των ένδικων εφέσεων τα κρίσιμα ζητήματα που κατάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς κρίση είναι αφενός μεν αν πράγματι η ανακόπτουσα εταιρία διατηρεί το εκ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ προνόμιο επί των ενδίκων απαιτήσεών της ενόψει των αλλαγών στο νομικό της σχήμα και  αφετέρου αν το αναγγελτήριο των απαιτήσεων των δυο ναυτικών ήταν  επαρκές ώστε να οδηγήσει στην  προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεών τους, συμμέτρως με εκείνες των καθ’ ων, τις οποίες ισχυρίζονται ότι διατηρούν κατά της καθ’ ης ο πλειστηριασμός πλοιοκτήτριας εταιρίας.

Ι.  Από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περ. β του ΚΠολΔ που ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, και περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αριθ. 3 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, αν προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, προκύπτει ότι η αναγγελία, ως πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να περιέχει περιγραφή της απαίτησης που αναγγέλλεται και του προνομίου της. Συνεκτιμωμένου δε του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου, οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρο 979 ΚΠολΔ), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής θα προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στο μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και τη βασιμότητα της απαίτησης. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, ιδιαίτερα όταν αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα, στα οποία στηρίζεται η απαίτηση αλλά και η ύπαρξη αιτήματος για προνομιακή κατάταξη.  Το τελευταίο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με την απολύτως επικρατούσα στη νομολογία άποψη,  καθώς η εφαρμογή από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο των περί προνομίων οικείων διατάξεων δεν γίνεται αυτεπάγγελτα, έστω και αν από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η ύπαρξη προνομίων, όταν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν έχει ζητήσει την προνομιακή κατάταξή του. Περαιτέρω, το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σ’ αυτό απαίτησης, μόνον όταν η περιγραφή αυτής καθώς και του, τυχόν, υφιστάμενου προνομίου της είναι τόσο ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισής τους, σύμφωνα με τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ και να υφίσταται έτσι βλάβη. Επομένως, για την πληρότητα της αναγγελίας, δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση της απαίτησης και του προνομίου, στο βαθμό που απαιτείται για το δικόγραφο της ανακοπής, σύμφωνα με τα άρθρα  216 παρ. 1 και 585 ΚΠολΔ, για τον αναγγελθέντα δικαιούχο της απαίτησης, ανεξαρτήτως της δικονομικής θέσης του στη δίκη της ανακοπής, γιατί το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ, αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε, με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα, ο τελευταίος δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρ. 974 ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι` αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρ. 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα. Κατά συνέπεια, για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης, αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται νομίμως από δημόσια έγγραφα που είναι κατατεθειμένα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και είναι προσιτά σε όλους (ΑΠ 191/2021, 973/2020, 474/2019, 885/2019, 194/2018  1580/2013,  1087/2013,  949/2011,    ΕφΠειρ 364/2020, 248/2020, 711/2019 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ.  Με το ν. 4748/1930 (φεκ Α΄ 166), όπως αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950 (φεκ Α΄ 252) και κυρώθηκε με το ν. 1630/1951 (φεκ Α΄ 8), ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», στο οποίο ανατέθηκε η διοίκηση του λιμένα αυτού. Με το άρθρο πρώτο του ν. 2688/1999 (φεκ Α΄ 40) το Ν.Π.Δ.Δ. «ΟΛΠ» μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας, με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία» και διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» και λειτουργούσε προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Απολάμβανε διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και τελούσε υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Η εταιρία εκείνη, όπως και οι λοιποί Οργανισμοί Λιμένα, είχε διφυή χαρακτήρα και λειτουργούσε ταυτόχρονα τόσο ως πάροχος λιμενικών υπηρεσιών όσο και ως διοικητική αρχή, ασκώντας πράξεις δημόσιας εξουσίας. Κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων του ν. 2932/2001 (φεκ Α΄ 145) το Ελληνικό Δημόσιο και η «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» συνήψαν την από 13-2-2002 σύμβαση παραχώρησης, η οποία, τροποποιηθείσα, κυρώθηκε με τα άρθρα 1 και 3 του ν. 3654/2008 (φεκ Α΄ 57), χωρίς ωστόσο να μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση της εταιρίας (ΑΠ 2029/2014, ΟλΣτΕ 1211/2010, ΣτΕ 140/2011, ΕφΠειρ. 540/2011), η οποία λειτουργούσε ως εταιρία κοινής ωφέλειας που ανήκε στο δημόσιο τομέα και αποτελούσε «Οργανισμό» σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2881/2001. Στη συνέχεια η «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» υπήχθη στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων 2011-2015 του ν. 3985/2011 και, κατ’ εφαρμογή διατάξεων του ν. 3986/2011, το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου Α.Ε. (ΤΑΙΠΕΔ) απέκτησε πλειοψηφικό μερίδιο συμμετοχής και προέβη στη διεξαγωγή διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας για την ανάδειξη ιδιώτη επενδυτή και εν τέλει, βάσει της οικονομικής προσφοράς της … (……….) ………., το εν λόγω Ταμείο ανέδειξε την εταιρία αυτή ως προτιμώμενο επενδυτή και με την 54/2016 Πράξη του Ζ’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εγκρίθηκε η υπογραφή της Σύμβασης Αγοραπωλησίας Μετοχών από το ΤΑΙΠΕΔ, μέρος της οποίας αποτελούσε  η, ακολούθως αναφερόμενη, «νέα»  Σύμβαση Παραχώρησης στη συμφωνημένη μορφή με τους υποψήφιους επενδυτές, ενώ με την  676/2016 απόφασή της η Επιτροπή Ανταγωνισμού ενέκρινε την υπόψη συναλλαγή. Προηγήθηκε συγκεκριμένα η από 24-6-2016 Σύμβαση Παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» που κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ τυπικού νόμου, από κοινού με τα προσαρτήματά της, με το άρθρο 1 του ν. 4404/2016 (φεκ Α΄ 126) ενώ με  τα άρθρα 2 επ. του ίδιου νόμου ρυθμίστηκαν αυτοτελώς τα σχετικά ζητήματα κατά τρόπο ταυτόσημο με τις συμβατικές ρυθμίσεις. Με τη σύμβαση αυτή (παραχώρησης),  το Ελληνικό Δημόσιο και η «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», αφού αναγνώρισαν την ανάγκη τροποποίησης των συμβατικών προβλέψεων της υπάρχουσας μεταξύ τους σύμβασης και ανακατανομής των ρόλων, αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους προκειμένου η «Ο.Λ.Π. Α.Ε.»  να λειτουργεί ως ιδιωτικός φορέας εκμετάλλευσης του λιμένα του Πειραιά (προοιμιακές σκέψεις Ζ και Η), συμφώνησαν ότι η εταιρία  αποτελεί τον ολοκληρωμένο φορέα διαχείρισης του λιμένα Πειραιά, στον οποίο παραχωρείται το αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής, χρήσης, διαχείρισης, συντήρησης, βελτίωσης και εκμετάλλευσης των στοιχείων που παραχωρούνται με τη σύμβαση, στα οποία περιλαμβάνεται και η θαλάσσια ζώνη του λιμένα. Συμφώνησαν, επίσης, ότι η εταιρία δεν διατηρεί, ούτε αναλαμβάνει, καθώς επίσης ότι δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί ότι διατηρεί ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε δημοσίου δικαίου δικαίωμα, μετά την κύρωση της σύμβασης με τυπικό νόμο και ότι η ψήφιση του κυρωτικού νόμου συνεπάγεται την πλήρη μεταβίβαση σε κυβερνητικό φορέα του Ελληνικού Δημοσίου, των αρμοδιοτήτων της εταιρίας που έχουν κανονιστικό και ρυθμιστικό χαρακτήρα και συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας. Για το λόγο αυτό, με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Παραρτήματος ΙΙ(α) της σύμβασης παραχώρησης ορίζεται ότι από την έκδοση του κυρωτικού νόμου, παύουν να ισχύουν προκειμένου για την «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» διατάξεις σχετικά με το δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και, γενικά, διατάξεις που είναι ασύμβατες με το χαρακτήρα της ως εμπορικής κερδοσκοπικής εταιρίας του ιδιωτικού τομέα. Άλλωστε σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ίδιου νόμου (4404/2016) η περιέλευση του ελέγχου της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» σε ιδιώτες επενδυτές καθιστά απαραίτητες κάποιες αναπροσαρμογές του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας της, καθώς καθίσταται μη συμβατή με τον, ιδιωτικό πλέον, χαρακτήρα της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», η διατήρηση ορισμένων αρμοδιοτήτων που εμπεριέχουν ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, ιδίως κανονιστικής υφής. Επίσης, σύμφωνα με την 16 σκέψη της αιτιολογικής έκθεσης μετά την παραχώρηση η εταιρία θα απωλέσει το χαρακτήρα της ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου «διφυούς» χαρακτήρα και θα μεταταγεί σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, σε «συνηθισμένη α.ε.», γεγονός που προϋποθέτει την κατάργηση και αφαίρεση από την «ΟΛΠ» αρμοδιοτήτων και εξουσιών, τις οποίες εξακολουθεί να ασκεί μέχρι σήμερα και οι οποίες ενέχουν στοιχεία ενάσκησης δημόσιας εξουσίας ή προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Για το λόγο αυτό ο α.ν. 1559/1950 με τον οποίο είχε εξουσιοδοτηθεί η Ο.Λ.Π. (με τη μορφή ΝΠΔΔ) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων αρμοδιότητας του, καταργείται. Οι κανονισμοί που εκδίδει είναι εσωτερικοί και δεν έχουν πλέον την ισχύ ουσιαστικού νόμου, δεδομένου ότι η άσκηση διοικητικής αρμοδιότητας από ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία δεν μπορεί να γίνει συνταγματικά ανεκτή. Εξάλλου, σύμφωνα με το Παράρτημα 1.7 μέρος 2 της σύμβασης παραχώρησης, ορίζεται ότι διατηρούνται από τους Κανονισμούς Λειτουργίας του ΟΛΠ (άρθρο 1.7(γ) «Μόνον όσοι εκ των Κανονισμών Λιμένος που βρίσκονται σε ισχύ (ή, κατά περίπτωση, τα μέρη αυτών), και ορίζουν τα επίπεδα, τον τρόπο υπολογισμού και/ή όρους πληρωμής τιμολογίων που επιβάλλονται από την ΟΛΠ ΑΕ, στο μέτρο που δεν είναι αντίθετοι με τις διατάξεις της Σύμβασης Παραχώρησης και/ή τις διατάξεις του Κυρωτικού Νόμου». Επομένως πέραν των υφιστάμενων κανονισμών που περιλαμβάνονται στο Μέρος I του ως άνω Παραρτήματος και αφορούν την υφιστάμενη τιμολογιακή πολιτική του ΟΛΠ μέχρι την στιγμή της παραχώρησης του σε ιδιώτη, κανένας άλλος κανονισμός που εκδόθηκε κατά το παρελθόν από τον ΟΛΠ και αφορά την άσκηση διοικητικής εξουσίας δεν ισχύει, δεδομένου ότι είναι αντίθετος με τις διατάξεις της Σύμβασης Παραχώρησης και του Κυρωτικού Νόμου. Συνεπώς, ο Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ που εγκρίθηκε με την 45057/11/72 ΥΠΝΜΕ και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18.1.1973) στον οποίο με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του ΚΟΔ/ΟΛΠ ορίζεται ότι: «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας, ως και μεταφοράς αποσκευών και τουριστικών αυτοκινήτων, εάν το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο ΟΛΠ κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδ. α» του ΚΙΝΔ  οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίον», καθίσταται σαφές πλέον ότι έχει καταργηθεί και επομένως, εφόσον η έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης εντοπίζεται χρονικά, μεταγενέστερα της ισχύος της νέας Σύμβασης Παραχώρησης, τα δικαιώματα και τα τέλη που εισπράττονται από την «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», δεν εξυπηρετούν πλέον την δημόσια ωφέλεια, παρά μόνον τους επιχειρηματικούς σκοπούς της τελευταίας και για τον λόγο αυτό δεν εμπίπτουν στα προνόμια του άρθρου 205 ΚΙΝΔ. (σχετ. ΕΠ 248/2020 και 711/2019 αλλα και ΟλΣτΕ 1076/2019, η 50/2020 ΓΝΜΔ ΝΣΚ).

IΙΙ. Το τέλος είναι χρηματική παροχή την οποία επιβάλλει το Κράτος, ή με βάση  νομοθετική εξουσιοδότηση, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημόσιας φύσης και προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής. Συνεπώς, κύριο χαρακτηριστικό του τέλους είναι ότι αποτελεί αντάλλαγμα προσφερόμενης ειδικής δημοσίας υπηρεσίας και διακρίνεται από το δικαίωμα, το οποίον αποτελεί το αντίτιμο ειδικής παροχής ή υπηρεσίας του Κράτους ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία όμως δεν είναι δημοσίας κατά κυριολεξία φύσης. Συχνά ο όρος δικαίωμα χρησιμοποιείται στην πράξη, για να υποδηλώσει το αντίτιμο ορισμένης ειδικής υπηρεσίας προς το πλοίο, η οποία όμως δεν παρέχεται κατά κανόνα από το Κράτος, είναι δε προφανές, ότι τα «δικαιώματα» αυτά, που απορρέουν από έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δεν καλύπτονται από το προνόμιο. Αυτό διότι το προνόμιο καλύπτει μόνον εκείνα τα τέλη τα οποία βαρύνουν το πλοίο, τα οποία οφείλονται, με βάση διάταξη νόμου ή κατ’εξουσιοδότηση τέτοιας διάταξης  από τον πλοιοκτήτη, ως θαλάσσιο επιχειρηματία, για υπηρεσίες παρασχεθείσες ευθέως στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά την προσόρμιση, παραμονή, φόρτωση ή εκφόρτωση στο λιμένα και εν γένει την χρησιμοποίησή του ως μέσου μεταφοράς και δεν καλύπτει όλα τα τέλη και δικαιώματα του Δημοσίου ή άλλων οργανισμών και εν γένει νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Από το προνόμιο καλύπτονται, εφόσον επιβάλλονται ως ανωτέρω, τα υπέρ των οργανισμών, στους οποίους είναι ανατεθειμένες η διοίκηση και η λειτουργία των λιμένων (ΟΛΠ, Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης. Λιμενικά Ταμεία) επιβαλλόμενα δικαιώματα προσόρμισης, παραβολής ή πρυμνοδέτησης του πλοίου, επισκευαζομένων ή μετασκευαζομένων πλοίων, αργούντων ή παροπλισμένων, ελλιμενισμού πλοίων αναψυχής ή βοηθητικών του λιμένος, μετακινήσεως του πλοίου εντός του λιμένος, δεξαμενισμού και ύδρευσης πλοίων κ.λπ (σχετ. Αντάπαση Α., Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων έκδ. 1976, σελ. 118 και επ., Δ. Καμβύση ΙδΝαυτΔικ, εκδ. 1982, σελ. 574).

Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου νομότυπα με επίκληση προσκομιζομένων εγγράφων είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση,  για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη, σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση του Ελευθέριου Ρήγου δεύτερου των εφεσιβλήτων – καθ’ ων οι ένδικες ανακοπές  κατασχέθηκε αναγκαστικά το ανήκον στην πλοιοκτησία της  εταιρίας «…………..» («ΛΑΝΕ») και με  ελληνική σημαία Ε-Γ/Ο-Γ πλοίο με την ονομασία «ΒΚ» με αριθμό νηολογίου Αγίου Νικολάου Λασιθίου Κρήτης …….,   σε εκτέλεση πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 443/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά – Ναυτικό Τμήμα. Στις 20-11-2019 διενεργήθηκε ηλεκτρονικά ο πλειστηριασμός του  πλοίου, ο οποίος αναρτήθηκε στην πλατφόρμα των Ηλεκτρονικών Συστημάτων Πλειστηριασμών (ΗΛ.ΣΥ. ΠΛΕΙΣ.) από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο συμβολαιογράφο Πειραιά …………., το δε πλοίο κατακυρώθηκε σε πλειοδότη αντί του ποσού των 275.000,00 ευρώ. Ενόψει δε του ότι το πλειστηρίασμα δεν αρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος τουπλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο, με αριθμό ………../20-7-2020, πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και κατάταξης και συγκεκριμένα α) ποσού 5.167,20 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και τις αμοιβές της ίδιας, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, β) ποσού 3.718,92 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και τις αμοιβές της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά . ……. και γ) ποσού  1.435,00 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο επισπεύδων δανειστής προς το συμφέρον όλων των δανειστών, προέβη στην κατάταξη στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205  Κ.Ι.Ν.Δ. οριστικά και προνομιακά των καθ’ ων η ανακοπή …………. καθώς οι απαιτήσεις τους είχαν επιδικαστεί με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις και στην τυχαία κατάταξη, υπό τον όρο τελεσιδικίας των απαιτήσεών τους, των λοιπών εκ  των καθ’ ων.  Στη συνέχεια η συντάκτης του ένδικου πίνακα δεν κατέταξε τους ανακόπτοντες-εκκαλούντες, ……….. και ………., διότι, σύμφωνα με  αυτά που αναφέρει στην οικεία έκθεσή της, «οι απαιτήσεις τους στηρίζονται σε «βεβαίωση οφειλόμενων-αναγνώριση χρέους» της οφειλέτιδας και αποτελούν αποδοχές, όπως αναφέρεται στις αναγγελίες τους, χωρίς όμως να εκτίθεται ποιο ήταν το είδος της εργασίας που παρείχαν, δηλαδή χερσαία ή ναυτική εργασία και χωρίς άλλωστε οι ίδιοι να ζητούν την προνομιακή τους κατάταξη».  Από την επισκόπηση του συνόλου των αναγγελιών των ένδικων απαιτήσεων των ανακοπτόντων, οι οποίες είναι πανομοιότυπες  αποδεικνύεται ότι στο κείμενό τους μετά την περιγραφή της εξέλιξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αναφέρονται στην απαίτησή τους στηριζόμενη στην από 4-4-2018 βεβαίωση οφειλής – αναγνώριση χρέους της πλοιοκτήτριας και οφειλέτιδας εταιρίας, στην οποία αναγράφεται ότι αυτή οφείλει το αντίστοιχο ποσό στον καθένα εξ αυτών από αποδοχές συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, χωρίς να αναφέρεται καμία άλλη διευκρίνιση ως προς το είδος της παρασχεθείσας εργασίας συνεπεία της οποίας καταβλήθηκαν οι αποδοχές. Στη συνέχεια συμπεριλαμβάνουν αίτημα να συμπεριληφθούν και να καταταγούν στον πίνακα κατάταξης, χωρίς όμως να ζητούν την προνομιακή τους κατάταξη. Από δε τα συνοδεύοντα την αναγγελία έγγραφα δεν προκύπτει, ομοίως, το είδος της από μέρους τους παρασχεθείσας εργασίας, στοιχείο απολύτως αναγκαίο για την αναγνώριση του εκ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ προνομίου που απολαμβάνουν μόνο οι απαιτήσεις από την παροχή ναυτικής εργασίας της οποίας το κύριο γνώρισμα είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει, ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος, στους πλόες του πλοίου, ανεξαρτήτως του είδους της παρεχόμενης εργασίας ακόμα και εάν το πλοίο παραμένει, για οποιονδήποτε λόγο, αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και τελεί σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου, μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του και αποφασίσει σχετικά ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής. Πρόκειται δε αντιθέτως για παροχή χερσαίας εργασίας, όταν η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικά και αποκλειστικά για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι και αυτός, μη όντας ενταγμένος στο συγκροτημένο πλήρωμά του, δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες του. Από το περιεχόμενο της αναγγελίας αλλά και τα έγγραφα που κατέθεσαν οι ανακόπτοντες στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, την ίδια την βεβαίωση οφειλής και την καρτέλα μισθοδοσίας τους, δεν καθίσταται δυνατή η εξακρίβωση του χαρακτήρα της εργασίας που παρείχαν με δεδομένο ότι, το αναφερόμενο στα έγγραφα αυτά χρονικό διάστημα απασχόλησής τους, συμπίπτει με το χρόνο κατά τον οποίο το εκπλειστηριασθέν πλοίο ήταν αργό στο λιμάνι λόγω μηχανικής βλάβης, χωρίς να αποδεικνύεται αφενός μεν ότι υποβαλλόταν ή επρόκειτο να υποβληθεί σε επισκευή και αφετέρου ότι υπήρχαν και άλλα ναυτολογημένα μέλη του πληρώματος.  Από τις άνω ελλείψεις όμως της αναγγελίας, οι οποίες δεν κατέστη δυνατό να συμπληρωθούν από άλλα έγγραφα, δεν εξατομικεύεται η απαίτηση του κάθε ανακόπτοντα ως προερχόμενη από ναυτική εργασία, αντίθετα δημιουργείται σύγχυση ως προς το είδος της, ενόψει και της κατάστασης του πλοίου κατά την διάρκεια της εργασίας τους, με περαιτέρω συνέπεια να στερούνται οι λοιποί αναγγελθέντες δανειστές της δυνατότητας να αμυνθούν κατά των ένδικων απαιτήσεων, η δε υπάλληλος του πλειστηριασμού της δυνατότητας να ελέγξει τη βασιμότητα των απαιτήσεων αυτών και αν εν τέλει καλύπτονται από το προνόμιο του άρθρου 205β ΚΙΝΔ . Επομένως σύμφωνα και με όσα αναλύονται στην υπό στοιχ. Ι σκέψη οι αναγγελθείσες απαιτήσεις των ανακοπτόντων δεν εξειδικεύθηκαν επαρκώς με αποτέλεσμα την αοριστία των σχετικών αναγγελιών οι οποίες, πλέον αυτού, δεν περιείχαν ούτε το, αναγκαίο, αίτημα προνομιακής κατάταξης αυτών και συνεπώς, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  με αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα, απέρριψε τις ένδικες ανακοπές και όσα αντίθετα ισχυρίζονται  με την κρινόμενη έφεσή τους οι ανακόπτοντες είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.   Περαιτέρω  και ενόψει  των με στοιχ. ΙΙ και ΙΙΙ σκέψεων ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με αιτιολογία που συμπληρώνεται ομοίως από την παρούσα, απέρριψε την ανακοπή της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» ως ουσιαστικά αβάσιμη καθώς πράγματι δεν ισχύει πλέον ο Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ που εγκρίθηκε με την 45057/11/72 ΥΠΝΜΕ και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18.1.1973) με βάση τον οποίο  ορισμένες απαιτήσεις του ΟΛΠ μεταξύ των οποίων και τα ένδικα τέλη ελλιμενισμού,  όπως η έννοια του τέλους αναλύθηκε παραπάνω, είχαν καλυφθεί με το προνόμιο που προβλέπεται στο άρθρο 205 περ. α ΚΙΝΔ. Ενόψει ειδικότερα της μετατροπής της ανακόπτουσας σε ανώνυμη εταιρία κερδοσκοπικού χαρακτήρα στερείται αυτή πλέον της δυνατότητας που είχε με βάση το, προ της σύμβασης παραχώρησης του 2016, νομικό καθεστώς να εκδίδει κανονισμούς βάσει των οποίων αποκτούσε προνόμια που επιβάλλονταν με νόμο ή κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, ενώ πλέον οι επί των τελών ελλιμενισμού  απαιτήσεις της, δεν έχουν τον χαρακτήρα «τέλους» με την έννοια του χρηματικού ανταλλάγματος που επιβάλλει  το Κράτος, ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης  νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία με δημόσιο χαρακτήρα προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής, αφού  δεν αποτελεί αντάλλαγμα προσφερόμενης ειδικής δημοσίας υπηρεσίας, αλλά αντίτιμο ιδιωτικής υπηρεσίας και επομένως πρόκειται για δικαιώματα μεταξύ ιδιωτών που δεν καλύπτονται από το προνόμιο, ενόψει και του γεγονότος ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν τα ναυτικά προνόμια πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθόσον διαταράσσουν την ισότητα μεταξύ των πιστωτών ( ΕφΠειρ 147/2010 ΕΝΔ 2010.241). Ορθά συνεπώς έκρινε η εκκαλουμένη ότι η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας στερείται του προνομίου του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και δεν κατατάχθηκε προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα και όσα αντίθετα ισχυρίζεται με την έφεση της και τους λόγους αυτής η ανακόπτουσα εταιρία είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, ως προς τον σιωπηρά απορριφθέντα ισχυρισμό των καθ’ ων περί παραγραφής των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, επισημαίνεται ότι η ένσταση παραγραφής αποτελεί γνήσια αυτοτελή ένσταση (ΑΠ 68/2021 και 1333/2000 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ), διότι αφορά επίκληση ουσιαστικού δικαιώματος και όχι πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζονται οι καταχρηστικές ενστάσεις. Επομένως, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 262 παρ 2 ΚΠολΔ, η οποία απαγορεύει ενστάσεις στηριζόμενες σε δικαίωμα τρίτου (με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος) και αφορά (η διάταξη αυτή) τις γνήσιες ενστάσεις (ΑΠ 1175/2001 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, ως γνήσια αυτοτελής ένσταση μπορεί να προβληθεί μόνο από τον δικαιούχο και όχι από τρίτο (ΑΠ 1175/2001), σε αντίθεση με τις καταχρηστικές ενστάσεις που μπορούν να προβληθούν από όποιον έχει έννομο συμφέρον και κατά συνέπεια είναι απορριπτέα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης προς υποβολή της.

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υφίστανται άλλοι λόγοι προς έρευνα, θα πρέπει να απορριφθούν  ως ουσιαστικά αβάσιμες οι υπό κρίση εφέσεις  και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων που ηττήθηκαν κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και τέλος να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων για την άσκηση των εφέσεων στο Δημόσιο Ταμείο (495 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις κρινόμενες εφέσεις, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και καθορίζει αυτά στο ποσό των δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ σε   βάρος της εκκαλούσας εταιρίας και στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ σε βάρος των εκκαλούντων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των παραβόλων για την άσκηση αμφοτέρων των κρινόμενων εφέσεων στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις   6     Οκτωβρίου 2022.

          Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ