Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 627/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης     627/2022               

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρείας …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πάρι Καραμήτσιο.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εταιρείας …………… η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Άρη Γεωργιάδη.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../22.12.2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2921/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την από 29.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../29.6.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………../30.6.2020 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε στις 14.1.2021 κατά την οποία αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 1, 152 παρ. 1, 153, 154, 155 παρ. 1, 156 και 158 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο διάδικος που δεν άσκησε το ένδικο μέσο της έφεσης μέσα στη νόμιμη προθεσμία των τριάντα ημερών αν διαμένει στην Ελλάδα και εξήντα ημερών αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η διαμονή του, από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί, αν η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, έτσι ώστε με απόφαση του Δικαστηρίου να προσδοθεί στην εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση η έννομη ενέργεια που αυτή θα είχε αν ήταν εμπρόθεσμη. Ως ανώτερη βία, κατά την έννοια του άρθρου 152 παρ. 1 ΚΠολΔ, θεωρείται κάθε γεγονός, το οποίο αντικειμενικώς καθιστά αδύνατη την τήρηση κάποιας δικονομικής προθεσμίας και σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμη και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία τήρησης δικονομικής προθεσμίας, στηριζόμενος στην αρχή της επιείκειας, αποτελεί ένδικο βοήθημα, χωρίς να υποκαθιστά οποιοδήποτε ένδικο μέσο, παρέχει δε τη δυνατότητα της άρσης με δικαστική απόφαση νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο κατάστασης, που δημιουργήθηκε από τη μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας για δύο λόγους, δηλαδή της ανώτερης βίας ή του δόλου του αντιδίκου του. Η αίτηση επαναφοράς απευθύνεται στο, κατά το άρθρο 154 ΚΠολΔ, αρμόδιο δικαστήριο και υποβάλλεται μεταξύ άλλων είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε με αυτοτελές δικόγραφο είτε με τις προτάσεις μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 153 ΚΠολΔ προθεσμία των τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου, που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου. Σε κάθε περίπτωση όμως, για την ολοκλήρωση της άσκησης του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δεν αρκεί μόνον η εντός των τριάντα αυτών ημερών κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, αλλά απαιτείται και η επίδοση του δικογράφου στον αντίδικο του αιτούντος μέσα στην ίδια προθεσμία (άρθρα 155 παρ. 1, 215 παρ. 1, 217 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, για την εμπρόθεσμη και συνεπώς παραδεκτή άσκηση της αίτησης επαναφοράς, η οποία σωρεύεται στο δικόγραφο της έφεσης, που ασκήθηκε εκπρόθεσμα, πρέπει να αποδεικνύεται εκ μέρους του αιτούντος την επαναφορά η αναγκαία επίδοση του δικογράφου της έφεσης με τη σωρευόμενη αίτηση επαναφοράς μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου ή της γνώσης του δόλου, αν και τέτοια επίδοση δεν απαιτείται αυτοτελώς για την άσκηση της έφεσης, ώστε να εξακριβωθεί η εμπρόθεσμη άσκηση της αίτησης επαναφοράς εντός της παραπάνω προθεσμίας, η οποία δεν ολοκληρώνεται πριν από την επίδοση της αίτησης στο πρόσωπο κατά του οποίου αυτή απευθύνεται (ΑΠ 1467/2019, ΑΠ 79/2019). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 158 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η εξασφάλιση σταθερότητας στη διαδικασία και η αποτροπή διατήρησης της εκκρεμότητας για μακρό χρόνο, τίθεται περιορισμός σχετικά με την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ο οποίος συνίσταται στον αποκλεισμό της υποβολής της αίτησης αυτής αν για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και από δόλο του αντιδίκου του αιτούντος, απωλέστηκε η οριζόμενη στο άρθρο 153 του ίδιου Κώδικα προθεσμία των 30 ημερών για την άσκηση της. Συνακόλουθα, αν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή με την εκτεθείσα έννοια, το αίτημα επαναφοράς είναι απαράδεκτο (ΑΠ 730/2021, ΑΠ 879/2021 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 29.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../29.6.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………../30.6.2020 έφεση της εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας, η οποία στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 2921/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της, ως εναγομένης, κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 22.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./22.12.2017 σε βάρος της αγωγή της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία “ ………….”, ήδη εφεσίβλητης, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στην Μονρόβια  Λιβερίας στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, σωρεύεται και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, έτσι ώστε με απόφαση του Δικαστηρίου να προσδοθεί στην εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση της, η έννομη ενέργεια που αυτή θα είχε αν ήταν εμπρόθεσμη, δηλαδή είχε ασκηθεί εντός εξήντα ημερών από την επίδοση στις 11.11.2019 της εκκαλουμένης απόφασης στον αρμόδιο Εισαγγελέα για λογαριασμό της, ως εδρεύουσας στο εξωτερικό, κατ’άρθρο 134 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, καθόσον η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε ανωτέρα βία, που συνίσταται στην ανυπαίτια άγνοια της για την πλασματική επίδοση της, μέχρι την πραγματική επίδοση της στην έδρα της, που συντελέστηκε στις 18.3.2020 και συνάμα στην επιβολή του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13.3.2020 έως και 31.5.2020, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο, στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί, ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, ή σ`αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, ο Εισαγγελέας δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον Υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδοση, που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134, θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο, για το οποίο προορίζεται. Οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, με το Ν. 1334/1983.

Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η κρινόμενη έφεση, με τη σωρευόμενη στο δικόγραφο της αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.6.2020, ήτοι μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας των 60 ημερών από την επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης στην εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρεία, που εδρεύει στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, κατ’αρθρο 134 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, που συντελέστηκε στις 11.11.2019, με την παράδοση του ανωτέρω επιδοτέου δικογράφου στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για λογαριασμό της, συντασσομένης της υπ’αριθμ……….΄/11.11.2019 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …. ……, δεδομένου ότι, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν έχουν συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 (Ν. 1334/1983) σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που προβλέ­πει πραγματική επίδοση σε πρόσωπα στην αλλοδαπή, ούτε έχει καταρτισθεί μεταξύ αυτών και της Ελλάδας διμερής σύμβαση, ρυθμίζουσα τα θέματα των επιδόσεων με δια­φορετικό τρόπο και συνεπώς, εφόσον περαιτέρω ο Εισαγγελέας απέστειλε το επιδιδόμενο έγγραφο αμελλητί στο Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο το διαβίβασε στην αρμόδια αρχή του κράτους παραλαβής, που διενήργησε την επίδοση στις 18.3.2020, όπως προκύπτει από το αποσταλέν σχετικό αποδεικτικό επίδοσης μέσω του Υπουργείου εξωτερικών των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, στο προξενικό γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Άμπου Ντάμπη, που το διαβίβασε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, η επίδοση της εκκαλουμένης πραγματώθηκε, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μόλις παραδόθηκε το έγγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από την εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία, ήδη εκκαλούσα.  Περαιτέρω, η ένδικη έφεση με την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, επιδόθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία την 1η.7.2020, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……/1.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………….., ήτοι μετά την παρέλευση της αποκλειστικής προθεσμίας των τριάντα ημερών από την άρση του ανυπέρβλητου εμποδίου άσκησης της έφεσης μετά της αίτησης επαναφοράς, αφότου η εκκαλούσα-εναγομένη έλαβε γνώση της προσβαλλομένης απόφασης, που συνιστούσε ανώτερη βία και συγκεκριμένα της επιβολής του προσωρινού μέτρου της αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, καθώς και της αναστολής των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών από 13.3.2020 έως 31.5.2020, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (άρθρο 74 παρ.1 Ν.4690/2020), δεδομένου ότι με την ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.33202/2020 (ΦΕΚ Β` 2033/28.5.2020), αποφασίστηκε η άρση της αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, καθώς και της αναστολής των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών από την 1η.6.2020, με συνέπεια, την έκπτωση του δικαιώματος της εκκαλούσας για την άσκηση της αίτησης αυτής. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ως απαράδεκτη και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση, ομοίως, ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησης της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ)  και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στην  εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Απορρίπτει αυτές.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 24 Οκτωβρίου 2022.

             Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ