Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 639/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   639/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας εναγομένης: ………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Σαμαρά με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας:   ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σαββίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 4.7.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/11.12.2017) αγωγή  της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.4842/2018 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτής.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 16.1.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/16.1.2019) κλήση της ενάγουσας, εκδοθείσης στη συνέχεια επί της αγωγής, ερήμην των πρώτης, δεύτερης και τέταρτου των εναγομένων, θεωρουμένων ως αντιπροσωπευομένων από την παρασταθείσα τρίτη εναγόμενη, κριθείσα ως αναγκαία  ομόδικό τους και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ. 2079/2020 οριστικής απόφασης, με την οποία όσον αφορά την τρίτη εναγόμενη, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το ειδικότερα αναφερόμενο στο διατακτικό της χρηματικό ποσό, πλέον τόκων.

Η  εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό τρίτη εναγόμενη με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 13.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/13.7.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../13.7.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 18ης.3.2021, κατά την οποία όμως δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως 22.3.2021, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως προς εκδίκαση με την υπ’αριθμ.89/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.4786/2021 και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, με τις οποίες και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 13.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./13.7.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./13.7.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό τρίτης εναγομένης της από 4.7.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../ 11.12.2017) αγωγής, διώκουσας, όσον αφορά ειδικότερα την ανωτέρω εναγόμενη, ετερόρρυθμη εταίρο της πρώτης εναγομένης, ήδη υπό εκκαθάριση τελούσας ετερόρρυθμης εταιρείας, της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος και εκκαθαρίστρια είναι πλέον η δεύτερη εναγόμενη/ομόρρυθμη εταίρος της, ο δε τέταρτος εναγόμενος κληρονόμος αποβιώσαντος ομορρύθμου εταίρου,  την καταβολή στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, του αναλογούντος στο ύψος της εισφοράς της στην ετερόρρυθμη εταιρία ποσό του οφειλομένου συνολικού τιμήματος διαδοχικών συμβάσεων πώλησης ανεπιφύλακτα παραληφθέντων εμπορευμάτων (χρώματα πλοίων), που καταρτίσθηκαν μεταξύ της τελευταίας ως αγοράστριας και της ενάγουσας, εκδοθέντων σχετικώς των περιληφθέντων στο δικόγραφο τιμολογίων της πωλήτριας, πλέον τόκων, κατά της υπ’αριθμ.2079/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην των πρώτης, δεύτερης και τέταρτου των εναγομένων (που όμως δικάσθηκαν σαν να ήταν παρόντες ως εκπροσωπηθέντες από τη συνεναγόμενη/αναγκαία ομόδικό τους και παρασταθείσα τρίτη εναγόμενη) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν όλω δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η ανωτέρω εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο απ’αυτήν μέρος του τιμήματος, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου παραστατικού, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηριου στις 13.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../13.7.2020), εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην τρίτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, που συντελέσθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, στις 8.7.2020, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την τελευταία υπ’αριθμ. ……./8.7.2020 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον, και λειτουργικά αρμοδίου προς εκδίκασή της, ενόψει της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η ενάγουσα με την από 4.7.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/11.12.2017) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που κατήρτισε κατά το χρονικό διάστημα από 2.11.2015 έως 2.12.2016 με την πρώτη εναγόμενη υπό εκκαθάριση τελούσα ετερρόρυθμη εταιρία, της οποίας η δεύτερη εναγόμενη ομόρρυθμη εταίρος είναι πλέον η νόμιμη εκπρόσωπος και εκκαθαρίστρια, οι δε τρίτη και τέταρτος των εναγομένων ετερόρρυθμη εταίρος με ύψος εισφοράς, που αντιστοιχεί σε ποσοστό συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο 37% και κληρονόμος αποβιώσαντος ομορρύθμου εταίρου αντίστοιχα, μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε στην αγοράστρια εμπορεύματα (χρώματα πλοίων), συνολικής αξίας 27.405,21 ευρώ, τα οποία παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα για λογαριασμό της ανωτέρω από τον αποβιώσαντα …………., εν ζωή ομόρρυθμο εταίρο και νόμιμο εκπρόσωπό της, καθώς και ότι εξέδωσε για κάθε επιμέρους πώληση το αντίστοιχο τιμολόγιο με αναγραφόμενη δήλη ημέρα για την καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος αυτής εξήντα (60) ημέρες από την έκδοση εκάστου παραστατικού, αντίγραφα απάντων των οποίων μετά των σχετικών δελτίων αποστολής για κάθε συναλλαγή περιέλαβε στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η αγοράστρια κατέστη υπερήμερη ως προς την υποχρέωσή της αποπληρωμής του συμφωνηθέντος και πιστωθέντος τιμήματος εκάστης πώλησης με την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής του ποσού του αντίστοιχου τιμολογίου και εξακολουθεί να της οφείλει το συνολικό ποσό της αξίας των πωληθέντων εμπορευμάτων παρά τις συνεχείς οχλήσεις της. Ότι οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτος των εναγομένων ευθύνονται εις ολόκληρον με την αγοράστρια πρώτη εναγόμενη/ετερόρρυθμη εταιρεία και με την προσωπική τους περιουσία για την καταβολή του οφειλομένου ποσού του τιμήματος των επίμαχων πωλήσεων, οι εξ αυτών δεύτερη και τέταρτος ως ομόρρυθμος εταίρος και κληρονόμος αποβιώσαντος ομόρρυθμου εταίρου αντίστοιχα και μάλιστα απεριόριστα, ενώ η τρίτη ετερόρρυθμη εταίρος μέχρι του ποσού, που αναλογεί στο ύψος της εισφοράς της στην ανωτέρω εταιρεία. Με βάση το προεκτεθέν ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, η μεν πρώτη ως αγοράστρια των εμπορευμάτων με βάση τις διατάξεις περί της ενδοσυμβατικής της ευθύνης, οι δε λοιποί εναγόμενοι με τις ιδιότητες, που προεκτέθηκαν, άλλως επικουρικώς με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, διότι κατέστησαν χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας της κατά το ποσό της αξίας των πωληθέντων, εις ολόκληρον ενεχόμενοι, το συνολικό ποσό του τιμήματος των επίδικων πωλήσεων εκ 27.405,21 ευρώ, η εξ αυτών τρίτη το αναλογούν με βάση το ύψος της εισφοράς της στο ποσοστό συμμετοχής της στην ετερόρρυθμη εταιρεία (37%) μέρος του αιτουμένου ποσού, ήτοι το ποσό των 21.129,86 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της συμφωνηθείσης δήλης (60ης) ημέρας από την έκδοση εκάστου τιμολογίου για το αντίστοιχο ποσό αυτού, άλλως επικουρικώς από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, να απαγγελθεί σε βάρος των εκ των εναγομένων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση, διαρκείας ενός (1) έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ.4842/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτής ως προς όλους τους διαδίκους, ελλείψει νόμιμης κλήτευσης της απολιπομένης πρώτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρείας, λόγω της κριθείσας ως υφισταμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας (άρθρο 76 του ΚΠολΔ) μεταξύ της τελευταίας και των συνεναγομένων της ομόρρυθμης εταίρου, ετερόρρυθμης εταίρου και κληρονόμου αποβιώσαντος ομορρύθμου εταίρου αντίστοιχα, εφόσον με την αγωγή κατάγεται προς κρίση απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος της εν λόγω εταιρείας. Ακολούθως, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 16.1.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./16.1.2019) κλήση της ενάγουσας, εκδοθείσης στη συνέχεια επί της αγωγής, ερήμην των πρώτης, δεύτερης και τέταρτου των εναγομένων, οι οποίοι, όμως, δικάσθηκαν σαν να ήταν παρόντες ως εκπροσωπηθέντες από τη συνεναγόμενη, κριθείσα ως αναγκαία ομόδικό τους και παρασταθείσα τρίτη εναγόμενη και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ. 2079/2020 οριστικής απόφασης. Με την ανωτέρω απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι το επιληφθέν Δικαστήριο ήταν καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση ως εκ του ναυτικού της χαρακτήρα, καθώς και ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη (απορριφθεισών των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εναγομένης) και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν διατάξεις, πλην του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου των εναγομένων, ως προς το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.2 του ΚΠολΔ, δε διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ,  και αφού απορρίφθηκε η κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσα για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αόριστη, και επισημάνθηκε ότι εν προκειμένω, δοθέντος ότι η πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρεία καταγγέλθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση το  έτος 2010, δηλαδή πριν από τη θέση σε ισχύ του ν.4072/2012, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Εμπορικού Νόμου και όχι του ανωτέρω νόμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 παρ.1 του ιδίου νόμου, ακολούθως διερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί των εναγομένων. Συγκεκριμένα, αφού κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή, στη συνέχεια α) απορρίφθηκαν τα αιτήματά τους περί αναβολής της δίκης επί της αγωγής, άλλως της έκδοσης απόφασης, μέχρι την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης της πρώτης εναγομένης ή μέχρι την έκδοση απόφασης επί έτερης αγωγής μη διαδίκου στη δίκη, β) κρίθηκε νόμιμος ο ισχυρισμός της τρίτης εναγομένης ως στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 26 του Εμπορικού Νόμου ότι δεν υπέχει ευθύνη για την καταβολή της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος της υπό εκκαθάριση τελούσας ετερόρρυθμης εταιρείας/πρώτης εναγομένης διότι τυγχάνει ετερόρρυθμος εταίρος αυτής, που έχει καταβάλει την εισφορά της, και γ) απορρίφθηκαν  ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός τους περί ακυρότητας των επίμαχων συμβάσεων πώλησης διότι καταρτίσθηκαν ενώ η πρώτη εναγόμενη τελούσε υπό καθεστώς εκκαθάρισης και ο συμβληθείς για λογαριασμό της εκκαθαριστής της ενήργησε καθ’υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, επίσης ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός τους περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της, ως αόριστη η προβληθείσα ένσταση εξόφλησης της αγωγικής απαίτησης κατά το ποσό των 2.270 ευρώ και κατά το ποσό δύο (2) επιταγών, τα οποία ο τέταρτος εναγόμενος, κληρονόμος του αποβιώσαντος πατρός του και εν ζωή ομορρύθμου εταίρου της πρώτης εναγομένης   ….., ανακάλυψε στο αρχείο του τελευταίου και παρέδωσε στην ενάγουσα έναντι τυχόν οφειλής της ετερόρρυθμης εταιρείας προς αυτήν και ως αόριστο το αίτημά τους περί επίδειξης εγγράφων. Ακολούθως με την ίδια απόφαση διερευνήθηκε η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας διά της εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων και έγινε αυτή δεκτή καθ’ολοκληρίαν και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, απορριφθείσης της ένστασης της τρίτης εναγομένης περί αποκλεισμού της ευθύνης της προς καταβολή της επίδικης απαίτησης διότι ενάγεται ως ετερόρρυθμη εταίρος, που έχει όμως καταβάλει την εισφορά της, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται για τα εταιρικά χρέη, ως ουσιαστικά αβάσιμης, καθώς κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε τοιαύτη καταβολή, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρον, το ποσό των 24.405,21 ευρώ, της συνολικής αξίας των πωληθέντων από την τελευταία στην πρώτη εναγόμενη παραδοθέντων και ανεπιφύλακτα παραληφθέντων εμπορευμάτων, οι πρώτη, δεύτερος και τέταρτος στο σύνολό του, ενώ η τρίτη μέχρι του ποσού των 21.129,86 ευρώ, που αναλογεί στο ποσοστό συμμετοχής της στην πρώτη εναγόμενη (37%), με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της 60ης ημέρας από την έκδοση καθενός εκ των αναφερομένων στο σκεπτικό της τιμολογίων μέχρι την εξόφληση και τέλος επιβλήθηκε σε βάρος τους η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 1.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό τρίτη εναγόμενη άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την κρινόμενη από 13.7.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/13.7.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../13.7.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, ζητώντας, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά στην απόρριψη της ένστασής της περί αποκλεισμού της ευθύνης της προς καταβολή της αγωγικής απαίτησης ως έχουσας καταβάλει την εισφορά της στην πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμης εταίρου της ως κατ’ουσίαν αβάσιμης, αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την κρίση της πρωτόδικης απόφασης επί της προβληθείσης ένστασής της περί μερικής εξόφλησης της επίδικης απαίτησης διά της καταβολής σε μετρητά από τον τέταρτο εναγόμενο του ποσού των 2.270 ευρώ, που απορρίφθηκε ως αόριστη, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τα εκκληθέντα κεφάλαια και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, προκειμένου ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή, άλλως να γίνει εν μέρει δεκτή για το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης της ενάγουσας κατόπιν αφαίρεσης του ανωτέρω καταβληθέντος ποσού, με την επισήμανση ότι οι λοιπές αποδεικτικές παραδοχές της εκκαλουμένης επί της ουσίας της υπόθεσης και οι απορριπτικές κρίσεις της επί των έτερων ισχυρισμών και αιτημάτων της εκκαλούσας δεν πλήττονται ειδικά με λόγο έφεσης.

Στο άρθρο 26 του ΕμπΝ, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, ορίζεται ότι: “Ο ετερόρρυθμος συνεταίρος δεν υπόκειται εις ζημίας, ει μη μόνον καθόσον αύται δεν υπερβαίνουν το ποσό των χρημάτων, τα οποία κατέθεσε ή όφειλε να καταθέσει εις την εταιρίαν”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ευθύνη του ετερορρύθμου εταίρου για τα χρέη της εταιρείας είναι ατομική και περιορισμένη μέχρι του ύψους της εισφοράς του, άμεση μεν, πλην επικουρική, δηλαδή τελούσα υπό την αίρεση ότι απέβη άκαρπη η αναγκαστική εκτέλεση κατά της εταιρείας. Ο περιορισμός της ευθύνης του ετερορρύθμου εταίρου επιτυγχάνεται με την αναγραφή στην εταιρική σύμβαση ορίου ευθύνης, το οποίο συμπίπτει, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο, με την αξία της εισφοράς του που οφείλεται στην εταιρεία. Μπορεί όμως, επιτρεπτά, να προβλεφθεί, ότι ο ετερόρρυθμος εταίρος, ανεξάρτητα από την οφειλόμενη εισφορά του, είναι και υποχρεωμένος να ικανοποιήσει απαιτήσεις εταιρικών δανειστών, πάντα όμως με επακριβή προσδιορισμό ποσοτικού ανωτάτου ορίου, εάν δε κατέβαλε την εισφορά του αίρεται η ευθύνη του για τα εταιρικά χρέη. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνει διάκριση της περίπτωσης, που ο ετερόρρυθμος εταίρος κατέβαλε την εισφορά του, οπότε δεν ευθύνεται για τα εταιρικά χρέη με την προσωπική του περιουσία (ούτε μέχρι του ύψους της εισφοράς του), αλλ’απλώς η εισφορά του υπόκειται στον επιχειρηματικό κίνδυνο, μπορεί δηλαδή να χαθεί σε περίπτωση που η εταιρία έχει ζημίες, εκτός αν το καταστατικό ορίζει, ότι αυτός ευθύνεται μέχρι ορισμένου ποσού, πέρα από την εισφορά του, οπότε θα ευθύνεται με την προσωπική του περιουσία στο μέτρο που το ποσό αυτό υπερβαίνει το μέγεθος της εισφοράς του. Αν ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν κατέβαλε την εισφορά του, αλλά την οφείλει, ευθύνεται για τα χρέη άμεσα, πρωτογενώς και εις ολόκληρον με όλη του την περιουσία, όχι όμως απεριόριστα, αλλά μόνον μέχρι της αξίας της οφειλόμενης εισφοράς του (ΑΠ 2273/2014, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος και σε ΧρΙΔ 2015.461). Τέλος, ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί νομικές διατάξεις, επί των οποίων στηρίζει τον ισχυρισμό του, αφού η υπαγωγή στον κατάλληλο νομικό κανόνα γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστή (iura novit curia, βλ. σχετ. ΑΠ 83/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, το δικαστήριο αναζητεί αυτεπαγγέλτως την κατάλληλη νομική διάταξη (ή διατάξεις) που πρέπει να εφαρμο­σθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να εμπο­δίζεται από την μη επίκληση αυτών από τους διαδίκους ή να δεσμεύεται από την επίκληση απ’αυτούς συγκεκριμένων διατάξεων (ΑΠ 431/2005 ΕλλΔνη 2005.1058, ΕφΑθ 3428/2019 ΝοΒ 2020.1692).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μάρτυρός της ………, που δόθηκε ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης  – μεταξύ των λοιπών εναγομένων – και της τρίτης εξ αυτών, που ενδιαφέρει εν προκειμένω,  να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την  προσκομιζόμενη  υπ’αριθμ. …..΄/4.10.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….. και περιέχεται στην υπ’αριθμ. …../13.10.2017 ένορκη βεβαίωση του ανωτέρω μάρτυρος ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., β) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία των εναγομένων και της τρίτης εξ αυτών, μαρτύρων τους ………… και …………. αντίστοιχα, που δόθηκαν ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες  υπ’αριθμ. …../27.10.2017 και …../19.4.2019 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου  στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………. αντίστοιχα και περιέχονται στις υπ’αριθμ. …./2.11.2017 και ……/17.4.2019 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, καθώς και  γ) το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες τους, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1  του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 19.2.2019, ήτοι μετά την άσκηση της αγωγής, καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) με ΚΑΚ ……, το από 1.2.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό της εδρεύουσας στο Πέραμα Αττικής (αρχικώς ενάγουσας) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……..», με αριθμό ΓΕΜΗ …………, διά του οποίου η ανωτέρω ετερόρρυθμη εταιρεία μετατράπηκε σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4072/2012, με την επωνυμία «………….» και με το διακριτικό τίτλο «………..» (ήδη εφεσίβλητη), με εισφορά στην τελευταία του συνόλου της περιουσίας της μετατραπείσας εταιρείας (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη με αριθμ.πρωτ. ………../20.2.2019 ανακοίνωση της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Τμήματος Μητρώου του Εμπορικού και Βομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς).  Στο σκοπό της ανωτέρω εταιρείας περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η εμπορία χρωμάτων και χημικών ειδών, που προορίζονται για πλοία κυρίως. Η πρώτη εναγόμενη στη δίκη επί της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (μη διάδικος στη δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου), εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία εγγράφηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. στις 25.12.2012 με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……….., με σκοπό, μεταξύ άλλων, την εμπορία ναυτιλιακών ειδών, χρωμάτων και συναφών ειδών και της οποίας η τρίτη εναγόμενη τυγχάνει ετερόρρυθμη εταίρος, με συνολικό ύψος εισφοράς 7.200.000 δραχμών (21.129,86 ευρώ), που αντιστοιχεί σε ποσοστό συμμετοχής της στο εταιρικό κεφάλαιο 37% και με ομορρύθμους εταίρους και νομίμους εκπροσώπους τη δεύτερη εναγόμενη (μη διάδικο στην παρούσα έκκλητη δίκη) …………. και τον ήδη αποβιώσαντα στις 4.12.2016 ………., στη θέση του οποίου υπεισήλθε μετά το θάνατό του ως μοναδικός του κληρονόμος ο αδελφός του ………., τέταρτος εναγόμενος και επίσης μη διάδικος στην παρούσα επί της ασκηθείσης έφεσης δίκη, δυνάμει ρητού όρου του καταστατικού της, τελεί ήδη από το έτος 2010 σε εκκαθάριση, κατόπιν καταγγελίας της από την προαναφερθείσα ετερόρρυθμη εταίρο με την επίκληση σπουδαίου λόγου, διά του από 28.1.2010 εγγράφου της τελευταίας, που επιδόθηκε στην εταιρεία και τους ομορρύθμους εταίρους της την 1η.2.2010, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την ως άνω διάδικο υπ’αριθμ….., ….. και …./1.2.2010 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……, με εκκαθαριστές τους ομορρύθμους εταίρους της (βλ. σχετ.  το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα υπ’αριθμ. πρωτ. ………/24.5.2017 πιστοποιητικό ισχύουσας εκπροσώπησης, που αφορά στην εν λόγω εταιρεία, της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Τμήματος Μητρώου του Εμπορικού και Βομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς) και πλέον μετά το θάνατο του ………. την εξ αυτών ……….. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα και η πρώτη εναγόμενη διατηρούσαν μακροχρόνια εμπορική συνεργασία, υφιστάμενη ήδη από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη εναγόμενη αγόραζε συστηματικά από  την ενάγουσα εμπορεύματα και συγκεκριμένα χρώματα πλοίων, με σκοπό περαιτέρω μεταπώλησής τους σε άλλους, προσθέτοντας κάθε φορά στο τίμημα της μεταπώλησης το κέρδος της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν εγκύρως μεταξύ τους κατά το χρονικό διάστημα από 2.11.2015 έως 2.12.2016, η ενάγουσα μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε στην πρώτη εναγόμενη, η οποία ήδη από το έτος 2010 είχε λυθεί και τελούσε υπό εκκαθάριση, χρώματα πλοίων, συνολικής αξίας 27.405,21 ευρώ (του αναλογούντος Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου), τα οποία παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα για λογαριασμό της αγοράστριας από τον τότε ακόμη εν ζωή ομόρρυθμο εταίρο και εκκαθαριστή της ……….., εκδοθέντων για κάθε επιμέρους συναλλαγή των ενσωματωθέντων αυτούσιων στο αγωγικό δικόγραφο αντίστοιχων τιμολογίων πώλησης μετά των σχετικών δελτίων αποστολής, τα οποία επίσης παρατίθενται αναλυτικά και στην προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, του τιμήματος εκάστης πώλησης πιστωθέντος και συμφωνηθέντος καταβλητέου εντός χρονικού διαστήματος εξήντα (60) ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου παραστατικού. Επισημαίνεται ότι άπαντα τα ανωτέρω έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα και με την εκκκαλουμένη απόφαση, χωρίς οι σχετικές παραδοχές της να πλήττονται ειδικά από την εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της. Με την υπό κρίση αγωγή ζητήθηκε από την ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αγοράστρια των εμπορευμάτων ετερόρρυθμη εταιρεία, ομόρρυθμη εταίρος, ετερόρρυθμη εταίρος και υπεισελθών στην εταιρεία κληρονόμος του αποβιώσαντος ομορρύθμου εταίρου της αντίστοιχα, να της καταβάλουν, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον ενεχόμενος, το συνολικό ποσό του τιμήματος των επίμαχων πωλήσεων, η τρίτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταίρος όχι ολόκληρο τούτο, αλλά το μέρος αυτού, που αναλογεί στο ύψος της εισφοράς της στην εταιρεία, πλέον τόκων. Όσον αφορά την υποχρέωση της τρίτης εναγομένης ……….. καταβολής του αιτουμένου ποσού λεκτέα τα κάτωθι: Η ανωτέρω εισήλθε το πρώτον στην εν λόγω εταιρεία ως ετερόρρυθμη εταίρος αυτής, εισφέροντας το ποσό του 1.250.000 δραχμών, το οποίο κατέθεσε σε μετρητά, με αποτέλεσμα το ποσοστό συμμετοχής της στο εταιρικό κεφάλαιο, συνολικού ποσού τότε 10.000.000 δραχμών και κατ’επέκταση στην εταιρεία, να διαμορφωθεί στο 10%, όπως ρητά αναφέρεται στο προσκομιζόμενο από την ίδια αντίγραφο του από 27.3.1985 ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο τροποποιήθηκε το καταστατικό της εταιρείας λόγω αποχώρησης εταίρων και εισόδου νέων και κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο, και αντίγραφο του οποίου κατατέθηκε και καταχωρήθηκε στις 29.3.1985 στα οικεία βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό …../1985, κατ’εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 43, 46 του εν προκειμένω εφαρμοστέου ΕμπΝ, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω, περί των απαιτουμένων και στις τροποποιήσεις του καταστατικού ετερόρρυθμης εταιρείας διατυπώσεων δημοσιότητας. Ακολούθως, με το επίσης προσκομιζόμενο από 3.5.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του ιδίου Πρωτοδικείου στις 18.5.1994 με αριθμό ……/1994, αυξήθηκε το εταιρικό κεφάλαιο, το οποίο ανερχόταν τότε στο ποσό των 6.750.000 δραχμών λόγω επελθούσης μείωσής του με την αποχώρηση του εταίρου ……….. και την ανάληψη της εισφοράς του και στο οποίο το ποσοστό συμμετοχής της τρίτης εναγομένης ως ετερόρρυθμης εταίρου είχε διαμορφωθεί σε ποσοστό 13,50%, με κατατεθειμένη εισφορά της στην εταιρεία συνολικού ποσού 1.250.000 δραχμών,  κατά το ποσό των 3.250.000 δραχμών, που καταβλήθηκε σε μετρητά εξ ολοκλήρου από τον εκ των εταίρων ……….., και ανήλθε τελικά στο ποσό των 10.000.000 δραχμών, με αποτέλεσμα, κατόπιν μεταβίβασης στον τελευταίο ποσοστών συμμετοχής στην εταιρεία από τους λοιπούς εταίρους, το ποσοστό συμμετοχής της τρίτης εναγομένης να διαμορφωθεί στο 10%, με ύψος καταβληθείσης εισφοράς 1.250.000 δραχμών κατά τα προεκτεθέντα. Σύμφωνα με το ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης του καταστατικού της ανωτέρω εταιρείας ο πατέρας της τρίτης εναγομένης και της ομόρρυθμης εταίρου . ….., ομόρρυθμος εταίρος …… με καταβληθείσα εισφορά συνολικού ποσού 4.500.000 δραχμών, συμμετείχε στην εταιρεία, κατόπιν της προαναφερθείσας αύξησης του κεφαλαίου της, κατά το ποσοστό του 54%. Περαιτέρω, με το προσκομιζόμενο από 3.8.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, αντίγραφο του οποίου επίσης κατατέθηκε στα οικεία βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό …../1994, τροποποιήθηκε το καταστατικό της ανωτέρω εταιρείας, κατόπιν του θανάτου του εκ των ομορρύθμων εταίρων της ………….., και το αναλογούν στο ποσό της καταβληθείσης εισφοράς του ποσοστό συμμετοχής του στο εκ δραχμών 10.000.000 κεφάλαιο της εταιρείας, ανερχόμενο σε 54% κατά τα προεκτεθέντα, περιήλθε εξ ημισείας στις κληρονόμους και θυγατέρες του …………, ομόρρυθμη εταίρο και στην τρίτη εναγόμενη ……………., ετερόρρυθμη εταίρο, ήτοι από 27% στην καθεμία τους, με αποτέλεσμα το ποσοστό συμμμετοχής εκάστης στην εταιρεία, που έως τότε είχε διαμορφωθεί σε 10%, να ανέλθει στο 37%, το οποίο αναλογεί σε ύψος καταβληθείσης εισφοράς συνολικού ποσού 3.500.000 δραχμών (1.250.000 δραχμές το ύψος της καταβληθείσης εισφοράς εκάστης, το οποίο προσαυξήθηκε κατά το ήμισυ του καταβληθέντος ποσού της εισφοράς του αποβιώσαντος πατρός τους στην εταιρεία των 4.500.000 δραχμών, ήτοι κατά το ποσό των 2.250.000 δραχμών), σύμφωνα με ρητό όρο του καταστατικού της εταιρείας, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί και κωδικοποιηθεί με το από 27.3.1985 ιδιωτικό συμφωνητικό, που προέβλεπε ότι σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των εταίρων η εταιρεία δε λύεται αλλά συνεχίζεται με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, που υπεισέρχονται σ’αυτήν, όπερ συνεπάγεται ότι η εταιρική συμμετοχή συμφωνήθηκε κληρονομητή, με τους κληρονόμους του εταίρου να την αποκτούν με βάση τους κανόνες της κληρονομικής διαδοχής. Τέλος, με το από 29.12.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 30.12.1994 με αύξοντα αριθμό ….., τροποποιήθηκε το καταστατικό της πρώτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρείας και αυξήθηκε το κεφάλαιό της κατά 10.000.000 δραχμές, ανελθόν τοιουτοτρόπως στο συνολικό ποσό των 20.000.000 δραχμών, το οποίο στο ίδιο συμφωνητικό αναφέρεται ως κατατεθειμένο, χωρίς όμως να μεταβληθεί το ποσοστό συμμετοχής εκάστου των εταίρων, εξ αυτού δε του λόγου η τρίτη εναγόμενη εισέφερε στην εταιρεία επιπλέον το ποσό των 3.700.000 δραχμών σε μετρητά, όπως ρητώς αναγράφηκε στο συμφωνητικό, με αποτέλεσμα το ύψος της εισφοράς της να ανέλθει σε 7.200.000 δραχμές (3.500.000 δραχμές + 3.7000.000 δραχμές), που αναλογεί σε ποσοστό συμμετοχής της στην εταιρεία 37%. Εξ όσων προεκτέθηκαν συνάγεται το συμπέρασμα ότι έχει καταβληθεί το συνολικό ποσό των 7.200.000 δραχμών (21.129,86 ευρώ), στο οποίο ανήλθε τελικά το ύψος της εισφοράς της τρίτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταίρου στην πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρεία, με αποτέλεσμα η ανωτέρω να μην υπέχει ευθύνη για τα εταιρικά χρέη, μεταξύ δε αυτών και για την απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος της ετερόρρυθμης εταιρείας από πώληση εμπορευμάτων, που κατάγεται προς κρίση με την αγωγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 του ΕμπΝ, η οποία τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής και όχι η επικαλούμενη από την τρίτη εναγόμενη διάταξη του άρθρου 279 του ν.4072/2012, αφού κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ως άνω νόμου (11.4.2012) η εν λόγω εταιρεία είχε λυθεί και τελούσε υπό εκκαθάριση (άρθρο 294 παρ.1 του ιδίου νόμου) και βάσει της οποίας (διάταξης του άρθρου 26 του ΕμπΝ) ο ετερόρρυθμος εταίρος, εφόσον έχει καταβάλει την εισφορά του στην εταιρεία, δεν ευθύνεται για τις οφειλές της, εκτός εάν έχει προβληφθεί με ρήτρα στο καταστατικό ότι ευθύνεται ανεξάρτητα από την καταβολή ή μη της εισφοράς του, προϋπόθεση, που, όμως, δε συντρέχει εν προκειμένω, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επισημαίνεται ότι η (εσφαλμένη) επίκληση στον πρώτο βαθμό από την τρίτη εναγόμενη της διάταξης του άρθρου 279 του ν.4072/2012 για την κατά νόμο θεμελίωση της προβληθείσης ένστασής της, σύμφωνα με την οποία δεν υπέχει ευθύνη για την αποπληρωμή της επίδικης απαίτησης σε βάρος της πρώτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρείας, διότι τυγχάνει ετερόρρυθμη εταίρος της τελευταίας, που έχει καταβάλει πλήρως και ολοσχερώς την εισφορά της σ’αυτήν, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί και είναι αδιάφορη για το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο (το πρωτοβάθμιο ή το παρόν δευτεροβάθμιο, στη δίκη ενώπιον του οποίου η ανωτέρω διάδικος και ήδη εκκαλούσα επικαλείται την πράγματι εφαρμοστέα στην κρινόμενη περίπτωση διάταξη του άρθρου 26 του ΕμπΝ κατά την επαναφορά της πρωτοδίκως απορριφθείσας ένστασής της με τον πρώτο λόγο της έφεσής της), καθώς, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, η επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται με βάση τα προτεινόμενα από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων, τυχόν δε μνεία περί υπαγωγής (ή μη υπαγωγής) των επικαλουμένων περιστατικών σε κάποια νομική διάταξη δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί σε ορθή νομική υπαγωγή στις αρμόζουσες διατάξεις, έστω και διαφορετική από εκείνην,  στην οποία προβαίνουν οι διάδικοι, με βάση τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως των κανόνων δικαίου, που εκείνοι επικαλούνται. Εξάλλου και στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά την επίκληση της διάταξης του άρθρου 279 του ν.4072/2012 από την τρίτη εναγόμενη για την κατά νόμο θεμελίωση της ένστασής της, προέβη σε ορθή νομική υπαγωγή  των εκτιθέμενων στις κατατεθείσες προτάσεις της πραγματικών περιστατικών στην προσήκουσα διάταξη του άρθρου 26 του ΕμπΝ, την οποία έκρινε εφαρμοστέα εν προκειμένω και με βάση την οποία δέχθηκε ότι η ένσταση τυγχάνει νόμω βάσιμη και περαιτέρω ερευνητέα κατ’ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την υποστηρίζουσα τα προεκτεθέντα και παραδεκτά προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση της τρίτης εναγομένης ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, καθόσον δέχθηκε ότι η ανωτέρω δεν κατέβαλε την εισφορά της στην πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρεία, με αποτέλεσμα να ευθύνεται μέχρι του ύψους της εισφοράς της αυτής, ποσού 21.129,86 ευρώ για τα εταιρικά χρέη και στη συνέχεια την υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα, εκ του συνολικού ποσού του τιμήματος των πωληθέντων από την τελευταία στην ετερόρρυθμη εταιρεία εμπορευμάτων (χρωμάτων πλοίων) των 27.405,21 ευρώ, το οποίο έκρινε ότι εξακολουθεί να οφείλεται στην πωλήτρια στο σύνολό του, μέρος τούτου, ισόποσο με το ποσό της εισφοράς της και δη το ποσό των 21.129,86 ευρώ, πλέον τόκων, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτή με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και κατ’ουσίαν και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση καθ’ολοκληρίαν ως προς την τρίτη εναγόμενη και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η αγωγή όσον αφορά την προαναφερθείσα διάδικο ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, κατά παραδοχήν της ανωτέρω παραδεκτά προβληθείσης στον πρώτο βαθμό ένστασής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, με αποτέλεσμα να παρέλκει πλέον η εξέταση της βασιμότητας του έτερου λόγου έφεσης, έχοντας καταστεί άνευ αντικειμένου. Τέλος, λόγω της νίκης της εκκαλούσας – τρίτης εναγομένης θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του παραβόλου, που προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής της (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν της υποβολής σχετικού αιτήματός της με το δικόγραφο της έφεσής της, να επιβληθούν σε βάρος της αντιδίκου της εφεσίβλητης – ενάγουσας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 13.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./13.7.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/13.7.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.2079/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά  και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 4.7.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/11.12.2017) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την τρίτη εναγόμενη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της τρίτης εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31-10.2022

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ