ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 633/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………… για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ των κάτωθι αναφερομένων:
Α. Της εκκαλούσας – εναγομένης: εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Σιούφα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κουντούρη.
Β. Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κουντούρη.
Της εφεσίβλητης – εναγομένης: εταιρείας ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Σιούφα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.12.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………../27.12.2018) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 287/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη εταιρεία με την από 3.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../11.11.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ…………./17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν.
Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 30.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………/2.12.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………./17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου έφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή ως άνω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσής του κεφάλαια αυτής, που τον βλάπτουν.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκ των διαδίκων εκκαλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος, ο οποίος, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αντιδίκου του εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγομένης δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: α) Η από 3.11.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………./11.11.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης εταιρείας της ασκηθείσας σε βάρος της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 20.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……../27.12.2018) αγωγής του εφεσίβλητου και β) η από 30.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../2.12.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ομοίως εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’αριθμ. 287/2020 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 και 524 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).
Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 3.11.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ.δικογρ……/11.11.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης ναυτικής εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 287/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 αριθμ.3 του ΚΠολΔ και 621 επ. του ΚΠολΔ), επί της σε βάρος της εκκαλούσας ασκηθείσας από 20.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../27.12.2018) αγωγής του εφεσίβλητου, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτόν διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, απορρεουσών από την παροχή εξαρτημένης ναυτικής εργασίας σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με τις ειδικότητες του θαλαμηπόλου και του ναυτόπαιδα, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, συνολικού ποσού 36.027,15 ευρώ, πλέον τόκων, άλλως επικουρικώς στηριζόμενες στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά την κύρια βάση της και, αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 4.687,80 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι από τις 20.10.2018, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.131,97 ευρώ, πλέον τόκων από το αυτό χρονικό σημείο, ενώ επιπροσθέτως καταδικάσθηκε η εναγόμενη στην καταβολή μέρους της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 250 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 11.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../11.11.2020), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση σ’αυτήν (εναγόμενη) της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 3.11.2020 με την επιμέλεια του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον τελευταίο υπ’αριθμ……../3.11.2020 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……….., προθεσμία, που εφαρμόζεται και επί έφεσης, που ασκείται σε βάρος απόφασης εκδοθείσης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 30.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/2.12.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………/17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ομοίως εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής κατά της αυτής πρωτόδικης οριστικής απόφασης έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 2.12.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../2.12.2020), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην εναγόμενη, που έλαβε χώρα στις 3.11.2020 με την επιμέλεια του ιδίου, όπως αναφέρθηκε ήδη, ημερομηνία από την οποία εκκινεί η προθεσμία άσκησης έφεσης και γι’αυτόν και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία ομοίως πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν τον εκκαλούντα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 20.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./27.12.2018) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι, όντας Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος πτυχίου θαλαμηπόλου Α΄Τάξης και με υπερδιετή θαλάσσια υπηρεσία, δυνάμει σύμβασης ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε εγγράφως στο Φλοίσβο Αττικής στις 18.4.2017 μεταξύ του ιδίου και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εταιρείας, πλοιοκτήτριας από τις 12.4.2017 του αρχικά υπό ιταλική και ακολούθως υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού πλοίου με την ονομασία “Ζ”, ολικής χωρητικότητας 147,69 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 86,14 κόρων, νηολογίου Πειραιώς από τις 9.5.2017 και εφοδιασμένου από τις 9.6.2017 με άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, προσλήφθηκε για χρονικό διάστημα έξι μηνών, προκειμένου να ναυτολογηθεί στη συνέχεια στο ανωτέρω πλοίο από τον πλοίαρχό του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, πλην όμως για να εργασθεί στην πραγματικότητα σ’αυτό, όχι μόνον ως θαλαμηπόλος, αλλά παράλληλα και ως ναυτόπαις. Ότι συμφωνήθηκε επιπροσθέτως με την εναγόμενη να διέπεται η σύμβασή του, όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του, από την ισχύουσα κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των Πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του ιδίου έτους, την ήδη συναφθείσα ή και την επικείμενη να συναφθεί, τούτης εφαρμοζομένης στην τελευταία περίπτωση στην εργασιακή του σχέση αναδρομικά, άλλως από την τελευταία κυρωθείσα με Υπουργική Απόφαση ΣΣΝΕ για τα πληρώματα της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, ακόμη και μετά τη λήξη της ορισθείσης διάρκειας ισχύος της, διότι οι καθοριζόμενες με αυτήν αποδοχές αποτελούν τον “ειθισμένο” μισθό για ναυτικούς απασχολούμενους με τις αυτές ειδικότητες σε τέτοιου είδους πλοία, τα οποία εκτελούν τουριστικούς πλόες εντός του Μεσογειακού χώρου. Ότι στην ανωτέρω σύμβαση περιλήφθηκε όρος, σύμφωνα με τον οποίο η εναγόμενη έχει το δικαίωμα να την καταγγείλει και προ της συμπλήρωσης της συμφωνηθείσης χρονικής διάρκειας ισχύος της, ειδοποιώντας τον εγγράφως προ ενός μηνός. Ότι σε εκτέλεση της προαναφερθείσης συμφωνίας επιβιβάσθηκε αυθημερόν και ανέλαβε υπηρεσία στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο ναυτολογήθηκε στις 13.6.2016 με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα και απασχολήθηκε σ’αυτό συνεχώς, ασκώντας παράλληλα τα καθήκοντα του θαλαμηπόλου και του ναυτόπαιδα, που ειδικότερα εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, μέχρι και τις 23.10.2017, όταν και απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση του ιδίου και του πλοιάρχου. Ότι την 1η.3.2018 δυνάμει έγγραφης σύμβασης ορισμένου χρόνου, που συνήψε με την εναγόμενη, επαναπροσλήφθηκε στο ίδιο πλοίο για χρονικό διάστημα ενός έτους για να απασχοληθεί υπό τους αυτούς όρους και συνθήκες, και με τις ανωτέρω ειδικότητες, σε εκτέλεση της οποίας εργάσθηκε στο πλοίο, ασκώντας παράλληλα τα καθήκοντα του ναυτόπαιδα και του θαλαμηπόλου, μέχρι και τις 19.10.2018, όταν και λύθηκε η εργασιακή του σχέση και αποναυτολογήθηκε, τύποις λόγω “κλεισίματος ναυτολογίου”, αλλά στην πραγματικότητα λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από τον πλοίαρχο, χωρίς δικό του παράπτωμα, εξ ου και του καταβλήθηκε αποζημίωση απόλυσης. Ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο αυτό εκτέλεσε πλόες, ναυλωμένο ή όχι, κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο χρονικές περιόδους και συνολικά επί 88 ημέρες. Ότι η εναγόμενη κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα της εργασίας του στο πλοίο της με τις ειδικότητες του θαλαμηπόλου και του ναυτόπαιδα, του κατέβαλε αποδοχές μικρότερες των νομίμων, όπως αυτές καθορίζονται από την εν προκειμένω εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των μελών των πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Πλοίων του έτους 2017 για τις συγκεκριμένες ειδικότητες, τα καθήκοντα αμφοτέρων των οποίων εκτελούσε, ενώ του παρείχε τροφή μόνον κατά τις ημέρες που το πλοίο ήταν ναυλωμένο, χωρίς να του καταβάλει το προβλεπόμενο από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ αντίτιμο τροφής κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα. Ότι κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο ημερομηνίες, οι οποίες αφορούν όχι μόνον σε καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, αλλά και σε Σάββατα, Κυριακές και αργίες, και κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε πλόες, εργάσθηκε σ’αυτό υπερωριακά, επί 10 έως 17 ώρες ημερησίως, ασκώντας τα καθήκοντα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τον επισυναφθέντα στην αγωγή πίνακα, στον οποίο εμφαίνονται το ωράριο εργασίας του κάθε ημέρα, καθώς και οι αντίστοιχες ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης την ημέρα αυτή, χωρίς να του καταβληθεί η επίσης προβλεπόμενη από την οικεία ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή για την υπέρβαση του καθοριζομένου με την ίδια ΣΣΝΕ ημερησίου ωραρίου των 8 ωρών κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, της εργασίας τους κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρουμένης στο σύνολό της ως υπερωριακής. Ότι η εναγόμενη, παρότι υποχρεούτο να τον ειδοποιήσει εγγράφως τουλάχιστον ένα μήνα ενωρίτερα από την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης προ της λήξης της συμφωνηθείσης χρονικής της διάρκειας, εντούτοις τον ενημέρωσε την 1η.10.2018 ότι θα καταγγείλει τη σύμβασή του, πλην όμως δεν τον απασχόλησε ολόκληρο τον υπόλοιπο μήνα, αλλά μόνον μέχρι τις 19.10.2018 και δεν του κατέβαλε το σύνολο των νομίμων αποδοχών του για το μήνα αυτό. Ότι η εναγόμενη για το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 13.6.2017, παρότι παρακράτησε το ποσό των 848,74 ευρώ, ως τις αναλογούσες στο διάστημα αυτό ασφαλιστικές του εισφορές στο ΝΑΤ, εντούτοις δεν τις απέδωσε στο ανωτέρω ασφαλιστικό ταμείο, με αποτέλεσμα για το συγκεκριμένο διάστημα να μην υπάγεται αυτός στην ασφαλιστική του κάλυψη, προσβάλλοντας με την προεκτεθείσα συμπεριφορά της παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του, αφού υποχρεώθηκε να εργασθεί ανασφάλιστος, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη. Ότι εξαιτίας του ανωτέρω γεγονότος υπέστη και περιουσιακή ζημία διότι απώλεσε επιπροσθέτως το επίδομα ανεργίας, που θα εδικαιούτο διαφορετικά, μετά την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης και για χρονικό διάστημα 5 μηνών απ’αυτήν. Με βάση αυτό το ιστορικό και με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και, συνακόλουθα, των διατάξεων περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ, για την περίπτωση που οι συμβάσεις του αυτές κριθούν για οποιονδήποτε λόγο άκυρες και κατόπιν παραδεκτής τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ως προς τα κάτωθι αναφερόμενα κονδύλια, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε συνοπτικά στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και περιλαμβάνεται και στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του, και χρηματικών αξιώσεών του συνολικού ποσού 36.027,15 ευρώ, ζήτησε, αφενός μεν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει α) το συνολικό ποσό των 10.577,52 ευρώ ως το οφειλόμενο αντίτιμο τροφής, που προβλέπεται στην ανωτέρω εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ και αναλογεί στις ημέρες των χρονικών περιόδων της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης, κατά τις οποίες αυτό δεν εκτελούσε πλόες και δεν του παρείχετο τροφή σε είδος, β) το ποσό των 6.957,22 ευρώ, που του οφείλεται ως πρόσθετη αμοιβή για την παρασχεθείσα υπερωριακή του εργασία στο εν λόγω πλοίο και γ) το ποσό των 1.750 ευρώ, ως το ποσό του επιδόματος ανεργίας, που εδικαιούτο και απώλεσε εκ του γεγονότος ότι η εναγόμενη προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του, μη αποδίδοντας στο ΝΑΤ τις παρακρατηθείσες από τις αποδοχές του ασφαλιστικές του εισφορές για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 18.4.2017 έως 13.6.2017, με αποτέλεσμα να μην πληροί τις κατά νόμο προβλεπόμενες προϋποθέσεις είσπραξης του συγκεκριμένου επιδόματος και να ζημιωθεί κατά το ισόποσο, αφετέρου δε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει α) το ποσό των 2.834,79 ευρώ ως την οφειλόμενη διαφορά μεταξύ των νομίμων αποδοχών αμφοτέρων των ειδικοτήτων του θαλαμηπόλου και του ναυτόπαιδα, όπως αυτές καθορίζονται από την οικεία ΣΣΝΕ, τις οποίες εδικαιούτο να λάβει και του συνολικά καταβληθέντος από την εναγόμενη για την εργασία του στο πλοίο της χρηματικού ποσού, β) το ποσό των 786,28 ευρώ, που αποτελεί την οφειλόμενη διαφορά της αποζημίωσης απόλυσης, γ) το ποσό των 3.121,34 ευρώ, το οποίο δικαιούται λόγω της πρόωρης καταγγελίας από την εναγόμενη στις 19.10.2018 της εργασιακής του σύμβασης κατά παράβαση της υποχρέωσής της να τον ειδοποιήσει σχετικώς προ ενός μηνός και συνιστά τις αποδοχές του για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2018 κατόπιν αφαίρεσης του ήδη καταβληθέντος σ’αυτόν ποσού για την ίδια αιτία και δ) το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη λόγω της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του από την εναγόμενη κατά τα προεκτεθέντα, με το νόμιμο τόκο σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την ημέρα της τελευταίας απόλυσής του, που έλαβε χώρα στις 19.10.2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ), η εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 287/2020 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη. Ειδικότερα, με την προαναφερθείσα απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι η αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ότι είναι νόμιμη ως προς αμφότερες τις επικαλούμενες από τον ενάγοντα βάσεις για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενη σ’αυτήν διατάξεις, ακολούθως διερευνήθηκε η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας διά της εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων. Πλέον συγκεκριμένα, αφού έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων κατά τα χρονικά διάστημα της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης (πλην της χρονικής περιόδου από 18.4.2007 έως 13.6.2017, για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω) απασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνον ως θαλαμηπόλος και όχι και ως ναυτόπαις, ότι με βάση την κατηγορία του συγκεκριμένου πλοίου εφαρμοστέα τυγχάνει εν προκειμένω για το διάστημα της δεύτερης κατά σειράν εργασιακής του σύμβασης όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του η ΣΣΕ των Πληρωμάτων των Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν.4256/2014 για τα έτη 2018 και 2019 και δη αναδρομικά από 1.1.2018 (με την επισήμανση ότι όσον αφορά το διάστημα της πρώτης ναυτολόγησής του δεν υπήρχε εν ισχύ αντίστοιχη ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα οι όροι εργασίας του να καθορίζονται από την ατομική του σύμβαση, στην οποία περιλήφθηκε συμφωνία των διαδίκων για την καταβολή σ’αυτόν κλειστού μηνιαίου μισθού) και όχι η επικαλούμενη στην αγωγή ΣΣΝΕ για τα μέλη των Πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Πλοίων, ως προς την οποία δέχθηκε επίσης ότι δε συμφωνήθηκε οι όροι της να καταστούν περιεχόμενο των συμβάσεων εργασίας του, και συνακόλουθα απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο, που αφορά σε διαφορά μεταξύ των νομίμων, με βάση την εν λόγω ΣΣΝΕ και των καταβληθεισών αποδοχών του, ότι κατά τις αναφερόμενες στην απόφασή του χρονικές περιόδους εντός του έτους 2018 κατά τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο και ενώ αυτό ήταν ναυλωμένο, εργαζόταν ως θαλαμηπόλος επί 15 ώρες ημερησίως, ήτοι απασχολείτο καθημερινά επί 7 ώρες υπερωριακά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κριθείσα ως εφαρμοστέα ανωτέρω ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν.4256/2014 όσον αφορά το ημερήσιο ωράριο εργασίας των ναυτικών της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, με συνέπεια να δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, το ύψος της οποίας καθόρισε, επίσης με βάση την ίδια ΣΣΝΕ, στο συνολικό ποσό των 1.882,80 ευρώ, κατά μερική παραδοχή ως βασίμου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται αντιτίμου τροφής για 42 ημέρες, κατά τις οποίες το σκάφος, κατά τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησής του, δεν εκτελούσε πλόες και δεν του παρείχετο από την εργοδότριά του τροφή σε είδος, ποσού 2.865 ευρώ, υπολογιζόμενο με βάση την ως άνω ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο το αντίστοιχο κονδύλιο της αγωγής, ότι στις επίδικες συμβάσεις εργασίας του δεν περιέχεται συμφωνία του με την εναγόμενη περί καταλογισμού των αξιώσεών του για παροχή υπερωριακής εργασίας και για αντίτιμο τροφής στις υψηλότερες των νομίμων μηνιαίες αποδοχές, που του καταβάλλονταν, ότι η λύση της σύμβασης εργασίας του στις 19.10.2018 λόγω “κλεισίματος ναυτολογίου” συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, άνευ δικού του παραπτώματος, με αποτέλεσμα να δικαιούται αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72 και 75 παρ.2 του ΚΙΝΔ, ποσού 1.131,30 ευρώ, ενώ η εναγόμενη του έχει καταβάλει για την ίδια αιτία το ποσό των 1.548,78 ευρώ, και, συνεπώς, ουδέν έτερον δικαιούται, απορριφθέντος του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ως κατ’ουσίαν αβάσιμου, ότι δικαιούται αποζημίωσης, ποσού 3.131,97 ευρώ, λόγω πρόωρης καταγγελίας της δεύτερης κατά σειράν σύμβασης εργασίας του από την εναγόμενη, χωρίς η τελευταία να τηρήσει την υποχρέωσή της να τον ενημερώσει σχετικώς προ μηνός, και τέλος ότι κατά το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 13.6.2017 δεν αποτελούσε μέλος συγκροτημένου πληρώματος του πλοίου, δεν παρείχε ναυτική εργασία και ως εκ τούτου δεν υπαγόταν στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΝΑΤ, εξ αυτού δε του λόγου απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα τα αγωγικά κονδύλια, που αφορούσαν σε περιουσιακή του ζημία και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης λόγω της επικαλούμενης παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του εκ του γεγονότος ότι για το ανωτέρω χρονικό διάστημα η εναγόμενη δεν απέδωσε στο ασφαλιστικό του ταμείο τις παρακρατηθείσες από τις αποδοχές του ασφαλιστικές του εισφορές, με αποτέλεσμα να απωλέσει το επίδομα ανεργίας 5 μηνών από την απόλυσή του, που θα εδικαιούτο διαφορετικά. Κατόπιν τούτου, με την ανωτέρω απόφαση, αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.687,80 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι από τις 20.10.2018, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.131,97 ευρώ, πλέον τόκων από το αυτό χρονικό σημείο και καταδικάσθηκε η εναγόμενη στην καταβολή μέρους της δικαστικής του δαπάνης, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 250 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Η εναγόμενη άσκησε την από 3.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/11.11.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ…………/17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, με την οποία πλήττει την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος, που την βλάπτει, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του επί του κονδυλίου της αμοιβής του ενάγοντος για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι τις 42 ημέρες του χρονικού διαστήματος της δεύτερης ναυτολόγησής του στο πλοίο της, κατά τις οποίες το πλοίο ήταν ναυλωμένο δεν εργάσθηκε υπερωριακά, άλλως και σε κάθε περίπτωση ότι η αμοιβή για την όποια υπερωριακή του εργασία περιλαμβανόταν στον υπέρτερο του νομίμου συμφωνηθέντα κλειστό μηνιαίο μισθό του, όπως και το ποσό, που κρίθηκε ότι δικαιούται ως αντίτιμο τροφής για τις χρονικές περιόδους εντός του έτους 2018, κατά τις οποίες το πλοίο δεν ήταν ναυλωμένο και δεν εκτελούσε πλόες, αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά το κονδύλιο της αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωσή της να τον ενημερώσει προ ενός μηνός τουλάχιστον, ως προς το οποίο διατείνεται ότι ο αντίδικός της δεν το δικαιούται αφού έλαβε αποζημίωση απόλυσης, βάλλοντας επιπροσθέτως και κατά του ύψους του επιδικασθέντος για την αιτία αυτή ποσού, επικαλούμενο λανθασμένο υπολογισμό του, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. 2) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την από 30.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………/2.12.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί της εφαρμοστέας επί των συμβάσεων εργασίας του ΣΣΝΕ, συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι συμφωνήθηκε κατά την κατάρτισή τους εφαρμοστέα η ΣΣΝΕ για τη μέλη των πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του ιδίου έτους, είτε η ήδη συναφθείσα είτε η επικείμενη να συναφθεί, με αναδρομική στη δεύτερη περίπτωση ισχύ, άλλως η τελευταία κυρωθείσα ΣΣΝΕ ακόμη και εάν η ισχύ της είχε λήξει (με την εκκαλουμένη αντίθετα έγινε δεκτό ότι για το χρονικό διάστημα της δεύτερης σύμβασης εργασίας του ίσχυσε αναδρομικά η ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν.4256/2014 των ετών 2018 – 2019, ενώ για το διάστημα της πρώτης σύμβασης εργασίας του δεν υπήρχε εν ισχύ αντίστοιχη ΣΣΝΕ), επισημαίνοντας ότι σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο για την πρώτη σύμβαση εργασίας του η υπερνομοθετικής ισχύος Διεθνής Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας του έτους 2006, που κυρώθηκε με το ν.4078/2012, σφάλμα, που είχε ως αποτέλεσμα να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμο το κονδύλιο της διαφοράς μεταξύ των νομίμων και των καταβληθεισών αποδοχών του και να γίνουν εν μέρει δεκτά ως βάσιμα και κατ’ουσίαν τα κονδύλια του αντιτίμου τροφής και της πρόσθετης αμοιβής για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, β) επί του χαρακτήρα της εργασίας, που παρείχε στο πλοίο κατά το διάστημα από 18.4.2017 έως 13.6.2017, ως προς την οποία έγινε δεκτό ότι δεν ήταν ναυτική, με αποτέλεσμα ν’απορριφθούν για το λόγο αυτό ως κατ’ουσίαν αβάσιμα τα κονδύλια, που αφορούν στην περιουσιακή του ζημία και στη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, λόγω της επικαλούμενης παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του από το γεγονός της μη απόδοσης στο ΝΑΤ από την εναγόμενη των παρακρατηθεισών από τις αποδοχές του ασφαλιστικών εισφορών, που αναλογούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, γ) επί της παράλληλης απασχόλησής του στο πλοίο ως θαλαμηπόλος μόνον και όχι και ως ναυτόπαις, όπερ είχε ως αποτέλεσμα να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμο το κονδύλιο της διαφοράς μεταξύ των νομίμων και των καταβληθεισών αποδοχών του και να γίνουν εν μέρει δεκτά ως βάσιμα και κατ’ουσίαν τα κονδύλια του αντιτίμου τροφής, της πρόσθετης αμοιβής για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία και της αποζημίωσης απόλυσης, αφού δε λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογιασμό τους οι μηνιαίες αποδοχές του ναυτόπαιδα, που θα έπρεπε να του καταβάλλονται, δ) επί του ημερησίου ωραρίου εργασίας του ως θαλαμηπόλος, καθώς έγινε δεκτό ότι απασχολείτο επί 15 ώρες ημερησίως και για τις χρονικές περιόδους της δεύτερης σύμβασης εργασίας του, που το πλοίο εκτελούσε πλόες, και όχι για τις αναφερόμενες στην αγωγή του περιόδους και με το επίσης εκτιθέμενο στο δικόγραφο αυτής ωράριο ανά ημέρα, με αποτέλεσμα και για το λόγο αυτό να μην του επιδικασθεί το σύνολο του αιτουμένου ποσού ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριών, ε) επί του κονδυλίου του αντιτίμου τροφής, που έγινε εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ουσίαν, διότι υπολογίσθηκε μόνον για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και μόνον για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο κατά το έτος 2018, επιπροσθέτως δε και με βάση τη ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών των ετών 2018 – 2019, στ) επί του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης, που επίσης έγινε εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ουσίαν, διότι υπολογίσθηκε μόνον για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και με βάση την ανωτέρω ΣΣΝΕ και ζ) επί των κονδυλίων της αγωγής, που αφορούν στην περιουσιακή του ζημία (απώλεια επιδόματος ανεργίας) και στη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, λόγω της επικαλούμενης παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του από το γεγονός της μη απόδοσης στο ΝΑΤ από την εναγόμενη των παρακρατηθεισών από τις αποδοχές του ασφαλιστικών εισφορών για το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 13.6.2017, τα οποία απορρίφθηκαν εν όλω, κατόπιν της παραδοχής ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν παρείχε ναυτική εργασία και δεν αποτελούσε μέλος του συγκροτημένου πληρώματος του εν λόγω πλοίου, με αποτέλεσμα να μην υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΝΑΤ. Ζήτησε δε με την έφεσή του την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης,ούτως ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της και ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Με το άρθρο 1 § 1 του α.ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της 21/1945 Συντακτικής Πράξεως, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τ. Α` 182), ορίζεται ότι: «δύνανται να συνάπτωνται συλλογικά συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει». Εξάλλου, με το άρθρο 5 § 1 του ίδιου α.ν. ορίζεται ότι: «συλλογικοί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’όσον ήθελον κυρωθή δι’αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεομεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφιστάμενες εργοδοτικές η εργατικές οργανώσεις, ως και απαντάς εν γένει τους Έλληνας πλοισκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι: 1) Ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αφορούν πλοία τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία, η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση, 2) η ισχύς της συλλογικής σύμβασης που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’αυτούς από την κύρωση, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 § 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους «κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν», δε συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται με αυτήν η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους (ΜονΕφΠειρ 285/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008. 275, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005. 425, ΕφΠειρ 1277/1990 ΕΝαυτΔ 1991.226). Περαιτέρω, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014 Α’ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις, που δε συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003/331, ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999 ΕλλΔνη 1999/1559, ΔΕΝ 2000/151, ΕΕΔ 2000/567, ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104, ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΘεσ. 262/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, Γ. Λεβέντης – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοσθεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (MονΕφΠειρ 205/2019 Ιστότοπος Εφετείου Πειραιώς). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 39, 53 και 54 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης μέλους πληρώματος καταρτίζεται με τον πλοίαρχο, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες του πλοιοκτήτη του πλοίου ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, αφορά δε την εργασία του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο. Για να συντελεσθεί όμως η ναυτολόγηση απαιτείται, επιπλέον, η καταχώρηση της σύμβασης στο ναυτολόγιο του πλοίου και η επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο και η ανάληψη των καθηκόντων του. Αν η σύμβαση δεν καταχωρηθεί στο ναυτολόγιο είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάστηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο. Από τη ναυτολόγηση διαστέλλεται η συμφωνία που συνάπτεται πριν απ’ αυτή, μεταξύ του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, σχετικά με τη μελλοντική επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο, κατά την οποία συμφωνείται να επιβιβαστεί αυτός στο πλοίο και να ναυτολογηθεί μέσω του πλοιάρχου. Η συμφωνία αυτή αποτελεί ιδιότυπη οριστική σύμβαση, που αποκαλείται «προσύμφωνο σύμβασης ναυτολόγησης», η οποία παράγει αποτελέσματα και δεν απαιτείται γι’αυτή η τήρηση τύπου (βλ. ΑΠ 168/1999 ΕΝαυτΔ 27.278, ΕφΠειρ 619/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝ 2002. 199, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 1ος, σελ. 297-299). Εξάλλου, κατά την έννοια των άρθρων 680 § 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009/993 = ΕπιΔικΙΑ 2009/413 = Ε7 2012/117 = Δνη 2011/1596). Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017 “Νόμος”, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝαυτΔ 2009/276 κ.α.). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267). Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 212/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895, ΜονΕφΠειρ 205/2019 ο.π). Περαιτέρω, οι νομικοί κανόνες που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις των ναυτικών είναι ειδικοί και για το λόγο αυτό επικρατούν απέναντι στους σχετικά γενικότερους ειδικούς κανόνες του εργατικού δικαίου, οι οποίοι εφαρμόζονται στις σχέσεις ναυτικής εργασίας συμπληρωματικώς και επικουρικώς, δηλαδή μόνον για την κάλυψη των κενών του ναυτεργατικού δικαίου (Ι. Καποδίστριας, σε ΕρμΑΚ, εισαγ. στα άρθρα 648 – 680, αρ. 59, Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, τόμος Ι, 1999, αριθμ. 131, σελ. 143). Κατά δε τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των άρθρων 1, 37 επομ. και 53 του Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, ανεξαρτήτως του είδους της παρεχόμενης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική είτε για άλλη εργασία, που θα μπορούσε να εκτελεστεί και στην ξηρά. Η πραγματική εκτέλεση πλόων και η αντιμετώπιση θαλάσσιων κινδύνων δεν είναι απαραίτητη, αρκεί να διατηρείται η ναυτική αποστολή του πλοίου (ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ 147/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού χωρίς αυτήν δε νοείται πλήρωμα ούτε ναυτικός (ΕφΠειρ. 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Α. Κιάντου – Παμπούκη, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΠειρ. 460/1999, σε ΕπισκΕΔ 2000/168 επομ.). Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτική ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο για οποιονδήποτε λόγο παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και τελεί σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του και αποφασίσει τούτο ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17, ΑΠ 1252/2002, Δνη 2002/1662 = ΔΕΕ 2003/559 = ΕΝαυτΔ 2003/368 = ΝοΒ 2003/1019 = ΕΕΔ 2004/431 = Ε7 2006/1857, ΑΠ 179/2000, ΕΝαυτΔ 2001/44 = Δνη 2000/733 = ΔΕΝ 2001/226 = ΕΕΔ 2001/420 = ΕΝαυτΔ 2001/44 = Ν0Β 2001/258 = Ε7 2006/1860 = ΕΕΝ 2001/570, ΑΠ 11/1999, ΕΝαυτΔ 1999/276 = ΕΑΕΔ 1999/949 = ΕΕΔ 2000/255, ΑΠ 1089/1998, Δνη 1999/329, ΑΠ 792/1998, Δνη 1999/620 = ΔΕΕ 1998/1252 = ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕμπΔ 1999/108 = ΕΝαυτΔ 1998/376 = ΝοΒ 1999/1566, ΕφΠειρ. 289/2011, ΕΝαυτΔ 2012.26, ΕφΠειρ. 371/2010 ΕΝαυτΔ 2011.110, ΕφΠειρ. 973/2005 ΕΝαυτΔ 2005.432, ΕφΠειρ. 856/2005, ΠειρΝομ 2006.81, ΕφΠειρ 537/2004, ΔΕΕ 2005.608, ΜονΕφΠειρ. 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013.220, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Α, 2003, σελ. 185). Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να παράσχει υπηρεσίες στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγώς ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας. Όταν, όμως, αντιθέτως η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή ή συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός, μη όντας ενταγμένος στο συγκροτημένο πλήρωμά του, δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες του, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 365/2005, ΕΝαυτΔ 2005/81 = ΔΕΕ 2005/1087, ΑΠ 1643/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι οι ειδικότερες διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, συγκεκριμένα δε ούτε οι διατάξεις των άρθρων 39 – 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος με την ευρεία έννοια του όρου ούτε οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ), που ρυθμίζουν τους όρους και τις αμοιβές της παροχής ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007/978, ΕφΠειρ. 545/2012, ΕΝαυτΔ 2012/388 = Δνη 2013/1651). Με βάση τα ανωτέρω δε θεωρείται ναυτική αλλά χερσαία η εργασία που παρέχει το πρόσωπο που αναλαμβάνει με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή τη φύλαξη ή τη συντήρηση παροπλισμένου πλοίου (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007/978, ΑΠ 271/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2004 ΧρΙΔ 2004/440 = Ε7 2006/1682, ΑΠ 904/1987 ΕΝαυτΔ 1987/445 = ΝοΒ 36/1218, ΕφΠειρ. 929/2001 ΠειρΝομ 2002/36 = ΕΝαυτΔ 2002/15, όπου και παρατηρήσεις Αθ. Μαρκάκη, ΕφΑθ 3630/1988, ΑρχΝ 1988/726, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 53, αρ. 4.2.1., σελ. 300, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 120 και 122, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 2, σελ. 6, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 2007/449 επομ. [457]). Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό απασχολούταν προηγουμένως στο πλοίο ως ναυτικός και ανέλαβε τη φύλαξή του μετά τον παροπλισμό του, εφόσον από το χρονικό εκείνο σημείο και εφεξής δεν υπάρχει πλήρωμα ούτε ναυτική αποστολή του πλοίου (ΑΠ 1400/1986 ΕΕΔ 1987.634, ΑΠ 224/1975 ΕΕΔ 1975.809, ΕφΠειρ. 361/1998, αδημ., Β. Σαξώνης, Η διάκριση της ναυτικής από τη χερσαία εργασία κατά την απασχόληση σε πλοίο, σε ΝαυτΔνη 1/5 επομ.[11]). Πλέον ειδικότερα κατά τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 37 επ. και 53 του ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958) η ιδιότητα του ναυτικού, που αναγκαία είναι για την ύπαρξη σύμβασης ναυτολόγησης, προϋποθέτει την προσφορά υπηρεσίας εκ μέρους αυτού στο πλοίο ως μέλους του πληρώματος του, με την έννοια της συμμετοχής του κατά τη διάρκεια του πλου στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του και την ένταξή του σ’αυτό με οποιοδήποτε βαθμό και ειδικότητα αμέσως ή εμμέσως για τον πλου. Πιο συγκεκριμένα το ως άνω πρόσωπο για να είναι ναυτικός με την έννοια των διατάξεων των ως άνω άρθρων του ΚΙΝΔ, ώστε να ρυθμίζονται οι σχέσεις του από το ναυτεργατικό δίκαιο, πρέπει να ανήκει στο συγκροτημένο πλήρωμα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο πλοίο κατά τον πλου, δηλαδή να ανήκει στην οργανική ενότητα των εργαζομένων στο πλοίο με μοναδικό σκοπό την εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής αυτού, που είναι οι πλόες του. Γι’αυτό ο ναυτικός στη σύμβαση της ναυτολόγησης νοείται με την στενή έννοια του όρου, είναι δηλαδή το πρόσωπο του πλοίου, παρέχει σ’αυτό τις υπηρεσίες του και αντιμετωπίζει τους ίδιους θαλάσσιους κινδύνους που συνεπάγεται η εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής του. Δεν συγκαταλέγονται συνεπώς στα μέλη του πληρώματος και δε συνδέονται με σύμβαση ναυτικής εργασίας όσοι γενικώς παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πλοίο που βρίσκεται στο ναυπηγείο ή παραμένει αργό στο λιμάνι, επειδή σ’αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει ναυτική αποστολή και χωρίς ναυτική αποστολή δεν υπάρχει ούτε πλήρωμα, ούτε ναυτικός συνεπώς με την ως άνω στενή έννοια. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο η σύμβαση εργασίας των ως άνω προσώπων δεν αποτελεί σύμβαση ναυτολόγησης, αλλ’αντιθέτως είναι σύμβαση χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι αυτές: α) των άρθρων 53 επ. έως 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών πληρώματος του πλοίου και β) του συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (βλ. σχετ. (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007.978, ΑΠ 1643/2003, ΑΠ 1252/2002, ΑΠ 904/1987 ΕΝΔ 15 σελ. 445, ΕφΠειρ 456/2015, ΕφΠειρ 446/2009 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝαυτΔ 2008/106). Παρέπεται ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας, είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 53 επ. του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι «πλήρωμα» είναι το σύνολο των προσώπων (ναυτικών) που είναι ναυτολογημένο σε ορισμένο πλοίο, στην έννοια δε αυτού περιλαμβάνονται όλα τα πρόσωπα που εργάζονται στο πλοίο και είναι οργανικά ταγμένα για την εκπλήρωση της ναυτικής αποστολής του, ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας που προσφέρουν και από την εγγραφή ή όχι αυτών στο ναυτολόγιο ή την ασφάλισή τους στο NAT. Ειδικότερα, προκειμένου τα παραπάνω πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνεται και ο πλοίαρχος, να θεωρηθούν ως ναυτικοί, με την έννοια ότι εμπίπτουν στον όρο «πλήρωμα», θα πρέπει να έχουν ναυτολογηθεί σε ορισμένο πλοίο και συνακόλουθα να αποτελούν μέλη συγκροτημένου πληρώματος, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους για τις ανάγκες του πλοίου και έχουν υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες αυτού (ΕφΠειρ 344/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2011.113). Δεν είναι, όμως, απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή κατά την εκπλήρωση της ναυτικής του αποστολής (ΑΠ 365/2005 ΕλΔ 2006.1663, ΕφΠειρ 371/2010 ΕΝΔ 2011.110, ΕφΠειρ. 30/2008 ΕΝΔ 2008.106), αδιαφόρως του είδους της παρεχόμενης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική ή άλλη εργασία, ως και της εγγραφής ή μη αυτών στο ναυτολόγιο του πλοίου ή της ασφάλισης ή μη στο NAT ή στο ΙΚΑ (ΑΠ 12/1985 ΕΝΔ 1986.74 ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 2005.432, ΕφΠειρ.30/2008 ο.π., ΕφΠειρ 267/99 ΕΝΔ 1999.86, ΕφΠειρ 294/99 ΕΝΔ 1999.25), αυτή δε είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάσθηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο (ΕφΠειρ 345/2002 ΕΝΔ 2002.6). Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο, για οποιοδήποτε λόγο, παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργασθεί στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Όταν, όμως, η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007. 978, ΑΠ 1643/2003, ΑΠ 1252/2002 δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Ο νομικός χαρακτηρισμός, εξάλλου, της εξαρτημένης εργασιακής σχέσης ως ναυτικής ή ως χερσαίας εργασίας, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα, γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την ορθή νομική υπαγωγή των επικαλουμένων πραγματικών περιστατικών, έστω και αν είναι διαφορετική από εκείνη του ενάγοντος (ΑΠ 862/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2001 Δνη 2001/681, ΑΠ 1129/2000, Δνη 2001/1330, ΕφΠειρ. 446/2009 ΕΝαυτΔ 2009/281, ΕφΠειρ. 869/2007 ΕΝαυτΔ 2007/387 = Δ 2007/747, ΕφΠατρ. 330/2006 ΑχΝομ. 2007/322, ΕφΑθ. 6686/2004, ΝοΒ 53/104 = Δνη 2005/230, ΕφΑθ 5415/2003 Δνη. 2004/432, ΜονΕφΠειρ. 456/2015, ΜονΕφΠειρ. 743/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 του ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας. Γι’αυτό μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησης, να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς, και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ’ ελάχιστο όριο, τις πλήρεις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές, εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΕφΠειρ 570/2006, ΕφΠειρ 747/2005 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Βάσει της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο ναυτικός μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησής του, να αναλάβει έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση περισσότερων καθηκόντων επί του πλοίου μέσα στα νόμιμα χρονικά, όρια, όπως γίνεται συνήθως κατά την αναπλήρωση ελλείποντος μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία δικαιούται να λάβει πλήρεις τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλλΔνη 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΑΠ 261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294, ΕφΠειρ 712/2004 ΔΕΕ 2005.211), εφόσον με την εργασία που προσέφερε εξαντλείται το περιεχόμενό τους (ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.133, ΕφΠειρ 202/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996-1997 σελ. 634, ΕφΠειρ 70/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996 – 1997 σελ. 632). Μάλιστα, όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374 648 653 και 656 του Α.Κ. και 53 και 60 του ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση του ναυτικού, αρκεί ο τελευταίος να βρίσκεται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου, όλες τις υπηρεσίες που ανέλαβε να εκτελέσει, αδιάφορα αν αυτές δεν χρησιμοποιηθούν για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία ή σε πταίσμα του εργαζομένου. Μπορεί, όμως να συμφωνηθεί έγκυρα, είτε ρητά είτε σιωπηρά, χρονικά μειωμένη απασχόληση του ναυτικού σε κάποια από τις περισσότερες εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει, με αντίστοιχη μείωση του μισθού που προσήκει στην εργασία αυτή να συνομολογηθεί δηλ. με τη σύμβαση ναυτολόγησης η λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης. Διάφορο είναι το θέμα που ρυθμίζεται με το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΙΝΔ, όπου η ενοχή για την κατανομή του μισθού των ελλειπόντων μελών του πληρώματος στους ναυτικούς, που επιβαρύνθηκαν με την εργασία τους, απορρέει, όχι από προϋπάρχουσα συμβατική δέσμευση των υπηρετούντων μελών του πληρώματος για την αναπλήρωση των ελλειπόντων, αλλ’ευθέως από το νόμο στην περίπτωση που η παραπάνω αναπλήρωση έγινε κατόπιν εντολής του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294, ΕφΠειρ 111/1992 ΕΝΔ 1992.513). Δηλαδή εάν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντιστοίχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993.239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 570/2006 ΕΝΔ 2006.359, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 300/1998 ΕΝΔ 1998.478, ΕφΠειρ 76/1998 ΕΝΔ 1998.482). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδαφ. β΄του ΚΙΝΔ (ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις) ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν (όπως το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΔΝΔ – Ν.Δ. 187/73 – διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 του ν.δ. 2651/53), το δε κύρος της σύμβασης αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997.433). Συνεπώς, σε περίπτωση εκτέλεσης κατά συμφωνία, καθηκόντων κάποιας ειδικότητας η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσης στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμιά επιρροή στο κύρος της σύμβασης, πολύ περισσότερο αφού και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001, ΜονΕφΠειρ 160/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 286/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 2013.220, ΕφΠειρ 541/2012 ΕλλΔνη 2013.1648, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝΔ 2010.385, ΕφΠειρ 97/2008 ΕΝΔ 2008.102, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, ΕφΠειρ 364/2005 ΕΝΔ 2005.348, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.132, ΕφΠειρ 642/2003 ΕΝΔ 2003.346, ΕφΠειρ 212/2002 ΕΝΔ 2002.200, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 2002.19). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 72 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ.2 εδαφ.β΄του ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης κατά το άρθρο 72 του ΚΙΝΔ ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδαφ. α΄του ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών. Ο τρόπος λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία οφείλεται αποζημίωση, αφού ο λόγος αυτός (κλείσιμο ναυτολογίου) δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ. 2 του ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ’άρθρο 72 του ΚΙΝΔ αποζημίωσης, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού. Η κατ’άρθρο 75 παρ.2 του ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, κατ’άρθρο 72 του ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 346/2011 ΕΝΔ 2011.271, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006.355). Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ’έκαστο μήνα ή κατ’επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 83, 84 παρ.1 και 8, 85, 88 παρ. 6, 89 και 90 του κωδικοποιημένου, με το π.δ.913/1978, νόμου 792/1978, όπως η παρ.7 του άρθρου 89 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν. 1085/1980 και η παρ. 7 προστέθηκε στο άρθρο 88 με το άρθρο 28 παρ. 3 του ίδιου νόμου (1085/1980), προκύπτει ότι οι πλοιοκτήτες έχουν υποχρέωση να καταβάλουν στο Ν.Α.Τ. την εισφορά των ναυτικών, παρακρατώντας την από τις αποδοχές τους κατά τον χρόνο καταβολής. Τα ποσά αυτά (εργοδοτικές εισφορές) δεν είναι καταβλητέα στον ασφαλισμένο ναυτικό, αλλά ανήκουν στο Ν.Α.Τ., υπέρ του οποίου και παρακρατούνται και, για το λόγο αυτό, ο ναυτικός δεν έχει άμεση αξίωση κατά του εργοδότη, προκειμένου να απαιτήσει τις εισφορές αυτές. Σε περίπτωση, όμως, μη ασφάλισης του εργαζόμενου ναυτικού από τον εργοδότη και ως εκ τούτου μη καταβολής στο Ν.Α.Τ. των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του α.ν. 86/1967 (άρθρ. 86 παρ. 7 π.δ. 913/1978), ο δε ναυτικός, για να απολαύσει το όφελος των εισφορών αυτών, θα πρέπει να τις καταβάλει ο ίδιος, με δικά του χρήματα, προσαυξημένες κατά 7% (άρθρ. 37 παρ. 13 του άνω κωδ. ν. 792/1978, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1711/1987), ή να εργασθεί μεταγενέστερα για ίσο χρόνο. Επομένως, οι εισφορές αυτές, με την παραπάνω μορφή, αποτελούν ζημία (ΑΚ 914) για το ναυτικό, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση από τον υπόχρεο για την αποκατάστασή της, όπως και αποζημίωση για την αποκατάσταση κάθε άλλη αιτιωδώς συνδεόμενης με το γεγονός ζημίας, αλλά και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης (βλ. σχετ. ΑΠ 675/2012 Α’ δημοσίευση Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: (α) Τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μαρτύρων του ………… και …………, οι οποίες δόθηκαν, ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……/8.5.2019 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……….) και περιέχονται στις υπ’αριθμ. …/13.5.2019 και …./13.5.2019 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς), σε συνδυασμό προς την από 3.5.2019 έγγραφη εξώδικη πρόσκληση του ενάγοντος προς την εναγόμενη, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας των ανωτέρω μαρτύρων, χωρίς το γεγονός ότι αυτοί τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, έχοντας ασκήσει εναντίον της άλλες, δικές τους αγωγές, με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), β) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της εναγομένης, μαρτύρων της ………… και .. …., οι οποίες δόθηκαν, ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………/6.5.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …….) και περιέχονται στις υπ’αριθμ. ………../13.5.2019 και ………./13.5.2019 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς), σε συνδυασμό προς την από 3.5.2019 έγγραφη εξώδικη πρόσκληση της εναγομένης προς τον ενάγοντα, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) επίσης σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας των ανωτέρω μαρτύρων και γ) το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός από την 23η.5.2003, με αριθμό ναυτικού φυλλαδίου …… της ΑΑε ναυτικής περιφέρειας, κάτοχος πτυχίου Θαλαμηπόλου Α΄τάξεως, εκδοθέντος την 22η.5.2012, με υπερδιετή θαλάσσια υπηρεσία. Η εναγόμενη είναι ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής του ν. 3182/2003, (Ν.Ε.Π.Α.), εδρεύουσα στην …… Αττικής, η οποία στις 12.4.2017 αγόρασε από την υπήκοο Ζάμπιας …………., αντί τιμήματος ποσού 800.000 ευρώ, το ακόμη τότε υπό σημαία Ιταλίας πλοίο αναψυχής με την ονομασία «Ζ», το οποίο ναυπηγήθηκε στην Ιταλία το έτος 2004, με υλικό κατασκευής ενισχυμένο πλαστικό, μηχανοκίνητο, διαστάσεων μήκους ολικού 29,60 μέτρων, μήκους νηολόγησης 27,46 μέτρων, πλάτους νηολόγησης 6,76 μέτρων και βάθους νηολόγησης 3,10 μέτρων. Το ανωτέρω σκάφος, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ………… και με αριθμό ΙΜΟ …., ολικής χωρητικότητας 147,68 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 86,14 κόρων, εγγράφηκε στο Νηολόγιο του Πειραιώς στις 9.5.2017, όπου επίσης καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα και το μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων σχετικό έγγραφο (Bill of Sale), στο οποίο περιλήφθηκε η συμφωνία τους περί πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους στην εναγόμενη, η οποία από και διά της ως άνω καταχώρισης κατέστη κυρία αυτού (άρθρο 6 του ΚΙΝΔ), και στις 9.6.2017 έλαβε άδεια (με αριθμ.πρωτ………../9.6.2017) επαγγελματικού πλοίου αναψυχής του ν.4256/2014. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων, με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε εγγράφως στις 7.6.2017 μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης, διαρκείας 12 μηνών, με αναδρομική ισχύ από 18.4.2017 [το σχετικώς συνταχθέν έγγραφο τιτλοφορείται ως «σύμβαση εργασίας του πληρώματος» («crew employment contract» στο αγγλικό πρωτότυπο κείμενο της σύμβασης»)], προσλήφθηκε στο ανωτέρω πλοίο, πλοιοκτησίας της αντισυμβαλλομένης και εργοδότριάς του, προκειμένου να συμμετάσχει ως μέλος του συγκροτημένου οργανικά πληρώματός του στους πλόες του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, με την επιπρόσθετη υποχρέωση, αναληφθείσα δυνάμει προφορικής συμφωνίας του με το νόμιμο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας, να ασκεί παράλληλα και τα καθήκοντα της ειδικότητας του ναυτόπαιδα, τα οποία αναφέρονται στο εν λόγω έγγραφο μεταξύ των λοιπών καθηκόντων του, και για τα οποία θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω, αντί συνολικών μηνιαίων καθαρών αποδοχών ποσού 2.000 ευρώ. Στο εν λόγω πλοίο από τις 18.4.2017, ήτοι σχεδόν αμέσως μετά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασής του κατά κυριότητα στην εναγόμενη, διενεργούντο οι απαραίτητες εργασίες, επισκευής, καθαρισμού, συντήρησης και ευπρεπισμού από τα μέλη των προσληφθέντων από την ανωτέρω εργατοτεχνικών συνεργείων και από τα σταδιακά προσληφθέντα στη συνέχεια και τυπικά διά της κατάρτισης έγγραφων συμβάσεων εργασίας μέλη του πληρώματός του, μεταξύ δε αυτών και από τον ενάγοντα, που είχε ήδη από τότε επιβιβασθεί σ’αυτό και αναλάβει καθήκοντα, επακολουθησάσης της υπογραφής της εργασιακής του σύμβασης, αναδρομικής ισχύος, ούτως ώστε το πλοίο, μετά το πέρας των απαιτουμένων εργασιών και αφού εγγραφεί σε Ελληνικό νηολόγιο και εφοδιασθεί ακολούθως με άδεια επαγγελματικού σκάφους αναψυχής του ν.4256/2014, όντας καθόλα αξιόπλοο, να αρχίσει να ναυλώνεται και να εκτελεί πλόες σε εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής του, όπως κατατέθηκε από το μάρτυρα της εναγομένης λογιστή της ………… στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς. Την ίδια χρονική περίοδο προσλήφθηκαν, επίσης δυνάμει γραπτής σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, ομοίως με αναδρομική ισχύ, και επίσης για χρονικό διάστημα ενός έτους από την εναγόμενη ως ναυτικοί, μέλη του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου της, πέραν του ενάγοντος, και οι καταθέσαντες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς σε ένορκες βεβαιώσεις τους μάρτυρές του ………. και …………., με την ειδικότητα του Πλοιάρχου και του Α΄Μηχανικού αντίστοιχα, στις 6.6.2017, αντί «κλειστού» μηνιαίου μισθού, αμφότεροι οι οποίοι επίσης, ο μεν ….. από τις 18.4.2017, ο δε …. από τις 25.4.2017 ήτοι σε προγενέστερο της κατάρτισης των εργασιακών τους συμβάσεων χρόνο, είχαν επιβιβασθεί στο πλοίο και ενώ σε αυτό εκτελούντο οι απαραίτητες για την έναρξη των πλόων του εργασίες κατά τα προεκτεθέντα και αναλάβει τα καθήκοντά τους, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του ενάγοντος. Η ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων, η οποία προηγήθηκε της ναυτολόγησης του ενάγοντος (που έλαβε χώρα στις 13.6.2017, όταν και “ανοίχθηκε” ναυτολόγιο, όπως θα αναφερθεί και κατωτέρω) και με την οποία ο τελευταίος ανέλαβε ουσιαστικά την υποχρέωση να επιβιβασθεί στο πλοίο και να ναυτολογηθεί μέσω του πλοιάρχου του ως μέλος του πληρώματός του, προκειμένου να εργασθεί για ένα έτος με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, συμμετέχοντας στους πλόες του, αποτελεί ιδιότυπη οριστική σύμβαση, που αποκαλείται «προσύμφωνο σύμβασης ναυτολόγησης», η οποία παράγει αποτελέσματα από την 18η.4.2017, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Το παρόν Δικαστήριο, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά καταλήγει στην κρίση ότι η ένδικη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων ήταν εξαρχής σύμβαση ναυτικής εργασίας, με την οποία ο ενάγων, έχοντας προσληφθεί από την εναγόμενη ως ναυτικός υπό τη στενή έννοια του όρου, όπως αυτή εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ανέλαβε την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου της ανωτέρω, υπό την έννοια της οργανικής ενότητας των εργαζομένων στο πλοίο αυτό για τον πλου του και να προσφέρει τις υπηρεσίες του για τις ανάγκες του πλοίου κατά τον πλου στην εκπλήρωση της ναυτικής του αποστολής, αντιμετωπίζοντας τους ίδιους θαλάσσιους κινδύνους, που η εκπλήρωση της αποστολής αυτής εκ των πραγμάτων συνεπάγεται, χωρίς ο προαναφερθείς χαρακτήρας της εργασιακής του σύμβασης να αναιρείται από το γεγονός ότι κατά το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 12.6.2017, κατά το οποίο απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης, αυτό δεν εκτελούσε πλόες, διότι παρέμενε προσωρινά παροπλισμένο και αργό στο λιμένα του Φλοίσβου Αττικής προς διενέργεια συγκεκριμένων εργασιών επισκευής, συντήρησης και καθαρισμού, έως το πέρας των εργασιών αυτών, ώστε να επαναρχίσει τους πλόες του, ενόψει και της προηγηθείσης αλλαγής του ιδιοκτησιακού του καθεστώτος και χωρίς εκ του ιδίου λόγου οι εντός του διαστήματος αυτού προσληφθέντες και υπηρετούντες στο πλοίο ως ναυτικοί να χάσουν την ιδιότητά τους αυτή. Ειδικότερα, η εν λόγω σύμβαση δεν απέβαλε το χαρακτήρα της ως σύμβασης ναυτικής εργασίας, όπως εξαρχής καταρτίσθηκε εγγράφως, ούτε μεταλλάχθηκε σε σύμβαση χερσαίας εργασίας κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν αγκυροβολημένο και προσδεδεμένο για τις απαιτούμενες εργασίες, προκειμένου να συνεχίσει μετά το πέρας αυτών τους πλόες του, και αφού προηγουμένως θα είχε εγγραφεί σε Ελληνικό νηολόγιο και εφοδιασθεί με άδεια επαγγελματικού σκάφους αναψυχής και κατά το οποίο ο ενάγων, μαζί με τους λοιπούς ναυτικούς, που απάρτιζαν το ελάχιστο απαιτούμενο, όχι μόνον για προσωρινά ακινητοποιημένο προς επισκευή πλοίο, αλλά και για την εκτέλεση πλόων, συγκροτημένο πλήρωμά του, εργαζόταν σ’αυτό ως μέλος του εν λόγω πληρώματος, ασκώντας τα καθήκοντά του, καθ’όλο το χρονικό αυτό διάστημα, όπως ίχαν διαμορφωθεί ενόψει της προσωρινής ακινητοποίησης του σκάφους, όντας, όμως, σε ετοιμότητα, ούτως ώστε, μετά το πέρας των εργασιών, την εκτέλεση των οποίων και ανέμενε, αγνοώντας το χρόνο της ολοκλήρωσής τους, να συμμετάσχει στους τουριστικούς του πλόες, όταν θα αποφάσιζε η νέα πλοιοκτήτρια να αρχίσει να το εκναυλώνει, σύμφωνα με τη σχετική υποχρέωση, την οποία είχε αναλάβει με βάση την ένδικη σύμβαση εργασίας του. Επομένως, προσληφθείς για να παράσχει υπηρεσίες στο πλοίο ως μέλος του συγκροτημένου πληρώματός του, έστω και αν το πλοίο κατά το επίδικο διάστημα δεν εκτελούσε πλόες και δεν αντιμετώπιζε θαλάσσιους κινδύνους, θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του και για το διάστημα αυτό έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας. Ουδόλως αποδείχθηκε το αντίθετο ότι δηλαδή προσλήφθηκε από την εναγόμενη για να απασχοληθεί σε παροπλισμένο πλοίο, ειδικά και αποκλειστικά για όσο χρόνο θα ήταν αυτό προσδεδεμένο για επισκευές, καθαρισμό και συντήρηση και μόνον και να απολυθεί στη συνέχεια μετά το πέρας αυτών, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν συνάγεται κάτι τέτοιο, πολλώ δε μάλλον από το περιεχόμενο της ίδιας της εργασιακής του σύμβασης, στην οποία μάλιστα τα μέρη προσέδωσαν και αναδρομική ισχύ, αλλά για να συμμετάσχει στους πλόες του ως μέλος του πληρώματός του, όταν αυτό θα καθίστατο δυνατό με το πέρας των απαιτουμένων εργασιών και την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την εγγραφή του σε ελληνικό νηολόγιο και τον εφοδιασμό του με άδεια επαγγελματικού σκάφους αναψυχής, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή στο χαρακτήρα της ως άνω σύμβασης ως ναυτικής και κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα το γεγονός ότι δεν παρείχε κατά το διάστημα αυτό αμιγώς ναυτική εργασία, ή το ότι δεν είχε ακόμη ναυτολογηθεί, ή εγγραφεί στο ναυτολόγιο του πλοίου, ή ασφαλισθεί στο Ν.Α.Τ., καθόσον είχε στην πραγματικότητα σε προγενέστερο της ναυτολόγησής του χρόνο προσληφθεί ως ναυτικός και ως μέλος του πληρώματος του πλοίου, επιβιβασθεί και αναλάβει καθήκοντα, ή ότι το πλοίο δε διέθετε ακόμη τότε ναυτολόγιο, ή δεν είχε εγγραφεί σε ελληνικό νηολόγιο, όπερ έλαβε χώρα στις 9.5.2017, κατά τα προεκτεθέντα, ούτε βέβαια το ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η εναγόμενη κατέβαλε σ’αυτόν ως αντάλλαγμα για την παρασχεθείσα εργασία του διάφορα χρηματικά ποσά διά της κατάθεσης στον τραπεζικό του λογαριασμό με την αναγραφείσα αιτιολογία “επισκευές του σκάφους” (“boat repairs”). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 12.6.2017, που προηγήθηκε της ναυτολόγησής του, δεν παρείχε ναυτική εργασία στο πλοίο της εναγομένης, αλλά παρείχε τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς χερσαίας εργασίας, με αποτέλεσμα να απορριφθεί και για το λόγο αυτό το κονδύλιο της αγωγής, που αφορούσε σε διαφορά νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών, να γίνει εν μέρει βάσιμο το κονδύλιο του αντιτίμου τροφής και να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα τα κονδύλια της περιουσιακής ζημίας του και της χρηματικής του ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της μη απόδοσης από την εναγόμενη στο Ν.Α.Τ. των παρακρατηθεισών από τις αποδοχές του ασφαλιστικών του εισφορών για το διάστημα αυτό, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, παρά τα αναφερόμενα στην εργασιακή του σύμβαση, ότι δηλαδή προσλαμβάνεται προκειμένου να εργασθεί στο σκάφος της εναγομένης ως θαλαμηπόλος, στην πραγματικότητα, κατόπιν προφορικής συμφωνίας του με το νόμιμο εκπρόσωπο της αντιδίκου του, ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελεί στο πλοίο παράλληλα και καθήκοντα ναυτόπαιδα, ειδικότητα με την οποία και ναυτολογήθηκε τελικά στο Φλοίσβο Αττικής στις 13.6.20167 από τον πλοίαρχο του πλοίου και εγγράφηκε στο ναυτολόγιο (βλ. σχετ. την αντίστοιχη καταχώριση στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου και στο ναυτολόγιο, καθώς και το επίσης προσκομιζόμενο αντίγραφο από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου της συγκεκριμένης ημερομηνίας, στο οποίο επίσης καταχωρήθηκε το γεγονός της ναυτολόγησης του ενάγοντος με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, όπως και οι ναυτολογήσεις των έτερων δύο ναυτικών ….. και ….. με την ειδικότητα του πλοιάρχου και του Α΄μηχανικού αντίστοιχα), με την επισήμανση ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο η ναυτολόγηση του ενάγοντος με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα και όχι του θαλαμηπόλου, με την οποία και αναγράφηκε στη σύμβαση εργασίας του ότι προσλήφθηκε, αποτελούσε αυθαίρετη ενέργεια του φίλου του πλοιάρχου ………, που έλαβε χώρα εν κρυπτώ και εν αγνοία της, με το επιπρόσθετο επιχείρημα ότι τέτοια ειδικότητα δεν προβλέπεται στην οργανική σύνθεση του πλοίου, δεν κρίνεται πειστικός, δηλαδή να ναυτολογεί ο πλοίαρχος ενός πλοίου ναυτικούς με την ειδικότητα της επιλογής του κατά το δοκούν, άνευ προηγούμενης συνεννόησης με την πλοιοκτήτρια, και δεν υιοθετείται από το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ούτε η ειδικότητα του θαλαμηπόλου προβλέπεται στην οργανική σύνθεση του συγκεκριμένου πλοίου. Πέραν των προεκτεθέντων, η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου, ότι δηλαδή ο ενάγων προσλήφθηκε για να εργασθεί στο πλοίο της εναγομένης και με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, τα καθήκοντα της οποίας και πράγματι άσκησε διαρκούσης της εργασιακής του σχέσης, όπως θα αναφερθεί αναλυτικά κατωτέρω, επιρρωνύεται και από την περιγραφή των καθηκόντων του στη σύμβαση εργασίας του, σύμφωνα με την οποία στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων ”…βάρδιες γέφυρας, βάρδιες λιμένων, βάρδιες άγκυρας…χειρωνακτικές εργασίες καθαρισμού, προετοιμασίας, βαψίματος, επισκευών και διατήρηρης σε καλή κατάσταση όλων των επιφανειών και του εξοπλισμού” (εννοείται του πλοίου), τα οποία προφανώς προσιδιάζουν στην ειδικότητα του ναυτόπαιδα, με την οποία και ναυτολογήθηκε και όχι σε αυτήν του θαλαμηπόλου. Αποδείχθηκε επίσης ότι συμφωνήθηκε με την εναγόμενη να διέπεται η εργασιακή του σύμβαση κατά τα λοιπά ως προς τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του στο πλοίο της με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και του ναυτόπαιδα από την ισχύουσα κατά την πρόσληψή του ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του αυτού έτους, άλλως από τη συναφθησόμενη εντός του ιδίου έτους, με αναδρομική στην περίπτωση αυτή ισχύ, άλλως από την τελευταία κυρωθείσα αντίστοιχη ΣΣΝΕ, ακόμη και εάν η ισχύς της είχε λήξει, όπως εγκύρως δύναται να συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου με βάση τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Στην κρίση αυτή το Δικαστήριο καταλήγει λαμβάνοντας υπόψη, όχι μόνον τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, οι οποίοι προσλήφθηκαν ως ναυτικοί στο ίδιο πλοίο την αυτή χρονική περίοδο και ναυτολογήθηκαν την ίδια ημέρα και οι οποίοι αναφέρουν ότι, και όσον αφορά τους ίδιους, συμφωνήθηκε η εφαρμογή στις εργασιακές τους συμβάσεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, αλλά και τους μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας του της επίδικης χρονικής περιόδου, οι οποίοι συντάχθηκαν σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία και στους οποίους αναφέρεται ως εφαρμοστέα σύμβαση για τον υπολογισμό των αποδοχών του η ανωτέρω, όπως και στους αντίστοιχους λογαριασμούς μισθοδοσίας των έτερων δύο ναυτικών, ενώ το επιχείρημα της εναγομένης (η οποία διατείνεται ότι επί του πλοίου της, που τυγχάνει επαγγελματικό τουριστικό σκάφος του ν.4256/2014 τυγχάνουν καταρχήν εφαρμογής οι ΣΣΝΕ για τα πληρώματα αυτής της κατηγορίας σκαφών, και όχι οι ΣΣΝΕ των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, καθώς το σκάφος της δεν υπάγεται σε αυτή την κατηγορία, ούτε η ίδια είναι μέλος της επαγγελματικής ένωσης, που συμβάλλεται στην κατάρτιση των ΣΣΝΕ των πλοίων της συγκεκριμένη κατηγορίας, πλην όμως τέτοια ΣΣΝΕ – για τα σκάφη αναψυχής του ν.4256/2014, δεν ήταν σε ισχύ κατά την πρόσληψη του ενάγοντος εντός του έτους 2017, αφού η ισχύς της τελευταίας του έτους 2011 είχε λήξει) πως η εν λόγω αναγραφή υπαγορεύθηκε από λογιστικούς και μόνον λόγους, προκειμένου να υπολογίζονται κάθε μήνα οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές των ναυτικών του πλοίου της, κατά τρόπον ώστε να εμφαίνεται ως καταβλητέος ο συμφωνηθείς μαζί τους “κλειστός” μηνιαίος μισθός, προς τούτο δε ο ενάγων αναφέρεται σ’αυτούς ως “αξιωματικός”, δηλαδή με μία ιδιότητα άσχετη με τη δική του ειδικότητα, ούτως ώστε οι κρατήσεις του να υπολογίζονται με βάση τις προβλεπόμενες αποδοχές του υποπλοιάρχου, δεν κρίνεται πειστικός, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, όπως αναφέρθηκε, τέτοια αναγραφή εμφαίνεται και στους μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας των …. και ….., που προσλήφθηκαν με την ειδικότητα του πλοιάρχου και του Α΄μηχανικού αντίστοιχα. Εξάλλου η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι στη σύμβαση του ενάγοντος δεν είχε συμφωνηθεί η εφαρμογή συγκεκριμένης συλλογικής σύμβασης ελλείψει σχετικής αναγραφής στο σχετικώς συνταχθέν έγγραφο, πλην όμως τούτο αναιρείται τόσο από το ναυτικό του φυλλάδιο, στο οποίο κατά τη ναυτολόγησή του στις 13.6.2017 παραπλεύρως της λέξης μισθός αναγράφονται τα αρχικά “ΣΣ”, όπερ σημαίνει κατά τα ειωθότα στις ναυτολογήσεις των ναυτικών “Συλλογική Σύμβαση”, δηλαδή παραπέμπει στην εφαρμογή της προσήκουσας στην προκείμενη περίπτωση συλλογικής σύμβασης, που συνήθως δεν καθορίζεται ρητά, αλλά μπορεί ευχερώς να προσδιορισθεί με βάση το είδος του πλοίου, στο οποίο ναυτολογείται ο ναυτικός, όσο και από το ναυτολόγιο του πλοίου, στο οποίο επίσης και στη στήλη “Συνολικός μηνιαίος μισθός” αναγράφονται τα κεφαλαία γράμματα “ΣΣ”, με την επισήμανση ότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, η συμφωνία των μερών περί εφαρμογής συγκεκριμένης ΣΣΝΕ στην ατομική σύμβαση εργασίας του εργαζομένου, σε περίπτωση που δεν αποτυπώθηκε στο έγγραφο της ατομικής του συμφωνίας, μπορεί να προκύψει με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην εγκυρότητα της συμφωνίας αυτής των διαδίκων η υπαγωγή ή μη του πλοίου της εναγομένης στην κατηγορία των Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, ούτε το εάν η ανωτέρω είναι ή όχι μέλος της επαγγελματικής ένωσης, που συμβάλλεται κατά την κατάρτιση κάθε φορά της αντίστοιχης ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των πλοίων της συγκεκριμένης κατηγορίας, διότι, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, εγκύρως μπορεί να συμφωνηθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου η εφαρμογή στη σύμβαση εργασίας του τελευταίου οποιασδήποτε ΣΣΕ, δηλαδή ακόμη και αυτής, που καλύπτει άλλη κατηγορία εργαζομένων και στην περίπτωση της ναυτικής εργασίας, που αφορά στα μέλη πληρωμάτων άλλης κατηγορίας πλοίων. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν αναιρείται η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της ανωτέρω συμφωνίας των διαδίκων επί της εφαρμοστέας στην εργασιακή του σύμβαση προαναφερθείσας ΣΣΝΕ ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι το πλοίο της εναγομένης ως επαγγελματικό τουριστικό σκάφος αναψυχής του ν.4256/2014 δεν υπάγεται στην κατηγορία των Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων και ότι η εναγόμενη δεν αποτελεί μέλος της επαγγελματικής οργάνωσης, που συμβάλλεται κάθε φορά στην κατάρτιση ΣΣΝΕ για την ανωτέρω κατηγορία πλοίων, δηλαδή στο Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, αλλά στην Ένωση Πλοιοκτητών Ελληνικών Σκαφών Τουρισμού (ΕΠΕΣΤ), εκπρόσωπος της οποίας υπέγραψε το έτος 2011 τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Επαγγελματικών Σκαφών του ν.2743/1999 (νόμος αντικατασταθείς στη συνέχεια με το ν.4526/2014), όπως είναι και το δικό της, η ισχύς της οποίας κατά την πρόσληψη του ενάγοντος το έτος 2017 είχε λήξει. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του δύναται να λυθεί προ της συμφωνηθείσης χρονικής της διάρκειας διά καταγγελίας της εναγομένης, προηγηθείσης σχετικής έγγραφης ειδοποίησής του προ μηνός τουλάχιστον. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης, ασκώντας τα καθήκοντα του θαλαμηπόλου και του ναυτόπαιδα, όπως αναλυτικά θα αναφερθεί κατωτέρω, μέχρι και τις 23.10.2017, όταν και αποναυτολογήθηκε στο Φλοίσβο Αττικής «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου του πλοίου. Ακολούθως με έγγραφη σύμβαση ορισμένου χρόνου που (ο ενάγων) συνήψε με την εναγόμενη στις 15.3.2018, προσλήφθηκε για χρονικό διάστημα 12 μηνών, με συμφωνηθείσα ισχύ της σύμβασής του αναδρομικά από την 1η.3.2018, προκειμένου να εργασθεί στο ίδιο πλοίο, υπό τους αυτούς ακριβώς όρους και συνθήκες, υπό τους οποίους είχε συμφωνηθεί να εργασθεί και κατά το προηγούμενο έτος, αντί μηνιαίου μισθού, επίσης ποσού 2.000 ευρώ, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο υπογραφέν έγγραφο, αλλά στην πραγματικότητα και ως ναυτόπαις, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων του …. και ….., που επίσης επαναπροσλήφθηκαν στο ως άνω πλοίο την ίδια περίοδο με τις αυτές ειδικότητες ομοίως για ένα (1) έτος και από την περιγραφή των καθηκόντων του στην ατομική σύμβαση εργασίας του, που διατυπώθηκαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως και στην προηγούμενη σύμβασή του, της εργασιακής του σχέσης διεπομένης κατά τα λοιπά ως προς τις αποδοχές και τους όρους παροχής της εργασίας του από την ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Μεσογειακών και των Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους της πρόσληψής του με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία επί της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, οι οποίοι τοιουτοτρόπως κατέστησαν περιεχόμενο της ατομικής του σύμβασης και απέκτησαν συμβατική δύναμη κατά τα προεκτεθέντα (βλ. περί αυτού τις καταθέσεις των μαρτύρων ….. και ….. και τους μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος του χρονικού διαστήματος της δεύτερης ναυτολόγησής του, στους οποίους έχει επίσης αναγραφεί η εν λόγω ΣΣΝΕ, ενώ τα αρχικά «ΣΣ», χωρίς προσδιορισμό συγκεκριμένης ΣΣΝΕ τέθηκαν και πάλι στο ναυτικό του φυλλάδιο κατά τη ναυτολόγησή του). Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο στις 6.3.2018 στο Φλοίσβο Αττικής και πάλι με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, και όχι του θαλαμηπόλου, που αναγράφεται στην ατομική σύμβαση εργασίας του, όπερ αποδυναμώνει έτι περαιτέρω τον σε κάθε περίπτωση αβάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης ότι η ναυτολόγησή του με τη συγκεκριμένη ειδικότητα αποτέλεσε αυθαίρετη ενέργεια του πλοιάρχου του πλοίου της, που έλαβε χώρα εν αγνοία της, χωρίς να εξηγείται πειστικά ο λόγος μίας τέτοιας αυτόβουλης και μονομερούς ενέργειας εκ μέρους του τελευταίου και μάλιστα για δεύτερη φορά, και απασχολήθηκε έκτοτε σ’αυτό συνεχώς, ασκώντας τα καθήκοντα αμφοτέρων των ανωτέρω ειδικοτήτων, όταν το πλοίο εκτελούσε πλόες σε εκτέλεση συμβάσεων ναύλωσης, αλλά και όταν παρέμενε ελλιμενισμένο, μέχρι και τις 19.10.2018, οπότε και απολύθηκε με αιτιολογία «κλείσιμο ναυτολογίου». Ο τρόπος αυτός λύσης της σύμβασης ναυτολόγησής του συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης, μη οφειλόμενη σε παράπτωμα του ενάγοντος, αφού ο λόγος αυτός (κλείσιμο ναυτολογίου) δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ’άρθρο 72 του ΚΙΝΔ αποζημίωσης, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, και μάλιστα καταγγελία σε χρόνο προγενέστερο της συμφωνηθείσης χρονικής διάρκειας ισχύος της εργασιακής του σύμβασης, χωρίς η εναγόμενη να τον προειδοποιήσει εγγράφως περί της επικείμενης απόλυσής του τουλάχιστον ένα μήνα ενωρίτερα, όπως υποχρεούτο με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια των ανωτέρω εργασιακών του συμβάσεων απασχολήθηκε στο πλοίο της εναγομένης, είτε αυτό εκτελούσε πλόες, είτε όχι, ασκώντας παράλληλα τα καθήκοντα του θαλαμηπόλου και του ναυτόπαιδα, όπως προκύπτει ιδίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων του …. και ….., οι οποίοι, ναυτολογημένοι στο ίδιο πλοίο κατά τις αυτές χρονικές περιόδους, έχουν ίδιαν αντίληψη περί των συνθηκών παροχής της εργασίας του εν γένει, όντας σε ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου όλες τις υπηρεσίες που ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει. Συγκεκριμένα, ως ο μοναδικός θαλαμηπόλος του πλοίου της εναγομένης, το οποίο ήταν σκάφος αναψυχής και προσέφερε στους επιβάτες, διαρκούσης της εκάστοτε ναύλωσης, υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, προσιδιάζουσες σε αυτές ενός ξενοδοχείου πολυτελείας, ήταν επιφορτισμένος με την προετοιμασία, τη συντήρηση, τον ευπρεπισμό και τον καθαρισμό των κοιτωνίσκων (καμπινών) των επιβατών και την αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων τους, με την υποδοχή τους κατά την επιβίβασή τους στο πλοίο, τη συνοδεία τους στις καμπίνες τους και τη μεταφορά των αποσκευών και των προσωπικών τους αντικειμένων κατά την επιβίβαση και την αποβίβαση, με την αδιάλειπτη εξυπηρέτηση των αναγκών τους και την παροχή σ’αυτούς κάθε δυνατής περιποίησης, φροντίδας και άνεσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους και την άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των πάσης φύσης προβλημάτων τους, έχοντας τεθεί προθύμως και ανελλιπώς στη διάθεσή τους για την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας τους, με το σερβίρισμα των γευμάτων τους (πρωϊνού, μεσημεριανού και δείπνου) και των εδεσμάτων, αλκοολούχων ποτών ή αναψυκτικών τυχόν ζητούσαν να λάβουν εκτός γευμάτων, σύμφωνα με τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας, προετοιμάζοντας και καθαρίζοντας τα τραπέζια προ και μετά από κάθε γεύμα, ενώ επιπροσθέτως τα καθήκοντά του ως θαλαμηπόλου περιελάμβαναν την καθαριότητα όλων των εσωτερικών χώρων του πλοίου, της καμπίνας του πλοιάρχου συμπεριλαμβανομένης, την τροφοδοσία του πλοίου και τον εξοπλισμό του με τα απαραίτητα εφόδια, καθώς και, όπως είχε συμφωνηθεί κατά την πρόσληψή του, την εποπτεία και την επίβλεψη της εμφάνισης και της απόδοσης του αλλοδαπού υπηκόου ……….., ο οποίος, αν και δεν είχε ναυτολογηθεί, παρείχε υπηρεσίες ναυτόπαιδα και επιπροσθέτως συνέδραμε τον ενάγοντα στις εργασίες καθαρισμού των εσωτερικών χώρων του πλοίου. Παράλληλα, όμως, ασκούσε, κατόπιν ειδικής συμφωνίας του με την εναγόμενη κατά την πρόσληψή του σε αμφότερες τις εργασιακές του συμβάσεις, σε σταθερή βάση και όχι περιστασιακά και τα καθήκοντα του ναυτόπαιδα, ειδικότητα, με την οποία εξάλλου και είχε ναυτολογηθεί. Πλέον συγκεκριμένα συμμετείχε, μαζί με τον ανωτέρω αλλοδαπό υπήκοο, κατά τον απόπλου και τον κατάπλου του πλοίου στις εργασίες πρόσδεσης, απόδεσης και αγκυροβολίας του, στην ανέλκυση και καθέλκυση του βοηθητικού φουσκωτού σκάφους, καθώς και στις εργασίες γενικού καθαρισμού στα καταστρώματα του πλοίου και στα ενδιαιτήματα των μελών του πληρώματός του, όπως και στις εργασίες συντήρησης αυτού και του εξαρτισμού του. Επομένως, άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία, δικαιούται να λάβει πλήρεις τις συμφωνηθείσες αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, όπως προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύσασα κατά τις ναυτολογήσεις του ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Μεσογειακών και των Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, που τυγχάνει εφαρμοστέα επί αμφοτέρων των εργασιακών του συμβάσεων με βάση σχετική συμφωνία του με την εργοδότριά του κατά τα προεκτεθέντα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης αποκλειστικά και μόνον ως θαλαμηπόλος, καθώς και ότι η δεύτερη κατά σειράν σύμβαση εργασίας του διέπεται από τη ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων των Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν.4256/2014 των ετών 2018 – 2019, ενώ η πρώτη σύμβασή του από τους όρους της μεταξύ του ιδίου και της ενάγουσας σχετικής συμφωνίας διότι δεν υφίστατο κατά την πρόσληψή του τέτοια ΣΣΝΕ για τους ναυτικούς της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων εν ισχύ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με το αντίστοιχο σκέλος των πρώτου και τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα της πρώτης σύμβασης εργασίας του από την 1η.4.2017 έως και την 23η.10.2017 καθορίζονται για αμφότερες τις ειδικότητες, τα καθήκοντα των οποίων άσκησε, με βάση τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που υπογράφηκε στις 17.8.2017, κυρώθηκε στις 27.10.2017, με την υπ’ αριθμ. 2242.5-2242.5-1.10/77509/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 4006) στις 17.11.2017 και εφαρμόζεται εν προκειμένω αναδρομικά με βάση τη σχετική συμφωνία των διαδίκων. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2017 ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίσθηκε σε 1.047,10 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε 230,36 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 21,24 ευρώ και οι αποδοχές της αδείας, συνιστάμενες σε 8 ημερομίσθια μετά του ημερησίου αντιτίμου τροφής, σε 591,97 ευρώ (1277,46 ευρώ : 22 + 15,93 το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 8 ημέρες = 591,97 ευρώ), το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 7,57 ευρώ και σε 9,08 αντίστοιχα. Επομένως, οι ελάχιστες συνολικές μηνιαίες αποδοχές του θαλαμηπόλου καθορίσθηκαν στο ποσό των 1.890,67 ευρώ. Περαιτέρω, με βάση την ίδια ΣΣΝΕ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ναυτόπαιδα ορίσθηκε σε 708,11 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε 155,78 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 21,24 ευρώ και οι μηνιαίες αποδοχές της αδείας, συνιστάμενες ειδικότερα σε 8 ημερομίσθια (του ημερησίου αντιτίμου τροφής μη συνυπολογιζομένου, καθώς σε περίπτωση που ο ναυτικός ασχολείται παράλληλα σε περισσότερες της μίας ειδικότητες επί του πλοίου το αντίτιμο τροφής για τον υπολογισμό της άδειας θα υπολογιστεί στη μία ειδικότητα (βλ. σχετ. Ι. Κοροντζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, σελ 227, παρ. 459 και επίσης ΕφΠειρ 286/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΑΥΤΔ 2003.133) σε 314,14 ευρώ (863,89 ευρώ : 22 Χ 8 ημέρες = 314,14 ευρώ). Επομένως, οι ελάχιστες συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ναυτόπαιδα καθορίσθηκαν στο ποσό των 1.199,27 ευρώ και συνολικά και για τις δύο ειδικότητες οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο ποσό των 3.089,94 ευρώ (1.890,67 + 1.999,27), υπολείπονται, άρα, του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού των 2.000 ευρώ. Συνεπώς, για το χρονικό διάστημα της πρώτης σύμβασης εργασίας του ενάγοντος στο σκάφος της εναγομένης από την 25η.4.2017, όπως ζητείται με την αγωγή, έως και την 23η.10.2017, των 5 μηνών και των 29 ημερών, άλλως των 182 ημερών, άλλως των 6,06 μηνών, οι ελάχιστες νόμιμες συνολικές αποδοχές του για αμφότερες τις ειδικότητες ανήλθαν στο ποσό των 18.725,03 ευρώ (3.089,94 Χ 6,06 μήνες). Αποδείχθηκε επίσης ότι οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα της δεύτερης σύμβασης εργασίας του στο ίδιο σκάφος αναψυχής από την 1η.3.2018 έως και την 19η.10.2018 καθορίζονται για αμφότερες τις ειδικότητες, τα καθήκοντα των οποίων άσκησε, με βάση τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, που υπογράφηκε στις 17.8.2017, κυρώθηκε στις 2.11.2018, με την υπ’ αριθμ. 2242.5-2242.5-1.10/81307/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 5124) στις 15.11.2018 και εφαρμόζεται εν προκειμένω αναδρομικά επί της εργασιακής του σχέσης με βάση τη σχετική συμφωνία των διαδίκων. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2018 ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίσθηκε σε 1.068,04 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε 234,97 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 21,66 ευρώ και οι αποδοχές της αδείας, συνιστάμενες σε 8 ημερομίσθια μετά του ημερησίου αντιτίμου τροφής, σε 603,82 ευρώ (1.303,01 ευρώ : 22 + 16,25 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 8 ημέρες = 603,82 ευρώ), το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 7,71 ευρώ και σε 9,26 ευρώ αντίστοιχα. Επομένως, οι ελάχιστες συνολικές μηνιαίες αποδοχές του θαλαμηπόλου καθορίσθηκαν στο ποσό των 1.928,49 ευρώ. Περαιτέρω, με βάση την ίδια ΣΣΝΕ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ναυτόπαιδα ορίσθηκε σε 722,27 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε 158,90 ευρώ, το μηνιαίο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 21,66 ευρώ και οι μηνιαίες αποδοχές της αδείας, συνιστάμενες ειδικότερα σε 8 ημερομίσθια (του ημερησίου αντιτίμου τροφής μη συνυπολογιζομένου κατά τα προεκτεθέντα) σε 320,42 ευρώ (881,17 ευρώ : 22 Χ 8 ημέρες = 320,42 ευρώ). Επομένως, οι ελάχιστες συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ναυτόπαιδα καθορίσθηκαν στο ποσό των 1.223,25 ευρώ και συνολικά και για τις δύο ειδικότητες οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο ποσό των 3.151,74 ευρώ (1.928,49 ευρώ + 1.223,25 ευρώ), υπολείπονται, άρα, του συμφωνηθέντος “κλειστού” μηνιαίου μισθού των 2.000 ευρώ. Συνεπώς, για το χρονικό διάστημα της δεύτερης σύμβασης εργασίας του ενάγοντος στο σκάφος της εναγομένης από την 1η.3.2018 έως και την 19η.10.2018, των 7 μηνών και 19 ημερών, άλλως των 233 ημερών, άλλως των 7,76 μηνών, οι ελάχιστες συνολικές αποδοχές του για αμφότερες τις ειδικότητες ανήλθαν στο ποσό των 24.457,50 ευρώ (3.151,74 ευρώ Χ 7,76 μήνες). Επομένως, οι συνολικές ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος για τα χρονικά διαστήματα από 25.4.2017 έως 23.10.2017 και από 1.3.2018 έως 19.10.2018, κατά τα οποία εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης με αμφότερες τις ειδικότητες, ανέρχονται στο ποσό των 43.182,53 ευρώ (18.725,03 + 24.457,50), έναντι του οποίου έχει εισπράξει, όπως καθ’υποφοράν αναφέρει στο αγωγικό δικόγραφο, το συνολικό ποσό των 35.130,43 ευρώ, όπερ δεν αμφισβητεί η εναγόμενη, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 8.052,10 ευρώ, πλην όμως θα του επιδικασθεί το αιτούμενο για την αιτία αυτή (μικρότερο) ποσό των 2.834,79 ευρώ, το οποίο και πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει η εναγόμενη, με την επισήμανση ότι εν προκειμένω οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές αμφοτέρων των ειδικοτήτων του είναι μεγαλύτερες από το συμφωνηθέντα κατά τις προσλήψεις του «κλειστό» μισθό, με αποτέλεσμα να δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το υπό στοιχεία 1 κονδύλιο, που αφορά στη διαφορά μεταξύ των νομίμων και των καταβληθεισών αποδοχών του ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το σχετικό σκέλος των πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγων της έφεσής του. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τη διάρκεια των εργασιακών του συμβάσεων παρείχετο στον ενάγοντα τροφή σε είδος μόνον κατά τα χρονικά διαστήματα, που παρατίθενται στο δικόγραφο, 88 συνολικά ημερών, κατά τα οποία το πλοίο ήταν ναυλωμένο και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη (αναφέρονται άλλωστε και στο προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα με αριθμ.σχετ.10 ειδικό έντυπο πληροφοριακών στοιχείων επαγγελματικού πλοίου αναψυχής του Α΄Λ/Τ Φλοίσβου), ενώ κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, ήτοι επί 332 ημέρες, δεν χορηγείτο στους ναυτικούς του σκάφους παρασκευασμένη τροφή, όπως αμφότεροι οι μάρτυρες …. και …… κατέθεσαν, με αποτέλεσμα να δικαιούται να λάβει το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 των εν προκειμένω εφαρμοστέων ΣΣΝΕ ημεσήσιο αντίτιμο τροφής. Ειδικότερα για χρονικό διάστημα 138 ημερών, το οποίο περιλαμβάνεται στην πρώτη σύμβαση εργασίας του και κατά το οποίο το πλοίο δεν ήταν ναυλωμένο, ο ενάγων δικαιούται ως ημερήσιο αντίτιμο τροφής το ποσό των 15,93 ευρώ, που προβλέπεται στο άρθρο 3 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ του έτους 2017 για κάθε μία ειδικότητα, τα καθήκοντα της οποίας εκτέλεσε, ήτοι το ποσό των 31,86 ευρώ (15,93 ευρώ Χ 2) και συνολικά το ποσό των 4.396,68 ευρώ (31,86 ευρώ Χ 138 ημέρες, βλ. επίσης περί του ότι στην περίπτωση που ο ναυτικός εκτελεί τα καθήκοντα περισσότερων της μίας ειδικοτήτων, άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία δικαιούται να λάβει πλήρεις τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές, του αντιτίμου τροφής συμπεριλαμβανομένου σ’αυτές ΕφΠειρ 443/1988 ΕΝΑΥΤΔ 1989.187). Περαιτέρω για χρονικό διάστημα 191 ημερών, το οποίο περιλαμβάνεται στη δεύτερη σύμβαση εργασίας του και κατά το οποίο επίσης το πλοίο δεν ήταν ναυλωμένο, ο ενάγων δικαιούται ως ημερήσιο αντίτιμο τροφής το ποσό των 16,25 ευρώ, που προβλέπεται στο άρθρο 3 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ του έτους 2018 για κάθε μία ειδικότητα, ήτοι το ποσό των 32,50 ευρώ (16,25 ευρώ Χ 2) και συνολικά το ποσό των 6.207,50 ευρώ (32,50 ευρώ Χ 191 ημέρες). Συνολικά, επομένως, για την ανωτέρω αιτία, δικαιούται το ποσό των 10.604,18 ευρώ (4.396,68 ευρώ + 6.207,50 ευρώ), εκ των οποίων θα του επιδικασθεί το ποσό των 10.577,52 ευρώ, όπως ζητείται με την αγωγή και όχι πλέον του αιτηθέντος, το οποίο και θα πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή το μικρότερο ποσό των 2.865 ευρώ, υπολογίζοντας αυτό με βάση τη ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν.4256/2014 των ετών 2018 – 2019 και μόνον για τις 191 ημέρες του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του εντός του έτους 2018 και για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν αποδεικνύει καταβολές στον ενάγοντα για την αιτία αυτή (ούτε προκύπτει το αντίθετο από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας του), ενώ ο ισχυρισμός της περί καταλογισμού του αιτουμένου ποσού του αντιτίμου τροφής στον υψηλότερο των νομίμων αποδοχών του “κλειστό” μηνιαίο μισθό που ελάμβανε, είτε σχετική συμφωνία τους είχε περιληφθεί στις εργασιακές του συμβάσεις, είτε όχι, απορριπτέος τυγχάνει σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμος, διότι εν προκειμένω ο συμφωνηθείς “κλειστός” μηνιαίος μισθός του υπολείπεται των ελάχιστων νομίμων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές προσδιορίσθηκαν ανωτέρω με βάση τις κριθείσες ως εφαρμοστέες ΣΣΝΕ, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον υπό στοιχεία Γ λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 § 1 των ως άνω εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς κάθε ειδικότητας ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 α΄ για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε στη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 β΄ το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 13 για τις Κυριακές που διανύονται εν πλω και στο λιμάνι, η υπό της παραγρ. 1 του άρθρου 5 προβλεπόμενη ιδιαίτερη αμοιβή αφορά την μέχρις οκτώ (8) ωρών κατά Κυριακή εργασία. Περαιτέρω στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ ορίζεται ότι: “1… 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: To ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 9 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες…”. Επομένως, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρο 10 των ανωτέρω ΣΣΝΕ), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% . Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 20 παρ.3 των ιδίων ΣΣΝΕ). Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατά τις χρονικές περιόδους αμφοτέρων των ναυτολογήσεών του, που το πλοίο ήταν ναυλωμένο και εκτελούσε τουριστικούς πλόες, παρίστατο ανάγκη να απασχολείται ως θαλαμηπόλος για την εξυπηρέτηση κάθε ανάγκης και επιθυμίας των επιβατών, στους οποίους οι παρεχόμενες υπηρεσίες διαρκούντος του πλου προσιδίαζαν σε αυτές ενός ξενοδοχείου πολυτελείας, πέραν του νομίμου ωραρίου του, δηλαδή πέραν των 8 ωρών, που προβλέπεται από τις προαναφερθείσες Σ.Σ.Ν.Ε. (στο άρθρο 13 αυτών) ως το ημερήσιο ωράριο εργασίας των ναυτικών, στους οποίους αυτές τυγχάνουν εφαρμογής, όχι μόνον κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, αλλά και κατά τις Κυριακές των ιδίων χρονικών περιόδων, καθώς και κατά τα Σάββατα και τις αργίες (σημειωτέον ότι σύμφωνα με τις ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., και δη κατά τα άρθρα 10 και 13 αυτών, η εργασία των ναυτικών πέραν των 8 ωρών ημερησίως κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές θεωρείται υπερωριακή και αμείβεται ως τέτοια με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας, όπως και η εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες στο σύνολό της, που αμείβεται με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%). Με βάση όσα προεκτέθηκαν και λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την παροχή της εργασίας του επί του εν λόγω πλοίου της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, ενόψει και του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ.1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ.3η, σελ. 160), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του κατά τις χρονικές περιόδους, που το πλοίο ήταν ναυλωμένο, σε αμφότερες τις ναυτολογήσεις του, ανήλθε σε 12 ώρες, και όχι στις ώρες, που καθ’υπερβολήν αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, του αντίστοιχου σκέλους του τέταρτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος απορριπτομένου ως αβασίμου, δεκτών γενομένων των υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το αντίστοιχο σκέλος του υπό στοιχεία Β λόγου της δικής της έφεσης, η οποία κυρίως αρνείται ότι ο ενάγων παρέστη ανάγκη να απασχοληθεί υπερωριακά κατά τις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, άλλως ισχυρίζεται ότι η όποια πρόσθετη αμοιβή του για την αιτία αυτή θα πρέπει να καταλογισθεί στις υπέρτερες των νομίμων συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του και να κριθεί ως εξοφληθείσα. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται της προβλεπομένης στις εν προκειμένω εφαρμοστέες ΣΣΝΕ (των ετών 2018) αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες του κατά τις χρονικές περιόδους, που το πλοίο ήταν ναυλωμένο, κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2017 και του έτους 2018, επί 4 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η 12ωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή κατά τα προεκτεθέντα. Ειδικότερα, ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση: 1) Για τις χρονικές περιόδους, που το πλοίο ήταν ναυλωμένο κατά το χρονικό διάστημα της πρώτης σύμβασης εργασίας του εντός του έτους 2017: α) Επί 4 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές και Κυριακές των χρονικών αυτών περιόδων (40 καθημερινές και Κυριακές) δικαιούται να λάβει το συνολικό χρηματικό ποσό των 1.211,20 ευρώ [160 ώρες (40 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα= 160 ώρες) Χ 7,57 ευρώ το προβλεπόμενο στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. για το έτος 2017 προσαυξημένο ωρομίσθιο για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου], και β) επί 12 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων (9 Σάββατα και 2 αργίες, ήτοι η 15η Αυγούστου και η 14η Σεπτεμβρίου) δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσό των 1.198,56 ευρώ (11 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα=132 ώρες) Χ 9,08 ευρώ το προβλεπόμενο στην ίδια Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξημένο ωρομίσθιο], ήτοι συνολικά το ποσό των 2.409,76 ευρώ. 2) Για τις χρονικές περιόδους, που το πλοίο ήταν ναυλωμένο κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης σύμβασης εργασίας του εντός του έτους 2018: α) Επί 4 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές και Κυριακές των χρονικών αυτών περιόδων (32 καθημερινές και Κυριακές) δικαιούται να λάβει το συνολικό χρηματικό ποσό των 986,88 ευρώ [128 ώρες (32 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα) Χ 7,71 ευρώ το προβλεπόμενο στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. για το έτος 2018 προσαυξημένο ωρομίσθιο για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου], και β) επί 12 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων (7 Σάββατα και 3 αργίες, ήτοι η 1η Μαΐου, η 15η Αυγούστου και η 14η Σεπτεμβρίου) δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσό των 1.111,20 ευρώ (10 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα=120 ώρες) Χ 9,26 ευρώ το προβλεπόμενο στην ίδια Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξημένο ωρομίσθιο], ήτοι συνολικά το ποσό των 2.098,08 ευρώ. Επομένως, συνολικά δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της εναγομένης το ποσό των 4.507,84 ευρώ (2.409,76 ευρώ + 2.098,08 ευρώ), το οποίο και πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 1.882,80 ευρώ ως πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία 15 ωρών μεν, πλην όμως μόνον για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του εντός του έτους 2018 με βάση τη ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν.4256/2014 των ετών 2018-2019, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το αντίστοιχο σκέλος του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του. Επισημαίνεται ότι η εναγόμενη δεν αποδεικνύει καταβολές στον ενάγοντα για την αιτία αυτή (ούτε προκύπτει το αντίθετο από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας του), ενώ ο ισχυρισμός της περί καταλογισμού του όποιου ποσού της πρόσθετης αμοιβής του για τυχόν παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία στον υψηλότερο των νομίμων αποδοχών του “κλειστό” μηνιαίο μισθό που ελάμβανε, είτε σχετική συμφωνία τους είχε περιληφθεί στις εργασιακές του συμβάσεις, είτε όχι, απορριπτέος τυγχάνει σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμος, διότι εν προκειμένω ο συμφωνηθείς “κλειστός” μηνιαίος μισθός του υπολείπεται των ελάχιστων νομίμων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές προσδιορίσθηκαν ανωτέρω με βάση τις κριθείσες ως εφαρμοστέες ΣΣΝΕ, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το αντίστοιχο σκέλος του υπό στοιχεία Β λόγου της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 19.10.2018 ο ενάγων απολύθηκε και λύθηκε η σύμβαση ναυτολόγησής του με την εναγόμενη, σε εκτέλεση της οποίας εργάσθηκε στο πλοίο της ανωτέρω, με την αιτιολογία «κλείσιμο ναυτολογίου», όπως προκύπτει από τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ο τρόπος αυτός λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος συνιστά ουσιαστικά καταγγελία της, για την οποία οφείλεται αποζημίωση απόλυσης, καθώς δε μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα αυτού, μη εμπίπτουσα στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΙΝΔ. Η ως άνω αποζημίωση του ενάγοντος ανέρχεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75,76 και 77 του ΚΙΝΔ, στις τακτικές αποδοχές του 15 ημερών, τούτων υπολογιζομένων κατά τον τελευταίο μήνα της εργασίας του με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και ειδικότερα (ανέρχεται) εν προκειμένω στο ποσό των 2.223,57 ευρώ [3.151,74 ευρώ οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές των δύο ειδικοτήτων του + 320,40 ευρώ ο μέσος όρος της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της εναγομένης, συνολικής διάρκειας 422 ημερών (4.507,84 ευρώ το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών του: 422 ημέρες Χ 30) + 975 ευρώ το αντίτιμο τροφής για ένα μήνα και για τις δύο ειδικότητες (32,50 ευρώ Χ 30 Χ 2) = 4.447,14 ευρώ: 30 ημέρες Χ 15 ημέρες = 2.223,57 ευρώ]. Ο ενάγων έχει ήδη εισπράξει για την αιτία αυτή το ποσό των 1.548,78 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, αφαιρώντας το από το αιτούμενο να του καταβληθεί ποσό, με αποτέλεσμα να δικαιούται της διαφοράς, ποσού 674,79 ευρώ (2.223,57 – 1.548,78), το οποίο και πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλει η εναγόμενη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο λόγω εξόφλησής του διά της προαναφερθείσης καταβολής της εναγομένης, υπολογίζοντας λανθασμένα τις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τον τελευταίο μήνα της εργασίας του εντός του έτους 2018 με βάση τη ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών του ν.4256/2014 των ετών 2018-2019 και μόνον για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον έκτο λόγο της έφεσής του. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγόμενη προέβη στις 19.10.2018 ουσιαστικά σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος σε χρόνο προγενέστερο της συμφωνηθείσης χρονικής διάρκειας ισχύος της, χωρίς να τον προειδοποιήσει εγγράφως περί της επικείμενης απόλυσής του τουλάχιστον ένα μήνα ενωρίτερα, όπως υποχρεούτο με βάση καθόλα έγκυρο όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας του (υπ’αριθμ.2.6.), με αποτέλεσμα να υποχρεούται να του καταβάλει ως αποζημίωση έναν μηνιαίο μισθό πλέον του αντιτίμου τροφής, όπως άλλωστε αναγνώρισε και η ίδια ότι οφείλει να πράξει στα από 1.1.2018 και από 10.10.2018 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της νομίμου εκπροσώπου της. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται του ποσού των 4.126,74 ευρώ (3.151,74 ευρώ οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές των δύο ειδικοτήτων του + 975 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής για ένα μήνα και για τις δύο ειδικότητες) και κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 1.548,78 ευρώ, το οποίο, όπως αναφέρει στην αγωγή του, του καταβλήθηκε από την εναγόμενη για τις 19 ημέρες εργασίας του κατά το μήνα Οκτώβριο και το οποίο ο ίδιος καθ’υποφοράν – αν και ως μη έδει – αφαιρεί και δεν συνυπολογίζει στο αιτούμενο να του καταβληθεί ποσό, το ποσό των 2.577,96 ευρώ, το οποίο και θα πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει, κατά παραδοχήν ως βασίμου του αντίστοιχου σκέλους του υπό στοιχεία Δ λόγου της κρινόμενης έφεσής της, με τον οποίο πλήττεται η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όχι μόνον επί της νομιμότητας του συγκεκριμένου κονδυλίου, αλλά και επί του ύψους του επιδικασθέντος για την αιτία αυτή ποσού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη για το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 12.6.2017, κατά το οποίο ο ενάγων παρείχε ναυτική εργασία στο πλοίο της, όπου εκτελούντο μεν εργασίες συντήρησης, καθαρισμού και ευπρεπισμού, έχοντας όμως προσληφθεί από τις 18.4.2017 για να συμμετάσχει στους πλόες του ως μέλος του οργανικά συγκροτημένου πληρώματός του κατά τα προεκτεθέντα, δεν απέδωσε παρανόμως και υπαιτίως στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.), ως υποχρεούτο, τις αναλογούσες στο διάστημα αυτό, πλην όμως παρακρατηθείσες από τις αποδοχές του, ασφαλιστικές του εισφορές, συνολικού ποσού 848,74 ευρώ, με αποτέλεσμα για το ανωτέρω χρονικό διάστημα να εργασθεί ανασφάλιστος και να προσβληθεί στην προσωπικότητά του ως εργαζόμενος. Επ’αυτού λεκτέα επίσης τα κάτωθι: Στις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ΠΔ 228/1998 “Επιδότηση Ανέργων Ναυτικών” ορίζονται τα κάτωθι: “1. Στους ανέργους ναυτικούς παρέχεται από το Κεφάλαιο Ανεργίας και Ασθενείας (Κ.Α.Α.Ν) μηνιαίο επίδομα ποσού 294 ευρώ για τους έγγαμους ή διαζευγμένους με παιδιά των οποίων έχουν την επιμέλεια και 235 ευρώ για τους άγαμους ή διαζευγμένους χωρίς παιδιά”. 2. Το επίδομα παρέχεται στο ναυτικό που συγκεντρώνει τις ακόλουθες προϋποθέσεις: “α. Είναι απογεγραμμένος ναυτικός και έχει συνολική θαλάσσια υπηρεσία τουλάχιστον τρία (3) έτη σε πλοία με Ελληνική ή ξένη σημαία που έχουν συμβληθεί με το Ν.Α.Τ, ή και σε πλοία με ξένη σημαία μη συμβεβλημένα με το Ν.Α.Τ. εφόσον αυτή έχει αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί. Από την παραπάνω υπηρεσία δεκατέσσερις (14) τουλάχιστο μήνες πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί την τελευταία τριετία η οποία υπολογίζεται αναδρομικά από την ημέρα εγγραφής του στους καταλόγους ανεργίας του Γ.Ε.Ν.Ε. Πειραιά ή των Λιμενικών Αρχών, που ενεργούν ως Παραρτήματά του για την αρμοδιότητα αυτή”. β. Έχει μεσολαβήσει από την τελευταία απόλυσή του από τα πιο πάνω πλοία χρονικό διάστημα μικρότερο από ένα έτος και μεγαλύτερο από τρείςμήνες. Στο χρονικό διάστημα των τριών (3) μηνών συνυπολογίζεται και ο χρόνος του επομένου εδαφίου. γ. Είναι γραμμένοι στους καταλόγους προσφερομένων για ναυτολόγηση του ΓΕΝΕ Πειραιά ή των Λιμενικών Αρχών επί ένα (1) τουλάχιστον μήνα. Δεν θεωρείται άτι προσφέρεται για εργασία αυτός που πρόκειται να δώσει εξετάσεις για απόκτηση διπλώματος εμπορικού ναυτικού, μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα, οπως επίσης και αυτός που φοιτά στις Σχολές εκπαιδεύσεως και μετεκπαιδεύσεως Εμπορικού Ναυτικού. δ. Είναι ικανός προς άσκηση της ειδικότητας για την οποία ζητεί εργασία. ε. Δεν παίρνει σύνταξη ή βοήθημα οποιασδήποτε μορφής και δεν έχει εργασθεί σε άλλη βιοποριστική απασχόληση μετά την τελευταία του απόλυση στ. Δεν έχει αρνηθεί, περισσότερο από μία φορά το τελευταίο τρίμηνο, εργασία που του προσφέρθηκε από το ΓΕΝΕ Πειραιά ή τη Λιμενική Αρχή σε θέση ανάλογη με τα προσόντα του”. Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 111 του ν.4504/2017 προβλέπονται τα εξής: “Το μηνιαίο επίδομα ανεργίας που παρέχεται σε όλους τους ναυτικούς, έγγαμους, άγαμους και διαζευγμένους, με ή χωρίς τέκνα, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του π.δ. 228/1998 (Α΄176), ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής”. Αποδείχθηκε επίσης ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ο ενάγων υπέστη περιουσιακή ζημία διότι μετά την αποναυτολόγησή του από το πλοίο της εναγομένης στις 19.10.2018 δεν εισέπραξε το μηνιαίο επίδομα το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ/τος 288/1998 ως άνεργος ναυτικός, ποσού 350 ευρώ, του οποίου το ύψος καθορίσθηκε στο προαναφερθέν ποσό με τη διάταξη του άρθρου 111 του ν.4504/2017 και το οποίο διαφορετικά θα εδικαιούτο για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών κατ’ανώτατο όριο (άρθρο 9 του ανωτέρω π.δ/τος), καθώς δεν πληρούσε τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 2 του ιδίου π.δ/τος προϋποθέσεις και συγκεκριμένα αυτήν της θαλάσσιας υπηρεσίας δεκατεσσάρων (14) τουλάχιστον μηνών εντός της τελευταίας τριετίας, υπολογιζομένης αναδρομικά από την ημέρα εγγραφής του στους καταλόγους ανεργίας του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας (Γ.Ε.Ν.Ε.) Πειραιά. Εν προκειμένω ο ενάγων εγγράφηκε στους ανωτέρω καταλόγους στις 24.10.2018, πλην όμως, έχοντας θαλάσσια υπηρεσία εντός της τελευταίας τριετίας 13 μηνών και 28 ημερών, δεν εδικαιούτο το εν λόγω επίδομα (βλ. το προσκομιζόμενο απ’αυτόν με αριθμ. σχετ. 14β και με αριθμ. πρωτ……./31.10.2018 έγγραφο του Γ.Ε.Ν.Ε.), διότι κατά το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 12.6.2017 απασχολήθηκε μεν από την εναγόμενη ως ναυτικός, μέλος του πληρώματος του σκάφους της, αλλά ανασφάλιστος, καθώς η ανωτέρω δεν απέδωσε στο Ν.Α.Τ. τις παρακρατηθείσες από τις αποδοχές του ασφαλιστικές εισφορές, που αναλογούν στο διάστημα αυτό, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί κατά το ποσό των 350 ευρώ το μήνα, που απώλεσε, για χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα και συγκεκριμένα κατά το συνολικό ποσό των 1.750 ευρώ (350 ευρώ Χ 5 μήνες), το οποίο υποχρεούται η εναγόμενη να του καταβάλει. Επιπροσθέτως, πέραν της προαναφερθείσας περιουσιακής ζημίας, ο ενάγων από την ανωτέρω επιδειχθείσα σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης προσβλήθηκε στην προσωπικότητά του ως εργαζόμενος και υπέστη ηθική βλάβη, διότι δοκίμασε θλίψη και στενοχώρια εκ του γεγονότος ότι υποχρεώθηκε να παράσχει την εργασία του όντας ανασφάλιστος, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, το εύλογο ύψος της οποίας ανέρχεται, συνεκτιμωμένων του είδους της προσβολής και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε αυτή, του βαθμού του πταίσματος των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης και της οικονομικής κατάστασης των μερών στο ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο και πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια, με την παραδοχή ότι ο ενάγων κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα δεν παρείχε ναυτική εργασία και ως εκ τούτου δεν υπαγόταν στην ασφάλιση του Ν.Α.Τ., εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τους δεύτερο και έβδομο λόγους της κρινόμενης έφεσής του.
Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνουν δεκτές και κατ’ουσίαν βάσιμες οι κρινόμενες εφέσεις, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και, αφενός μεν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.835,36 ευρώ (10.577,52 ευρώ + 4.507,84 ευρώ + 1.750 ευρώ), αφετέρου δε ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 7.087,54 ευρώ (2.834,79 ευρώ + 674,79 ευρώ + 2.577,96 ευρώ + 1.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο σε αμφότερες τις περιπτώσεις από τις 20.10.2018, επομένη της τελευταίας απόλυσής του από το σκάφος της εναγομένης, που έλαβε χώρα στις 19.10.2018, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης να πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας ο ανωτέρω, που νίκησε εν μέρει, υπέβαλε σχετικό αίτημα με την έφεσή του, καθώς και τις προτάσεις, που κατέθεσε επί της αντίθετης έφεσης της εναγομένης, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων της αγωγής (άρθρα 176, 178 παρ.1, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), θα επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, η οποία, παρά την παραδοχή της έφεσής της, ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 3.11.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………/11.11.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ………../17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) την από 30.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/2.12.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/17.12.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 287/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις ανωτέρω εφέσεις.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 20.12.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../27.12.2018) αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (16.835,36 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τις 20.10.2018 έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (7.087,54), με το νόμιμο τόκο από τις 20.10.2018 έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνη του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 27.10.2022
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ