ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 635/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………….ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Νικολαϊας Τριανταφύλλου.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………. και 2) Ναυτικής εταιρίας …………….. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Λαμπράκη.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε κατά των εφεσίβλητων την από 21-6-2019 και με Γ.Α.Κ. ….. και ΕΑΚ …../18-7-2019 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 76/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλε ο ενάγων με την από 23-6-2021 και με Γ.Α.Κ. ….. και ΕΑΚ …../26-7-2021 έφεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (2-6-2022), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η υπό κρίση από 23-6-2021 και με Γ.Α.Κ. …….. και Ε.Α.Κ. ……/26-7-2021 έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος, κατά της με αριθ. 76/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 511, 513 παρ. 1β’, 516 παρ. 1, 517 περ. α’, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ενόψει του ότι κατατέθηκε στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 26-7-2021 και από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, κάτι που ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται, ενώ, μέχρι την κατάθεση της έφεσης δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. προθεσμία δυο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (14-1-2021). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
2. Ο εκκαλών, με την από 21-6-2019 και με Γ.Α.Κ. …… και Ε.Α.Κ. …./18-7-2019 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών – τακτική διαδικασία), επικαλούμενος απατηλή σε βάρος του συμπεριφορά των εναγόμενων και δη του πρώτου ατομικά και ως νόμιμου εκπροσώπου και κυρίου μετόχου της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρο, το ποσό των 33.500,00 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της αναφερομένης περιουσιακής του ζημίας και το ποσό των 15.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη (επιφυλασσόμενος να ζητήσει από τον πρώτο εναγόμενο περαιτέρω ποσό 44,00 ευρώ ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου), με το νόμιμο τόκο από την 5-7-2017 (ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος) μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, ν’ απαγγελθεί σε βάρος του πρώτου εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.
3. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 76/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία, διότι κρίθηκε ότι η ζημία που υπέστη ο ενάγων δεν ήταν αποτέλεσμα αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή του ο ενάγων, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, ζητώντας, για τους δυο λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφό της και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή του.
4. Από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδη σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με την αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 Α.Κ. και 386 Π.Κ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Ειδικότερα η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελούμενου από την πράξη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ Α.Κ. προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν επαρκής, ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (A.Π. 201/2021, Α.Π. 914/2021, Α.Π. 1187/2021, Α.Π. 1046/2019, Α.Π. 209/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 Π.Κ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4619/2019, «Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξη του περιουσιακού οφέλους, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή τρίτο συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, υφισταμένη και στην περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός διατηρεί ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και με ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγομένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων, ή της δυνατότητας του δράστη, ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπλήρωσης της υποχρέωσής του αυτής, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (Α.Π. 1184/2014, Α.Π. 535/2011, Α.Π. 2184/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του δόλου του δράστη στο έγκλημα αυτό προκύπτει, κατά βάση, από τη διάταξη του άρθρου 27 Π.Κ. και συντρέχει, όχι μόνον όταν αυτός επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (Α.Π. 709/2017, Α.Π. 1596/2014, Α.Π. 1861 /2013, Α.Π. 683/2013, Α.Π. 890/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
5. Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), τις με αριθ. ………./25-11-2019 και ………/ 25-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και …….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………………, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, με πρωτοβουλία του οποίου λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. τις υπ’ αριθ. ……./19-11-2019 και ………./19-11-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, … …), τις με αριθ. ……./5-12-2019 και ……../ 5-12-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……….. και ….. ………. ενώπιον της ιδίας άνω συμβολαιογράφου, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, με πρωτοβουλία του οποίου λήφθηκαν προς αντίκρουση των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στις πρωτόδικες προτάσεις που κατέθεσαν οι εναγόμενοι, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των τελευταίων κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. τις υπ’ αριθ. …../2-12-2019 και …../2-12-2019 εκθέσεις επίδοσης του ιδίου άνω δικαστικού επιμελητή), τη με αριθ. …./10-12-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι, με πρωτοβουλία των οποίων λήφθηκε, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. ……/4-12-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., όπου ειδικά αναφέρεται παρακάτω, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί τα τέλη Ιουνίου του έτους 2017 ο πρώτος εναγόμενος ………., κύριος μέτοχος, νόμιμος εκπρόσωπος και ουσιαστικός ιδιοκτήτης της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας «……..»), πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – ΚΑΤΑΜΑΡΑΝ πλοίου «ΣΚ1» (SC1), Ν.Π. …, ΔΔΣ …., λόγω οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η εταιρία αυτή, προσέγγισε διάφορους πλοιοκτήτες που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της ακτοπλοΐας στον Πειραιά και τους πρότεινε τη ναύλωση έως την 31-9-2017 του πλοίου αυτού, που παρέμενε παροπλισμένο / μη δρομολογημένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή, και μετέπειτα (εφόσον αυτοί ενδιαφέρονταν) και την πώλησή του, ώστε να εξεύρει χρήματα για να πληρωθούν άμεσα υφιστάμενες υποχρεώσεις της δεύτερης εναγόμενης. Μεταξύ των πλοιοκτητών στους οποίους απηύθυνε την άνω πρόταση ήταν και ο ………………, με τον οποίο διατηρoύσε πολυετή επαγγελματική και φιλική σχέση. Ο τελευταίος συζήτησε την πρόταση με τον φίλο του ……. και τον γιο του ………… (ενάγοντα), οι οποίοι ασχολούνται με την εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών και είχαν επαγγελματική συνεργασία μαζί του. Αυτοί, αφού συμβουλεύτηκαν τον φίλο τους πλοιοκτήτη ……….., που είχε μακρά επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο της ακτοπλοΐας με το συγκεκριμένο τύπο πλοίου και τους ενθάρρυνε να προχωρήσουν στη ναύλωση και μετέπειτα και στην αγορά του, τις οποίες θεωρούσε καλές επενδύσεις, ενδιαφέρθηκαν για να το ναυλώσει άμεσα ο ενάγων, ώστε να μη χαθεί η καλοκαιρινή σαιζόν και μετέπειτα να του δοθεί και η δυνατότητα να το αγοράσει (αυτός ή η εταιρία που θα υποδείκνυε) από κοινού με το …… ., εφόσον το επιθυμούσαν. Έτσι, αφού ο τελευταίος ενημέρωσε για το ενδιαφέρον τους τον πρώτο εναγόμενο και έγιναν ορισμένες προκαταρτικές επαφές μεταξύ τους, συναντήθηκαν την 5-7-2017 στο γραφείο του …. .. ο πρώτος εναγόμενος με τον ενάγοντα και τον πατέρα του και συμφώνησαν προφορικά να ναυλωθεί το άνω πλοίο στον ενάγοντα από 10-7-2017 και μέχρι την 31-9-2017 και να δρομολογηθεί στη γραμμή του Αργοσαρωνικού, μετά δε τη λήξη της ναύλωσης να συζητηθεί η δυνατότητα να αγοραστεί αυτό, ελεύθερο βαρών, από τον ενάγοντα και το …………., αντί τιμήματος 1.198.000,00 ευρώ, με τμηματικές καταβολές από τον Ιούνιο 2018 έως και το Σεπτέμβριο 2018. Η υπογραφή του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού συμφωνήθηκε να γίνει το πρωί της επόμενης ημέρας σε δικηγορικό γραφείο του Πειραιά που υπέδειξε ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος διαβεβαίωσε τον ενάγοντα ότι την επομένη το συμφωνητικό θα ήταν έτοιμο προς υπογραφή με βάση όσα ανωτέρω είχαν προφορικά συμφωνηθεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το τέλος εκείνης της συνάντησης ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης, με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους στην τελευταία, παρέστηκε εν γνώσει του στον ενάγοντα, ψευδή γεγονότα σαν αληθινά και του απέκρυψε κρίσιμα γεγονότα που ο ίδιος γνώριζε και ο ενάγων αγνοούσε, με αποτέλεσμα, από τις ψευδείς αυτές παραστάσεις και αποσιωπήσεις κρίσιμων αληθών γεγονότων, ως παράγωγη αιτία, να πλανηθεί ο ενάγων και να προβεί σε περιουσιακή διάθεση, στην οποία διαφορετικά δεν θα προέβαινε, καταβάλλοντάς του κατά την άνω συνάντησή τους το συνολικό χρηματικό ποσό των 33.500,00 ευρώ δι’ επιταγών, τις οποίες εισέπραξε αυθημερόν ο πρώτος εναγόμενος και διέθεσε άμεσα το ποσό αυτών για τις ανάγκες της δεύτερης εναγόμενης, με αντίστοιχη παράνομη ωφέλεια της περιουσίας της τελευταίας και βλάβη της περιουσίας του ενάγοντος, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας υπό την άνω ιδιότητά του, έχοντας δολίως επιτύχει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ενάγοντος εξαιτίας των άνω διαβεβαιώσεών του περί συμφωνηθείσας ναύλωσης σ’ αυτόν και μετέπειτα συζήτησης της δυνατότητας πώλησής του, ελευθέρου βαρών, σ’ αυτόν και στον κοινό τους φίλο ………… κατά τα προαναφερθέντα, δήλωσε στον ενάγοντα ότι αντιμετώπιζε έκτακτη και άμεση ανάγκη πληρωμής 33.500,00 ευρώ και του ζήτησε ως εξυπηρέτηση, μετά και το «κλείσιμο» της άνω προφορικής συμφωνίας τους για το άνω πλοίο, να του καταβάλει άμεσα δι’ επιταγών το παραπάνω χρηματικό ποσό, υποσχόμενος ότι, σε κάθε περίπτωση, θα το αφαιρούσε στη συνέχεια από το τίμημα της πώλησης. Για να τον πείσει μάλιστα να του καταβάλει το άνω ποσό πριν υπογραφεί το άνω συμφωνητικό για όσα άνω είχαν μεταξύ τους προφορικά συμφωνηθεί – το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε πρόθεση να υπογράψει, αλλά είχε εκ των προτέρων ειλημμένη την απόφαση να μην του ναυλώσει και να μην πουλήσει το άνω πλοίο σ’ αυτόν και στο …………., αλλά να του αποσπάσει απατηλά το άνω ποσό, για να το αναλώσει για τις ανάγκες της δεύτερης εναγόμενης – τον διαβεβαίωσε ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί για τη μια ημέρα που θα καθυστερούσε η υπογραφή του συμφωνητικού, αφού θα του παρέδιδε άμεσα, υπογεγραμμένες απ’ αυτόν, τις αποδείξεις είσπραξης των επιταγών που θα παραλάμβανε, και για τη σχετική οφειλή του θα ήταν υπέγγυο το πλοίο της δεύτερης εναγόμενης, την οποία εμφάνισε ως φερέγγυα. Ακόμη, του απέκρυψε δόλια, παραβιάζοντας και την υποχρέωσή του κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για διαφώτιση και προστασία του αντισυμβαλλομένου του, ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε μεγάλες και μη εμφανείς στη μερίδα του πλοίου στα νηολόγια οφειλές προς τρίτους (170.000,00 ευρώ στους ……… …… και …….., 100.000,00 ευρώ στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων και στο Ν.Α.Τ, 20.000,00 ευρώ στο ναυπηγείο «…….»), εκ των οποίων η πρώτη, η οποία εκκρεμούσε από το έτος 2013, προέρχονταν από τραπεζικές επιταγές, η μια εκ των οποίων, ποσού 20.000,00 ευρώ, έληγε την 30-6-2017 και εάν δεν πληρωνόταν εντός τριών ημερών, κινδύνευε να σφραγιστεί (βλ. σχετ. το από 3-5-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης οφειλόμενου υπολοίπου – ρύθμισης αποπληρωμής μεταξύ των ήδη εναγόμενων και των …….. και …………., που προσκομίζεται με επίκληση από τον ενάγοντα). Εξαιτίας των ψευδών αυτών παραστάσεων και της απόκρυψης των άνω κρίσιμων γεγονότων, που έλαβαν χώρα εντός του άνω πλαισίου εμπιστοσύνης που είχε καλλιεργηθεί στις σχέσεις του με τον ενάγοντα και προκάλεσαν στον τελευταίο σφαλερή αντίληψη της πραγματικότητας, ο ενάγων εξαπατήθηκε και χωρίς προηγούμενη εξασφάλιση και έλεγχο του εάν αλήθευαν όσα άνω του δήλωσε ο πρώτος εναγόμενος για τις προθέσεις του σχετικά με τη ναύλωση και μετέπειτα την πώληση του πλοίου, καθώς και με τη φερεγγυότητα της δεύτερης εναγόμενης, παρέδωσε στον πρώτο εναγόμενο κατά το τέλος της άνω συνάντησής τους, το συνολικό ποσό των 33.500,00 ευρώ, διά της εν λευκώ οπισθογράφησης και εγχείρησης προς αυτόν των υπό στοιχεία ….., ΓΔ ………. και ΓΔ ……… επιταγών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κατάστημα 102 – Ακτής Μιαούλη), ποσών 20.000,00, 10.000,00 και 3.500,00 ευρώ αντίστοιχα, έκδοσης και σε διαταγή του ιδίου (του ενάγοντος), με ημερομηνία έκδοσης 5-7-2017. Για να κάμψει δε κάθε δισταγμό του να του καταβάλει το άνω χρηματικό ποσό χωρίς να έχει λάβει ουσιαστική εξασφάλιση, ο πρώτος εναγόμενος είχε θέσει προηγουμένως σε φωτοαντίγραφο των άνω επιταγών την ιδιόχειρη σημείωση πως τις παραλαμβάνει «έναντι ενοικιάσεως του πλοίου και μελλοντικής αγοράς του», μετά και από σχετικό αίτημα του πατέρα του ενάγοντος. Οι άνω απατηλές παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις κρίσιμων αληθών γεγονότων, στις οποίες προέβη ο πρώτος εναγόμενος, υπό την άνω ιδιότητά του, με τρόπο που δημιουργούσε την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης των άνω υποσχέσεών του, με βάση την ψευδή κατάσταση πραγμάτων που εμφάνιζε για το παρόν, υπήρξαν καθοριστικές και αποφασιστικές στη διαμόρφωση της βούλησης του ενάγοντος για τη διάθεση του άνω χρηματικού ποσού των 33.500,00 ευρώ και συνδέονται αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία του, η οποία συνίσταται στην καταβολή του άνω ποσού δια των άνω επιταγών, τις οποίες εισέπραξε ο πρώτος εναγόμενος την ίδια ημέρα που του παραδόθηκαν, αλλά μετέπειτα δεν τήρησε τα άνω συμφωνηθέντα και παρά ταύτα, αρνείται να επιστρέψει το άνω συνολικό ποσό των επιταγών, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στη συνέχεια, του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του ειδικότερα συνισταμένου στη τέλεση από μέρους του, υπό την άνω ιδιότητά του, της αξιόποινης πράξης της απάτης του άρθρου 386 Π.Κ. Ειδικότερα, αναφορικά με τη μη τήρηση από τον πρώτο εναγόμενο των άνω συμφωνηθέντων με τον ενάγοντα την 5-7-2017, αποδείχθηκε ότι το πρωί της επόμενης ημέρας, κατά τη συνάντησή του με τον ενάγοντα, τον πατέρα του και το ……… στο δικηγορικό γραφείο του Πειραιά που τους είχε υποδείξει, ο πρώτος εναγόμενος δεν εμφάνισε κανένα συμφωνητικό ναύλωσης ή πώλησης, έστω σε σχέδιο. Όταν δε ο ενάγων του ζήτησε το σχέδιο του συμφωνητικού για τη συμφωνία που είχαν «κλείσει» προφορικά την προηγουμένη για να το επιδείξει στο δικηγόρο του για την περίπτωση που χρειαζόταν να τεθούν κάποιες παρατηρήσεις, ο πρώτος εναγόμενος του απάντησε ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμος και ότι ήθελε κι άλλο χρόνο να το σκεφτεί, ενόψει έκτακτων οικονομικών εκκρεμοτήτων της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας τις οποίες έπρεπε να διευθετήσει άμεσα και τις οποίες δεν προσδιόρισε. Ακόμα, του ανέφερε ότι είχε ήδη εισπράξει και διαθέσει για τις ανάγκες της δεύτερης εναγόμενης τα 33.500,00 ευρώ που είχε λάβει απ’ αυτόν και ότι θα του τα επέστρεφε σε δέκα ημέρες, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι δεν είχε σοβαρή πρόθεση να τηρήσει τα προφορικώς συμφωνηθέντα για τη ναύλωση του πλοίου στον ενάγοντα και για εξέταση μετέπειτα της δυνατότητας πώλησης του πλοίου σ’ αυτόν και στο ………….. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο τελευταίος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον πρώτο εναγόμενο και παραπονέθηκε για την υπαίτια υπαναχώρησή του από τη συμφωνηθείσα ναύλωση του πλοίου στον ενάγοντα και για την απόσπαση απ’ αυτόν του ποσού των 33.500,00 ευρώ, διότι οι ενέργειές του αυτές είχαν εκθέσει και τον ίδιο απέναντι στον ενάγοντα και στον πατέρα του. Παράλληλα, του απέστειλε στην ηλεκτρονική διεύθυνση της δεύτερης εναγόμενης, σχέδιο συμφωνητικού πώλησης του πλοίου που είχε συντάξει ο δικηγόρος του και του ζήτησε να το δει και να του δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τις οφειλές της δεύτερης εναγόμενης. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε, μεταξύ άλλων α) τίμημα 1.330.000,00 ευρώ, καταβλητέο κατά ποσά 50.000,00 ευρώ με την υπογραφή του συμφωνητικού, 80.000,00 ευρώ εντός 30 ημερών από την υπογραφή του, 400.000,00 ευρώ την 31-7-2018, 400.000,00 ευρώ την 31-8-2018 και 400.000,00 ευρώ την 31-9-2018, β) ότι η διαχείριση του πλοίου θα παρέμενε στην πλοιοκτήτρια δεύτερη εναγόμενη και θα διενεργείτο μέσω του πρώτου εναγόμενου, γ) ότι οι αγοραστές θα είχαν τη δυνατότητα να ενημερώνονται όποτε επιθυμούν για όλα τα θέματα που αφορούσαν τη διαχείριση, εκμετάλλευση, κατάσταση και λειτουργία του πλοίου και δ) ότι οι αγοραστές θα είχαν δικαίωμα επί του 70% των καθαρών κερδών από την εκμετάλλευση του πλοίου μέχρι την πλήρη αποπληρωμή των δόσεων του τιμήματος, καθώς και δικαίωμα υπαναχώρησης αζημίως από τη σύμβαση μέχρι την 31-10-2017. Την επομένη (7-7-2017) ο πρώτος εναγόμενος του έστειλε από την ηλεκτρονική διεύθυνση της δεύτερης εναγόμενης νέο σχέδιο συμφωνητικού πώλησης του πλοίου σ’ αυτόν και στον ενάγοντα που είχε συντάξει ο δικηγόρος τους, το οποίο προέβλεπε ως τίμημα το ποσό των 1.220.000,00 ευρώ (ήτοι αυτό περίπου αυτό που είχε συμφωνηθεί στις 5-7-2017), καταβλητέο κατά ποσά 400.000,00 ευρώ την 31-7-2018, 400.000,00 ευρώ την 31-8-2018 και 420.000,00 ευρώ την 30-9-2018, πλην όμως στο νέο αυτό σχέδιο α) διαγράφονταν ο όρος ότι οι αγοραστές δικαιούταν μέχρι τις 31-10-2017 να υπαναχωρήσουν αζήμια από τη σύμβαση, β) προστίθετο όρος ότι, σε περίπτωση που οι αγοραστές δήλωναν μέχρι τις 31-10-2017 πως ήθελαν να αγοράσουν το πλοίο και περιέρχονταν μετέπειτα σε αδυναμία πληρωμής, οι πλοιοκτήτες δεν θα όφειλαν να επιστρέψουν τα έξοδα που κατέβαλαν οι υποψήφιοι αγοραστές για τα λειτουργικά και τρέχοντα έξοδα και οι υποψήφιοι αγοραστές δεν θα δύναται να διεκδικήσουν μέρος των εξόδων σε μετοχές ή μερίσματα από τα κέρδη και γ) αποκαλύπτονταν για πρώτη φορά η ύπαρξη οφειλών της δεύτερης εναγόμενης 150.000,00 ευρώ σε τρίτο πρόσωπο, 100.000,00 ευρώ στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων και στο Ν.Α.Τ. και 20.000,00 ευρώ στο ναυπηγείο «……», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Μετά τις διαφοροποιήσεις αυτές του πρώτου εναγόμενου από τα συμφωνηθέντα την 5-7-2017 και την αποκάλυψη το πρώτον από μέρους του των άνω μεγάλων χρεών της δεύτερης εναγόμενης, δεν ακολούθησε πλέον ενδιαφέρον του ενάγοντος για πραγματοποίηση της ναύλωσης ή για αγορά του πλοίου από κοινού με το ….. …. και απέμεινε ως μόνη εκκρεμότητα με τους εναγόμενους η επιστροφή του άνω ποσού των 33.500,00 ευρώ. Ενόψει δε του ότι η δεύτερη εναγόμενη βρισκόταν σε οικονομική αδυναμία να επιστρέψει το ποσό αυτό, ο νόμιμος εκπρόσωπός της πρώτος εναγόμενος υποσχόταν παρελκυστικά στον ενάγοντα μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2017 ότι θα του παραχωρήσει εμπράγματη ασφάλεια επί του πλοίου ώστε να μην κινηθεί δικαστικά εναντίον τους, την οποία (ασφάλεια) τελικά δεν του παραχώρησε. Έκτοτε, παρότι παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα από την τέλεση της αδικοπραξίας, ο πρώτος εναγόμενος, υπό την άνω ιδιότητά του, δεν έχει επιστρέψει στον ενάγοντα το άνω ποσό που του υφάρπαξε παράνομα και το διέθεσε για τις ανάγκες της δεύτερης εναγόμενης, ενώ υποβάλει τον ενάγοντα σε διαρκή δικαστικό αγώνα για την ικανοποίησή του, το δε πλοίο της δεύτερης εναγόμενης κατασχέθηκε αναγκαστικά την 13-12-2017 από τους ………. και …………. και εκτέθηκε στη συνέχεια σε αναγκαστικούς πλειστηριασμούς που ήταν άγονοι. Τα παραπάνω προκύπτουν από τις εμπεριστατωμένες και σύμφωνες μεταξύ τους ένορκες βεβαιώσεις των άνω μαρτύρων του ενάγοντος ……… και ………….., οι οποίοι βεβαίωσαν με σαφήνεια, πειστικότητα και πλήρη αιτιολόγηση, επικαλούμενοι ιδίαν αντίληψη αυτών, όσα ανωτέρω συμφωνήθηκαν κατά την κρίσιμη συνάντηση ενάγοντος και πρώτου εναγόμενου την 5-7-2017 για τη ναύλωση του πλοίου στον ενάγοντα και μετέπειτα για συζήτηση της δυνατότητα πώλησής του, ελευθέρου βαρών, σ’ αυτόν και στον κοινό τους φίλο ……., καθώς και για την καταβολή, στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής, του άνω ποσού των 33.500,00 ευρώ από τον ενάγοντα. Οι καταθέσεις αυτές ενισχύονται από την παρόμοια κατάθεση του ετέρου μάρτυρος του ενάγοντος πλοιοκτήτη ……………, ο οποίος είχε σχεδόν άμεση πληροφόρηση όσων άνω συμφωνήθηκαν την 5-7-2017, αφού τα πληροφορήθηκε το απόγευμα της ίδιας ημέρας σε συνάντησή του σε καφετέρια με τον ενάγοντα και τον πατέρα του, έχοντας προσωπικά ενδιαφέρον για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσής τους, καθώς επρόκειτο για φίλους του με τους οποίους συναλλάσσονταν επιχειρηματικά και τους οποίους ο ίδιος είχε ενθαρρύνει να προχωρήσουν στη ναύλωση και μετέπειτα στην πώληση του πλοίου, κατόπιν αιτήματός τους, λόγω των ειδικών επιχειρηματικών του γνώσεων. Οι άνω καταθέσεις ενισχύονται έτι περαιτέρω από την ιδιόχειρη σημείωση του πρώτου εναγόμενου επί φωτοαντιγράφων των προαναφερθέντων από 5-7-2017 τριών επιταγών, ότι παραλαμβάνει αυτές «έναντι ενοικιάσεως του πλοίου και μελλοντικής αγοράς του». Επίσης, ενισχύονται από τα διδάγματα της κοινής πείρας, διότι, εάν ο ενάγων γνώριζε εξαρχής την ύπαρξη οφειλών 270.000,00 ευρώ της δεύτερης εναγόμενης προς Δ.Ο.Υ, Ν.Α.Τ, ναυπηγείο και τρίτους κατέχοντες τραπεζικές επιταγές, μια εκ των οποίων, ποσού 20.000,00 ευρώ έληγε σε 3 ημέρες και κινδύνευε να σφραγιστεί άμεσα, καθώς και ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν σκόπευε στην πραγματικότητα να του ναυλώσει ή να πουλήσει σ’ αυτόν και στο …………. το άνω πλοίο, δεν θα είχε λόγο να εμπλακεί σε σχετικές διαπραγματεύσεις μαζί του και να προβεί και στην καταβολή, ενόψει της ναύλωσης και της μελλοντικής πώλησης του πλοίου, χωρίς καμία εξασφάλιση, του προαναφερθέντος ποσού 33.500,00 ευρώ, προκαλώντας ο ίδιος ζημιά στην περιουσία του. Σε άλλη κρίση δεν οδηγείται το Δικαστήριο από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγόμενων …….., που είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο που συμπορεύεται με τις απόψεις τους, ενόψει του ότι ο μάρτυρας αυτός, που είναι αδελφός του πρώτου εναγόμενου και μέλος του Δ.Σ. της δεύτερης εναγόμενης, δεν επικαλείται ιδία γνώση όσων κατέθεσε ότι συμφωνήθηκαν στην κρίσιμη άνω συνάντηση ενάγοντος και πρώτου εναγόμενου την 5-7-2017. Σημειωτέον ότι οι εναγόμενοι δεν αρνούνται ότι ο πρώτος απ’ αυτούς εισέπραξε από τον ενάγοντα δια των άνω επιταγών το άνω συνολικό ποσό των 33.500,00 ευρώ κατά την άνω συνάντησή τους, αλλά ισχυρίζονται ότι αυτός δεν εξαπάτησε τον ενάγοντα διότι α) ουδέποτε συμφώνησε να του ναυλώσει το άνω πλοίο για την περίοδο από 10-7-2017 έως 30-9-2017, β) τον είχε εξαρχής ενημερώσει για τις άνω οφειλές της δεύτερης απ’ αυτούς, συνολικού ποσού 270.000,00 ευρώ και γ) η μη υπογραφή τελικά συμφωνητικού πώλησης του πλοίου δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά τους, αλλά σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος και του ……, οι οποίοι υπαναχώρησαν για δικούς τους λόγους (κατά τους εναγόμενους επειδή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν το τίμημα) από την συμφωνία να πωληθεί σ’ αυτούς το πλοίο μέχρι τα τέλη Ιουλίου 2017, με αποτέλεσμα η δεύτερη εξ αυτών να παρακρατεί νόμιμα το άνω ποσό των 33.500,00 ευρώ ως ποινική ρήτρα, κατ’ άρθρο 404 Α.Κ. Προς επίρρωση δε του άνω ισχυρισμού τους προσκομίζουν το επισυναπτόμενο στο προαναφερθέν από 7-7-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα σχέδιο συμφωνητικού πώλησης του άνω πλοίου που απέστειλαν στο ………… Ωστόσο, το σχέδιο αυτό συμφωνητικού, με το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αποκαλύπτονται το πρώτον οι εκκρεμούσες άνω οφειλές 270.000,00 ευρώ της δεύτερης εναγόμενης προς τρίτους, δεν παρέχει πίστη για το ότι το άνω χρηματικό ποσό των 33.500,00 ευρώ δόθηκε ως ποινική ρήτρα από τον ενάγοντα για την περίπτωση υπαίτιας μη εκτέλεση της σύμβασης από μέρους του και του ……….., αφού δεν γίνεται αναφορά σ’ αυτό για το άνω χρηματικό ποσό 33.500,00 ευρώ που καταβλήθηκε από τον ενάγοντα, όπως δεν γίνεται αναφορά για το χρηματικό ποσό αυτό και στο σχέδιο συμφωνητικού που εστάλη ηλεκτρονικά την προηγουμένη από τον …………. προς τη δεύτερη εναγόμενη, κατά τα προαναφερθέντα. Όμως, εάν πράγματι το άνω από 7-7-2017 σχέδιο συμφωνητικού πώλησης επιδίωκε το άνω καταβληθέν ποσό να έχει την έννοια της ποινικής ρήτρας, κατά τα διδάγματα της συναλλακτικής πρακτικής, θα το μνημόνευε, όπως και ότι είχε καταβληθεί το ποσό αυτό από τον ενάγοντα και μάλιστα με τη συμφωνία να πωληθεί μέχρι τα τέλη Ιουλίου 2017 το πλοίο σ’ αυτόν και στο ….. ….. Ακόμη, θα ήταν αναμενόμενο να υπήρχε στη συνέχεια κάποιο εξώδικο ή ηλεκτρονικό μήνυμα των εναγόμενων προς τον ενάγοντα, με το οποίο να διαμαρτύρονται αυτοί για υπαίτια υπαναχώρησή του από συμφωνηθείσα πώληση του πλοίου και να ζητούν την κατάπτωση του άνω ποσού ως ποινικής ρήτρας. Σε κάθε περίπτωση, το άνω σχέδιο έπεται της καταβολής του άνω ποσού στον πρώτο εναγόμενο, δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον ενάγοντα και δεν έλαβε ποτέ τη μορφή οριστικής συμφωνίας με αυτόν και το …. ….. Μετά ταύτα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, λόγω της προαναφερθείσας αδικοπρακτικής (απατηλής) σε βάρος του συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, υπέστη περιουσιακή ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την ως άνω συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου, ανερχόμενη στο συνολικό χρηματικό ποσό των 33.500,00 (20.000,00 + 10.000,00 + 3.500,00) ευρώ. Αποδείχθηκε ακόμα ότι από την άνω αδικοπραξία, πέραν της άνω περιουσιακής ζημίας, ο ενάγων υπέστη και ηθική βλάβη, από τη μεγάλη θλίψη που δοκίμασε από την εξαπάτησή του και την απώλεια των χρημάτων του, που αποτελούσαν αποταμιεύσεις του από την εργασία του και, επιπροσθέτως, ταλαιπωρία από τον εμπαιγμό του για μακρύ χρονικό διάστημα από τον ενάγοντα και από τη δικαστική διεκδίκηση των οφειλόμενων, για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Λαμβανομένων υπόψη της προκληθείσας σ’ αυτόν ζημίας, του βαθμού του πταίσματος του πρώτου εναγόμενου και δη της έντασης του δόλου του, της έλλειψης υπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας του, του συνόλου των συνθηκών της κρινόμενης περίπτωσης, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, πρέπει να του επιδικασθεί για την αιτία αυτή το ποσό των 3.000,00 ευρώ, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 44,00 ευρώ, ως προς το οποίο ο ίδιος επιφυλάχθηκε προκειμένου να παρασταθεί ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου. Το ποσό αυτό κρίνεται δίκαιο και εύλογο (Α.Π. 716/2008, Α.Π. 433/2008, Α.Π. 1779/2008, Α.Π. 635/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δηλαδή ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.Α.Π. 6/2009, Α.Π. 79/2010, Α.Π. 123/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τα ανωτέρω χρηματικά ποσά αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία του νόμιμου εκπροσώπου της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ευθύνεται έναντι του παθόντος (ενάγοντος) και η δεύτερη εναγόμενη ναυτική εταιρία, σύμφωνα με το άρθρο 71 Α.Κ. (Α.Π. 78/2020, Α.Π. 853/2019, Α.Π. 1723/2014, Εφ.Πειρ. 33/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχαήλ και Άντας Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία Α.Κ. και Εισ.Ν.Α.Κ, 2016, σ. 71), εις ολόκληρο με τον πρώτο εναγόμενο (άρθρο 926 Α.Κ.), ενώ οφείλονται αυτά στο ενάγοντα με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης καταψηφιστικής αγωγής (άρθρο 326 Α.Κ., Α.Π. 303/2016, Α.Π. 524/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και όχι από την προγενέστερη ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος, όπως αιτείται αυτός. Τούτο διότι η αποζημίωση και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία καταβάλλονται σε χρήμα κατά την Α.Κ. 346 και άρα τόκος οφείλεται όχι από το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας αλλά της εξώδικης ή δικαστικής όχλησης (Α.Π. 310/1993, ΕλλΔνη 35, 1528, Α.Π. 286/1986, ΕλλΔνη 1986, 1111, Εφ.Αιγ. 17/2021, Εφ.Πειρ. 442/2020, Εφ.Δωδ. 9/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων όχλησε εξωδίκως τους εναγόμενους για την καταβολή των συγκεκριμένων ποσών (άρθρο 340 Α.Κ.).
6. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την κρινόμενη αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία, δεχόμενο ότι η παράδοση των επίδικων επιταγών στον πρώτο εναγόμενο δεν ήταν αποτέλεσμα παραπλάνησης και κατά συνέπεια ότι η ζημία που υπέστη ο ενάγων δεν ήταν αποτέλεσμα αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσή του. Πρέπει, επομένως, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου έφεσης και παρελκομένης της εξέτασης του δεύτερου και τελευταίου λόγου της (με τον οποίον γίνεται επίκληση εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου επειδή η εκκαλουμένη, πριν απορρίψει κατ’ ουσία την αγωγή ελλείψει αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων, δεν ερεύνησε αυτεπάγγελτα εάν συντρέχει περίπτωση η περιγραφόμενη στην αγωγή απατηλή συμπεριφορά να αντιβαίνει και τα χρηστά ήθη και να παραβιάζει την Α.Κ. 919), να γίνει δεκτή η έφεση στο σύνολό της ως βάσιμη και κατ’ ουσία. Στη συνέχεια πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), συμπεριλαμβανομένης της διάταξης περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής και ακολούθως να κρατηθεί και να εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώπιον του οποίου αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 19 Κ.Πολ.Δ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3 Α’ – Β’ περ. Α’ Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισάγεται, κατά την τακτική διαδικασία, ενώ έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. . ….. . ηλεκτρονικό παράβολο της ΓΓΠΣ σε συνδυασμό με την από 25-11-2019 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής της τράπεζας Eurobank). Στη συνέχεια, η αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71 εδάφ. β’, 914, 926, 297, 298, 330 εδ. β’, 346 Α.Κ, 386 Π.Κ, 176, 1047, 1049 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία (καθ’ ό μέρος είναι νόμιμη, ήτοι κατόπιν απόρριψης ως μη νόμιμου, όπως και πρωτόδικα, του αιτήματος επιδίκασης νόμιμου τόκου από την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος) και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρο έκαστος, να καταβάλουν στον ενάγοντα ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης από την αδικοπραξία σε βάρος του, το συνολικό ποσό των 36.500,00 ευρώ (33.500,00 ευρώ + 3.000,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 Α.Κ.). Ακόμη, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της απαίτησης αποζημίωσης του ενάγοντος, του πταίσματος του πρώτου εναγόμενου (ο οποίος ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του) και της βαρύτητάς του, των συντρεχουσών περιστάσεων, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών και ενόψει και του ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν αρνείται την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης, ούτε ισχυρίζεται αλλά ούτε και προκύπτει ότι έχει υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας του, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας τριάντα (30) ημερών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, η χρονική διάρκεια της οποίας κρίνεται ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό, με την επισήμανση ότι α) η διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, που αφορά προσωπική κράτηση μεταξύ άλλων και για απαιτήσεις από αδικοπραξία, δεν καταργήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 (Ολ.Α.Π. 23/2005, Α.Π. 29/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, τόμ. ΙΙ, υπ’ άρθρο 1047, αριθ. 4, σ. 839) και β) ότι επί αδικοπρακτικής ευθύνης δεν απαλλάσσεται από την προσωπική του κράτηση ο οφειλέτης που από αδυναμία δεν εκπληρώνει τη χρηματική του υποχρέωση (Α.Π. 257/2008, Α.Π. 857/2008, Εφ.Πειρ. 185/2021, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Μιχ. Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 1047, αριθ. 4, σ. 839). Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του (άρθρο 106 του Κ.ΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εναγόμενων – εφεσίβλητων (άρθρα 176, 183, 189 παρ 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α΄ Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου κώδικος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η κρινόμενη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου άσκησης έφεσης στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 3 Γ’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23-6-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/26-7-2021 έφεση.
Δέχεται αυτήν τυπικά και κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 76/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσία την αναφερόμενη στο σκεπτικό από 21-6-2019 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../18-7-2019 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτή κατ’ ουσία.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο έκαστο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων (36.500,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Απαγγέλει προσωπική κράτηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, διάρκειας τριάντα (30) ημερών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.
Καταδικάζει τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ. Και
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του με κωδικό …………… ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Οκτωβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ