Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 111/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    111 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας – εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης: της αλλοδαπής εταιρείας …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σταραντζή (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εναγουσών: 1) της ασφαλιστικής εταιρείας ………. και 2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ……………., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Δαλιάνη (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 06.08.2012 και με αριθμό κατάθεσης …../2012 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3872/2017 απόφασή του που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς το δεύτερο εναγόμενο και δίκασε αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και έκανε αυτή δεκτή ως προς την τρίτη εναγόμενη. Η εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 09.07.2018 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……../10.07.2018 και ειδικό ……../10.07.2018 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/10.07.2018 και ειδικό …../10.07.2018, για τη δικάσιμο της 23.05.2019 και γράφτηκε στο πινάκιο, πλην, όμως, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της διενέργειας των Δημοτικών, Περιφερειακών Εκλογών και των Ευρωεκλογών της 20.05.2019. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 12.07.2019 κλήση της εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../18.07.2019 και ειδικό ……./18.07.2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 07.05.2020 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο της 07.05.2020 η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΚΥΑ Δια/ΓΠ.οικ. 26804/2020 (ΦΕΚ Β’ 1588/25.04.2020). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 78/2020 πράξης του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 09.07.2018 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 07.05.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΚΥΑ Δια/ΓΠ.οικ. 26804/2020 (ΦΕΚ Β’ 1588/25.04.2020) και του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30.05.2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 78/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19 κατά το διάστημα από 13.03.2020 έως 31.05.2020, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιοσδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής (ενν. της αναστολής λειτουρ­γίας των Δικαστηρίων λόγω του COVID-19), δηλαδή, μέχρι και τις 31.05.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του Προέδρου του τμήματος ή του Δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 01.07.2020 έως 15.07.2020 ή από 01.09.2020 έως 15.09.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του Δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα.» Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο Εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13.03.2020 έως 31.05.2020, οπότε η συζήτηση αυτή ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, με πράξη του προέδρου ή του δικαστή του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του Εφετείου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.

Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3872/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 06.08.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……../2012 αγωγής ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και δικάσθηκε αυτή αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και έγινε αυτή δεκτή ως προς την τρίτη εναγόμενη. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη, εταιρεία που εδρεύει στην αλλοδαπή, την 16.05.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../16.05.2018 έκθεση επίδοσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………….), η δε κρινόμενη από 09.07.2018 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των εξήντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./10.07.2018 και ειδικό …../10.07.2018 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016.

Οι ενάγουσες στην από 06.08.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, εξέθεταν ότι τον Αύγουστο του έτους 2011, η εδρεύουσα στην Καλαμάτα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……… …….» αγόρασε από τις αλλοδαπές εταιρείες με τις επωνυμίες ¨……..” και “……”, αντίστοιχα, που εδρεύουν στην Αυστρία, τα εμπορεύματα που περιγράφονται στα υπ’ αριθ. …../11.08.2011 και …../17.08.2011 τιμολόγια, αξίας 48.648,00ευρώ και 45.222,40 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι συνολικής αξίας 93.870,40 ευρώ, ότι οι παραδόσεις των εμπορευμάτων συμφωνήθηκε να γίνουν με τον όρο FREECARRIER, δηλαδή η αγοράστρια εταιρεία συμφωνήθηκε να φέρει τον κίνδυνο της απώλειας ή της ζημίας των εμπορευμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς τους από την Αυστρία μέχρι την Καλαμάτα, ότι την 08.08.2011 και την 16.08.2011, αντίστοιχα, η αγοράστρια εταιρεία ήρθε σε επαφή με την εδρεύουσα στη ………. Αττικής διαμεταφορική εταιρεία με την επωνυμία «…», στην οποία ανέθεσε τη μέριμνα της μεταφοράς των εμπορευμάτων από την Αυστρία στην Καλαμάτα, ότι η εταιρεία «….», ενεργώντας ως αρχική παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ανέλαβε τη μέριμνα του μεταφορικού έργου, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής ύψους 2.680,00 ευρώ για το πρώτο φορτίο και 2.700,00 ευρώ για το δεύτερο φορτίο, ότι ακολούθως η εταιρεία «…..» ήρθε σε επαφή με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση διεθνών μεταφορών με έδρα τη ….. Θεσσαλονίκης και υποκατάστημα στη …… Αττικής και στον οποίο πρότεινε να τη διαδεχθεί και να μεριμνήσει αυτός για την εκτέλεση της μεταφοράς, ότι ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ως ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος μεταφοράς, έναντι συμφωνηθέντος ναύλου, ήρθε σε επαφή με τον δεύτερο εναγόμενο που διατηρεί ατομική επιχείρηση διεθνών μεταφορών με έδρα τον Πειραιά, και του πρότεινε να αναλάβει αυτός την ευθύνη της περαιτέρω εξέλιξης του μεταφορικού έργου, και ειδικότερα να ανεύρει τον μεταφορέα και το μεταφορικό μέσο, που θα πραγματοποιούσαν την επίδικη μεταφορά, ότι ο δεύτερος εναγόμενος αποδέχθηκε την ανωτέρω ανάθεση και, ενεργώντας ως ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ήρθε σε επαφή με την τρίτη εναγόμενη, αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στη ……, στην οποία ανέθεσε την εκτέλεση της επίδικης μεταφοράς, η οποία και αποδέχθηκε, διαθέτοντας δικής της ιδιοκτησίας, άλλως εκμετάλλευσης, φορτηγά αυτοκίνητα, ότι ακολούθως ο δεύτερος εναγόμενος ενημέρωσε τον πρώτο εναγόμενο για τα στοιχεία των φορτηγών και ο τελευταίος πληροφόρησε σχετικά την εταιρεία «…..», η οποία προχώρησε στην έκδοση της από 09.08.2011 για το πρώτο φορτίο και της από 17.08.2011 για το δεύτερο φορτίο έγγραφης ανάθεσης, την αποδοχή των οποίων επιβεβαίωσε ο πρώτος εναγόμενος, ότι τα εμπορεύματα ήταν ασφαλισμένα, για κάθε ζημία που θα συνέβαινε σ’ αυτά κατά τη διάρκεια της επίδικης διεθνούς οδικής μεταφοράς, από την εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «. – …… – ….»,ενώ η αστική ευθύνη της εταιρείας«….» για υλικές ζημίες ή απώλειες, που τυχόν θα προκληθούν, κατά την οδική, ατμοπλοϊκή, αεροπορική, σιδηροδρομική, καθώς και συνδυασμένη μεταφορά εμπορευμάτων ιδιοκτησίας τρίτων, με όλα τα αναγνωρισμένα μέσα μεταφοράς από την Ελλάδα προς όλο τον κόσμο και αντίστροφα, για το κρίσιμο χρονικό διάστημα από την 01.11.2010 έως και την 01.11.2011, ήταν ασφαλισμένη από τις ενάγουσες, ασφαλιστικές εταιρείες (συνασφάλιση), σύμφωνα με τους γενικούς και ειδικούς όρους του εκδοθέντος από την πρώτη ενάγουσα υπ’ αριθ. ………../16.12.2010 ανοικτού ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης διαμεταφορέα, στο οποίο ρητά προβλεπόταν ότι όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση ή ο ασφαλιστικός κίνδυνος, το συνολικό ανώτατο όριο κάλυψης – ευθύνης, ανά φόρτωση και μεταφορικό μέσο, θα ανέλθει στο ποσό των 700.000,00 ευρώ, ότι καθεμία από τις ενάγουσες συνασφαλίστριες εταιρείες θα ευθυνόταν χωριστά και μέχρι του ποσοστού της συμμετοχής της, αποκλεισμένης της αλληλέγγυας, αδιαίρετης ή εις ολόκληρον ευθύνης αυτών, ότι στο προαναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρητά προβλέφθηκε ότι η τεχνική και διαχειριστική ηγεσία της ασφαλιστικής σύμβασης είχε ανατεθεί στην πρώτη ενάγουσα, η οποία αναγνωρίσθηκε από την δεύτερη ενάγουσα, με τη συναίνεση και της ασφαλιζόμενης, ως ηγέτης ασφαλιστής, ότι σύμφωνα με τους γενικούς και ειδικούς όρους του προαναφερόμενου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ………./2011 πρόσθετη πράξη – πιστοποιητικό ασφάλισης, δυνάμει του οποίου η πρώτη ενάγουσα εισέπραξε τα ασφάλιστρα του τριμήνου από την 01.08.2011 έως την 01.11.2011,ορίσθηκε αναφορικά με την αστική ευθύνη της εταιρείας «………», ότι ήταν ασφαλισμένη από την πρώτη ενάγουσα κατά ποσοστό 50%, επί του συνόλου των ζημιών που θα προκληθούν στα εμπορεύματα και με ανώτατο όριο κάλυψης – ευθύνης το ποσό των 350.000,00 ευρώ, και ότι κατά το υπόλοιπο ποσοστό 50%, επί του συνόλου των ζημιών που θα προκληθούν στα εμπορεύματα και με ανώτατο όριο κάλυψης – ευθύνης το ποσό των 350.000,00 ευρώ, ήταν ασφαλισμένη από την δεύτερη ενάγουσα, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ………. ασφαλιστήριο συμβόλαιο, του οποίου οι όροι, καλύψεις και απαλλαγές ρητά ορίσθηκαν ότι ήταν οι προβλεπόμενες στο προαναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο της πρώτης ενάγουσας, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ………/2011 πρόσθετη πράξη, με την οποία η δεύτερη ενάγουσα εισέπραξε τα ασφάλιστρα του ίδιου ως άνω τριμήνου, ότι την 12.08.2011 και την 18.08.2011, αντίστοιχα, παραδόθηκαν από τις αποθήκες στην Αυστρία των ανωτέρων αλλοδαπών εταιρειών (αποστολέων – φορτωτών) τα προς μεταφορά εμπορεύματα, πλήρη σε αριθμό, σε άριστη κατάσταση και συσκευασμένα, κατά τον ενδεικνυόμενο για το είδος και τη διάρκεια της μεταφοράς τρόπο, και εκδόθηκαν διεθνείς φορτωτικές CMR, προκειμένου να μεταφερθούν στην Καλαμάτα με φορτηγά αυτοκίνητα, κυριότητας, άλλως εκμετάλλευσης της τρίτης εναγόμενης, που ήταν ο τελικός (πραγματικός) μεταφορέας, ότι την 17.08.2011 και την 24.08.2011, αντίστοιχα, που ήταν οι συμφωνηθείσες για κάθε αποστολή, ημερομηνίες παράδοσης των εμπορευμάτων, τα φορτηγά δεν είχαν φθάσει στον προορισμό τους και για τον λόγο αυτό η εταιρεία «………», η οποία είχε πληροφορηθεί ότι η τρίτη εναγόμενη παρακρατούσε τα εμπορεύματα, με το από 26.08.2011 μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διαμαρτυρήθηκε στην τρίτη εναγόμενη για την αντισυμβατική και παράνομη άρνησή της να παραδώσει τα εμπορεύματα στη δικαιούχο τους εταιρεία, ενώ η τρίτη εναγόμενη απάντησε με το από 30.08.2011 μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επικαλούμενη οικονομικές διαφορές αυτής με τον δεύτερο εναγόμενο, ότι η παραλήπτρια των εμπορευμάτων ως άνω εταιρεία, με την από 31.08.2011 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωσή της, στράφηκε κατά της εταιρείας «………..», διαμαρτυρόμενη για τη μη παράδοση των εμπορευμάτων, τα οποία, όμως, ουδέποτε παραδόθηκαν σε αυτήν, εντός τριάντα ημερών από τις συμφωνηθείσες ως άνω ημερομηνίες παράδοσης την 17.08.2011 και την 24.08.2011, αντίστοιχα, ή, έστω, εντός εξήντα ημερών από τις ημερομηνίες κατά τις οποίες οι μεταφορείς παρέλαβαν τα φορτία την 12.08.2011 και την 18.08.2011, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να απωλεσθούν οριστικώς τα εμπορεύματα κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR, ότι η τρίτη εναγόμενη ως μεταφορέας ευθύνεται για την ολική απώλεια των εμπορευμάτων που συνέβη μεταξύ του χρόνου που παρέλαβε αυτά και του χρόνου της παράδοσής τους, ότι από την απώλεια αυτή αντικειμενικά συνάγεται πταισματική συμπεριφορά και ευθύνη της μεταφορέα τρίτης εναγόμενης και, συνακόλουθα, ευθύνη των εμπλεκομένων παραγγελιοδόχων μεταφοράς που είχαν αναλάβει, ως εγγυητές, της επίδικης μεταφοράς, την ευθύνη εκτέλεσής της, ήτοι της εταιρείας «….» ως αρχικής παραγγελιοδόχου και του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων ως ενδιάμεσων παραγγελιοδόχων, και ειδικότερα ότι η απώλεια αυτή των εμπορευμάτων έλαβε χώρα ένεκα πράξεων και παραλείψεων, που συνέβησαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που η εταιρεία «………», οι εναγόμενοι, καθώς και οι συνεργάτες ή προστηθέντες τους είχαν αναλάβει, και ως εκ τούτου η εταιρεία «……….» ως αρχική παραγγελιοδόχος, ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων ως ενδιάμεσοι παραγγελιοδόχοι, και η τρίτη εναγόμενη, έχοντας αναλάβει ως μεταφορέας την εκτέλεση της μεταφοράς αυτής, ευθύνονται συμβατικά (νόθος αντικειμενική ευθύνη απορρέουσα από τη σύμβαση διεθνούς οδικής μεταφοράς), καθόσον δεν επέδειξαν την επιβαλλόμενη συμπεριφορά, για την ασφαλή μεταφορά, φύλαξη και τελική παράδοση των εμπορευμάτων στην παραλήπτρια, εφόσον όλο το φορτίο απωλέσθηκε, ότι, επίσης, καμία περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης του μεταφορέα δεν συνέτρεξε εν προκειμένω, μη εφαρμοζόμενης καμίας από τις απαλλακτικές για τον μεταφορέα διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR προς όφελος των εναγόμενων, ότι, επιπροσθέτως, η επέλευση της επίδικης ζημίας κατέστη δυνατή εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της τρίτης εναγομένης, η οποία αποφάσισε να μην παραδώσει τα φορτία, που βρίσκονταν στην κατοχή, ευθύνη, φύλαξη και επίβλεψή της, στην παραλήπτρια εταιρεία, αλλά τα παρακράτησε παρανόμως, η συμπεριφορά δε αυτή ισοδυναμεί με «ηθελημένη κακή διαχείριση» του άρθρου 29 της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR, και ως εκ τούτου η τρίτη εναγόμενη – πραγματική μεταφορέας ευθύνεται όχι μόνο συμβατικά, αλλά και εξωσυμβατικά, έναντι της παραλήπτριας, επιδείξασα αδικοπρακτική συμπεριφορά, ότι μετά την επέλευση και διαπίστωση της ασφαλιστικής περίπτωσης και σε εκπλήρωση των όρων του ασφαλιστήριου συμβολαίου που καταρτίσθηκε μεταξύ της παραλήπτριας του φορτίου και της ασφαλιστικής εταιρείας «…. – . – .», η τελευταία υποχρεώθηκε να καταβάλει στη δικαιούχο των απολεσθέντων εμπορευμάτων και ασφαλισμένη της παραλήπτρια, ασφάλισμα ίσο με τη συμφωνημένη αξία τους ποσού 93.870,40 ευρώ, ότι την 29.11.2011, οι ενάγουσες ενεργώντας για λογαριασμό της ασφαλισμένης τους εταιρείας«….», συμφώνησαν με την ασφαλιστική εταιρεία «………..» και διακανόνισαν την υπόθεση εξωδίκως στο συνολικό ποσό των 68.870,40 ευρώ (93.870,40 X 73,3675%), ήτοι στο ποσό των 35.691,80 ευρώ για το πρώτο φορτίο και στο ποσό των 33.178,60 ευρώ για το δεύτερο φορτίο, ότι την 13.12.2011, κατέβαλαν στην ασφαλισμένη τους εταιρεία «…….», ως όφειλαν, σύμφωνα με τους γενικούς και ειδικούς όρους του εκδοθέντος από την πρώτη ενάγουσα ανοικτού ασφαλιστικού συμβολαίου «αστικής ευθύνης διαμεταφορέα», το συνολικό ποσό των 68.870,40 ευρώ ως ασφάλισμα, και ειδικότερα η μεν πρώτη ενάγουσα κατέβαλε στην εταιρεία «……….» το ποσό των 34.435,20 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ήμισυ του συμφωνηθέντος ασφαλίσματος, βάσει του ποσοστού συμμετοχής της στη συνασφάλιση (50%), από το οποίο το ποσό των 17.845,90 ευρώ αφορούσε στη ζημία του πρώτου φορτίου και το ποσό των 16.589,30 ευρώ αφορούσε στη ζημία του δεύτερου φορτίου, η δε δεύτερη ενάγουσα κατέβαλε στην εταιρεία «………» το ποσό των 34.435,20 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ήμισυ του συμφωνηθέντος ασφαλίσματος, βάσει του ποσοστού συμμετοχής της στη συνασφάλιση (50%), από το οποίο το ποσό των 17.845,90 ευρώ αφορούσε στη ζημία του πρώτου φορτίου και το ποσό των 16.589,30 ευρώ αφορούσε στη ζημία του δεύτερου φορτίου, ότι ακολούθως η ασφαλισμένη τους εταιρεία «……….» απέδωσε το συνολικό ασφάλισμα ποσού 68.870,40 ευρώ, που έλαβε από αυτές, στην παραλήπτρια εταιρεία, ως όφειλε, ότι μετά τις ανωτέρω καταβολές στις οποίες προέβησαν, τόσο δυνάμει του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, όσο και δυνάμει όρου περί εκχωρήσεως δικαιωμάτων, ο οποίος συμπεριλήφθηκε στις εξοφλητικές αποδείξεις που εξέδωσαν, ανήγγειλαν την εκχώρηση αυτή με την υπό κρίση αγωγή στους εναγόμενους, υποκαθιστάμενες, εκάστη, για το ποσό των 34.435,20 ευρώ, ήτοι το ποσό των 17.845,90 ευρώ για τη ζημία του πρώτου φορτίου και το ποσό των 16.589,30 ευρώ για τη ζημία του δεύτερου φορτίου, στα αναγωγικά δικαιώματα της ασφαλισμένης τους εταιρείας«……..», κατά των υπευθύνων για την επίδικη απώλεια, ότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, συντρέχει έναντι της παραλήπτριας εταιρείας παράλληλη ευθύνη της τρίτης εναγόμενης ως μεταφορέα, της εταιρείας «……..» και του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων ως παραγγελιοδόχων της επίδικης μεταφοράς, και θεμελιώνεται εις ολόκληρον οφειλή τους, κατά το άρθρο 926 του ΑΚ, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 927 του ΑΚ, μετά την αποκατάσταση της ζημίας της παραλήπτριας εταιρείας και την υποκατάστασή τους στα δικαιώματα της ασφαλισμένης τους εταιρείας «…..», έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά των εναγόμενων, ως συνοφειλετών – συνεγγυητών της εταιρείας «…..». Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησαν, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό των καταψηφιστικών αγωγικών αιτημάτων σε έντοκα αναγνωριστικά, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις αυτών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στη μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 34.435.20 ευρώ, ήτοι το ποσό των 17.845,90 ευρώ για τη ζημία του πρώτου φορτίου και το ποσό των 16.589,30 ευρώ για τη ζημία του δεύτερου φορτίου, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, στη δε δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 34.435.20 ευρώ, ήτοι το ποσό των 17.845,90 ευρώ για τη ζημία του πρώτου φορτίου και το ποσό των 16.589,30 ευρώ για τη ζημία του δεύτερου φορτίου, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη ως προς τον πρώτο και την τρίτη των εναγόμενων και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο και έκανε αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς την τρίτη εναγόμενη.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ­θρων 68 και 520 του ΚΠολΔ, έννομο συμφέ­ρον πρέπει να υπάρχει και για τον λόγο έφεσης, δηλαδή ο λόγος να είναι λυσιτε­λής, ώστε η παραδοχή του να οδηγεί στην εν όλω ή εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 558/1990 ΕΕΝ 1991. 121). Κατά συνέπεια δεν είναι παραδεκτός ο λό­γος έφεσης με τον οποίο ο διάδικος που ηττήθηκε παραπονείται για ελλείψεις της αιτιολογίας ή για ανεπαρκείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης, χωρίς να ισχυρίζεται ότι από το επικαλού­μενο και μόνο αυτό σφάλμα το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο αιτιολογικό και διατακτικό (ΜονΕφΑθ 4613/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ 33/2015 Δικογραφία 2015. 565, ΕφΛαρ 766/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1094/1989 ΕλλΔνη 1992. 899, ΕφΑθ 7827/1987 ΕΔΠ 1987. 265). Στην προκειμένη περίπτωση, την ανωτέρω υπ’ αριθ. 3872/2017 απόφαση προσβάλλει η εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη με την κρινόμενη έφεσή της και παραπονείται: (α) με τον πρώτο λόγο της έφεσής της για ανεπαρκείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συνδέεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, και συγκεκριμένα αναφορικά με το ζήτημα ότι ο δεύτερος εναγόμενος που ενεργούσε ως ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ανέθεσε στην ίδια ως μεταφορέα την εκτέλεση της επίδικης μεταφοράς, επικαλούμενη ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση με ποιόν τρόπο, σε ποιόν χρόνο, σε ποιόν τόπο και ιδίως βάσει ποιας έννομης σχέσης ανατέθηκε σε αυτήν η εκτέλεση της επίδικης μεταφοράς, ώστε να γεννάται νόθος αντικειμενική ευθύνη αυτής απορρέουσα από σύμβαση διεθνούς οδικής μεταφοράς κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR, (β) με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR ως προς την ίδια, διότι αυτή δεν συνδέεται συμβατικώς ούτε με την αγοράστρια – παραλήπτρια εταιρεία, ούτε με την εταιρεία «……….», ούτε με τον πρώτο εναγόμενο, αφού δεν προσχώρησε στην αρχική σύμβαση μεταφοράς, αντιθέτως δε συνήψε με τον δεύτερο εναγόμενο την από 20.07.2011 σύμβαση πλαίσιο για τη μεταφορά εμπορευμάτων, σύμφωνα με την οποία ανέλαβε την υποχρέωση να διενεργεί διεθνείς ή εσωτερικές μεταφορές εμπορευμάτων για λογαριασμό του δεύτερου εναγόμενου, έναντι αμοιβής που θα καταβάλονταν από αυτόν, και στην οποία ρητώς ορίσθηκαν ως αποκλειστικώς αρμόδια για την επίλυση οποιασδήποτε διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών τα δικαστήρια της έδρας της στη ….., και ως εφαρμοστέο δίκαιο οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR σε συνδυασμό με το Ρουμανικό εμπορικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων ως προς αυτήν, και (γ)με τον τρίτο λόγο της έφεσής της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την παράλληλη ευθύνη αυτής ως μεταφορέα βάσει των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR, αλλά και βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξιών, λόγω της επικαλούμενης στην αγωγή συμπεριφοράς της που ισοδυναμεί με «ηθελημένη κακή διαχείριση», διότι η Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης CMR έχει υπερνομοθετική ισχύ και υπερισχύει των εθνικών διατάξεων περί αδικοπραξιών, και συνεπώς δεν δύναται να συντρέχει παράλληλη ευθύνη αυτής από τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης CMR και από αδικοπραξία, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή των αντιδίκων της. Κατόπιν τούτων, πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης, πλην του πρώτου υπό στοιχείο (α) λόγου, ο οποίος προβάλλεται αλυσιτελώς και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, διότι και αν ακόμη γινόταν δεκτός, δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικό από την εκκαλουμένη διατακτικό, αλλά μόνο στην αντικατάσταση ή συμπλήρωση των αιτιολογιών της, κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αφού η εκκαλούσα δεν επικαλείται στην έφεσή της ότι από το επικαλού­μενο και μόνο αυτό σφάλμα, ήτοι τις ανεπαρκείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με το ζήτημα ότι η ίδια ενεργούσε ως τελικός (πραγματικός) μεταφορέας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο αιτιολογικό και δι­ατακτικό.

Κατά το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.2496/1997 (ΦΕΚ Α’ 87/16.05.1997) «Ασφαλιστική σύμβαση τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις», που άρχισε να ισχύει έξι μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης κατά το άρθρο 34 αυτού, εάν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε. Καταργήθηκαν με το άρθρο 33 παρ. 2 του παραπάνω νόμου οι διατάξεις του ενάτου τμήματος του εμπορικού νόμου, όπως ίσχυαν και περιλάμβαναν τα άρθρα 189 έως 225 που ρύθμιζαν την ασφαλιστική σύμβαση, μεταξύ των οποίων και τη διάταξη του άρθρου 210 ΕμπΝ, κατά την οποία από και με την μεταβολή του ασφαλίσματος επερχόταν αυτοδίκαια η μεταβίβαση στον ασφαλιστή των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου κατά του υπαιτίου της απώλειας ή βλάβης των πραγμάτων που είχαν ασφαλισθεί. Η αγωγή του ασφαλιστή που υποκαταστάθηκε, κατά του τρίτου που ευθύνεται για τη ζημία, έχει ως βάση την αγωγή που ο ασφαλισμένος θα ασκούσε κατά του τρίτου υπόχρεου, με όλα τα ουσιαστικά και δικονομικά της πλεονεκτήματα (ΑΠ 1389/1999 ΕλλΔνη 2000. 690, ΕφΑθ 1713/2006 ΔΕΕ 2005. 833). Η ασφαλιστική υποκατάσταση αποτελεί μορφή εκ του νόμου εκχώρησης (cession legis). Επ’ αυτής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της εκχώρησης των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον προσαρμόζονται στη φύση και τον σκοπό της. Μεταξύ αυτών είναι και η διάταξη του άρθρου 462 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης έχει προς τον εκδοχέα τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε προς τον εκχωρητή και η διάταξη του άρθρου 463 εδ. α’ του ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή πριν την αναγγελία, με εξαίρεση ενστάσεις που πηγάζουν από παράβαση κάποιου όρου της ασφαλιστικής σύμβασης, διότι αυτές είναι ενστάσεις που απορρέουν από δικαίωμα τρίτου και είναι ανεπίτρεπτες, εκτός αν αμέσως ή ευθέως συνάπτονται με την ενεργητική νομιμοποίηση του ασφαλιστή που υποκαθίσταται. Επομένως, ο ασφαλιστής που αποζημίωσε τον ασφαλισμένο, εγείροντας ως υποκατάστατος εκείνου την αγωγή αποζημίωσης κατά του μεταφορέα, οφείλει για την πληρότητα αυτής κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ να επικαλεσθεί: α) την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης χερσαίας μεταφοράς, β) την παράδοση των προς μεταφορά πραγμάτων στον μεταφορέα, γ) την απώλεια ή βλάβη των πραγμάτων κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και τη ζημία που επήλθε εξ αυτής και δ) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο σε εκτέλεση της υφιστάμενης ασφαλιστικής συμβάσεως (ΕφΑθ 5736/2004 ΔΕΕ 2005.65, ΕφΑθ 3293/1996 ΔΕΕ 1997.302).Εξάλλου, η Σύμβαση της Γενεύης για τις διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων (CMR) που υπογράφηκε στις 19.05.1956 και κυρώθηκε με το Ν 559/1977, ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτής ως προϋποθέσεις για την εφαρμογή της τη διενέργεια αμειβόμενης μεταφοράς εμπορευμάτων οδικώς με οχήματα σε χώρα διαφορετική από εκείνη της παραλαβής αυτών, εφόσον η μια τουλάχιστον από αυτές είναι συμβαλλόμενη χώρα. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1 και παρ. 2 και 18 παρ. 1 της Σύμβασης αυτής, ο μεταφορέας ευθύνεται για την ολική ή μερική απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων που συνέβη μεταξύ του χρόνου που παρέλαβε τα εμπορεύματα και του χρόνου της παράδοσής τους, εκτός εάν αποδείξει ότι η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων δεν οφείλεται σε εσφαλμένη ενέργεια ή αμέλεια δική του ή των προσώπων, για τα οποία κατά το άρθρο 3 της ίδιας Σύμβασης ευθύνεται, αλλά οφείλεται σε εσφαλμένη ενέργεια ή αμέλεια ή στις οδηγίες όποιου προβάλλει απαίτηση ή σε κρυμμένο ελάττωμα των εμπορευμάτων ή σε συνθήκες, τις οποίες ο μεταφορέας δεν μπορούσε να αποφύγει και ούτε να προλάβει τις συνέπειές τους. Πρόκειται για συμβατική ευθύνη του μεταφορέα προς αποζημίωση εκείνου που είχε το δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα και ο οποίος μπορεί να είναι ο αποστολέας ή ο παραλήπτης αυτών, αφού ο παραλήπτης, ακόμη και εάν δεν συμβλήθηκε στη σύμβαση μεταφοράς, υπεισέρχεται σ’ αυτή από τότε που θα ζητήσει την παράδοση των εμπορευμάτων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, παρ. 2, παρ. 3, 13 και 14 της Σύμβασης αυτής. Η συμβατική αυτή ευθύνη ενδέχεται να συρρέει με αδικοπρακτική ευθύνη του μεταφορέα που μπορεί κατά το άρθρο 914 του ΑΚ να υπέχει αυτός έναντι του κυρίου μόνο των εμπορευμάτων, εάν η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων, ως πράξη παράνομη, οφείλεται σε υπαιτιότητα του μεταφορέα. Ωστόσο, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 της Σύμβασης αυτής, ο μεταφορέας μπορεί να επωφεληθεί από τις ευνοϊκές γι’ αυτόν διατάξεις της που αποκλείουν την ευθύνη του ή ορίζουν ή περιορίζουν την οφειλόμενη από αυτόν αποζημίωση και να αποκλείσει έτσι και την αδικοπρακτική ευθύνη του. Όμως, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 της Σύμβασης αυτής, ο μεταφορέας δεν δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεών της, οι οποίες αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του ή οι οποίες μεταφέρουν το βάρος της απόδειξης, εάν η ζημία είναι αποτέλεσμα ηθελημένης κακής διαχείρισής του ή παράλειψής του, η οποία, σύμφωνα με τη νομοθεσία (του κράτους) του Δικαστηρίου που έχει τη δικαιοδοσία της υπόθεσης, θεωρείται ως ισοδύναμη με ηθελημένη κακή διαχείριση από την πλευρά του. Ο όρος «ηθελημένη κακή διαχείριση» που αποτελεί απόδοση στην ελληνική γλώσσα του όρου «wilful misconduct» από το πρωτότυπο και επίσημο αγγλικό κείμενο της Σύμβασης που υιοθέτησε η Ελλάδα, ως βαθμός πταίσματος, με τη συνδρομή του οποίου ο μεταφορέας ενέχεται κατά το κοινό δίκαιο προς πλήρη αποζημίωση του παθόντος, είναι άγνωστος στο ελληνικό δίκαιο και δεν ταυτίζεται ούτε με τον άμεσο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα ή προβλέπει αυτό ως αναγκαίο και το αποδέχεται, ούτε με τον ενδεχόμενο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και το αποδέχεται. Αποτελεί μορφή πταίσματος ελαφρότερη της έννοιας του δόλου, άμεσου ή ενδεχόμενου. Διαφοροποιείται όμως και από την έννοια της βαριάς αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει ούτε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, διότι από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του. Τούτο δε διότι, ενώ στη μορφή αυτή της αμέλειας το μέτρο της επιμέλειας που απαιτείται κρίνεται αντικειμενικώς, στην ηθελημένη κακή διαχείριση απαιτείται αναγκαία η συνδρομή και του υποκειμενικού στοιχείου, δηλαδή της ψυχικής εκείνης στάσης του μεταφορέα που γνωρίζει ότι η ενέργειά του ή η παράλειψή του επαυξάνει τον κίνδυνο πραγμάτωσης του ζημιογόνου αποτελέσματος. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού της Σύμβασης που απέβλεψε στην ομοιομορφία διεθνώς των όρων και της έκτασης της ευθύνης του μεταφορέα προς απεριόριστη αποζημίωση και για πταίσμα του ελαφρότερο του ενδεχόμενου δόλου, ο όρος της «ηθελημένης κακής διαχείρισης», ως μορφή πταίσματος, περιλαμβάνει, εκτός από το δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, και τη συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα, κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του γεγονότος ότι η πράξη ή η παράλειψή του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία, χωρίς όμως κατ’ ανάγκην και να το αποδέχεται (ΟλΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 1998. 307, ΑΠ 479/2006 NΟΜΟΣ, ΑΠ 205/2007 ΝοΒ 2007. 1859, ΑΠ 1715/2007 ΔΕΕ 2008. 349, ΑΠ 157/2008 Αρμ 2008. 905, ΑΠ 1319/2011 ΧρΙΔ 2012. 524, ΑΠ 1795/2012 ΕπισκΕμπΔ 2013. 111). Όπως προαναφέρθηκε, από τις διατάξεις της Σύμβασης CMR δεν αποκλείεται η παράλληλη ευθύνη του μεταφορέα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των μεταφερόμενων εμπορευμάτων που οφείλεται σε πταίσμα του μεταφορέα και κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, σύμφωνα με τη γενική αρχή της συρροής συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης. Τέτοια συρροή αναγνωρίζεται έμμεσα με τα άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης αυτής. Για να υφίσταται όμως ευθύνη του μεταφορέα σε πλήρη αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. του ΑΚ, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος, απαιτείται η ζημία να προκλήθηκε από «ηθελημένη κακή διαχείριση» του μεταφορέα. Συνεπώς, για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης προς αποζημίωση απαιτείται να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τις προϋποθέσεις της ευθύνης από αδικοπραξία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 της Σύμβασης CMR, στις οποίες περιλαμβάνεται, εκτός των άλλων, και η ζημία που υπέστη ο δικαιούχος εξαιτίας της βλάβης ή της απώλειας των μεταφερόμενων αντικειμένων, καθώς επίσης και η υπαιτιότητα του μεταφορέα με την προαναφερόμενη μορφή της «ηθελημένης κακής διαχείρισης» (ΜονΕφΑθ 1598/2015 ΔΕΕ 2015. 743, ΕφΘεσ 437/2002 Αρμ 2004. 81, ΕφΘεσ 426/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008. 792, ΕφΘεσ 696/2014 ΕπισκΕμπΔ 2014. 164 επ.). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά καταρχήν τρία πρόσωπα, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς και τον παραλήπτη. Όμως πολλές φορές στη μεταφορά παρεμβάλλεται και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 90-107 του ΕμπΝ, προκειμένου για μεταφορά ειδικότερα πραγμάτων οδικώς, αναλαμβάνει με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό, όμως, του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που αυτός του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη μ’ αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς. Δηλαδή, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος αναλαμβάνει να εξεύρει τον μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει αυτός προσωπικά τη σύμβαση μεταφοράς, ως εργολάβος μετακομιδής, που ενεργεί επιχείρηση μετακόμισης, διαφέρει του μεταφορέα μόνο κατά το ότι ο τελευταίος εκτελεί ο ίδιος τη μεταφορά. Μπορεί βεβαίως ο παραγγελιοδόχος να αναθέσει την εκτέλεση της μεταφοράς σε μεταφορέα ή να την ενεργήσει, με δικά του μεταφορικά μέσα. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχέση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, με τον παραγγελέα δεν είναι το αν θα εκτελεστεί τη μεταφορά, με δικά του ή ξένα μεταφορικά μέσα, αλλά η ενέργεια της μεταφοράς στο όνομά του, η οποία έτσι εμφανίζεται προς τα έξω και ειδικότερα προς τον παραγγελέα ως υπόθεση παραγγελιοδόχου, ο οποίος θα ενεργήσει στο δικό του όνομα ότι απαιτείται για την εκτέλεση της μεταφοράς (ΑΠ 304/2007 NΟΜΟΣ). Ενώ λοιπόν στη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, κύρια παροχή του παραγγελιοδόχου είναι να καταρτίσει στο όνομα του σύμβαση μεταφοράς και η παροχή αυτή, συνίσταται στην ενέργεια νομικής πράξης με βάση τις αρχές της έμμεσης αντιπροσώπευσης, έχοντας την ελευθερία να καθορίσει τις λεπτομέρειες της μεταφοράς, επιλέγοντας το μεταφορέα, το μέσο μεταφοράς, την οδό που η μεταφορά θα ακολουθήσει κ.λπ., στη σύμβαση μεταφοράς κύρια παροχή του μεταφορέα είναι η ενέργεια της υλικής πράξης της μετατόπισης των (προς μεταφορά) εμπορευμάτων από ένα τόπο σε άλλον (βλ. Κ. Παμπούκη, ΕπισκΕΔ 1998. 171 επ., Α. Κιάντου – Παμπούκη, Στοιχεία του δικαίου της χερσαίας μεταφοράς και νομοθετικά κείμενα, 1989, σελ. 123). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 97 ΕμπΝ, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για κάθε καθυστέρηση, απώλεια η φθορά των μεταφερόμενων πραγμάτων, ανεξάρτητα από πταίσμα του, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο ή υπήρξε «ακαταμάχητη δύναμη», νομιμοποιείται δε να στραφεί απευθείας κατ’ αυτού και ο παραλήπτης των πραγμάτων που δεν συμβλήθηκε μαζί του, αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια, κατά το άρθρο 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (ΟλΑΠ 33/1998 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 998/2002 NΟΜΟΣ). Η ευθύνη δηλαδή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι κατά την παραπάνω έννοια εγγυητική και ευθύνεται εις ολόκληρο με το μεταφορέα για την καλή απ’ αυτόν εκτέλεση της μεταφοράς στο μέτρο βέβαια που και ο τελευταίος ευθύνεται (ΑΠ 304/2007 ΝΟΜΟΣ). Επομένως ναι μεν η από 19.05.1956 Σύμβαση της Γενεύης ρυθμίζει μόνο τη σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, όμως, στο μέτρο που ανακύπτει κατά τη Σύμβαση αυτή ευθύνη του μεταφορέα, ευθύνεται εγγυητικά και, σε ολόκληρο με αυτόν, και ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς. Δεν αποκλείεται βέβαια ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς να ευθύνεται και για δικές του προσωπικές πράξεις ή παραλείψεις, στην περίπτωση, όμως, αυτή η ευθύνη που θεμελιώνεται στις διατάξεις του, κοινού δικαίου (ΑΠ 1795/2012 ΕπισκΕμπΔ 2012. 111, ΑΠ 1319/2011 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 34 της Διεθνούς Σύμβασης CMR ορίζεται ότι «εάν μεταφορά διεπομένη υπό μοναδικού συμβολαίου εκτελεσθεί υπό διαδοχικών οδικών μεταφορέων, έκαστος εξ αυτών θα είναι υπεύθυνος δια την εκτέλεσιν ολοκλήρου της εργασίας, του δεύτερου μεταφορέως και εκάστου επομένου τοιούτου καθισταμένων συμβαλλομένων εις το συμβόλαιον μεταφοράς, δυνάμει των όρων του δελτίου παραδόσεως, λόγω αποδοχής υπ’ αυτών των εμπορευμάτων και του δελτίου παραδόσεως». Είναι σαφές ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, όταν υπάρχουν περισσότεροι μεταφορείς, που ο ένας διαδέχεται τον άλλο σε τμήματα της μεταφοράς, οπότε σε περίπτωση ολικής ή μερικής βλάβης των μεταφερομένων εμπορευμάτων ευθύνονται όλοι εις ολόκληρο έναντι του παραλήπτη (βλ. και άρθρο 36 της Διεθνούς Σύμβασης CMR). Πρέπει, όμως, να τύχει εφαρμογής για την ταυτότητα του νομικού λόγου και όταν κάποιος από τους μεταφορείς δεν εκτελεί κανένα τμήμα της μεταφοράς, αλλά αναθέτει το όλο έργο ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς σε άλλο μεταφορέα, με τον οποίο δεν είχε συμβληθεί άμεσα ο αποστολέας ή ο παραλήπτης (ΑΠ 728/1994 ΕλλΔνη 1996.135, ΕφΑθ 4350/2008 ΔΕΕ 2009.90, ΕφΠειρ 246/2006 ΠειρΝομ 2006.317, ΕφΘεσ 1343/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 83/2004 ΔΕΕ 2004.435, ΕφΘεσ 152/2003 ΕΕμπΔ 2003.341).Ειδικότερα, εκτός από τον παραγγελιοδόχο, που μεριμνά για την όλη μεταφορά, είναι δυνατό η μέριμνα για αυτή ή για τμήμα αυτής ή για την τελική παραλαβή των πραγμάτων να ανατεθεί σε ενδιάμεσο (μεσολαβούντα) παραγγελιοδόχο ή σε παραγγελιοδόχο παραλαβής. Αυτός συμβάλλεται με τον αρχικό παραγγελιοδόχο και (κατ’ αντίθεση προς τον απλό πράκτορα) ενεργεί για λογαριασμό μεν του αρχικού παραγγελιοδόχου στο δικό του όμως όνομα. Τόσο ο αρχικός παραγγελιοδόχος της όλης μεταφοράς, όσο και ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος, προς τον οποίον εξομοιώνεται και ο παραγγελιοδόχος παραλαβής, ευθύνονται εγγυητικώς (άρθρο 97 του ΕμπΝ). Ο αποστολέας ή ο παραλήπτης δύνανται να στραφούν τόσο κατά του αρχικού, όσο και κατά του ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου. Η έκταση όμως της ευθύνης τους δεν συμπίπτει. Ο αρχικός παραγγελιοδόχος της όλης μεταφοράς είναι υπεύθυνος για την καθυστέρηση, απώλεια ή φθορά που συνέβη σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής και κατά την παραλαβή, έστω και εάν τμήμα της μεταφοράς ή η παραλαβή έγιναν με τη φροντίδα ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου ή παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Διότι, κατ’ απόκλιση από ό,τι προβλέπεται για την ευθύνη του εντολοδόχου ένεκα πράξεων του υποκατασταθέντος στην εκτέλεση της εντολής (άρθρο 716 παρ.1 και 2 του ΑΚ), το άρθρο 98 του ΕμπΝ καθιερώνει ρητά ευθύνη του αρχικού παραγγελιοδόχου και για τις πράξεις του ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου. Δεν ισχύει όμως ο κανόνας αυτός και αντιστρόφως. Δεν καθιερώνεται, δηλαδή, ευθύνη του ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου ή παραγγελιοδόχου παραλαβής για καθυστέρηση, απώλεια ή φθορά των μεταφερομένων πραγμάτων, η οποία είχε λάβει χώρα πριν από το τμήμα της μεταφοράς που αυτός έχει αναλάβει ή, εφόσον πρόκειται για παραγγελιοδόχο παραλαβής, πριν από την περιέλευση των πραγμάτων στον τόπο προορισμού τους προκειμένου αυτός να μεριμνήσει για τον εκτελωνισμό, την ειδοποίηση του παραλήπτη και την εν γένει παραλαβή των πραγμάτων. Τέτοια έκταση της ευθύνης του ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου και του παραγγελιοδόχου παραλαβής θα ήταν πέραν της σύμβασης που αυτός συνήψε και του έργου που ανέλαβε, αφού αναφέρεται σε τόπο και χρόνο που προηγείται της δικής του πρωτοβουλίας, επιμέλειας και ευθύνης. Ουσιαστικά, δηλαδή, ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος ευθύνεται εγγυητικά για την έκταση του έργου μεταφοράς που αυτός ανέλαβε να διεκπεραιώσει (ΟλΑΠ 33/1998 ΝΟΜΟΣ). Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος ευθύνεται εις ολόκληρον έναντι του ζημιωθέντος αποστολέα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 του ΑΚ, δικαιούται εφόσον ικανοποίησε τον τελευταίο ή τον υποκατασταθέντα στα δικαιώματα του ασφαλιστή, να αναχθεί κατά του συνοφειλέτη του μεταφορέα ή ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου ή παραγγελιοδόχου παραλαβής, κατ’ άρθρα 487 και 488 του ΑΚ (ΑΠ 998/2002 ΧρΙΔ 2002.811, ΕφΑθ 796/2006 ΕπισκΕΔ 2006.807, ΕφΑθ 1713/2005 ΕπισκΕΔ 2005.815, ΕφΑθ 258/2004 ΕπισκΕΔ 2004.490).Τέλος, κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού ΕΟΚ 864/2007, που ίσχυσε από 11.01.2009, το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής, η οποία απορρέει από αδικοπραξία, είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό (παρ. 1). Ωστόσο, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής (παρ. 2). Εάν, από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παρ. 1 και 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία(ΑΠ 1166/2019 ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής ως προς την τρίτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στη Ρουμανία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 12 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 02.12.2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 παρ. 1 α’ της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR, με την οποία θεσπίζεται συντρέχουσα δωσιδικία της κατοικίας ή της έδρας του εναγόμενου και η οποία έχει εφαρμογή εν προκειμένω, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί οδικώς με όχημα και αμοιβή η μεταφορά εμπορευμάτων από την Αυστρία στην Καλαμάτα, σε εκτέλεση συμβάσεων πώλησης που καταρτίσθηκαν μεταξύ της αγοράστριας εδρεύουσας στην Καλαμάτα ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «. ……..» και των πωλητριών αλλοδαπών εταιρειών με τις επωνυμίες “……….” και “……..”, αντίστοιχα, που εδρεύουν στην Αυστρία, ήτοι διεθνής μεταφορά, επί της οποίας εφαρμόζεται η προαναφερθείσα Διεθνής Σύμβαση CMR, δεδομένου ότι ο τόπος παράδοσης και ο τόπος παραλαβής βρίσκονταν σε διαφορετικές χώρες, οι οποίες είναι συμβαλλόμενες σ’ αυτή, η δε σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της αγοράστριας εταιρείας που συμφωνήθηκε να φέρει τον κίνδυνο της απώλειας ή της ζημίας των εμπορευμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς τους από την Αυστρία μέχρι την Καλαμάτα, αφού οι παραδόσεις των εμπορευμάτων συμφωνήθηκε να γίνουν με τον όρο FREECARRIER, με την εδρεύουσα στη ……….. Αττικής διαμεταφορική εταιρεία με την επωνυμία «……», με την οποία ανέθεσε στην τελευταία, έναντι αμοιβής, να ενεργήσει ότι απαιτείται για την εκτέλεση αυτής της μεταφοράς, φέρει τα χαρακτηριστικά της σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς, επί της οποίας εφαρμόζεται εμμέσως η άνω Διεθνής Σύμβαση, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη. Όσον αφορά στην επικαλούμενη από την τρίτη εναγόμενη ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων της Ρουμανίας που περιλήφθηκε στην καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και του δεύτερου εναγόμενου από 20.07.2011 σύμβαση πλαίσιο για τη μεταφορά εμπορευμάτων, δυνάμει της οποίας η τρίτη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να διενεργεί διεθνείς ή εσωτερικές μεταφορές εμπορευμάτων για λογαριασμό του δεύτερου εναγόμενου, έναντι αμοιβής, πρέπει να επισημανθεί ότι ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας περιεχόμενη σε σύμβαση παράγει, κατ’ αρχήν, τα έννομα αποτελέσματά της μόνο στις σχέσεις μεταξύ των μερών που συμφώνησαν να συνάψουν τη σύμβαση αυτή (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide, C-352/13, ΕU:C:2015:335, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ΑΠ 1166/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 548/2020 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η τρίτη εναγόμενη δεν δύναται να επικαλεσθεί την εν λόγω ρήτρα παρέκτασης σε βάρος των εναγουσών συνασφαλιστριών εταιρειών, οι οποίες δεν μετείχαν στην από 20.07.2011 σύμβαση, αφού η δεσμευτική ισχύς της σχετικής ρήτρας παρέκτασης δεν εκτείνεται και σ’ αυτές, δοθέντος ότι η συμφωνία παρέκτασης ισχύει μόνο μεταξύ των μερών που κατάρτισαν τη συμφωνία. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο η τρίτη εναγόμενη παραπονείται ότι εσφαλμένως απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο ισχυρισμός της περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων ως προς αυτήν. Περαιτέρω προς διάγνωση της προκείμενης ιδιωτικής διαφοράς από διεθνή οδική μεταφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, για τα τιθέμενα θέματα εφαρμοστέου δικαίου που διέπουν την διαφορά, ως προς την επικαλούμενη σύμβαση διεθνούς οδικής μεταφοράς και την απορρέουσα από αυτή ευθύνη της τρίτης εναγόμενης ως μεταφορέα, εφαρμόζεται το δίκαιο της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR και συμπληρωματικά το Ελληνικό Δίκαιο, κατ’ άρθρο 29 παρ. 1 της εν λόγω Σύμβασης, ενώ ως προς το ζήτημα της επικαλούμενης στην αγωγή συμπεριφοράς της τρίτης εναγόμενης μεταφορέα που ισοδυναμεί με «ηθελημένη κακή διαχείριση», άμεσα εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11.07.2007 που άρχισε να εφαρμόζεται από τις 11.01.2009 (άρθρα 31 και 32 αυτού), λαμβανομένου υπόψη ότι η ένδικη ζημία της αγοράστριας – παραλήπτριας των εμπορευμάτων εξαιτίας της απώλειας αυτών, επήλθε στην Ελλάδα μετά την ισχύ του εν λόγω Κανονισμού (βλ. ΑΠ 1863/2017 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΕύβοιας 142/2018 ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με τη νομική βασιμότητα της αγωγής ως προς την εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη που φέρεται να ενήργησε ως μεταφορέας των εμπορευμάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα άρθρα 13 παρ.1 εδ. β’ και 17 παρ.1 της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR που εφαρμόζεται και στην επίδικη μεταφορά (άρθρο 1 παρ.1 της Σύμβασης), η τρίτη εναγόμενη έχει ευθύνη (νόθο αντικειμενική) έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων για την απώλεια αυτών, και ως εκ τούτου οφείλεται από αυτήν αποζημίωση, την οποία αξιώνουν, ήδη, οι ενάγουσες επικαλούμενες συμβατική προς αυτές εκχώρηση των αντίστοιχων απαιτήσεων της αγοράστριας(άρθρα 455, 462 του ΑΚ). Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, το μέτρο της ευθύνης του μεταφορέα καθορίζει και το μέτρο της ευθύνης του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, τον οποίο ναι μεν δεν αφορά άμεσα η Σύμβαση CMR, πλην όμως η ευθύνη του ως εγγυητική για την καλή εκτέλεση της μεταφοράς από τον μεταφορέα ή τον ενδιάμεσο (μεσολαβούντα) παραγγελιοδόχο μεταφοράς, εξαρτάται από την ύπαρξη και το μέγεθος της δικής τους ευθύνης και, υπό την έννοια αυτή, η Σύμβαση CMR εφαρμόζεται έμμεσα και στον παραγγελιοδόχο μεταφοράς. Συνεπώς, το μέτρο ευθύνης της τρίτης εναγόμενης έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων, που φέρεται ότι ανέλαβε να μεταφέρει για λογαριασμό της, καθορίζει και το μέτρο της αντίστοιχης έναντι αυτής εγγυητικής ευθύνης της αρχικής παραγγελιοδόχου μεταφοράς εταιρείας «……….», με βάση την οποία αυτή μπορούσε να στραφεί αναγωγικά κατά της τρίτης εναγόμενης ως μεταφορέα, και ακολούθως δικαιούνται να στραφούν κατ’ αυτής και οι ενάγουσες εταιρείες ως συνασφαλίστριες που κάλυψαν ασφαλιστικά έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων την ευθύνη της αρχικής παραγγελιοδόχου μεταφοράς και υποκαταστάθηκαν κατ’ άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2496/1997 στη σχετική αναγωγική αξίωση και γενικότερα στα δικαιώματα της ασφαλισμένης τους κατά της τρίτης εναγόμενης. Επιπλέον πρέπει να διευκρινισθεί ότι η τρίτη εναγόμενη, που ενάγεται ως μεταφορέας των φορτίων, ευθύνεται κατ’ άρθρα 34 και 36 της Σύμβασης CMR για την όλη μεταφορά έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων, αφού, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το άρθρο 34 εφαρμόζεται όχι μόνον όταν οι περισσότεροι μεταφορείς διαδέχονται ο ένας τον άλλον σε τμήματα της ίδιας μεταφοράς, αλλά και όταν κάποιος από τους μεταφορείς ενήργησε στην ουσία ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς και ανέθεσε το έργο της μεταφοράς σε άλλο μεταφορέα, χωρίς ο ίδιος να εκτελέσει κάποιο τμήμα της μεταφοράς. Αυτή η παράλληλη ευθύνη της μεταφορέα, αλλά και της αρχικής παραγγελιοδόχου μεταφοράς έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων, θεμελίωνε αντίστοιχη εις ολόκληρο οφειλή τους κατ’ άρθρο 926 του ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται όχι μόνον όταν η ευθύνη στηρίζεται σε αδικοπραξία, αλλά αναλογικά σε κάθε περίπτωση ευθύνης προς αποζημίωση (βλ. ΕφΠειρ 83/2004 ΝΟΜΟΣ), ενώ παράλληλα και εις ολόκληρο με αυτές ευθύνονταν έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων και ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων ως ενδιάμεσοι παραγγελιοδόχοι μεταφοράς, αφού στην προκειμένη περίπτωση στους ενδιάμεσους παραγγελιοδόχους (πρώτο και δεύτερο των εναγόμενων) φέρεται ότι ανατέθηκε ακολούθως η όλη μεταφορά, οπότε η εγγυητική ευθύνη αυτών έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων ταυτιζόταν πρακτικά με την αντίστοιχη ευθύνη της αρχικής παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Επίσης, η εγγυητική ευθύνη του πρώτου και δεύτερου των εναγόμενων υφίστατο όχι μόνο έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων, αλλά και έναντι της αντισυμβαλλόμενης του πρώτου εναγόμενου, αρχικής παραγγελιοδόχου μεταφοράς εταιρείας «……», για λογαριασμό της οποίας, αλλά στο όνομά του, φέρεται στη συνέχεια ότι κατάρτισε με τον δεύτερο εναγόμενο σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, ο οποίος ακολούθως συνήψε σύμβαση μεταφοράς με την τρίτη εναγόμενη. Έτσι η σύμβαση αυτή λειτουργεί και ως γνήσια σύμβαση υπέρ της αρχικής παραγγελιοδόχου μεταφοράς και στηρίζει την αναγωγή της και κατά της τρίτης εναγόμενης μεταφορέα. Η εσωτερική, δηλαδή, σχέση της αρχικής παραγγελιοδόχου μεταφοράς με τους λοιπούς εις ολόκληρο συνοφειλέτες έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων, στηρίζει αυτοτελώς, αλλά και κατ’ άρθρα 487 και 927 εδ. α’ του ΑΚ, το αναγωγικό της δικαίωμα, από το οποίο δεν απορρέουν διαφορετικές αξιώσεις ανάλογα με την ειδικότερη θεμελίωσή τους (συρροή αξιώσεων), αλλά ενιαία αξίωση θεμελιούμενη σε περισσότερες νόμιμες βάσεις. Στην ίδια ενιαία αξίωση εντάσσεται και η αναγωγή του συνοφειλέτη που ικανοποίησε το δανειστή και υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως κατ’ άρθρο 488 του ΑΚ στα δικαιώματά του κατά των λοιπών συνοφειλετών (αναγωγή λόγω υποκατάστασης). Η αρχική παραγγελιοδόχος μεταφοράς εταιρεία «……», η οποία, κατά την εσωτερική σχέση της με τους εναγόμενους δεν ευθύνεται έναντι αυτών, είχε εναντίον τους εις ολόκληρο αναγωγική αξίωση, στην οποία και υποκαταστάθηκαν αυτοδικαίως οι ενάγουσες που κάλυψαν ασφαλιστικά έναντι της αγοράστριας – παραλήπτριας των φορτίων την ευθύνη της αρχικής παραγγελιοδόχου μεταφοράς για την απώλεια αυτών, και ως εκ τούτου δικαιούνται να αξιώνουν από τη συνοφειλέτρια – τρίτη εναγόμενη ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης που οι ίδιες κατέβαλαν. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο η τρίτη εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR, επικαλούμενη ότι η ίδια δεν συνδέεται συμβατικώς ούτε με την αγοράστρια – παραλήπτρια των εμπορευμάτων εταιρεία, ούτε με την αρχική παραγγελιοδόχο μεταφοράς εταιρεία «……», ούτε με τον ενδιάμεσο παραγγελιοδόχο μεταφοράς πρώτο εναγόμενο, αφού δεν προσχώρησε στην αρχική σύμβαση μεταφοράς, αντιθέτως δε συνήψε με τον δεύτερο εναγόμενο την από 20.07.2011 σύμβαση πλαίσιο για τη μεταφορά εμπορευμάτων, σύμφωνα με την οποία ανέλαβε την υποχρέωση να διενεργεί διεθνείς ή εσωτερικές μεταφορές εμπορευμάτων για λογαριασμό του δεύτερου εναγόμενου, έναντι αμοιβής που θα καταβάλονταν από αυτόν. Ομοίως, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος και ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο η τρίτη εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την παράλληλη ευθύνη αυτής ως μεταφορέα βάσει των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR, αλλά και βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξιών, λόγω της επικαλούμενης στην αγωγή συμπεριφοράς της που ισοδυναμεί με «ηθελημένη κακή διαχείριση». Ειδικότερα, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, από τις διατάξεις της Σύμβασης CMR δεν αποκλείεται η παράλληλη ευθύνη του μεταφορέα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των μεταφερόμενων εμπορευμάτων που οφείλεται σε πταίσμα αυτού, και κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, σύμφωνα με τη γενική αρχή της συρροής συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, τέτοια δε συρροή αναγνωρίζεται έμμεσα με τα άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης αυτής, ενώ για να υφίσταται ευθύνη του μεταφορέα σε πλήρη αποζημίωση κατ’ άρθρα 297, 298 και 914 επ. του ΑΚ, απαιτείται η ζημία να προκλήθηκε από «ηθελημένη κακή διαχείριση» του μεταφορέα. Στην προκειμένη δε περίπτωση, εκτίθεντο στο δικόγραφο της αγωγής όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούσαν τις προϋποθέσεις της ευθύνης της τρίτης εναγόμενης μεταφορέα από αδικοπραξία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 της Σύμβασης CMR, και συγκεκριμένα η υπαιτιότητα αυτής με την προαναφερόμενη μορφή της «ηθελημένης κακής διαχείρισης», η ζημία που υπέστη η αγοράστρια – παραλήπτρια των μεταφερόμενων εμπορευμάτων εξαιτίας της απώλειας αυτών, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της τρίτης εναγόμενης μεταφορέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης που διαλαμβάνονται στον δεύτερο και στον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 09.07.2018 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – εναγουσών, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη, λόγω της ήττας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 09.07.2018 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3872/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, πλην του δεύτερου εναγόμενου ως προς τον οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……../2018 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατόν (100,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – εναγουσών, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11-3-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ