Αριθμός 176/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………….εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ευφροσύνη Καράβη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………….., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Χρήστο Πλέγκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.9.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2014) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4128/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από 31.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………../2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ………../2020) έφεσή της και β) η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 7.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …………/2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ………../2021) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………/2021 έφεση και η με ειδικό αριθμό κατάθεσης στην αυτή γραμματεία ……../2020 έφεση πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς μεταξύ τους καθώς στρέφονται κατά της αυτής υπ΄αριθμόν 4128/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατ΄αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 524 παρ 1 και 246 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………./2020 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 4128/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 16-12-2019 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 19-8-2020 δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. …-…../2020 παράβολο).
Η κρινόμενη με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………../2021 έφεση κατά της αυτής ως άνω αποφάσεως έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 10-9-2020 (βλ. υπ΄αριθμόν …./10-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …………..) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 7-6-2021, ήτοι μετά την πάροδο τριάντα ημερών από της επιδόσεως της εκκαλουμένης (άρθρα 495,511,513,516παρ 1, 517 εδαφ. α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ωστόσο, κρίνεται ως αντέφεση ως προς τα κεφάλαια που προσβάλλονται με την ασκηθείσα από την αντίδικό της εκκαλούσας έφεση καθώς και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με τα κεφάλαια αυτά, δοθέντος ότι έχει κοινοποιηθεί στην αντίδικό αυτής τριάντα ημέρες προ της συζητήσεως της έφεσης κατ΄άρθρο 523 ΚΠολΔ (βλ. υπ΄αριθμόν …./18-6-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ………….). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως αντέφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία. Επισημαίνεται, επίσης, ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό ….-……/2021 παράβολο).
Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση η ενάγουσα εταιρία ιστορούσε ότι δυνάμει συμβάσεως που συνήψε με την εναγομένη εταιρία ανέλαβε την μελέτη, κατασκευή, χρηματοδότηση και εκμετάλλευση υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων για χρονικό διάστημα 30 ετών και την αποκατάσταση της ισογείου επιφανείας αυτού με κύριο αντάλλαγμα το δικαίωμα λειτουργίας και εκμετάλλευσης του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων και με υποχρέωση καταβολής στην εναγόμενη ποσού ανερχομένου έπειτα από αναπροσαρμογή σε 7% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του σταθμού. Ακολούθως, ανέλαβε δυνάμει σχετικής σύμβασης την εκμετάλλευση και του υπαίθριου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων που βρισκόταν παραπλεύρως του ανωτέρω σταθμού για το αυτό χρονικό διάστημα με την υποχρέωση καταβολής στην εναγομένη ποσού ανερχομένου στο αυτό ως άνω ποσοστό επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του υπαίθριου αυτού χώρου. Ζήτησε δε, λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών συνεπεία αφενός μεν της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε στη Χώρα, αφετέρου δε, της διακοπής λειτουργίας του έμπροσθεν του υπόγειου σταθμού Εκθεσιακού Κέντρου της εναγομένης, η λειτουργία του οποίου είχε συνεκτιμηθεί κατά την σύναψη της συμβάσεως, την αναπροσαρμογή κατά το άρθρο 388 ΑΚ, άλλως κατά το άρθρο 288 ΑΚ του ετήσιου ανταλλάγματος που συμφωνήθηκε για τον υπόγειο σταθμό σε ποσοστό 1,7% επί των ακαθαρίστων εσόδων και για το χρονικό διάστημα από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις επαναλειτουργίας του Εκθεσιακού Κέντρου, άλλως για χρονικό διάστημα 12 ετών αρχομένου από της επιδόσεως της αγωγής.
Περαιτέρω, η ενάγουσα εξέθεσε ότι καθ΄όλη την διάρκεια των διαπραγματεύσεων η εναγομένη δημιούργησε σ΄αυτήν ψευδώς την πεποίθηση ότι θα προέβαινε σε αναπροσαρμογή του ανταλλάγματος αποτρέποντας την από την άσκηση αγωγής, με συνέπεια να ζημιωθεί λόγω αθέτησης της υπόσχεσής της για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 μέχρι 30-6-2014 κατά το ποσό των 65.028,54 ευρώ, κατα το οποίο θα είχε μειωθεί το αντάλλαγμα εάν είχε προσφύγει στην δικαιοσύνη διώκοντας μείωση του ανταλλάγματος σε 1,7% επί των ακαθάριστων εσόδων του σταθμού. Ζήτησε δε, ν΄αναγνωριστει, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει σ΄αυτήν το ποσό των 65.028,54 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επί της αγωγής αυτής εξεδοθη η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η αγωγή ως προς το αίτημα περί αναγνώρισης υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης από μέρους της ενάγουσας, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή κατά τα λοιπά και αναπροσαρμόστηκε το αντάλλαγμα της ενάγουσας για την εκμετάλλευση του υπόγειου σταθμού σε 5% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων για χρονικό διάστημα έξ (6) ετών αρχομένου από της επιδόσεως της αγωγής.
Ήδη κατά της αποφάσης αυτής βάλλουν αμφότερες οι εκκαλούσες εταιρίες παραπονούμενες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν η μεν ενάγουσα την καθ΄ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής της η δε εναγόμενη την απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου της.
Με τον πρώτο λόγο της αντέφεσης η εκκαλούσα «…………..» ισχυρίζεται ότι κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απέρριψε την ένσταση αοριστίας της αγωγής συνιστάμενη στο ότι ενώ στο ιστορικό της αγωγής εκτίθεται ότι η ενάγουσα εκμεταλλεύεται τόσο τον υπόγειο, όσο και τον υπαίθριο σταθμό αυτοκινήτων και με το αιτητικό αυτής ζητεί την αναπροσαρμογή του ανταλλάγματος μόνο για τον υπόγειο σταθμό, παραθέτει στην αγωγή πίνακες για τον κύκλο των εργασιών, τα αποτελέσματα και το κόστος λειτουργίας αμφοτέρων των σταθμών, δίχως να διακρίνει τα ποσά που αφορούν στον υπόγειο σταθμό από τα ποσά που αφορούν στον υπαίθριο σταθμό. Επιπρόσθετα, ενώ εκτίθεται στην αγωγή ότι σε διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν για την αναπροσαρμογή του ανταλλάγματος είχαν συμφωνηθεί διάφορα κλιμακωτά ποσοστά ανταλλάγματος επί των ακαθάριστων εσόδων δεν διευκρινίζεται εάν τα ποσοστά αυτά και τα ακαθάριστα έσοδα αντιστοιχούσαν αποκλειστικά στον υπόγειο σταθμό ή σε αμφότερους τους σταθμούς. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη καθόσον η αιτούμενη εξειδίκευση τόσο ως προς τους πίνακες, όσο και ως προς τα ποσοστά ανταλλάγματος δεν αποτελούν στοιχεία αναγκαία για την πληρότητα της αγωγής που θεμελιώνεται στην διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, ούτε κείνης που στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ (σχετ ΑΠ 53/2019, ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση αυτή δεν υπέπεσε σε σφάλμα και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το σχετικό λογο αντέφεσης είναι αβάσιμα.
Το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως «το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον». Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 ΑΚ. Την επιβάλλει ακόμα το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας μας που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο δε, κριτήριο, με βάση το οποίο θα κρίνεται αν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβαση της θα σήμαινε παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη. Τότε μόνο οφείλεται αποζημίωση αν το γεγονός γενικότερα που δημιουργεί την ευθύνη, υπήρξε πράγματι η αιτία της ζημίας. Η σχέση αυτή αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ γεγονότος ικανού κατ` αρχήν να ιδρύσει ευθύνη και της ζημίας είναι η αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος, που υπάρχει όταν η συμπεριφορά του δράστη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν αντικειμενικά, ικανή να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το εάν το καταλογιζόμενο στον παρ’ ου ζητείται η αποζημίωση γεγονός ήταν ικανό κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την επελθούσα ζημία, θα κριθεί κατά την ορθότερη άποψη με τα κριτήρια και την ικανότητα πρόβλεψης του επιμελούς εν γένει συναλλασσόμενου του οικείου κύκλου δραστηριότητας, επί τη βάσει των δεδομένων της πείρας και των περιστατικών τα οποία ήταν κατά το χρόνο στον οποίο έγινε η πράξη, δηλαδή και πριν επέλθει το αποτέλεσμα, γνωστά σε αυτόν.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η έτερη εκκαλούσα «…………» ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς το αίτημα περί αναγνώρισης υποχρέωσης της εναγομένης καταβολής σ΄ αυτήν αποζημιώσεως λόγω πρόκλησης πεποιθήσεως περί αναπροσαρμογής του ανταλλάγματος και αθετήσεως της συμφωνίας. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος αφού σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή, υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται από τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, οι οποίες απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 ΑΚ αλλά και από το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Συνακόλουθα, η αγωγή είναι νόμιμη ως προς το ανωτέρω αίτημα ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αυτή μη νόμιμη υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο της εφέσεως η οποία κατ΄ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς την συγκεκριμένη διάταξη, να κρατηθεί η υπόθεση ως προς το σκέλος αυτό από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν νομοτύπως και επικαλούνται οι διάδικοι, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 529 παρ 1α ΚΠολΔ), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια και τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται απ΄τις έγγραφες προτάσεις αυτών, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Έπειτα από δημόσιο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από την εναγόμενη εταιρία και διενεργήθηκε στις 19-9-2001 για την εκτέλεση του έργου «ΜΕΛΕΤΗ – ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ – ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΕΜΠΡΟΣΘΕΝ ΤΟΥ ΕΚΘΕΣΙΑΚΟΎ ΚΕΝΤΡΟΥ ……….» με προϋπολογισμό δαπάνης 14.380.044 ευρώ, πλειοδότρια αναδείχθηκε η Κοινοπραξία «………….» με προσφερόμενο αντάλλαγμα 3,40% επι των ακαθάριστων εσόδων του σταθμού. Το αποτέλεσμα αυτό κατακυρώθηκε με την υπ΄αριθμόν 69/15-4-2002 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης και σε εκτέλεση της απόφασης αυτης υπογράφηκε η με αριθμό ……/7-11-2002 σύμβαση με την οποία η εναγομένη εταιρία ανεθεσε στην πλειοδότρια εταιρία την μελέτη, κατασκευή, χρηματοδότηση και παραχώρηση εκμετάλλευσης του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων στο χώρο έμπροσθεν του εκθεσιακού κέντρου της εναγομένης σύμφωνα με τους όρους των τευχών της μελέτης, την διακήρυξη και με τις τότε ισχύουσες διατάξεις των νόμων 1418/1998, 2229/1994, 2576/1998 και πδ 609/1985, όπως είχαν τροποποιηθεί με το πδ 286/1994 και πδ 23/1993. Με την σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε ότι ο ανάδοχος θα εκτελούσε το έργο και θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή με οποιοδήποτε ποσό απαιτούνταν καθώς επισης και ότι θα συντηρούσε το έργο αυτό καθ΄ολη την διάρκεια της παραχώρησης και για ένα έτος μετά την λήξη αυτής. Σε αντάλλαγμα ο ανάδοχος θα εκμεταλλευόταν το έργο επι τριάντα (30) χρόνια από την υπογραφή της σύμβασης, ενώ η εναγομένη θα είχε την υποχρέωση να χορηγήσει στην ανάδοχο 4.108,6 ευρώ για κάθε θέση στάθμευσης και θα εισέπραττε 3,4% επί των ακαθάριστων εσόδων του σταθμού αυτού. Στη συνέχεια, με την υπ΄αριθμόν 25/29-1-2003 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης εγκρίθηκε η υποκατάσταση (διεύρυνση) της αναδόχου κοινοπραξίας από την κοινοπραξία στην οποία θα συμμετείχαν οι εργοληπτικές εταιρίες «………….» κατα 15%, «…………..» κατά 15% , «………..» κατά 30% , «………» κατά 30% και «………..» κατά 10% σύμφωνα με την υπ΄αριθμόν …/25-6-2003 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών ………… ενώ με την υπ΄αριθμόν …../2003 σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της εναγομένης και της νέας κοινοπραξίας η τελευταία κατέστη ανάδοχος πλέον του ανωτέρω έργου. Με την υπ΄αριθμόν 98/31-3-2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης εγκρίθηκε η μετατροπή της νέας (διευρυμένης) κοινοπραξίας σε ανώνυμη εταιρία και με την υπ΄αριθμόν ………./24-9-2004 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., όπως διορθώθηκε με την υπ΄αριθμόν …./2004 πράξη του αυτού συμβολαιογράφου καταρτίσθηκε το καταστατικό της ανωνύμου εταιρίας, η οποία έλαβε την επωνυμία «……………» (εναγομένη). Τέλος, με την υπ΄αριθμόν ΕΜ 16405/7-10-2004 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών παρασχέθηκε άδεια σύστασης της ανωτέρω ανωνύμου εταιρίας και εγκρίθηκε το καταστατικό αυτής. Καταχωρήθηκε δε, στο μητρώο Ανωνύμων Εταιριών με αριθμό μητρώου ………….. Η ανώνυμη αυτή εταιρία ως καθολική διάδοχος της διευρυμένης Κοινοπραξίας υπεισήλθε σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της τελευταίας. Λίγα χρόνια αργότερα, η ανωτέρω ανώνυμη εταιρία ύστερα από απόφαση της γενικής συνέλευσης που δημοσιευτηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) με αριθμό ……/15-6-2007 μετέβαλε επωνυμία σε «…………….» (εναγόμενη). Με την υπ΄αριθμόν …../7-2-2002 σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε με την υπ΄αριθμόν …../20-10-2003 σύμβαση, η οποία απαρτίζεται από την διακήρυξη του διαγωνισμού, την οικονομική προσφορά και το επιχειρησιακό σχέδιο του αναδόχου, την ειδική συγγραφή υποχρεώσεων, την τεχνική υπογραφή υποχρεώσεων, το χρονοδιάγραμμα κατασκευής έργου, την τεχνική προσφορά, τις οριστικές μελέτες και τις μελέτες εφαρμογής του αναδόχου, η ανάδοχος εταιρία ανέλαβε, όπως προαναφέρθηκε, την μελετη, κατασκευή και εκμετάλλευση υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων χωρητικότητας κατ΄ελάχιστον 700 θέσεων, στο χώρο έμπροσθεν του εκθεσιακού κέντρου της εναγομένης επι της ……… στον Πειραιά καθώς επισης και την αποκατάσταση της ισογείου επιφανείας του σταθμού (άνωθεν του υπογείου) με δημιουργία πλατείας με αντάλλαγμα το δικαίωμα λειτουργίας και εκμετάλλευσης του σταθμού για 30 χρόνια κατα το οποίο η ανάδοχος εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην εναγομένη ποσό ίσο με το ποσοστό 3,4% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του σταθμού. Στη συνέχεια, με την υπ΄αριθμόν …../21-12-2006 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης εγκρίθηκε η παραχώρηση στην ενάγουσα της χρήσης, της εκμετάλλευσης και της λειτουργίας και του υπαίθριου χώρου στάθμευσης λεωφορείων και ΙΧ αυτοκινήτων στην περιοχή μεταξύ πλατείας Μελίνας Μερκούρη και Επιβατικού Σταθμού Ακτής Ξαβερίου (παραπλεύρως του Εκθεσιακού Κέντρου και της εισόδου του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων) και σε εκτέλεση της απόφασης αυτής υπογράφηκε η με ημερομηνία 18-6-2007 σύμβαση παραχώρησης υπαίθριου χώρου στάθμευσης με την οποία συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα υπείχε υποχρέωση καταβολής στην εναγομενη ποσό ανερχόμενο σε 7% επί των ακαθάριστων εσόδων του υπαίθριου χώρου. Χρονικό διάστημα εκμετάλλευσης και λειτουργίας του χώρου αυτού ορίστηκε το χρονικό διάστημα ισχύος της αρχικής σύμβασης του υπογείου σταθμού. Αυθημερόν δε, με την υπ΄αριθμόν …../18-6-2007 σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων το αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση και λειτουργία και του υπόγειου σταθμού αναπροσαρμόστηκε σε 7%.Ο υπόγειος σταθμός συμφωνήθηκε να κατασκευαστεί σε 28 μήνες από της καταρτίσεως της συμβάσεως (7-11-2002), ήτοι μέχρι 7-3-2005. Στη συνέχεια, με την υπ΄αριθμόν 286/17-12-2004 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης παρατάθηκε ο χρόνος εκμετάλλευσης του υπογείου κατα 280 ημέρες, με την υπ΄αριθμόν …../10-3-2005 απόφαση του αυτού διοικητικού περαιτέρω κατά δύο μήνες και με την υπ΄αριθμόν ……/30-5-2005 απόφασης του αυτού διοικητικού συμβουλίου παρατάθηκε κατά δυο μήνες ακόμη. Ως εκ τούτου η περίοδος λειτουργίας και εκμετάλλευσης του υπογειου σταθμού θα λήξει την 20-12-2033. Ο υπόγειος σταθμός αποπερατώθηκε τον Μάρτιο του 2005 οπότε και άρχισε να λειτουργεί. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι στο επιχειρησιακό σχέδιο το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της υπ΄αριθμόν ……/7-11-2002 σύμβασης παραχώρησης, όπως προαναφέρθηκε, αναγράφηκε υπό τον τίτλο «ανάλυση αγοράς» ότι για την κατάρτιση του επιχειρηματικού πλάνου λειτουργίας του σταθμού αυτοκινήτων στο χώρο έμπροσθεν του Εκθεσιακού Κέντρου της εναγομένης διεξήχθη λεπτομερής έρευνα τα αποτελέσματα της οποίας αποτέλεσαν τη βάση για τον καθορισμό των παραδοχών για την προβλεπόμενη ζήτηση και την τιμολογιακή πολιτική καθώς επίσης και ότι η ζήτηση των θέσεων σχετιζόταν μεταξύ άλλων και με την λειτουργία του Εκθεσιακού Κέντρου της εναγομένης, καθώς η διοργάνωση εκθέσεων και συγκεντρώσεων στον εκθεσιακό χώρο της εναγομένης αποτελούσε πηγή ζήτησης θέσεων στάθμευσης, ενώ τονίστηκε ότι η παύση λειτουργίας του Εκθεσιακού Κέντρου ως τέτοιου θα προκαλούσε προβλήματα στην αποδοτική λειτουργία του σταθμού.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το Εκθεσιακό Κέντρο το οποίο είχε κατασκευαστεί το 1965 είχε φθορές λόγω της παλαιότητας αυτού αλλά και του σεισμού που επισυνέβη το έτος 1999 οι οποίες το έτος 2010 κατέστησαν προβληματική την λειτουργία του και ως εκ τούτου υποχρεώθηκε η εναγομένη προς αποκατάσταση των βλαβέντων μερών αυτού, ν΄αναθέσει την εκπόνηση μελέτης στο Εργαστήριο Οπλισμένου Σκυροδέματος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στην εταιρία “……………”, στην εταιρία «…………..”, στο τεχνικό γραφείο μελετών «…………..» , στην «………..» και στην εταιρία «…………….». Άπαντες αποφάνθηκαν ότι υφίστανται ανυπέρβλητα προβλήματα τα οποία καθιστούσαν ανέφικτη την αποκατάσταση των βλαβών του Εκθεσιακού Κέντρου και ότι μοναδική λύση αποτελούσε η κατεδάφιση του αυτού ως συνόλου. Ωστόσο, με την από 11-09-2013 και με στοιχεία ΥΠ.ΠΟ.Α./ΓΔΑΜΤΕ/Δ.Ν.Σ.Α.Κ./ 99496/14642/990 Υπουργική Απόφαση το Εκθεσιακό Κέντρο χαρακτηρίστηκε ως μνημείο κορυφαίας αρχιτεκτονικής και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε επέμβαση σ΄αυτό καθώς και οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αυτού με αποτέλεσμα να βρεθεί σε αδυναμία η εναγόμενη να το κατεδαφίσει και στη θέση του να κατασκευάσει το ξενοδοχειακό συγκρότημα πέντε (5) αστέρων που είχε προαποφασίσει. Κατόπιν αυτών, το Εκθεσιακό Κέντρο δεν λειτούργησε ξανά ενώ περιφράχτηκε και το οικόπεδο επί του οποίου είχε κατασκευαστεί επιφανείας 3500 τμ. Συνεπεία της εξέλιξης αυτής μειώθηκε ο αριθμός των οχημάτων που εξυπηρετούνταν από τον υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων και κατ΄ακολουθίαν και τα ακαθάριστα έσοδα της ενάγουσας. Ειδικότερα, τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2006 ο μέγιστος αριθμός των οχημάτων που εξυπηρετήθηκαν στο σταθμό ανήλθε κατά την λειτουργία του Εκθεσιακού Κέντρου σε 336 και κατά την παύση των εργασιών αυτού σε 174, τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2007 ο μέγιστος αριθμός των οχημάτων που εξυπηρετήθηκαν στο σταθμό ανήλθε κατά την λειτουργία του Εκθεσιακού Κέντρου σε 441 και κατά την παύση των εργασιών αυτού σε 196.Τον μήνα Μάρτιο του έτους 2008 ο μέγιστος αριθμός των οχημάτων που εξυπηρετήθηκαν στο σταθμό ανήλθε κατά την λειτουργία του Εκθεσιακού Κέντρου σε 250 και κατά την παύση των εργασιών αυτού σε 160, τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2009 ο μέγιστος αριθμός των οχημάτων που εξυπηρετήθηκαν στο σταθμό ανήλθε κατά την λειτουργία του Εκθεσιακού Κέντρου σε 380 και κατά την παύση των εργασιών αυτού σε 143, τον μήνα Μάρτιο του έτους 2010 ο μέγιστος αριθμός των οχημάτων που εξυπηρετήθηκαν στο σταθμό ανήλθε κατά την λειτουργία του Εκθεσιακού Κέντρου σε 197 και κατά την παύση των εργασιών αυτού σε 168. Πέραν της ανωτέρω παραμέτρου την μείωση των ακαθάριστων εσόδων της εναγομένης από την λειτουργία του υπόγειου σταθμού οχημάτων επαύξησε η οικονομική κρίση που ενέσκηψε στη Χώρα το έτος 2009 και επιδεινώθηκε το έτος 2012 με την ισχύ του «Μνημονίου» και του «Μνημονίου ΙΙ» βάσει των νόμων 4046/2012 και 4093/2012, τα οποία (μνημόνια) σχεδόν εκμηδένισαν την ρευστότητα του καταναλωτικού κοινού και αποδυνάμωσαν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Ειδικότερα, ενώ το έτος 2007 τα δηλωμένα έσοδα της ενάγουσας ανέρχονταν σε 1.010.226,64 ευρώ, το έτος 2008 σε 1.148.109,83 ευρώ, το έτος 2009 σε 1.200.714,32 ευρώ και το έτος 2010 σε 1203.271,69 ευρώ στη συνέχεια μειώνονται καθώς το έτος 2011 ανέρχονται σε 1.072.123,52 ευρώ, το έτος 2012 σε 826.037,97 ευρώ , το έτος 2013 δε 667.469,33 ευρώ, το 2014 σε 615.691,30 ευρώ, το έτος 2015 σε 614.441,64 ευρώ, το έτος 2016 σε 657.002,26 ευρώ, το 2017 σε 642.343,97 ευρώ και το έτος 2018 σε 651.543,54 ευρώ.
Τα τιμολογημένα δε έσοδα της εναγομένης από τον υπόγειο σταθμό ανέρχονταν το έτος 2007 σε 53.789,47 ευρώ, το 2008 σε 80.228,60 ευρώ, το έτος 2009 σε 83.606,45 ευρώ, το 2010 σε 83.845,08 ευρώ, το 2011 σε 74.885,78 ευρώ, το 2012 σε 57764,55 ευρώ, το 2013 σε 46.624,98 ευρώ, το 2014 σε 43.089,58 ευρώ, το 2015 σε 42.985,16 ευρώ, το 2016 σε 45990,16 ευρώ, το 2017 σε 44.964,08 ευρώ και το 2018 σε 45.768,25 ευρώ. Επιπρόσθετα, την μείωση της ζήτησης θέσεων στάθμευσης επηρέασε και η τιμολογιακή πολιτική της ενάγουσας, η οποία δεν έλαβε υπόψη της ότι πλησίον του σταθμού αυτής λειτουργούσαν πάνω από δέκα ιδιωτικοί χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων και ως εκ τούτου όφειλε να προσαρμόσει τις τιμές αυτής ώστε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των χρηστών χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων. Ειδικότερα, ενώ σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης στην αυτή ως άνω περιοχή το αντάλλαγμα ανά θέση στάθμευσης ανερχόταν αρχές Μαρτίου 2015 σε 5 ευρώ ανά ώρα και σε 8 ευρώ ανά ημέρα και σε έτερο χώρο στάθμευσης το αντάλλαγμα ανά θέση στάθμευσης ανερχόταν σε 5 ευρώ ανά ωρα, σε 6 ευρώ ανά δυο ώρες, σε 7 ευρώ ανά τρεις ώρες και 10 ευρώ ανά ημέρα, η ενάγουσα ζητούσε αντάλλαγμα 7 ευρώ ανά ώρα, 9 ευρώ ανά δύο ώρες, 17 ευρώ από 7 έως 12 ώρες στάθμευσης και 20 ευρώ από 12 έως 24 ώρες στάθμευσης με συνέπεια ν΄αποθαρρύνονται οι χρήστες του σταθμού της ενάγουσας και να επιλέγουν παρακείμενους χώρους στάθμευσης. Συνακόλουθα, ευθύνεται και η ενάγουσα για την μείωση του αριθμού των πελατών ανερχομένης της συνυπαιτιότητας της σε 30%,δεκτής εν μέρει γενομένης σχετικής ένστασης που προέβαλε η εναγόμενη ως βάσιμης και κατ΄ουσίαν. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας από το 2010 και εντεύθεν ήταν έκτακτης φύσης και τόσο μεγάλη που υπερέβαινε τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας. Επιπρόσθετα, ο χαρακτηρισμός του Εκθεσιακού Κέντρου ως μνημείου κορυφαίας αρχιτεκτονικής και η συνεπεία αυτού απαγόρευση οποιασδήποτε επέμβασης (επισκευής, συντήρησης και προσθήκης) σ΄αυτό, με επακόλουθο αφενός μεν την κατάργησή του ως τέτοιου, αφετέρου δε την μη ανέγερση ξενοδοχείου στην θέση του, γεγονός που θα αντιστάθμιζε την κατάργηση αυτού ως Εκθεσιακού Κέντρου, ήταν έκτακτης φύσης και δεν μπορούσε να προβλεφθεί εξ αρχής από την ενάγουσα. Επακόλουθο του συνδυασμού των ανωτέρω παραγόντων ήταν η μεγάλου βαθμού μείωση της ζήτησης θέσεων στάθμευσης και η αντίστοιχη μείωση του αναμενόμενου από την ενάγουσα κέρδους, ήτοι η ανατροπή των κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη υπολογισμών της ενάγουσας κατά το χρόνο αναπροσαρμογής του ανταλλάγματος σε 7%, για την ζήτηση των θέσεων στάθμευσης του υπογείου αυτού σταθμού. Ως εκ τούτου συντρέχει εν προκειμένω απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, η οποία καθιστά υπέρμετρα επαχθές για την ενάγουσα το συμφωνηθέν αντάλλαγμα για τον υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων, το οποίο συνεκτιμωμένης και της ευθύνης της ενάγουσας πρέπει να καθοριστεί σε ποσοστό 4% επι των ακαθαρίστων εσόδων του υπόγειου σταθμού και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών αρχομένου από της επιδόσεως της αγωγής καθώς είναι δυνατόν μετά πάροδο δεκαετίας να μεταβληθεί η κατάσταση με την αύξηση της ζήτησης θέσεων στάθμευσης στον υπόγειο αυτό σταθμό και να εξαλειφθούν οι λόγοι που επέβαλαν την μείωση του ανταλλάγματος στο ανωτέρω ποσό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που προέβη σε αναπροσαρμογή του ετήσιου ανταλλάγματος σε 5% επι των ακαθάριστων εσόδων και για χρονικό διάστημα έξ (6) ετών υπέπεσε σε σφάλμα κατά τους βάσιμους περί αυτών λόγων της έφεσης. Επιπρόσθετα, υπέπεσε σε σφάλμα καθώς όρισε το αντάλλαγμα σε ποσοστό 5% επί των ακαθάριστων εσόδων του σταθμού, δίχως περαιτέρω διευκρίνιση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το ποσοστό αυτό θα υπολογιστεί επι των ακαθάριστων εσόδων του υπόγειου και του ισόγειου σταθμού συνολικά αφού ως ενιαία επιχείρηση αποκαλούνται «σταθμός» δεκτού γενομένου σχετικού λόγου αντέφεσης ως βάσιμου. Η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι το αντάλλαγμα συμφωνήθηκε σε ποσοστό επί των ακαθαρίστων εσόδων του σταθμού και όχι σε σταθερό ποσό και επομένως, η μείωση των ακαθαρίστων εσόδων του σταθμού προκαλεί μείωση του ανταλλάγματος το οποίο ως εκ τούτου δεν δύναται να μειωθεί περαιτέρω λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών αφού ήδη μειώνεται με την μείωση των ακαθαρίστων εσόδων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον το αντάλλαγμα συμφωνήθηκε σε ποσοστό επι των ακαθάριστων εσόδων και όχι επι των κερδών της επιχείρησης και επομένως, η μείωση του ποσού του ανταλλάγματος λόγω μείωσης των ακαθάριστων εσόδων του υπόγειου σταθμού δεν ισοσταθμίζει ούτε εν μέρει την μείωση αυτού λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα με την από 30-10-2012 επιστολή της γνωστοποίησε στην ενάγουσα τους λόγους μείωσης των ακαθάριστων εσόδων από την λειτουργία του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων και ζήτησε την μείωση του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος ώστε να καταστεί βιώσιμη η επιχείρηση αυτή. Ειδικότερα, επικαλέστηκε την διακοπή λειτουργίας του Εκθεσιακού Κέντρου, την παράνομη στάθμευση οχημάτων στην ευρύτερη περιοχή και την κατα 53% μείωση των διελεύσεων λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης της Χώρας και ζήτησε την εξεύρεση λύσης για την βιωσιμότητα της επιχείρησης. Ενόψει της επιστολής αυτής στις 23-11-2012 συναντήθηκαν τα στελέχη αμφοτέρων των εταιριών και προτάθηκε από μέρους της εναγομένης η μείωση του ανταλλάγματος κατά 15% ενώ δεσμεύτηκε (η εναγομένη) να περιορίσει και την παράνομη στάθμευση στην ευρύτερη περιοχή. Στις 13-3-2013 ακολούθησε νεώτερη επιστολή της ενάγουσας με την οποία ζήτησε μείωση του ανταλλάγματος σε 3,4% επι των ακαθαρίστων εισοδημάτων του υπόγειου σταθμού καθώς και παράταση στην διάρκεια ισχύος της σύμβασης για πέντε χρόνια. Στις 15-3-2013 συναντήθηκαν στελέχη αμφοτέρων των εταιριών και διαμορφώθηκε νέα πρόταση η οποία περιελάμβανε πενταετή παράταση ισχύος της σύμβασης και κλιμακωτή αναπροσαρμογή του ανταλλάγματος καθώς και τροποποίηση του τρόπου καταβολής του ανταλλάγματος. Στα πλαίσια διαπραγμάτευσης η ενάγουσα αναμόρφωσε την πρόταση αυτής η οποία περιελάμβανε πενταετή παράταση της ισχύος της σύμβασης, κλιμακωτή αναπροσαρμογή του ανταλλάγματος και τροποποίηση του τρόπου καταβολής στην εναγόμενη του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος. Η πρόταση αυτή εισήχθη στο Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης προς έγκριση, το οποίο με την υπ΄αριθμόν 40 της 30-4-2014 απόφασή του ενέκρινε την πρόταση αυτή εξαιρουμένου του όρου περί παράτασης ισχύος της σύμβασης ενώ προσέθεσε και ότι η ενάγουσα δεν θα διατηρούσε καμία οικονομική αξίωση από την εκτέλεση της σύμβασης κατά της εναγομένης, καθώς και ότι η τροποποίηση αυτή θα ίσχυαν από 1-1-2014. Ωστόσο, η ενάγουσα δεν αποδέχθηκε την ανωτέρω πρόταση καθώς αρνήθηκε να δεχθεί ότι η ισχύς της σύμβασης δεν θα παρατεινόταν για πέντε ακόμη χρόνια, χρόνος αναγκαίος κατά τους ισχυρισμούς της, για την αποσόβηση των ζημιών της επιχείρησης, όπως επίσης (αρνήθηκε να δεχθεί) και ότι δεν θα διατηρούσε καμία οικονομική αξίωση από την εκτέλεση της σύμβασης κατά της εναγομένης. Ακολούθως, προέβη στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Εκ των ανωτέρω δεν απορρέει το συμπέρασμα ότι κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων (Οκτώβριος 2012 μέχρι 30-4-2014 ) η εναγόμενη απέτρεψε δολίως την ενάγουσα από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής προκειμένου ν΄ απωλέσει την μείωση του ανταλλάγματος για το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αλλά ότι ο χρόνος διέδραμε στα πλαίσια εύρεσης λύσης κοινά αποδεκτής και κατόπιν συνεχών τροποποιήσεων των εκατέρωθεν προτάσεων. Εξάλλου, από την φύση τους οι διαπραγματεύσεις εμπεριέχουν τον κίνδυνο της ματαίωσης οποιασδήποτε προσδοκίας των μερών που συμμετέχουν σ΄αυτήν. Συνεπώς, η σωρευόμενη αγωγή περί καταβολής αποζημιώσεως και συγκεκριμένα του ποσού των 65.028,54 ευρώ κατα το οποίο θα είχε μειωθεί το αντάλλαγμα κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων αν η ενάγουσα είχε ασκήσει εξ αρχής αγωγή διώκοντας αναπροσαρμογή του ανταλλάγματος σε 1,7% επί των ακαθαρίστων εσόδων του υπόγειου σταθμού, πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να γίνει δεκτή τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή αναπροσαρμογής του ανταλλάγματος και να απορριφθεί η σωρευόμενη αγωγή αποζημιώσεως. Ακολούθως, πρέπει ν΄ αναπροσαρμοστεί το ετήσιο αντάλλαγμα που καταβάλλει η ενάγουσα για την λειτουργία του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων δυνάμει των υπ΄αριθμούς …/2001 και …../2007 συμβάσεων, σε 4% επί των ακαθάριστων εσόδων αυτού και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών αρχομένου από της επιδόσεως της αγωγής. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγομένης λόγω της μερικής ήττας αυτής (άρθρα 176 , 191 παρ 2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης λόγω της μερικής ήττας αυτής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί α) η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα λόγω της ευδοκίμησης της με αριθμό καταθ. …………/2020 έφεσης και β) η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο λόγω απόρριψης της με αριθμό καταθ. …………./2021 έφεσης (άρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ……./2020 έφεση και την με αριθμό καταθεσης στην αυτή γραμματεία ………./2021 έφεση την οποία εκτιμά ως αντέφεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την υπ΄ αριθμόν ……../2020 έφεση
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ΄ αριθμόν …../2021 έφεση
ΔΕΧΕΤΑΙ την αντεφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 4128/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
ΚΡΑΤΕΙ και
ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό καταθ. ………../2014 αγωγή που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς στην οποία σωρεύεται αγωγή αναπροσαρμογής ανταλλάγματος και αγωγή αποζημιώσεως ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή αναπροσαρμογής ανταλλάγματος
ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΖΕΙ το ετήσιο αντάλλαγμα που καταβάλλει η ενάγουσα στην εναγομένη για την εκμετάλλευση του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων επι της ……… δυνάμει των υπ΄αριθμούς …../2002 και …./2007 συμβάσεων, σε ποσοστό 5% επι των ακαθάριστων εσόδων του υπόγειου αυτού σταθμού και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών αρχομένου από της επιδόσεως της αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή αποζημιώσεως
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη – εκκαλούσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1200) ευρώ
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα – εκκαλούσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εναγομένης -εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλιων διακοσίων (1000) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα της με αριθμό καταθ. ………. / 2020 έφεσης
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβάλου για την άσκηση της με αριθμό καταθ. ………./2021 έφεσης .
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ