ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 612/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, με δήλωση κατ’ άρθρο παρ. 242 Κ.Πολ.Δ.
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, με δήλωση κατ’ άρθρο παρ. 242 Κ.Πολ.Δ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα. Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 10-12-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./17-12-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 649/2021 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 12-7-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../16-7-2021 έφεσή του (υπό στοιχείο Α) και β) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 21-7-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../21-7-2021 έφεσή της (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος στην Α έφεση – εφεσίβλητου στη Β έφεση, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας στη Β έφεση – εφεσίβλητης στην Α έφεση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι υπό κρίση: α) από 12-7-2021 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …./16-7-2021 έφεση του ………. κατά της εταιρίας «……….» (πρώην «…………», η επωνυμία της οποίας τροποποιήθηκε ως άνω, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. πρωτ. …../16-10-2020 ανακοίνωση στο ΓΕΜΗ) και β) από 21-7-2021 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …../21-7-2021 έφεση της άνω εφεσίβλητης κατά του άνω εκκαλούντος, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 649/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 10-12-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../17-12-2019 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την παραπάνω από 10-12-2019 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στον Πειραιά στις 8-2-2018, 10-7-2018, 8-9-2018 και 7-2-2019 με την εναγόμενη πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «BSΠ», νηολογίου Πειραιά …., κ.ο.χ. 10755, ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, έως τις 2-4-2019 που απολύθηκε λόγω αδείας διάρκειας ενός μηνός χωρίς να τη ζητήσει, μετά το πέρας της οποίας η εναγόμενη δεν τον επαναπροσέλαβε. Ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια των άνω συμβάσεων ναυτικής εργασίας του, οι οποίες συμφωνήθηκε να διέπονται από τους όρους της ισχύουσας κάθε φορά ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, το άνω πλοίο εκτελούσε τα αναφερόμενα ακτοπλοϊκά δρομολόγια και ο ίδιος πραγματοποιούσε υπερωρίες, καθώς εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 6 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο πέραν του νόμιμου 8ώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 14 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ότι, παρά ταύτα δεν έλαβε, με βάση τα προβλεπόμενα από τις συμφωνηθείσες ως ισχύουσες άνω ΣΣΕ, ολόκληρη την υπερωριακή αμοιβή του, την αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019, την πρόσθετη αμοιβή για εκτελεσθέντα δρομολόγια εξπρές και το επίδομα άγονης γραμμής κατά τα ίδια έτη, καθώς και τη νόμιμη αποζημίωση λόγω της άνω απόλυσής του λόγω αδείας και της μη επαναπρόσληψής του, η οποία συνιστούσε μονομερή και άκαιρη καταγγελία της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, χωρίς παράπτωμά του. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος ευθύνη της εναγόμενης από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του (άρθρα 223, 295 παρ. 1 και 297 Κ.Πολ.Δ.), του αρχικά εξ ολοκλήρου καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, ποσού 27.665,26 ευρώ, σε εν μέρει αναγνωριστικό και δη για τα κονδύλια της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και Κυριακές έτους 2018, ύψους 7.161,71 ευρώ και του Δώρου Πάσχα έτους 2019, ύψους 920,91 ευρώ: α) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για τα αμέσως ανωτέρω κονδύλια το συνολικό ποσό των 8.082,62 ευρώ και β) να υποχρεωθεί να του καταβάλει για τα υπόλοιπα άνω κονδύλια της αγωγής συνολικό ποσό 19.582,64 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά των άνω κονδυλίων παρατίθενται ειδικότερα στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυσή του την 2-4-2019, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, κατά το μέρος που τα αγωγικά αιτήματα τράπηκαν από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, ακολούθως δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσία, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για διαφορά δώρου Πάσχα 2019 το ποσό των 538,05 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 1-5-2019 μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για τα υπόλοιπα κονδύλια συνολικό ποσό 7.737,98 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυσή του (2-4-2019) μέχρι την εξόφληση, πλην του κονδυλίου 1.791,58 ευρώ που αφορά διαφορά δώρου Πάσχα 2018, το οποίο επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από 1-5-2018 μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση, κατά την άνω καταψηφιστική διάταξή της, προσωρινά εκτελεστή για ποσό 4.000,00 ευρώ και επέβαλε σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 300,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και τη συνολική παραδοχή και την απόρριψή της αντίστοιχα. Επιπλέον, η εκκαλούσα – εναγόμενη, με την έφεσή της ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, με την επιστροφή του ποσού των 4.000,00 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε η τελευταία προσωρινά εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του. Σημειώνεται εδώ ότι το άνω αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο (άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ.), ενώ το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον, πριν την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 Α.Κ, απαιτείται επίδοση της απόφασης για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Με τον έκτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε και πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και η καταβολή τους θα έχει δυσβάστακτες συνέπειες γι’ αυτήν και τους εργαζομένους της. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της ως εργοδότριας, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για βασικές ή για πρόσθετες αμοιβές του. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Λαρ. 245/2019, Εφ.Πειρ. 54/2017, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελαχίστων αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 670/2019, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 218/2016, 441/2015, 71/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του εναγόμενου, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο έκτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 των Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017 και 2242.5-1.5/80350/2018 του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για την κύρωση αντίστοιχα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2017 και 2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ 40055/17-11-2017 και 5084/17-11-2018 αντίστοιχα), που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα: «…Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων….». Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών θαλαμηπόλου, ορίζονται τα ακόλουθα: Α) Στην πρώτη άνω ΣΣΕ (έτους 2017): Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 1.157,99 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 254,76 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 1.412,75 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας στο ποσό των 35,22 ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 56,50 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας σε 417,12 ευρώ, ήτοι [(1.157,99 + 254,76) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] και Β) Στη δεύτερη άνω ΣΣΕ (έτους 2018): Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 1.181,15 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 259,86 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 1.441,01 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,59 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας στο ποσό των 35,92 ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 57,63 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας σε 425,45 ευρώ, ήτοι [(1.181,15 + 259,86) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τους περιλαμβανόμενους στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις, πίνακες υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, προκειμένου περί θαλαμηπόλου, η υπερωρία ορίστηκε για το έτος 2017 σε 8,37 ευρώ (με προσαύξηση 25%) και 10,04 ευρώ (με προσαύξηση 50%) και για το έτος 2018 σε 8,54 ευρώ (με προσαύξηση 25%) και 10,25 ευρώ (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικά στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι οι ως άνω Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας προβλέπουν στο άρθρο 6 ότι για όλες τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται επίδομα Κυριακών, ανερχόμενο μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατό (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 2 παρ. 1 των Συμβάσεων. Διευκρινίζεται δε στην παρ. 2 του άνω άρθρου ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του πληρώματος και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους αυτών ή μη υπηρεσίας, δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη όμως με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio -peir.gr, Εφ.Πειρ. 27/2011, Εφ.Πειρ. 803/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
V. Από την από 6-10-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………… ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιά ……. και την από 4-5-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………… ενώπιον της Δικηγόρου Πατρών ………., οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγομένης, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …./30-9-2020 και …./28-4-2022 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….), την υπ’ αριθ. …/6-10-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …. …, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγόμενης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ………/30-9-2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσης του κάθε μάρτυρα, τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα εάν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (Α.Π. 426/2021, Α.Π. 1628/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδάφ. β’, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος, απογεγραμμένου Έλληνα ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ………….. ναυτικού φυλλαδίου και του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου «BSP», νηολογίου Πειραιά, αριθ. νηολ. ……, κ.ο.χ. 10755, ο απασχολούμενος σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου ήδη από το έτος 2012, όπως δεν αμφισβητείται, ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου σ’ αυτό με την αυτή ειδικότητα. Η πρώτη ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε στις 8-2-2018 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο άνω πλοίο μέχρι την 5-6-2018, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιά λόγω αδείας έως 5-7-2018. Επαναπροσλήφθηκε στις 10-7-2018 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο έως την 17-7-2018, οπότε και απολύθηκε λόγω τραυματισμού εντός του πλοίου. Ακολούθησε ναυτολόγησή του στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα την 8-9-2018, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 1-11-2018, οπότε απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Η τελευταία ένδικη ναυτολόγησή του ήταν στις 7-2-2019 στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα και διήρκεσε μέχρι τις 2-4-2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως 2-5-2019. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε να αμείβεται ο ενάγων με κλειστό μισθό, ανερχόμενο (μεικτά) στο ποσό των 2.825,41 ευρώ κατά την πρώτη ναυτολόγησή του, στο ποσό των 2.721,87 ευρώ κατά τη δεύτερη και τρίτη ναυτολόγησή του και στο ποσό των 2.881,89 ευρώ για την τέταρτη ναυτολόγησή του, στον οποίο ορίστηκε να συμπεριλαμβάνονται βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, τυχόν επίδομα εταιρίας και «όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Αποδείχθηκε ακόμα ότι, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο παραπάνω πλοίο, αυτό εκτελούσε, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Ειδικότερα, το έτος 2018 πραγματοποιούσε κυκλικά δρομολόγια με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την Τρίτη στις 15:00 μ.μ, προς Πάτμο – Λειψούς – Κάλυμνο – Κω – Σύμη – Ρόδο – Κάρπαθο, όπου κατέπλεε στις 11:25 π.μ. της Τετάρτης. Το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου στις 11:45 π.μ. για Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 11:10 π.μ. της Πέμπτης, αναχωρούσε την ίδια ημέρα στις 15:00 μ.μ. για Λειψούς – Κάλυμνο – Κω – Νίσυρο – Τήλο – Σύμη – Ρόδο – Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 13:40 μ.μ. της Παρασκευής, αναχωρούσε δε στις 14:00 μ.μ. για Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 13:10 μ.μ του Σαββάτου και παρέμενε μέχρι τις 17:00 μ.μ, οπότε αναχωρούσε για Αστυπάλαια – Κάλυμνο – Κω – Νίσυρο – Τήλο – Ρόδο – Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 10:40 π.μ. της Δευτέρας και αναχωρούσε για Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 10:20 π.μ. της Τρίτης, εκτελώντας νέο κυκλικό δρομολόγιο στις 15:00 μ.μ. της ίδιας ημέρας. Το έτος 2019 το ως άνω πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα κυκλικά δρομολόγια: Tην Τρίτη απέπλεε από τον Πειραιά στις 15:00 μ.μ. με προορισμό Πάτμο – Λειψούς – Κάλυμνο – Κω – Σύμη – Ρόδο – Κάρπαθο – Κάσο, όπου έφθανε στις 12:55 μ.μ. της Τετάρτης και αναχωρούσε στις 13:10 μ.μ. με προορισμό τον Πειραιά, όπου έφθανε στις 11:10 π.μ. της Πέμπτης, εν συνεχεία αναχωρούσε στις 15:00 για Λειψούς – Κάλυμνο – Κω – Νίσυρο – Τήλο – Σύμη – Ρόδο – Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 13:40 μ.μ. της Παρασκευής και αναχωρούσε για Πειραιά στις 14:00 μ.μ, όπου κατέπλεε στις 13:00 μ.μ. του Σαββάτου. Το Σάββατο απέπλεε εκ νέου στις 17:00 μ.μ. με προορισμό Αστυπάλαια – Κάλυμνο – Κω – Νίσυρο – Τήλο – Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 11:15 π.μ. της Κυριακής και αναχωρούσε στις 07:00 π.μ. της Δευτέρας για Πειραιά όπου κατέπλεε στις 10:20 της Τρίτης, για να αρχίσει στη συνέχεια, κατά τα προαναφερθέντα, νέο κυκλικό δρομολόγιο. Τα ανωτέρω δρομολόγια θεωρείται ότι συνομολογούνται από την εναγόμενη, αφού δεν αμφισβητούνται απ’ αυτή (άρθρα 261 και 591 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, εφαρμοστέα για την απασχόληση του ενάγοντος το έτος 2018 ήταν η ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2017, που κυρώθηκε με την Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017 (Φ.Ε.Κ. Β’ 40055/17-11-2017) και για την απασχόλησή του το έτος 2019 εφαρμοστέα ήταν η αντίστοιχη ΣΣΕ έτους 2018, που κυρώθηκε με την Υ.Α. 2242.5-1.5/80350/2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/17-11-2018), τις οποίες επικαλείται ο ενάγων κατά τον υπολογισμό των κονδυλίων της αγωγής του και δεν αμφισβητεί την εφαρμογή τους η εναγόμενη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησής του, ο ενάγων απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα, τα συναφή με την ειδικότητά του και συγκεκριμένα εκτελούσε βάρδια στην υποδοχή (κυλιόμενη σκάλα), όπου ήταν επιφορτισμένος με την εξυπηρέτηση των επιβατών, καθώς επίσης ήταν υπεύθυνος για τον καθαρισμό, την τακτοποίηση των κλινοσκεπασμάτων και τον ευπρεπισμό συγκεκριμένου αριθμού καμπινών του πλοίου, αλλά και για την καθαριότητα κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου (διαδρόμων, σαλονιών, κλιμάκων κ.λπ.), τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά και της Ρόδου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού. Επιπλέον, απασχολείτο είτε στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση τους, την τακτοποίηση αυτών στις θέσεις τους ή τις καμπίνες του πλοίου και την αποβίβαση τούτων, είτε στο εστιατόριο «self service» των επιβατών του πλοίου, όπου επιμελείτο για την προετοιμασία του χώρου, την εξυπηρέτηση των πελατών και ακολούθως την τακτοποίηση και καθαρισμό των τραπεζιών, που λάμβανε χώρα καθ’ όλη την διάρκεια λειτουργίας του εστιατορίου και αμέσως μετά το κλείσιμο του. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών που προκύπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα άνω ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπόμενης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων που διενεργούσε το πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και δεν απασχολούνταν μόνο το κανονικό του ωράριο και επιπλέον μία ώρα κατά τις περιόδους αυξημένης τουριστικής κίνησης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγόμενη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες. Σημειωτέον ότι, κατά τα ένδικα άνω χρονικά διαστήματα, ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση (άρθρο 1 π.δ.177/1974), δεκατρείς θαλαμηπόλοι, οι οποίοι κατά την χρονική περίοδο από την 1η Απριλίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου αυξάνονταν κατά δύο, καθώς επίσης πέντε επίκουροι, ενώ από 1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου η σύνθεση των θαλαμηπόλων και επίκουρων μειώνονταν κατά το 1/3 και επιπλέον υπηρετούσε ένας αρχιθαλαμηπόλος και ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η εναγόμενη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγόμενη (άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ.), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος βεβαίωσαν ενόρκως τόσο οι άνω μάρτυρές του ………… και ………… (επίκουρος και ναύτης αντίστοιχα στο άνω πλοίο, που συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα κατά το μεγαλύτερο μέρος των ένδικων ναυτολογήσεών του), όσο και ο άνω μάρτυρας της εναγόμενης ……….. (αρχιθαλαμηπόλος στο άνω πλοίο, που επίσης συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα κατά το μεγαλύτερο μέρος των ένδικων ναυτολογήσεών του), διαφοροποιούνται όμως ως προς τη χρονική διάρκεια της υπερωριακής του εργασίας και τα ανατιθέμενα σ’ αυτόν καθήκοντα, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος ………. βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγόμενη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν τον καθιστά αναξιόπιστο και εξαιρετέο, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκείμενης δίκης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγόμενη (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 421/2021, Εφ.Πειρ. 368/2019, efeteio-peir.gr). Εξάλλου, οι εκατέρωθεν μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσης καθενός και συνεκτιμώνται ελεύθερα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης, πλην όμως δεν μειώνονταν σημαντικά τη χειμερινή, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της σύνθεσης των θαλαμηπόλων την τελευταία αυτή περίοδο κατά το 1/3, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του ήταν δώδεκα ώρες και όχι δεκατέσσερις ώρες, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ε, ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού της εναγόμενης, που προβλήθηκε πρωτόδικα και διαλαμβάνεται στον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή του που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, για κατ’ εξαίρεση εννέα ώρες ενδεχόμενης εργασίας καθ’ όλες τις ημέρες, καθημερινές και εργάσιμες, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (Εφ.Πειρ. 54/2022, 34/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 452/2010, Εφ.Πειρ. 768/2003, αδημ.). Ούτε ο ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτόδικα από την εναγόμενη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακά πέραν των υπερωριών που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του αν διαμαρτυρόταν. Άλλωστε, αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1635/2012, Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 587/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Εξάλλου, οι ώρες απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης προς εργασία του ναυτικού στο πλοίο, όπως σε περίπτωση απονομής σ’ αυτόν επιμέρους καθηκόντων εφόσον εκδηλωθεί πυρκαγιά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160, π.ρ.βλ. και Ολ.Α.Π. 10/2009, Α.Π. 230/2016, Εφ.Λαμ. 12/2017, Τ.Ν.Π.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα ώρες στο ανωτέρω πλοίο, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγόμενης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άνω εφαρμοζόμενων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,37 ευρώ και 8,54 ευρώ αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές των ετών 2018 και 2019 αντίστοιχα και το ποσό των 10,04 ευρώ και 10,25 ευρώ αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα των άνω ετών αντίστοιχα. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της πρόσθετης υπερωριακής αμοιβής που δικαιούται ο ενάγων βάσει των υπερωριών που αποδείχθηκε ότι εκτελούσε, ανερχομένης αυτής για μεν το έτος 2018 στο ποσό των 4.888,08 ευρώ κατά τις 122 καθημερινές και τις 24 Κυριακές και στο ποσό των 4.457,76 ευρώ κατά τα 26 Σάββατα και τις 9 αργίες, για δε το έτος 2019 στο ποσό των 1.537,20 ευρώ κατά τις 37 καθημερινές και Κυριακές και στο ποσό των 1.230,00 ευρώ κατά τα 8 Σάββατα και τις 2 αργίες και συνολικά σε 12.113,04 ευρώ και, μετ’ αφαίρεση των καταβληθέντων από την εναγόμενη ποσών συνολικού ύψους 8.155,59 ευρώ, σε 3.957,45 ευρώ, κατά μερική παραδοχή της ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.
VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 471/2011, αδημ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τις αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, η εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), κατέβαλε σ’ αυτόν κατά τους μήνες ναυτολόγησης του, από το Φεβρουάριο 2018 μέχρι και τον Απρίλιο 2019, διάφορα χρηματικά ποσά, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.240,82 ευρώ και δη 176,01 ευρώ το Φεβρουάριο 2018, 406,77 ευρώ το Μάρτιο 2018, 300,09 ευρώ τον Απρίλιο 2018, 209,80 ευρώ το Μάιο 2018, 20,79 ευρώ τον Ιούνιο 2018, 232,14 ευρώ τον Ιούλιο 2018, 232,14 ευρώ τον Αύγουστο 2018, 232,14 ευρώ το Σεπτέμβριο 2018, 275,23 ευρώ τον Οκτώβριο 2018, 179,96 ευρώ το Φεβρουάριο 2019, 272,00 ευρώ το Μάρτιο 2019 και 3,84 ευρώ τον Απρίλιο 2019. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών άνω πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, διότι η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου των συμβάσεων ναυτικής εργασίας του: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ, δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Άλλως, βέβαια, θα τίθετο το ζήτημα εάν στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος προβλεπόταν ρητά ότι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», ως υπέρτερες των νόμιμων, θα καλύπτουν την υπερωριακή αμοιβή, οπότε, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, η εργοδότρια εναγόμενη θα είχε τη δυνατότητα να προβεί στο συμψηφισμό αυτών με τις υπόλοιπες αμοιβές του, περιορίζοντας μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τον ως άνω ισχυρισμό (ένσταση) της εναγόμενης, ως παραδεκτά προβληθέντα και ακολούθως δέχθηκε αυτόν ως ουσιαστικά βάσιμο, με το σκεπτικό ότι προέκυψε ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά (έκτακτες αμοιβές) με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο (άρθρα 361 και 440 Α.Κ. και 262 Κ.Πολ.Δ.) και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις (συμβάσεις ναυτικής εργασίας ενάγοντος), κατά το βάσιμο σχετικό πέμπτο λόγο της έφεσής του. Συνεπώς, η έφεση του ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία ως προς το λόγο της αυτό και στη συνέχεια να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το ανωτέρω κεφάλαιό της, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση και κατ’ ουσία από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και να απορριφθεί η άνω ένσταση ως αβάσιμη κατ’ ουσία.
VII. Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 1 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2017 και 2018, ο προβλεπόμενος τρόπος υπολογισμού του ειδικού επιδόματος που χορηγείται σε ολόκληρο το πλήρωμα, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες, μεταβλήθηκε και καθορίσθηκε ότι αυτό υπολογίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας για απασχόληση σε γραμμές δημοσίας υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες και για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογικώς. Τα ίδια προβλέπονται και με το άρθρο 7 παρ. 1 της Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014 (Εφ.Πειρ. 368/2019, Εφ.Πειρ. 494/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 369/2013, Εφ.Πειρ. 488/2012, Εφ.Πειρ. 1128/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά έγγραφα της Διεύθυνσης Θαλάσσιων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας & Αιγαίου, σε συνδυασμό με τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο, κατά τις ένδικες χρονικές περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος εντός των ετών 2018 και 2019, πραγματοποιούσε μεταξύ άλλων επιδοτούμενα δρομολόγια, δυνάμει των οικείων συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων γραμμών) προς εξυπηρέτηση των εξής δρομολογιακών γραμμών: α) Πειραιάς – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος μετ’ επιστροφή, με την εκτέλεση ενός δρομολογίου την εβδομάδα, β) Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος, μετ’ επιστροφή, με την εκτέλεση ενός δρομολογίου την εβδομάδα, γ) Πειραιάς – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος μετ’ επιστροφή, με την εκτέλεση ενός δρομολογίου την εβδομάδα και δ) Ρόδος – Καστελόριζο – Ρόδος, με την εκτέλεση δύο δρομολογίων την εβδομάδα, επιπλέον δε, κατά την τελευταία ένδικη ναυτολόγηση του ενάγοντος και στις δρομολογιακές γραμμές α) Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος και β) Ρόδος – Κάρπαθος – Ρόδος. Ειδικότερα, το άνω πλοίο εκτέλεσε κατά τα ένδικα άνω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, δρομολόγια «άγονης γραμμής», με μηνιαία απασχόλησή του επί 30 ημέρες, κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή, για το έτος 2018 το ποσό των 489,01 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ Χ 7% Χ 6,03 μήνες (181 ημέρες /30)] και για το έτος 2019 το ποσό των 151,80 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ Χ 7% Χ 1,83 μήνες (55 ημέρες /30)] και συνολικά 640,81 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 246,40 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και επομένως, δικαιούται την προκύπτουσα διαφορά ποσού 394,41 ευρώ. Συνεπώς, η ένσταση περί αποσβέσεως της συγκεκριμένης οφειλής (άρθρο 416 του Α.Κ.), η οποία επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της εναγόμενης και αφορά το σχετικό κονδύλι της αγωγής περί του επιδόματος γραμμών δημόσιας υπηρεσίας, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ομοίως ότι για την εν λόγω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, αφού δέχθηκε κατά ένα μέρος ως βάσιμη κατ’ ουσία την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 416 Α.Κ, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία.
VIII. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων ετών 2017 και 2018, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια. Για τον υπολογισμό της αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ακολούθως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή υπολογίζεται ως εξής (παρ. 7): Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο. Σημειωτέον ότι στις άνω τακτικές αποδοχές (βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές», και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα), συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Εφ.Πειρ. 618/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr).
Στην προκειμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι κατά τα ένδικα άνω χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2018 και 2019 κατά τα οποία υπηρέτησε ο ενάγων στο άνω πλοίο, πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές» κατά την προεκτεθείσα έννοια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, εκτελούσε μεν λιγότερα από πέντε κυκλικά ταξίδια κάθε εβδομάδα, αλλά η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, από τον κατάπλου δε στο λιμάνι αφετηρίας το πλοίο απέπλεε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών και συγκεκριμένα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 10.20, 11.10 και 13.10 αντίστοιχα και αναχωρούσε για το επόμενο ταξίδι στις 15.00, 15.00 και 17.00 αντίστοιχα και έτσι το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης ανά εβδομάδα ανέρχονταν συνολικά σε 5,67 ώρες, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγόμενη. Επομένως, κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 των εφαρμοζόμενων Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2017 και 2018, πραγματοποίησε [(5,67 «εξπρές» δρομολόγια ανά εβδομάδα : 8) 0,71 Χ 26,14 εβδομάδες] 18,55 «εξπρές» δρομολόγια κατά το έτος 2018 και [(5,67 «εξπρές» δρομολόγια ανά εβδομάδα : 8) 0,71 Χ 7,85 εβδομάδες] 5,57 δρομολόγια κατά το έτος 2019, απορριπτομένης της αιτίασης της εναγόμενης, που διαλαμβάνεται στο δεύτερο λόγο της έφεσής της, περί μη νόμιμου υπολογισμού από την εκκαλουμένη των εξπρές δρομολογίων, προεχόντως ως αλυσιτελούς, δεδομένου ότι ο επικαλούμενος τρόπος υπολογισμού δεν εκτίθεται ότι οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ευμενέστερο για την εκκαλούσα και σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμης. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την άνω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 των ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 603/2015, Εφ.Πειρ. 86/2014, Εφ.Πειρ. 23/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία (Α.Π. 593/2021, Α.Π. 417/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής (Α.Π. 593/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 412/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 120/2019, www.efeteio-peir.gr), ενώ το επίδομα ιματισμού δεν συνυπολογίζεται σ’ αυτές, γιατί δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού, αλλά κύρια αιτία έχει την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (Α.Π. 774/2003, Εφ.Πειρ. 366/2016, Εφ.Πειρ. 674/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Εφ.Πειρ. 526/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 215/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr, π.ρ.βλ. και Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές δεν συμπεριλαμβάνεται το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας (Α.Π. 40/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, A.Π. 800/2017, Α.Π. 1334/2014, www.areiospagos.gr), όπως δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές και τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, διότι αυτά υπολογίζονται με βάση και την πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, εφόσον τα τελευταία πραγματοποιούνται τακτικά και η πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (π.ρ.β.λ. Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 496/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι όσες τυχόν πρόσθετες αμοιβές («έκτακτες αμοιβές», κ.λ.π.), ο ενάγων, κατά το σχετικό υπολογισμό στην αγωγή, δεν συμπεριλαμβάνει στις μηνιαίες αποδοχές του, θεωρείται ότι έτσι συνομολογεί το γεγονός ότι οι παροχές αυτές δεν καταβάλλονταν σ’ αυτόν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του (Εφ.Πειρ. 207/2021, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 177/2016, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις εφαρμοστέες άνω ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, ανέρχονταν για το έτος 2018 στο συνολικό ποσό των 4.089,48 ευρώ [1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,30 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 ευρώ Χ 30) + 452,05 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.412,75 ευρώ Χ 1/22 = 64,22 ευρώ Χ 5 ημέρες = 321,10 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 ευρώ} + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 1.532,10 ευρώ μέσος όρος υπερωριών {9.345,84 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 181 ημέρες (122 καθημερινές, 24 Κυριακές, 26 Σάββατα , 9 αργίες) Χ 30 ημέρες) + 81,07 ευρώ (1.157,99 Χ 7%) επίδομα άγονης γραμμής] και για το έτος 2019 στο συνολικό ποσό των 4.117,74 ευρώ [1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 587,70 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,59 ευρώ Χ 30) + 425,45 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,85 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.441,00 ευρώ Χ 1/22 = 65,50 ευρώ Χ 5 ημέρες = 327,50 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,59 Χ 5) = 97,95 ευρώ} + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 2.040,43 ευρώ μέσος όρος υπερωριών {3.740,80 σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 55 ημέρες εργασίας (37 καθημερινές, 8 Κυριακές, 8 Σάββατα, 2 αργίες) Χ 30 ημέρες) + 82,68 ευρώ (1.181,15 Χ 7%) επίδομα άγονης γραμμής]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται, για μεν το έτος 2018 στο συνολικό ποσό των 2.528,66 ευρώ (4.089,48 ευρώ Χ 1/30 = 136,32 ευρώ Χ 18,55 δρομολόγια εξπρές), για δε το έτος 2019 στο συνολικό ποσό των 764,52 ευρώ (4.117,74 ευρώ Χ 1/30 = 137,26 ευρώ Χ 5,57 δρομολόγια εξπρές). Έναντι των οφειλόμενων αυτών ποσών ο ενάγων έλαβε κατά το έτος 2018 το συνολικό ποσό των 1.192,11 ευρώ και κατά το έτος 2019 το συνολικό ποσό των 233,03 ευρώ, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του (βλ. ένδειξη «διπλά δρομολόγια») και κατά συνέπεια δικαιούται υπόλοιπο ποσών 1.336,55 ευρώ και 531,49 ευρώ αντίστοιχα. Συνεπώς, η ένσταση περί αποσβέσεως της εν λόγω οφειλής, η οποία επαναφέρεται με την έφεση της εκκαλούσας -εναγόμενης και αφορά τα κρινόμενα κονδύλια της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές» κατά τα έτη 2018 και 2019, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλονται στον ενάγοντα τα ίδια άνω ποσά πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας, κατά το σχετικό μέρος του. Περαιτέρω, συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος κατά τα έτη 2018 και 2019 την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής του σε 1.532,10 και 2.040,43 ευρώ αντίστοιχα και επιπλέον, συνυπολογίζοντας κατά τα έτη αυτά τις αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, κατά το σχετικό μέρος τους, με τος οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
ΙΧ. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Α.Π. 1013/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 218/2016, www.efeteio-peir.gr). Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η πρόσθετη αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας, η οποία, εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς και γ) το επίδομα αδείας με το αντίτιμο τροφής, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 430/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 412/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 71/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 των ως άνω ΣΣΝΕ (Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 673/2015, Εφ.Πειρ. 496/2015, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 500/2012, αδημ, Εφ.Πειρ. 46/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 97, Εφ.Πειρ. 343/2009, αδημ.), όχι όμως το επίδομα ιματισμού, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου – Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε, καταρχήν, η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 496/2015, ό.α, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, ό.α, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, www.efeteio-peir.gr) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 422/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 423/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 66/2013, ό.α, Εφ.Πειρ. 590/2014, ό.α, Εφ.Πειρ. 364/2012, αδημ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, για τα χρονικά διαστήματα απασχόλησής του από 1-5-2018 έως 5-6-2018, από 10-7-2018 έως 17-7-2018 και από 8-9-2018 έως 1-11-2018, ήτοι για 99 ημέρες εργασίας, ο ενάγων δικαιούται αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2018, η οποία ισούται με 2/25 του μηνιαίου μισθού, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δεδομένου ότι η σχέση εργασίας του με την εναγόμενη εργοδότρια δεν διήρκησε καθ’ όλη τη χρονική περίοδο από 1-5 έως 31-12, σύμφωνα με το άρθρο μόνο παρ. 3 της Υ.Α. 70.109/8.008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Συγκεκριμένα, δικαιούται για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 το ποσό των 1.877,27 ευρώ [ήτοι 4.504,01 ευρώ τακτικές αποδοχές (βασικός μισθός 1157,99 + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ + 576,3 ευρώ αντίτιμο τροφής + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + επίδομα αδείας 452,05 ευρώ [1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 1.989,05 ευρώ / 22 = 90,41 ευρώ Χ 5 ημέρες = 452,05 ευρώ) + 81,06 ευρώ επίδομα άγονων γραμμών ύψους + 1.532,10 ευρώ μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής [(9.345,84 ευρώ καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των άνω ναυτολογήσεών του το έτος 2018 / 183 ημέρες εργασίας Χ 30 ημέρες) + 414,53 ευρώ μέσος όρος σταθερά και μόνιμα καταβαλλόμενης πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές (2.528,66 / 183 ημέρες εργασίας Χ 30 ημέρες) = 4.504,01 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 360,32 ευρώ Χ 5,21 δεκαννεαήμερα = 1.877,27 ευρώ]. Επίσης, για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 8-2-2018 έως 30-4-2018, ήτοι για 88 ημέρες εργασίας, ο ενάγων δικαιούται να λάβει αναλογία δώρου Πάσχα, το οποίο ισούται με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, δεδομένου ότι η σχέση εργασίας του με την εναγόμενη εργοδότρια δεν διήρκησε καθ’ όλη τη χρονική περίοδο από 1-1 έως 30-4, σύμφωνα με το άρθρο μόνο παρ. 3 της Υ.Α. 70.109/8.008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Συγκεκριμένα, δικαιούται για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2018 το ποσό των 1.651,43 ευρώ [ήτοι, 4.504,01 πάγιες τακτικές αποδοχές / 2 = 2.252,00 ευρώ / 15 = 150,13 ευρώ Χ 11 οκταήμερα = 1.151,75 ευρώ]. Έναντι των άνω ποσών για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2018, συνολικού ύψους (1.651,43 + 1.877,27) 3.528,70 ευρώ, ο ενάγων εισέπραξε το έτος 2018 για δώρα εορτών το ποσό των 1.737,12 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης και δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.791,58 ευρώ. Αντίστοιχα, για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2019 ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.039,21 ευρώ [ήτοι, τακτικές αποδοχές 4.534,75 ευρώ [βασικός μισθός 1.181,15 + επίδομα Κυριακών 259,86 + 587,70 αντίτιμο τροφής) + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + επίδομα αδείας 461,05 ευρώ {1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 587,70 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 2.028,71 ευρώ 22 = 92,21 ευρώ Χ 5 ημέρες = 461,05 ευρώ} + επίδομα άγονων γραμμών 82,68 ευρώ + 1.509,38 ευρώ μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής = 2.767,20 ευρώ καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του για το έτος 2019 / 55 ημέρες Χ 30 ημέρες) + 417,01 ευρώ μέσος όρος σταθερά και μόνιμα καταβαλλόμενης πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές (764,52 συνολική αμοιβή δρομολογίων εξπρές έτους 2019) / 55 ημέρες εργασίας Χ 30 ημέρες = 4.534,75 τακτικές μηνιαίες αποδοχές /2 / 15 ημέρες Χ 6,875 οκταήμερα = 1.039,21 ευρώ]. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε το ποσό των 501,16 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης και δικαιούται τη διαφορά ποσού (1.039,21 – 501,16=) 538,05 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω αναφερθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του, έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα τα ίδια άνω ποσά (1.651,43, 1.877,27 και 538,05 ευρώ αντίστοιχα) για διαφορές δώρου Πάσχα 2018, δώρου Χριστουγέννων 2018 και δώρου Πάσχα 2019, αφού δέχθηκε την ένσταση μερικής εξόφλησης της εναγόμενης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης, συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος προς εύρεση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2018 και 2019, την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής που αντιστοιχούσε σε 12 ώρες ημερήσιας απασχόλησης και τις αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων τόσο του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, όσο και του ταυτάριθμου εκείνου της έφεσης της εναγόμενης, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγόμενη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, ως προς τις αιτιάσεις της εναγόμενης περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων. Να σημειωθεί εδώ ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται κατά τα λοιπά ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα επί του συγκεκριμένου κονδυλίου.
Χ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 εδαφ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ, στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης κατά το άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδάφ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών. Ο τρόπος λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης «λόγω αδείας», σε περίπτωση μη επαναπρόσληψης, συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία οφείλεται αποζημίωση, αφού ο λόγος αυτός δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ. 3 Κ.Ι.Ν.Δ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ’ άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ. αποζημίωσης εάν η καταγγελία της σύμβασης δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Η κατ’ άρθρο 75 παρ. 2 Κ.Ι.Ν.Δ. προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο κατ’ άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση της παρ. 3 εδάφ. τελευτ. του ιδίου άρθρου ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (Εφ.Πειρ. 23/2021, Εφ.Πειρ. 346/2011, Εφ.Πειρ. 719/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Παράπτωμα, κατά την έννοια της αμέσως ανωτέρω διάταξης, είναι η υπαίτια και βαριά παράβαση των καθηκόντων του ναυτικού, που τελείται με πράξη ή παράλειψη αντίθετη προς το νόμο, τη σύμβαση ναυτολόγησης, τους κανονισμούς, τις ναυτικές συνήθειες που επικρατούν, τις νόμιμες διαταγές των προϊσταμένων του και την επιβαλλόμενη πειθαρχία (Εφ.Θεσ. 700/2016, Εφ.Πειρ. 743/2008, Εφ.Πειρ. 246/2005, Εφ.Πειρ. 74/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, 2004, Ι. υπ’ άρθρο 75, αριθ. 3, σ. 384).
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την τελευταία ένδικη ναυτολόγησή του στο άνω πλοίο ο ενάγων απασχολήθηκε από 7-2-2019 έως 2-4-2019, οπότε απολύθηκε «λόγω αδείας έως 2-5-2019», όπως προκύπτει από τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Η απόλυση αυτή του ενάγοντος αποδείχθηκε ότι έγινε χωρίς να τη ζητήσει και χωρίς να επαναπροσληφθεί από την εναγόμενη στις 2-5-2019 που έληξε η άνω μηνιαία άδειά του, παρά μόνο ναυτολογήθηκε στις 26-6-2019 σε άλλο πλοίο πλοιοκτησίας άλλης εταιρίας και συγκεκριμένα στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο ΝΡ, πλοιοκτησίας της εταιρίας «……..» που ανήκει στον ίδιο όμιλο με την εναγόμενη (……. .), όπως βεβαίωσαν ένορκα οι μάρτυρές του ………… και ………. και δεν αρνήθηκε και ο μάρτυρας της εναγόμενης ………… Με τον τρόπο αυτό ο ενάγων παρέμεινε άνεργος κατά το ενδιάμεσο διάστημα από 2-5-2019 έως 26-6-2019, κατά το οποίο η εναγόμενη δεν του χορήγησε νέα άδεια μετ’ αποδοχών, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα για την ίδια επιλογή, αφού απέφυγε να του καταβάλει τις προβλεπόμενες αποδοχές για το χρονικό διάστημα αυτό, κατά τον οποίο τον απομάκρυνε από την εργασία του χωρίς τη θέλησή του και χωρίς παράπτωμά του. Ο τρόπος αυτός λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε, συνιστά ουσιαστικά καταγγελία της από τον πλοίαρχο, για την οποία οφείλεται στον ενάγοντα αποζημίωση απόλυσης κατ’ άρθρα 72, 75 παρ. 3 και 76 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, αφού δεν μπορεί να αποδοθεί σε παράπτωμα αυτού κατά την έννοια του άρθρου 75 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Ι.Ν.Δ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα, αν και με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Η άνω οφειλόμενη στον ενάγοντα αποζημίωση απόλυσης ανέρχεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72, 75 παρ. 3 και 76 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, στις τακτικές αποδοχές του 15 ημερών, τούτων υπολογιζόμενων κατά τον τελευταίο μήνα της εργασίας του με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και ειδικότερα στο ποσό των 2.267,37 ευρώ (4.534,75 ευρώ οι τακτικές αποδοχές του κατά τα προαναφερθέντα : 30 ημέρες Χ 15 ημέρες). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσία όσον αφορά το αίτημα καταβολής αποζημίωσης απόλυσης λόγω αδείας ενός μηνός και μη επαναπρόσληψης και επιδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 και 76 Κ.Ι.Ν.Δ, το ίδιο άνω ποσό των 2.267,37 ευρώ, κρίνοντας ότι η άνω απόλυση του ενάγοντος μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση απόλυσης λόγω καταγγελίας από τον πλοίαρχο χωρίς παράπτωμα του ναυτικού, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και είναι αβάσιμα και απορριπτέα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του.
ΧΙ. Κατόπιν όλων αυτών, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος για την προαναφερθείσα απασχόλησή του στο Ε/Γ-Π/Γ πλοίο «BSP» ανέρχεται στο ποσό των (3.957,45 + 1.336,55 + 531,49 + 1.791,58 + 538,05 + 394,41 + 2.267,37) 10.816,90 ευρώ. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Β έφεση της εναγόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση του ενάγοντος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και δη τόσο ως προς τα προσβαλλόμενα με την έφεση του ενάγοντος κονδύλια, όσο και ως προς τα λοιπά, επιδικασθέντα στον ενάγοντα κονδύλια που δεν προσβλήθηκαν με την έφεση, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 10-12-2019 και με ΓΑΚ ……… και ΕΑΚ …………../17-12-2019 αγωγή κατά τη μόνη βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας [κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδ. α’, 346 εδ. α’, 361, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ Α.Κ, 1, 2, 53, 54, 60 εδ. α’, 84 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, 1, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», στις διατάξεις των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2017 και 2018, καθώς επίσης και στα άρθρα 68, 70, 176 Κ.Πολ.Δ.] και, με βάση το αίτημα του ενάγοντος, όπως παραδεκτά περιορίστηκε κατά τα προαναφερθέντα Α) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 538,05 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί σε αναλογία δώρου Πάσχα 2019 και το οποίο δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό κατά το χρόνο της άνω τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος), με το νόμιμο τόκο από 1-5-2019 και μέχρι την εξόφληση [για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, βλ. αντίστοιχα Ολ.Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 265/2020, www.efeteio-peir.gr] και β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικό ποσό (10.816,90 – 538,05) 10.278,85 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί σε διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας ετών 2018 και 2019, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές ετών 2018 και 2019, δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2018, επιδόματος αγόνων γραμμών ετών 2018 και 2019 και αποζημίωση απόλυσης λόγω αδείας και μη επαναπρόσληψης), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος [ήτοι από την 2-4-2019, η οποία από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ Α.Κ. – Α.Π. 493/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)] και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου, ενώ το αίτημα της εναγόμενης, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση είναι απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσία, αφού το τελικά επιδικασθέν ποσό είναι μεγαλύτερο του ποσού των 4.000,00 ευρώ που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου του νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά αυτές.
Απορρίπτει τη Β έφεση κατ’ ουσία.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.
Δέχεται την Α έφεση κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει τη με αριθ. 649/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 10-12-2019 και με ΓΑΚ ……… και ΕΑΚ …../17-12-2019 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτή.
Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πεντακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών (538,05), με το νόμιμο τόκο από 1-5-2019 και μέχρι την εξόφληση
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων, διακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (10.278,85), με το νόμιμο τόκο από 2-4-2019 και μέχρι την εξόφληση.
Απορρίπτει το αίτημα της εναγόμενης περί επαναφοράς των πραγμάτων.
Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 11–10-2022, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ