Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 135/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  135/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – εναγόμενης: ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σεβδαλή (ΑΜ …..Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου).

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: …………… υπό την ιδιότητά της ως συνδίκου της πτώχευσης της υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας ……………..η οποία εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …./2015 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 793/2020 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Η εκκαλούσα – εναγόμενη προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 01.07.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../01.07.2020 και ειδικό …../01.07.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../01.07.2020 και ειδικό …../01.07.2020 για τη δικάσιμο της 18.03.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 95/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 01.07.2020 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021) και του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 95/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών», “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.03.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β’ 1194), ήτοι η 6η.4.2021”.

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από10.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2015 και ειδικό ……../2015 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 793/2020 απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην της εναγόμενης, έκανε δεκτή την αγωγή κατ’ ουσίαν με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, διότι, λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θεωρήθηκαν ομολογημένοι, και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.301,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της παρόδου της προθεσμίας εξόφλησης εκάστου τιμολογίου, ήτοι από την επόμενη της 30ηςημέρας του επόμενου μήνα έκδοσης εκάστου τιμολογίου και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη με την από 01.07.2020 έφεσή της και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη την 11.06.2020 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/11.06.2020 έκθεση επίδοσης στην εναγόμενη του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …. …….), η δε κρινόμενη από 01.07.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../01.07.2020 και ειδικό ……/01.07.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, σύμφωνα με το αναφερόμενο στη νομική σκέψη άρθρο 528 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι η εναγόμενη ήδη εκκαλούσα με την έφεσή της αρνείται την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή εμπορευμάτων προς καταβολή του τιμήματος για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει τη σύμβαση, τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, τα είδη που πωλήθηκαν και τις επιμέρους τιμές μονάδας κάθε είδους που πωλήθηκε (ΑΠ 818/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 220/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 473/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1399/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2009 ΕλλΔνη 2009. 521, ΑΠ 1522/2000 ΕλλΔνη 2001. 1348, ΕφΔωδ 216/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 του ΑΚ “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή πα­ροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”, αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος α­πό το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δι­καιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διά­ταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτι­σμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή­ ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέ­πει να εκτίθενται στο δικόγραφό της κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1664/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧΡΙΔ 2012. 733, ΜονΕφΛαρ 260/2019 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω α­γωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, ε­φόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βά­ση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νο­μική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α’ έως δ’) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισ­μό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟ­ΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255, ΜονΕφΠειρ 76/2021 ΝΟΜΟΣ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 10.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2015 και ειδικό ……./2015 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπό την ιδιότητά της ως σύνδικος της πτώχευσης της υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» που είχε την έδρα της στη ……. Αττικής, οδός … αρ. …. και κηρύχθηκε σε πτώχευση δυνάμει της υπ’ αριθ. 995/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξέθετε ότι η πτωχεύσασα εταιρεία είχε ως αντικείμενο της δραστηριότητάς της την εμπορία φαρμάκων και φαρμακευτικών προϊόντων, ότι στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς της συνήψε με την εναγόμενη που διατηρεί φαρμακείο στη ….. Αττικής επί της οδού ……… και …………., διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους, ότι σε εκτέλεση αυτών των συμβάσεων πώλησε και παρέδωσε στην εναγόμενη τα εμπορεύματα που ειδικότερα αναφέρονται στα δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης που ενσωματώθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο, αντί των αναγραφόμενων στα εν λόγω παραστατικά τιμημάτων που πιστώθηκαν και συμφωνήθηκε να εξοφληθούν την 30η ημέρα του επόμενου μήνα έκδοσης εκάστου τιμολογίου, συνολικού ποσού 27.487,16 ευρώ, ότι η πωλήτρια εταιρεία εξέδωσε στο όνομα της εναγόμενης, λόγω επιστροφής προϊόντων, τα πιστωτικά τιμολόγια που ενσωματώθηκαν στην αγωγή, συνολικής αξίας 2.685,87 ευρώ, με αποτέλεσμα αυτή να της οφείλει το συνολικό ποσό των 24.801,87 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, όπως παραδεκτώς κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορίσθηκε το αγωγικό αίτημα με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 24.301,87 ευρώ, κυρίως μεν βάσει των διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η εναγόμενη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της, εξαιτίας της παράδοσης σε αυτήν των πωληθέντων εμπορευμάτων, χωρίς νόμιμη αιτία. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2 και 22 του ΚΠολΔ) να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε επαρκώς ορισμένη κατά την κύρια βάση της, αφού περιέχονται σε αυτή όλα τα απαιτούμενα στοιχεία σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, και ειδικότερα αναφέρονται οι χρόνοι κατάρτισης των διαδοχικών συμβάσεων πώλησης και προσδιορίζονται αναλυτικά τα εμπορεύματα που πωλήθηκαν κατά είδος, ποσότητα, τιμή μονάδας και συνολική αξία, τα στοιχεία δε αυτά προκύπτουν από τις φωτοτυπίες των δελτίων αποστολής – τιμολογίων που ενσωματώθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο. Επομένως, ο τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η αγωγή είναι αόριστη κατά την κύρια βάση της, διότι αφενός δεν είναι ευκρινείς οι φωτοτυπίες των δελτίων αποστολής – τιμολογίων που ενσωματώθηκαν στην αγωγή, αφετέρου δεν παρατίθεται στο δικόγραφο η κίνηση του τηρηθέντος μεταξύ των διαδίκων δοσοληπτικού λογαριασμού με τα επιμέρους κονδύλια πιστοχρεώσεων για τις πωλήσεις των επίδικων εμπορευμάτων, ώστε να προκύπτει το αιτούμενο ποσό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν συμφωνήθηκε να τηρείται μεταξύ των διαδίκων απλός δοσοληπτικός λογαριασμός που να απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής επιστήμης, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, ώστε να απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής η παράθεση της κίνησης του εν λόγω λογαριασμού με τα επιμέρους κονδύλια πιστοχρεώσεων για τις πωλήσεις των επίδικων εμπορευμάτων. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 513επ. και 341, 345, 346 του ΑΚ, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 907-908, 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Όσον αφορά στην επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση της αγωγής, η οποία προβλήθηκε επικουρικά, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τις φερόμενες ως καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, στηρίζεται ακριβώς στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την κύρια αγωγική βάση, καθόσον δεν γίνεται στο δικόγραφο επίκληση της ακυρότητας των συμβάσεων πώλησης, όπως θα έπρεπε για τη νομική πληρότητα της επικουρικής βάσης της αγωγής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, με αποτέλεσμα να τυγχάνει αυτή απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη. Επομένως, πρέπει η αγωγή κατά την κύρια βάση της να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις (βλ. το υπ’ αριθ. ….. ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με το από 04.02.2020 γραμμάτιο είσπραξης – εντολή πληρωμής της Τράπεζας ATTICA BANK ATE).

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 1905/1990, η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων – Factoring είναι μια σύμβαση μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, που είναι είτε τράπεζα, είτε ανώνυμη εταιρία, και μιας επιχείρησης – εμπορικής εταιρίας ή και φυσικού προσώπου, που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Περιεχόμενο της σύμβασης είναι ότι η εταιρία factoring (εφεξής πράκτορες ή factor) αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της (εφεξής προμηθευτής), για το διάστημα που συμφωνείται και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση, τη λογιστική και νομική παρακολούθηση, καθώς και την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων κατά των πελατών της (εφεξής οφειλέτες). Πρόκειται για νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό με τον οποίο επιδιώκεται σκοπός χρηματοδοτικός ή διαχειριστικός ή ασφαλιστικός (εγγυητικός), σωρευτικά ή διαζευκτικά, με αντίστοιχες λειτουργίες. Κατά ρητή δε πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1905/1990), η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων καταρτίζεται εγγράφως και το έγγραφο αποτελεί συστατικό τύπο, ενώ η έλλειψή του συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης. Η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του πράκτορα και του προμηθευτή είναι μία “σύμβαση πλαίσιο”, με την οποία ελεύθερα, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 361 του ΑΚ, καθορίζονται οι όροι συνεργασίας των μερών, όπως το είδος του factoring (γνήσιο ή μη γνήσιο, εμφανές ή αφανές), το ανώτατο ποσό (πλαφόν) μέχρι το οποίο δέχεται ο πράκτορας να χρηματοδοτήσει τον προμηθευτή, η αμοιβή και οι προμήθειες του πράκτορα, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η εκχώρηση των απαιτήσεων. Η λειτουργία της σύμβασης αυτής επιτελείται με τις εκχωρήσεις των απαιτήσεων του προμηθευτή προς τον πράκτορα και τις πιστώσεις από τον τελευταίο του λογαριασμού του πρώτου με τα αντίστοιχα ποσά, αμέσως μετά την εκχώρηση ή μετά την είσπραξη των απαιτήσεων, ανάλογα με το είδος του factoring, που έχει συμφωνηθεί. Δεδομένου του διαρκούς χαρακτήρα της ενοχής που δημιουργείται με τη σύμβαση factoring, της συνεχούς εκχώρησης απαιτήσεων του προμηθευτή στον πράκτορα και της αντίστοιχης πίστωσης του προμηθευτή με τα ποσά που εισπράττονται ή πρόκειται να εισπραχθούν (ανάλογα με το συμφωνηθέν είδος factoring), μείον αμοιβές, προμήθειες, προεξοφλητικούς τόκους, η εξυπηρέτηση της σύμβασης factoring, γίνεται συνήθως με την τήρηση από τον πράκτορα ενός ανοικτού λογαριασμού στο όνομα του προμηθευτή. Στο πλαίσιο των πιο πάνω αρχών το factoring, διαμορφούμενο από την ευρηματικότητα των συναλλασσομένων, μπορεί να εμφανίζεται με πολλές και ποικίλες μορφές, περιέχοντας έτσι, εκτός από την παροχή υπηρεσιών και την εκχώρηση των απαιτήσεων του προμηθευτή, στοιχεία και άλλων συμβάσεων του ενοχικού ή του εμπορικού δικαίου. Άλλωστε και η διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 1905/1990 είναι τέτοια, που να επιτρέπει και να ευνοεί αυτή την ελευθερία, στη δημιουργία διαφόρων τύπων του factoring. Κατά κανόνα συμφωνείται όπως ο factor τηρεί ένα λογαριασμό, στον οποίο πιστώνει τα ποσά των εισπραττομένων ή εισπραχθησομένων απαιτήσεων του προμηθευτή και αντίστοιχα χρεώνει τις αναλήψεις, στις οποίες προβαίνει ο τελευταίος, την προμήθειά του, τους τόκους, τα έξοδά του κ.λπ. Η συμφωνία αυτή, η οποία συνήθως είναι ρητή, χωρίς να αποκλείεται και η σιωπηρή κατάρτισή της, περιέχει τα στοιχεία σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού μεταξύ των συμβαλλομένων υφίστανται εκατέρωθεν απαιτήσεις και καταβολές, και για το λόγο αυτό συνήθως συμφωνείται ότι τα υπέρ του προμηθευτή πιστούμενα ποσά θα είναι τοκοφόρα, με επιτόκιο όμως χαμηλότερο από αυτό που χρεώνει ο factor για τις εκ μέρους του πελάτη προκαταβολικές αναλήψεις. Επίσης δεσμεύονται να μην επιδιώκουν την ικανοποίηση κάθε μιας απαίτησης ξεχωριστά, αλλά να αναμένουν την περιοδική εκκαθάριση κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Η σύμβαση factoring, ως συμβατικό μόρφωμα που δημιουργήθηκε από την πράξη, εμφανίζεται στις συναλλαγές με διάφορες μορφές, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι: α) γνήσιο και μη γνήσιο factoring, β) εμφανές και αφανές, γ) factoring με ή χωρίς προεξόφληση και δ) εσωτερικό και διεθνές factoring. Ειδικότερα, γνήσιο χαρακτηρίζεται το factoring, όταν ο πράκτορας αγοράζει το σύνολο των υπαρχουσών και μελλουσών απαιτήσεων του προμηθευτή κατά των πελατών του και αναλαμβάνει συγχρόνως τον κίνδυνο μη πληρωμής τους λόγω αφερεγγυότητας των οφειλετών, ενώ για μη γνήσιο factoring γίνεται λόγος, όταν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη δεν αναλαμβάνει ο πράκτορας, αλλά τον διατηρεί ο προμηθευτής. Η διάκριση του factoring με ή χωρίς προεξόφληση έχει ως κριτήριο το χρόνο εξόφλησης των απαιτήσεων από τον πράκτορα προς τον προμηθευτή. Αν ο πράκτορας εξοφλεί τις απαιτήσεις (πιστώνει με το ποσό τους το λογαριασμό του προμηθευτή), κατά το χρόνο που γίνονται αυτές ληξιπρόθεσμες, δεν υπάρχει προεξόφληση. Αντίθετα, αν η πίστωση του λογαριασμού του προμηθευτή γίνεται αμέσως μετά την εκχώρηση, δηλαδή τη χορήγηση στον πράκτορα αντιγράφων των τιμολογίων ή καταστάσεων με τις εκχωρούμενες αξιώσεις, τότε πρόκειται για σύμβαση factoring με προεξόφληση. Η διαφορά του εμφανούς από το αφανές factoring είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση δεν γίνεται αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη και ο αναλήπτης εισπράττει στην απαίτηση στο όνομα της επιχείρησης, μολονότι ο factor είναι ο δικαιούχος (ΑΠ 260/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1235/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 667/2010 ΝΟΜΟΣ). Η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 1905/1990, αναγγέλλεται εγγράφως από τον πράκτορα ή τον προμηθευτή στον οφειλέτη. Ο πράκτορας δεν αποκτά τα συμφωνηθέντα δικαιώματα έναντι του οφειλέτη και των τρίτων πριν από την αναγγελία, ενώ ενδεχόμενη παροχή του οφειλέτη προς τον πράκτορα πριν από αυτήν ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του προμηθευτή. Επίσης, με την παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι οι συμβάσεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού κατισχύουν των τυχόν συμφωνιών μεταξύ προμηθευτή και οφειλέτη περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Από την τελευταία αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 455, 460 έως 462 του ΑΚ, προκύπτει ότι, μετά την αναγγελία από τον πράκτορα ή τον προμηθευτή της επιχείρησης στον εκχωρηθέντα οφειλέτη, αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου προς τον εκχωρητή και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτάται από τον πράκτορα – εκδοχέα, που δικαιούται έκτοτε, μόνος αυτός, να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξή της (ΑΠ 1136/2000 ΕλλΔνη 42.1349, ΑΠ 1048/1998 ΕλλΔνη 39.1570, ΕφΠειρ 115/2012 ΔΕΕ 2012.963, ΕφΑθ 5368/2010 ΔΕΕ 2011.43, ΕφΑθ 346/2002 ΕΕΔ 2002.1069, ΕφΑθ 2556/1994 ΕλλΔνη 36.1267). Αν μετά την αναγγελία ο οφειλέτης καταβάλει στον εκχωρητή, δεν ελευθερώνεται, ενώ με αναγγελία ισοδυναμεί και η αναγνώριση ή αποδοχή της εκχώρησης από τον εκχωρηθέντα οφειλέτη. Επομένως, το δικαίωμα του εκδοχέα προς είσπραξη της απαίτησης δεν επηρεάζεται από την τυχόν καταβολή της εκχωρηθείσας απαίτησης από τον οφειλέτη στον εκχωρητή ή τρίτο δανειστή αυτού, διότι μετά την αναγγελία δεν υφίσταται πλέον απαίτηση του εκχωρητή και αντίστοιχη οφειλή προς αυτόν του εκχωρηθέντα οφειλέτη (ΑΠ 1216/1995 ΕλλΔνη 39.854, ΕφΑθ 6778/2007 ΔΕΕ 2008.604, ΕφΑθ 346/2002 ΕΕΔ 2002.1069). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1905/1990 και 12 παρ. 2 του Ν. 2844/2000, προκύπτει ότι η εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων δυνάμει σύμβασης πρακτορείας μπορεί να αφορά και ομάδα απαιτήσεων που προσδιορίζεται ως σύνολο, χωρίς να απαιτείται για το έγκυρο αυτής η εξατομίκευση κάθε απαίτησης. Επομένως, οι εκχωρηθείσες απαιτήσεις δεν είναι αναγκαίο να εξατομικεύονται στην αναγγελία της εκχώρησης, αρκεί να προκύπτει με σαφήνεια η εκχώρηση καθ’ εαυτή, τα πρόσωπα του εκδοχέα και του εκχωρητή και οι όροι της εκχώρησης. Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων λήγει με την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου ή με καταγγελία (ΕφΑθ 736/2018 ΝΟΜΟΣ).Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Επίσης οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Το ζήτημα εάν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ).

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η υπό εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………» που είχε την έδρα της στη …… Αττικής επί της οδού …… αρ. …., κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης δυνάμει της υπ’ αριθ. 995/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και διορίσθηκε σύνδικος της πτώχευσης η ενάγουσα δικηγόρος Αθηνών ……….. (βλ. το υπ’ αριθ. Πρωτ. ……/2021 πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών – Τμήμα Πτωχεύσεων).  Η πτωχεύσασα εταιρεία είχε ως αντικείμενο της δραστηριότητάς της την εμπορία φαρμάκων και φαρμακευτικών προϊόντων, καλλυντικών, χημικών προϊόντων, ιατρικών ειδών, καθώς και κάθε συναφούς είδους που αποτελεί αντικείμενο των εργασιών των φαρμακείων. Στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς της είχε εμπορική συνεργασία με την εναγόμενη που διατηρεί φαρμακείο στη ….. Αττικής επί της οδού . ….. και …… αρ. …., δυνάμει της οποίας προμήθευε σ’ αυτήν, λόγω πώλησης, διάφορα προϊόντα, κατόπιν σχετικών παραγγελιών της, τα οποία και παρέδιδε στο φαρμακείο της εναγόμενης, έναντι των συμφωνηθέντων τιμημάτων, που είχαν πιστωθεί και είχε συμφωνηθεί να εξοφληθούν την 30η ημέρα του επόμενου μήνα έκδοσης εκάστου τιμολογίου. Η πωλήτρια εταιρεία για κάθε παραγγελία που ελάμβανε εξέδιδε το αντίστοιχο δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης, το οποίο συνόδευε τα εμπορεύματα στον τόπο παράδοσής τους, που ήταν το φαρμακείο της εναγόμενης, η οποία και παραλάμβανε τα εμπορεύματα ανεπιφύλακτα. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της ανωτέρω εμπορικής συνεργασίας, καταρτίσθηκαν μεταξύ τους διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, σε εκτέλεση των οποίων η πωλήτρια εταιρεία πώλησε και παρέδωσε στην εναγόμενη τα εμπορεύματα που αναφέρονται στα ακόλουθα δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης, αντί των αναγραφόμενων στα εν λόγω παραστατικά τιμημάτων, τα οποία πιστώθηκαν και συμφωνήθηκε να εξοφληθούν την 30η ημέρα του επόμενου μήνα έκδοσης εκάστου τιμολογίου, συνολικού ποσού 27.101,94 ευρώ, πλην όμως δεν εξοφλήθηκαν από την εναγόμενη, παρά την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, αν και επανειλημμένως οχλήθηκε προς τούτο.

Ειδικότερα: 1. Με το υπ’ αριθ. Β …../06-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 410,24 ευρώ, κατόπιν της από 06-09-2011 παραγγελίας της, 2. Με το υπ’ αριθ. Β …/06-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 28,85 ευρώ, κατόπιν της από 06-09-2011 παραγγελίας της, 3. Με το υπ’ αριθ. Β …./06-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 316,68 ευρώ, κατόπιν της από 06-09-2011 παραγγελίας της, 4. Με το υπ’ αριθ. Β …./07-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 82,28 ευρώ, κατόπιν της από 07-09-2011 παραγγελίας της, 5. Με το υπ’αριθ. Β …./07-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 527,68 ευρώ, κατόπιν της από 07-09-2011 παραγγελίας της, 6. Με το υπ’αριθ. Β …../07-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 42,96 ευρώ, κατόπιν της από 07-09-2011 παραγγελίας της, 7. Με το υπ’αριθ. Ε …../07-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 18,96 ευρώ, κατόπιν της από 07-09-2011 παραγγελίας της, 8. Με το υπ’αριθ. Β …../08-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 401,99 ευρώ, κατόπιν της από 08-09-2011 παραγγελίας της, 9. Με το υπ’αριθ. Β …./08-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 78,93 ευρώ, κατόπιν της από 08-09-2011 παραγγελίας της, 10. Με το υπ’αριθ. Β …/08-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 74,75 ευρώ, κατόπιν της από 08-09-2011 παραγγελίας της, 11. Με το υπ’αριθ. Β …./08-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 260,43 ευρώ, κατόπιν της από 08-09-2011 παραγγελίας της, 12. Με το υπ’ αριθ.Β …../08-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο-πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 23,73 ευρώ, κατόπιν της από 08-09-2011 παραγγελίας της, 13. Με το υπ’αριθ. Β …./09-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 68,65 ευρώ, κατόπιν της από 09-09-2011 παραγγελίας της, 14. Με το υπ’αριθ. Β …../09-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 221,12 ευρώ, κατόπιν της από 09-09-2011 παραγγελίας της, 15. Με το υπ’αριθ. Β ……/12-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 186,58 ευρώ, κατόπιν της από 12-09-2011 παραγγελίας της, 16. Με το υπ’αριθ. Β ……/12-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 593,11 ευρώ, κατόπιν της από 12-09-2011 παραγγελίας της, 17. Με το υπ’αριθ. Β …../12-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 5,17 ευρώ, κατόπιν της από 12-09-2011 παραγγελίας της, 18. Με το υπ’αριθ. Β …../12-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 183,63 ευρώ, κατόπιν της από 12-09-2011 παραγγελίας της, 19. Με το υπ’αριθ. Β ……/12-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 253,04 ευρώ, κατόπιν της από 12-09-2011 παραγγελίας της, 20. Με το υπ’αριθ. Β …./13-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 204,57 ευρώ, κατόπιν της από 13-09-2011 παραγγελίας της, 21. Με το υπ’αριθ. Β …../13-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 97,28 ευρώ, κατόπιν της από 13-09-2011 παραγγελίας της, 22. Με το υπ’αριθ. Β …./15-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 151,29 ευρώ, κατόπιν της από 15-09-2011 παραγγελίας της, 23. Με το υπ’αριθ. Β …../15-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 259,36 ευρώ, κατόπιν της από 15-09-2011 παραγγελίας της, 24. Με το υπ’αριθ. Β. …../15-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 34,35 ευρώ, κατόπιν της από 15-09-2011 παραγγελίας της, 25. Με το υπ’αριθ. Β …./15-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 20,55 ευρώ, κατόπιν της από 15-09-2011 παραγγελίας της, 26. Με το υπ’αριθ. Β …../15-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 746,81 ευρώ, κατόπιν της από 15-09-2011 παραγγελίας της, 27. Με το υπ’αριθ. Β ……/15-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 120,65 ευρώ, κατόπιν της από 15-09-2011 παραγγελίας της, 28. Με το υπ’αριθ. Β …../16-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 18,39 ευρώ, κατόπιν της από 16-09-2011 παραγγελίας της, 29. Με το υπ’αριθ. Β …../16-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 289,74 ευρώ, κατόπιν της από 16-09-2011 παραγγελίας της, 30. Με το υπ’αριθ. Β …../16-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 43,93 ευρώ, κατόπιν της από 16-09-2011 παραγγελίας της, 31. Με το υπ’αριθ. Β …./16-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 11,54 ευρώ, κατόπιν της από 16-09-2011 παραγγελίας της, 32. Με το υπ’αριθ. Β …./16-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 39,65 ευρώ, κατόπιν της από 16-09-2011 παραγγελίας της, 33. Με το υπ’αριθ. Β ……../16-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 427,47 ευρώ, κατόπιν της από 16-09-2011 παραγγελίας της, 34. Με το υπ’αριθ. Β …../19-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 728,34 ευρώ, κατόπιν της από 19-09-2011 παραγγελίας της, 35. Με το υπ’αριθ. Β …../19-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 46,28 ευρώ, κατόπιν της από 19-09-2011 παραγγελίας της, 36. Με το υπ’αριθ. Β …./19-09–2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 623,87 ευρώ, κατόπιν της από 19-09-2011 παραγγελίας της, 37. Με το υπ’αριθ. Β …/19-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 35,36 ευρώ, κατόπιν της από 19-09-2011 παραγγελίας της, 38. Με το υπ’αριθ. Β …/20-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 450,47 ευρώ, κατόπιν της από 20-09-2011 παραγγελίας της, 39. Με το υπ’αριθ. Β …../20-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 171,86 ευρώ, κατόπιν της από 20-09-2011 παραγγελίας της, 40. Με το υπ’αριθ. Β …/20-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 320,53 ευρώ, κατόπιν της από 20-09-2011 παραγγελίας της, 41. Με το υπ’αριθ. Β …/20-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 71,34 ευρώ, κατόπιν της από 20-09-2011 παραγγελίας της, 42. Με το υπ’αριθ. Β …/20-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 68,84 ευρώ, κατόπιν της από 20-09-2011 παραγγελίας της, 43. Με το υπ’αριθ. Ε …./20-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 242,98 ευρώ, κατόπιν της από 20-09-2011 παραγγελίας της, 44. Με το υπ’αριθ. Β …../21-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 60,95 ευρώ, κατόπιν της από 21-09-2011 παραγγελίας της, 45. Με το υπ’αριθ. Β …./21-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 242,26 ευρώ, κατόπιν της από 21-09-2011 παραγγελίας της, 46. Με το υπ’αριθ. Β …./21-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 110,43 ευρώ, κατόπιν της από 21-09-2011 παραγγελίας της, 47. Με το υπ’ αριθ. Β …./21-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 327,63 ευρώ, κατόπιν της από 21-09-2011 παραγγελίας της, 48. Με το υπ’ αριθ. Ε …./21-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 64,33 ευρώ, κατόπιν της από 21-09-2011 παραγγελίας της, 49. Με το υπ’ αριθ. Β …./22-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 156,72 ευρώ, κατόπιν της από 22-09-2011 παραγγελίας της, 50. Με το υπ’αριθ. Β …./22-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 14,67 ευρώ, κατόπιν της από 22-09-2011 παραγγελίας της, 51. Με το υπ’αριθ. Β …./22-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 315,96 ευρώ, κατόπιν της από 22-09-2011 παραγγελίας της, 52. Με το υπ’αριθ. Β …./22-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 86,23 ευρώ, κατόπιν της από 22-09-2011 παραγγελίας της, 53. Με το υπ’αριθ. Ε …./22-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 64,33 ευρώ, κατόπιν της από 22-09-2011 παραγγελίας της, 54. Με το υπ’αριθ. Ε …./22-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 107,93 ευρώ, κατόπιν της από 22-09-2011 παραγγελίας της, 55. Με το υπ’αριθ. Β …/23-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 45,01 ευρώ, κατόπιν της από 23-09-2011 παραγγελίας της, 56. Με το υπ’αριθ. Β …./23-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 110,18 ευρώ, κατόπιν της από 23-09-2011 παραγγελίας της, 57. Με το υπ’αριθ. Ε …./23-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 175,24 ευρώ, κατόπιν της από 23-09-2011 παραγγελίας της, 58. Με το υπ’αριθ. Β …../26-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικήςαξίας 442,70 ευρώ, κατόπιν της από 26-09-2011 παραγγελίας της, 59. Με το υπ’αριθ. Β …../26-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 52,01 ευρώ, κατόπιν της από 26-09-2011 παραγγελίας της, 60. Με το υπ’αριθ. Β …./26-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 22,43 ευρώ, κατόπιν της από 26-09-2011 παραγγελίας της, 61. Με το υπ’αριθ. Β ……/26-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 201,89 ευρώ, κατόπιν της από 26-09-2011 παραγγελίας της, 62. Με το υπ’αριθ. Β …../27-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 457,82 ευρώ, κατόπιν της από 27-09-2011 παραγγελίας της, 63. Με το υπ’αριθ. Β …/27-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 377,36 ευρώ, κατόπιν της από 27-09-2011 παραγγελίας της, 64. Με το υπ’αριθ. Β …/28-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 354,91 ευρώ, κατόπιν της από 28-09-2011 παραγγελίας της, 65. Με το υπ’αριθ. Β …./28-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 36,05 ευρώ, κατόπιν της από 28-09-2011 παραγγελίας της, 66. Με το υπ’αριθ. Β …/28-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 32,13 ευρώ, κατόπιν της από 28-09-2011 παραγγελίας της, 67. Με το υπ’αριθ. Β …/28-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 170,25 ευρώ, κατόπιν της από 28-09-2011 παραγγελίας της, 68. Με το υπ’αριθ. Β …/29-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 48,58 ευρώ, κατόπιν της από 29-09-2011 παραγγελίας της, 69. Με το υπ’αριθ. Β …../29-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 617,04 ευρώ, κατόπιν της από 29-09-2011 παραγγελίας της, 70. Με το υπ’αριθ. Β …./29-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας199,40 ευρώ, κατόπιν της από 29-09-2011 παραγγελίας της, 71. Με το υπ’αριθ. Ε …./29-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 13,72 ευρώ, κατόπιν της από 29-09-2011 παραγγελίας της, 72.Με το υπ’αριθ. Β …./30-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 265,98 ευρώ, κατόπιν της από 30-09-2011 παραγγελίας της, 73. Με το υπ’αριθ. Β …./30-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 121,01 ευρώ, κατόπιν της από 30-09-2011 παραγγελίας της, 74. Με το υπ’αριθ. Ε ………../30-09-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 10,12 ευρώ, κατόπιν της από 30-09-2011 παραγγελίας της, 75. Με το υπ’αριθ. Β …./03-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 356,10 ευρώ, κατόπιν της από 03-10-2011 παραγγελίας της, 76. Με το υπ’αριθ. Β …./03-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 95,68 ευρώ, κατόπιν της από 03-10-2011 παραγγελίας της, 77. Με το υπ’αριθ. Β …../03-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 36,99 ευρώ, κατόπιν της από 03-10-2011 παραγγελίας της, 78. Με το υπ’αριθ. Β …../03-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 481,51 ευρώ, κατόπιν της από 03-10-2011 παραγγελίας της, 79. Με το υπ’αριθ. Β ………/04-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 74,64 ευρώ, κατόπιν της από 04-10-2011 παραγγελίας της, 80. Με το υπ’αριθ. Β ……/04-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 44,20 ευρώ, κατόπιν της από 04-10-2011 παραγγελίας της, 81. Με το υπ’αριθ. Β …./04-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 748,93 ευρώ, κατόπιν της από 04-10-2011 παραγγελίας της, 82. Με το υπ’αριθ. Β …/04-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 119,43 ευρώ, κατόπιν της από 04-10-2011 παραγγελίας της, 83. Με το υπ’ αριθ. Β …./05-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 995,95 ευρώ, κατόπιν της από 05-10-2011 παραγγελίας της, 84. Με το υπ’ αριθ. Β …./05-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 27,86 ευρώ, κατόπιν της από 05-10-2011 παραγγελίας της, 85. Με το υπ’ αριθ. Β ……/05-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 44,60 ευρώ, κατόπιν της από 05-10-2011 παραγγελίας της, 86. Με το υπ’ αριθ. Β …./05-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 341,13 ευρώ, κατόπιν της από 05-10-2011 παραγγελίας της, 87. Με το υπ’ αριθ. Β …../05-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 280,94 ευρώ, κατόπιν της από 05-10-2011 παραγγελίας της, 88. Με το υπ’ αριθ. Β …./06-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 589,84 ευρώ, κατόπιν της από 06-10-2011 παραγγελίας της, 89. Με το υπ’ αριθ. Β …../06-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 43,53 ευρώ, κατόπιν της από 06-10-2011 παραγγελίας της, 90. Με το υπ’ αριθ. Β …../06-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 126,31 ευρώ, κατόπιν της από 06-10-2011 παραγγελίας της, 91. Με το υπ’αριθ. Β …../06-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 507,03 ευρώ, κατόπιν της από 06-10-2011 παραγγελίας της, 92. Με το υπ’αριθ. Β ……/07-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 18,24 ευρώ, κατόπιν της από 07-10-2011 παραγγελίας της, 93. Με το υπ’αριθ. Β …../07-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 118,04 ευρώ, κατόπιν της από 07-10-2011 παραγγελίας της, 94. Με το υπ’αριθ. Β …../07-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 361,17 ευρώ, κατόπιν της από 07-10-2011 παραγγελίας της, 95. Με το υπ’ αριθ. Β ……../10-10-2011δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 16,31 ευρώ, κατόπιν της από 10-10-2011 παραγγελίας της, 96. Με το υπ’ αριθ. Β …../10-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 2.218,73 ευρώ, κατόπιν της από 10-10-2011 παραγγελίας της, 97. Με το υπ’ αριθ. Β …../10-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 98,88 ευρώ, κατόπιν της από 10-10-2011 παραγγελίας της, 98. Με το υπ’ αριθ. Β …../10-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 671,75 ευρώ, κατόπιν της από 10-10-2011 παραγγελίας της, 99. Με το υπ’αριθ. Β …../11-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 28,72 ευρώ, κατόπιν της από 11-10-2011 παραγγελίας της, 100. Με το υπ’αριθ. Β …./11-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 24,55 ευρώ, κατόπιν της από 11-10-2011 παραγγελίας της, 101. Με το υπ’αριθ. Β …../11-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 98,48 ευρώ, κατόπιν της από 11-10-2011 παραγγελίας της, 102. Με το υπ’αριθ. Β …../11-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 208,89 ευρώ, κατόπιν της από 11-10-2011 παραγγελίας της, 103. Με το υπ’αριθ. Β ……../12-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 355,00 ευρώ, κατόπιν της από 12-10-2011 παραγγελίας της, 104. Με το υπ’αριθ. Β …………/12-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 4,47 ευρώ, κατόπιν της από 12-10-2011 παραγγελίας της, 105. Με το υπ’αριθ. Β …../12-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 293,18 ευρώ, κατόπιν της από 12-10-2011 παραγγελίας της, 106. Με το υπ’αριθ. Β …../13-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα-συνολικής αξίας 270,05 ευρώ, κατόπιν της από 13-10-2011 παραγγελίας της, 107. Με το υπ’ αριθ. Β ……/13-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 32,28 ευρώ, κατόπιν της από 13-10-2011 παραγγελίας της, 108. Με το υπ’ αριθ. Β ……/.13-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 232,33 ευρώ, κατόπιν της από 13-10-2011 παραγγελίας της, 109. Με το υπ’αριθ. Β ……/14-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 21,88 ευρώ, κατόπιν της από 14-10-2011 παραγγελίας της, 110. Με το υπ’αριθ. Β ……../14-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 95,43 ευρώ, κατόπιν της από 14-10-2011 παραγγελίας της, 111. Με το υπ’αριθ. Β ……/14-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 69,65 ευρώ, κατόπιν της από 14-10-2011 παραγγελίας της, 112. Με το υπ’αριθ. Β …../14-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 260,36 ευρώ, κατόπιν της από 14-10-2011 παραγγελίας της, 113. Με το υπ’αριθ. Β …../17-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 412,94 ευρώ, κατόπιν της από 17-10-2011 παραγγελίας της, 114. Με το υπ’αριθ. Β ……../17-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 75,61 ευρώ, κατόπιν της από 17-10-2011 παραγγελίας της, 115. Με το υπ’αριθ. Β ……/17-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 462,78 ευρώ, κατόπιν της από 17-10-2011 παραγγελίας της, 116. Με το υπ’αριθ. Β …../17-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 100,14 ευρώ, κατόπιν της από 17-10-2011 παραγγελίας της, 117. Με το υπ’αριθ. Β …../17-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 289,08 ευρώ, κατόπιν της από 17-10-2011 παραγγελίας της, 118. Με το υπ’αριθ. Β ……./18-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 294,55 ευρώ, κατόπιν της από 28-10-2011 παραγγελίας της, 119. Με το υπ’ αριθ. Β ……/18-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 28,44 €, κατόπιν της από 18-10-2011 παραγγελίας της, 120. Με το υπ’ αριθ. Β ……./18-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 77,12 ευρώ, κατόπιν της από 18-10-2011 παραγγελίας της, 121. Με το υπ’ αριθ. Β ……./21-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 34,32 ευρώ, κατόπιν της από 21-10-2011 παραγγελίας της, 122. Με το υπ’ αριθ. Β ……/21-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 219,18 ευρώ, κατόπιν της από 21-10-2011 παραγγελίας της και 123. Με το υπ’ αριθ. Ε …../21-10-2011 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, η πωλήτρια εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη προϊόντα συνολικής αξίας 385,22 ευρώ, κατόπιν της από 21-10-2011 παραγγελίας της.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η πωλήτρια εταιρεία εξέδωσε στο όνομα της εναγόμενης, λόγω επιστροφής προϊόντων, τα ακόλουθα πιστωτικά τιμολόγια, συνολικής αξίας 2.300,07 ευρώ, με αποτέλεσμα αυτή να της οφείλει το συνολικό ποσό των 24.801,87 ευρώ (27.101,94 ευρώ μείον 2.300,07 ευρώ), και ειδικότερα: 1. Το υπ’ αριθ. ……./26.09.2011 πιστωτικό τιμολόγιο, κατόπιν επιστροφής προϊόντων συνολικής αξίας 169,20 ευρώ, 2. Το υπ’ αριθ. ……./30.09.2011 πιστωτικό τιμολόγιο, κατόπιν επιστροφής προϊόντων συνολικής αξίας 508,25 ευρώ, 3. Το υπ’ αριθ. ………/30.09.2011 πιστωτικό τιμολόγιο, κατόπιν επιστροφής προϊόντων συνολικής αξίας 1161,43 ευρώ, 4. Το υπ’ αριθ. ……../30.09.2011 πιστωτικό τιμολόγιο, κατόπιν επιστροφής προϊόντων συνολικής αξίας 239,48 ευρώ, 5. Το υπ’ αριθ. ……/03.10.2011 πιστωτικό τιμολόγιο, κατόπιν επιστροφής προϊόντων συνολικής αξίας 12,18 ευρώ, 6. Το υπ’ αριθ. ……./03.11.2011 πιστωτικό τιμολόγιο, κατόπιν επιστροφής προϊόντων συνολικής αξίας 192,70 ευρώ και 7. Το υπ’ αριθ. ……../03.11.2011 πιστωτικό τιμολόγιο, κατόπιν επιστροφής προϊόντων συνολικής αξίας 16,83 ευρώ. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 08.02.2017 εντολή μεταφοράς πίστωσης – έμβασμα express της Τράπεζας …………., η εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα, την 08.02.2017, το ποσό των 500,00 ευρώ, έναντι της ως άνω συνολικής οφειλής της, και ως εκ τούτου εξακολουθεί να της οφείλει από τα ανωτέρω ανεξόφλητα τιμολόγια πώλησης το συνολικό ποσό των 24.301,87 ευρώ. Η εναγόμενη συνομολογεί την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων πώλησης, το τίμημα αυτών και την ανεπιφύλακτη παραλαβή των εμπορευμάτων κατά την παράδοσή τους στο φαρμακείο της, πλην όμως ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ότι η ενάγουσα δε νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, διότι η πωλήτρια εταιρεία είχε συνάψει με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………………….» την υπ’ αριθ. …./18.03.2008 σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας εκχώρησε στην τελευταία όλες τις απαιτήσεις της κατά της εναγόμενης, υφιστάμενες και μελλοντικές, μεταξύ των οποίων και τις απαιτήσεις από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης, μετά δε την αναγγελία προς την εναγόμενη της εκχώρησης των εν λόγω απαιτήσεων, η ενάγουσα – εκχωρήτρια αποξενώθηκε από αυτές και πλέον μόνο η προαναφερόμενη εταιρεία – εκδοχέας νομιμοποιείται προς είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης, πέραν της αοριστίας του αφού δεν διαλαμβάνεται σε αυτόν πότε ακριβώς έλαβε χώρα η αναγγελία των επίδικων εκχωρούμενων απαιτήσεων της προμηθεύτριας εταιρείας έναντι της εναγόμενης, δοθέντος ότι, κατά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης, πρόκειται για εμφανές factoring, ούτε διευκρινίζεται εάν επρόκειτο για γνήσιο factoring, με αποτέλεσμα η προαναφερόμενη πράκτορας που φέρεται να αγόρασε το σύνολο των υπαρχουσών και μελλουσών απαιτήσεων της προμηθεύτριας εταιρείας κατά της εναγόμενης, να αναλάβει συγχρόνως τον κίνδυνο μη πληρωμής τους λόγω αφερεγγυότητας της οφειλέτριας, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, αφού δεν προσκομίζεται από την εναγόμενη κανένα αποδεικτικό μέσο προς υποστήριξή του εν λόγω ισχυρισμού της. Ειδικότερα, δεν προσκομίζεται ούτε η επικαλούμενη υπ’ αριθ. ……/18.03.2008 σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η προμηθεύτρια εταιρεία φέρεται να εκχώρησε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….» όλες τις απαιτήσεις της κατά της εναγόμενης, υφιστάμενες και μελλοντικές, ούτε η επικαλούμενη αναγγελία προς την εναγόμενη της εκχώρησης των απαιτήσεων από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης. Επιπλέον η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω αγωγική απαίτηση δεν είναι εκκαθαρισμένη, διότι κατά τη μεταξύ τους συμφωνία τα εμπορεύματα που δεν διοχετεύονταν στην αγορά, μετά την πάροδο του χρόνου ανάλωσης αυτών που συνήθως υπερέβαινε την τριετία, επιστρέφονταν στην πωλήτρια εταιρεία, που εξέδιδε πιστωτικά τιμολόγια λόγω επιστροφής, δύο φορές ετησίως, στην προκειμένη δε περίπτωση δεν τηρήθηκαν τα ανωτέρω συμφωνηθέντα και δεν έγινε επιστροφή όλων των εμπορευμάτων που δεν διοχετεύθηκαν στην αγορά, μετά την πάροδο του χρόνου ανάλωσης αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσής της, κρίνεται αόριστος και απορριπτέος, καθώς δεν περιλαμβάνεται σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν, ενόψει του ότι ουδόλως γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα πωληθέντα εμπορεύματα, τα οποία δεν διοχετεύθηκαν στην αγορά και παρήλθε ο χρόνος ανάλωσης αυτών, με αποτέλεσμα να γεννάται υποχρέωση επιστροφής των εν λόγω εμπορευμάτων, κατά τα υποστηριζόμενα από την εναγόμενη. Περαιτέρω, η εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της προβάλλει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, ισχυριζόμενη ότι μετά την εκχώρηση από την πωλήτρια εταιρεία στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», όλων των απαιτήσεών της κατά της εναγόμενης, υφιστάμενων και μελλοντικών, δημιουργήθηκε σ’ αυτήν ευλόγως η πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν θα επιδιώξει δικαστικώς την ικανοποίηση των ενδίκων απαιτήσεών της. Η ένσταση αυτή κρίνεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα και με την προηγηθείσα νομική σκέψη, δεδομένου ότι τα εκτιθέμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν την προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά μακρόχρονης συμπεριφοράς της ενάγουσας, ούτε τα στοιχεία βάσει των οποίων δημιουργήθηκε η εντύπωση στην εναγόμενη ότι δεν πρόκειται αυτή να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής της. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.301,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της παρόδου της προθεσμίας εξόφλησης εκάστου τιμολογίου, ήτοι από την επόμενη της 30ης ημέρας του επόμενου μήνα έκδοσης εκάστου τιμολογίου και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα – εναγόμενη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα – εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της νίκης της (άρθρα 183 και 176 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 01.07.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 793/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 793/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 10.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …./2015 αγωγή.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (24.301,87 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της παρόδου της προθεσμίας εξόφλησης εκάστου τιμολογίου, ήτοι από την επόμενη της 30ης ημέρας του επόμενου μήνα έκδοσης εκάστου τιμολογίου, και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα – εναγόμενη του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. …………/2020 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.

Καταδικάζει την εκκαλούσα – εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 10 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ