ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (TMHMA 3ο)
Περίληψη
Υπερεργασία-παράνομη υπερωρία-εργασία κατά τα Σάββατα ως έκτη ημέρα-αποδοχές και επίδομα αδείας-δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα αδείας και αποδοχές αδείας-μικτές αποδοχές και κρατήσεις επ’αυτών-ένσταση εξόφλησης-ένσταση 281 του ΑΚ.
Αριθμός απόφασης 147/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρείας, ………… η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αγλαϊας Μεντη.
Του εφεσίβλητου, …………… ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Θεολόγου Ζησίμου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-2-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/3-5-2018) αγωγή του, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2002/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Η εναγομένη, με την από 22-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/22-9-2020) έφεσή της προσέβαλε την παραπάνω απόφαση. Η έφεση προσδιορίστηκε για να συζητηθεί, αρχικά κατά τη δικάσιμο της 20-5-2021 και μετ’αναβολήν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο από 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η 22-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../22-9-2020) έφεση της εναγομένης, ως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 2002/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 20-2-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./3-5-2018) αγωγή του ενάγοντος κατ’αυτής, περί αναγνώρισης οφειλής δεδουλευμένων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών μη ληφθείσας αδείας, και αποζημίωσης απολύσεως. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ 1 και 517 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της (27-5-2020), εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη, αφού σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου περί μη νόμιμης επαναφοράς των ισχυρισμών της εκκαλούσας με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’άρθρο 240 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, διότι εάν με λόγο έφεσης ο εκκαλών πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε κατ’ ουσίαν αυτοτελή ισχυρισμό του, του οποίου δεν αμφισβητείται η παραδεκτή προβολή πρωτοδίκως, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί το αντικείμενο της συζήτησης στο Εφετείο, αφού κατά το μέρος που αφορά τον ισχυρισμό αυτό μεταβιβάζεται με την έφεση η υπόθεση στο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 522 του ΚΠολΔ και δεν υφίσταται ανάγκη επαναφοράς του από τον εκκαλούντα με τον τρόπο που προβλέπεται από το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, το οποίο αναφέρεται στους ισχυρισμούς που επανυποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις και όχι σε εκείνους που φέρονται στο Εφετείο με λόγο έφεσης [ΑΠ 268/2021, ΑΠ 981/2018, ΕφΑιγ (Μον) 421/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Η δε εκκαλούσα, στην προκειμένη περίπτωση, παραδεκτώς επανέφερε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της περί εξόφλησης και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που πρότεινε, επίσης, παραδεκτώς πρωτοδίκως, με σχετικούς λόγους εφέσεως.
Ο ενάγων ο οποίος είναι υπήκοος Ρουμανίας ισχυρίστηκε στην αγωγή του ότι είναι κάτοχος νόμιμης άδειας εργασίας και ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη από την εναγομένη τεχνική εταιρεία κατασκευής κτιρίων και λιμενικών έργων, τυπικά μεν στις 9-9-2018 αλλά στην πραγματικότητα στις 25-8-2016, για να εργαστεί ως εργάτης, με αντικείμενο εργασίας την αποκατάσταση φθορών και τη συντήρηση του ευρισκόμενου εντός της θάλασσας πλωτού γερανού της στο Πέραμα, επί πενθήμερον εβδομαδιαίως (Δευτέρα έως Παρασκευή) και οκτάωρο ημερησίως, με μικτό ημερομίσθιο 41,50 ευρώ αλλά ότι στην πραγματικότητα, λόγω των αυξημένων αναγκών της εναγομένης, εργαζόταν καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα από τις 07.00 έως τις 17.00 και, επιπλέον, μετά το πρώτο τρίμηνο, από τις 20.00 μέχρι τις 07.00 την επομένη, ως φύλακας του εν λόγω γερανού, με την ειδικότερη συμφωνία για τις πρόσθετες ημέρες και ώρες εργασίας να αμείβεται με το συμφωνηθέν ημερομίσθιο με τις αντίστοιχες προσαυξήσεις. Ότι στις 8-1-2018 ασθένησε εξαιτίας των εξαντλητικών ωρών εργασίας του και έλαβε διαδοχικές αναρρωτικές άδειες έως τις 5-2-2018. Ότι, η εναγομένη, όταν εκείνος ζήτησε μείωση των ωρών εργασίας του, του ανακοίνωσε την απόλυσή του και, όπως εκ των υστέρων διαπίστωσε τον είχε ασφαλίσει ως ανειδίκευτο εργάτη δημοσίων έργων και ότι εξακολουθεί να του οφείλει ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές όλου του χρονικού διαστήματος της εργασίας του (Αύγουστο 2016 έως Φεβρουάριο 2018), με συνυπολογισμό των ωρών υπερεργασίας, παράνομης υπερωριακής του απασχόλησης, εργασίας κατά τα Σάββατα και τη νύκτα), το ποσό των 93.220,65 ευρώ, άλλως το ποσό των 72.964,77 ευρώ, καθώς και των 7.507,62 (καθαρά) άλλως των 8.498,96 ευρώ (μικτά), για την εργασία του τις Κυριακές, εφόσον δεν του χορηγείτο άλλη εβδομαδιαίας ανάπαυσης, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές μη ληφθείσας αδείας, όπως ειδικότερα αναλύονται. Ακολούθως, κατόπιν τροπής του αιτήματός της από καταψηφιστικό εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις του, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη του οφείλει κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όλα τα παραπάνω ποσά, με τον νόμιμο τόκο, το μεν ποσό των 93.220,65 ευρώ, από την επίδοση της αγωγής, και τα λοιπά ποσά, αφ’ής στιγμής που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή ως νόμιμη, και, ακολούθως, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 29.240,37 ευρώ, για δεδουλευμένες αποδοχές, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση καθώς και το ποσό των 285,31 ευρώ, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2016, των 254,20 ευρώ ως αναλογία επιδόματος αδείας του έτους 2016, των 254,20 ευρώ, ως αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας του έτους 2016, των 827,49 ευρώ, ως δώρο Χριστουγέννων του έτους 2017, των 252,14 ευρώ, ως αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας του έτους 2017, των 46,85 ευρώ, ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2018, των 397,10 ευρώ, ως αναλογία επιδόματος αδείας του έτους 2018, των 788,50 ευρώ, ως αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας του έτους 2018 και το ποσό των 76,24 ευρώ, ως αποδοχές αδείας του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2018, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και, ειδικώς όσον αφορά το υπόλοιπο επιδομάτων Χριστουγέννων από τις 22/12 του αντίστοιχου έτους, το υπόλοιπο επιδόματος Πάσχα από τη Μεγάλη Πέμπτη του έτους 2018 και το υπόλοιπο του επιδόματος αδείας- εκ παραδρομής έχει αναγραφεί ως αιτία υπόλοιπο αποδοχών αδείας- και αποζημίωσης αδείας, από το τέλος του αντίστοιχου έτους και μέχρι την εξόφληση, και επιβλήθηκε στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που προσδιορίστηκε στο ποσό των 980 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη με την έφεσή της και για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, αναγομένες, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, μετά την τυπική παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 435/1976, συνάγεται ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.2 του ως άνω ν. 435/1976 [ΑΠ 65/2020 ΠειρΝομ 2020.331, ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Με την Ε. Γ. Σ. Σ. Ε. της 26-2-1975, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας (ΑΠ 288/2018, ΑΠ 864/2015 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ»), και με το άρθρο 6 της από 14- 2-1984 ΕΓΣΣΕ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/20-2-1984 (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983 [ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2020 ό.π]. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και, συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26- 2-1975 ΕΓΣΣΕ), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από τον νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ν.δ. 515/1970, αμείβετο με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζομένους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα ή οκτώ, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 684/2017, ΑΠ 931/2017, ΑΠ 534/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, αφού μεσολάβησαν οι ν. 2874/2000 και ν.3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1-10-2005), που κατήργησε και επανέφερε, αντίστοιχα, τον θεσμό της υπερεργασίας, με το άρθρο 74 § 10 του ν. 3863/2010 (με έναρξη ισχύος από 15-7-2010), ορίστηκε ότι σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως υπερεργασία [ΕφΑθ(Μον) 3734/2021, ΕφΑθ (Μον) 911/2021, ΕφΘεσ (Μον) 545/2021 δημ. ΤΝΠ»ΝΟΜΟΣ»] και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης, ενώ ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε πενθήμερη βάση και πέραν των 48 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε εξαήμερη βάση. Ο νόμιμος χρόνος ημερήσιας απασχόλησης και μετά τη νέα ρύθμιση, παραμένει η κύρια βάση του υπολογισμού των υπερωριών, αφού στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο (8ωρο για εξαήμερη και 9ωρο για πενθήμερη απασχόληση) διατηρούνται σε ισχύ. Συνεπώς, η απασχόληση πέραν των 9 ή 8 ωρών ημερησίως (υπό το σύστημα του πενθημέρου ή εξαημέρου, αντίστοιχα) είναι πάντα υπερωρία, είτε νόμιμη είτε παράνομη, διότι υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας του νομίμου ημερήσιου ωραρίου [ΑΠ 65/2020, ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2021 ό.π]. Η δε αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας είναι πλέον ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20 % και 80%, αντίστοιχα, από 15-7-2010 (άρθρο 74 παρ. 10 ν. 3863/2010) [ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2020 ό.π], τόσο δε η αξίωση για επιπλέον αμοιβή λόγω υπερεργασίας όσο και η αποζημίωση, λόγω παροχής κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας στηρίζεται πλέον, στις άνω διατάξεις των προαναφερθέντων νόμων και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό [ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ (Μον) 3734/2021 ό.π]. Επισημαίνεται ότι, για μισθωτούς που υπάγονται στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, η εργασία κατά το Σάββατο λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της υπερεργασίας και συναριθμείται με την εργασία των άλλων ημερών μόνο στην περίπτωση εργασίας κατά το Σάββατο ως πέμπτης ημέρας, αν ως ημέρα ανάπαυσης του εργαζομένου λόγω του πενθημέρου καθορίζεται άλλη ημέρα της εβδομάδας με ατομική συμφωνία, κατά το άρθρο 42 παρ.5 του Ν. 1892/1990, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 1957/1991 (ΑΠ 1004/2017, ΑΠ 6/2012, ΑΠ 1404/2009 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, η εργασία κατά τα Σάββατα ως έκτη ημέρα της εβδομάδα είναι απαγορευμένη από κανόνα δημόσιας τάξης και συνεπώς άκυρη, και γεννά υπέρ του εργαζομένου, απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλον μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ` αυτές εργασθέντα (ΑΠ 505/2018, ΑΠ 288/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] –χωρίς τις προσαυξήσεις λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων που τυχόν συντρέχουν στο πρόσωπό του (επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ.), αφού αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως και στο πρόσωπο του ΑΠ δυναμένου να προσληφθεί [ΑΠ 505/2018 ό.π, ΕφΘεσ(Μον) 545/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]-στον οποίο υποχρεούται να καταβάλλει, κατ’άρθρο 8 του ν.3846/2010, το ημερομίσθιό του προσαυξημένο, κατά 30% [ΑΠ 65/2020, ό.π, ΑΠ 493/2019, ΕφΘεσ (Μον) 545/2021 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος].
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3302/2004,ΦΕΚ Α 267/28.12.2004), 3 παρ.1, 4 παρ.1 και 5 παρ.1 του ΑΝ 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε µε την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ.16 του Ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του ΝΔ/τος 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση, είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται “κανονική άδεια”, για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζομένου, υφίσταται ανεξάρτητα από το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται. Η αίτηση, την οποία ενδεχομένως θα υποβάλει ο μισθωτός, έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποία αυτός επιθυμεί να λάβει την άδεια. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλε, εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αυτουσίως [ΟλΑΠ 7/2019, ΧΡΙΔ 2019.626, ΕφΠειρ(Μον) 29/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] Επίσης, το άρθρο 2 παρ.6 του ΑΝ 539/1945 περί χορηγήσεως αδειών με αποδοχές στους μισθωτούς ορίζει ότι, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχόλησης του μισθωτού, τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία έχει απόσχει ή απέχει από την απασχόλησή του για ασθένεια βραχείας διάρκειας, στράτευση, απεργία, ανταπεργία ή ανώτερη βία δεν εξομοιώνονται με χρόνο μη απασχόλησης και δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας (ΟλΑΠ 7/2019 ό.π). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 : “1α .Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειάς του με αποδοχές, κατ` αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων (24) εργασίμων ημερών ή, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ` αυτές η ημέρα της εβδομάδας, κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί, λόγω του εφαρμοζομένου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγεί σ` αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας». Περαιτέρω, οι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται κάθε έτος εκτός από την καταβολή των αποδοχών αδείας και επίδομα αδείας σύμφωνα με την παρ. 16 του αρθ. 3 ν. 4504/66. Το επίδομα αδείας είναι ίσο με το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας που καθορίζονται από τον α.ν. 539/45 αλλά δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15ημέρου για τους εργαζόμενους που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για τους αμοιβόμενους με ημερομίσθιο. Εάν η εργασιακή σχέση λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο κατά το πρώτο ή δεύτερο ημερολογιακό έτος και πριν ο μισθωτός λάβει την άδεια που δικαιούται αναλογικά, έχει αυτός δικαίωμα να λάβει ως αποδοχές αδείας δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης (άρθρο 5 παρ. 4 α.ν.539/45). Την καταβολή σε χρήμα των αποδοχών αδείας και του επιδόματος ο μισθωτός δικαιούται το αργότερο από τη λήξη του έτους στο οποίο αφορούν, ως δήλης ημέρας [ΟλΑΠ 40/2002 ΕλλΔνη 2003.118, ΑΠ 1399/2013, ΑΠ 1649/2012, ΕφΠειρ (Μον) 93/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], ενώ ως δήλη ημέρα για την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, τάσσεται η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου το αργότερο, αντίστοιχα, του έτους που αφορούν [ΟλΑΠ 40/2002 ό.π, ΑΠ 248/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1649/2012, ΕφΠειρ (Μον) 93/2021 ό.π], οι δε αποδοχές, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αμοιβή για υπερεργασία, νόμιμη υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις αργίες, καταβάλλονται στο τέλος του μήνα στον οποίο αφορούν (ΟλΑΠ 40/2002, ό.π, ΑΠ 493/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ για την καταβολή της αμοιβής για παράνομες υπερωρίες απαιτείται προηγούμενη όχληση του εργοδότη [ΕφΑθ (Μον) 210/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Ως τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς, οι οποίες ταυτίζονται προς τις συνήθεις αποδοχές, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των αποδοχών και του ισούμενου προς αυτές, υπό τον προβλεπόμενο από τον νόμο χρονικό περιορισμό, επιδόματος αδείας, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση- καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα, τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΑΠ 191/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011, ΕλλΔνη 2011.684, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή οι προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού, με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους (ΑΠ 969/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, όσες οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση) αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), όπως και η αμοιβή για τη μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, την αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΑΠ 969/2018 ό.π). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας ΕΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π, ΕφΠειρ (Μον) 46/2021]. Ούτε, επίσης, συμπεριλαμβάνεται, το επίδομα άδειας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές άδειας (ΑΠ 227/2019, ΑΠ 40/2017, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, ………. και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), και, επιπλέον, των υπ’αριθμ. … και …./11-6-2018 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, ……. και ………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος και της υπ’αριθμ. …../26-9-2018 ένορκης βεβαίωσης του …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη- προ δύο τουλάχιστον ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου πρώτου του ν.4335/2015- κλήτευσης της εναγομένης και του ενάγοντος, αντίστοιχα, που δεν παρέστησαν κατ’αυτές (σχετ. οι υπ’αριθμ. …/5-6-2018 και …. Ζ΄/21-9-2018 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Αθηνών, …………. και ………., αντίστοιχα), αλλά και επιπλέον : α/ της εκτύπωσης από ιστοσελίδα στο διαδίκτυο με τον τίτλο «τα μπλοκάκια», β/ φωτογραφίας όπου απεικονίζεται μεταξύ άλλων ο ενάγων και ο ενώπιον συμβολαιογράφου εξετασθείς μάρτυρας ………., και γ/ της υπ’αριθμ. ……../8-12-2021 ένορκης βεβαίωσης του τελευταίου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………. (υπ’αριθμ. σχετ. 32 Ζ, 32 Στ, αντίστοιχα, του εφεσιβλήτου), η οποία ελήφθη μετά την έκδοση της εκκαλουμένης [ΑΠ 284/2018, ΑΠ 186/2017 ΕφΑθ 2201/2019, ΕφΛαρ (Μον) 245/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατά τα άνω, κλήτευση της εκκαλούσας, που δεν παρέστη κατ’αυτήν (σχετ. η υπ’αριθμ. …./2-12-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), τα οποία παραδεκτώς προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠολΔ (ΑΠ 175/2017, ΑΠ 1356/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθεί υπόψη η από 28-9-2018 υπεύθυνη δήλωση του ενάγοντος, η οποία συντάχθηκε για να χρησιμοποιηθεί στην προκείμενη δίκη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Ο ενάγων είναι υπήκοος Ρουμανίας, κάτοχος βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την παραμονή του στην Ελλάδα, ως μισθωτός. Δυνάμει προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη από την εναγομένη, τεχνική εταιρεία κατασκευών, με αντικείμενο δραστηριότητας και τα λιμενικά έργα, στις 25-8-2016, ως ναύτης πλωτού γερανού, για να απασχοληθεί στην επισκευή ενός τέτοιου γερανού, ιδιοκτησίας της εναγομένης, με την ονομασία «Π», που βρισκόταν ελλιμενισμένος στο Πέραμα. Μάλιστα, λόγω της προηγούμενης εμπειρίας του στο συγκεκριμένο αντικείμενο, ο πατέρας του νομίμου εκπροσώπου της προηγούμενης εργοδότριάς του εταιρείας, με την επωνυμία «………..», η οποία του χορήγησε και σχετική συστατική επιστολή, …………, τον υπέδειξε στον νόμιμο εκπρόσωπο της εκκαλούσας, ο οποίος την εποχή της πρόσληψής του αναζητούσε μισθωτό με αυτή την ειδικότητα, προκειμένου να γίνει επισκευή του προαναφερθέντος γερανού, που παρέμενε παροπλισμένος και είχε απαξιωθεί από τεχνικής απόψεως, ώστε να χρησιμοποιηθεί σε επόμενα λιμενικά έργα που θα αναλάμβανε η εταιρεία. Η εργασία του περιελάμβανε βαφή, καθαρισμό, κόλληση μετάλλων, επισκευή και συντήρηση του κινητήρα του, καθώς και άλλες εργασίες, που απαιτούσαν πολύωρη καθημερινή εργασία. Τυπικά, ωστόσο, σύμφωνα με τη σχετική αναγγελία, η πρόσληψή του έγινε αργότερα, στις 9-9-2016, και αναγράφεται ως ειδικότητά του εκείνη του ανειδίκευτου εργάτη δημοσίων έργων, για να εργαστεί στο εργοτάξιό της στις …. Αττικής (θέση …..) και επικουρικά, ως εργάτη για την επισκευή του γερανού, γεγονός όμως, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, παρά τα όσα αντίθετα κατέθεσε ο λογιστής της εναγομένης, ο οποίος δεν έχει άμεση γνώση για τα αποδεικτέα ζητήματα, αλλά και ο ………., ο οποίος, όμως, εξακολουθεί να εργάζεται στην εναγομένη, ευρισκόμενος σε υπηρεσιακή εξάρτηση από αυτήν. Άλλωστε, η ανάγκη απασχόλησής του με αυτή την ειδικότητα στον τόπο που βρισκόταν ο γερανός, συνάγεται, πέραν της δεδομένης ανάγκης για επισκευή και συντήρηση αυτού, και από το γεγονός ότι στο εργοτάξιο στις ….., είχε ήδη προσληφθεί προηγουμένως ως ανειδίκευτος εργάτης ο ανωτέρω αλλοδαπός, ο οποίος, κατά δήλωσή του, δεν χρειαζόταν να απασχολείται πλήρως, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται κανένας λόγος για την πρόσληψη και άλλου ατόμου και δη του ενάγοντος για παροχή εργασίας στον ίδιο εργασιακό χώρο. Στην πραγματικότητα, ο ενάγων μετέβη μία μόνο φορά στο εκεί ευρισκόμενο εργοτάξιο, για συγκεκριμένες εργασίες τις οποίες και παρέθεσε αναλυτικά κατά την ανωμοτί εξέτασή του. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εκτιμώντας τα αποδεικτικά στοιχεία κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη πλήττει την εκκαλουμένη διατεινόμενη ότι ο ενάγων προσελήφθη στις 9-9-2016 και παρείχε οικοδομικές εργασίες, κυρίως στο εργοτάξιό της στις ……… και επικουρικά στον πλωτό γερανό, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αποδείχθηκε επιπλέον ότι συμφωνήθηκε εργασία του επί πενθήμερον, ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή και επί οκτάωρο ημερησίως, και συγκεκριμένα από τις 07.00 έως τις 15.00, με ενδιάμεσο διάλειμμα 15 λεπτών. Το ωράριο αυτό τηρήθηκε τους τρεις πρώτους μήνες της απασχόλησής του, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, αλλά από την 1-12-2016, αυτός εργαζόταν καθημερινά, από τις 07.00 έως τις 17.00, και τα Σάββατα, έως τις 15.00 τουλάχιστον και περιστασιακά κάποιες Κυριακές, χωρίς να του χορηγηθεί άλλη ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, που όμως δεν τις προσδιόρισε συγκεκριμένα, όπως δεν προσδιόρισε και τις περιπτώσεις που τα Σάββατα εργάστηκε πέραν της 15.00 (σχετ. απόσπασμα της εξέτασής του : «σίγουρα μέχρι τις 15.00 η ώρα» και «αν υπήρχε τίποτα ανάγκη καμία Κυριακή. Δεν λέω πώς δουλεύαμε όλες τις Κυριακές»). Επίσης, εργάστηκε και κάποιες ημέρες επίσημης αργίας, για τις οποίες δεν του χορηγήθηκε ανάπαυση άλλη ημέρα της εβδομάδας. Η εργασία του πέραν του συμφωνημένου ωραρίου του ήταν αναγκαία, ώστε οι εργασίες συντήρησης και επισκευής του γερανού να ολοκληρωθούν προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στο επόμενο λιμενικό έργο, όπως και πράγματι έγινε το καλοκαίρι του 2018. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας σε εν μέρει διαφορετική κρίση, και δη ως προς την εργασία του ενάγοντος τα Σάββατα και τις Κυριακές, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο συναφής δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Αντιθέτως, κατά το σκέλος του, με το οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως, παραδεκτώς προταθέντα, ισχυρισμό της περί εξόφλησης, τυγχάνει αβάσιμος, αφού δεν επικαλείται για το ορισμένο του, κατά τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής του (ΑΠ 123/2020, ΑΠ 953/2018, ΑΠ 602/2017, ΑΠ 1781/2014, ΑΠ 1881/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), εφόσον μάλιστα δεν πρόκειται για μια απαίτηση του ενάγοντος για την παρεχόμενη εργασία του [ΑΠ 602/2017 ό.π, ΕφΠειρ (Μον) 202/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] αλλά για περισσότερες. Επιπλέον, κατόπιν συμφωνίας με την εναγομένη, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα, ως νυκτοφύλακας από τις 20.00 έως τις 07.00 την επομένη, χωρίς, ωστόσο, να έχει συμφωνηθεί η πρόσθετη αμοιβή του γι’αυτήν. Προηγουμένως, μάλιστα, η εναγομένη είχε προσλάβει έτερο άτομο, ως νυχτοφύλακα, το οποίο ο ενάγων αλλά και ο μάρτυρας ……. κατονόμασαν (………), ο τελευταίος δε αναφερόμενος σε αυτόν βεβαίωσε ότι ο ίδιος τον είχε συστήσει στον …………, γεγονός το οποίο επίσης δεν σχολίασε η εναγομένη, παρά τη σχετική μνεία και στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, περιοριζόμενη σε απλή άρνηση της απασχόλησης νυχτοφύλακα οποτεδήποτε στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, ο ενάγων παρέμενε προς διανυκτέρευση στο σκάφος, όπου βρισκόταν ο γερανός, σε χώρο που είχε διαμορφωθεί στοιχειωδώς ως χώρος ανάπαυσης. Στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν η ασφάλιση της θύρας εισόδου, η φροντίδα των ζώων φύλαξης και η παραμονή του στο σημείο, χωρίς να παρέχει άλλες υπηρεσίες φύλαξης ούτε να πραγματοποιεί περιπολίες, καθ’όλη τη διάρκεια της νύκτας, δεδομένου ότι δεν διέθετε κατάλληλο εξοπλισμό και εκπαίδευση, αρκούμενος στην ειδοποίηση των αστυνομικών αρχών και της εναγομένης, εάν προέκυπτε περιστατικό παραβίασης του χώρου. Δεν διατηρούσε, επομένως, σε διαρκή εγρήγορση τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση μόνον να περιορίσει την ελευθερία των κινήσεών του, υπέρ της εργοδότριάς του, ώστε να δύναται να προσφέρει την εργασία του οποτεδήποτε του ζητείτο, παραμένοντας εκεί, ενώ παράλληλα είχε την ευχέρεια να αναπαύεται αλλά και να δέχεται επισκέψεις από την εξετασθείσα ενώπιον συμβολαιογράφου μάρτυρα, ……….., χωρίς να υποχρεούται σε διαρκή εγρήγορση των σωματικών και πνευματικών του δυνάμεων. Υπό τα δεδομένα αυτά, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία (απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης), μη εφαρμοζόμενων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις ή αποζημιώσεις της νυκτερινής, υπερωριακής ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες, και, ελλείψει σχετικής συμφωνίας του οφείλεται ο συνηθισμένος μισθός [ΟλΑΠ 10/2009, ΑρχΝομ 2009.427, ΑΠ 141/2020, ΑΠ 1412/2018, ΑΠ 22/2018, ΕφΠατρ (Μον) 189/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ], ο οποίος, με βάση και την αμοιβή που καταβαλλόταν στον προηγούμενο νυχτοφύλακα ανερχόταν στο ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς, ορθώς εφαρμόζοντας τον νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση, αν και εσφαλμένα δέχθηκε ότι για την πρόσθετη αυτή εργασία του, η αμοιβή του ενάγοντος ήταν προϊόν συμφωνίας με την εναγομένη και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η τελευταία αρνείται ότι ο ενάγων εργαζόταν ως νυχτοφύλακας, διατεινόμενη ότι κατόπιν αιτήματός του του δόθηκε απλώς η άδεια να διαμένει στον γερανό, ελλείψει μόνιμου καταλύματος, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Άλλωστε, και παρ’ότι το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα το αίτημα προσκόμισης των αποδείξεων πληρωμής μισθωμάτων να ελέγχεται ως αβάσιμο, ο ίδιος αποδεδειγμένα μίσθωνε οικία επί της οδού ….. στο Παγκράτι από την …………, από τις 21-10-2016, και τα ουσιώδη στοιχεία αυτής έχουν υποβληθεί στην Α.Α.Δ.Ε. Το γεγονός εξάλλου ότι ο ενάγων, αναφορικά με την εργασία του ως νυκτοφύλακα, εσφαλμένα χαρακτήρισε αυτήν ως υπερωριακή απασχόληση, ζητώντας γι’αυτήν πρόσθετη αμοιβή (παράνομη υπερωριακή απασχόληση, απασχόληση κατά τη νύκτα) δεν ασκεί ουδεμία επιρροή ούτε συνιστά σφάλμα της εκκαλουμένης η επιδίκαση σε αυτόν αμοιβής, με την παραδοχή ότι εργαζόταν ως νυχτοφύλακας. Και τούτο διότι ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να αναφέρει τους νομικούς κανόνες, επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή του ούτε να κάνει τον νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που τον συνδέει με τον εναγόμενο (ΑΠ 1181/2017, ΑΠ 988/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), τυχόν δε μνεία στην αγωγή της υπαγωγής των επικαλούμενων περιστατικών σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο εξ επαγγέλματος εφαρμόζει τον νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, και από το περιεχόμενό της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων (ΑΠ 315/2016, ΑΠ 172/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό χαρακτηρισμό τους (ΑΠ 1181/2017 ό.π). Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη διατείνεται ότι για το κονδύλιο αυτό των 600 ευρώ μηνιαίως δεν υπήρχε σχετικό αίτημα στην αγωγή, ελέγχεται ως αβάσιμος. Ενόψει των ανωτέρω παρατηρήσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πίνακες προσωπικού που η εναγομένη υπέβαλε στο Σ.ΕΠ.Ε για τα έτη 2016 και 2017 ήταν εντελώς τυπικοί των ημερών και ωρών εργασίας αναφορικά τουλάχιστον με τον ενάγοντα, μη ανταποκρινόμενοι στην ειδικότητα, τις πραγματικές ώρες και ημέρες εργασίας του και συντάσσονταν με τον τρόπο αυτό, προκειμένου να φαίνεται απέναντι στην Επιθεώρηση Εργασίας ότι τηρείται η εργατική νομοθεσία. Με βάση τους πίνακες αυτούς, που θεωρούνται από το Δικαστήριο ως μη αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, εκδόθηκαν στη συνέχεια από την εναγομένη οι προσκομιζόμενες από αυτήν εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος έτσι ώστε οι αποδοχές που αυτές εμφάνιζαν, να αναλογούν ακριβώς στις ημέρες και ώρες εργασίας του, όπως εμφανίζονταν στους εν λόγω πίνακες. Και οι αποδείξεις αυτές, οι οποίες δεν φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, ο οποίος σημειωτέον ότι, ως αλλοδαπός, δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και ειδικώς να διαβάζει-επισημαίνεται ότι στην Επιθεώρηση Εργασίας προσήλθε στις 2-4-2018 με διερμηνέα-είναι εικονικές ως προς την ειδικότητα και τον αριθμό ημερών απασχόλησής του. Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρ’όλο που η εναγομένη επιμένει και οι εξετασθέντες με επιμέλειά της μάρτυρες επιβεβαιώνουν την οκτάωρη επί πενθήμερον απασχόλησή του, δεν δικαιολογεί, παρ’ότι έγινε ειδική μνεία στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, τον λόγο, που οι καταβολές προς αυτόν, μέσω του τραπεζικού του λογαριασμού στην Alpha Bank, εξαιρουμένου του δώρου Πάσχα και του επιδόματος αδείας του έτους 2017, που καταβλήθηκαν από το ΙΚΑ, λόγω της δηλωθείσας ειδικότητάς του ως οικοδόμου, υπερβαίνουν τα εισπραχθέντα από αυτόν ποσά, σε σύγκριση με εκείνα που αναγράφονται στις αποδείξεις πληρωμής, που η ίδια προσκομίζει. Έτσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με την από 31-1-2017 απόδειξη πληρωμής που προσκομίζει η εναγομένη, το καταβληθέν στον ενάγοντα καθαρό ποσό ανέρχεται σε 618,58 ευρώ, ενώ το σύνολο των καταβολών, μέσω του τραπεζικού του λογαριασμού για τον ίδιο μήνα, ανέρχεται στο ποσό των 850 ευρώ. Παράλληλα, οι επικαλούμενες από την εναγομένη καταβολές διαφοροποιούνται πλήρως από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας-αποδείξεις πληρωμής, που αφορούν το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε ούτε διατυπώθηκε κάποιο σχόλιο από την πλευρά της εναγομένης. Σε αυτές, σε συνέπεια προς τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αναγράφεται η πραγματική ειδικότητά του, το ημερομίσθιό του, οι ημέρες εργασίας του, οι τακτικές αποδοχές του, και η πρόσθετη εργασία του. Πλέον αυτών, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων στις 8-1-2018 ασθένησε από εμπύρετη γαστρεντερίτιδα και ραγάδα δακτυλίου, έλαβε αναρρωτική άδεια έως τις 26-1-2018 και στη συνέχεια έλαβε 5 ημέρες από την ετήσια άδειά του, ενώ δεν είχε λάβει άδεια αναψυχής για το έτος 2016 και 2017. Όταν επέστρεψε στην εργασία του, αποδίδοντας την ασθένειά του στην πολύωρη εργασία του και τις συνθήκες αυτής, ζήτησε από την εργοδότριά του την επαναφορά του ωραρίου του στο αρχικά συμφωνηθέν, πλην όμως το αίτημά του δεν έγινε αποδεκτό και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης προέβη σε απόλυσή του. Παρ’όλ’αυτά στις 5-2-2018 του παρέδωσε και αυτός εν αγνοία του υπέγραψε σχετικό έντυπο περί οικειοθελούς αποχώρησης, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα, λόγω και της ανεπαρκούς γνώσης της ελληνικής γλώσσας ότι αυτό αφορούσε τη γνωστοποίηση της απόλυσής του. Ενδεικτικό της άγνοιας του περιεχομένου του μάλιστα είναι το ότι το προσκόμισε στον ΟΑΕΔ, προκειμένου να επιδοτηθεί ως άνεργος, ενώ είναι δεδομένο ότι αν είχε αποχωρήσει οικειοθελώς δεν θα δικαιούτο επιδότησης. Επομένως, δικαιούται την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, ανερχόμενης στο ποσό των 338,94 (41,51 + 1/6 Χ 7) ευρώ. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εφαρμόζοντας τον νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο έκτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς και ως εκ τούτου δεν δικαιούται αποζημίωση απολύσεως, χωρίς μάλιστα να αμφισβητεί ειδικώς τον τρόπο υπολογισμού της, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ενώ το επιχείρημά της ότι το ποσό της αποζημίωσης είναι μικρό και δεν είχε κανέναν λόγο να μην το καταβάλει στον ενάγοντα, αν πράγματι είχε προβεί στην απόλυσή του, δεν ευσταθεί. Με βάση, επομένως, όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων εργαζόταν 50 ώρες εβδομαδιαίως, και έτσι δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, για τις πλέον των 45 ωρών εργασίας του επί πενθήμερον, που αποτελούν υπερεργασία, με ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20 %, καθώς και αμοιβή για την πλέον του εννεαώρου, εργασία του καθημερινά, η οποία παρεχόταν τακτικά και δεν κάλυπτε έκτακτες ανάγκες της εναγομένης, και η τελευταία δεν είχε τηρήσει τις προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, με ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 80 %. Ακόμη, για την εργασία του κατά τα Σάββατα, εντός του οκταώρου, ως έκτη ημέρα σε σύστημα πενθήμερης εργασίας, δικαιούται, κατά τα συναφώς εκτεθέντα, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του, κατά το οποίο ωφελήθηκε η εναγομένη από την εργασία του, προσαυξημένο σε ποσοστό 30 %. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη το μικτό ημερομίσθιό του (41,51 ευρώ) και το μικτό ωρομίσθιό του (6,23 + 41,51 Χ 6/40), ο ενάγων δικαιούται να λάβει για δεδουλευμένες αποδοχές, ή διαφορά αυτών, υπερεργασία, παράνομες υπερωρίες, εργασία κατά τα Σάββατα και παράνομη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα, το ακόλουθα ποσά : Α] Για το έτος 2016 : 1/ για τον μήνα Αύγουστο, για (μικτές) αποδοχές 5 ημερών, το ποσό των (41,51 Χ 5 Χ 1,2 ) 249,06 ευρώ, εκ του οποίου ουδέν του κατέβαλε η εναγομένη, 2/ για τον μήνα Σεπτέμβριο, για (μικτές) αποδοχές 22 ημερών, το ποσό των (41,51 Χ 26,4) 1.095,86 ευρώ και, μετά από παρακράτηση των εργατικών εισφορών (23,45 %), το (καθαρό) ποσό των 838,89 ευρώ, δοθέντος ότι, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έχει γίνει καταβολή καθαρών αποδοχών, για την εξεύρεση του οφειλόμενου υπολοίπου, το δικαστήριο πρέπει είτε να αναγάγει τις οφειλόμενες μικτές αποδοχές σε καθαρές και στη συνέχεια να αφαιρέσει τις ήδη καταβληθείσες είτε να αναγάγει τις καταβληθείσες καθαρές αποδοχές σε μικτές και κατόπιν να τις αφαιρέσει από τις οφειλόμενες [ΑΠ 1522/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ(Μον) 523/2020 Αρμ 2021.430]. Έτσι, με δεδομένο ότι ο ενάγων κατ’αρχήν αναγάγει ο ίδιος με το δικόγραφο της αγωγής το ποσό των μικτών αποδοχών του σε καθαρές, το Δικαστήριο επιλέγει τον συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να συγκριθούν ποσότητες του ίδιου είδους. Από το παραπάνω αυτό ποσό καθαρών αποδοχών, η εναγομένη του κατέβαλε 500 ευρώ, και απομένει υπόλοιπο 338,89 ευρώ. 3/ για τον μήνα Οκτώβριο, για (μικτές) αποδοχές 21 ημερών, το ποσό των 1.046,05 (41,51 Χ 22 Χ 1,2) ευρώ, που αντιστοιχούν σε 800,76 ευρώ καθαρές αποδοχές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 900 ευρώ, υπερκαλύπτοντας έτσι τις οφειλόμενες. 4/ για τον μήνα Νοέμβριο, για (μικτές) αποδοχές 22 ημερών, το ποσό των 1.095,86 ευρώ και το (καθαρό) ποσό των 838,89 ευρώ, εκ του οποίου η εναγομένη του κατέβαλε 900 ευρώ, υπερκαλύπτοντας έτσι τις οφειλόμενες. 5/ για τον μήνα Δεκέμβριο, για αποδοχές 22 ημερών, το ποσό των 1.095,86 ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 5 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 269,81 {53,96 [41,51 + 12,45 (41,51 Χ 30 %)] Χ 5} ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 20 ωρών, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, το ποσό των 149,52 {7,47 [6,23 + 1,24 (6,23 Χ 20%)] Χ 20}, αμοιβή για 22 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 246,62 {11,21 [6,23 + 4,98 (6,23 Χ 80 %)] Χ 22} ευρώ, αμοιβή για 10 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 145,60 {[6,23 + 1,86 (6,23 Χ 30 %) = 8,09 Χ 80 % =6,47 + 8,09= 14,56] Χ 10} ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.907,41 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.507,41 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές που αντιστοιχούν σε 1.919,42 ευρώ καθαρές αποδοχές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 900 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 1.019,42 ευρώ. Β] Για το έτος 2017 : 1/ για τον μήνα Ιανουάριο, για (μικτές) αποδοχές 22 ημερών, το ποσό των 1.095,86 ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 4 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 215,84 [53,96Χ 4] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 22 ωρών, το ποσό των 164,34 (7,47 Χ 22) και κατά την εκκαλουμένη 149,52 ευρώ, με βάση υπολογισμού 20 ώρες υπερεργασίας, αμοιβή για 22 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 246,62 (11,21 Χ 22) ευρώ, αμοιβή για 8 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 116,64 (14,56 Χ 8) ευρώ, και, κατά την εκκαλουμένη, 116,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.824,46 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, το ποσό των 2.424,46 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούν 1.855,93 ευρώ καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 850 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 1.005,93 ευρώ. 2/ για τον μήνα Φεβρουάριο, για (μικτές) αποδοχές 20 ημερών, το ποσό των 996,24 (41,51 Χ 24) ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 4 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 215,84 [53,96Χ 4] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 20 ωρών, το ποσό των 149,4 (7,47 Χ 20) ευρώ, αμοιβή για 20 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 224,2 (11,21 Χ 20) } ευρώ, αμοιβή για 8 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 116,64 (14,56 Χ 8) ευρώ, και, κατά την εκκαλουμένη, 116,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.702,30 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.302,30 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε 1.762,42 ευρώ καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 900 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 862,42 ευρώ. 3/ για τον μήνα Μάρτιο, για (μικτές) αποδοχές 23 ημερών, το ποσό των 1.145,67 (41,51 Χ 27,6) ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 4 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 215,84 [53,96Χ 4] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 23 ωρών, το ποσό των 171,81 (7,47 Χ 23) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 257,92 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη, αμοιβή για 23 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 257,83 (11,21 Χ 23) } ευρώ, αμοιβή για 8 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 116,64 (14,56 Χ 8) ευρώ και, κατά την εκκαλουμένη, 116,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.907,77 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.507,77 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε ευρώ καθαρές 1.919,7 ευρώ, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.200 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 719,7 ευρώ. 4/ για τον μήνα Απρίλιο, για (μικτές) αποδοχές 19 ημερών –μη συμπεριλαμβανομένης της Δευτέρας του Πάσχα που αποτελεί επίσημη αργία- το ποσό των 946,42 (41,51 Χ 22,8) ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 5 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 269,8 [53,96Χ 5] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 19 ωρών, το ποσό των 141,93 (7,47 Χ 19) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 149,52 ευρώ που δέχθηκε η εκκαλουμένη, αμοιβή για 19 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 212,99 (11,21 Χ 19) } ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 213,06 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη, αμοιβή για 10 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 145,6 (14,56 Χ 10) ευρώ, αποζημίωση για την εργασία του επί μία αργία το ποσό των 72,64 [41,51 + 31,13 (41,51 Χ 75 %)] ευρώ, και για 2 ώρες παράνομες υπερωρίες κατ’αυτήν το ποσό των 39,24 [{8,72 [10,9 [6,23 + 4,67 (6,23 Χ 75 %)] Χ 80 %} + 10,9 = 19,62 Χ 2 ώρες] ευρώ, και, με βάση τις παραδοχές της εκκαλουμένης, 19,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.809 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.409 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, που αντιστοιχούν σε 1.844,09 ευρώ καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.500 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 344,09 ευρώ. 5/ για τον μήνα Μάϊο, για (μικτές) αποδοχές 22 ημερών-μη συμπεριλαμβανομένης της 1ης Μαϊου που αποτελεί αργία- το ποσό των 1.095,6 ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 4 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 215,84 [53,96Χ 4] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 22 ωρών, το ποσό των 164,34 (7,47 Χ 22) ευρώ, και, κατά την εκκαλουμένη, 149,52 ευρώ, αμοιβή για 22 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 246,62 (11,21 Χ 22) } ευρώ, αμοιβή για 8 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 116,64 (14,56 Χ 8) ευρώ και, κατά την εκκαλουμένη, 116,62 ευρώ, αποζημίωση για την εργασία του επί μία αργία το ποσό των 72,64 ευρώ, και για 2 ώρες παράνομες υπερωρίες κατ’αυτήν το ποσό των 39,24 ευρώ, και, με βάση τις παραδοχές της εκκαλουμένης, 19,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.916,46 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.516,46 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, που αντιστοιχούν σε 1.926,36 καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.550 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 376,36 ευρώ.6) για τον μήνα Ιούνιο, για (μικτές) αποδοχές 22 ημερών, το ποσό των 1.095,86 ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 4 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 215,84 [53,96Χ 4] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 22 ωρών, το ποσό των 164,34 (7,47 Χ 22) και κατά την εκκαλουμένη 149,52 ευρώ, με βάση υπολογισμού 20 ώρες υπερεργασίας, αμοιβή για 22 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 246,62 (11,21 Χ 22) ευρώ, αμοιβή για 8 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 116,64 (14,56 Χ 8) ευρώ, και, κατά την εκκαλουμένη, 116,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.824,46 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.424,46 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, που αντιστοιχούν σε 1.855,93 ευρώ καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.100 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 755,93 ευρώ. 7) για τον μήνα Ιούλιο, για (μικτές) αποδοχές 21 ημερών, το ποσό των 1.046,05 (41,51 Χ 25,2) ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 5 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 269,8 [53,96Χ 5] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 21 ωρών, το ποσό των 156,87 (7,47 Χ 21) και κατά την εκκαλουμένη 149,52 ευρώ, με βάση υπολογισμού 20 ώρες υπερεργασίας, αμοιβή για 21 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 235,41 (11,21 Χ 21) ευρώ, αμοιβή για 10 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, το ποσό των 145,6 (14,56 Χ 10) ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.846,83 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.446,83 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε 1.873,05 καθαρές, εκ του οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.100 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 773,05 ευρώ. 8) για τον μήνα Αύγουστο, για (μικτές) αποδοχές 22 ημερών-μη συμπεριλαμβανομένης της ημέρας του δεκαπενταύγουστου, που αποτελεί επίσημη αργία- το ποσό των 1.095,86 ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 4 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 215,84 [53,96Χ 4] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 22 ωρών, το ποσό των 164,34 (7,47 Χ 22) και κατά την εκκαλουμένη 149,52 ευρώ, με βάση υπολογισμού 20 ώρες υπερεργασίας, αμοιβή για 22 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 246,62 (11,21 Χ 22) ευρώ, αμοιβή για 8 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 116,64 (14,56 Χ 8) ευρώ, και, κατά την εκκαλουμένη, 116,62 ευρώ, αποζημίωση για την εργασία του επί μία αργία το ποσό των 72,64 ευρώ, και για 2 ώρες παράνομες υπερωρίες κατ’αυτήν το ποσό των 39,24 ευρώ, και, με βάση τις παραδοχές της εκκαλουμένης, 19,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.916,72 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.516,72 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε 1.926,36 ευρώ καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.100 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 826,36 ευρώ. 9) για τον μήνα Σεπτέμβριο, για (μικτές) αποδοχές 21 ημερών, το ποσό των 1.046,05 (41,51 Χ 25,2) ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 5 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 269,8 [53,96Χ 5] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 21 ωρών, το ποσό των 156,87 (7,47 Χ 21) και κατά την εκκαλουμένη 149,52 ευρώ, με βάση υπολογισμού 20 ώρες υπερεργασίας, αμοιβή για 21 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 235,41 (11,21 Χ 21) ευρώ, αμοιβή για 10 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, το ποσό των 145,6 (14,56 Χ 10) ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.846,83 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.446,83 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε 1.873,05 ευρώ, καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.100 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 773,05 ευρώ. 10) για τον μήνα Οκτώβριο, για (μικτές) αποδοχές 22 ημερών, το ποσό των 1.095,86 ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 4 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 215,84 [53,96Χ 4] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 22 ωρών, το ποσό των 164,34 (7,47 Χ 22) και κατά την εκκαλουμένη 149,52 ευρώ, με βάση υπολογισμού 20 ώρες υπερεργασίας, αμοιβή για 22 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 246,62 (11,21 Χ 22) ευρώ, αμοιβή για 8 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 116,64 (14,56 Χ 8) ευρώ, και, κατά την εκκαλουμένη, 116,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 1.824,46 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακα, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά 2.424,46 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, που αντιστοιχούν σε 1.855,93 ευρώ καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.100 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 755,93 ευρώ. 11) για τον μήνα Νοέμβριο, για (μικτές) αποδοχές 22 ημερών, το ποσό των 1.095,86 ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 4 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 215,84 [53,96Χ 4] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 22 ωρών, το ποσό των 164,34 (7,47 Χ 22) και κατά την εκκαλουμένη 149,52 ευρώ, με βάση υπολογισμού 20 ώρες υπερεργασίας, αμοιβή για 22 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 246,62 (11,21 Χ 22) ευρώ, αμοιβή για 8 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 116,64 (14,56 Χ 8) ευρώ, και, κατά την εκκαλουμένη, 116,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 1.824,46 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακα, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά 2.424,46 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε 1.855,93 ευρώ καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.400 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 455,93 ευρώ. 12) για τον μήνα Δεκέμβριο, για (μικτές) αποδοχές 20 ημερών, το ποσό των 996,24 (41,51 Χ 24) ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 5 Σάββατα, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 269,8 [53,96Χ 5] ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 20 ωρών, το ποσό των 149,4 (7,47 Χ 20) ευρώ, αμοιβή για 20 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 224,2 (11,21 Χ 20) ευρώ, αμοιβή για 10 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά τα Σάββατα, 145,6 (14,56 Χ 10) ευρώ, αποζημίωση για την εργασία του επί μία αργία το ποσό των 72,64 ευρώ, και για 2 ώρες παράνομες υπερωρίες κατ’αυτήν το ποσό των 39,24 ευρώ, και, με βάση τις παραδοχές της εκκαλουμένης, 19,62 ευρώ, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 1.877,5 ευρώ, πλέον των αποδοχών του για την εργασία του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.477,5 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε 1.896,53 ευρώ καθαρές, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 1.100 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο, ύψους 796,53 ευρώ. Γ] Για το έτος 2018 : 1) για τον μήνα Ιανουάριο, για (μικτές) αποδοχές 5 ημερών, το ποσό των 249,06 (41,51 Χ 6) ευρώ, αμοιβή για την εργασία του επί 1 Σάββατο, εντός του ωραρίου του, το ποσό των 53,96 ευρώ, αμοιβή για υπερεργασία 5 ωρών, το ποσό των 37,35 (7,47 Χ 5) ευρώ, αμοιβή για 5 παράνομες υπερωρίες κατά τις καθημερινές, το ποσό των 56,05 (11,21 Χ 5) ευρώ, αμοιβή για 2 ώρες παράνομες υπερωρίες κατά το Σάββατο, το ποσό των 29,12 (14,56 Χ 2) ευρώ, και 411 ευρώ για 17 ημέρες ασθενείας, 149,40 ευρώ για 3 ημέρες κανονικής αδείας, δηλαδή δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες 985,94 ευρώ, πλέον των αποδοχών του ως νυχτοφύλακας, ύψους 600 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.585,94 ευρώ, ως δεδουλευμένες μικτές αποδοχές, εκ των οποίων η εναγομένη ουδέν του κατέβαλε. 2) για τον μήνα Φεβρουάριο, δικαιούται για αποδοχές αδείας, 2,40 ημερομίσθια, και, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, 76,24 ευρώ. Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται : 1/ Ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2016 (άρθρα 1,2 και 3 της ΥΑ 19040 ΦΕΚ Β 742 1981) που εργάστηκε 6,78 δεκαεννεαήμερα, δύο ημερομίσθια για κάθε δεκαεννεαήμερο, ήτοι 13,58 ημερομίσθια, με μέσο όρο αυτών (τακτικές αποδοχές από 25/8 έως 30/11, 41,51 ευρώ και από 1-31/12 48,98 ευρώ) 43,30 ευρώ, και, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, 41,51 ευρώ, χωρίς την προσαύξηση της αναλογίας του επιδόματος αδείας και της υπερεργασίας του, ελλείψει αντίστοιχου αιτήματος της αγωγής, επομένως, του οφείλονται 563,70 ευρώ μείον των εργατικών εισφορών (23,45 %) δηλαδή το –καθαρό-ποσό των 431,52 ευρώ και κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης των 285,31 ευρώ. 2/ Ως αναλογία αποδοχών αδείας του έτους 2016 (άρθρο 1 του ν.3302/2004), 332,08 [8 ημέρες αδείας (άρθρο 2 παρ.2 εδ. τελευταίο του αν 539/1945, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1346/1983), Χ 41,51 ευρώ, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης) ευρώ μείον των εργατικών εισφορών, δηλαδή το –καθαρό-ποσό των 254,20 ευρώ και το ίδιο ποσό ως αναλογία του επιδόματος αδείας. 3) Ως δώρο Χριστουγέννων για το έτος 2017, το ποσό των 1.037,75 (41,51 κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης Χ 25 ημερομίσθια χωρίς την προσαύξηση της αναλογίας του επιδόματος αδείας και της υπερεργασίας του) ευρώ, μείον των εργατικών εισφορών (23,45 %) δηλαδή το –καθαρό-ποσό των 794,40 ευρώ, αντί του ποσού των 827,49 ευρώ, που εσφαλμένα επιδίκασε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν πλημμελούς εφαρμογής του νόμου. 4) Ως δώρο Πάσχα για το έτος 2017, το ποσό των 539,63 (41,51 ευρώ, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης Χ 13 ημερομίσθια χωρίς την προσαύξηση της αναλογίας του επιδόματος αδείας και υπερεργασίας) ευρώ, μείον των εργατικών εισφορών (23,45 %) δηλαδή το –καθαρό-ποσό των 413,09 ευρώ, το οποίο υπερκαλύπτεται από το ποσό που η εναγομένη του κατέβαλε για τη συγκεκριμένη αιτία (610,21 ευρώ). 5) Ως αποδοχές μη ληφθείσας αδείας για το έτος 2017 το ποσό των 1.037,75 (41,51 κατά τα άνω Χ 25) ευρώ μείον των εργατικών εισφορών (23,45 %) δηλαδή το –καθαρό-ποσό των 794,40 ευρώ, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 542,06 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο 252,34 και κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, 252,14 ευρώ, και ως επίδομα αδείας του ίδιου έτους, το ποσό των 539,63 (41,51 κατά τα άνω Χ 13 ημερομίσθια) μείον των εργατικών εισφορών (23,45 %) δηλαδή το –καθαρό-ποσό των 413,09 ευρώ, το οποίο υπερκαλύπτεται από το ποσό που η εναγομένη του κατέβαλε για τη συγκεκριμένη αιτία (528,50 ευρώ). 6) Ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2018, 3 ημερομίσθια, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, χωρίς προσαύξηση της αναλογίας του επιδόματος αδείας και της υπερεργασίας του, ήτοι το ποσό των 124,53 (41,51 Χ 3) ευρώ μείον των εργατικών εισφορών, και κατά το αίτημα της αγωγής, 46,85 ευρώ. 7) Ως υπόλοιπο αποδοχών αδείας του έτους 2018, κατά το οποίο έλαβε πέντε ημέρες άδεια αναψυχής, και ως αναλογία του επιδόματος αδείας, το ποσό των 913,22 (41,51 Χ 22), μείον των εργατικών εισφορών (23,45 %) δηλαδή το –καθαρό-ποσό των 699,07 ευρώ, αντί των 794,20 ευρώ που του επιδικάστηκε εσφαλμένα πρωτοδίκως και το ποσό των 539,63 (41,51 Χ 13) μείον των εργατικών εισφορών (23,45 %) δηλαδή το –καθαρό-ποσό των 413,09, εκ του οποίου ζητείτο το ποσό των 397,10 ευρώ. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας εν μέρει εσφαλμένα τις αποδείξεις, του επιδίκασε πλέον των ποσών που δικαιούτο για επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 και αποδοχές αδείας του έτους 2018, γενομένου δεκτού του πέμπτου λόγου της έφεσης, ως εν μέρει βάσιμου και κατ’ουσίαν. Συνεπώς, το συνολικό ποσό που εξακολουθεί να οφείλεται στον ενάγοντα και δικαιούται αυτός να λάβει για δεδουλευμένες αποδοχές, με αναγωγή στις καθαρές αποδοχές του, με εξαίρεση εκείνες του μηνός Αυγούστου του έτους 2016, ύψους 249,06 ευρώ και του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2018, ύψους 1.585,94 που είναι μικτές, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 10.142,53 (338,89 + 1.019,42 + 1.005,93 + 862,42 + 719,7 + 344,09 + 376,36 + 755,93 + 773,05 + 826,36 + 773,05 + 755,93 + 455,93 + 796,53) ευρώ, και για αποζημίωση απολύσεως, το ποσό των 338,94 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, εφόσον το αίτημα της αγωγής δεν αφορούσε καταβολή αυτών σε προγενέστερο χρόνο, και επιπλέον, ως αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016, το ποσό των 285,31 ευρώ, ως αναλογία αποδοχών και επιδόματος αδείας του ίδιου έτους, από 254,20 ευρώ για καθεμία από τις αιτίες αυτές, ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017, το ποσό των 794,40 ευρώ, ως αποδοχές αδείας για το ίδιος έτος, το ποσό των 252,14 ευρώ, ως αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα του έτους 2018, το ποσό των 46,85 ευρώ, αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας του ίδιου έτους, το ποσό των 252,14 και των 397,10 ευρώ, αντίστοιχα, και ως αποδοχές αδείας του Φεβρουαρίου 2018, το ποσό των 76,24 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για τα μεν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, από τις 22 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους και για την αναλογία του επιδόματος εορτής Πάσχα του έτους 2018, από τη Μεγάλη Πέμπτη του έτους αυτού, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, καθόσον η διάταξη της εκκαλουμένης περί τοκογονίας-ειδικώς μάλιστα ως προς το επίδομα εορτών Χριστουγέννων- δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, ούτε κατ’εκτίμηση του δικογράφου της [ΑΠ 1449/2014, ΕφΠειρ (Μον) 610/2020, ΕφΠειρ(Μον) 604/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, από τη λήξη του έτους που αφορούν και ειδικώς για τις αποδοχές αδείας του μηνός Φεβρουαρίου 2018, από την 1-3-2018 κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, και μέχρι την εξόφληση.
Απορριπτέος εξάλλου τυγχάνει και ο έβδομος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα, επαναφέροντας τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψή του, για τον λόγο ότι ο ενάγων ουδέποτε την όχλησε για την καταβολή των οφειλομένων ούτε προέβαλε οποιαδήποτε αξίωση αναφορικά με την εργασιακή του σχέση, η δε ικανοποίηση των ένδικων απαιτήσεών του θα συνεπάγετο τεράστιο οικονομικό βάρος για την ίδια, δεδομένης της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Και τούτο διότι η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ [ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019.504, ΕφΠειρ (Ναυτ) (Μον) 464/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], δημιουργώντας δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου και όχι κατ’ανάγκη αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες γι’αυτόν (ΟλΑΠ 10/2012, ΧΡΙΔ 2013.433). Στην προκειμένη περίπτωση, η αόριστη επίκληση δυσμενών επιπτώσεων εκ μέρους της εκκαλούσας δεν αρκεί για τη θεμελίωση του συγκεκριμένου ισχυρισμού της και σε κάθε περίπτωση και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά αυτά περιστατικά που επικαλείται δεν εμπίπτουν στην έννοια της κατάχρησης δικαιώματος. Συνεπώς, ορθώς εφαρμόζοντας τον νόμο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη τον απέρριψε ως αόριστο και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμο.
Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, κατά παραδοχή, των λόγων της, περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, όπως αυτοί ειδικότερα αναπτύσσονται με τους δεύτερο, και πέμπτους λόγους αυτής, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της κατά το άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, που δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της δικαστικής κρίσης, αναγκαίως δε, αφού η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε μετά από παραδοχή άλλων λόγων εφέσεως, και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, με βάση τη σύμβαση εργασίας του και ειδικώς, όσον αφορά την αμοιβή του κατά τα Σάββατα, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, όλα τα παραπάνω ποσά, με τον νόμιμο τόκο, όπως παραπάνω εξειδικεύεται για κάθε επιμέρους κονδύλιο και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ αυτών, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους και ανάλογα προς την έκταση αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 1 iα), 68 § 1, 69 § § 1,2, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 22-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../22-9-2020) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 2002/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 20-2-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./3-5-2018) αγωγή της αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα : α) ως δεδουλευμένες (καθαρές) αποδοχές, το ποσό των δέκα χιλιάδων εκατόν σαράντα δύο ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (10.142,53), β) ως δεδουλευμένες (μικτές) αποδοχές, το ποσό των χιλίων οκτακοσίων τριάντα πέντε (1.835) ευρώ και ως αποζημίωση λόγω καταγγελίας, το ποσό των τριακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (338,94), με τον νόμιμο τόκο όλα τα παραπάνω ποσά, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, γ) ως αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016, το ποσό των διακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (285,31), δ) ως αναλογία αποδοχών και επιδόματος αδείας του ίδιου έτους από διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και είκοσι λεπτά (254,20) για καθεμία από τις αιτίες αυτές, ε) ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017, το ποσό των επτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών (794,40), στ) ως αποδοχές αδείας του έτους 2017, το ποσό των διακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και δώδεκα λεπτών (254,20), ζ) ως αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα του έτους 2018, το ποσό των σαράντα έξι ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (46,85), η) ως αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας του ίδιου έτους, το ποσό των εξακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και επτά λεπτών (699,07) και των τριακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και δέκα λεπτών (397,10), αντίστοιχα, και θ) ως αποδοχές αδείας του Φεβρουαρίου του έτους 2018, το ποσό των εβδομήντα έξι ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (76,24), με τον νόμιμο τόκο, για τα μεν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, από τις 22 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους και για την αναλογία του επιδόματος εορτής Πάσχα του έτους 2018, από τη Μεγάλη Πέμπτη του έτους αυτού, για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, από τη λήξη του έτους που αφορούν και ειδικώς για τις αποδοχές αδείας του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2018, από την 1-3-2018, και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14-3-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ