Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 224/2022

Αριθμός    224/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη  και  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Θωμά Κανιούρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) …………., 2) …………. 3) ………… 4) ………….. και 5) …………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο  Νικόλαο Χριστόπουλο.

Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν : α) ο …………… και η …………., για τον εαυτό τους ατομικά και ως ασκούντες τη γονική μέριμνα των ανήλικων (τότε) τέκνων τους …………. και β)  ………………., ο ………… και ο ……………… την από  10.10.1996 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../1996) αγωγή και β) η …………. την από 31.10.1996 (αριθμ. εκθ. καταθ.  ………../1996) αγωγή. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 1199/1917 προδικαστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης για τους λόγους που σε αυτήν αναφέρονται και η υπ΄ αριθμ. 1930/2019 απόφαση αυτού, που απέρριψε την υπό στοιχ β ως άνω αγωγή και δέχθηκε εν μέρει την υπό στοιχ α ως άνω αγωγή.

Τις προαναφερόμενες αποφάσεις προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη της υπό στοιχ α΄ αγωγής-ενάγουσα της υπό στοιχ β΄ αγωγής και ήδη εκκαλούσα με την από  23.7.2019 (ΓΑκ/ΕΑΚ ………../2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ………../2019)  η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε  τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 23-7-2019 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ………/24-7-2019) έφεση της εκκαλούσας, ………………, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 1930/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, καθώς επίσης και κατά της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1199/1997 προδικαστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για την άσκησή της παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην από 10-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……./1996) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες, . ………………., ενεργώντας ατομικά, αλλά και ως ασκούντες τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους ……… ………………., ισχυρίζονταν ότι η δεύτερη εξ αυτών, με το υπ’ αριθμ. ………../20-1-1969 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ύδρας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, αγόρασε από τη μητέρα της μια ισόγεια οικία, έκτασης 80 τ.μ. περίπου με περιμανδρωμένο περιβόλι, συνολικής έκτασης 353,51 τ.μ., που βρίσκεται στην Ύδρα. Ότι, το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1969, η ανωτέρω ανακατασκεύασε και διαρρύθμισε την ως άνω οικία και από τότε κατοικούσε σ’ αυτήν με τον πρώτο εξ αυτών, σύζυγό της και τους λοιπούς ενάγοντες, τέσσερα τέκνα τους. Ότι, μετά την ανωτέρω αγορά, η ίδια (δεύτερη ενάγουσα) ασκούσε όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό της πράξεις νομής στην επίδικη ισόγεια οικία με το περιμανδρωμένο περιβόλι, με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο και διάνοια κυρίου. Ότι, με το υπ’ αριθμ. …………./23-4-1994 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η ίδια (δεύτερη ενάγουσα), κυρία του παραπάνω οικοπέδου, στο οποίο εκτός από την επίδικη ισόγεια οικία, περιλαμβάνονται ακόμη, μία διώροφη οικία και ένα κατάστημα με μπάνιο, που είχε κατασκευάσει μαζί με το σύζυγό της, μεταβίβασε στα συνενάγοντα ανήλικα τέκνα της, κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου στο καθένα, την ψιλή κυριότητα, με το δικαίωμα της καθ’ ύψος επέκτασης, σε όλα τα ισόγεια κτίσματα ως γονική παροχή, αφού παρακράτησε την επικαρπία υπέρ αυτής και του πρώτου εξ αυτών, συζύγου της. Ότι η εναγόμενη, ………………. .., αδελφή της δεύτερης εξ αυτών, ιδιοκτήτρια όμορης διώροφης οικοδομής, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χωρίς τη συναίνεσή της, περί τα τέλη Απριλίου 1996, προέβη σε διαταρακτικές πράξεις των εμπράγματων δικαιωμάτων τους επί της επίδικης ισόγειας οικίας τους, τοποθετώντας στην ταράτσα αυτής γλάστρες, καρέκλες, τραπέζια και χρησιμοποιώντας αυτήν ως βεράντα της ισόγειας οικίας της, αφού γκρέμισε τον κάθετο διαχωριστικό τοίχο στο ανατολικό τμήμα της ιδιοκτησίας τους, που διαχώριζε την ταράτσα της επίδικης οικίας από την είσοδο της οικίας αυτής (εναγομένης). Ότι, με την υπ’ αριθμ. ………../1-4-1994 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, η εναγόμενη υπήγαγε το διώροφο ακίνητό της στις διατάξεις του ν. 3741/29, του νδ. 1024/71 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και συνέστησε τρεις (3) οριζόντιες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, στις οποίες συμπεριέλαβε και την επίδικη ισόγεια οικία τους. Ενόψει των ανωτέρω, οι ενάγοντες ζητούσαν: 1) να αναγνωριστούν τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματά τους επί του επιδίκου (επικαρπίας του πρώτου και της δεύτερης εξ αυτών και ψιλής κυριότητας των λοιπών), με παράγωγο τρόπο, άλλως με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, 2) να ακυρωθεί η παραπάνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της πιο πάνω συμβολαιογράφου, διαφορετικά, να διορθωθεί και μεταρρυθμιστεί, κατά το μέρος που προσβάλλει τα δικαιώματά τους επί της επίδικης ισόγειας οικίας τους, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, 3) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να προβεί στην άρση της προσβολής (διατάραξης) κατά τα ειδικότερα μνημονευόμενα στην αγωγή και να παραλείψει αυτήν στο μέλλον, με απειλή προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής για κάθε μελλοντική διατάραξη.

Εξάλλου, στην από 31-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……./1996) αγωγή της ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η ενάγουσα,   ………………. ιστορούσε ότι είχε γίνει κυρία του περιγραφόμενου οικοπέδου, εμβαδού 168 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../1966 πωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ύδρας ………………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι, εντός του ως άνω οικοπέδου, υπήρχε ένα παλαιό ισόγειο κτίσμα, εμβαδού 60 τ.μ., που, όμως, εκ παραδρομής παραλείφθηκε να περιγραφεί στο παραπάνω συμβόλαιο. Ότι, την κατά παράκληση χρήση αυτού του ισόγειου κτίσματος παραχώρησε στη δικαιοπάροχο μητέρα της, όπου η τελευταία κατοικούσε με την αδελφή της ίδιας, . ………………. (δεύτερη εναγόμενη), μέχρι το θάνατο της μητέρας της (1985). Ότι, με το υπ’ αριθμ. ………./1969 πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, η εν λόγω δικαιοπάροχός της μεταβίβασε το παραπάνω ισόγειο κτίσμα και στην αδελφή της, δεύτερη εναγόμενη, η οποία, μετά το θάνατο της κοινής δικαιοπαρόχου τους, τη διαβεβαίωσε ότι ουδέποτε θα το θεωρούσε δικό της και, μετά ταύτα, αυτή συνέχισε την κατά παράκληση χρήση της επίδικης οικίας. Ότι, πέραν του ως άνω παράγωγου τρόπου, απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου και με πρωτότυπο τρόπο, καθόσον το νεμόταν με καλή πίστη, τόσο η δικαιοπάροχός της από το έτος 1948, όσο και η ίδια από το έτος 1966, ήτοι  με τα προσόντα της τακτικής, άλλως, της έκτακτης χρησικτησίας. Ότι η δεύτερη εναγόμενη, δυνάμει της αναφερόμενης συμβολαιογραφικής πράξης, αφού περιέλαβε το επίδικο εντός των ορίων του δικού της οικοπέδου, μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα αυτού στα τέσσερα τέκνα της, παρακρατώντας υπέρ αυτής και του συζύγου της την επικαρπία, ήδη, δε, όλοι οι ανωτέρω άσκησαν κατά της ίδιας την προαναφερόμενη από 10-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……../1996)  αγωγή. Βάσει του ιστορικού αυτού, η ενάγουσα, στρεφόμενη καθ’ όλων των ανωτέρω, ζητούσε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επί του ως άνω παλαιού ισόγειου κτίσματος, κτηθείσα με παράγωγο τρόπο, άλλως με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία.

Επί των ανωτέρω αγωγών, που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε, αρχικά, η υπ’ αριθμ. 1199/1997 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, αφού  απορρίφθηκαν α) οι βάσεις της από 31-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …../1996) αγωγής, που στηρίζονται στον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και στην τακτική χρησικτησία, β) το αίτημα της από 10-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……/1996) αγωγής, περί ακύρωσης της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, άλλως διόρθωσης και μεταρρύθμισης αυτής και γ) η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που είχε προβάλει η εναγόμενη της ως άνω από 10-10-1996 αγωγής, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες των δύο αγωγών να  αποδείξουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, και με μάρτυρες, τα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά. Μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1930/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η από 31-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …../1996) αγωγή της   ………………. και έγινε εν μέρει δεκτή η από 10-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……./1996) αγωγή των αντιδίκων της. Αναφορικά με την γενομένη εν μέρει δεκτή, από 10-10-1996(υπ’ αριθμ. κατάθ. …./1996) αγωγή, έγιναν, ειδικότερον, δεκτά, με την υπ’αριθμ.1930/2019 οριστική απόφαση, τα εξής: «Αναγνωρίζει την κυριότητα των καθ’ων η κλήση, ………………, κατά τη διάκριση της επικαρπίας, ως προς την   ………………. και της ψιλής κυριότητας, ως προς τους λοιπούς ενάγοντες-καθ’ων η κλήση επί μίας ισόγειας οικίας, εκτάσεως περίπου 80τ.μ., αποτελούμενη από τρία κύρια δωμάτια, που βρίσκεται στην ΄Υδρα, στη θέση Εκκλησία ………………., η οποία συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησίας ………………., δυτικά με ιδιοκτησία………………., αρκτικά με εκκλησία ………………. και μεσημβρινώς με δρόμο και οικία ………………., η οποία  εμφαίνεται στο από Απριλίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού, ………….., που προσαρτάται στο υπ’αριθμ……./1994 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου ΄Υδρας, ………………, υπό το στοιχείο Γ΄, στο βόρειο τμήμα του οικοπέδου, συνολικής έκτασης 353,51τ.μ., εμφαινομένου (του οικοπέδου) με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑΜΝΑ στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα και, ήδη, στο από 28-7-2016 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……………… Υποχρεώνει την καλούσα-εναγόμενη-ενάγουσα   ………………. να προβεί στην άρση της προσβολής-διατάραξης της κυριότητας α)αποκαθιστώντας το καθαιρεθέν τοιχίο στο ανατολικό μέρος της ιδιοκτησίας των καθ’ων  η κλήση -εναγόντων και β)απομακρύνοντας  τα υφιστάμενα κινητά πράγματα  ιδιοκτησίας της που έχει παρανόμως τοποθετήσει στην ταράτσα της ιδιοκτησίας των καθ’ων η κλήση και να παραλείπει κάθε μελλοντική και με οποιονδήποτε τρόπο διατάραξη, με την απειλή εναντίον της, για κάθε μελλοντική διατάραξη, χρηματική ποινή ύψους χιλίων(1.000) ευρώ και προσωπική της κράτηση, διάρκειας τριών(3) μηνών…».

Σημειώνεται ότι, στο μεταξύ, απεβίωσε ο εκ των διαδίκων, ……….. και τη δίκη του συνέχισαν οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι, η σύζυγός του,   ………………. και τα τέσσερα τέκνα τους, ………….., που είχαν πλέον ενηλικιωθεί και, ως εκ τούτου, παραστάθηκαν στη δίκη ατομικά. Κατά των ανωτέρω αποφάσεων (οριστικής και προδικαστικής) παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί, δε, να εξαφανισθούν και ακολούθως, αφενός, μεν, να γίνει δεκτή η από 31-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …../1996) αγωγή της, αφετέρου, δε, να απορριφθεί η από 10-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……/1996) αγωγή των αντιδίκων της.

Κατά το άρθρο 281ΑΚ,η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, η επακολουθούσα δε άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη, δε, αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσας της επελεύσεως δυσμενών για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην όμως μικρότερο του για την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (βλ. ολ. ΑΠ 8/2001, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 1179/2014 ΝΟΜΟΣ).

Προς απόκρουση της από 10-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……/1996) αγωγής των αντιδίκων της, η εκκαλούσα είχε ισχυρισθεί πρωτοδίκως ότι η αγωγή ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος, διότι «η μέχρι την έγερση αυτής συμπεριφορά τους και η προαναφερθείσα άτυπη σύσταση χρησιδανείου έδιδε την εντύπωση ότι δεν θα ασκήσουν ποτέ δικαιώματα επί του συγκεκριμένου ισογείου κτίσματος και της ύπερθεν αυτού αερίνης στήλης». Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εκκαλούσας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν θεμελιώνουν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), προεχόντως, διότι δεν αναγνωρίζεται η ύπαρξη των αγωγικών δικαιωμάτων ψιλής κυριότητας και επικαρπίας των εναγόντων στο επίδικο, στοιχείο αναγκαίο, προκειμένου, στη συνέχεια, να προβληθεί ότι η προηγηθείσα συμπεριφορά τους ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση των δικαιωμάτων τους. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την υπ’ αριθμ. 1199/1997 προδικαστική απόφαση απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη, γι’ αυτό είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατά τις διατάξεις της μεν παρ. 1 του άρθρου 368ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα, που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, της δε παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (βλ. ΑΠ 255/2020, ΑΠ 237/2016 ΝΟΜΟΣ). «Ιδιάζουσες», δε, γνώσεις απαιτούνται όταν πρόκειται για αντικείμενο τόσο έντονα εξειδικευμένο, ώστε μόνον από ειδικό μπορεί να εξεταστεί, ενώ απλώς «ειδικές» όταν πρόκειται για αντικείμενο που, αν και η έρευνά του ανήκει κυρίως σε ειδικούς δεν αποκλείεται να κριθεί και από μη ειδικό και να αξιολογηθούν τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και κατ` εφαρμογή ακόμη των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής [βλ. ΕφΠατρ.(Μον) 87/2019, ΕφΘεσ 91/2009 ΝΟΜΟΣ, Τέντες σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ τ. I υπό το άρθρο 368 αριθμ. 3 σελ. 720]. Συνεπώς, η άρνηση ή η παράλειψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, μπορεί υπό προϋποθέσεις να συνιστά λόγο έφεσης, οπότε μπορεί αυτή να διαταχθεί και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αν κρίνεται αναγκαία. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 355 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο διατάζει αυτοψία αν θεωρεί αναγκαία την αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις δικές του αισθήσεις. Το αντικείμενο της αυτοψίας προϋποθέτει πράγμα που είναι αντιληπτό με τις αισθήσεις. Η αυτοψία διατάσσεται πάντοτε με δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται είτε κατ` αίτηση κάποιου διαδίκου, είτε και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης έως την έκδοση οριστικής απόφασης. Διατάσσεται από το δικαστήριο η αυτοψία, αν κατά την κρίση του είναι αναγκαία η διενέργειά της, δηλαδή συντελεστική του σχηματισμού ασφαλούς κρίσης ως προς αποδεικτέο γεγονός. Απόκειται δε η απόφαση για διενέργεια αυτής στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και αν ακόμη έχει υποβληθεί σχετική αίτηση, η οποία δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο και η κρίση για το αναγκαίο της αντίληψης με τις δικές του αισθήσεις δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Γι` αυτό, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφασή του σχετικά με την παραδοχή ή απόρριψη του σχετικού αιτήματος του διαδίκου. Μόνη, συνεπώς, η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να δεχθεί την αίτηση για διενέργεια αυτοψίας δεν αποτελεί σφάλμα, που να οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, εκτός εάν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει αναγκαία τη ζητούμενη αυτοψία, οπότε, χωρίς να εξαφανίσει την απόφαση, μπορεί να διατάξει τη διενέργειά της και να επιφυλαχθεί για το κατ` οuσίαν βάσιμο της έφεσης (βλ. Α.Π. 667/1982, ΝοΒ 31/654, ΕφΛαρ.94/2007, ΕφΘεσ 1592/2003, ΕφΑθ 2214/2002 ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η ως άνω υπ’ αριθμ. 1199/1997 προδικαστική απόφαση είναι ελλιπής, διότι α) δεν έταξε ως θέμα απόδειξης το ισχυρισμό της ότι το έτος 1994, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……………/1-4-1994 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Ύδρας ………., υπήγαγε τα εντός του οικοπέδου της κτίσματα, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου, στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και συνέστησε τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες, β) δεν διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για την εφαρμογή των εκατέρωθεν τίτλων επί του εδάφους, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το επίδικο κτίσμα έχει επιφάνεια 60 τ.μ, αποτελούμενο από ένα δωμάτιο και κουζίνα, όπως ισχυρίζεται η ίδια ή αν έχει επιφάνεια 80 τ.μ., αποτελούμενο από τρία κύρια δωμάτια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους, όπως ισχυρίζονται οι αντίδικοί της και επιπλέον, αν, σε περίπτωση αφαίρεσης από το οικόπεδό της του εδάφους, που καταλαμβάνεται από το επίδικο κτίσμα, θα έχει αυτό (το οικόπεδό της) και πάλι, την αναφερόμενη στον τίτλο κτήσης της έκταση των 168 τ.μ. και γ) δεν διέταξε τη διενέργεια αυτοψίας. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εκκαλούσας είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Συγκεκριμένα: α) Το γεγονός της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας εκ μέρους της εκκαλούσας αποδεικνύεται πλήρως από την ως άνω υπ’ αριθ. …………./1-4-1994 συμβολαιογραφική πράξη και τη μεταγραφή της, οπότε δεν είναι αναγκαίο να ταχθεί σχετικό θέμα απόδειξης. β) Για τη διάγνωση των ζητημάτων, στα οποία αναφέρεται η εκκαλούσα, δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθόσον αυτά μπορούν να αποδειχθούν και από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, ενώ  δεν απαιτούνται προς τούτο ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. γ) Ο λόγος της έφεσης για τη μη διενέργεια αυτοψίας, όπως προαναφέρθηκε, προεχόντως είναι μη νόμιμος, περαιτέρω δε, κρίνεται ότι δεν απαιτείται να διαταχθεί αυτοψία, καθόσον η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης (του επίδικου κτιρίου και της θέσης του) από το δικαστήριο είναι επαρκής, ιδίως με τις φωτογραφίες και τα τοπογραφικά διαγράμματα, που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ή σε ορισμένες περιπτώσεις και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1130/2015, ΑΠ 1709/2013, ΑΠ 297/2013 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης ο κανόνας δικαίου, που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και τα περιστατικά που, κατά τον εκκαλούντα, στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια (βλ. ΑΠ 574/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1657/2002 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ενόψει τούτων, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται στη συνεκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 1199/1997 προδικαστική απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα απέρριψε, ως μη νόμιμες, τις βάσεις της από 31-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……/1996) αγωγής, που στηρίζονται στον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και στην τακτική χρησικτησία, είναι απορριπτέος ως αόριστος, λόγω μη αναφοράς των συγκεκριμένων νομικών διατάξεων, κατά παράβαση των οποίων απορρίφθηκε το παραπάνω αίτημα.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν ενώπιον της εντεταλμένης Εισηγήτριας Δικαστή, η οποία είχε ορισθεί με την υπ’ αριθμ. ……/8-2-2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, για τη διεξαγωγή εμμάρτυρων αποδείξεων, που διατάχθηκαν με την υπ’ αριθμ. 1199/1997 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και περιέχονται στην προσκομιζόμενη με επίκληση από 5-4-2017 έως και 12-6-2017 εισηγητική έκθεση και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων (περιλαμβανομένων των τοπογραφικών διαγραμμάτων, τεχνικών εκθέσεων και φωτογραφιών),  που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι ιδιοκτήτες όμορων ακινήτων, που βρίσκονται στη νήσο Ύδρα στη θέση “Καμίνι” στην ενορία του Ιερού Ναού «……….» (……………….). Επίδικη είναι μία παλαιά ισόγεια οικία εκτάσεως 80 τ.μ. περίπου κατά τους εφεσιβλήτους και 60 τ.μ. περίπου κατά την εκκαλούσα, ……………….., αποτελούμενη εκ τριών κυρίων δωματίων και λοιπών βοηθητικών χώρων, η οποία εμφαίνεται στο από Απριλίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού …………, που προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ………/1994 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ύδρας ……………., υπό το στοιχείο Γ, στο βόρειο τμήμα του οικοπέδου, συνολικής έκτασης 353,51 τ.μ., το οποίο κείται στην Ύδρα στην προαναφερθείσα θέση. Ειδικότερα, η επίδικη οικία και  το ευρύτερο οικόπεδο, όπου βρίσκεται, εμφανίζονται με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑΜΝΑ στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα και ήδη, στο προσκομιζόμενο από τους εφεσιβλήτους από 28-7-2016 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….. Επίσης, το ανωτέρω επίδικο τμήμα εμφαίνεται στο από 28-3-1994 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού ……….., που προσαρτάται στο προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα υπ’ αριθμ. …………../1994 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ύδρας …………., ως ισόγεια αποθήκη υπό τα στοιχεία Ισόγειο Κεφαλαίο Α, επιφανείας 60 τ.μ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με αγορά από τη μητέρα της ……….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../1969 πωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ύδρας ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα(μη συνοδευόμενου από τοπογραφικό διάγραμμα), περιήλθε στην …………., μια ισόγεια οικία, έκτασης 80 τ.μ. περίπου με περιμανδρωμένο περιβόλι, αποτελούμενη (η οικία) από τρία κύρια δωμάτια, που βρίσκεται στην Ύδρα στη θέση Εκκλησία …………. και συνορεύει, σύμφωνα με τον ανωτέρω τίτλο κτήσης, ανατολικά με ιδιοκτησία ………., δυτικά με ιδιοκτησία …………, αρκτικά με εκκλησία ……….. και μεσημβρινώς με δρόμο και οικία ……….. Επιπλέον, αφενός, μεν, με το ανωτέρω συμβόλαιο πώλησης συστάθηκε προσωπική δουλεία οικήσεως υπέρ της πωλήτριας  (προηγούμενης ιδιοκτήτριας), …………., μητέρας της αγοράστριας, καθόσον αναφέρεται ότι «η πωλήτρια θα κατοικεί εις ένα δωμάτιον της ως άνω πωληθείσας οικίας μέχρι του θανάτου της, τούτο απεδέχθη η αγοράστρια ……………», αφετέρου, δε, ορίσθηκε στο ανωτέρω συμβόλαιο ότι «η αγοράστρια θα λαμβάνει ύδωρ από την υδροδεξαμενή την ευρισκομένη εις το οικόπεδον της ……….. σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …………./1966 συμβόλαιο» της ίδιας Συμβολαιογράφου. Το γεγονός ότι με το ανωτέρω υπ’ αριθμ. …………./1969 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ύδρας …………. μεταβιβάσθηκε στην ……………. η επίδικη οικία και όχι άλλο κτίσμα εντός του ευρύτερου οικοπέδου της, όπως εκ των υστέρων και ειδικότερα, στην μετ’ απόδειξη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε αντιφατικά η εκκαλούσα, αποδεικνύεται πλήρως από την σχετική ομολογία αυτής, που περιέχεται στην ως άνω από 31-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …./1996) αγωγή της. Εξάλλου, η εκκαλούσα, …………., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/1-2-1966 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Ύδρας ………….. (μη συνοδευόμενου από τοπογραφικό διάγραμμα), νομίμως μεταγεγραμμένου, το οποίο επιγράφεται ως «Πώλησις οικοπέδου», είχε, προηγουμένως, αγοράσει από τη μητέρα της, …………, ένα οικόπεδο μετά υδροδεξαμενής, το οποίο, σύμφωνα με το ανωτέρω συμβόλαιο, φέρεται να έχει έκταση εκατόν εξήντα οκτώ τετραγωνικών μέτρων (168 τ.μ.), κείται, δε, στην Ύδρα στη συνοικία …… «………..» και συνορεύει γύρωθεν, αρκτικώς με εκκλησία …. και δρόμο, μεσημβρινώς με ιδιοκτησία πωλήτριας, ανατολικά με οικία ……… και δυτικά με οικία …………. και δρόμο. Επιπλέον, στον οικείο τίτλο κτήσης της εκκαλούσας (υπ’ αριθμ. …………/1-2-1966 συμβόλαιο πώλησης) αναφέρεται ότι «η αγοράστρια ……….. εδήλωσε ότι παρέχει το δικαίωμα όπως εκ της ευρισκομένης υδροδεξαμενής εν τω οικοπέδω λαμβάνουν ύδωρ οι κατοικούντες εις την πλησίον του οικοπέδου οικίαν της μητρός της (πωλήτριας)». Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, σαφώς συνάγεται ότι η επίδικη ισόγεια οικία περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα στην …………, δυνάμει του ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένου υπ’ αριθμ. …………./20-1-1969 συμβολαίου, ενώ ουδόλως είχε συμπεριληφθεί στο προηγουμένως καταρτισθέν υπ’ αριθμ. ……./1-2-1966 συμβόλαιο πώλησης και δη ως τμήμα της με αυτό μεταβιβαζόμενης στην αγοράστρια …………. έκτασης. Αυτό προκύπτει ιδίως: α) από το περιεχόμενο του προαναφερόμενου τίτλου κτήσης της ….. ., ήτοι του υπ’ αριθμ. ……/1-2-1966 συμβολαίου πώλησης, όπου α) μολονότι περιγράφεται αναλυτικά το για την ανωτέρω αιτία μεταβιβαζόμενο σε αυτήν οικόπεδο, με ρητή αναφορά στην ευρισκομένη εντός αυτού υδροδεξαμενή,, ωστόσο, ουδεμία αναφορά γίνεται σε οποιοδήποτε άλλο ανεγερθέν, εντός αυτού (μεταβιβαζόμενου οικοπέδου), κτίσματος και, πάντως, οποιασδήποτε ισόγειας οικίας, β) γίνεται μνεία (σελ. 2 σειρά 34) στο δικαίωμα της πωλήτριας και των διαμενόντων με αυτήν στην πλησίον του οικοπέδου οικία, να λαμβάνουν νερό από την υδροδεξαμενή, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν και η επίδικη οικία συμμεταβιβαζόταν με το ως άνω υπ’ αριθμ. ……../1-2-1966 συμβόλαιο πώλησης. Αντίθετα, όπως προεκτέθηκε, με σαφήνεια και χωρίς να καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία γι’αυτό, στο ανωτέρω υπ’ αριθμ. ……./1-2-1966 συμβόλαιο πώλησης αναφέρεται ότι όμορη του οικοπέδου αυτού και όχι περιλαμβανόμενη εντός αυτού είναι η επίδικη ισόγεια οικία, στην οποία κατοικούσε η πωλήτρια μητέρα των ανωτέρω διαδίκων μαζί με την οικογένειά της, κατά το έτος 1966 και την οποία (οικία), μετά από τρία έτη, η εν λόγω μητέρα τους, μεταβίβασε στην …………….. Επισημαίνεται, προσθέτως, ότι σε καμιά περίπτωση δεν δύναται να νοηθεί εκ παραδρομής παράλειψη αναφοράς της επίδικης οικίας στο ως άνω συμβόλαιο μεταβίβασης, αφού, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου συμβολαίου (1966), το εκάστοτε οίκημα είχε πολλαπλάσια αξία σε σχέση με την εδαφική έκταση όπου βρισκόταν. Ουδόλως, δε, αποδείχθηκε ότι η  έλλειψη αναφοράς της οικίας στο συμβόλαιο έγινε δήθεν για λόγους φορολογικούς, όπως όψιμα ισχυρίσθηκε η εκκαλούσα, ενώ, κατά τρόπο αντιφατικό, με την αγωγή της, είχε ισχυρισθεί ότι αυτό είχε γίνει από παραδρομή. Αντίθετα, με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’ αριθμ. …………../20-1-1969 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Ύδρας …………., η επίδικη ισόγεια οικία περιήλθε για την ως άνω αιτία στην ………….., στον οικείο, δε, τίτλο κτήσης αυτής, όπως συνηθιζόταν στα συμβόλαια της χρονικής εκείνης περιόδου, περιγράφεται, αφού αποτελούσε το ουσιαστικό και μείζον περιουσιακό στοιχείο, η επίδικη ισόγεια οικία, αποτελούμενη από τρία δωμάτια, έκτασης 80 τ.μ. περίπου, μετά περιμανδρωμένου περιβολιού.

Επισημαίνεται προς τούτο ότι το τίμημα πώλησης του οικοπέδου της εκκαλούσας, ………………., που δεν περιελάμβανε οικία, ανερχόταν στο ποσό των 5.000 δραχμών το έτος 1966 και τρία χρόνια αργότερα, το τίμημα πώλησης του ακινήτου της …………, που περιελάμβανε οικία, ανερχόταν, κατά λογική ακολουθία, στο πολλαπλάσιο ποσό των 30.000 δραχμών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εκ των εφεσιβλήτων, ………….., από το χρόνο εγκατάστασής της στη νομή του ακινήτου και δη το έτος 1969, οπότε, κατά τα προεκτεθέντα,, προέβη στην αγορά αυτού και εντεύθεν, ασκούσε επ’αυτού, αδιαλλείπτως και αδιαταράκτως διακατοχικές πράξεις νομής, προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου αυτού (οικίας μετά του οικοπέδου), με διάνοια δικαιούχου. Ειδικότερα, από το χρόνο της μεταβίβασης της οικίας εντός του έτους 1969, άρχισε σταδιακά να ανακατασκευάζει μετά του συζύγου της (αρχικού συνενάγοντος) και εν τέλει διαρρύθμισε την ισόγεια οικία σε υπνοδωμάτια, τραπεζαρία, κουζίνα, μπάνιο και αποθήκη, στην οποία από τότε κατοικούσαν με τους λοιπούς ενάγοντες, γνήσια παιδιά τους, ενώ, εντός του ανωτέρω ευρύτερου γεωτεμαχίου, έκτισαν, στη νοτιοανατολική πλευρά του, διώροφη οικία και στη νότια πλευρά του, κατάστημα με μπάνιο. Επομένως, η ……….. νεμόταν με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη από το έτος 1969 και εφεξής, για χρονικό διάστημα υπέρτερο της δεκαετίας και, σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από καλή πίστη, για μια εικοσαετία την παραπάνω ισόγεια οικία με το περιβόλι, χωρίς να αποβληθεί ποτέ από τη νομή της οικίας αυτής. Η, δε, δικαιοπάροχος αυτής, μητέρα της, νεμόταν από το έτος 1948 την επίδικη οικία με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη έως το έτος 1969, οπότε τη μεταβίβασε στην κόρη της κατά κυριότητα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 1994 η πρώτη εφεσίβλητη, ………….., μεταβίβασε, κατά την ψιλή κυριότητα, την ανωτέρω οικία στα τέκνα της, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εκ των εφεσιβλήτων, παρακρατώντας την επικαρπία εφ’ όρου ζωής υπέρ αυτής και του συζύγου της και όλοι οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να ασκούν πράξεις νομής επί της επίδικης οικίας, κατοικώντας σ’ αυτήν,  έως το χρόνο άσκησης της αγωγής τους (10ο/1996). Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, . ……. νεμήθηκε, καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ήτοι από το 1966 ή έστω από το 1969 και εντεύθεν, το επίδικο ακίνητο, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, αποτελούσε την οικία τόσο της ……………. με την οικογένειά της όσο και της μητέρας της (έχουσας δικαίωμα οικήσεως σε αυτή έως το θάνατο της, το έτος 1985), οικία, στην οποία ασκούνταν από αυτήν  εμφανείς διακατοχικές πράξεις με διάνοια δικαιούχου του οικείου εμπράγματου δικαιώματος πλήρους κυριότητας. Περαιτέρω, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………./23-4-94 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ύδρας …………., που μεταγράφηκε νόμιμα, η εφεσίβλητη, ………….., κυρία του εν λόγω, ευρύτερου ακινήτου(οικοπέδου  με την εν αυτώ διώροφη οικία, κατάστημα  και ισόγεια κτίσματα), συνολικής έκτασης 353,51τ.μ.,σύμφωνα με το από Απριλίου 1993 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα -Μηχανικού ………….., όπως απεικονίζεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑΜΝΑ, το μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα με το δικαίωμα υψούν σε όλα τα ισόγεια κτίσματα ως γονική παροχή κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από τους τέσσερεις γιους της, ………………, αφού παρακράτησε την επικαρπία υπέρ αυτής και του αρχικώς, πρώτου ενάγοντος συζύγου της, …………., εφ’ όρου ζωής τους. Ήδη, δε, μετά το θάνατο του εν λόγω συζύγου της, μόνη επικαρπώτρια του επίδικου ακινήτου κατέστη η εφεσίβλητη, ……………. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η εκκαλούσα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………./1-4-1994 συμβολαίου πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Ύδρας, ……………, ως κυρία οικοπέδου με φερόμενη έκταση 175,65 τ.μ. υπήγαγε αυτό στις διατάξεις του ν. 3741/1929, του ν.δ. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 Α.Κ. και συνέστησε τρεις αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, μεταξύ των οποίων ενσωμάτωσε ως ιδιοκτησία της και την επίδικη ισόγεια οικία, η οποία φέρεται στο αναφερόμενο στην ως άνω πράξη τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικής μηχανικού ……………… ως οριζόντια ιδιοκτησία με τα στοιχεία Ισόγειο κεφαλαίο Α (Α) και χαρακτηρίσθηκε ως αποθήκη επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών εξήντα (60). Επομένως, η εκκαλούσα, κατά το έτος 1994, χωρίς δικαίωμα επιχείρησε να ενσωματώσει την επίδικη ισόγεια οικία ως ιδιοκτησία της, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό τα εμπράγματα δικαιώματα των αντιδίκων της. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, ιδιοκτήτρια όμορου προς την επίδικη ισόγεια οικία ακινήτου, επί του οποίου έχει ανεγείρει διώροφη οικοδομή, που συνορεύει με την ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων, στο βόρειο και κατά ένα μέρος στο ανατολικό τμήμα αυτής, περί τα τέλη Απριλίου του έτους 1996 προέβη, παρανόμως και χωρίς τη συναίνεση των εφεσιβλήτων, σε διαταρακτικές της κυριότητάς τους πράξεις. Συγκεκριμένα, τοποθέτησε στην ταράτσα της ισόγειας οικίας τους γλάστρες, καρέκλες και τραπέζια, χρησιμοποιώντας αυτήν (ταράτσα) ως βεράντα της οικίας της, αφού γκρέμισε τον κάθετο διαχωριστικό τοίχο στο ανατολικό τμήμα της ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων, που διαχώριζε την ταράτσα της ισόγειας οικίας τους από την είσοδο της οικίας της ίδιας (……………….) και παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες τους. Εξάλλου, η έκδοση οικοδομικής αδείας εκ μέρους της ……………. για επισκευή της στέγης  στεγάστρου επί της ταράτσας του επιδίκου, το έτος 1993, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της ίδιας, χωρίς οποιαδήποτε γνώση και συγκατάθεση της ………….., όπως επίσης και η αναγραφή στη φορολογική της δήλωση περί δωρεάν παραχώρησης χρήσης του επιδίκου από το οικονομικό έτος 1994, κρίνεται ότι εντάσσονται στην προσπάθειά της να αμφισβητήσει την κυριότητα της αδελφής της επί της επίδικης οικίας, όπως εξάλλου συνέβη και με τη σύνταξη της προαναφερόμενης συμβολαιογραφικής πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, με την οποία επιχείρησε να ενσωματώσει την οικία αυτή στο οικόπεδο της και ασφαλώς δεν οδήγησαν σε απώλεια της νομής των εφεσιβλήτων, όπως, επίσης, σε απώλεια της νομής των εφεσιβλήτων, δεν οδήγησε  η τοποθέτηση, το έτος 1969, στεγάστρου από την εκκαλούσα σε τμήμα της ταράτσας του επιδίκου, όπου προσβλέπουν τα παράθυρα της οικίας της, καθώς έλαβε χώρα στα πλαίσια της καλής γειτονίας και των καλών αδελφικών σχέσεων, που ακόμη, διατηρούσαν, υπό τα όμματα της εν ζωή ακόμη ευρισκόμενης μητέρας τους, οι δύο αντίδικοι. Συνεπώς, ουδέποτε η εκκαλούσα απέκτησε δικαίωμα κυριότητας στην επίδικη οικία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την από 31-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……/1996) αγωγή της εκκαλούσας, ενώ δέχθηκε εν μέρει την 10-10-1996 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……./1996) αγωγή των αντιδίκων της, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα αντίθετα, δε, υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα, κρίνονται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της ένδικης έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την από 23-7-2019 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ………../24-7-2019) έφεση κατά α)της υπ’αριθμ.1930/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) της υπ’αριθμ.1199/1997 προδικαστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν, κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων της, που ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Μαρτίου 2022  και δημοσιεύθηκε στις 18 Απριλίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ