Αριθμός 227/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………ο οποίος υπήχθη στο καθεστώς της παροχής νομικής βοήθειας και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο, Ιωάννη Σκοπελίτη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….., η οποία υπήχθη στο καθεστώς της παροχής νομικής βοήθειας και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο, Άννα Βάλβη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 886/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 22.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια Δικηγόρος της εφεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ενώπιον των δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ασκήθηκε από τον διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της εφέσεως, που λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως (ΑΠ 280/2012, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 1015/2005),με την οποία, όμως, πρέπει να προβάλλονται λόγοι νόμιμοι, ορισμένοι και λυσιτελείς (ΕφΑθ 4634/2009 ΕλλΔνη 2010.1052),αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, (πρβλ. ΑΠ 476/2017, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 1546/2013, ΑΠ 280/2012, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1015/2005, ΕφΑθ 33/2018, ΕφΠειρ 619/2017, ΕφΠειρ 95/2017, ΕφΠειρ 92/2013, ΕφΑθ 2142/2011). Στην περίπτωση αυτή, ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η δυνατότητα, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε. Έτσι αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνον πληρεξουσίων Δικηγόρων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου Δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 του ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για τον διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό. Τούτο προκύπτει με σαφήνεια από τις προαναφερόμενες διατάξεις, διότι διαφορετικά, χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, δεν νοείται προφορική συζήτηση, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ΄ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 1040/2013, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/2012, ΑΠ 251/2009, ΑΠ 866/2008, ΕφΠειρ 668/2009). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο στο Δικαστήριο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του (ΕφΑθ 3137/2009 ΕλλΔνη 2009.1520, ΕφΑθ 3287/2008 ΕλλΔνη 2008.1514, ΕφΑθ 726/2006 ΕλλΔνη 2007.632, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, στο άρθρο 271). Τα ανωτέρω ισχύουν και στις ειδικές διαδικασίες κατ΄ άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 603/2009 ΕφΑΔ 2009.834, ΕφΑθ 5584/2008 ΕλλΔνη 2010.523, ΕφΑθ 1350/2007 ΝοΒ 2007.1120, ΕφΑθ 5838/2005 ΕλλΔνη 2006.904, Μ. Μαργαρίτη: ΕρμΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 242, αρ. 6, σελ. 453). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ΄ αρ. 886/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση των άρθρων 592, 593επ.,611 επ. του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ερήμην του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, έγινε εν μέρει δεκτή η από 13-6-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) αγωγή της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα. Κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως ο εναγόμενος άσκησε την από 22-6-2020 (αρ. καταθ. ……../2020) έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 24-6-2020, η συζήτηση της οποίας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 11-11-2021.
Από την υπ΄ αρ. …../29-7-2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, προκύπτει ότι τη συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως επισπεύδει ο ίδιος (εκκαλών, άρθρο 498 του ΚΠολΔ), ο οποίος επέδωσε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη, ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί (η εφεσίβλητη) κατά την ορισθείσα αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 11-11-2021. Κατά την ως άνω δικάσιμο της 11-11-2021, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εκκαλών εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, η δε εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Η παράσταση, όμως, αυτή της εφεσίβλητης δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα, με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, γιατί στην περίπτωση, κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ασκήθηκε από τον διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση που ασκήθηκε από τον εναγόμενο που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον η εφεσίβλητη-ενάγουσα δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση της εφέσεως, πρέπει αυτή, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, να δικασθεί ερήμην, δεδομένου ότι είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί για την παρούσα δικάσιμο, κατά τα προαναφερόμενα, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι ο παριστάμενος, δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, εκκαλών [ο οποίος, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς του, κρίθηκε δικαιούχος νομικής βοήθειας κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004 με την υπ΄ αρ. 93/2020 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ορίσθηκε συνήγορος αυτού, ο Δικηγόρος Πειραιώς ……………, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να παρασταθεί για λογαριασμό του στη συζήτηση της ένδικης εφέσεώς του], προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων της ως άνω αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ΄ αυτήν. Επίσης, σημειώνεται ότι ο ως άνω διορισμός του πληρεξούσιου Δικηγόρου του εκκαλούντος ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον δικαιούχο (άρθρο 9 παρ. 5 του Ν. 3226/2004).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 67 και 118 περ. 4 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι στο δικόγραφο πρέπει να καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του προσώπου που είναι διάδικος, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική γι΄ αυτό διατύπωση, εφόσον από το όλο περιεχόμενο και αιτητικό του δικογράφου προκύπτουν τα στοιχεία ταυτότητας του διαδίκου και η ιδιότητά του (πρβλ. ΕφΑθ 11687/1995 ΕλλΔνη 37.1116, ΕφΑθ 1527/1992 ΕλλΔνη 35.435, ΕφΑθ 11675/1986 ΕλλΔνη 28.1336, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, στο άρθρο 118, σελ. 736, παρ. 21). Στην προκειμένη περίπτωση, από το όλο περιεχόμενο της ένδικης ως άνω από 22-6-2020 (αρ. καταθ. ……./2020) εφέσεως προκύπτει σαφώς ότι η έφεση έχει ασκηθεί από τον εναγόμενο κατά της εφεσίβλητης – ενάγουσας ατομικά και ως ασκούσας την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους (διαδίκων), ……. και ………….., και όχι μόνο ατομικά κατ΄ αυτής, αφού στις δίκες περί επιδικάσεως διατροφής υπέρ ανηλίκων [όπως εν προκειμένω (αφού και κατ΄ αυτό το κεφάλαιο μεταβιβάζεται, με την ένδικη έφεση, η υπόθεση)], αιτούντες είναι οι ανήλικοι (οι οποίοι είναι υποκείμενα του επίδικου δικαιώματος). Επομένως, η έφεση παραδεκτώς ασκείται έστω και εάν στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου φέρεται ότι ασκείται κατά της εφεσίβλητης (μόνο ατομικά).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 που αφορά την επαναλειτουργία των πολιτικών Δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης: «1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.» (ΕφΠειρ 273/2021). Κατά τα λοιπά η ένδικη έφεση αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθόσον ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιδόθηκε κατά νόμο στον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, με επιμέλεια της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, την 13-3-2020 (βλ. την σχετική επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας Δήμητρας Ζώη επ΄ αυτού) και το δικόγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την 24-6-2020. Επομένως, με βάση τη διάταξη του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 η προθεσμία εφέσεως αφαιρουμένου του διαστήματος αναστολής από 13-3-2020 έως 31-5-2020 έληγε την 30-6-2020 και συμπληρωνόταν την 30-7-2020. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, πρωτίστως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διαζύγιο και διατροφή ανήλικων τέκνων (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)]. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και, στη συνέχεια, εφόσον ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος παραπονείται, με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας, κατ΄ εκτίμηση, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση, ήτοι στο σύνολό της μόνο ως προς τα ως άνω εκκληθέντα κεφάλαια που αφορούν τη λύση του μεταξύ των διαδίκων-συζύγων γάμου και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων τους (διαδίκων), …… και …………., αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Ακολούθως δε, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, ως προς τα ως άνω εκκληθέντα κεφάλαια, κατά την ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Με την από 13-6-2019 (αρ. καταθ……../2019) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 17-1-2020, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν (αγωγή), η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια των κατωτέρω αναφερόμενων ανήλικων τέκνων της, ……. και …………., ισχυρίστηκε ότι η έγγαμη συμβίωσή της με τον εναγόμενο, με τον οποίο τέλεσε νόμιμο γάμο, έχει κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους, που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του τελευταίου, ο οποίος μάλιστα αποχώρησε από τη συζυγική οικία στις Αρχές Αυγούστου 2018, ώστε βάσιμα η εξακολούθησή της να είναι αφόρητη για την ίδια. Ότι με την υπ΄ αρ. 768/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανατέθηκε σ΄ αυτήν προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας των ως άνω ανήλικων τέκνων της, (……. και …………), που απέκτησε από τον νόμιμο γάμο της με τον εναγόμενο, εν διαστάσει σύζυγό της, ήδη εκκαλούντα, και υποχρεώθηκε ο τελευταίος να της καταβάλει διατροφή για λογαριασμό τους. Ότι τα ανήλικα τέκνα τους στερούνται περιουσίας και οποιουδήποτε άλλου εισοδήματος και λόγω της ηλικίας τους δεν δύνανται να διαθρέψουν τον εαυτό τους, ενόψει δε των συνθηκών της ζωής τους, όπως εκτίθενται, οι μηνιαίες διατροφικές τους σε χρήμα ανάγκες ανέρχονται στο ποσό των 280 ευρώ για τον …… και στο ποσό των 235 ευρώ για τον …………… Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε α) να απαγγελθεί η λύση του γάμου της με τον εναγόμενο-σύζυγό της, β) να ανατεθεί οριστικά και αποκλειστικά σ΄ αυτήν η επιμέλεια των ως άνω ανήλικων τέκνων τους και γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος-πατέρας των ως άνω ανηλίκων να της καταβάλλει για λογαριασμό τους (ανηλίκων) ως μηνιαία διατροφή το ποσό των 280 ευρώ για τον ……… και το ποσό των 235 ευρώ για τον …………, όπως ειδικότερα αναλύονται τα ποσά αυτά προς κάλυψη των επιμέρους βιοτικών τους αναγκών, για το χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης και μέχρι την εξόφληση. Επιπλέον ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση ως προς την επιδίκαση διατροφής προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, που εκδόθηκε την 28-2-2020, όπως προαναφέρθηκε, ερήμην του εναγομένου, μεταξύ άλλων, αφού δέχθηκε ότι στο δικόγραφο της αγωγής παραδεκτά σωρεύονται, σύμφωνα με τα άρθρα 218 και 610 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του N. 4335/2015, αγωγή διαζυγίου του άρθρου 592 παρ. 1 του ΚΠολΔ και αγωγή επιμέλειας και διατροφής ανηλίκων του άρθρου 592 παρ. 3 του ΚΠολΔ, δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή αρμοδίως εισήχθη για να συζητηθεί ενώπιον αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση των άρθρων 592, 593 επ., 611 επ. του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015, καθώς επίσης ότι είναι νόμιμη. Ακολούθως, δε, δέχθηκε εν μέρει αυτήν (αγωγή), απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, που τελέσθηκε σύμφωνα με τον πολιτικό τύπο, στο Μοσχάτο Αττικής την 9-5-2002, και που, ακολούθως, ιερολογήθηκε την 1-9-2007, ανέθεσε στην ενάγουσα οριστικά την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, ………., που γεννήθηκε την 16-4-2005, και ……………, που γεννήθηκε την 20-3-2010, διέταξε τον εναγόμενο να αποδώσει τα ως άνω ανήλικα τέκνα στην ενάγουσα μητέρα τους, καταδικαζομένου να εκτελέσει την πράξη αυτή, απείλησε σε βάρος του εναγομένου και υπέρ της ενάγουσας χρηματική ποινή τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε παραβίαση της ως άνω διάταξης, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα αποκλειστικά την επιμέλεια του προσώπου των ανήλικων τέκνων τους, ……… και ……………., για λογαριασμό τους, ως συνεισφορά στην ανάλογη διατροφή τους, το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως για τον ………. και το ποσό των εκατόν ογδόντα (180) ευρώ μηνιαίως για τον ………………, προκαταβολικώς εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα για χρονικό διάστημα δύο ετών, αρχόμενο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση, κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη περί επιδικάσεως μηνιαίας διατροφής των ανήλικων τέκνων των διαδίκων και καταδίκασε τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, και το οποίο επιδίκασε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής από το νόμο μεταξύ των ανιόντων και κατιόντων, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου (ΑΠ 1384/2008, ΑΠ 823/2003). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ΄ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005). Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υπόχρεου, αλλά λαμβάνεται υπόψη ως επιπλέον βιοτική ανάγκη του (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΑθ 493/2018, ΕφΔωδ 195/2013). Η συνεισφορά της μητέρας, που είναι επιφορτισμένη με την ανατροφή και επίβλεψη του ανήλικου τέκνου, συνυπολογίζεται στην υποχρέωσή της προς διατροφή του ανηλίκου. Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, όπως προαναφέρθηκε, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ. 2 του ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος γονέας, συνεπώς, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ΄ ένσταση, κατ΄ άρθρο 1489 παρ. 2 του AK και 262 του ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα για τη διατροφή του τέκνου του κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα [ΑΠ 680/2010, ΑΠ 837/2009, ΕφΔωδ 195/2013, ΕφΛαμ 98/2009, ΕφΑθ1384/2008]. Ωστόσο, όμως, στην περίπτωση που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΕφΘεσσαλ 1101/2002). Περαιτέρω για το ορισμένο της αγωγής διατροφής σε χρήμα ανήλικου τέκνου, λόγω διάστασης ή λύσης του γάμου των γονέων του, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής, η συγγενική σχέση ενάγοντος – εναγομένου, η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργαστεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου γονέα του, οι ανάγκες του που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής, η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο, για όλες αυτές τις ανάγκες του, συνολικό ύψος της δαπάνης που αποτελεί την, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός στο δικόγραφο της αγωγής με ακρίβεια και του απαραίτητου, για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του χρηματικού ποσού, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, καθώς και των εισοδημάτων και της οικονομικής δυνατότητας και του άλλου γονέα και των συγκεκριμένων δαπανών που βαρύνουν καθέναν από τους γονείς (ΑΠ 416/2007, ΕφΑθ 93/2017, ΕφΑθ 854/2010 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η ένδικη αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισήχθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ήταν καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση των άρθρων 592, 593επ.,611 επ. του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015,και είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 παρ. 1 και 2 του ΑΚ, όσον αφορά το πρώτο κεφάλαιο που μεταβιβάζεται με την ένδικη έφεση, ήτοι αυτό περί διαζυγίου, καθώς επίσης επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, όσον αφορά και το δεύτερο κεφάλαιο που μεταβιβάζεται με την ένδικη έφεση, ήτοι αυτό περί επιδικάσεως διατροφής για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει ο εκκαλών. Τούτο δε, καθόσον στην ένδικη αγωγή, στην οποία παραδεκτώς σωρεύονται κατ΄ άρθρα 218 και 610 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, οι ως άνω αγωγές (περί διαζυγίου και περί επιδικάσεως διατροφής για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων), αναφέρονται αναλυτικώς, μεταξύ άλλων, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου, η έλλειψη εισοδημάτων και περιουσίας των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, οι ανάγκες των τέκνων που είναι προσδιοριστικές της διατροφής τους, η οποία πρέπει να καταβληθεί και το αιτούμενο, για όλες τις ανάγκες τους συνολικό ύψος της δαπάνης, που αποτελεί την ανάλογη διατροφή των ανηλίκων, χωρίς να απαιτείται, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο προσδιορισμός στο δικόγραφο της αγωγής επακριβώς και του απαραίτητου για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης τους χρηματικού ποσού, παρόλο που η ενάγουσα στην ένδικη αγωγή αναφέρει αυτό (ήτοι το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης τους ποσό). Επίσης, είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1492, 1493, 1496, 1498, 1516 παρ. 2, 340, 341 παρ. 1, 345 του ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 εδ. β΄, 910 αρ. 4, 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου για το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, ούτε είχαν ορισθεί προκαταβλητέα έξοδα, διότι η ενάγουσα, αφού, κατά παραδοχή αιτήσεώς της κρίθηκε δικαιούχος νομικής βοήθειας στον πρώτο βαθμό, είχε απαλλαγεί από την καταβολή δικαστικού ενσήμου και εν γένει εξόδων στη δίκη αυτή (πρώτου βαθμού).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας, …………………, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, (ο εκκαλών που παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού δεν ζήτησε την εξέταση μάρτυρά του), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο στο Μοσχάτο την 9-5-2002, ο οποίος στη συνέχεια ιερολογήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας στη Νίκαια την 1-9-2007. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, τον ………, που γεννήθηκε την 16-4-2005, και τον …………, που γεννήθηκε την 20-3-2010, ήτοι είναι ακόμα ανήλικα, και κατά το χρόνο συζητήσεως της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήταν ηλικίας 15 περίπου ετών και 10 περίπου ετών αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν υπήρξε αρμονική. Τούτο δε λόγω της βαθμιαίας αδιαφορίας του εναγομένου στη συμβολή του στη λειτουργία του κοινού οίκου, που οφειλόταν στη φιλαργυρία του. Ειδικότερα, παρόλο που απαίτησε να μην εργάζεται η ενάγουσα, η οποία είχε αναλάβει, την περιποίηση του οίκου τους και την ανατροφή των τέκνων τους, ο εναγόμενος δεν κάλυπτε τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειάς τους, παραβαίνοντας έτσι την υποχρέωσή του για ισότιμη και αναλογική συνεισφορά του στην αντιμετώπιση αυτών (αναγκών της οικογένειάς τους). Εξαιτίας δε της φιλαργυρίας του προκαλούσε φραστικές επιθέσεις στην ενάγουσα-σύζυγό του με συνέπεια την πρόκληση συνεχών φιλονικιών μεταξύ τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εξύβριζε και προσέβαλε την προσωπικότητα της ενάγουσας, αποκαλώντας την «πουτάνα», ενώ αδιαφορούσε παντελώς για την ανατροφή των τέκνων του, τα προβλήματά τους και τις ανάγκες τους, χωρίς να αποδεικνύεται η τέλεση σωματικής βλάβης σε βάρος της ενάγουσας. Στις αρχές Αυγούστου του 2018 ο εναγόμενος αποχώρησε από την οικογενειακή οικία και εγκαταστάθηκε στην οικία της μητέρας του. Στη συνέχεια η ενάγουσα κατέθεσε σε βάρος του εναγομένου την από 1-10-2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 768/2019 απόφαση, η οποία, αφού πιθανολόγησε τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ανέθεσε προσωρινά στην ενάγουσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους και υποχρέωσε τον εναγόμενο να της καταβάλλει προσωρινά για λογαριασμό τους μηνιαία διατροφή, ποσού 200 ευρώ για κάθε τέκνο συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος τέκνου, που εισπραττόταν τότε από τον εναγόμενο. Στις αρχές Αυγούστου του 2018, όπως προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος αποχώρησε οριστικά και χωρίς καμία εύλογη αιτία από τη συζυγική τους οικία στη Νίκαια, επί της οδού …………., με πρόθεση να διασπάσει την έγγαμη συμβίωσή τους, κατά παράβαση της απορρέουσας από το άρθρο 1386 του ΑΚ υποχρέωσής του για συμβίωση, και έκτοτε αδιαφορεί για την ενάγουσα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά οι μεταξύ των διαδίκων συζύγων σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, από λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους να είναι αφόρητη για την ενάγουσα. Συνεπώς ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός που προβάλλει ο εκκαλών, ήτοι ότι ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης τους οφείλεται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή περί διαζυγίου πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, με διάταξη της ως άνω υπ΄ αρ. 886/2020 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που δεν προσβάλλεται (η διάταξη) με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως, ανατέθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στην ενάγουσα οριστικά η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ως άνω ανήλικων τέκνων των διαδίκων. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι τα προαναφερόμενα ανήλικα τέκνα των διαδίκων δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μόνα τους τη διατροφή τους διότι στερούνται εισοδημάτων, περιουσίας και πόρων και δεν είναι δυνατόν, λόγω της ανηλικότητάς τους, να εργαστούν. Συνεπώς, αυτά έχουν καταρχήν δικαίωμα διατροφής έναντι των γονέων τους, ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός για το επίδικο χρονικό διάστημα. Ο εναγόμενος, που γεννήθηκε το έτος 1975 και είναι υγιής, εργάζεται ως βοηθός ταπετσέρη στην εταιρεία με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στο Μοσχάτο και έχει ως αντικείμενο ταπετσαρίες επίπλων. Από την εργασία του αυτή λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές ποσού περίπου 520 ευρώ, ενώ εισπράττει επιπλέον περίπου το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως από υπερωρίες που πραγματοποιεί, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως από την ενάγουσα. Για τα φορολογικά έτη 2017, 2018, 2019 και 2020 ο εναγόμενος δήλωσε στην αρμόδια ΔΟΥ συνολικό εισόδημα ανερχόμενο στο ποσό των 6.818,09 ευρώ, 6.254,24 ευρώ, 6.774 ευρώ και 6.069,59 ευρώ αντίστοιχα. Οι σχετικές αυτές φορολογικές του δηλώσεις δεν προκύπτει ότι έχουν ελεγχθεί και συνεπώς δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο (πρβλ. ΑΠ 1156/2017, ΕφΘεσσαλ 740/2009, ΕφΑθ 1009/1991ΑρχΝ 1992.481). Άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή ή προσοδοφόρο περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος. Περαιτέρω, ο εναγόμενος διαμένει στην οικία της μητέρας του και συνεπώς δεν επιβαρύνεται με δαπάνη στέγασης, επιβαρύνεται, όμως, κατά την ανάλογη συμμετοχή του με τις μηνιαίες δαπάνες για τη λειτουργία και τη συντήρηση της οικίας αυτής, ήτοι με τις δαπάνες θέρμανσης, ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, τηλεφώνου κλπ. Οι λοιπές ανάγκες συντήρησης, μετακινήσεών του και διατροφής του εκτιμώνται στο σύνηθες επίπεδο διαβίωσης ατόμων της ηλικίας του, της αυτής κοινωνικής, οικονομικής και προσωπικής κατάστασης, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι υπερβαίνουν τα συνήθη όρια, και συνεπώς, δεν βαρύνεται με ιδιαίτερες άλλες δαπάνες. Ο εναγόμενος δεν βαρύνεται κατά νόμο με υποχρέωση διατροφής τρίτων, πλην των ως άνω τέκνων του. Έχει στην κυριότητά του κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου το προαναφερθέν διαμέρισμα του Δ΄ορόφου, εμβαδού 68,20 τ.μ., που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού ……………., έτους κατασκευής 2002, αντικειμενικής αξίας περίπου 80.000 ευρώ, που αποτελούσε τη συζυγική οικία, τη χρήση του οποίου έχει παραχωρήσει στην ενάγουσα-σύζυγό του, η οποία διαθέτει το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου, και το οποίο έχει αγορασθεί με δάνειο που έλαβαν (οι διάδικοι) και δεν έχει εξοφληθεί. Επίσης, διαθέτει κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………… ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής SEAT, τύπου ΙΒΙΖΑ, κυβισμού 1400 κ.εκ., αξίας περίπου 1.300 ευρώ. Περαιτέρω, η ενάγουσα, η οποία γεννήθηκε το έτος 1978 και είναι υγιής, δεν εργάζεται, ούτε λαμβάνει επίδομα ανεργίας. Εισπράττει, ωστόσο, το επίδομα των δύο τέκνων τους, ποσού 140 ευρώ για αμφότερα το δίμηνο. Η ενάγουσα δεν έχει άλλη περιουσία ή εισοδήματα από άλλες προσοδοφόρες πηγές και δεν βαρύνεται κατά νόμο με υποχρέωση διατροφής τρίτων, πλην των ως άνω τέκνων της. Δύναται δε, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ως άνω υπ΄ αρ. 886/2020 απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως από την ενάγουσα, να απασχοληθεί, σε εργασία πρόσφορη για την ηλικία της, τις δυνάμεις της και τις λοιπές βιοτικές ανάγκες της, την οποία έχει υποχρέωση να αναζητήσει, έστω και περιστασιακά, (ώστε δύναται να αποκομίσει εισοδήματα, λαμβανομένης, ωστόσο, υπόψη της υποχρέωσης ανατροφής των τέκνων της αλλά και της δυσκολίας της εξεύρεσης εργασίας, αφού από την έναρξη του έγγαμου βίου της δεν εργάζεται), αποκερδαίνοντας τουλάχιστον 200 ευρώ μηνιαίως. Ενόψει των προαναφερθέντων, όπως επίσης δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς και η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως από την ενάγουσα, για τον προσδιορισμό των οικονομικών δυνάμεων αυτής (ενάγουσας) θα ληφθεί υπόψη και η κατά τις αντικειμενικές και οικογενειακές συνθήκες δυνατότητά της προς εργασία και πορισμό εισοδήματος. Η ενάγουσα διαμένει, όπως προαναφέρθηκε, στο ως άνω διαμέρισμα στη Νίκαια, που αποτελούσε τη συζυγική οικία μέχρι τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, μαζί με τα τέκνα της και δεν επιβαρύνεται, επομένως, με δαπάνη στέγασης, ωστόσο, επιβαρύνεται με τα μηνιαία έξοδα για τη λειτουργία και τη συντήρηση της οικίας της, ήτοι με τις δαπάνες θέρμανσης, ηλεκτρικού, ύδρευσης, τηλεφώνου κλπ. Διαθέτει κατά ποσοστό 100% τα ακόλουθα ακίνητα, που βρίσκονται στο ……… Εύβοιας: ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «……», εκτάσεως 935 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 8.518,50 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «….», εκτάσεως 540 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 378 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «….», εκτάσεως 405 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 283,50 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «…….», εκτάσεως 477 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 333,90 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με ελιές στην θέση «…..», εκτάσεως 270 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 189 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «…..», εκτάσεως 675 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 472,50 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με ελιές στη θέση «………», εκτάσεως 3.800 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 39.900 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «…..», εκτάσεως (δασική έκταση) 3.600 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 1.512 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «…..», εκτάσεως 585 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 409,50 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «…..», εκτάσεως 2.200 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 20.020 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «…………..», εκτάσεως1.035 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 724,50 ευρώ, ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «………», εκτάσεως 1.800 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 1.080 ευρώ και ένα (1) αγροτεμάχιο με μονοετή καλλιέργεια στη θέση «…..», εκτάσεως 2.500 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 1.680 ευρώ. Τα ακίνητα αυτά δεν προκύπτει ότι είναι προσοδοφόρα, λαμβάνονται, ωστόσο, υπόψη για τον προσδιορισμό των οικονομικών δυνατοτήτων της ενάγουσας, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως από την ενάγουσα, καθόσον, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τα ακίνητα αυτά, ορισμένα εκ των οποίων μεγάλης αξίας, δύναται και οφείλει (η ενάγουσα) να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να τα αξιοποιήσει, σε περίπτωση αδυναμίας της να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της προς διατροφή των τέκνων της, οι οποίες υπερέχουν κάθε άλλης υποχρέωσης προς τρίτους, ακόμη και προβαίνοντας σε εκποίηση ή εκμίσθωσή τους, έστω και εν μέρει, καθόσον δεν έχουν απωλέσει τον προσοδοφόρο χαρακτήρα τους προκειμένου να επιτύχει κάθε επαύξηση του εισοδήματός της και δεν απαλλάσσεται από την παραπάνω υποχρέωσή της για συνεισφορά, κατά την αρχή της αναλογικότητας και της καλής πίστης. Η ενάγουσα έχει χρέη, μαζί με τον εναγόμενο, συνολικού ποσού 96.489,16 ευρώ. Έχουν δε καταθέσει, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σχετική αίτηση για την υπαγωγή τους στο Ν. 3869/2010, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί την 6-5-2026. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα βαρύνεται με άλλες υποχρεώσεις. Οφείλει δε ως γονέας να συνεισφέρει (όπως παραδεκτώς και ο εκκαλών – εναγόμενος προβάλλει με ένσταση) στη διατροφή των τέκνων της, στην οποία ήδη συνεισφέρει με τις προσωπικές της υπηρεσίες φροντίδας και επιμέλειας, συναφείς προς τη συνοίκησή τους, οι οποίες αποτιμώμενες σε χρήμα ανέρχονται στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως για κάθε τέκνο, αλλά εν μέρει και με την σε χρήμα συμβολή της, ανάλογη των οικονομικών της δυνάμεων. Οι λοιπές ανάγκες συντήρησης και διατροφής της εκτιμώνται στο σύνηθες επίπεδο διαβίωσης ατόμων της ηλικίας της, της αυτής κοινωνικής, οικονομικής και προσωπικής κατάστασης, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι υπερβαίνουν τα συνήθη όρια, και συνεπώς δεν βαρύνεται με ιδιαίτερες άλλες δαπάνες. Περαιτέρω, τα ως άνω ανήλικα τέκνα των διαδίκων δεν επιβαρύνονται με δαπάνη στέγασης, διότι, όπως προαναφέρθηκε, διαμένουν μαζί με τη μητέρα τους, η οποία επιβαρύνεται με τα μηνιαία λειτουργικά έξοδα της διαμονής και συντήρησης και για λογαριασμό τους -και κατά την αναλογία συμμετοχής τους- τα οποία καταβάλλει και κατά το μέρος που αντιστοιχούν στις υποχρεώσεις του εναγομένου για κάλυψη της διατροφής των τέκνων του, ο δε εναγόμενος οφείλει να συμμετάσχει σ΄ αυτά, ως επιμέρους κονδύλιο της διατροφής τους, με βάση την αναλογία των οικονομικών τους (διαδίκων) δυνάμεων. Επίσης, τα ανήλικα τέκνα παρακολουθούν μαθήματα για την εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Για την αιτία αυτή η ενάγουσα καταβάλλει μηνιαίως περίπου το ποσό των 40 ευρώ για κάθε τέκνο. Ο …….. παρακολουθεί και μαθήματα ποδοσφαίρου. Για την αιτία αυτή η ενάγουσα καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 20 ευρώ. Οι λοιπές δαπάνες διαβίωσης των ανήλικων τέκνων των διαδίκων είναι οι συνήθεις δαπάνες των ανηλίκων της ηλικίας τους, της αυτής οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως των γονέων τους. Με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των ανηλίκων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσής τους, δηλαδή την ηλικία τους, τις ανάγκες της εκπαίδευσής τους και τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων γονέων τους, και τις εν γένει περιστάσεις, η κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανάλογη διατροφή που δικαιούνται, προς κάλυψη των απαιτούμενων δαπανών για τη σίτιση, υπόδηση, ένδυση, ψυχαγωγία, αγορά σχολικών ειδών, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και δη πέραν αυτής που καλύπτεται από τον ασφαλιστικό φορέα στον οποίο είναι ασφαλισμένα, την αναλογία της συμμετοχής τους στις λειτουργικές δαπάνες (ηλεκτρισμός, ύδρευση κλπ.) της οικίας που διαμένουν με τη μητέρα τους, ανέρχεται μηνιαίως για τον ….. στο ποσό των 280 ευρώ και για τον …………… στο ποσό των 235 ευρώ (ποσά που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η ενάγουσα προσδιορίζει στην ένδικη αγωγή της ως μηνιαίες διατροφικές τους σε χρήμα ανάγκες). Στα ποσά αυτά συνυπολογίζονται και η παροχή της προσωπικής εργασίας και της φροντίδας της ενάγουσας για την ανατροφή τους (ανήλικων τέκνων), οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, είναι αποτιμητές σε χρήμα, καθώς και η παραχώρηση της χρήσης της οικίας εκ μέρους του εναγομένου, κατά την αναλογία της, (πρβλ. ΕφΘεσ 320/1995 ΕλλΔνη 37.358, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ, τομ. VII, σελ. 734, αρ. 31), που αποτιμάται (η παροχή στέγης) σε χρήμα. Στην αντιμετώπιση των αναγκών αυτών οφείλουν να συμβάλουν και οι δύο γονείς τους ανάλογα με τις δυνάμεις του ο καθένας. Από τα ποσά αυτά θα πρέπει να αφαιρεθεί το ανωτέρω επίδομα τέκνου ποσού 70 ευρώ το δίμηνο και 35 ευρώ μηνιαίως, ήτοι απαιτείται ποσό 245 (= 280-35) ευρώ για τον ……. και ποσό 200 (= 235-35)ευρώ για τον ……………… Με τα ποσά αυτά μπορούν να καλυφθούν πλήρως όσα είναι αναγκαία εν γένει για τη συντήρηση, ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευσή τους, ώστε να τους εξασφαλισθεί επίπεδο διαβίωσης ανταποκρινόμενο σ΄ αυτό που αρμόζει στην ηλικία τους, στη μέχρι σήμερα ζωή τους και ανάλογο προς τη διαβίωση των γονέων τους. Ενόψει τούτων η συμβολή του εναγομένου στη διατροφή των ανήλικων τέκνων του πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 160 ευρώ μηνιαίως για τον ανήλικο …… και στο ποσό των 140 ευρώ μηνιαίως για τον ανήλικο ………….., για το επίδικο χρονικό διάστημα, και από το οποίο (ποσό) ήδη έχει αφαιρεθεί το ποσό των 40 ευρώ που αντιστοιχεί στην ως άνω παραχώρηση της χρήσης της οικίας κατ΄ αναλογία για κάθε ανήλικο τέκνο, αντίστοιχα. Τα ποσά αυτά, που αντιστοιχούν στην προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγομένου, πρέπει να καταβάλλει ο τελευταίος, ως ανάλογη διατροφή των ανήλικων τέκνων του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό [πέραν της συνεισφοράς του εναγομένου (διατροφή σε χρήμα και παραχώρηση της χρήσης της οικίας)] πρέπει να συμμετέχει, και κατά παραδοχή της περί συνεισφοράς ενστάσεως που προέβαλε ο εκκαλών -εναγόμενος ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμης, και η ενάγουσα – μητέρα τους εν μέρει και με την παροχή των προσωπικών της φροντίδων προς αυτά, που είναι, όπως προαναφέρθηκε, αποτιμητές σε χρήμα, καθώς επίσης, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως από την ενάγουσα, με παροχή διατροφής εν μέρει και σε χρήμα, κατά την υποχρέωσή της για ανάλογη των οικονομικών δυνατοτήτων της συνεισφορά. Τα ανωτέρω ποσά μηνιαίως είναι σε θέση να καταβάλλει ο εναγόμενος-πατέρας στα τέκνα του, ως διατροφή, χωρίς να διακινδυνεύει η δική του, με βάση την οικονομική δυνατότητα και την προσωπική και επαγγελματική του κατάσταση, σε σχέση με τις αντίστοιχες δυνάμεις, επαγγελματική και προσωπική κατάσταση της ενάγουσας-μητέρας, που συμμετέχει στην καταβολή της υπόλοιπης διατροφής. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και ως προς το αίτημα διατροφής των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως ασκούσα αποκλειστικά την επιμέλεια του προσώπου των ανήλικων τέκνων τους, ……. και ………., για λογαριασμό αυτών, ως σε χρήμα συνεισφορά στην ανάλογη διατροφή τους, το ποσό των εκατόν εξήντα (160) ευρώ μηνιαίως για τον ………… και το ποσό εκατόν σαράντα (140) ευρώ μηνιαίως για τον ……………., εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λαμβανομένου υπόψη ότι στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η εφεσίβλητη-ενάγουσα, η οποία νίκησε εν μέρει, δεν παραστάθηκε νομίμως και δικάζεται ερήμην και στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας Δικηγόρου της, που διορίσθηκε με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία N. 3226/2004)κατά παραδοχή αιτήσεώς της για παροχή νομικής βοήθειας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός από αυτούς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, (υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου), κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας, (άρθρα 106, 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 παρ. 6 και 12 του Ν. 3226/2004), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που η εφεσίβλητη ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.
Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη το ποσό των 250 ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 22-6-2020 (αρ. καταθ. ……../2020) έφεση.
Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 886/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση των άρθρων 592, 593επ.,611 επ. του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, κατά το κεφάλαιο που αφορά τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, ……… και ……………., και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων.
Κρατεί και δικάζει την από 13-6-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) αγωγή ως προς τα εξαφανισθέντα κεφάλαια που αφορούν τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, …… και ……….., και την εξαφανισθείσα διάταξη περί δικαστικών εξόδων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Απαγγέλλει τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, που τελέσθηκε με τον πολιτικό τύπο, στο Μοσχάτο την 9-5-2002, ο οποίος στη συνέχεια ιερολογήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας στη Νίκαια την 1-9-2007.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως ασκούσα αποκλειστικά την επιμέλεια του προσώπου των ανήλικων τέκνων τους, ……. και …………, για λογαριασμό αυτών, ως συνεισφορά στην ανάλογη διατροφή τους, το ποσό των εκατόν εξήντα (160) ευρώ μηνιαίως για τον ……….. και το ποσό εκατόν σαράντα (140)ευρώ μηνιαίως για τον …………, εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 350 ευρώ και επιδικάζει αυτά υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 19η Απριλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου Δικηγόρου του εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ