Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 235/2022

Αριθμός  235/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,  και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΣΑΣ:   ………….. ως μοναδικής νόμιμης κληρονόμου της αποβιωσάσης αδελφής της, …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Κοσμά Σμιλάκο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………..ατομικά και ως κληρονόμου του αποβιώσαντος …………., 2) ………….., ατομικά και ως κληρονόμου του αποβιώσαντος …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο, Διονύσιο Ράικο και 3) ………….., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Η αρχικώς ενάγουσα και ήδη αποβιώσασα πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, …………κατοίκου εν ζωή ……….,  στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε και συνέχισε τη βιαίως διακοπείσα δίκη, η ήδη καλούσα –αδελφή της, με την ιδιότητά της ως μοναδικής νόμιμης κληρονόμου  αυτής, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.12.1997 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./1997) αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 1545/1999 προδικαστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκαν αποδείξεις και  η υπ΄ αριθμ. 4641/2007 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι αρχικώς ενάγοντες ………. (ήδη 1ος εκ των καθ΄ ων η κλήση-εκκαλούντων), ……….. (ήδη 2η εκ των καθ΄ ων η κλήση-εκκαλούντων), ……… (ήδη αποβιώσας, στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν οι προαναφερόμενοι δύο διάδικοι, και με την ιδιότητά τους ως κληρονόμοι αυτού) και ………., με την από  16.7.2009 (αριθμ. εκθ. καταθ.  ………../2009) έφεσή τους. Δικάσιμος της έφεσης αυτής ορίσθηκε αρχικά η 18η.3.2010, μετά δε από διαδοχικές αναβολές η 7η.11.2013, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής, επανεισήχθη δε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 14.11.2013 (αριθμ. εκθ. προσδ. ………./2013) κλήση της καλούσας, στη δικάσιμο της 23ης.10.2014, μετά δε από αναβολή στη δικάσιμο της  5ης.3.2015, οπότε συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 425/2016 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την αναίρεση της εφετειακής αυτής απόφασης αιτήθηκε  η ήδη καλούσα με την από 10.4.2017 σχετική αίτησή της ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο, συζητήσεως γενομένης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 777/2020 απόφασή του, με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αιτήσεως ως προς τον τρίτο αναιρεσίβλητο (…………), αναίρεσε την υπ΄αριθμ. 425/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς ως προς τους λοιπούς διαδίκους και παράπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  26.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) κλήση της καλούσας, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς  συζήτηση ενώπιον αυτού, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της καλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των 1ου και 2ης εκ των καθ΄ ων η κλήση-εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Με την από 26-10-2020 (αρ. καταθ. ……../2020) κλήση της ……….., ως μοναδικής κληρονόμου της αποβιώσασας αδελφής της, …………, που απευθύνεται κατά των 1) ………, ατομικά και ως κληρονόμου του …….., 2) ……….., ατομικά και ως κληρονόμου του αποβιώσαντος ………. και 3) ……….., επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατ΄ άρθρο 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η από 16-7-2009 (αρ. καταθ. …../2009) έφεση (κατά της υπ΄ αρ. 4641/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία), ύστερα από την έκδοση α) της υπ΄ αρ. 425/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία, έγινε δεκτή η ως άνω από 16-7-2009 (αρ. καταθ. …./2009) έφεση, και β) της υπ΄ αρ. 777/2020 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Με την τελευταία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 10-4-2017 αιτήσεως αναιρέσεως ως προς τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων (………….), αναιρέθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 425/2016 εφετειακή απόφαση ως προς τους λοιπούς διαδίκους και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Πειραιώς), συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Υπό τα εκτεθέντα, όμως, όσον αφορά στον τρίτο των καθ΄ ων η κλήση, ……….., {ο οποίος αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως [βλ. την υπ΄ αρ. ……΄/1-9-2021 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών που έχει την έδρα του στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………, που επικαλείται και προσκομίζει η καλούσα, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση (άρθρο 498 του ΚΠολΔ)], δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο}απαραδέκτως φέρεται προς συζήτηση, με την ένδικη κλήση, η ίδια ως άνω έφεση, καθόσον η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ως προς αυτόν, όπως προαναφέρθηκε, κηρύχθηκε απαράδεκτη. Δεδομένου δε ότι η ομοδικία που υπάρχει μεταξύ των καθ΄ ων η κλήση είναι απλή ομοδικία, αφού η υπόθεση αφορά την από 2-12-1997 κατωτέρω αναφερόμενη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή που ασκήθηκε από την αρχικώς ενάγουσα, επικαλούμενη από κοινού αμφισβήτηση των εναγομένων επί ακινήτου κυριότητάς της (αρχικώς ενάγουσας), υφίσταται μεταξύ αυτών (καθ΄ ων η κλήση) απλή ομοδικία και συνεπώς δύναται η υπόθεση να χωριστεί ως προς αυτόν και να κηρυχθεί η συζήτηση της ένδικης εφέσεως απαράδεκτη ως προς αυτόν. Κατ΄ ακολουθίαν, η εφεσίβλητη, ………, απαραδέκτως απευθύνει τις από 6-10-2021 έγγραφες προτάσεις της τής παρούσας συζήτησης και την προσθήκη-αντίκρουση αυτών, και κατά του …………, καθόσον δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη.

Κατά το άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 παρ. παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παράγραφο 1 εδάφιο β΄ του ΚΠολΔ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι η αναίρεση της αποφάσεως και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Η έκταση της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 738/2012), και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν ως ολικής (ΑΠ 251/2016, ΕφΠειρ 339/2015), θεωρείται δε ότι αναιρείται στο σύνολό της, όταν η αναιρετική απόφαση, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830). Αν αναιρεθεί, δε, στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση (ΑΠ 1123/2017, ΕφΑθ 3428/2015), και αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή) (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 336/2013, ΕφΠειρ 294/2015). Εξάλλου, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της αποφάσεως καταργείται η συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και συνεπώς οι υποβληθείσες κατ΄ αυτήν προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση Δικαστήριο. Επομένως, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης (εφέσεως) μπορούν να υποβληθούν νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 529 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1388/2013, ΑΠ 918/2013), η δε κρίση του Εφετείου περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 269 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87)] δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων το πρώτον ενώπιον του Εφετείου είναι απαράδεκτη αν δεν συντρέχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, θεωρούνται νέα πραγματικά περιστατικά που δεν είχαν προβληθεί κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τείνουν στη θεμελίωση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και ο νομικός αυτών χαρακτηρισμός και η υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, που γίνεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44.1563, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81, ΑΠ 659/1988 ΕλλΔνη 30.310, ΑΠ 1279/1983 Δ 15.421, ΑΠ 1042/1975 ΝοΒ 24.387).

Στην προκειμένη περίπτωση η αρχικώς ενάγουσα, …………, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2-12-1997 (αρ. καταθ. ……/1997) αγωγή της, κατά του αρχικώς πρώτου των εναγομένων ……….., της αρχικώς δεύτερης των εναγομένων …….., του τρίτου των εναγομένων ……., του τετάρτου των εναγομένων ……….. και της πέμπτης των εναγομένων ………. Με την αγωγή αυτή, που συζητήθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 23-9-1998, κατ΄ εκτίμηση αυτής, η αρχικώς ενάγουσα, ………….., ισχυρίσθηκε ότι είναι αποκλειστική κυρία του λεπτομερούς περιγραφομένου σ΄ αυτήν (αγωγή), κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου (οικοπέδου), που βρίσκεται στη συνοικία «…..» του Δήµου  …… Ότι την κυριότητα του ως άνω ακινήτου απέκτησε µε πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας επ΄ αυτού τις αναφερόμενες προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις µε διάνοια κυρίου και καλή πίστη από το έτος 1974, που περιήλθε σ΄ αυτήν µε άτυπη δωρεά από τον πατέρα της. Ότι τις ίδιες πράξεις νομής ασκούσαν και οι δικαιοπάροχοί της, άµεσος (πατέρας της) και απώτερος (πάππος της), αρχής γενοµένης προ του έτους 1940, µε διάνοια κυρίων συνεχώς και αδιαλείπτως. Ότι οι εναγόµενοι (αρχικώς πρώτος των εναγομένων ………., αρχικώς δεύτερη των εναγομένων ……….., τρίτος των εναγομένων ………, τέταρτος των εναγομένων ……….. και πέμπτη των εναγομένων ………..) αµφισβητούν την κυριότητά της επί του ακινήτου της, προβάλλοντας δικαιώµατα κυριότητας επ΄ αυτού, ενώ πρoέβησαν και στην έκδοση άδειας περιφράξεώς του, βάσει της οποίας επιχείρησαν παράνοµες ενέργειες κοπής δένδρων και ισοπέδωσης του εδάφους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Με βάση δε το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία του επίδικου ακινήτου και να καταδικασθούν οι εναγόµενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) με την υπ΄ αρ. 1545/1999 προδικαστική απόφασή του, αφού δίκασε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, ανέβαλε, κατά τα λοιπά, να αποφασίσει οριστικά και υποχρέωσε την ενάγουσα να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, και με μάρτυρες, τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (απόφαση) πραγματικά περιστατικά. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας των αποδείξεων και συγκεκριμένα την 19-6-2000 απεβίωσε η δεύτερη των εναγομένων (………) και στη θέση της υπεισήλθαν οι πρώτος, τέταρτος και πέμπτη των εναγομένων [……. (σύζυγός της), ………. και ……………. (τέκνα της)] ως μοναδικοί της κληρονόμοι. Την 25-9-2000, οπότε συνεχιζόταν η εξέταση των μαρτύρων και είχαν εμφανιστεί αμφότερα τα διάδικα μέρη, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εναγομένων δήλωσε τον θάνατο της δεύτερης των εναγομένων και ότι τη δίκη συνεχίζουν οι ως άνω εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της. Η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε το θάνατο αυτής, την ιδιότητα των ως άνω εναγομένων ως κληρονόμων της και την νομιμοποίησή τους να συνεχίσουν τη δίκη στη θέση της ως άνω διαδίκου. Μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων που τάχθηκαν με την ως άνω απόφαση, με την από 18-7-2006 κλήση των εναγομένων εισήχθη, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ως άνω αγωγή προς περαιτέρω συζήτηση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4641/2007 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την ως άνω αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν, αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του επίδικου ακινήτου, και καταδίκασε τους εναγομένους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της (ενάγουσας), τα οποία όρισε στο ποσό των 3.000  ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ηττηθέντες εναγόμενοι (………….) με την κρινόμενη από 16-7-2009 (αρ. καταθ. ………./2009) έφεση, όπως αυτή διορθώθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις των εκκαλούντων, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή, άλλως να μεταρρυθμιστεί, σύμφωνα με τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (έφεση) αναφερόμενα. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 425/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κράτησε την υπόθεση και δίκασε επί της από 2-12-1997 (αρ. καταθ. ………../1997) αγωγής, απέρριψε αυτήν και επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία όρισε στο ποσό των 700 ευρώ. Στη συνέχεια, με την προαναφερθείσα υπ΄ αρ. 777/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η …………., ως μοναδική κληρονόμος της αποβιώσασας αδελφής της, αρχικώς ενάγουσας-εφεσίβλητης, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ως προς τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων (………) και αναιρέθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 425/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού ως προς τους λοιπούς διαδίκους. Συγχρόνως παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Πειραιώς), συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Με την αναίρεση της υπ΄ αρ. 425/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας: α) οι διάδικοι (εκτός του …………., που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη) επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ) μέσα στα αναιρετικά πλαίσια, β) αναβίωσε η εκκρεμοδικία της εφέσεως των εναγομένων, ως προς τους ως άνω διαδίκους, ανάλογα δε αναβίωσε και η πρωτόδικη απόφαση, της οποίας ζητείται με την έφεση η εξαφάνιση και η απόρριψη της αγωγής, άλλως η μεταρρύθμιση αυτής.

Κατά το άρθρο 62 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή, που, ως διαδικαστική προϋπόθεση, εξετάζεται, κατά το άρθρο 73 του ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, παύει να υπάρχει για το φυσικό πρόσωπο με το θάνατό του (άρθρο 35 του ΑΚ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 313 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ, η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη διεξαχθείσα στο όνομα ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και αυτό που απεβίωσε, δεν έχει υπόσταση και ρητά χαρακτηρίζεται και αυτή ως ανύπαρκτη. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι διαδικαστική πράξη, που ασκήθηκε στο όνομα προαποβιώσαντος προσώπου, είναι απαράδεκτη και πρέπει να ασκηθεί από τους κληρονόμους του, όπως για την έφεση ειδικότερα ορίζει το άρθρο 516 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, η έφεση, που ασκήθηκε στο όνομα διαδίκου ήδη αποβιώσαντος κατά την άσκησή της (κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 495 του ΚΠολΔ), είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, και κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα, για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή της ικανότητας του προσώπου να είναι διάδικος (ΑΠ 369/2013, ΑΠ 658/2012, ΑΠ 1611/2011, ΑΠ 1641/2006 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. του ΚΠολΔ, οι οποίες, κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την έφεση, σε συνδυασμό με τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις, αν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια (πριν από την αμετάκλητη περάτωσή της), αν ο θάνατός του επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε, τηρουμένων και των λοιπών διατυπώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη της γνωστοποίησης του θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι τη νόμιμη επανάληψή της διαδικαστικές πράξεις, εκτός της τυχόν εκδιδόμενης αποφάσεως, να λογίζονται άκυρες, μόνο, όμως, εφόσον ο θάνατος του διαδίκου επήλθε μέχρις ότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση και όχι όταν ο θάνατος του διαδίκου επήλθε μετά το πέρας της συζήτησης αυτής, πολύ δε περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, οπότε δεν υπάρχει εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης και, συνακόλουθα, τα ασκούμενα κατά της αποφάσεως αυτής ένδικα μέσα, άρα και η έφεση, πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατά του τελευταίου είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο εκκαλών είχε λάβει, με οποιονδήποτε τρόπο, γνώση του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ΄ αυτών την έφεση. Η έφεση, επομένως, που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς ο εκκαλών να γνωρίζει το θάνατό του, δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του (αποβιώσαντος), οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του εφεσίβλητου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 826/2015, AΠ 34/2015, ΑΠ 2211/2014, ΑΠ 2167/2014, ΑΠ 2125/2014, ΕφΠειρ 56/2016 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η κρινόμενη από 16-7-2009 (αρ. καταθ. ………../2009) έφεση του τετάρτου των εναγομένων ………., της πέμπτης των εναγομένων ……….., του πρώτου των εναγομένων ………… και του τρίτου των εναγομένων ……….., το παραδεκτό της οποίας δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της αποφάσεως που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε η υπόθεση ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (πρβλ. ΕφΘεσ 1667/2015, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΛαρ 20/2013), κατά της υπ΄ αρ. 4641/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε την 10-9-2009, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 και 500 του ΚΠολΔ), ενώ η εφεσίβλητη-ενάγουσα ……. …………, προς την οποία απευθύνεται, είχε αποβιώσει την 22-1-2009, ήτοι πολύ πριν την άσκησή της. Ενόψει όμως, ότι κανείς από τους νομίμως παρισταμένους διαδίκους δεν ισχυρίζεται ότι γνωστοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στους εκκαλούντες ο θάνατος της ως άνω εφεσίβλητης πριν από την άσκηση της ένδικης εφέσεως, αυτή αποβαίνει έγκυρη και ισχυρή. Περαιτέρω, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παράβολου εφέσεως, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, καθόσον η κατάθεση αυτή απαιτείται μόνο για τις εφέσεις που ασκήθηκαν μετά την 2-4-2012. Επιπλέον σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/1-4-2006 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι προτάσεις και τα σχετικά της υπ΄αρ. 1545/1999 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), πολτοποιήθηκαν δυνάμει του από 23-3-2005 πρακτικού της Επιτροπής του άρθρου 13 του Ν. 4290/1963 και άρθρου 1 του Β.Δ. 120 της 28ης Ιανουαρίου/14ηςΦεβρουαρίου 1966 «Περί τρόπου καταστροφής αχρήστων αρχείων των Δικαστικών Υπηρεσιών», με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η χορήγηση αντιγράφων των προτάσεων που κατατέθηκαν στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω πρωτόδικη και ήδη εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 του ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεν τίθεται, δεδομένου ότι, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 αυτού, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016.

Με τις από 22-10-2014 προτάσεις τους που κατέθεσαν την 4-3-2015 για τη δικάσιμο της 5-3-2015 που συζητείτο η ένδικη έφεση επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη αναιρεθείσα υπ΄ αρ. 425/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, τις οποίες (προτάσεις) επικαλούνται και προσκομίζουν οι παριστάμενοι εκκαλούντες, οι τελευταίοι, κατ΄ εκτίμηση, δηλώνουν ότι ο αρχικώς εναγόμενος και εκκαλών, ………. ., απεβίωσε, μετά την άσκηση της ένδικης εφέσεως, και στη θέση του υπεισέρχονται ως κληρονόμοι του τα νόμιμα τέκνα του, ………….. και ………., οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη κατά το αναλογούν μερίδιο του καθενός από αυτούς. Η καλούσα που υπεισήλθε στη θέση της αρχικώς ενάγουσας-αρχικώς εφεσίβλητης, δεν αμφισβήτησε το θάνατο αυτού, την ιδιότητα των ως άνω εναγομένων ως κληρονόμων του και την νομιμοποίησή τους να συνεχίσουν τη δίκη στη θέση του ως άνω διαδίκου. Εξάλλου απηύθυνε (η καλούσα) την ένδικη από 26-10-2020 (αρ. καταθ. ………/2020) κλήση της, εκτός του ……., και προς τους ………. και ………., ατομικά και ως κληρονόμους του αποβιώσαντος ……………. Οι δε τελευταίοι εκπροσωπήθηκαν στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους.

Κατά το άρθρο 1045 του ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, αρκεί η επί εικοσαετία νομή του πράγματος, δηλαδή, η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση αυτού, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης, με την οποία ο χρησιδεσπόζων απέκτησε τη νομή, εάν δηλαδή αυτή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο ή σε πρωτότυπο τρόπο με την κατάληψη του ακίνητου, αφού δεν απαιτείται νόμιμος τίτλος ή οποιοσδήποτε άλλος όρος για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με τον πιο πάνω πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία). Ειδικότερα, η φυσική εξουσίαση του πράγματος συνίσταται στην άσκηση εξωτερικών, εμφανών υλικών πράξεων επ΄ αυτού που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Τέτοιες δε πράξεις νομής επί ακινήτου θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμησή του, η φύλαξη, ο καθαρισμός, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτο, η εκμίσθωση και η εποπτεία του ακινήτου, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας και, αν πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή κληρονομιάς, η μεταγραφή της και η καταβολή των οικείων φόρων, ενώ περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το Δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 401/2018, ΑΠ 379/2015, ΑΠ 138/2015). Μόνη δε η σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης, ή άλλων νομικών πράξεων, ή η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, δεν αποτελεί πράξη νομής, εάν δεν συνδυάζεται και με άλλες εμφανείς πράξεις νομής στο επίδικο (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 26/2015).

Από την εκτίμηση της µη ολοκληρωθείσας (ατελούς) κατάθεσης του µάρτυρα των εναγοµένων …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σπετσών, ως εντεταλµένης Δικαστή, η οποία περιλαµβάνεται στην προσκοµιζόµενη µετ΄ επικλήσεως εισηγητική έκθεση και εκτιµάται ως δικαστικό τεκµήριο, όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), μεταξύ των οποίων α) φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004), και β) οι υπ΄αρ. …./1998 και ……/1998 ένορκες βεβαιώσεις που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες, οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον του Συμβολαιογράφου Σπετσών ………, στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των ήδη αρχικώς διαδίκων ………. και ………. ως εναγόντων και της ………. ως εναγομένης, η οποία κλητεύθηκε νομίμως, και λαμβάνονται στην προκειμένη περίπτωση υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 627/2018, ΑΠ 736/2016), εκτός από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη υπ΄ αρ. …./5-10-2021, …./5-10-2021 και …./5-10-2021 ένορκες βεβαιώσεις των …………, αντιστοίχως, οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον του Συμβολαιογράφου Χαλανδρίου ……….. η πρώτη από αυτές και ενώπιον της Συμβολαιογράφου Σπετσών …………. οι λοιπές, για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, που όμως, αφορά προσβαλλομένη απόφαση που εκδόθηκε από Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε με την παρούσα τακτική διαδικασία, στην οποία δεν είναι επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, αφού για την απόδειξη της ένδικης αγωγής, εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 270 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του Ν. 2915/2001, εφόσον η πρώτη συζήτηση της αγωγής είχε προσδιορισθεί πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ήτοι την 13-2-1998 και τελικά συζητήθηκε την 23-9-1998, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι οικόπεδο, εμβαδού 500 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στη θέση «….» του Δήμου ….. και συνορεύει γύρωθεν με ακίνητο που ανήκει στην αρχικώς ενάγουσα και την αδελφή της, η οποία ήδη, κατά τα προαναφερόμενα, μετά το θάνατό της (ενάγουσας), έχει υπεισέλθει στη θέση της, ως μοναδική κληρονόμος της, ……….., με ιδιοκτησία κληρονόμων ………., με ιδιοκτησία ……., με ιδιοκτησία κληρονόμων …….. και τέλος με δημοτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία ………. Απεικονίζεται δε στο από Φεβρουαρίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού …………… με τα στοιχεία 36-35-12-13-14-15-16-62-57-56-55-36. Από το έτος 1974 η αρχικώς ενάγουσα νεμόταν το ακίνητο αυτό, ασκώντας επ΄ αυτού εμφανώς όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του και στον προορισμό του, συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίας έως το έτoς 1996, ήτοι πλέον της εικοσαετίας. Συγκεκριμένα η αρχικώς ενάγουσα είχε φυτεύσει στο επίδικο λεμονιές, ελιές, βερικοκιές, μπανανιές και διάφορα λουλούδια όπως γεράνια κλπ., τα οποία φρόντιζε και περιποιούταν και συνέλλεγε τους καρπούς των δέντρων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατόπιν της από 13-6-1983 αιτήσεως των αρχικώς δεύτερης και τρίτου των εναγομένων, την 9-9-1983 εκδόθηκε από την Υπηρεσία Πολεοδομίας του Διαμερίσματος Πειραιώς της Νομαρχίας Αττικής, η υπ΄ αρ. ……./9-9-1983 άδεια περιτοίχισης οικοπέδου, η οποία περιλαμβάνει και τοπογραφικό σκαρίφημα αυτού. Την 22-8-1983 είχε προηγηθεί έλεγχος και θεώρηση από την ίδια ως άνω αρμόδια υπηρεσία του από Μάιος 1983 τοπογραφικού διαγράμματος του οικοπέδου του Πολιτικού Μηχανικού …………… Οι ως άνω εναγόμενοι όμως, δεν προχώρησαν στην περιτοίχιση αυτού. Ακολούθως συντάχθηκε η από 2-7-1992 τεχνική περιγραφή της περιτοίχισης, η οποία θεωρήθηκε και ελέγχθηκε αρμοδίως την 3-7-1992. Οι πράξεις αυτές, όμως, των ως άνω διαδίκων, ήτοι η αίτηση και η έκδοση άδειας περιτοίχισης, καθώς και η σύνταξη τοπογραφικού σκαριφήματος, τοπογραφικού διαγράμματος και τεχνικής περιγραφής της περιτοίχισης, όπως και μεταγενέστερα το γεγονός ότι κατόπιν ενεργειών του αρχικώς πρώτου των εναγομένων εκδόθηκε η υπ΄ αρ. πρωτ. …../24-6-1996 άδεια του Δήμου …… του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιά, με την οποία επιτράπηκε η κατασκευή ράμπας για την κατασκευή της περιτοίχισης, οι οποίες δεν συνδυάζονται με άλλες εμφανείς πράξεις νομής στο επίδικο, δεν αποτελούν πράξεις νομής. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η αρχικώς ενάγουσα κατέστη κύρια του επίδικου ακινήτου, πρωτοτύπως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 1045 του ΑΚ, ως ασκούσα επ΄ αυτού συνεχώς και αδιαλείπτως τις προαναφερόμενες πράξεις νομής, διανοία κυρίας, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ετών. Περαιτέρω αποδείχθηκε όμως, ότι την 26-6-1996 οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν το πρώτον εμπράκτως την κυριότητα της αρχικώς ενάγουσας και συγκεκριμένα παράνομα και αυθαίρετα επιχείρησαν να περιφράξουν το πιο πάνω οικόπεδο, ξερίζωσαν σε τμήμα αυτού έκτασης 120 τ.μ., 20 φραγκοσυκιές, 2 αμυγδαλιές, 4 λεμονιές, κατέστρεψαν γλάστρες με διάφορα λουλούδια και ισοπέδωσαν το πιο πάνω τμήμα με οικοδομικό συνεργείο, διαταράσσοντας έτσι τη νομή της αρχικώς ενάγουσας επ΄ αυτού. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι επί της από 28-6-1996 (αρ. καταθ. ……/1996) αιτήσεως (που αφορά όπως δεν αμφισβητείται το επίδικο ακίνητο) της ήδη αρχικώς ενάγουσας κατά των 1) ………. (ήδη αρχικώς πρώτου των εναγομένων), 2) της ……….. (ήδη αρχικώς δεύτερης των εναγομένων), 3) …………. (ήδη τρίτου των εναγομένων) και 4) φυσικού προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, το Ειρηνοδικείο Σπετσών με την υπ΄ αρ. 7/1996 απόφασή του δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ήδη αρχικώς ενάγουσα νεμόταν το επίδικο ακίνητο τουλάχιστον από το έτος 1983 και ότι την 26-6-1996 οι καθ΄ ων η αίτηση παράνομα και αυθαίρετα επιχείρησαν να περιφράξουν το πιο πάνω οικόπεδο, αναγνώρισε δε την αιτούσα, ήδη αρχικώς ενάγουσα, προσωρινά νομέα αυτού. Περαιτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 1545/1999 απόφασή του, μεταξύ άλλων, δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι, κατ΄ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου των προτάσεών τους, προβάλλουν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής [κατά την οποία (αγωγή), όπως προαναφέρθηκε, οι δικαιοπάροχοι της αρχικώς ενάγουσας, άµεσος (πατέρας της) και απώτερος (πάππος της), ασκούσαν µε διάνοια κυρίων συνεχώς και αδιαλείπτως τις ίδιες πράξεις νομής με την ίδια (αρχικώς ενάγουσα), αρχής γενοµένης προ του έτους 1940], αφού οι ισχυρισμοί τους δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν το περιεχόμενο ενστάσεως (ιδίας κυριότητας), καθόσον δεν εκθέτουν ούτε το χρονικό σημείο από το οποίο κατέστησαν οι πέντε κύριοι δια συμβολαίων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κύριοι του επιδίκου ούτε τους δικαιοπαρόχους τούτων, ώστε να μπορεί να αντικρουσθούν από τους αντιδίκους τα σχετικά αμφισβητούμενα σημεία και να τεθούν από το Δικαστήριο προς απόδειξη τα ανάλογα θέματα, αφού ήθελε αχθεί τούτο στην κρίση ότι τα άνω περιστατικά συνιστούν ένσταση. Με λόγο της ένδικης εφέσεως οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι είναι συγκύριοι του ανωτέρω περιγραφόμενου οικοπέδου κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος από αυτούς, δυνάμει των αναφερομένων συμβολαίων (του έτους 1990) της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., νομίμως μεταγεγραμμένων. Ότι οι άμεσοι δικαιοπάροχοί τους ήταν επίσης συγκύριοι κατ΄ ισομοιρία και εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ΄ αρ. ………./14-12-1979 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί τους ήταν κύριοι αυτού δυνάμει των αναφερόμενων τρόπων (κληρονομικών διαδοχών, πωλήσεων) και ότι ο αρχικός δικαιοπάροχός τους, αγόρασε αυτό (πρώτος αγοραστής) δυνάμει του υπ΄ αρ. ……./29-10-1928 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………………., νομίμως μεταγεγραμμένου. Πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, η αρχικώς ενάγουσα, ήδη από το έτος 1974 έως το έτος 1996 ασκούσε πράξεις νομής επί του ακινήτου αυτού, με διάνοια κυρίας συνεχώς και αδιαλείπτως, παραμένοντας αυτό υπό την εν γένει εποπτεία της (αρχικώς ενάγουσας) καθ΄ όλο το ως άνω χρονικό διάστημα και συνεπώς  κατέστη κυρία αυτού. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι, απορριπτομένου του υποβληθέντος αιτήματος της εφεσίβλητης περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, καθόσον το Δικαστήριο σχημάτισε δικανική πεποίθηση από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εκκαλούντων, ατομικά και ως υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς τρίτου των εκκαλούντων. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι ως άνω εκκαλούντες (πρώτος και δεύτερη των εκκαλούντων, ………. και …………, ατομικά και ως υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς τρίτου των εκκαλούντων), λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ……….., που υπεισήλθε στη θέση της αρχικώς εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως ως προς τον τρίτο των καθ΄ ων η κλήση.

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν, ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εκκαλούντων, ατομικά και ως υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς τρίτου των εκκαλούντων, την από 16-7-2009 (αρ. καταθ. ………./2009) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4641/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Καταδικάζει τους πρώτο και δεύτερη των εκκαλούντων, …………. και …………., ατομικά και ως υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς τρίτου των εκκαλούντων, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, ………….., που υπεισήλθε στη θέση της αρχικώς εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η Απριλίου 2022  και δημοσιεύθηκε στις 20 Απριλίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους Δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ