ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 253/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Νικόλαο Κουτρούμπα – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Ιωάννη Ζαχαρόπουλου και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Μαρία Μακρυγιάννη-Τζοβάρα, 2) …………….. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.4.1995 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../1995 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η 361/1996 προδικαστική απόφαση και στη συνέχεια η 1453/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 5.11.2020 έφεση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020. Επικυρωμένο αντίγραφο της παραπάνω έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020 και δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, όταν εκφωνήθηκε το όνομα του εφεσίβλητου ………., οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του, … και …. … του ….. δήλωσαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Μαριας Μακρυγιάννη ότι ο ανωτέρω απεβίωσε και ότι συνεχίζουν τη δίκη εκείνοι στη θέση του υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους και ότι παρίστανται δια της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Μαριας Μακρυγιάννη.
Ακολούθως, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν τον λόγο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν αυτές δεκτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 5.11.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά για προσδιορισμό δικασίμου με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση της εκκαλούσας …………. κατά των εφεσίβλητων …………… και …………. προς εξαφάνιση της 1453/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την από 25.4.1995 (με αριθμό κατάθεσης ………./1995) αγωγή των τελευταίων κατά της πρώτης, δέχθηκε εν μέρει αυτή, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα στις 14.12.2020, πριν την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στους ενάγοντες που έλαβε χώρα με επιμέλεια της εναγόμενης προς την αντίκλητο πληρεξούσια δικηγόρο τους κατ’ άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ στις 12.3.2021 και όπως η επίδοση κατά το μέρος που αφορούσε στον ενάγοντα …. ……………….. του ….. έγινε λόγω θανάτου του στους νόμιμους κληρονόμους του, ήτοι στη σύζυγο αυτού, ……………….. χήρα ……………….. και στα τέκνα του,……………….. του ……………….. και ……………….. του ……………….. (βλ. την υπ’ αριθ. ……../12.3.2021 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… προς τη ……………….. ως πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο των παραπάνω εναγόντων) κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ. Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο εφεσίβλητο, . ……………….. του ………., αποδεικνύεται ότι αυτός απεβίωσε μετά τη μετ’ απόδειξη συζήτηση της αγωγής και πριν την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, στις 12.1.2019 (βλ. την προσκομιζόμενη από τους κληρονόμους του υπ’ αριθ. πρωτ. ………./14.1.2019 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξίαρχου Καλλιθέας ………), χωρίς ωστόσο να προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι του θανάτου του είχε λάβει γνώση η εκκαλούσα όταν άσκησε την ένδικη έφεση στις 14.12.2020, ούτε άλλωστε κάτι τέτοιο υποστηρίζουν οι κληρονόμοι του, ώστε να καθίσταται απαράδεκτο το ένδικο μέσο κατά το μέρος που στρέφεται κατά του θανόντος (πρβλ. ΑΠ 11/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, βλ. (ΑΠ 304/2018, ΑΠ 45/2018 και ΑΠ 2167/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 868/2001 ΕλλΔνη 43, σελ. 719, ΕφΠειρ 56/2016 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 6032/2005 Ελλ Δνη 47, σελ. 574), οπότε νομίμως η δίκη συνεχίζεται με τους κληρονόμους του [βλ. ΜονΕφΑθ 318/2021 στην ΤΝΠ Νόμος ότι εάν δεν προβάλλεται ισχυρισμός περί γνωστοποιήσεως στον εκκαλούντα του θανάτου του εφεσιβλήτου, συνάγεται απόδειξη ότι, ο εκκαλών δεν είχε λάβει, καθ` οιονδήποτε τρόπο, γνώση του εν λόγω θανάτου, προ της ασκήσεως της εφέσεως (βλ. επίσης Μ. Μαργαρίτη-Ά. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ Θεωρία-Νομολογία», Τ. I, 2012, υπό άρθρο 517, αριθ. 16, Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση», έκδ. 2015, υπό άρθρο 517, αρ. 771 επ.)]. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι αυτός κατά τον χρόνο του θανάτου του κατέλειπε την από 10.11.2018 ιδιόγραφη διαθήκη του, δημοσιευθείσα με το υπ’ αριθ. …./11.12.2019 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας στη συνεδρίαση της 11.12.2019 και με την οποία εγκατέστησε ως κληρονόμους του τα δύο τέκνα του, ……………….. και……………….., στους οποίους καταλείπει μεταξύ άλλων και το ένδικο ακίνητο στον Πειραιά από κοινού, δηλαδή σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στον καθένα εξ αυτών. Με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, οι ανωτέρω εκ διαθήκης κληρονόμοι του αρχικώς τρίτου ενάγοντος και δεύτερου εφεσίβλητου δηλώνουν ότι συνεχίζουν τη δίκη ως νόμιμοι κληρονόμοι αυτού, προσάγουν δε και επικαλούνται εκτός των ανωτέρω πιστοποιητικών, το υπ’ αριθ. πρωτ. …../31.1.2019 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Προϊσταμένου Διεύθυνσης του Γραφείου Αστικής Κατάστασης του Δήμου Πειραιά, ότι μαζί με τη μητέρα τους τυγχάνουν οι πλησιέστεροι συγγενείς του θανόντος, το υπ’ αριθ. …./22.10.2021 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας από το οποίο προκύπτει ότι μέχρι την 22.10.2021 δεν είχε δημοσιευθεί άλλη διαθήκη του θανόντος και το από 25.1.2021 υπ’ αριθ. ……/8.12.2020 πιστοποιητικό της γραμματέως του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας ότι μέχρι την 24.1.2021 δεν είχε καταχωρηθεί δήλωση για αποποίηση της κληρονομίας του θανόντος. Επομένως, η έφεση η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.γ’ ΚΠολΔ, το με κωδικό …………. e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e- παράβολου και την από 14.12.2020 απόδειξη συναλλαγής-Κέντρο Αυτόματων Πληρωμών της Εθνικής Τράπεζας, Κατάστημα Εθν. Αντιστάσεως).
Με την από 25.4.1995 (με αριθμό κατάθεσης …../1995) αγωγή των …………… κατά των …………. και του Δήμου Πειραιώς, οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι ο αρχικός δικαιοπάροχός τους, ………… απέκτησε το 1925, με συμβόλαιο αγοράς, νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, το λεπτομερώς περιγραφόμενο στην αγωγή οικόπεδο στην οδό ……….. (νυν αρ. ….) στον Πειραιά, συνολικής εκτάσεως 327,6 τ.μ., εντός του οποίου υπήρχαν δύο συγκροτήματα κατοικιών, ότι το έτος 1935 πώλησε με συμβόλαιο, νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, το ήμισυ εκ του ανωτέρω οικοπέδου εκτάσεως 163,80 τ.μ. μετά του εντός αυτού συγκροτήματος κατοικιών, ότι επί του εναπομείναντος οικοπέδου μετά του εντός αυτού συγκροτήματος, όπως με ακρίβεια περιγράφεται, σύστησε οριζόντιες ιδιοκτησίες μετά του αντιστοιχούντος σε αυτές ποσοστού συγκυριότητας επί του οικοπέδου υπέρ των τεσσάρων θυγατέρων του, ……………….., μητέρας της δεύτερης των εναγόντων, της ……………….., πρώτης των εναγόντων, ……………….. και ……………….., πρώτης των εναγόμενων, δια των αναφερόμενων στην αγωγή συμβολαιογραφικών πράξεων που μεταγράφησαν νομίμως, το 1938, το 1957, το 1940 και το 1959 αντίστοιχα, ότι η κόρη του……………….. το έτος 1979 μεταβίβασε στη δεύτερη ενάγουσα με συμβόλαιο γονικής παροχής, νομίμως μεταγεγραμμένο, την οριζόντια ιδιοκτησία της μετά του αντίστοιχου ποσοστού συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και ότι η οριζόντια ιδιοκτησία που απέκτησε κατά τα προαναφερθέντα η κόρη του ……………….., ……………….. εκπλειστηριάσθηκε κατόπιν κατάσχεσης από την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος και, εν συνεχεία, πωλήθηκε το έτος 1967 στον τρίτο ενάγοντα με συμβόλαιο, νομίμως μεταγεγραμμένο. Επιπλέον περιέχεται ιστορική βάση στην αγωγή, όπως αυτή εκτιμάται και από το παρόν Δικαστήριο, ότι οι ενάγοντες απέκτησαν τις προαναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες τους μετά του αντιστοιχούντος σε αυτές ποσοστού συγκυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής από τότε που αυτοί τις απέκτησαν, προσμετρώντας και τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους και ότι επομένως είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι επί του λεπτομερώς περιγραφόμενου στην αγωγή, κατά θέση, έκταση και όρια, οικοπέδου, σε ποσοστό 25% εκάστη εκ των πρώτης και δεύτερης των εναγόντων και σε ποσοστό 23,5% ο τρίτος ενάγων και κύριοι των περιγραφόμενων στην αγωγή οριζόντιων ιδιοκτησιών. Περαιτέρω, υποστήριξαν ότι η πρώτη εναγόμενη, η οποία ήταν, ομοίως, συγκυρία επί του επίδικου οικοπέδου σε ποσοστό 26,5% και κυρία της αντιστοιχούσας στο ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου οριζόντιας ιδιοκτησίας, δυνάμει του με αριθμό ……./1990 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη, κόρη της, την ψιλή κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας της και το δικαίωμα συγκυριότητάς της επί ολόκληρου του ως άνω οικοπέδου ως κάθετη, όμως, ανεξάρτητη ιδιοκτησία, με δικαίωμα ανεγέρσεως κτισμάτων απεριόριστα καθ’ ύψος. Ότι η πρώτη εναγόμενη ως επικαρπώτρια και η δεύτερη εναγόμενη ως ψιλή κυρία της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατόπιν λήψης άδειας επισκευής από την Πολεοδομία, παρά το νόμο, στο διάστημα από Ιούλιο έως Οκτώβριο του 1991 κατεδάφισαν όλες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες, τόσο τη δική τους όσο και των εναγόντων, καθώς και τα κοινόκτητα και κοινόχρηστα οικοδομήματα, καταλαμβάνοντας αυτά, ακολούθως δε προέβησαν στην εκ θεμελίων ανέγερση επί του κοινού ως άνω οικοπέδου νέας τετραώροφης οικοδομής με αποτέλεσμα να αποβληθούν οι ενάγοντες από αυτό και να στερηθούν της δυνατότητας χρήσης των παλαιών οικοδομών, κυρίως δε ανεγέρσεως νέας ενιαίας οικοδομής επί του οικοπέδου, επειδή είναι ανεπίτρεπτη η ανέγερση επιμέρους οικοδομών στο εναπομείναν τμήμα του ως άνω κοινού οικοπέδου, από τους λοιπούς συγκυρίους για τους λόγους που αναφέρονται. Διέλαβαν, επίσης, ότι από τις παράνομες πράξεις των υπαλλήλων της Πολεοδομικής Υπηρεσίας, οργάνων του τρίτου εναγόμενου, Δήμου Πειραιά, που αναφέρονται στην αγωγή, καθώς και από αυτές των δύο πρώτων εναγόμενων, υπέστησαν ζημία που ανέρχεται για εκάστη εκ των πρώτης και δεύτερης εναγουσών στο ποσό των 16.154.750 δραχμών και για τον τρίτο ενάγοντα στο ποσό των 15.184.760 δραχμών. Ενόψει των ανωτέρω, ζητούσαν: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του προαναφερόμενου με αριθμό ………/1990 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………….., β) να αναγνωριστεί η εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα των εναγόντων επί του όλου οικοπέδου στην οδό ……………….. αρ. . στον Πειραιά, επιφάνειας 163,20 τετρ. μέτρων, σε ποσοστό 25% για κάθε μία από τις πρώτη και δεύτερη ενάγουσες και σε ποσοστό 23,5% για τον τρίτο ενάγοντα, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να κατεδαφίσουν την ανεγερθείσα τετραώροφη οικοδομή και να απομακρύνουν τα οικοδομικά υλικά κατεδάφισης από το κοινό οικόπεδο, σε περίπτωση, δε, μη συμμόρφωσής τους να δοθεί η άδεια στους ενάγοντες να προβούν στις ανωτέρω ενέργειες με δαπάνες των εναγόμενων ύψους 5.000.000 δραχμών, προκαταβλητέες σε αυτούς, δ) να διαταχθεί η απόδοση της ακώλυτης κοινής χρήσης του ακινήτου σε αυτούς, άλλως και μόνο επικουρικά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι λόγω της αδικοπραξίας, να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, σε εκάστη εκ των πρώτης και δεύτερης των εναγόντων το ποσό των 16.154.750 δραχμών και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 15.184.760 δραχμών, ως απολεσθείσα αξία της προσδοκώμενης για τον καθένα εργολαβικής αντιπαροχής, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ε) να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά των εναγόμενων διάρκειας ενός έτους και στ) να καταδικαστούν οι τελευταίοι στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 361/1996 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που απέρριψε αυτή ως προς τον τρίτο εναγόμενο Δήμο Πειραιώς, κατά τη βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 104-106 ΕισΝΑΚ για παράνομες πράξεις των οργάνων του, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Επίσης απέρριψε το πρώτο αίτημα της αγωγής κατά των δύο πρώτων εναγόμενων περί αναγνώρισης ακυρότητας του πιο πάνω συμβολαίου γονικής παροχής ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης καθότι δεν προσδιορίζεται το ιδανικό μερίδιο της πρώτης εναγόμενης που μετεβιβάσθη στη δεύτερη κατά ψιλή κυριότητα ως κάθετη ιδιοκτησία, δηλαδή δεν προσδιορίζεται το συγκεκριμένο μέρος του κοινού, ώστε να ελεγχθεί αν η μεταβίβαση αφορά το ιδανικό μερίδιο ή την οριζόντια ιδιοκτησία της πρώτης εναγόμενης. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1113, 1108, 1094, 785επ, 914, 297, 298, 345, 346 ΑΚ, 176, 907, 908, 945 και 1047 ΚΠολΔ και διέταξε τη διεξαγωγή αποδείξεων και με μάρτυρες, καθώς και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Κατόπιν διενέργειας των διαταχθέντων με την ως άνω προδικαστική απόφαση, η ένδικη αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την από 2.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης …………./2018 κλήση της πρώτης και τρίτου των εναγόντων μόνο κατά της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω του επιγενόμενου θανάτου της πρώτης εναγόμενης στις 25.2.2008. Στην κλήση για τη μετ’ απόδειξη συζήτηση δεν συμμετείχε η δεύτερη των εναγόντων, που επίσης απεβίωσε στις 28.8.2006, ούτε ο σύζυγος και τα τρία τέκνα της που την κληρονόμησαν, γεγονός ως προς το οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι δεν επηρεάζει την πρόοδο της δίκης, καθώς οι ενάγοντες ως εξ αδιαιρέτου συγκύριοι συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της απλής ομοδικίας, με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα υποχρεωτικής από κοινού ενεργητικής νομιμοποίησης αυτών. Περαιτέρω, το παραπάνω Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση ανακάλεσε εν μέρει την 361/1996 προδικαστική απόφασή του. Ειδικότερα, έκρινε επιπλέον σε σχέση με όσα δέχθηκε η ως άνω προδικαστική απόφαση ότι η ένδικη αγωγή πρέπει να κριθεί νόμιμη και ως προς την επικουρική της βάση περί κτήσης συγκυριότητας της πρώτης και του τρίτου των εναγόντων κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά επί του περιγραφόμενου στην αγωγή οικοπέδου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας προσαυξανόμενου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1045επ., 1051 ΑΚ. Επίσης, έκρινε ως μη νόμιμα τα αιτήματα της αγωγής να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να κατεδαφίσουν την ανεγερθείσα τετραώροφη οικοδομή και να απομακρύνουν τα οικοδομικά υλικά κατεδάφισης από το κοινό οικόπεδο, σε περίπτωση δε μη συμμόρφωσής τους να δοθεί η άδεια στους ενάγοντες να προβούν στις ανωτέρω ενέργειες με δαπάνες των εναγομένων ύψους 5.000.000 δραχμών, προκαταβλητέες σε αυτούς, να διαταχθεί η απόδοση της ακώλυτης κοινής χρήσης του κοινού οικοπέδου στους ενάγοντες κατά τα ποσοστά συγκυριότητάς τους και επικουρικά να υποχρεωθούν οι εναγόμενες λόγω της αδικοπραξίας να καταβάλουν, εις ολόκληρον, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 16.154.750 δραχμών και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 15.184.760 δραχμών. Τούτο, καθώς σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, η σύσταση των οριζόντιων ιδιοκτησιών δεν έλαβε χώρα νόμιμα, εφόσον, ο αρχικός οικοπεδούχος, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, προχώρησε σε σύσταση των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών καταρτίζοντας επιμέρους συμβάσεις με έκαστο εκ των αποκτώντων τις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ενώ όφειλε, για τη νόμιμη σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών εν ζωή, είτε να έχει ήδη συστήσει τις οριζόντιες ιδιοκτησίες στο οικόπεδό του με μία μονομερή δικαιοπραξία, είτε να καταρτίσει μία ενιαία σύμβαση με συμβαλλόμενους όλους τους αποκτώντες τις επίδικες οροφοκτησίες στην οποία, όμως, να προηγείται η σύσταση των οριζόντιων ιδιοκτησιών επί του οικοπέδου. Ομοίως μη νόμιμη έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την επικουρική βάση κτήσης των οροφοκτησιών με έκτακτη χρησικτησία ως προς την πρώτη και τον τρίτο των εναγόντων, καθότι η χρησικτησία δεν συνιστά νόμιμο τρόπο σύστασης οροφοκτησίας. Συνακόλουθα, απορριπτέο έκρινε και το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης ως παρεπόμενο αίτημα των πιο πάνω υπό στοιχεία (γ) και (δ) αιτημάτων της αγωγής. Ακολούθως, ως προς το εναπομείναν κύριο αίτημα της αγωγής, η εκκαλούμενη δέχθηκε αυτό ως ουσία βάσιμο και ειδικότερα ότι προέκυψε από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι η πρώτη ενάγουσα και ο τρίτος ενάγων απέκτησαν ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου 25% και 23,50% αντίστοιχα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και ότι με τα αναφερόμενα στο υπ’ αριθ. 3944/1990 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., νομίμως μεταγεγραμμένου ότι η αρχικώς πρώτη εναγόμενη ……………….. σύζυγος ……………….. είχε στην κυριότητά της μια κάθετη ιδιοκτησία-τμήμα οικοπέδου, έκτασης 195,43 τ.μ., κείμενου στον Πειραιά, στη θέση “ …..”, επί της οδού ……………….. αρ….., όπως εκεί περιγράφεται με ποσοστό συνιδιοκτησίας 26,5% επί του ανωτέρω οικοπέδου και ότι ειδικότερα το ανωτέρω τμήμα οικοπέδου, όπου υπάρχει παλαιά οικία αποτελούμενη από υπερυψωμένο ισόγειο 50 τ.μ. και υπόγειο επιφάνειας 36 τ.μ., ανεγερθείσα προ του 1925, αποτελεί ανεξάρτητη κάθετη ιδιοκτησία, υπήχθη, δε στο σύστημα κάθετης ιδιοκτησίας οροφοκτησίας με το υπ’ αριθμόν 30044/1959 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά . ……………….., νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγόμενη την απέκτησε λόγω προικός, ενώ με το υπ’ αριθ. …………./1990 συμβόλαιο γονικής παροχής η ανωτέρω μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη την ψιλή κυριότητα επί της ανωτέρω κάθετης ιδιοκτησίας παρακρατώντας ισοβίως την επικαρπία αμφισβητήθηκε το ποσοστό της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας της πρώτης και του τρίτου των εναγόντων επί του επίδικου οικοπέδου. Κατόπιν τούτου, το ανωτέρω Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε έναντι της δεύτερης εναγόμενης ότι η πρώτη και ο τρίτος των εναγόντων είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι σε ποσοστό 25% και 23,5% αντίστοιχα ενός οικοπέδου εκτάσεως 163,80 τ.μ. στην οδό ……………….. αρ….. στον Πειραιά, όπως κατά τα λοιπά περιγράφεται στο διατακτικό της εκκαλούμενης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα-δεύτερη εναγόμενη με την υπό κρίση έφεσή της για εσφαλμένη εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η 1453/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η από 25.4.1995 (με αριθμό κατάθεσης …../11-5-1995) αγωγή των εναγόντων-εφεσίβλητων και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά της έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Ειδικότερα, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι εσφαλμένως και αυθαιρέτως η εκκαλούμενη θεώρησε ότι υπάρχει επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης της κυριότητας εκ μέρους των εναγόντων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ώστε να μπορούν αυτοί να αναγνωρισθούν συγκύριοι και μάλιστα με τα αυθαίρετα ποσοστά 25% και 23,5% αντίστοιχα στο επίδικο ακίνητο. Ότι από τη διατύπωση και την ανάγνωση του αιτητικού της ένδικης αγωγής δεν προκύπτει από πουθενά κάτι τέτοιο και ότι οι όποιες αναφορές των εναγόντων στο ιστορικό της αγωγής τους (στη σελίδα 9 αυτής) περί πράξεων διακατοχής ή νομής ακόμη και από τους δικαιοπαρόχους τους από το έτος 1925, δεν αφορούν στο τμήμα οικοπέδου που ανήκει στην εκκαλούσα, αλλά αφορούν στις δικές τους ιδιοκτησίες, καθώς και στους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους (είσοδος, διάδρομοι, αυλή, αποχωρητήριο κλπ), οι οποίοι ήταν και είναι στη χρήση όλων τους, αλλά πάντοτε ευρισκόμενοι εκτός του δικού της τμήματος οικοπέδου. Ότι συνεπώς εάν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σωστά ερμήνευε και διέγνωσκε το δεύτερο αίτημα της αγωγής, έπρεπε να απορρίψει και αυτό και κατ’ επέκταση να απορρίψει ολόκληρη την αγωγή ως μη νόμιμη και αβάσιμη. Ωστόσο, από την ανάγνωση του αγωγικού δικογράφου, προκύπτει σαφώς ότι σε αυτό περιέχεται επικουρική βάση που στηρίζει το αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας των εναγόντων έναντι της εναγόμενης με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και μάλιστα κατά τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά του 25% και του 23,5% για την πρώτη και τον τρίτο των εναγόντων αντίστοιχα. Ειδικότερα, αναφορικά με το επίδικο ακίνητο διαλαμβάνεται στην αγωγή ότι ο …………. είχε τέσσερις θυγατέρες, ήτοι τη ……………….., την ……………….., την ……………….. και τη ……………….., ότι θέλησε να προικίσει αυτές ισομερώς, ακολούθως αναφέρονται οι συμβολαιογραφικές πράξεις με τις οποίες φέρεται να συνέστησε οριζόντιες ιδιοκτησίες και να μεταβίβασε εξ αδιαιρέτου ποσοστά κυριότητας στο επίδικο ακίνητο με προικοσυμβόλαια και δωρητήρια συμβόλαια σε κάθε μία από τις θυγατέρες του και τέλος στη σελίδα 9 της αγωγής εκτίθεται ότι “Εν συνεχεία των ανωτέρω και μετά την κατά τον άνω τρόπο εκφρασθείσα βούληση του …………, όπως αυτή σαφώς προκύπτει από τα άνω συμβόλαια, όλοι οι διάδοχοί του συμπεριφερόμαστε ως συγκύριοι και δη η πρώτη και δεύτερη εξ ημών κατά ποσοστό 25% εκάστη, ο τρίτος εξ ημών κατά ποσοστό 23,50% και η πρώτη των εναγομένων κατά ποσοστό 26,50% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου, χρησιμοποιούσαμε τους κοινόχρηστους και κοινοκτήτους χώρους (είσοδο, αυλή, W.C. κτλ) κατά την άνω έννοια, μεριμνώντες για την κοινή ιδιοκτησία μας. Επειδή οι παραπάνω οριζόντιες ιδιοκτησίες μας (δηλ. οι ιδιοκτησίες ημών των εναγόντων και της πρώτης των εναγομένων) ήσαν πεπαλαιωμένες, από κοινού αναζητήσαμε μηχανικούς για να δώσουμε αντιπαροχή, καταρτίσαμε σχέδια, επιλέξαμε διαμερίσματα, συνεννοηθήκαμε με την προς νότο ιδιοκτήτρια του ομόρου ακινήτου για συννένωση του οικοπέδου κτλ., ασκούσαμε δε από του χρόνου κτήσεως των ιδιοκτησιών μας, η πρώτη εξ ημών από το 1940, η δεύτερη εξ ημών από το 1979, ο τρίτος εξ ημών από το 1967, εις τον οποίον προστίθεται και εκείνος των δικαιοπαρόχων μας, ήτοι τουλάχιστον από το 1925, πράξεις διακατοχής, νομής και τοιαύτας που προσιδιάζουν στην κυριότητα του καθενός μας επί κάθε μιας χωριστής και διακεκριμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας μας, καθώς επίσης και στην συγκυριότητα κατά την άνω έννοια και κατά τα άνω ποσοστά, όπως αναφορές στις αρμόδιες Αρχές, μετρήσεις, χρησιδάνεια κτλ.”. Ακολούθως, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες, με σκοπό την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, ενεργούσες δολίως, προέβησαν στην κατάρτιση μεταξύ τους συμβολαιογραφικής πράξεως και συγκεκριμένα κατάρτισαν το υπ’ αριθ. …../1990 συμβόλαιο της συμβ/φου Πειραιώς ………, μεταγραφέν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …. και με αριθμό …., με το οποίο η πρώτη εξ αυτών μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη ως γονική παροχή, δικαίωμα που δεν είχε, ήτοι της μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας και του δικαιώματος συγκυριότητας επί του όλου ως άνω οικοπέδου, που είχε αποκτήσει βάσει του υπ’ αριθ. …./1959 συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιώς …………, ως κάθετη ανεξάρτητη ιδιοκτησία, με δικαίωμα ανεγέρσεως κτισμάτων απεριόριστα καθ’ ύψος, δηλαδή η πρώτη εναγόμενη μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη ιδανικό μερίδιο επί οικοπέδου, ως διηρημένο και αυτοτελές οικόπεδο, προσπαθώντας να μετατρέψουν τη βάσει συμβάσεως οριζόντια ιδιοκτησία σε κάθετη. Με την επίκληση, λοιπόν, του παραπάνω ιστορικού, οι ενάγοντες ζητούν, μεταξύ άλλων, με το δεύτερο αγωγικό αίτημα να αναγνωρισθούν ότι είναι συγκύριοι επί του όλου ως άνω οικοπέδου και συγκεκριμένα η πρώτη εξ αυτών σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου και ο τρίτος σε ποσοστό 23,5% εξ αδιαιρέτου. Με το παραπάνω περιεχόμενο και το ως άνω αίτημα αναγνώρισης του δικαιώματος συγκυριότητας των παραπάνω εναγόντων επί του επίδικου οικοπέδου έναντι των εναγομένων και ήδη μόνο κατά της δεύτερης εναγόμενης εισάγεται ως επικουρική ιστορική και νομική βάση της αγωγής αυτή της έκτακτης χρησικτησίας, όπως ορθά έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 1045 ΑΚ, 70 ΚΠολΔκαι εκείνων των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ. (50.14 ), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ.( 23.3) του προϊσχύσαντος Βρ. Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση της κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, καθώς και εκείνων των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτουν τα εξής: Ο κύριος ακινήτου δικαιούται με αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή στρεφομένη κατά του νομέα ή του κατόχου του ακινήτου κατά την άσκησή της ή κατά αυτού που με οποιοδήποτε τρόπο αμφισβητεί την κυριότητά του, να ζητήσει να αναγνωρισθεί η κυριότητά του στο ακίνητο. Για το ορισμένο της αγωγής πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων, κάποιος προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος, με τον οποίο απέκτησε ο ενάγων την κυριότητα του ακινήτου. Τέτοιος τρόπος κτήσης κυριότητας μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο ενάγων έχει στη νομή του, δηλαδή στη φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μία συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ στις 23-2-1946, ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μία συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ` αυτήν την περίπτωση πρέπει ο ενάγων στο ως άνω δικόγραφό του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του στο ακίνητο, όπως τέτοιες είναι η εκμίσθωση, η οριοθέτηση, η επίβλεψη, η καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο χρησικτησίας, καθώς και η αναφορά του προσώπου έναντι του οποίου ασκείται η φυσική εξουσίαση του ακινήτου προς απόκτηση της κυριότητας με χρησικτησία (ΑΠ 1145/2011, ΑΠ 968/2007, ΕφΑθ 81/2010 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ) Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για την νομική θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση, καθόσον καθορίζεται σ` αυτήν με σαφή έκθεση των γεγονότων, ο τρόπος κτήσης της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο εκ μέρους των εναγόντων (ήδη εφεσίβλητων) με παράγωγο τρόπο και με χρησικτησία, και ειδικότερα αναφέρεται η διενέργεια, με καλή πίστη, συγκεκριμένων πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου επί τον απαιτούμενο χρόνο (χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, να είναι απαραίτητος ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο χρησικτησίας και η αναφορά του προσώπου έναντι του οποίου ασκείται η φυσική εξουσίαση του ακινήτου) και χωρίς να απαιτείται για την έκτακτη χρησικτησία καλή πίστη από την εισαγωγή του ΑΚ και μετά, εκτός αν πρόκειται να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος της χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που είχε ήδη αρχίσει να τρέχει πριν την 23.2.1946. Επομένως στην αγωγή περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία στοιχεία, που απαιτούνται για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία και συνεπώς αυτή είναι ορισμένη και νομίμως στηρίζει το αίτημα των εναγόντων περί αναγνωρίσεως της συγκυριότητας τους στο επίδικο ακίνητο (βλ. ΕφΑιγ 45/2021, στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, δεν χρειαζόταν να επικαλούνται οι ενάγοντες πανηγυρικά ότι η επικουρική βάση της αγωγής τους για την αναγνώριση της συγκυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο είναι αυτή της έκτακτης χρησικτησίας, αρκεί τούτο να συνάγεται σαφώς από το περιεχόμενο της αγωγής τους. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι έργο του δικαστηρίου της ουσίας (πρωτοδικείου ή εφετείου) είναι να προβεί αυτεπαγγέλτως στην εφαρμογή του νόμου, ήτοι στην προσήκουσα υπαγωγή των εννόμων σχέσεων που αναδύονται από τα επικαλούμενα στο δικόγραφο της αγωγής κατά τρόπο σαφή πραγματικά περιστατικά, και όπως αυτές στη συνέχεια προκύπτουν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που τις θεμελιώνουν, βάσει της αρχής jura novit curia, ενώ ο εκ μέρους των διαδίκων διδόμενος νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται ή δεν θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1347/2019, ΑΠ 651/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 133/2018, Αρμ 2018, σελ. 1790, ΑΠ 318/2017, ΑΠ 881/2010 στην ΤΝΠ Νόμος). Όμοια λοιπόν αφού έκρινε και η εκκαλουμένη σχετικά με την επικουρική σώρευση στην αγωγή νομικής βάσης περί κτήσης της κυριότητας από τους ενάγοντες με έκτακτη χρησικτησία δεν έσφαλε περί την εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής και περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων, με αποτέλεσμα ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα να είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται επειδή η εκκαλουμένη, ενώ ορθώς απέρριψε τα με τη δική της απαρίθμηση υπό στοιχεία (α), (γ), (δ) και (ε) αγωγικά αιτήματα των εφεσίβλητων, τελικά έκανε δεκτό το υπό στοιχείο (β) αίτημά τους περί αναγνωρίσεώς τους ως συγκυρίων επί του όλου οικοπέδου σε ποσοστό 25% για την πρώτη εφεσίβλητη (1η ενάγουσα) και σε ποσοστό 23,5% για τον δεύτερο εφεσίβλητο (3ο ενάγοντα), γεγονός που συνιστά αντίφαση της ίδιας της απόφασης. Ότι η αντίφαση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι η εκκαλούμενη αλλά και η προδικαστική απόφαση απέρριψε το υπό στοιχείο (α) αίτημα της αγωγής των εφεσίβλητων, με το οποίο αυτοί ζητούσαν την ακύρωση του ενώπιον της συμβ/φου Πειραιώς ……………….. υπ’ αριθ. ……/1990 συμβολαίου γονικής παροχής της πρώτης εναγόμενης προς την εκκαλούσα- δεύτερη εναγόμενη, που σχετίζεται με το υπό στοιχείο (β) αίτημα της αγωγής. Ότι αφού το συμβόλαιο αυτό, που αναφέρει απολύτως ξεκάθαρα, ακόμη και στον τίτλο του, ότι αφορά σε περιουσιακή (γονική) παροχή κάθετης ιδιοκτησίας τμήματος οικοπέδου μετά κτισμάτων, δεν ακυρώθηκε από την εκκαλουμένη, εξακολουθεί αυτό να είναι απολύτως έγκυρο και να ισχύει νομίμως, δηλαδή υφίσταται κάθετη ιδιοκτησία επί του όλου επίδικου οικοπέδου και δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει για τους αντίδικους συγκυριότητα επί του τμήματος αυτού του οικοπέδου, στο οποίο (τμήμα) έχει η εκκαλούσα-εναγόμενη την κάθετη ιδιοκτησία της. Ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει στον νομικό κόσμο από τη μία πλευρά ένα απολύτως έγκυρο συμβόλαιο με κάθετη ιδιοκτησία και από την άλλη πλευρά να γίνεται λόγος για συγκυριότητα τρίτων προσώπων επί του όλου οικοπέδου, στο οποίο να συμπεριλαμβάνεται και το τμήμα της κάθετης ιδιοκτησίας. Ότι συνεπώς αντιφάσκει σφόδρα η εκκαλουμένη δεχόμενη το υπό στοιχείο (β) αγωγικό αίτημα των εφεσίβλητων, ενώ εάν δεν περιέπιπτε στην αντίφαση αυτή και ως δεσμευόμενη από την σαφή υπό αυτής απόρριψη του υπό στοιχείο (α) αγωγικού αιτήματος περί ακυρώσεως του ως άνω συμβολαίου γονικής παροχής, έπρεπε να απορρίψει και αυτό το (β) αίτημα των εφεσίβλητων, ήτοι τελικά να απορρίψει την υπό κρίση αγωγή τους καθ’ ολοκληρίαν, ως νόμω και ουσία αβάσιμη, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, είχε απορρίψει όλα τα υπόλοιπα υπό στοιχεία (α), (γ), (δ) και (ε) αγωγικά αιτήματα. Ο παραπάνω λόγος εφέσως τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 361/1996 προδικαστική του απόφαση απέρριψε το υπό στοιχείο (α) αγωγικό αίτημα να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του υπ’ αριθ. ……../1990 συμβολαίου της συμβ/φου Πειραιώς ……………….., που έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …. και υπ’ αύξ. αρ. ….. ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης καθότι δεν προσδιορίζεται το ιδανικό μερίδιο της πρώτης εναγόμενης που μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη κατά ψιλή κυριότητα ως κάθετη ιδιοκτησία δηλαδή δεν προσδιορίζεται το συγκεκριμένο μέρος του κοινού, ώστε να ελεγχθεί αν η μεταβίβαση αφορά το ιδανικό μερίδιο ή την οριζόντια ιδιοκτησία της πρώτης εναγόμενης, χωρίς να διαλάβει κρίση ότι πρόκειται για έγκυρο τίτλο κτήσεως κυριότητας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται στην έφεσή της η εκκαλούσα. Το υπό στοιχείο (α) αγωγικό αίτημα έχει αυτοτέλεια σε σχέση με το υπό στοιχείο (β) αίτημα της αγωγής, υπό την έννοια ότι η γονική παροχή εξ αδιαιρέτου ποσοστού ψιλής κυριότητας ακινήτου του γονέα προς το τέκνο ακόμη κι αν δεν προσβληθεί ως άκυρη από τρίτους που εγείρουν δικαιώματα συγκυριότητας στο ίδιο ακίνητο δεν τους δεσμεύει. Από τις διατάξεις των άρθρων 239, 496, 1509, 1033, 1191 ΑΚ προκύπτει ότι η περιουσιακή επίδοση από τον γονέα προς το τέκνο του ξένου ακινήτου για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, χωρίς αντάλλαγμα, είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης. Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται (άρθ. 1033 ΑΚ) αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος. Συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο. Ο αληθής κύριος στην περίπτωση αυτή μπορεί να ασκήσει την αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή, εφόσον αμφισβητείται η κυριότητά του, και να σωρεύσει με αυτήν και αίτημα αναγνώρισης της ανυπαρξίας δικαιώματος των εναγομένων στο επίδικο (αρνητική αναγνωριστική αγωγή), όχι, όμως, και να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας της σύμβασης γονικής παροχής του ακινήτου, λόγω έλλειψης κυριότητας του μεταβιβάζοντος γονέα, αφού, όπως προαναφέρθηκε αυτή είναι έγκυρη (πρβλ. αντίστοιχα όταν η αιτία μεταβίβασης ακινήτου είναι η πώληση ΕφΔωδ 132/2009 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 503/1997, ΕλλΔνη 1997, σελ. 1901, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπρ.Δικ. 1989, § 117, 4 ζ, σελ. 308). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου το ίδιο ισχύει εάν ο γονέας προβαίνει σε μεταβίβαση με γονική παροχή στο τέκνο του εμπράγματου δικαιώματος διαφορετικού από αυτό που πράγματι έχει επί του αναφερόμενου στο σχετικό συμβόλαιο ακινήτου, π.χ. διαλαμβάνοντας στο συμβόλαιο ότι μεταβιβάζει στο τέκνο του κάθετη επί του ιδιοκτησία καίτοι τέτοια δεν έχει συσταθεί, περιορίζοντας με τη μεταβίβαση αυτή το δικαίωμα που έχουν άλλοι συγκύριοι στο ίδιο ακίνητο. Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 14 ν. 3741/1929, άρθρου 2 ν.δ. 1024/1971, άρθρου 11 ν. 1562/1985 και άρθρων 1002 εδ. 1και 953 ΑΚ συνάγεται ότι, νόμιμος τρόπος σύστασης οριζοντίως ή καθέτως διηρημένης ιδιοκτησίας είναι αποκλειστικά και μόνο: α) η σύμβαση μεταξύ των κυρίων του όλου ακινήτου, β) η σύμβαση μεταξύ του κυρίου (ή των συγκυρίων) του όλου ακινήτου και του αποκτώντος διαμέρισμα, γ) η μονομερής εν ζωή δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου, δ) η δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε δίκη διανομής κοινού οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή, ε) η απόφαση του δικαστηρίου, κατόπιν συμφωνίας του 65% των συγκυρίων του οικοπέδου. Οι προαναφερόμενοι τρόποι σύστασης αυτοτελούς ιδιοκτησίας επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου πάνω σε ενιαία οικοδομή αναγράφονται περιοριστικώς στη νομοθεσία, αποκλειομένου κάθε άλλου τρόπου σύστασης οροφοκτησίας όπως είναι η χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη (ΑΠ 630/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ. 1068, ΕφΑθ 8449/2007 ΕπΔικΠολ 2008.37, ΕφΔωδ 177/2008, ΕφΑθ 8326/1992 Νόμος στις οποίες παραπέμπει η ΕφΘεσσαλ 2041/2012, Αρμ 2013, σελ. 733). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε κατόπιν εκτίμησης των αποδείξεων ότι η αρχικώς πρώτη εναγόμενη ……….., που απεβίωσε στις 25.2.2008, ανέφερε στο προαναφερόμενο υπ’ αριθ………../1990 συμβόλαιο γονικής παροχής προς τη δεύτερη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ότι είχε στην πλήρη κυριότητά της μια κάθετη ιδιοκτησία-τμήμα οικοπέδου 195,43 τ.μ. επί της οδού ……………….. αρ….. στον Πειραιά, όπως πλευρικά εκεί περιγράφεται, η δε κάθετη ιδιοκτησία έχει έκταση 51,80 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του ανωτέρω οικοπέδου 26,5%, όπως επίσης πλευρικά εκεί περιγράφεται και ότι το ανωτέρω τμήμα του οικοπέδου, όπου υπάρχει παλαιά οικία αποτελούμενη από υπερυψωμένο ισόγειο 50 τ.μ. και υπόγειο επιφάνειας 36 τ.μ., ανεγερθείσα προ του έτους 1925, αποτελεί ανεξάρτητη κάθετη ιδιοκτησία, υπήχθη δε στο σύστημα κάθετης οροφοκτησίας με το υπ’ αρ. …………/1959 συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιά ………., νομίμως μεταγραφέν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, δυνάμει του οποίου μάλιστα η ……….. την απέκτησε λόγω προικός, ενώ με το υπ’ αριθ. …./1990 συμβόλαιο γονικής παροχής, η ………. μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη την ψιλή κυριότητα της ανωτέρω κάθετης ιδιοκτησίας παρακρατώντας ισοβίως την επικαρπία. Ότι συνεπώς, με το ανωτέρω συμβόλαιο αμφισβητήθηκε το ποσοστό της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας της πρώτης και του τρίτου των εναγόντων επί του επίδικου οικοπέδου και κατόπιν αυτού, έγινε δεκτή στην ουσία της η αγωγή ως προς την αναγνώριση των εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητας της πρώτης και του τρίτου των εναγόμενων επί του εν λόγω οικοπέδου, 25% και 23,5% αντίστοιχα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Η κρίση αυτή δεν έρχεται σε αντίφαση με την απόρριψη με την προδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως αόριστου του πρώτου αιτήματος της αγωγής για αναγνώριση της ακυρότητας του υπ’ αριθ. …../1990 συμβολαίου γονικής παροχής της πρώτης εναγόμενης προς τη δεύτερη, καθώς είναι άλλα τα στοιχεία για να κριθεί ορισμένο και νόμιμο το δεύτερο αίτημα αναγνώρισης των εξ αδιαιρέτου ποσοστών κυριότητας των παραπάνω εναγόντων επί του κοινού ακινήτου έναντι των δύο πρώτων εναγόμενων, για το οποίο αρκεί το ότι αναφέρεται στην αγωγή ότι με το ως άνω συμβόλαιο μεταβιβάσθηκε από την πρώτη εναγόμενη στη δεύτερη εναγόμενη λόγω γονικής παροχής δικαίωμα ψιλής κυριότητας σε κάθετη ιδιοκτησία επί του κοινού ακινήτου, καίτοι τέτοια δεν είχε συσταθεί. Τούτο καθώς και μόνο η υποστήριξη από τις εναγόμενες στο ως άνω συμβόλαιο ότι υπάρχει υπέρ αυτών κάθετη ιδιοκτησία σε κοινό ακίνητο, καίτοι κατά τους ενάγοντες τέτοια κάθετη ιδιοκτησία δεν έχει ποτέ συσταθεί, συνιστά ισχυρισμό που περιορίζει το κατ’ άρθρο 1001 εδ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο 1002 ΑΚ περιεχόμενο πλήρους κυριότητας των εναγόντων κατά τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους στο ακίνητο, καθώς σύμφωνα με την πρώτη ως άνω διάταξη “Η κυριότητα πάνω σε ακίνητο εκτείνεται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, στο χώρο πάνω και κάτω από το έδαφος”, ενώ κατά το άρθρο 1002 εδ. 1 ΑΚ κατ’ εξαίρεση προβλέπεται ότι “κυριότητα χωριστή σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου”, ομοίως δε σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν.δ. 1024/1971 “περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου” «διηρημένη ιδιοκτησία επί των περιπτώσεων των προβλεπομένων υπό του ν. 3741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ` ορόφους» ή του παρόντος συνιστάται είτε δια δικαιοπραξίας εν ζωή ή αιτία θανάτου του κυρίου του οικοπέδου, είτε δια συμβάσεως των τυχόν συγκυριών αυτού», δηλαδή με την κάθετη ιδιοκτησία εισάγεται περιορισμός στο απόλυτο και καθολικό δικαίωμα της κυριότητας και μόνο με συμφωνία όλων των συγκυρίων του ακινήτου μπορεί να συσταθεί.
Πιο κάτω, με τον τρίτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι κακώς και εσφαλμένως η εκκαλούμενη οδηγήθηκε σε αποδοχή του υπό στοιχείο (β) αγωγικού αιτήματος και απεφάνθη ότι αναγνωρίζει συγκυριότητα στους εφεσίβλητους και μάλιστα σε ποσοστό 25% και 23,5% εξ αδιαιρέτου σε όλο το οικόπεδο, δηλαδή και επί του δικού της τμήματος οικοπέδου, όπως αυτό το τμήμα ως κάθετη ιδιοκτησία της το μεταβίβασε κατ’ αρχήν κατά ψιλή κυριότητα η μητέρα της (αρχική πρώτη εναγόμενη) ενώ στην πραγματικότητα οι ίδιοι οι ενάγοντες, όχι μόνο τελικά αποδέχονται την αναφορά στο δικό της συμβόλαιο περί κάθετης ιδιοκτησίας της επί του όλου οικοπέδου, αλλά από μόνοι τους, με τον τρόπο που αυτοί συνέταξαν τις δηλώσεις τους προς το Κτηματολόγιο προκύπτει ότι δηλώνουν πλέον και αυτοί τις δικές τους ιδιοκτησίες ως κάθετες επί του όλου οικοπέδου από το έτος 2008, που άρχισε η λειτουργία του Γραφείου Κτηματογράφησης για τον Δήμο Πειραιά. Ότι τόσο η πρώτη ενάγουσα, …….., όσο και οι κληρονόμοι της δεύτερης των αρχικώς εναγόντων, …….., δηλαδή ο σύζυγός της …….. και τα τέκνα της, ……., …. και …….., που δεν παρέστησαν κατά τη μετ’ απόδειξη συζήτηση έχουν δηλώσει από το έτος 2008 τις δύο ιδιοκτησίες τους, ουσιαστικά ως οριζόντιες επί καθέτου και δη με ποσοστό συγκυριότητας επί της δικής τους καθέτου- εμβαδού κατά τα συμβόλαια τους 70 τετραγ. τεκτονικών πήχεων- 500 %0 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία ιδιοκτησία, όπως τούτο προκύπτει από τα αντίστοιχα κτηματολογικά φύλλα. Ότι αυτό έγινε διότι στην ίδια κάθετη ιδιοκτησία έχουν η μεν πρώτη ενάγουσα την υπόγεια (άλλως ημιυπόγεια) οριζόντια επ’ αυτής ιδιοκτησία, η δε δεύτερη των αρχικώς εναγόντων την ισόγεια (άλλως α’ όροφο) οριζόντια επ’ αυτής ιδιοκτησία, με αποτέλεσμα να έχουν από μισό η κάθε μία οριζόντια επί της ίδιας κάθετης ιδιοκτησίας, σύμφωνα και με τα σχετικά συμβόλαια τους που δεν ερμηνεύθηκαν ορθά από την εκκαλούμενη. Ότι το ίδιο έπραξε και ο τρίτος των εναγόντων- δεύτερος εφεσίβλητος, του οποίου και αυτού η ιδιοκτησία, όπως προκύπτει από το Κτηματολόγιο, χαρακτηρίζεται ως κάθετη εμβαδού 32 τ.μ., αφού επ’ αυτής της καθέτου δεν υπάρχουν επιμέρους οριζόντιες ιδιοκτησίες. Ότι αντίστοιχα και η ιδιοκτησία της δεύτερης εναγόμενης- ήδη εκκαλούσας έχει δηλωθεί από αυτή ως κάθετη ιδιοκτησία και μάλιστα με ποσοστό 26,5% εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του όλου οικοπέδου. Ότι επομένως, όπως προκύπτει από το Κτηματολόγιο, που, όπως είναι προφανές, βασίσθηκε τόσο στις δηλώσεις όλων τους, όσο και στην ορθή ερμηνεία αυτών των δηλώσεων και των συμβολαίων τους, όλοι τους έχουν δηλώσει τις ιδιοκτησίες τους σε αυτό, ουσιαστικά ως κάθετες επί του όλου οικοπέδου, όπως η ίδια η δεύτερη εναγόμενη-εκκαλούσα και εμμέσως ο τρίτος ενάγων ή και ως οριζόντιες επί καθέτου με ποσοστά επί της καθέτου, όπως η πρώτη ενάγουσα και οι κληρονόμοι της δεύτερης αρχικώς ενάγουσας και κανένας τους δεν δήλωσε δήθεν οριζόντιες ιδιοκτησίες με ποσοστά επί του όλου οικοπέδου. Ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν αντιδράσει ως προς τις εγγραφές αυτές και ότι άρα δεν είναι δυνατόν να κάνουν λόγο για δήθεν συγκυριότητα των ιδιοκτησιών τους επί του όλου οικοπέδου, αφού αυτές έχουν ήδη χαρακτηρισθεί ως κάθετες επί του όλου οικοπέδου. Ότι έπρεπε, λοιπόν, η εκκαλουμένη, έστω και αν έχει κρίνει επί αγωγής του έτους 1995, να ερμηνεύσει ορθώς τους τίτλους κτήσεως όλων τους ή έστω να ερευνήσει και να ζητήσει τα κτηματολογικά φύλλα και τις κτηματολογικές εγγραφές που υπάρχουν σήμερα και όχι να προβεί σε νομικές ή πραγματικές υπερβάσεις, που την οδήγησαν στην παντελώς εσφαλμένη εκτίμηση ότι πρέπει να δεχθεί το δεύτερο αγωγικό αίτημα των αντιδίκων, αναγνωρίζοντάς τους έτσι μία ανύπαρκτη (δήθεν) συγκυριότητα επί του όλου οικοπέδου και μάλιστα με παντελώς αυθαίρετα ποσοστά, ενώ αν ερμήνευε ορθά τα συμβόλαια όλων τους ή εάν ζητούσε έστω με αναβλητική απόφασή της τα κτηματολογικά φύλλα των ιδιοκτησιών τους, τότε ασφαλώς θα απέρριπτε τους ισχυρισμούς των εναγόντων περί (δήθεν) συγκυριότητάς τους επί του όλου οικοπέδου και δεν θα χαρακτήριζε η εκκαλούμενη τη δική της κάθετη ιδιοκτησία ως δήθεν αμφισβήτηση δικαιωμάτων συγκυριότητάς τους, αλλά θα απέρριπτε την αγωγή τους στο σύνολό της.
Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Η τυχόν δήλωση στο Κτηματολόγιο, από τους διαδίκους κάθετων ιδιοκτησιών επί κοινού οικοπέδου χωρίς να έχουν συσταθεί με νόμιμο τρόπο, δεν δημιουργεί κάθετες ιδιοκτησίες. Όπως προεκτέθηκε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 953, 954, 1002 και 1117ΑΚ, 1 και 14 του Ν. 3741/1929, 1 και 2 του Ν. Δ/τος 1024/1971 προκύπτει, ότι, εκτός από τις περιπτώσεις σύστασης διηρημένης ιδιοκτησίας (οριζόντιας ή κάθετης) με δικαστική απόφαση επί διανομής με βάση τη διάταξη του άρθρου 480Α του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 1562/1985, χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου ή σε αυτοτελές οικοδόμημα επί του ίδιου ακινήτου μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου (ή όλων των συγκυρίων) του όλου ακινήτου (γεωτεμαχίου), για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, δηλαδή, είτε με σύμβαση μεταξύ όλων των συγκυρίων του όλου ακινήτου, είτε με μονομερή δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου, εν ζωή ή αιτία θανάτου, η δε σύσταση της οροφοκτησίας περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υπόκειται σε μεταγραφή στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου (εφόσον ισχύει το σύστημα των μεταγραφών) ή καταχώριση στο οικείο κτηματολογικό φύλλο (εφόσον ισχύει το σύστημα του Κτηματολογίου). Επίσης, δεν επιτρέπεται η σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, η οποία, σημειωτέον, είναι δυνατή μόνο επί συνεστημένης ήδη χωριστής κυριότητας ορόφου ή διαμερίσματος (ΑΠ 25/2019, ΑΠ 203/2016, ΑΠ 817/2015, ΑΠ 630/2006, ΕφΔυτΜακ 96/2019 όλες δημ. στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα ως προς τη σύσταση της επικαλούμενης δικής της κάθετης ιδιοκτησίας, την οποία φέρεται να απέκτησε αρχικά η μητέρα της δεν προσδιορίζει με ποιον τρόπο έγινε και αν συνεβλήθησαν κατά τον κρίσιμο χρόνο για τη σύσταση αυτή όλοι οι συγκύριοι του επίδικου οικοπέδου, στοιχεία κρίσιμα για να γίνει δεκτό ότι συστάθηκε υπέρ της μητέρας της κάθετη ιδιοκτησία επί του κοινού οικοπέδου, ούτε άλλωστε υποστηρίζει ότι οι σχετικές περί κάθετων ιδιοκτησιών επί του κοινού οικοπέδου εγγραφές στο Κτηματολόγιο έχουν καταστεί απρόσβλητες.
Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν ερμήνευσε ορθά τα συμβόλαια- τίτλους κτήσεως των εφεσίβλητων, τα οποία προσκομίσθηκαν, αλλά προφανώς τα εκτίμησε εσφαλμένως και γι’ αυτό δέχθηκε την αγωγή κατά το δεύτερο αίτημα αυτής. Ότι με το υπ’ αριθ. ……./1938 συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιώς …….. (μεταγραφέν στον τ. …../ αρ. …..), ο αρχικός δικαιοπάροχος όλων των διαδίκων ………. (παππούς της εκκαλούσας) έδωσε ως προίκα υπέρ της κόρης του …. (μητέρας της δεύτερης ενάγουσας, ……..) τρία δωμάτια με μαγειρείο κείμενα στο ισόγειο (ή 1ο όροφο) εμβαδού 70 τετραγωνικών τεκτονικών πήχεων (περίπου 39-40 τ.μ.) σε διώροφη οικία. Ότι ακολούθως με το υπ’ αριθ. …./1957 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιώς ………… (μεταγραφέν στον τ. …../ αρ. …) δώρισε στην κόρη του ……………….. (1η των εναγόντων) δύο δωμάτια μετά μαγειρείου κείμενα στο υπόγειο (ή ημιυπόγειο) της ίδιας οικίας. Ότι δια του αυτού συμβολαίου, όπως οι αντίδικοι αναφέρουν στην 5η σελίδα της αγωγής τους και προς διόρθωση παραλείψεως στο άνω υπ’ αριθ. 938/1938 συμβόλαιο προικός, ο προικοδότης και δωρητής αντίστοιχα ………..συνέστησε οριζόντια ιδιοκτησία κατά τον ν. 3741/1929, στο δε συμβόλαιο αυτό (…../1957) συνέπραξε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη και η κόρη του ….., διότι αυτές οι δύο επιμέρους κατοικίες τους ήταν η μία πάνω στην άλλη και ήταν ανεξάρτητες από τις λοιπές επιμέρους οικίες των υπολοίπων. Ότι καθορίσθηκε “ποσοστόν 50% εξ αδιαιρέτου προς εκατέραν των οριζοντίων ιδιοκτησιών” (δηλαδή της ……………….. και της ………………..), δηλαδή επί των 70 τ.τ. πήχεων ή 40 τ.μ. περίπου. Ότι αυτό ακριβώς το ποσοστό οι εφεσίβλητοι στην αγωγή τους το διαστρεβλώνουν, αφού ενώ αυτό καθορίσθηκε και αφορά προφανέστατα τη συγκυριότητα επί του δικού τους τμήματος οικοπέδου (σήμερα κάθετης ιδιοκτησίας) των 70 τετραγωνικών τεκτονικών πήχεων, αυτοί το αναβιβάζουν κακώς σε ποσοστό επί του όλου οικοπέδου. Ότι μάλιστα επειδή το 50% της μιας και το 50% της άλλης ιδιοκτησίας θα εξαντλούσε το σύνολο των ποσοστών και θα άφηνε τους υπόλοιπους χωρίς ποσοστά επί του οικοπέδου, ισχυρίζονται στην 6η σελίδα της αγωγής τους ότι έγινε λάθος και ότι το 50% αφορούσε και τις δύο, δηλαδή από 25% σε κάθε μία, πλην όμως ότι αυτό συνιστά διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Ότι εάν ο προικοδότης-δωρητής ήθελε να καθορίσει ποσοστά επί του όλου οικοπέδου, τότε θα τα έφτιαχνε όλα, όπως θα έπρεπε, δηλαδή αφενός θα καλούσε και την άλλη του κόρη ……………….., στην οποία ήδη είχε δώσει ως προίκα άλλο τμήμα του οικοπέδου, ενώ αυτός ο ίδιος θα κρατούσε τότε το υπόλοιπο μισό περίπου οικόπεδο και αφετέρου δεν θα έλεγε ποτέ ούτε αυτός, ούτε οι συγκεκριμένες δύο κόρες του για 50%+50%, αλλά θα καθορίζονταν αυτά τα ποσοστά ορθά, αφού πέραν των ιδιοκτησιών των δύο αυτών θυγατέρων του επί του τμήματος αυτού των 70 τ.τ. πήχεων, υπήρχαν τα υπόλοιπα τμήματα του όλου οικοπέδου.
Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως και περιέχονται στην υπ’ αριθ. 1/2015 εισηγητική έκθεση του εισηγητή Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν η εκκαλούσα και οι εφεσίβλητοι, απορριπτομένου του αιτήματος της δεύτερης εναγόμενης- εκκαλούσας περί εξαίρεσης του πρώτου μάρτυρα της πρώτης και του τρίτου των εναγόντων ………… λόγω της ιδιότητάς του ως πληρεξούσιου δικηγόρου τους που χειρίστηκε την ένδικη διαφορά για μεγάλο χρονικό διάστημα ως μη νόμιμο, καθώς η εξέτασή του δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις των εξαιρετέων μαρτύρων κατ’ άρθρο 400 ΚΠολΔ, τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν ακόμη και το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ προσκομιζόμενα κτηματολογικά φύλλα των επίδικων ιδιοκτησιών, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται αλλά μόνο ο χρόνος λήψης τους, των τοπογραφικών διαγραμμάτων και κατόψεων και των λαμβανόμενων υπόψη ως ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων του άρθρου 390 ΚΠολΔ προσκομιζόμενων από την εκκαλούσα από Σεπτεμβρίου 2018 έκθεσης …….. πολ. μηχανικού επί της υπ’ αριθ. 17/2011 πραγματογνωμοσύνης και της από Σεπτεμβρίου 2018 φωτοερμηνευτικής μελέτης των …….. πολ. μηχανικού και ……….., αγρον. τοπογρ. Μηχανικού και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τέλος δε από την υπ’ αριθ. …./2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού ……… αποδείχθηκαν σε σχέση με τα κρίσιμα για την υπόθεση θέματα που εξετάζονται από το παρόν Δικαστήριο κατά το μεταβιβαστικό της έφεσης αποτέλεσμα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ……….. . απέκτησε δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1925 συμβολαίου αγοράς του συμβ/φου Πειραιώς ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …., με α.α. …) την κυριότητα ενός οικοπέδου, κείμενου στον Πειραιά, στη θέση “……….”, εκτάσεως πήχεων τεκτονικών τετραγωνικών 583,71, “απαρτιζόμενον εκ μιας ισογείου οικίας ετέρας διωρόφου και των συνεχόμενων αυταίς δωματίων μετά των παραρτημάτων παρακολουθημάτων”, το οποίο συνορεύει βόρεια με πρώην οικία …… και ήδη αγνώστων, νότια με οικία ……., δυτικά με οδό ……………….. αρ. .. και …. και ανατολικά με ιδιοκτησία ……… Περαιτέρω, με το υπ’ αριθ. …./1935 συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιά ………., νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …, με α.α. ….), ο …….. ως κύριος του ανωτέρω ακινήτου “απαρτιζόμενον νυν κατόπιν επιδιορθώσεων του εκ δύο ημιδιορόφων οικιών και των συνεχομένων ταύτας ετοιμορρόπων δωματίων μετά των παραρτημάτων, παρακολουθημάτων της περιοχής” μεταβίβασε στην ……………….. το προς βορρά τμήμα του ανωτέρω οικοπέδου το οποίο περιλαμβάνει μία ημιδιώροφη οικία και τα υπάρχοντα στο βάθος της αυλής δωμάτια, εκτάσεως (του τμήματος του οικοπέδου) πήχεων τεκτονικών τετραγωνικών 229,29, έχον πρόσοψη 12,60 μέτρων επί της οδού ……………….. και βάθος μέτρων 13, συνορευόμενο ανατολικά με .. …. επί πλευράς μέτρων 12,60, δυτικά με την οδό ……………….. αρ…, βόρεια με κτήμα πρώην ……… επί πλευράς μέτρων 13 και νότια με υπόλοιπο τμήμα του ……………….. ………………… Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο ………. συμβλήθηκε συμβολαιογραφικά με τις τέσσερις κόρες του, προκειμένου να τις προικοδοτήσει και να μεταβιβάσει κατά κυριότητα σε αυτές, το εναπομείναν τμήμα του ευρύτερου οικοπέδου του, εκτάσεως 163,80 τ.μ., κατανέμοντάς το με τον κάτωθι τρόπο, ήτοι: α) δυνάμει του με αριθμό …../1938 προικοσυμφώνου του συμβ/φου Πειραιώς ……, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …, με α.α. …) μεταβίβασε στον γαμπρό του . ……………….., υπέρ της κόρης του, …………………, τον άνω όροφο ημιδιώροφης οικοδομής κτισμένης εντός του επί της οδού ……………….. αρ… κτήματός του, αποτελούμενου του εν λόγω ορόφου από τρία δωμάτια και μαγειρείο και κτισμένης της οικοδομής επί οικοπέδου πήχεων τεκτονικών τετραγωνικών 70, συνορευόμενου γύρωθεν με ακίνητο ……………….. ., του προικοδότη ……………….. και με οδό ………………… Περαιτέρω, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ../1957 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιά ……………….. …, νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμο …., με α.α. ….), συμπληρώθηκε το υπ’ αριθ. 937/1938 συμβόλαιο προίκας και, ειδικότερα, διελήφθη στο ως άνω συμβόλαιο ότι ο …… συνέστησε προίκα με το υπ’ αριθ. ………/1938 συμβόλαιο υπέρ της κόρης του …… και μεταβίβασε στον σύζυγό της . ……………….. για την παραπάνω αιτία τον άνω όροφο της ημιδιώροφης οικοδομής του, κτισμένης εντός οικοπέδου εκτάσεως 70 τεκτονικών τετραγωνικών πήχεων επί της οδού ……………….. αρ…. (και ήδη ….), συνορευόμενου ανατολικά με κτήμα αγνώστου, δυτικά με την οδό ……………….., βόρεια με κτήμα ……………….. . και νότια με κτήμα ……. και ότι μεταβιβάζει στον .. ……………….. το 50% “εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων”, β) Δυνάμει του αμέσως παραπάνω υπ’ αριθ. ……./1957 συμβολαίου δωρεάς του συμβ/φου Πειραιά ……………….. Πρωτοπαπά, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος ….., με α.α. ……), ο ……….. δήλωσε ότι μεταβιβάζει στην κόρη του, ……………….., πρώτη των εναγόντων, την κυριότητα επί του κάτω ορόφου του προαναφερόμενου διώροφου ακινήτου, αποτελούμενου από δύο δωμάτια και μαγειρείο, στα οποία αναλογεί ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου, των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων 50% εξ αδιαιρέτου, γ) Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ……./1940 προικοσύμφωνο του συμβ/φου Πειραιά ………., νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …., με α.α. ….), ο ……….. συνέστησε προίκα υπέρ του ………., συζύγου της κόρης του . ……………….., στα δύο δωμάτια που βρίσκονται στο βάθος της αυλής, εκτάσεως 32 τ.μ. ή πήχεων τεκτονικών τετραγωνικών 56,88, επί της οδού ……………….. αρ. … (πρώην ..), σε οικία κείμενη στη θέση “……..” μετά των παραρτημάτων αυτής, κείμενη εντός οικοπέδου εκτάσεως πήχεων τεκτονικών τετραγωνικών 284,72, η οποία (οικία) συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία …….., δυτικά με αυλή της ως άνω οικίας, βόρεια με ιδιοκτησία …….. και νότια με συνεχιζόμενο δωμάτιο της αυτής οικίας, η οποία οικία μετά μείζονος εκτάσεως περιήλθε στον προικοδότη εξ αγοράς δυνάμει του προαναφερόμενου υπ’ αριθ. …/1925 συμβολαίου. Σύμφωνα με την ένδικη αγωγή, δυνάμει του υπ’αριθ. ……../1959 συμβολαίου που καταρτίσθηκε μεταξύ του ……………….. και του ……, συμπληρώθηκε το υπ’ αριθ. ……/1940 συμβόλαιο και ορίστηκε σε αυτό ότι μεταβιβάζεται στον …….. ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του οικοπέδου 23,50%. Από την επισκόπηση, όμως, της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη του προαναφερόμενου συμβολαίου, ούτε η μεταγραφή αυτού. δ) Υπέρ της μητέρας της δεύτερης εναγόμενης, ……………….., δυνάμει του υπ’ αριθ. 30044/1959 συμβολαίου προικός του συμβ/φου Πειραιά……………….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος ….., με α.α. ……), ο ……….. συνέστησε προίκα και μεταβίβασε στον σύζυγό της……………….. “εξ ενός ακινήτου κτήματος του συγκειμένου εκ μιας διορόφου οικίας αποτελουμένης του μεν κάτω ορόφου εκ δύο δωματίων μεθ’ υπογείου του δ’ άνω ορόφου εκ πέντε δωματίων και λοιπών χρειωδών και λοιπών παρακολουθημάτων παραρτημάτων και προσαρτημάτων περιοχής και οικοπέδου εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών…(127,98%), κειμένου εν Πειραιεί του ομωνύμου Δήμου Πειραιώς…και επί της οδού ……………….. εφ’ ης φέρει τον αριθμ. … πρώην … και συνορευόμενου ανατολικώς με ………, δυτικώς με οδόν ……………….. εφ’ ης φέρει τον αριθμ. …., αρκτικώς με οικίαν εν μέρει ……….. και εν μέρει με ………. και μεσημβρινώς με οικίαν αγνώστου γείτονος…εν δωμάτιον μεθ’ υπογείου με ανεξάρτητον είσοδον εκ της οδού ……………….. εφ’ ης φέρει τον αριθμόν …..…” με ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του οικοπέδου 26,50%. Η ανωτέρω, δε, οικία σύμφωνα με το προαναφερόμενο ………/1959 συμβόλαιο προίκας, περιήλθε στον . ……………….. δυνάμει του προαναφερόμενου υπ’ αριθ. …./1925 συμβολαίου πωλήσεως σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. …/1959 συμβόλαιο ανταλλαγής, το οποίο όμως (…./1959 συμβόλαιο), δεν προσκομίσθηκε από κανέναν από τους διαδίκους, πολύ δε περισσότερο δεν προκύπτει η νόμιμη μεταγραφή του. Εν συνεχεία, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ………/1969 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …., με α.α. ….), η ….. Τράπεζα της Ελλάδας φέρεται να απέκτησε την πλήρη κυριότητα μίας οικίας απαρτιζόμενης από δύο δωμάτια, κείμενα στο βάθος της αυλής της οικίας επί της οδού ……………….. αρ….. (πρώην …), κείμενης στον Πειραιά, στη θέση “……”, εκτάσεως 56,88 τ.μ., συνορευόμενης ανατολικά με …….., δυτικά με αυλή της οικίας, βόρεια με ……… και νότια με συνεχόμενο δωμάτιο της ίδιας οικίας, περιήλθε δε κατά το ανωτέρω συμβόλαιο στην ως άνω τράπεζα δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../1962 έκθεσης πλειστηριασμού του συμβ/φου Πειραιά …….. σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …./1962 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του ίδιου ως άνω συμβ/φου, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (στον τόμο …., με α.α. ….), περαιτέρω δε δυνάμει του υπ’ αριθ. …../1969 συμβολαίου, η Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. πώλησε και φέρεται ότι μεταβίβασε στον τρίτο των εναγόντων την κυριότητα επί της ανωτέρω οικίας. Παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τον τρίτο των εναγόντων, δεν αποδείχθηκε ότι δυνάμει του προαναφερόμενου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, αυτός απέκτησε το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας της ……………….. στο επίδικο ακίνητο, στο οποίο, όπως ισχυρίσθηκαν η πρώτη και ο τρίτος των εναγόντων, είχε εγγράψει υποθήκη η ….. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και το οποίο, εν συνεχεία, η τελευταία εκπλειστηρίασε. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει των προεκτεθέντων, δεν αποδεικνύεται η κτήση των αναφερόμενων στην αγωγή εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητας της πρώτης και του τρίτου των εναγόντων κατά την κύρια βάση της αγωγής, ήτοι με παράγωγη κτήση, απορριπτομένου του προβαλλόμενου με τον τέταρτο λόγο έφεσης της εκκαλούσας ισχυρισμού ότι τα προσκομισθέντα συμβόλαια αποτελούν τους τίτλους κτήσεως κυριότητας όλων των διαδίκων, καθώς: 1) από το υπ’ αριθ. ………../1938 συμβόλαιο προίκας του συμβ/φου Πειραιώς ………., νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά και από το υπ’ αριθ. ……./1957 συμβόλαιο δωρεάς του συμβ/φου Πειραιά ……………….. , νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά προκύπτει ότι ο ………… φέρεται να μεταβίβασε σε εκάστη εκ των ……… και . ……………….., λόγω προίκας και λόγω δωρεάς αντίστοιχα, ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου 50%, όπως προσδιόρισε το ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας με το τελευταίο συμβόλαιο και όχι 25%, όπως ισχυρίσθηκαν η πρώτη και ο τρίτος των εναγόντων, πλην όμως ήδη με το υπ’ αριθ. …../23.10.1940 προικοσύμφωνο του συμβ/φου Πειραιά ……… ο ίδιος ……….. είχε μεταβιβάσει υπέρ της κόρης του ……………….., στον γαμπρό του ……………….. την κυριότητα δύο δωματίων στο βάθος της αυλής του επίδικου ακινήτου, χωρίς όμως στο συμβόλαιο αυτό να διαλάβει ποιο ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου που θα αντιστοιχούσε στα δύο δωμάτια παραχωρούσε στον ……………….. και στη ……………….., ποσοστό πάντως που θα μείωνε το ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας του ……………….. στο επίδικο και θα καθιστούσε αδύνατη τη μεταβίβαση από αυτόν ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου σε κάθε μία από τις θυγατέρες του ……………….. και ……………….., στη συνέχεια, το έτος 1957. Επίσης είναι αβάσιμο το προβαλλόμενο με τον τέταρτο λόγο έφεσης από την εκκαλούσα για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι ο ………. επιθυμούσε να συστήσει στο επίδικο οικόπεδο κάθετες ιδιοκτησίες, ότι αυτός με το υπ’ αριθ. ………../1957 δωρητήριο συμβόλαιο δήλωσε ότι μεταβιβάζει σε κάθε μία από τις κόρες του ……………….. και ………. ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας στο τμήμα του οικοπέδου που καταλάμβαναν οι οριζόντιες ιδιοκτησίες που τους μεταβίβαζε επιφάνειας 70 τεκτονικών τετραγωνικών πήχεων ή 40 τετρ. μέτρων και όχι σε ολόκληρο το επίδικο οικόπεδο, δεδομένου ότι σαφώς ορίζεται στο εν λόγω συμβόλαιο ότι το παραπάνω ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου ορίζεται “επί του όλου οικοπέδου και των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων” (βλ. σελίδα 2 του συμβολαίου), 2) Δεν αποδεικνύεται ότι ο τρίτος ενάγων απέκτησε δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./1969 συμβολαίου του συμβ/φου ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …., με α.α. …..), το ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας της . ……………….. επί του επίδικου ακινήτου, το οποίο, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, είχε εκπλειστηριασθεί από την …… Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., ενώ, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι, πράγματι, ο τρίτος ενάγων απέκτησε το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας της …. ……………….., από κανένα διάδικο δεν προσκομίστηκε το υπ’ αριθ. …../1959 προικοσυμβόλαιο (ούτε προκύπτει μεταγραφή του), με το οποίο συμπληρώθηκε το υπ’ αριθ. ……/1940 συμβόλαιο και στο οποίο φέρεται να ορίστηκε ότι μεταβιβάζεται στον ……… ……………….. υπέρ της . ……………….. ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του οικοπέδου 23,50%, ώστε να προκύπτει ότι η . ……………….. απέκτησε ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας 23,50%, στο επίδικο οικόπεδο με συμβολαιογραφικά έγγραφα και μεταγραφή, 3) Δεν αποδεικνύεται ποιος, ακριβώς, είναι ο τίτλος κτήσης του . ……………….. επί της επίδικης οικίας στο υπ’ αριθ. …./1959 συμβόλαιο προίκας με το οποίο η πρώτη εναγόμενη φέρεται να απέκτησε ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας 26,50% στο επίδικο οικόπεδο, καθώς σε αυτό αναφέρεται ότι οι τίτλοι κτήσης του . ……………….. είναι το υπ’ αριθ. …./1925 συμβόλαιο πωλήσεως σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. ………./1959 συμβόλαιο ανταλλαγής, το οποίο, όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν προσκομίσθηκε από την πρώτη και των τρίτο των εναγόντων, ούτε από τους συνεχίζοντες τη δίκη κληρονόμους του ενώπιον αυτού Δικαστηρίου, πολύ δε περισσότερο δεν προκύπτει η νόμιμη μεταγραφή του. Ενόψει των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή τυγχάνει ουσία αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της και απορριπτέα τυγχάνουν τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στον τέταρτο λόγο έφεσης ότι οι διάδικοι κατέστησαν κύριοι κάθετων ιδιοκτησιών δυνάμει των προαναφερόμενων συμβολαίων. Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων προέκυψε ότι ο …………., πράγματι, ως κύριος του επίδικου ακινήτου, κατόπιν αγοράς του το έτος 1925, είχε προβεί σε δηλώσεις βουλήσεως για τη μεταβίβαση του οικοπέδου του, κείμενου επί της οδού ……………….. αρ………, στις τέσσερις κόρες του με διαδοχικά συμβόλαια προικός και δωρεάς από το έτος 1938 μέχρι και το έτος 1959. Παρότι δεν αποδείχθηκε παράγωγος τρόπος κτήσης κυριότητας με τα ανωτέρω συμβόλαια, εντούτοις αποδείχθηκε ότι ο …………. με την κατάρτιση κάθε συμβολαίου παρέδιδε ορισμένο εξ αδιαιρέτου ποσοστό συννομής επί του οικοπέδου σε κάθε κόρη του, όπως τα ποσοστά αυτά αντιστοιχούν στα ποσοστά συγκυριότητας που εκτίθενται στην αγωγή, τη δε συννομή αυτή ασκούσε με διάνοια κυρίου η κάθε θυγατέρα του και στην περίπτωση του τρίτου ενάγοντος, ο τελευταίος μετά την παράδοσή της συννομής αυτής από τη . ……………….. στην …….. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και από την τελευταία στον τρίτο ενάγοντα για διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας με αποτέλεσμα οι ανωτέρω να καταστούν συγκύριοι κατά τα αντίστοιχα εξ αδιαιρέτου ποσοστά στο επίδικο οικόπεδο. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα και ο τρίτος ενάγων απέκτησαν ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου 25% και 23,5% αντίστοιχα, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα με τη βούληση του . ………………… Ειδικότερα εντός του επίδικου οικοπέδου υπήρχαν δύο συγκροτήματα κατοικιών, το ένα στην πρόσοψη επί της οδού ……………….. και το άλλος στο βάθος της κοινόχρηστης αυλής, η οποία μεσολαβεί μεταξύ των δύο συγκροτημάτων. Ο τρίτος ενάγων με το υπ’ αριθ. ………/1969 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένο, έλαβε στη νομή του οικία δύο δωματίων, εκτάσεως 56,88 τ.μ., η οποία συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ………, δυτικά με αυλή της όλης οικίας ένθα και η είσοδος, βόρεια με ιδιοκτησία ……………….. . και νότια με συνεχόμενο δωμάτιο της αυτής οικίας, μετά ποσοστού συννομής επί ολόκληρου του προπεριγραφόμενου οικοπέδου 23,5%, ενώ η πρώτη ενάγουσα, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./1957 προαναφερόμενου συμβολαίου έλαβε τη νομή του κάτω ορόφου μετά μαγειρείου, που αποτελούσε μέρος του άλλου συγκροτήματος κατοικιών, κείμενου στην πρόσοψη της κοινόχρηστης αυλής, κάτω από τον όροφο που είχε παραδοθεί στη νομή της . ……………….. το έτος 1938, συνορευόμενου βόρεια με ακίνητο ……………….. ., νότια και ανατολικά με κοινόχρηστη αυλή και δυτικά με την οδό ……………….., μετά ποσοστού εξ αδιαιρέτου συννομής επί του επίδικου οικοπέδου 25%. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από το έτος 1957 η πρώτη ενάγουσα και από το έτος 1969 ο τρίτος ενάγων ασκούσαν επί των ανωτέρω οικιών μετά των αντιστοιχούντων σε αυτές προαναφερθέντων ποσοστών εξ αδιαιρέτου συννομής επί του προπεριγραφόμενου οικοπέδου όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, με διάνοια συγκυρίου, με αποτέλεσμα να καταστούν συγκύριοι κατά τα αντίστοιχα ποσά συγκυριότητας επί του κοινού οικοπέδου, με τα προσόντα έκτακτης χρησικτησίας, όταν συμπληρώθηκαν είκοσι για τον καθένα χρόνια, ήτοι το έτος 1977 για την πρώτη και το έτος 1989 για τον τρίτο ενάγοντα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η πρώτη και ο τρίτος των εναγόντων επισκέπτονταν συχνά τις οικίες τους στο επίδικο οικόπεδο, η πρώτη ενάγουσα εκμίσθωσε στη ……….. τον κάτω όροφο του υπάρχοντος εντός του επίδικου οικοπέδου διώροφου ακινήτου, αποτελούμενο από δύο δωμάτια και μαγειρείο, το οποίο είχε λάβει στη νομή της με το προαναφερθέν συμβόλαιο δωρεάς, με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συννομής 25% στο επίδικο οικόπεδο, το έτος 1991 ο τρίτος ενάγων επισκέφθηκε το επίδικο οικόπεδο, προκειμένου να αποθηκεύσει στο οίκημά του την οικοσκευή του και την ίδια χρονιά υπέβαλε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου την υπ’ αριθ. …../1991 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά, μεταξύ άλλων, της δεύτερης εναγόμενης, αιτούμενος να αναγνωρισθεί προσωρινός νομέας της κοινόχρηστης αυλής και του προς βορρά τοίχου της οικίας του και να απομακρυνθούν μπάζα και σκουπίδια που είχαν καταπλακώσει το ακίνητό του. Σύμφωνα δε με τα όσα κατέθεσε ενόρκως η μάρτυρας . ……………….., ο . …………………μοίρασε την ιδιοκτησία του που βρίσκεται στην οδό ……………….. αρ….., στις τέσσερις κόρες του δίνοντας το ¼ στην καθεμία, ενώ ο μάρτυρας ……… κατέθεσε ενόρκως ότι στο οίκημα που υπήρχε επί της οδού ……………….. αρ……., έμεναν οι ενάγοντες (εννοώντας την οικογένεια της ……………….. στον α’ όροφο της οικοδομής στην οποία προηγουμένως αναφέρεται) ως το 1968-1969, ότι κατεδάφισαν τη στέγη της οικίας τους το έτος 1970 και ότι ο τρίτος των εναγόντων, υιός της ……………….., απέκτησε από πλειστηριασμό τα δύο δωμάτια της αυλής που ανήκαν στη……………….., της οποίας το ακίνητο, λόγω χρεών, είχε κατασχεθεί από την τράπεζα. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο τρίτος ενάγων, μεταξύ άλλων, απέστειλε στην Πολεοδομία Πειραιά την από 13.12.1991 εξώδικη διαμαρτυρία του σχετικά με την ανέγερση νέας οικοδομής εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης εντός του επίδικου οικοπέδου. Περαιτέρω, στο υπ’ αριθ. ………../1990 συμβόλαιο γονικής παροχής κάθετης ιδιοκτησίας (τμήματος οικοπέδου μετά κτισμάτων) της συμβ/φου Πειραιά ……………….., νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …., με α.α. ….), αναφέρεται ότι η …. ……………….. σύζυγος ……….. (ήδη αποβιώσασα στις 25.2.2008) είχε στην πλήρη κυριότητά της μια αυτοτελή, διακεκριμένη και ανεξάρτητη κάθετη ιδιοκτησία-τμήμα οικοπέδου έκτασης 195,43 τ.μ. (κατά τον τίτλο κτήσης 127,98 τ.μ.), κείμενο στον Πειραιά, στη θέση “……….”, επί της οδού ……………….. αρ…., το οποίο, κατά τον τίτλο κτήσης συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία …….., δυτικά με την οδό ……………….. αρ….., βόρεια με οικία εν μέρει …….. και εν μέρει …….. και νότια με οικία αγνώστου γείτονα, η δε κάθετη ιδιοκτησία έχει έκταση 51,80 τ.μ. και έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του ανωτέρω οικοπέδου 26,50% και συνορεύει ανατολικά με υπόλοιπο τμήμα ιδιοκτησίας … ……………….., δυτικά με την οδό ……………….. αρ….., βόρεια με κτήμα . ……………….. και νότια με οικία πρώην …….. και ήδη αγνώστου. Στο ίδιο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το ανωτέρω τμήμα του οικοπέδου, όπου υπάρχει παλαιά οικία αποτελούμενη από υπερυψωμένο ισόγειο επιφάνειας 50 τ.μ. και υπόγειο επιφάνειας 36 τ.μ., ανεγερθείσα προ του έτους 1925, αποτελεί ανεξάρτητη κάθετη ιδιοκτησία, υπήχθη, δε στο σύστημα κάθετης οροφοκτησίας με το υπ’ αριθ. ………/1959 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …., με α.α. ….), δυνάμει του οποίου, μάλιστα, η …… το γένος ……………….. την απέκτησε λόγω προικός, ενώ με το υπ’ αριθ. …../1990 συμβόλαιο γονικής παροχής, δηλώνεται ότι η . ……………….. του ……………….. μεταβιβάζει στη δεύτερη εναγόμενη κόρη της, την ψιλή κυριότητα επί της ανωτέρω κάθετης ιδιοκτησίας παρακρατώντας ισοβίως την επικαρπία. Συνεπώς, με το ανωτέρω συμβόλαιο αμφισβητήθηκε και από τη δεύτερη εναγόμενη (ήδη εκκαλούσα)-προς ην η γονική παροχή, η εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα της πρώτης και του τρίτου των εναγόντων επί του επίδικου οικοπέδου κατά τα παραπάνω ποσοστά του 25% και του 23,5% αντίστοιχα, καθώς η φερόμενη ως μεταβιβασθείσα κατά ψιλή κυριότητα κάθετη ιδιοκτησία περιορίζει την απόλυτη και καθολική εξουσία των συγκυρίων (πρώτης και τρίτου των εναγόντων) πάνω στο οικόπεδο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1000 και 1001 ΑΚ, στην προκειμένη δε περίπτωση δεν συστάθηκε νόμιμα κάθετη ιδιοκτησία υπέρ της φερόμενης δικαιοπαρόχου της δεύτερης εναγόμενης μητέρας της με το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ……./1959 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., σύμφωνα με την ορθή νομική σκέψη της εκκαλούμενης ότι δεν μπορεί να συσταθεί κάθετη ιδιοκτησία σε ένα οικόπεδο αν δεν συμπράξουν, εφόσον υπάρχουν, όλοι οι συγκύριοι του οικοπέδου, στην ένδικη δε περίπτωση που ο αρχικός κύριος του οικοπέδου, ……. είχε ήδη από το έτος 1938, όταν ήταν κύριος ολόκληρου του οικοπέδου μεταβιβάσει με το υπ’ αριθ. 937/1938 συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιώς ……… (μεταγραφέν στον τ. …/ αρ….) εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητας του όλου οικοπέδου στην κόρη του . ……………….. και αυτή είχε καταστεί συγκυρία στο οικόπεδο, δεν μπορούσε να συσταθεί κάθετη ιδιοκτησία σε βάρος της και υπέρ της άλλης κόρης του .. ……………….., … το έτος 1959, χωρίς να συμπράξει στο συμβόλαιο αυτό και η ……………….., κάτι που δεν έγινε. Ούτε άλλωστε μπορεί να συσταθεί εκ του νόμου κάθετη ιδιοκτησία με έκτακτη χρησικτησία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι στην 361/1996 προδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αναφέρεται ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν αρνήθηκε τη συγκυριότητα εξ αδιαιρέτου των εναγόντων κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά στο οικόπεδο και στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, πλην όμως στο διατακτικό της υποχρέωσε τους ενάγοντες να αποδείξουν ότι έχουν καταστεί συνιδιοκτήτες του οικοπέδου κατά παραπάνω ποσοστά. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα από το σύνολο των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων που το Δικαστήριο αυτό έλαβε υπόψη του αποδείχθηκαν τα ανωτέρω ποσοστά συγκυριότητας των εναγόντων επί του οικοπέδου, χωρίς το Δικαστήριο να δέχεται ομολογία της εκκαλούσας-δεύτερης εναγόμενης σχετικά με το θέμα αυτό απόδειξης, καθώς αποδείχθηκε ότι η πρώτη των εναγόντων από το έτος 1957 και ο τρίτος των εναγόντων από το έτος 1969 νέμονταν το επίδικο οικόπεδο κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητάς τους, ασκώντας τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής και είχαν συμπληρώσει πάνω από είκοσι χρόνια συννομής στο ακίνητο με διάνοια συγκυρίου το έτος 1990 που καταρτίσθηκε το ως άνω υπ’ αριθ. …………/1990 συμβόλαιο με το οποίο αμφισβητήθηκε η συγκυριότητά τους στο επίδικο ακίνητο. Τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έστω και με εν μέρει διάφορες αιτιολογίες και οι οποίες αντικαθίστανται με τις αιτιολογίες της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ήχθη σε ορθό αποδεικτικό πόρισμα. Ως εκ τούτου και μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα και μόνο βαθμό δικαιοδοσίας (και όχι και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας δεδομένου ότι η εκκαλούμενη δεν εξαφανίζεται με την παρούσα), πρέπει κατόπιν αιτήματός τους να επιβληθούν σε βάρος της ηττώμενης εκκαλούσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, λόγω απορρίψεως της εφέσεως κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση του ενδίκου μέσου e-παραβόλου, στο δημόσιο ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων, όπως στη θέση του δεύτερου εφεσίβλητου υπεισέρχονται λόγω του επισυμβάντος στις 14.1.2019 θανάτου του, οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του, ……………….. . και …………
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 5.11.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά για προσδιορισμό δικασίμου με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση κατά της 1453/2020 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του με κωδικό ………….. e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7-4-2022 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 4.5.2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ