Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 329/2022

Αριθμός 329/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, και Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη –Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………. ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………. την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της, Μαρία Κωνσταντίνου (ΑΜ …. ΔΣ Αθηνών).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : ……….. την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Βασιλική Δρακοπούλου (ΑΜ ….. ΔΣ Αθηνών).

Η ενάγουσα – εφεσίβλητη άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 5-4-2019, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ……../2019, αγωγή της κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην της εναγόμενης, η με αριθμό 974/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 16-9-2020 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 18-9-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ…../2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 22-9-2020, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ………../2020, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τις πληρεξούσιες δικηγόρο τους, οι οποίες, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 44 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από εναγόμενο που δικάστηκε ερήμην, με συνέπεια να θεωρηθούν ομολογημένοι, κατά το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, οι αγωγικοί πραγματικοί ισχυρισμοί και να γίνει δεκτή η αγωγή, η εκκαλουμένη απόφαση με μόνη την, κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, τυπικά παραδεκτή άσκηση της έφεσης εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, προκειμένου να ανατραπεί το σε βάρος του εναγομένου τεκμήριο ομολογίας. Επομένως αν στην έφεση περιέχεται άρνηση της αγωγής, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018, ΤΝΠ Νόμος).

Η από 16-9-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……./18-9-2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……../22-9-2020, κατά της με αριθμό 974/9-3-2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 5-4-2019, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ…….., αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον της εκκαλούσας, μετά από συζήτηση ερήμην της τελευταίας στις 13-11-2019, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα εναγόμενη, στην οποία επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση στις 22-7-2020 όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……../22-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 18-9-2020, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1, σε συνδυασμό με το 147 § 2, και 520 ΚΠολΔ, ενώ έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό …………. παράβολο των εκατό πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητας ή μη των λόγων της, με τους οποίους προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η από 5-4-2019, με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ……, αγωγή της εφεσίβλητης, με την παρουσία των διαδίκων, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση, το παράβολο, δε, ποσού 150 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής της, πρέπει να αποδοθεί σε αυτήν (άρθρο 495 § 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1324 ΑΚ, οι υποθήκες που έχουν εγγραφεί εξαλείφονται από το βιβλίο υποθηκών είτε με τη συναίνεση του δανειστή είτε με τελεσίδικη απόφαση. Η συναίνεση του δανειστή για την εξάλειψη της υποθήκης γίνεται κατά το άρθρο 1325 ΑΚ με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, ενώ αν αυτός δεν συναινεί, μολονότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την εξάλειψη της υποθήκης, ορίζουν τα άρθρα 1327 και 1328 ΑΚ ότι διατάζεται από το δικαστήριο ύστερα από αγωγή όποιου έχει έννομο συμφέρον, εφόσον η υποθήκη έχει αποσβεσθεί ή η εγγραφή της είναι άκυρη (ΑΠ 1026/2020, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η συναίνεση του δανειστή για την εξάλειψη της υποθήκης δίνεται με μονομερή, μη απευθυντέα και μη ανακλητή δήλωση βούλησης, η οποία πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου που προβλέπεται με ποινή ακυρότητας. Δεν αρκεί απλώς δημόσιο ή εκτελεστό έγγραφο ούτε επίσης οι δικαστικές εκθέσεις για ομολογία ή συμβιβασμό (Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ 1324 αριθ. 1 και 3, σελ. 613-614, και ΑΚ 1325 αριθ. 1, σελ. 615, Απ. Γεωργιάδη, ΕμπρΔικ., 2η εκδ., § 86 αριθ. 64 και 65, σελ. 1075-1076, ΕφΛαρ 458/2013, ΤΝΠ Ισοκράτης). Περαιτέρω, στοιχεία της βάσης της αγωγής εξάλειψης της υποθήκης, προκειμένου αυτή να είναι πλήρης και ορισμένη, σύμφωνα με τη διάταξη των άρθρων 118 εδ.4 και 216 ΚΠολΔ, είναι: α) η ασφαλιζόμενη απαίτηση και η αξία της ασφαλιζόμενης απαίτησης, β) ο τίτλος υποθήκης, γ) το ακίνητο, στο οποίο με βάση τον πιο πάνω τίτλο έχει εγγράφει υποθήκη, δ) ο νόμιμος λόγος για τον οποίο αποσβήστηκε η υποθήκη και ε) η άρνηση του εναγομένου για εξάλειψη της υποθήκης. Ο συνηθέστερος λόγος αποσβέσεως της υποθήκης είναι η καθ’ οιονδήποτε τρόπο απόσβεση της εξασφαλιζομένης με αυτήν απαίτησης (1317 ΑΚ). Για την εξάλειψη της υποθήκης, λόγω του ότι αποσβέσθηκε η υποθήκη με την απόσβεση της απαίτησης, δεν απαιτείται να προηγηθεί απόφαση δικαστηρίου περί απόσβεσης της υποθήκης κατόπιν άσκησης της εμπράγματης αγωγής, αλλά ο έχων έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει από το δικαστήριο την εξάλειψη της υποθήκης διότι αυτή αποσβέστηκε και ο δανειστής, παρά την απόσβεση της, δεν συναινεί στην εξάλειψη. Ως προς την απόδειξη της αγωγής πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων έχει υποχρέωση να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν αυτήν, δηλαδή την ασφαλιζόμενη απαίτηση, τον τίτλο υποθήκης, το ακίνητο στο οποίο έχει εγγραφεί η υποθήκη, τον νόμιμο τίτλο για τον οποίο αποσβήστηκε η υποθήκη, δηλαδή την καταβολή της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως, και την άρνηση του εναγομένου για την εξάλειψη της υποθήκης (Κ. Παπαδοπούλος, Αγωγές Εμπραγμάτου τόμος Β, σελ. 430 και 440 – 443, ΕφΛαρ 392/2001, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ο υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης αποτιμάται χρηματικώς, γινόταν βάσει των άρθρων 100 επ. του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954) και ήδη από 17-9-2013 με τα άρθρα 63 επ. του Νέου Κώδικα (Ν. 4194/2013). Εξάλλου, κατά το άρθρο 68 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου για σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής, ενώ, κατά το άρθρο 69 του ίδιου Κώδικα για τη σύνταξη προτάσεων στην πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η αμοιβή των δικηγόρων όλων των διαδίκων είναι διπλάσια από την αμοιβή που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ. β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ, γ) 1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 750.001 ευρώ μέχρι 1.500.000 ευρώ, δ) 0,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ, ε) 0,3% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 3.000.001 ευρώ μέχρι 6.000.000 ευρώ, στ) 0,2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 6.000.001 ευρώ μέχρι 12.000.000 ευρώ, ζ) 0,1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 12.000.001 ευρώ μέχρι 25.000.000 ευρώ, η) 0,05% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται πέραν από το ποσό των 25.000.001 ευρώ, ενώ τέλος κατά το άρθρο 64 του ίδιου Κώδικα σε περίπτωση που ενωθούν περισσότερες αγωγές στο ίδιο δικόγραφο, οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή για κάθε αγωγή που σωρεύεται με βάση την αξία του αντικειμένου της (ΑΠ 85/2019, ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, κατά το άρθρο 177 ΚΠολΔ, αν ο εναγόμενος δεν προκάλεσε με τη στάση του την άσκηση της αγωγής και ευθύς μετά την άσκηση της αποδέχεται ή ομολογεί τη βάση της, τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του ενάγοντος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή ο εναγόμενος προκάλεσε με τη στάση του την άσκηση της αγωγής και πριν τη συζήτηση της προβαίνει σε πλήρη ικανοποίηση της κατ` αυτού ένδικης αξίωσης, αυτός βαρύνεται με τα δικαστικά έξοδα, που προκλήθηκαν, αφού στην περίπτωση αυτή, υπαίτιος της προκλήσεως των σχετικών εξόδων είναι ο ίδιος (εναγόμενος) και όχι ο ενάγων (όπως ρητώς αναφέρεται στην περίπτωση του άρθρου 177 ΚΠολΔ), ο οποίος δικαιούται πλέον, κατά τη συζήτηση της αγωγής του, να δηλώσει ότι ικανοποιήθηκε εν τω μεταξύ από τον εναγόμενο και να αξιώσει μόνο την καταδίκη του τελευταίου στη δικαστική δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε από την προεκτεθείσα συμπεριφορά του αντιδίκου (ΕφΑθ 239/2008, ΤΝΠ Νόμος).

Η ενάγουσα, και ήδη εφεσίβλητη, άσκησε την από 5-4-2019, με ΓΑΚ……. ΕΑΚ………./2019 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης με την επωνυμία «…………», δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, εκθέτοντας ότι δυνάμει της με αριθμό 9061Σ/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η εναγόμενη ενέγραψε, στις 6-2-2007, επί ενός οικοπέδου, εμβαδού 137,15τμ, με την επ’ αυτού διώροφη οικία, εμβαδού 72,465τμ ο ισόγειος όροφος, και 57,255τμ ο πρώτος όροφος, συνολικά, δε, 129,72τμ, που βρίσκεται στο εγκεκριμένο σχέδιο του δήμου …., στην ενορία …………., επί της ανώνυμης οδού με αριθμό …., όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, ιδιοκτησίας της ενάγουσας, προσημείωση υποθήκης στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας στον τόμο …. και με αριθμό …., για το ποσό των 130.000 ευρώ προς εξασφάλιση της απαίτησης που προέρχεται από τη με αριθμό ………../29-1-2007 σύμβαση πίστωσης, η οποία τράπηκε σε υποθήκη με βάση τη με αριθμό …../2009 τελεσίδικη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στα ίδια ως άνω βιβλία υποθηκών, στις 17-5-2010, στο περιθώριο της προσημείωσης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι με τη με αριθμό 64340Σ/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η εναγόμενη ενέγραψε, στις 12-9-2007, επί του ίδιου ακινήτου της δεύτερη προσημείωση υποθήκης στα ίδια ως άνω βιβλία υποθηκών, στον τόμο ….. και με αριθμό …, για το ποσό των 130.000 ευρώ προς εξασφάλιση της απαίτησης που προέρχεται από τη με αριθμό …………./10-8-2007 σύμβαση πίστωσης, η οποία τράπηκε σε υποθήκη με βάση τη με αριθμό 19934/2009 τελεσίδικη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στα ίδια ως άνω βιβλία υποθηκών, στις 17-5-2010, στο περιθώριο της προσημείωσης. Ακολούθως, εκθέτει η ενάγουσα ότι οι απαιτήσεις προς εξασφάλιση των οποίων εγγράφηκαν οι προαναφερθείσες υποθήκες έχουν εξοφληθεί ολοσχερώς, πλην όμως η εναγόμενη, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αδιαφορεί και αρνείται να συναινέσει μέχρι την κατάθεση της αγωγής να προσέλθει στην υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης για την εξάλειψή τους. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε να διαταχθεί η εξάλειψη των ανωτέρω υποθηκών και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, στηρίζεται, δε στις διατάξεις των άρθρων 416, 1257, 1260, 1261, 1264, 1265, 1268, 1324, 1327, και 1328 ΑΚ, 176, 191 § 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των όλων ανεξαιρέτως εγγράφων, που νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται οι διάδικοι, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ως εγγυήτρια, και ο σύζυγός της, ……….., ως οφειλέτης, σύναψαν με την εναγόμενη τράπεζα, δικαιοπάροχο της εκκαλούσας τις με αριθμούς ……./29-1-2007 και ……../10-8-2007 συμβάσεις πίστωσης, η πρώτη με πιστωτικό όριο το ποσό των 100.000 ευρώ και η δεύτερη για κεφάλαιο κίνησης ποσού 100.000 ευρώ, για την εξασφάλιση των οποίων και της δανείστριας τράπεζας εκδόθηκαν οι με στοιχεία 9061Σ/2007 και 64340Σ/2007 αποφάσεις συναινετικής εγγραφής προσημείωσης υποθήκης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το ποσό των 130.000 ευρώ η καθεμία, επί ενός οικοπέδου με την επ’ αυτού διώροφη οικία, που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του δήμου …., στην ενορία …….., επί ανώνυμης οδού με αριθμό ….., κυριότητας της ενάγουσας, και ήδη εφεσίβλητης, οι οποίες εγγράφηκαν, στις 6-2-2007 και 12-9-2007 αντίστοιχα, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας, στον τόμο …. με αριθμούς … και …. αντίστοιχα, και τράπηκαν σε υποθήκες, στις 17-5-2010, δυνάμει των με αριθμούς …/2009 και …./2009 τελεσίδικων διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι απαιτήσεις της εναγόμενης τράπεζας, καθολικής διάδοχος της οποίας είναι η εκκαλούσα, για την εξασφάλιση των οποίων εγγράφηκαν οι ως άνω υποθήκες, έχουν εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς και ουδεμία απαίτηση διατηρεί η δανείστρια τράπεζα, όπως αποδεικνύεται από τις από 5-1-2016 δυο βεβαιώσεις εξόφλησης οφειλής της τελευταίας. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από την από 5-1-2016 επιστολή από το ΤΟ.Δ.Ε.Π. Διεύθυνση MIDDLE OFFICE προς τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της εναγόμενης, ήδη εκκαλούσας, με θέμα ολική εξάλειψη συναινετικών προσημειώσεων και άρση κατάσχεσης με οφειλέτη τον προαναφερόμενο σύζυγο της ενάγουσας και εγγυήτρια την τελευταία, δίνεται η άδεια για την πραγματοποίηση των απαραίτητων ενεργειών προς ολική ανάκληση των ανωτέρω αποφάσεων συναινετικής εγγραφής προσημειώσεων υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητο της ενάγουσας με την αιτιολογία ότι οι απαιτήσεις της έχουν εξοφληθεί συμβιβαστικά, αλλά όχι για την παροχή συναίνεση με συμβολαιογραφική πράξη για την εξάλειψη των δύο ένδικων υποθηκών. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι στις 8-4-2019 η ενάγουσα, διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, κατέθεσε την ένδικη αγωγή εξάλειψης υποθηκών, με ΓΑΚ……… και ΕΑΚ………../2019, ακριβές αντίγραφο της οποίας, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός εκατό (100) ημερών, δηλαδή μέχρι την 17η-7-2019, επέδωσε στην εναγόμενη τράπεζα στις 11-4-2019, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …/11-4-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. Εξάλλου, με το από 5-6-2019 εκτυπωμένο μήνυμα της πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας προς την πληρεξούσια δικηγόρο της εφεσίβλητης η πρώτη, επισυνάπτοντας σχετικό σχέδιο πρακτικού συμβιβασμού, δήλωσε στη δεύτερη : «Σε συνέχεια παλαιότερης τηλεφωνικής μας επικοινωνίας σχετικά με την αγωγή εξάλειψης υποθηκών επί ακινήτου ……….., επανέρχομαι για να συνεννοηθούμε ως προς την υπογραφή πρακτικού συμβιβασμού κατ’ άρθ.214 Α’ ΚΠολΔ και να επιλυθεί το θέμα συναινετικά, πιο άμεσα και λιγότερο κοστοβόρα, εφόσον οι απαιτήσεις της Τράπεζας έχουν εξοφληθεί. Επισυνάπτω προς διευκόλυνσή σας σχέδιο Πρακτικού για αντίστοιχη περίπτωση. Οι 100 ημέρες για την κατάθεση των προτάσεων λήγουν την Τετάρτη 17 Ιουλίου». Εντούτοις, παρά την έλλειψη οποιασδήποτε επικοινωνίας των διαδίκων πριν τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας των εκατό (100) ημερών, όπως η εκκαλούσα ομολογεί στο δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης και στις προτάσεις της, η εναγόμενη δεν κατέθεσε προτάσεις εντός της προθεσμίας αυτής. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα δεν συναίνεσε σύμφωνα με τους όρους του νόμου, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, ώστε να δύναται η ενάγουσα να προβεί σε συμβολαιογραφική εξάλειψη των ένδικων υποθηκών. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, α) εξέδωσε, στις 5-1-2016, δύο βεβαιώσεις εξόφλησης οφειλής, που αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο, β) συνέταξε μία επιστολή με την ίδια ημερομηνία για τις απαιτούμενες ενέργειες ανάκλησης αποφάσεων εγγραφής προσημειώσεων υποθηκών, η οποία, εκτός του ότι δεν σχετίζεται με την κρινόμενη υπόθεση για την εξάλειψη των ένδικων υποθηκών, αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο – εσωτερική αλληλογραφία μεταξύ των υπηρεσιών της εναγόμενης τράπεζας, και γ) απέστειλε, διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ένα ηλεκτρονικό μήνυμα για συμβιβαστική επίλυση διαφορά μετά την κατάθεση της ένδικης αγωγής. Όλες οι ανωτέρω ενέργειες της εναγόμενης τράπεζας δεν αποτελούν μονομερή, μη απευθυντέα και μη ανακλητή δήλωση βούλησης με συμβολαιογραφικό τύπο, με συνέπεια η ενάγουσα να αδυνατεί να προβεί σε συμβολαιογραφική εξάλειψη των ένδικων υποθηκών, και να αναγκαστεί να καταφύγει στη δικαστική οδό. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και εφόσον αποδείχθηκε ότι οι ασφαλιζόμενες απαιτήσεις, οι τίτλοι των υποθηκών, το ακίνητο στο οποίο έχουν εγγραφεί οι υποθήκες, η εξόφληση των ασφαλιζόμενων απαιτήσεων – νόμιμος τίτλος απόσβεσης των υποθηκών, και η μη συναίνεση της εναγόμενης για την εξάλειψη των ένδικων υποθηκών, και αφού απορριφθεί ο πρώτος λόγος έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η εξάλειψη των υποθηκών, που είχαν εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου …., στον τόμο 25 με αριθμούς …. και … αντίστοιχα, υπέρ της εναγόμενης τράπεζας, για το ποσό των 130.000 ευρώ η καθεμία, επί ενός οικοπέδου με την επ’ αυτού διώροφη οικία, που βρίσκεται στο δήμο …., στην ενορία ………, επί ανώνυμης οδού με αριθμό ….. Τέλος, από τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε, σύμφωνα μετά τα αναφερόμενα στο τελευταίο μέρος της ανωτέρω νομικής σκέψης, ότι η εναγόμενη τράπεζα προκάλεσε με τη στάση της την άσκηση της αγωγής, και μετά την άσκηση αυτής δεν την αποδέχθηκε, ούτε την ομολόγησε, αντίθετα δεν παραστάθηκε κατά την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης στον πρώτο βαθμό παρά το γεγονός ότι κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο, και επομένως, αφού απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός της εναγόμενης, πρέπει η εναγόμενη να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 18-1-2019 (ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……../2020) έφεση κατά της με αριθμό 1816/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό . . ., ποσού 150 ευρώ) στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 5-4-2019 (ΓΑΚ……… και ΕΑΚ……./2019) αγωγή.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εξάλειψη των υποθηκών, που εγγράφηκαν στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου …., στον τόμο …. με αριθμούς … και …. αντίστοιχα, κατόπιν τροπής των προσημειώσεων υποθήκης, στις 17-5-2010, δυνάμει των με αριθμούς …/2009 και …./2009 τελεσίδικων διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα, υπέρ της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, ποσού 130.000 ευρώ η καθεμία, επί ενός οικοπέδου, εμβαδού 137,15τμ, με την επ’ αυτού διώροφη οικία, εμβαδού ο ισόγειος όροφος 72,465τμ και ο δεύτερος όροφος 57,255τμ, που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του δήμου …., στην ενορία ………., επί ανώνυμης οδού με αριθμό 11, κυριότητας της ενάγουσας, για την εξασφάλιση των απαιτήσεων από τις με αριθμούς ……./29-1-2007 και ………./10-8-2007 συμβάσεις πίστωσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις 2-6-2022, και δημοσιεύθηκε, στις  9-6-2022, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ