Αριθμός 341/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Ευαγγελοδήμο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………….. εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Αθουσάκη.
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας ………….. η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Αθουσάκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Ευαγγελοδήμο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.11.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 3740/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η υπ΄ αριθμ. 2144/2020 απόφαση αυτού, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή,
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) ο ενάγων και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος με την από 19.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2021) έφεσή του και β) η εναγόμενη και ήδη υπό στοιχ Α εφεσίβλητη-Β εκκαλούσα με την από 20.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …………/2020) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-Β εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Α εφεσίβλητης-Β εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από 19-10-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……/2020) έφεση του ……… κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «………» και β) η από 20-09-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……./2020) έφεση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» με διακριτικό τίτλο «……………» κατά του …………..
Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ.2144/ 2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών έχουν ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1 ,511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (5-6- 2020) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1 , 2 , 498 , 511 , 513 παρ. 1β , 516 παρ. 1 , 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα),από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), αφου συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31,246,524 ΚΠολΔ). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Για το παραδεκτό τους δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ).
Με την από 24-11-2016 (γεν. αριθμ.καταθ……./ 2016 ) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εκκαλών (στην υπο στοιχ.α΄έφεση) και ήδη εφεσίβλητος (στην υπο στοιχ. β΄ έφεση) …………. στρεφόμενος κατά της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας και ήδη εκκαλούσας (στην υπο στοιχ. β΄έφεση) και ήδη εφεσίβλητης (στην υπο στοιχ.α΄έφεση), εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι στις 24-06-2004 προσλήφθηκε δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εταιρεία με την επωνυμία «……………», διάδοχος της οποίας είναι η εναγομένη, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου μεταφοράς απορριμμάτων, έκτοτε δε προσέφερε συνεχώς και αδιαλείπτως την εργασία του εως τις 3-09-2012.
Ότι στις 7-12-2011 τραυματίστηκε βαρύτατα κατά τη διάρκεια της εργασίας του, υπο τις ειδικότερες συνθήκες που αναφέρονται σ΄αυτήν (αγωγή). Ότι ο τραυματισμός του οφείλεται σε υπαίτια μη τήρηση από την εναγομένη και των προστηθέντων από αυτήν προσώπων, των διατάξεων νόμων ,διαταγμάτων και κανονισμών σχετικά με τους όρους ασφαλείας και υγείας των εργαζομένων και συγκεκριμένα των άρθρων 1 εδ.στ΄, 4 παρ.1 και 2, 5 παρ.1 εδ.α΄, 7 και Παράρτημα ΙΙΙ παρ.1 σημείο 1.1.8 και παρ.3 σημείο 3.1.7 του ΠΔ 396/1994, άρθρο 3 παρ.1 Ν.3446/2006, άρθρο 32παρ.2 εδ.α΄Ν.2696/ 1999 και Ν.3850/ 2010, αφου η εναγομένη δεν προέβη σε καμία ενέργεια ώστε για την τακτοποίηση, στοιβασία, προστασία και ασφαλή μεταφορά του φορτίου να είχαν χρησιμοποιηθεί ανάλογα με το είδος του φορτίου τα κατάλληλα εξαρτήματα, όπως το λάστιχο του μουσαμά, για να μην υπάρχει κίνδυνος για οποιονδήποτε εργαζόμενο, ούτε του χορήγησε τα κατάλληλα μέσα προστασίας της κεφαλής (κράνος) και οφθαλμών (γυαλιά) προκειμένου να προστατευτεί επαρκώς από τους κινδύνους.
Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του εν λόγω εργατικού ατυχήματος, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως ανω Δικαστήριο αρχικά η υπ΄αριθμ.3740/2017 μη οριστική απόφαση η οποία αφου έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299,330,346,361,648,652,653,914,932 ΑΚ, 68,176,191 παρ.2, 907,908 παρ.1 περ.δ΄ ΚΠολΔ, 1 και 16παρ.1 Ν.551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 24-7/25-8-1920 Β.Δ. (ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετα την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, άρ.38 Εις.Ν.ΑΚ) σε συνδυασμό με τα άρθρα 1,2,4 παρ.1,2 και 6 ,5 παρ.1 εδ.α΄, 7 παρ.1 εδ.στ΄, Παράρτημα ΙΙ παρ.1 σημείο 1.1 και παρ.3 σημείο 3.1, Παράρτημα ΙΙΙ παρ.1 σημείο 1.1.8 και παρ.3 σημείο 3.1.7 του Π.Δ. 396/ 1994,άρθρο 3 παρ.1 Ν.3446/ 2006 και 42 παρ.1 και 5,6 γ΄ και 8 β΄ Κώδικα Νόμων για την Υγεία και Ασφάλεια των εργαζομένων ως κυρώθηκε με το Ν.3850/ 2010, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης διατάσσοντας την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατ΄άρθρ.254 σε συνδ. με το άρθρο 368 ΚΠολΔ, για την πλήρη διακρίβωση και ορθή διάγνωση της ένδικης διαφοράς, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτήν.
Μετά δε την διενέργεια της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε από το ίδιο ως ανω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 2144/ 2020 οριστική απόφαση με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και καταδίκασε την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Κατά της εκκαλουμένης αυτής απόφασης (και της μη οριστικης συνεκκαλουμένης ) παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτές ,οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια ,ως προς τον εκκαλούντα στην πρώτη έφεση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή, ως προς δε την εκκαλούσα στη δεύτερη εφέση, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Για την αμέλεια δηλαδή απαιτείται η διαπίστωση αφ` ενός μεν, ότι ο ζημιώσας δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ` αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποίαν όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος υπό τις ίδιες περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, την λογική και την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αφ` ετέρου δε, ότι είχε τη δυνατότητα, με βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Η παράλειψη είναι παράνομη όταν υπάρχει υποχρέωση για ορισμένη ενέργεια έναντι συγκεκριμένου προσώπου ή της ολότητας, η οποία μπορεί να πηγάζει από το νόμο, από δικαιοπραξία ή από τη συναλλακτική καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, γεγονός που συμβαίνει ιδίως όταν με ενέργειες του υπαιτίου δημιουργείται πραγματική κατάσταση επικίνδυνη για τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα τρίτων προσώπων. Παράνομη συμπεριφορά, ως αντικειμενικό στοιχείο θεμελίωσης δικαιοπρακτικής ευθύνης, συνιστά και κάθε ενέργεια ή παράλειψη, η οποία παραβιάζει το αντικειμενικό μέτρο της επιμέλειας, που τηρεί ο μέσος συνετός άνθρωπος του ίδιου συναλλακτικού κύκλου με τον υπόχρεο, ο οποίος οφείλει και αυτός να δείξει τον ίδιο με εκείνον βαθμό επιμέλειας, ώστε να μπορεί να προβλέπει και να αποφεύγει την προσβολή των αγαθών και των εννόμων συμφερόντων τρίτων προσώπων. Σ` αυτή την περίπτωση η ίδια αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά συγκεκριμένου προσώπου θεμελιώνει συγχρόνως και υπαιτιότητα αυτού σε βαθμό αμέλειας ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης, η οποία, στο χώρο του αστικού δικαίου, κρίνεται με το ίδιο αντικειμενικό μέτρο – κριτήριο, των δυνατοτήτων του μέσου συνετού και ευσυνείδητου προσώπου (ΑΠ 1979/2017, ΑΠ 1451/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αιτιώδης σύνδεσμος δε υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1398/2015, ΑΠ 1302/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η πράξη ή η παράλειψη του ζημιώσαντος δηλαδή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς το οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως, αν συνέβαλαν και άλλοι όροι αμέσως ή εμμέσως (ΑΠ 40/2016 δημ. νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (Ολ. ΑΠ 1287/1986, ΝοΒ 1987/1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (Ολ. ΑΠ 26/1995, ΕλλΔ/νη 37.38, ΑΠ 274/2000, ΕλλΔ/νη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (Ολ. ΑΠ 1117/1986, ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002, ΕλλΔ/νη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.).
Επομένως, για να δικαιούται ο παθών από εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του ή των προστηθέντων απ΄αυτόν (άρθρο 922 ΑΚ) με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περι την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν.551/ 1915.Η παράνομη δε συμπεριφορά έναντι του ζημιωθέντος μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα ( ΑΠ 81/ 2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων του μπορεί να θεμελιωθεί, στην περίπτωση αυτή, και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφάλειας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ, ειτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη επιβάλλεται από τους ανωτέρω νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια δε, γενικά μέτρα ασφαλείας που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με το ν.1658/ 1985 «Υγιεινή – Ασφάλεια εργαζομένων», οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, ορίζεται δε στο άρθρο 32 του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων ότι «ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα».
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, …… που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 8-5-2017, η οποία (κατάθεση) περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την υπ΄αριθμ.3740/ 2017 μη οριστική ως ανω απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανω δικαστηρίου, (η εναγόμενη εταιρεία δεν εξέτασε μάρτυρες), από την από 16-10-2018 με αριθμ.καταθ. …../2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος με την ανωτέρω μη οριστική απόφαση πραγματογνώμονα – οφθαλμίατρου ……….., από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένων και των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων φωτογραφιών, από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας ,που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η οποία καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και της εταιρείας με την επωνυμία «……………» στις 24-06-2004, ο ενάγων προσλήφθηκε από αυτήν ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου μεταφοράς απορριμμάτων, διάδοχος της οποίας (άνω εταιρείας) είναι η εναγομένη εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση και ανακύκλωση απορριμμάτων, ενώ το αυτοκίνητο με το οποίο ανατέθηκε η οδήγηση στον ενάγοντα ήταν μία συρόμενη νταλίκα (με το σώμα και τον συρμό), ήτοι με φορτίο δύο κοντέινερ, συνολικού μήκους 17,5 περίπου μέτρων. Ο ενάγων δε, εργάσθηκε στην επιχείρηση της εναγόμενης με την παραπάνω ειδικότητα μέχρι τις 30-09-2012, οπότε αυτή κατήγγειλε τη σύμβασή του. Στα πλαίσια δε των καθηκόντων του, ο ενάγων μετέβαινε με το συρόμενο φορτηγό που οδηγούσε, στην Άνδρο όπου γινόταν φόρτωση απορριμμάτων και μεταφορά αυτών στη χωματερή των Άνω Λιοσίων Αττικής. Ειδικότερα, ο ενάγων, όταν ολοκληρωνόταν η φόρτωση των απορριμμάτων στο κοντέινερ με φορτωτές, είχε την υποχρέωση να τα καλύπτει με ειδικό πανί – μουσαμά (το οποίο είχε ψιλές τρύπες για τον αερισμό του φορτίου), που περιμετρικά έφερε οπές (θηλιές), στις οποίες (θηλιές) ήταν προσδεδεμένα ελαστικά σχοινιά (χταπόδια), τα οποία συγκρατούσαν το κάλυμμα σε σταθερά σημεία αγκίστρωσης, ήτοι γάντζους, οι οποίοι βρίσκονταν στο κάτω μέρος των κοντέινερ. Την εργασία δε της κάλυψης του φορτίου έκανε μόνος του ο ενάγων, χωρις όμως να συμμετέχει στην φόρτωση ή στην εκφόρτωση των απορριμμάτων.
Στις 7-12-2011, ο ενάγων με το υπ΄αριθμ.κυκλ. …….. φορτηγό όχημα μεταφοράς κοντέινερ, εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιο από Πειραιά προς Άνδρο, με σκοπό τη συγκομιδή απορριμμάτων από την περιοχή «Σταυροπέδα» της Άνδρου. Την ημέρα δε αυτή, κατά τη διάρκεια κάλυψης του φορτίου απορριμμάτων με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, και ενώ ο ενάγων ο οποίος είχε εκτελέσει την πιο άνω εργασία πολλές φορές στο παρελθόν, επιχειρούσε να συγκρατήσει ένα από τα λαστιχόσχοινα και να το αγκιστρώσει στον ειδικό γάντζο του κοντέινερ, αυτό έσπασε και εκτινάχθηκε με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει στον δεξιό οφθαλμό του. Ως προς τα αίτια δε που προκάλεσαν την εκτίναξη του λαστιχόσχοινου, δηλαδή αν αυτή αποδίδεται σε σφάλμα του ενάγοντος (πχ με χαλαρή πρόσδεση και κατά συνέπεια την λύση ή απαγκίστρωση του λαστιχόσχοινου), είτε σε σπάσιμο λόγω παλαιότητας ή φθοράς και σε κάθε περίπτωση ελαττωματικότητας αυτού ,δεν κατέστη δυνατόν να συναχθούν ασφαλή αποδεικτικά συμπεράσματα από την έκθεση Επιθεωρητών Ασφάλειας και Υγείας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ως προς τις ακριβείς συνθήκες τέλεσης του ένδικου ατυχήματος, η οποία (έκθεση) δεν προσκομίστηκε μεν, πλην όμως γίνεται μνεία αυτής στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη υπ΄αριθμ.104/2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου – Μεταβατική έδρα Άνδρου με αντικείμενο την ποινική ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης (ο οποίος κρίθηκε αθώος λόγω αμφιβολιών για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από υπόχρεο τελεσθείσα κατά παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας από αμέλεια και ένοχος για την αξιόποινη πράξη της μη αναγγελίας εργατικού ατυχήματος), ούτε και από την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μάρτυρα του ενάγοντος, ο οποίος δεν ήταν παρών στο ένδικο συμβάν.
Περαιτέρω, όμως από την ένορκη κατάθεση του ενάγοντα, ως μάρτυρα κατηγορίας στην διεξαχθείσα ως ανω ποινική δίκη, η οποία (κατάθεση) περιέχεται στην προαναφερόμενη ποινική απόφαση και εκτιμάται ελεύθερα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, στην οποία αυτός (ενάγων) κατέθεσε αυτολεξεί ότι « …. Όπως τράβηξα το λάστιχο, έσπασε και με χτύπησε στο πρόσωπο…. το πρόβλημα ήταν το λάστιχο», από το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν πολύ έμπειρος και είχε επαναλάβει την ίδια ως ανω διαδικασία πολλές φορές στο παρελθόν, όπως κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε, τούτο δε αναγνωρίσθηκε στο ποινικό δικαστήριο και από την μάρτυρα του κατηγορουμένου, υπάλληλο της εναγομένης, ………….. η οποία κατέθεσε ότι « ο συγκεκριμένος (ενν.ο ενάγων) είχε μεγάλη εμπειρία» περιορίζοντας σημαντικά την περίπτωση λανθασμένης ενέργειας του ενάγοντος εργαζόμενου οδηγού, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και εμπειρίας, αποδείχθηκε και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ότι το λαστιχόσχοινο που προκάλεσε τον τραυματισμό του ενάγοντος, έσπασε, γεγονός που οφείλεται σε ελαττωματικότητα αυτού, είτε λόγω παλαιότητας, είτε λόγω φθοράς για οποιονδήποτε άλλο λόγο και ως εκ τούτου σε έλλειψη επαρκούς ελέγχου και συντήρησης αυτού – αντικατάστασης των εξαρτημάτων των κοντέινερ, την ευθύνη των οποίων φέρει η εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία και οι προστηθέντες αυτής.
Συνεπώς ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο τραυματισμός του ενάγοντος αποτελεί εργατικό ατύχημα, αφού προκλήθηκε σ΄αυτόν, υπο τις προπεριγραφείσες συνθήκες, σωματική βλάβη οφειλόμενη σε αιφνίδιο βίαιο συμβαν, το οποίο προήλθε από εξωτερικά αίτια, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, που οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρείας, οι οποίοι δεν επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια του μέσου συνετού εργοδότη, που όφειλαν και μπορούσαν να επιδείξουν, δεδομένου ότι δεν έλαβαν τα απαραίτητα και στοιχειώδη μέτρα πρόνοιας και ασφάλειας ,ήτοι έλεγχο και συντήρηση ή και αντικατάσταση των ανωτέρω εξαρτημάτων του κοντέινερ, κατά παράβαση των νομικών διατάξεων, ως προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Όπως λοιπόν αποδείχθηκε, η πιο πάνω συμπεριφορά της εναγομένης συνετέλεσε αιτιωδώς στην πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, το οποίο θα είχε αποφευχθεί εάν είχαν τηρηθεί τα προαναφερόμενα μέτρα.
Σημειωτέον δε, εν προκειμένω ότι ο ενάγων – παθών από το ως ανω εργατικό ατύχημα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αφου, όπως αποδείχθηκε, στην επέλευση του τραυματισμού του συντέλεσε πταίσμα της εργοδότριας εταιρείας και των προστηθέντων απ΄αυτήν με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου παράλειψης και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περι την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν.551/ 1915 κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στη δεύτερη έφεση που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, απορριπτέα κρίνονται ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα.
Στη συνέχεια από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων λόγω του παραπάνω ατυχήματος υπέστη τραυματικό ύφαιμα δεξιού οφθαλμού με απόσπαση ίριδος και ενδουαλοειδική αιμορραγία, όπως διαγνώσθηκε στο Νοσοκομείο «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» στο οποίο παραπέφθηκε από το Κέντρο Υγείας Άνδρου όπου είχε μεταφερθεί αμέσως μετα το ατύχημα και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τις 9-12-2011,οπότε εξήλθε αφου του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Στις 20-12-2011 ο ενάγων εξετάστηκε εκ νέου στο εξωτερικό ιατρείο του ανωτέρω νοσοκομείου από τον ……….., Διευθυντή του οφθαλμολογικού τμήματος και διαπιστώθηκε ότι η οπτική οξύτητα του δεξιού οφθαλμού ήταν 7/10 και του αριστερού 10/10, ενώ παρέμεναν στοιχεία ενδοϋαλοειδικής αιμορραγίας και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια διάρκειας δέκα (10) ημερών. Στις 21-12-2011 επισκέφτηκε και πάλι τον ίδιο ως ανω ιατρό αφου παρουσίαζε απόσπαση ίριδος δεξιού οφθαλμού και αυξημένη ενδοφθαλμική πίεση. Εκτοτε και μέχρι τις 7-02-2012 ο ενάγων παρακολουθείτο τακτικά από τους ιατρούς του οφθαλμολογικού κέντρου « ………» το οποίο βρίσκεται στην Αθήνα επι της οδού …………, ενώ, στις 28-09-2012 εξετάσθηκε στο ιδιωτικό ιατρείο του ………….., χειρουργού οφθαλμίατρου, ο οποίος διαπίστωσε ότι ο ενάγων έπασχε από ενδοϋαλοειδική αιμορραγία και απόσπαση ίριδος σε δύο σημεία και ότι η όρασή του μετα τον τραυματισμό έχει μειωθεί στα 4/10 για τον δεξιό οφθαλμό. Επίσης, από την ανωτέρω υπ΄αριθμ. ……./2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης προκύπτει ότι ο ενάγων εξετάσθηκε στην Οφθαλμολογική Πανεπιστημιακή Κλινική του ΓΝΑ Τ. «Γεννηματάς» στις 25-01-2018 από τον Αναπληρωτή Καθηγητή ……………, προσκομίζοντας σχετική βεβαίωση στον ορισθέντα πραγματογνώμονα, κατά την εξέτασή του από τον τελευταίο την 16-02-2018,στην οποία αναφέρεται ότι ο ασθενής (ενάγων) προσήλθε εκτάκτως με αναφερόμενη διπλωπία από 2ημερου,με οπτική οξύτητα ΔΟ: 7/10 και ΑΟ: 8/10 και ενδοφθάλμια πίεση ΔΟ: 24 mmHgτου ΑΟ : 13 mmHg. Εκ του βυθού ΔΟ διεπιστώθη ύπαρξη αμφιβληστροειδικής μεμβράνης. Σημειωτέον ότι μεσολάβησαν περίπου 5,5 χρόνια από την τελευταία επανεξέταση χωρις ο ενάγων να έχει προβεί στο μεταξύ σε οποιαδήποτε οφθαλμολογική εξέταση. Κατά την εξέτασή του δε από τον παραπάνω πραγματογνώμονα την ως ανω ημερομηνία, διαπιστώθηκε οπτική οξύτητα ΔΟ : 7/10 και ΑΟ : ομοίως 7/10. Η ενδοφθάλμια πίεση ήταν στο ΔΟ 22 mmHg και του ΑΟ Τ6 mmHg. Η εικόνα της απόσπασης της ίριδος ΔΟ ήτο αμετάβλητος. Εκ των φακών εμφάνισε εικόνα αρχόμενου καταρράκτου άμφω. Ανέφερε ασταθή μονόφθαλμη διπλωπία ΔΟ από έτους περίπου. Διενεργήθη OCT ωχράς, όπου διεπιστώθη ύπαρξη επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης ΔΟ με αυξημένο πάχος κεντρικής περιοχής αμφιβληστροειδικής μεμβράνης ΔΟ με αυξημένο πάχος κεντρικής περιοχής αμφιβληστροειδούς 356 mmέναντι φυσιολογικού περι τα 250. Το OCT οπτικού δίσκου δεν παρουσίασε αξιόλογες αλλοιώσεις περαν μιας αρχόμενης ασυμμετρίας του πάχους της στοιβάδος των νευρικών ινών.
Περαιτέρω, από την τελευταία εξέτασή του από τον ίδιο ως ανω πραγματογνώμονα την 25-09-2018 στο ΓΝΑ «Ο Ευαγγελισμός», διεπιστώθη αμετάβλητη οπτική οξύτητα ΔΟ : 7/10 με διόρθωση – 0.75 D , – 1.00 DXΓ5 και ΑΟ : 7/10 με διόρθωση : OOD, + 1.00 DX 80.Η ενδοφλέβια πίεση ήτο στο ΔΟ 2 QmmΗgκαι στο ΑΟ 12 mmHg . Από την εξέταση του προσθίου θαλάμου η κλινική εικόνα ήτο αμετάβλητος, τόσο ως προς την απόσπαση της ίριδος, όσο και ως προς την εικόνα του αρχόμενου καταρράκτου. Το υποκειμενικό σύμπτωμα της μονόφθαλμης διπλωπίας αναφέρθηκε ότι συμβαίνει ενίοτε τόσο στον ΔΟ όσο και στον ΑΟ, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί ότι οφείλεται και στον αρχόμενο καταρράκτη. Η εκ νέου διενέργεια OCT ωχράς αποτύπωσε την ύπαρξη επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης ΔΟ και αρχόμενη επιαμφιβληστροειδική ίνωση ΑΟ. Το πάχος της κεντρικής περιοχής του αμφιβληστροειδούς ΔΟ ήτο 386 pmκαι του ΑΟ 300. Τα ευρήματα από το OCT οπτικού δίσκου ήσαν αμετάβλητα. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η κατάσταση του πληγέντος οφθαλμού παρέμεινε μετα το ατύχημα και επι του παρόντος σταθερή. Ειδικότερα, η απόσπαση της ίριδας έχει παραμείνει αμετάβλητη, ωστόσο η οπτική οξύτητα αμφοτέρων των οφθαλμών βρίσκεται στα ίδια επίπεδα, εκ του οποίου συνάγεται ότι η επίπτωση του γεγονότος του τραυματισμού στον ΔΟ δεν έχει επιφέρει σημαντική επιβάρυνση εν συγκρίσει με τον υγιή οφθαλμό, πλην της αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης. Επίσης, διαπιστώθηκε η δημιουργία καταρράκτη σε αρχικό στάδιο σε αμφότερους τους οφθαλμούς που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, μπορεί να οφείλεται στη γήρανσή τους – δεδομένου εξάλλου ότι ο ενάγων είναι σήμερα ηλικίας 62 ετών – και όχι με βεβαιότητα στο επίδικο ατύχημα. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση του οφθαλμού του δεν τον επηρεάζει στην καθημερινότητά του, αφου αποδείχθηκε ότι απασχολείται ως αυτοκινητιστής.
Τέλος, εφόσον αποδείχθηκε ότι στην επέλευση του ατυχήματος του ενάγοντος συνετέλεσε η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης – εργοδότριας του, αυτός υπέστη ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση.
Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος και την σοβαρότητα του τραυματισμού του ενάγοντος, της ταλαιπωρίας, τους πόνους και του ψυχικού άλγους που δοκίμασε ο ενάγων, της κοινωνικής απομόνωσης που επήλθε συνεπεία της δυσχέρειας που αντιμετώπισε στην όραση, της ηλικίας του κατά το χρόνο του ατυχήματος (53 ετών), της αποκλειστικής υπαιτιότητας των εκπροσώπων της εναγομένης, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το συγκεκριμένο ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται ως εύλογο και επαρκές να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη του ενάγοντος.
Συνακόλουθα των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου οι αντίθετοι περι των ανωτέρω ισχυρισμοί τόσο του ενάγοντος όσο και της εναγομένης, που αποτελούν λόγους των εφέσεών τους πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι όπως και οι υπο κρίση εφέσεις τους.
Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει ν΄απορριφθούν οι ένδικες εφέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες και να επιβληθούν στους εκκαλούντες λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε έφεσης, κατόπιν σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων : α) την από 19-10-2020 (γεν.αριθμ.καταθ…../2020) έφεση και β) την από 20-09-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……/2020) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 2144/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών –εργατικών διαφορών) και της συνεκκαλουμένης μη οριστικής υπ αριθμ.3740/ 2017 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν αυτές.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, κάθε έφεσης ,για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας ,τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ,για κάθε έφεση.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ