Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 127/2022

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

[Β΄ Τμήμα]

Αριθμός Απόφασης:  127/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

[Β΄ Τμήμα]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις …….., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Α) ΤΗ ΣΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Κωνσταντίνο Νικολαρόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, …………η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Δημήτριο Γραμμένο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και 2) ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Χαρίκλεια Μαρουλή (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β) ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, …………..η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Δημήτριο Γραμμένο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  …………. η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Κωνσταντίνο Νικολαρόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Γ) ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………… η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Χαρίκλεια Μαρουλή.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……. η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Κωνσταντίνο Νικολαρόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και 2) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, ………η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Δημήτριο Γραμμένο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ……… (εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης), άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 09/04/2013, με αριθμ. κατάθ. …../10-04-2013 αγωγή της, εναντίον των εναγομένων αυτής [1. ………… (δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης) και 2. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (πρώτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης)].

Εν συνεχεία: Α) η εκ των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία, με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 1-9-2014 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../16-9-2014, εναντίον της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ………… και της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, ………, κατοίκου …… Αττικής και Β) η εκτων εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, …………., άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 10-9-2015 ανακοίνωση της δίκης -προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../23-10-2015 εξαίρεση …., εναντίον της καθ’ ης η ανακοίνωση της δίκης – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, ……….., κατοίκου …… Αττικής και ήδη άγνωστης διαμονής.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμ.1227/08-03-2018 οριστική απόφασή του, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 01-09-2014 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, ως προς τη δεύτερη των καθ’ ων η κλήση – προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένων (ήτοι ως προς τη …………..), καθώς και τη συζήτηση της από 10-9-2015 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής, μετά από συζήτηση, που έγινε, την 28/04/2017, κατά την τακτική διαδικασία, συνεκδίκασε, κατά τα λοιπά, τα αναφερόμενα στο προεισαγωγικό τμήμα της εκκαλουμένης ένδικα βοηθήματα, κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, ως προς την κυρίως ενάγουσα και τις εναγόμενες της κύριας αγωγής, καθώς και ως προς την παρεμπιπτόντως ενάγουσα και την πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων της από 01-09-2014 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, που είχαν παρασταθεί, δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 09/04/2013 κύρια αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς περιορίστηκε, και κατά ένα μέρος την από 01/09/2014 παρεμπίπτουσα αγωγή.

Εναντίον της αποφάσεως αυτής παραπονούνται: Α) Η ενάγουσα της από 09/04/2013 κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης [εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης] (…………..), με την από 27-03-2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./28-03-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./28-03-2018, και στρέφεται εναντίον των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, Β) Η εκ των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής – παρεμπιπτόντως ενάγουσα της από 01-09-2014 παρεμπίπτουσας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης [πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης], Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία, με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με την από 02/04/2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./16-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../16-04-2018, και στρέφεται εναντίον της ενάγουσας της από 09/04/2013 κύριας αγωγής και Γ) Η εκ των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής –πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων της από 01-09-2014 παρεμπίπτουσας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης [δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης], …………………, με την από 30/03/2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/13-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./13-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./17-04-2018, και στρέφεται εναντίον της ενάγουσας της από 09/04/2013 κύριας αγωγής και της παρεμπιπτόντως ενάγουσας της από 01-09-2014 παρεμπίπτουσας αγωγής.

Επί των εφέσεων αυτών, μετά από συνεκδίκαση και συζήτηση αυτών, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 17/01/2019, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 519/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού κρίθηκαν τυπικά δεκτές οι ως άνω εφέσεις, ανεβλήθη, κατά τα λοιπά, η συζήτηση αυτών, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το νομικό ζήτημα, που έχει παραπεμφθεί σε αυτή, με την υπ’ αριθ. 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος αυτού.

΄Ηδη, μετά την έκδοση της με αριθμ. 4/2020 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επί του νομικού ζητήματος, που παραπέμφθηκε σε αυτή, φέρονται, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης: Α)με την από 03-09-2020 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ. / Ε.Α.Κ. ………/03-09-2020 κλήση, η από 27-03-2018και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ. / Ε.Α.Κ. ……./2018 έφεση, Β) με την από 03-03-2021 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./09-03-2021 κλήση, η από 02-04-2018 και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ. / Ε.Α.Κ. ……../2018 έφεση και Γ) με την από 18-11-2020 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ. / Ε.Α.Κ. ……../27-04-2021 κλήση, η από 30-03-2018 και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ. / Ε.Α.Κ. ………../2018 έφεση.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους, εκ των οποίων η μεν πληρεξούσια Δικηγόρος της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, οι δε πληρεξούσιοι Δικηγόροι της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης– εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – πρώτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – πρώτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης και της δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις αυτών των εκκαλουσών – εφεσιβλήτων με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρονται, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης: Α) με την από 03-09-2020 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../03-09-2020 κλήση, η από 27-03-2018 και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/2018 έφεση, Β) με την από 03-03-2021 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/09-03-2021 κλήση, η από 02-04-2018 και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ /Ε.Α.Κ. ……../2018 έφεση και Γ) με την από 18-11-2020 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../27-04-2021 κλήση, η από 30-03-2018 και με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./2018 έφεση, κατόπιν της με αριθμ. 519/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού κρίθηκαν τυπικά δεκτές οι ως άνω εφέσεις, ανεβλήθη, κατά τα λοιπά, η συζήτηση αυτών, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το νομικό ζήτημα, που παραπέμφθηκε σε αυτή, με την με αριθ. 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος αυτού, μετά την έκδοση της με αριθμ. 4/2020 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επ’ αυτού.

Με την από 09/04/2013 και με αριθμ. κατάθ. …./10-04-2013 κύρια αγωγή της η ………. (ενάγουσα –εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης), εναντίον της …………… (κυρίως εναγομένης – δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης) και της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (κυρίως εναγομένης – πρώτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – δεύτερης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης)], κατ’ ορθή εκτίμηση, εξέθετε ότι η μητέρα αυτής, ……………, μη διάδικος στην παρούσα, κατ’ έφεση, δίκη, από τις 14-4-2008 έως τις 18-2-2011, στη Νίκαια Αττικής, κατήρτισε επ’ ονόματί της, αλλά χωρίς την εντολή, γνώση και συγκατάθεσή της, πλαστογραφώντας την υπογραφή της, τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο συμβάσεις, με τη δεύτερη των εναγομένων, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την ανοχή και τη συνέργεια της πρώτης των εναγομένων, προστηθείσας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, της δεύτερης εξ αυτών, ως διευθυντικού στελέχους αυτής στο υποκατάστημά της, που βρίσκεται στα … Νίκαιας. Ότι, κατόπιν τούτων, σε εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων, η μητέρα της, …. ……………, έλαβε δάνειο επ’ ονόματι της ενάγουσας και εισέπραξε συνολικά χρηματικό ποσό άνω των 50.000 ευρώ, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει αποδώσει στο πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διατηρεί η δεύτερη των εναγομένων ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Ότι, ένεκα των ειδικότερα αναφερομένων στην αγωγή παρανόμων και υπαίτιων ενεργειών και παραλείψεων των εναγομένων, προσεβλήθη η προσωπικότητά της, καθόσον θεωρείται αφερέγγυα και έχει απωλέσει την πιστοληπτική της ικανότητα, διότι φέρεται ότι οφείλει ποσό άνω των 50.000 ευρώ σε τραπεζικό ίδρυμα, ενώ, περαιτέρω, η δεύτερη των εναγομένων, αν και γνωρίζει τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να την εμφανίζει ότι οφείλει το παραπάνω χρηματικό ποσό. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα της κύριας αγωγής ζήτησε, μετά την παραίτησή της, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τις προτάσεις, που κατέθεσε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από το αγωγικό κεφάλαιο περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των ένδικων συμβάσεων και τον παραδεκτό περιορισμό του κεφαλαίου περί χρηματικής ικανοποίησης, από το αρχικώς αιτούμενο καταψηφιστικό ποσό των 120.000 ευρώ, στο ποσό των 70.000 ευρώ, έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες της οφείλουν, η κάθε μία εις ολόκληρον, το ποσό των 70.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα και να απειληθεί σε βάρος της πρώτης εξ αυτών η προσωπική της κράτηση, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης. Εν συνεχεία: Α) η εκ των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία, με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 01-09-2014 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../16-9-2014, εναντίον της ………. (πρώτης των παρεμπιπτόντως εναγομένων) και της ……………., κατοίκου ……… Αττικής(καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης), μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, με την οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση, εξέθετε ότι η ενάγουσα της κύριας αγωγής, . ……………, έχει ασκήσει σε βάρος αυτής(ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας) και της ………………., την ως άνω κύρια αγωγή, την οποία παρέθετε αυτούσια. Ότι, αν και ευθύνεται αντικειμενικώς, έναντι της κυρίως ενάγουσας, ως προστήσασα την πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων,  ……………, στην πραγματικότητα έχει και η ίδια ζημιωθεί από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της τελευταίας, αλλά και της δεύτερης εξ αυτών,   ……………, μη εναγομένης στην κύρια αγωγή, την οποία και προσεπικαλεί, όπως ειδικότερα ιστορείται στο δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθούν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες, η κάθε μία εις ολόκληρον, άλλως, επικουρικώς, η καθεμία κατά ποσοστό 50%, να της καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο, από την καταβολή και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, μέχρι του ποσού των 10.000 ευρώ, και να επιβληθούν σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων, τα δικαστικά της έξοδα και Β) η εκ των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, …………… ……, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 10-9-2015 ανακοίνωση της δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./23-10-2015 εξαίρεση 260, εναντίον της ………….., κατοίκου ……… Αττικής και ήδη άγνωστης διαμονής (καθ’ ης η ανακοίνωση της δίκης – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης), μη διαδίκου στην παρούσα δίκη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1227/08-03-2018 απόφασή του, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 01-09-2014 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, ως προς τη δεύτερη των καθ’ ων η κλήση – προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένων (  ……………  ), καθώς και τη συζήτηση της από 10-9-2015 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής, μετά από συζήτηση, που έγινε, την 28/04/2017, κατά την τακτική διαδικασία, συνεκδίκασε, κατά τα λοιπά, κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, ως προς την κυρίως ενάγουσα και τις εναγόμενες της κύριας αγωγής, καθώς και ως προς την παρεμπιπτόντως ενάγουσα και την πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων της από 01-09-2014 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, που είχαν παρασταθεί, τα αναφερόμενα ως άνω ένδικα βοηθήματα και δέχθηκε κατά ένα μέρος, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την από 09/04/2013 κύρια αγωγή και κατά ένα μέρος, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την από 01/09/2014 παρεμπίπτουσα αγωγή. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση: Α) Ως προς την από 09/04/2013 κύρια αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς περιορίστηκε, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη αυτήν, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 480 επ., 914, 932 ΑΚ, και 70, 176 ΚΠολΔ, πλην των παρεπόμενων αγωγικών αιτημάτων για την κήρυξη της απόφασης, που θα εκδοθεί, προσωρινώς εκτελεστής και απαγγελίας της προσωπικής κράτησης της πρώτης των εναγομένων ως μέσο εκτέλεσης, τα οποία μετά την εξ ολοκλήρου τροπή του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, κρίθηκαν απορριπτέα ως μη νόμιμα, δοθέντος ότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν αποτελούν εκτελεστό τίτλο και του υποβαλλομένου με τις προτάσεις της ενάγουσας αιτήματος επίδειξης εγγράφου και, συγκεκριμένα, του πορίσματος του πειθαρχικού οργάνου των υπαλλήλων της δεύτερης των εναγομένων και της πειθαρχικής ποινής, που επιβλήθηκε στην πρώτη εξ αυτών, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο προεχόντως ως αόριστο, δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 09/04/2013 κύρια αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων της κύριας αγωγής να καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρον, στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος των εναγομένων της κύριας αγωγής μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας της αγωγής αυτής, το οποίο όρισε στο ποσό των οκτακόσιων (800,00) ευρώ και Β) Ως προς την από 01-09-2014 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη αυτήν, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 914 επ., 926, 927 ΑΚ, 68, 69 παρ. 1 εδ. ε’, 88, 89, 176ΚΠολΔ,δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτή (παρεμπίπτουσα αγωγή) και υποχρέωσε την πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων κατά το ήμισυ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ποσού αυτού στην κυρίως ενάγουσα της από 09/03/2013 αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος της ως άνω παρεμπιπτόντως εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας της αγωγής αυτής, το οποίο όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Εναντίον της απόφασης αυτής παραπονούνται: Α) Η ενάγουσα της από 09/04/2013 κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης [εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης],   ……………, με την από 27-03-2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./28-03-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../28-03-2018, στρεφόμενη εναντίον των εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η έφεσή της, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή της, Β) Η εναγομένη της από 09/04/2013 κύριας αγωγής – παρεμπιπτόντως ενάγουσα της από 01-09-2014 παρεμπίπτουσας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης [πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης], Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία, με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με την από 02/04/2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./16-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./16-04-2018, στρεφόμενηεναντίον της ενάγουσας της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό ν’ απορριφθεί η κύρια αγωγή, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή εν μέρει η κύρια αγωγή, μόνο για το ποσό των χιλίων (1.000,00 ευρώ) και Γ) Η εναγομένη της από 09/04/2013 κύριας αγωγής – πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων της από 01-09-2014 παρεμπίπτουσας αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης [δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης],    ……………, με την από 30/03/2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./13-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./13-04-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../17-04-2018,στρεφόμενη εναντίον της ενάγουσας της από 09/04/2013 κύριας αγωγής και της παρεμπιπτόντως ενάγουσας της από 01/09/2014 παρεμπίπτουσας αγωγής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό ν’ απορριφθούν η από 09/04/2013 κύρια αγωγή, καθώς και η από 01/09/2014 παρεμπίπτουσα αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφονται εναντίον της.

Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ενώ, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον, που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια, που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, β) το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας, η οποία υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας και ειδικότερα, όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 231/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2018 ό.π., ΑΠ 247/2018 ό.π., ΑΠ 322/2018 ό.π., ΑΠ 437/2017 ό.π., ΑΠ 936/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 1006/2015 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 1669/2012 ό.π.).Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και της κοινωνικής εν γένει δραστηριότητος των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 322/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 247/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 15/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1134/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 437/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 936/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1006/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 Δημ. Νόμος). Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης), είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 780/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1668/2013). Συνεπώς, παράνομη είναι και η “αντισυναλλακτική” συμπεριφορά, ακριβώς επειδή ενέχει αμέλεια, επειδή δηλαδή αποκλίνει από την συμπεριφορά, την οποία ένας μέσος συνετός άνθρωπος, που ανήκει στον ίδιο κύκλο με τον δράστη, όφειλε να επιδείξει. Στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά αντιμετωπίζεται ως μορφή υπαιτιότητας. Το ότι ο δράστης όφειλε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή ενός αγαθού σημαίνει ότι η συμπεριφορά του είναι παράνομη. Το ότι μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή, σύμφωνα με τα μέτρα ενός συνετού ανθρώπου, σημαίνει ότι η συμπεριφορά του δικαιολογεί την προσωπική μομφή (τον ψυχικό σύνδεσμο του δράστη με την αδικοπραξία), ότι υπάρχει υπαιτιότητα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ίδια πράξη, δηλαδή η αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά, συνιστά και την παράνομη και την υπαίτια συμπεριφορά (ΑΠ 325/2018 ό.π.). Η περίπτωση δε του δόλου (προθέσεως) συντρέχει είτε με τη μορφή του άμεσου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο υπαίτιος επιδιώκει (θέλει) την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, καθώς και όταν δεν επιδιώκει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, προβλέπει, όμως, αυτό ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του και παρά ταύτα δεν αφίσταται, είτε με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο υπαίτιος προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του και το αποδέχεται (ΑΠ 1312/2018 ό.π., ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 780/2014 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π.).

Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία, που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής (ΑΠ 231/2021 ό.π.,ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 355/2013 Δημ. Νόμος), η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων, που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1359/2019, ΑΠ 1621/2018, ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 355/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 365/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1711/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ (Μον) 189/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6675/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5632/2010 Δημ. Νόμος). Η επίκληση δε της νομικής έννοιας της προστήσεως εμπεριέχει και πρόταση γεγονότων, που τη συγκροτούν, όπως η διαφύλαξη του δικαιώματος παροχής οδηγιών κλπ, η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας της προστήσεως μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν αυτά δεν τα έχει επικαλεστεί ο ενάγων (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Η έννοια της πρόστησης είναι νομική και η κατάφαση ή η άρνηση αυτής σύμφωνα με όσα πραγματικά περιστατικά, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, γίνονται δεκτά, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΚΠολΔ 559 αρ. 1 και αρ.19). Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 481, 483 – 486, 922 και 926 Α.Κ. συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (Α.Π. 181/2011, Α.Π. 72/2007, Α.Π. 160/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 664/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 28/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 207/2015 Δημ. Νόμος).Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ. ορίζεται ότι: “το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, που το αντιπροσωπεύουν εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ευθύνη από πράξη ή παράλειψη των καταστατικών οργάνων (ΝΠΙΔ), η οποία πρέπει να είναι παράνομη και να ανάγεται σε πράξεις ή παραλείψεις των καθηκόντων, που τους έχουν ανατεθεί. Αν υπάρχει και υπαιτιότητα του οργάνου αυτού, παραλλήλως προς την ευθύνη του νομικού προσώπου συντρέχει και τοιαύτη του υπαιτίου οργάνου, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 231/2021 ό.π., ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 758/2018 ό.π.,ΑΠ 88/2018, ΑΠ 472/2018).

Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 753/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια αυτή και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ιδίου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού, που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος), όπως επί πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αμέσως υφιστάμενος δε ηθική βλάβη και δικαιούμενος να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ο υποστάς ή δυνάμενος να υποστεί τις εκ του πλαστού εγγράφου έννομες συνέπειες και ειδικότερα αυτός, που πλαστογράφησαν την υπογραφή του ή είναι εκδότης του νοθευμένου εγγράφου (βλ. σχετ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, στο έγκλημα της πλαστογραφίας (άρ. 216 Π.Κ.), η οποία τιμωρεί την κατάρτιση του πλαστού και τη νόθευση γνησίου εγγράφου προστατεύεται το συμφέρον εκείνου, που μπορεί να υποστεί ή υπέστη τις έννομες συνέπειες του γεγονότος, σε σχέση με το οποίο έγινε η κατάρτιση (ή η νόθευση). Το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι, εκτός από τον έκδοτη του εγγράφου, άλλος παραπλανώμενος, αλλά και τρίτος, στα συμφέροντα του οποίου επιδρά η παραπλάνηση άλλου. Ειδικότερα, η ως άνω προστασία παρέχεται κατ` αρχήν σ` εκείνον, του οποίου γίνεται κατάχρηση της υπογραφής, σε σχέση με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Στην περίπτωση, δηλαδή, της καταρτίσεως προστατεύεται εκείνος που, με την απομίμηση της υπογραφής του από το δράστη ή με άλλους συναφείς τρόπους, εμφανίζεται ψευδώς ως εκδότης του εγγράφου (ΑΠ 1056/2019 ό.π.). Το άρθρο δε 236 ΑΚ ορίζει ότι “αν για να είναι έγκυρη μια δικαιοπραξία χρειάζεται η συγκατάθεση τρίτου (συναίνεση), αυτή παρέχεται με δήλωση προς το ένα ή το άλλο μέρος, και, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν είναι ανάγκη να γίνει με τον τύπο, που απαιτείται για τη δικαιοπραξία”, το δε άρθρο 238 του ίδιου Κώδικα ότι “η συγκατάθεση, που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (έγκριση), εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, ανατρέχει στο χρόνο της δικαιοπραξίας. Από την αναδρομική ενέργεια δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα, που τρίτοι απέκτησαν πριν από την έγκριση”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) Η συναίνεση και η έγκριση αποτελούν κατηγορίες της ευρύτερης έννοιας της συγκατάθεσης. Ως συγκατάθεση νοείται η δήλωση επιδοκιμασίας μιας δικαιοπραξίας ενός προσώπου από κάποιο άλλο πρόσωπο, η οποία (δήλωση) απαιτείται από το νόμο για να αναπτύξει η δικαιοπραξία τα αποτελέσματα της. Η συγκατάθεση παρέχεται από τρίτο πρόσωπο, δηλαδή πρόσωπο άλλο από τα υποκείμενα της σχέσης, η οποία ισχυροποιείται με την παρεχόμενη συγκατάθεση. β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 236 ΑΚ η συγκατάθεση είναι άτυπη, άρα μπορεί να δοθεί και σιωπηρά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο. Τύπος, όμως, απαιτείται και στις περιπτώσεις, που προκύπτει από το σκοπό της διάταξης, ο οποίος επιβάλλει τύπο στην επιδοκιμαζόμενη δικαιοπραξία. Ειδικότερα, συναίνεση είναι η συγκατάθεση για την επιχείρηση δικαιοπραξίας, η οποία (συγκατάθεση) παρέχεται είτε πριν είτε κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας και για τον τύπο χορήγησής της ισχύουν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω γενικά για τη συγκατάθεση (ΑΠ 801/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1417/2014).

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 57, 59, 480 – 482, 914, 926 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράνομης από πρόθεση προσβολής της προσωπικότητας, αν η προσβολή επήλθε με περισσότερες πράξεις ενός ή περισσότερων προσώπων, οι οποίες όμως, ενόψει των περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, δηλαδή πρόκειται για το αυτό βιοτικό συμβάν, οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, συγκεντρούμενη, ως εκ της ταυτότητας του σκοπού της, συνισταμένου στην ικανοποίηση του προσβληθέντος για την ενιαία βλάβη, την οποία αυτός υπέστη, δηλαδή στην ικανοποίηση ενός και του αυτού συμφέροντος σε μία παροχή (ενιαίο χρηματικό ποσό), το οποίο ο προσβληθείς στην προσωπικότητα του μπορεί, κατ’ επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του, αφού τότε είναι αντίστοιχα ενιαία και η βλάβη, που αυτός υπέστη και την οποία αποσκοπεί να καλύψει η χρηματική ικανοποίησή του στο πλαίσιο ενός και του αυτού συμφέροντός του. Στην περίπτωση αυτή, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικασθεί, θα ληφθεί ασφαλώς υπόψη και o εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενομένης προσβολής, έτσι ώστε η χρηματική ικανοποίηση να ανταποκρίνεται στην ένταση και στην απαξία της προσβολής (ΑΠ 921/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 865/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1854/2017Δημ. Νόμος, ΑΠ 1232/2010, ΑΠ 1095/2009, ΑΠ 518/2008).Εξ άλλου, κατά το άρθρο 481 ΑΚ οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν, σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά. Εν όψει του ορισμού της ΑΚ 481, χαρακτηριστικό εννοιολογικό γνώρισμα της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής αποτελεί η ταυτότητα της παροχής και η ταυτότητα του εννόμου αποτελέσματος. Η παθητική εις ολόκληρον ενοχή συντίθεται από κατ’ ιδίαν ενοχές, που συνδέουν κάθε οφειλέτη με το δανειστή. Ενώ, όμως, στη διαιρεμένη ενοχή αντικείμενο των επιμέρους ενοχών αποτελεί τμήμα της παροχής, στην οφειλή εις ολόκληρον αντικείμενο της υποχρέωσης κάθε συνοφειλέτη αποτελεί το σύνολό της. Οι κατ’ ιδίαν ενοχές συνδέονται στενότερα μεταξύ τους απ’ ό,τι στη διαιρεμένη ενοχή, διατηρούν, όμως, σε περιορισμένο βαθμό την αυτοτέλειά τους (ΑΠ 921/2021 ό.π.). Ταυτότητα της παροχής υφίσταται όταν η εκπλήρωση της παροχής επιφέρει το ίδιο έννομο αποτέλεσμα, εξυπηρετεί δηλαδή το ίδιο έννομο συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωση (ταυτότητα του έννομου σκοπού της παροχής-δεν αρκεί ταυτότητα του οικονομικού σκοπού). Πέραν της ταυτότητας της παροχής απαιτείται και ισοτιμία υποχρεώσεων υπό την έννοια ότι όλοι οι συνοφειλέτες πρέπει να ευθύνονται παράλληλα και αυτοτελώς έναντι του δανειστή. Γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής συνιστά και ο νόμος, μεταξύ δε των κανόνων, που προβλέπουν την παθητική εις ολόκληρον ενοχή των πλειόνων συνοφειλετών είναι και εκείνος του άρθρου 926 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίον αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι εις ολόκληρον (ΑΠ 921/2021 ό.π.). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων υπόχρεων, καθιερώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσοτέρων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθεαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή η εξακρίβωση, ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 1694/2017). Ειδικότερα, ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 367/2019). Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας (ΑΠ 921/2021 ό.π.). Έτσι εμπίπτουν στην έννοια αυτή (της κοινής πράξης) κυρίως : α) η συναυτουργία υπό ευρεία έννοια, δηλαδή όχι μόνο υπό τεχνική έννοια του άρθρου 45ΠΚ, αλλά και η απλώς υπαίτια συναυτουργία, που στηρίζεται σε κοινή αμέλεια (ή σε δόλο του ενός και αμέλεια του άλλου συναυτουργού, β) οι λοιπές μορφές συμμετοχής στην πράξη (ηθική αυτουργία, άμεση και απλή συνέργεια, όχι μόνο όταν ο συμμέτοχος ενεργεί δόλια αλλά και από αμέλεια), γ) η παραυτουργία, όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 1229/2013), δ) η αναγκαία αιτιότητα, που υπάρχει όταν η ζημία προήλθε από τις ενέργειες δύο ή περισσοτέρων προσώπων, από τις οποίες, όμως, κάθε μία μόνη της δεν ήταν ικανή να προκαλέσει το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, όπως στις περιπτώσεις διαδοχικών αμελών πράξεων, που οδηγούν σε ζημιογόνο αποτέλεσμα, ε) η σωρευτική αιτιότητα, που υφίσταται όταν η ζημία προήλθε από ενέργειες δύο ή περισσοτέρων προσώπων, από τις οποίες, όμως, κάθε μια μόνη της ήταν ικανή να προκαλέσει το επελθόν αποτέλεσμα. Ο βαθμός της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 Α.Κ. (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 1170/2019, ΑΠ 59/2019, ΑΠ1124/2015, ΑΠ1805/2014)και γι` αυτό δεν συνιστά αναγκαίο στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014).Στην ανωτέρω περίπτωση η παθητική εις ολόκληρον ενοχή στηρίζεται στο νόμο και οι περισσότεροι οφειλέτες ευθύνονται σε εκπλήρωση της ίδιας παροχής. Υπάρχει δηλαδή ταυτότητα παροχής, που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου γενέσεως αυτής και ως εκ τούτου η υποχρέωση ή κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 283/2013, ΑΠ 81/1991). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όχι μόνο όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για αδικοπραξία, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και όταν όλα ή μερικά από αυτά ευθύνονται αντικειμενικά και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η αντικειμενική ευθύνη ρυθμίζεται στον ΑΚ ή σε ειδικούς νόμους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αν ευθύνονται πολλοί σε αποζημίωση από αδικοπραξία κατ’ άρθρο 926 ΑΚ, έναντι του δικαιούχου της αποζημιώσεως ενέχονται όλοι εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του βαθμού πταίσματος εκάστου, αντιστοίχως δε, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως έχει δικαίωμα να στραφεί είτε εναντίον όλων των συνυπαίτιων είτε διαδοχικά εναντίον καθενός από αυτούς απαιτώντας ολόκληρη την αποζημίωση, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής (βαθμού πταίσματος) στην τέλεση της αδικοπραξίας εκάστου συνυπαίτιου, ο οποίος δεν δύναται να ζητήσει να προσδιοριστεί ο βαθμός του πταίσματός του, καθόσον ο προσδιορισμός αυτός δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΣτΕ 1029/2018, ΑΠ 1655/2017, ΑΠ 871/2010). Και τούτο, διότι προϋπόθεση της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή ή, έστω, η δυνατότητα κοινής εναγωγής από το ζημιωθέντα περισσότερων προσώπων, φερόμενων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 96/2018, ΑΠ 462/2017, ΑΠ 1229/2013).

Εξάλλου, με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως……… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι “Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος…” και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι “Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο”, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)], που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών, που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ` αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως, που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγυήσεως, που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος, που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση, που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη, που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση, που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής nebis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας, όμως, την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. Κ.Πολ.Δικ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ` αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ` επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθ` όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δεσμεύσεως και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως, αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ` όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ., λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξεως δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δικ. και συνακόλουθα η έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση, που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που, επίσης, δεν συμβαίνει, καθ’ όσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξεως ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ., “(……) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές] διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι”, και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ` άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δικ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δικ.). Εξ άλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δικ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ` άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δικ., και να την δεχθεί κατ` ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής αποδείξεως, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ` εφαρμογήν της αρχής in dubioproreo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δεσμεύσεως”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834, που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος” ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η “δέσμευση” αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δεσμεύσεως” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ` ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η “δέσμευση” του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα “συμβατό με την αθωωτική απόφαση”, και, επομένως, “να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου”, διότι διαφορετικά “η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, δεν έχει, κατ` αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ` όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής nebis in idem [Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 7.2.2012 (αριθμ. προσφυγής …/2004)]. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση, όμως, “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως” (βλ. ιδίως Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …/06), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθμ. προσφυγής …/2009), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθμ. προσφυγής …/2007), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 27.11.2018 (αριθμ. προσφυγών …/09 και …./11), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …/97), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Γερμανίας της 3.10.2019 (αριθμ. προσφυγής …/2012), Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά ….της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …/00). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./00) και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους, που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. (Ε.Δ.Δ.Α. … κατά ….της 27.9.2007 (αριθμ. προσφυγής ….04), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …της 25.9.2008 (αριθμ. προσφυγής …/06), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …/06), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 27.9.2011 (αριθμ. προσφυγής …/07), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …..). Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις, που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …. ). Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας [βλ. σχετ. απόφαση ΕΔΔΑ 10 Δεκεμβρίου 2020 (Αρ. αίτ.: 44101/13), ΟλΑΠ 4/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 231/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 83/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1308/2020 Δημ. Νόμος].

Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο Ν. 4335/2015 και ισχύει από 01.01.2016, κατά τη ρητή μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 4 του ιδίου νόμου, «Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικά ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ιδίου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα, «1.Ο διάδικος, που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα, που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ιδίου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα παραπάνω, «Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγουμένων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων». Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί διαφορετικό αποδεικτικό μέσο από τους μάρτυρες ή από τα έγγραφα, ενώ ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 339 του ΚΠολΔ με το άρθρο 36 του ν. 3994/2011, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί πλέον αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Γι’ αυτό, όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει, ειδικά, να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη (ΑΠ 1186/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1263/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 977/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 26/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1175/2019 Δημ. Νόμος). Η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 424 ΚΠολΔ, καταλαμβάνει, κατά τη διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ` εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β` και 24 παρ. 1 εδ. α` ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά το χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουαρίου 2016 και εξής κλήσεις (έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας). Επομένως, μετά την ισχύ των άρθρων 422 § 1 και 424 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015 (από 1.1.2016), το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν ο διάδικος, που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, επιδώσει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Την τήρηση των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ` ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 977/2020 ό.π., ΑΠ 667/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 5/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1208/2019, ΑΠ 1175/2019 ό.π., ΑΠ 673/2018). Επίσης, η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις, κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται, πρώτη φορά, στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 26/2020 ό.π., ΑΠ 204/2017, 1461/2013, ΑΠ 481/ 2013) και να είναι ειδική, έτσι ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο μάρτυρας, που εξετάστηκε, και εκείνος, που τον εξέτασε, και, επιπλέον, να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ακυρότητα από τη μη κλήτευσή του θεραπεύεται (ΑΠ 26/2020 ό.π., ΑΠ 17/2015). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, δεδομένου ότι αυτές, εφόσον δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται, το δε Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ` αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων, που ελήφθησαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013). Δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων δε, που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, εφόσον έγιναν με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων εκτίμηση του δικαστηρίου, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι άνω δικονομικές διατάξεις, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν τηρήθηκε για αυτές ο τύπος του ν.δ. 105/1969 ή 8 του ν. 1599/86 (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 1186/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 17/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1088/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 311/2012, ΑΠ 1184/2008). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της § 1 εδάφιο α’ του άρθρου 529 ΚΠολΔ, στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά, που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά, που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαραδέκτως, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών/μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α` ΚΠολΔ είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις, όρκος) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήριο), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη). Έτσι, ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν δοθεί στον πρώτο βαθμό ή προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκπρόθεσμα ή έχουν δοθεί νόμιμα μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν τη συζήτηση της έφεσης, νόμιμα, κατά το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔικ, λαμβάνονται υπόψη, αν, με νόμιμη επίκληση, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τις ενώπιον του εφετείου υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 988/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1034/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 484/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1621/2009), εκτός αν η προσκόμιση αυτών αποκρουστεί ρητά από το Εφετείο, διότι, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν είχε προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά μέσα στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (ΑΠ 1034/2019 ό.π., ΑΠ 204/2017, ΑΠ 1450/2011).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε μ’ επιμέλεια της πρώτης των κυρίως εναγομένων και της ανωμοτί κατάθεσης της κυρίως ενάγουσας, που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από όλα τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας και τις ποινικές αποφάσεις, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 64/2019 Δημ. Νόμος), από τη με αριθμό …../03-12-2018 ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη, με επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ληξουρίου Κεφαλονιάς …………., μετά από νόμιμη κλήτευση των κυρίως εναγόμενων (βλ. σχετ. τις με αριθμό …/03-05-2018 και …./03-05-2018 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….) και προσκομίζεται παραδεκτά το πρώτον, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μη λαμβανομένης υπόψη, όμως, κατ’ άρθρο 424 ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της προσκομιζομένης και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμ. …../28-01-2016 ένορκης βεβαίωσης μάρτυρος, η οποία ελήφθη, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, με επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας, ανεξαρτήτως δικονομικής βλάβης των εναγομένων, διότι στην επιδοθείσα προς τους τελευταίους από 21.1.2016 κλήση, γίνεται αναφορά μόνον σε εξέταση μαρτύρων με τη διαδικασία των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στις 28.1.2016, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτήν, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση του μάρτυρος, που επρόκειτο να εξεταστεί (βλ. σχετ. τις με αριθμό με αριθμό …../25-1-2016 και …./25-1-2016 εκθέσεις επιδόσεως των Δικαστικών Επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… και ……….. αντίστοιχα) (ΑΠ 1175/2019 ό.π.), έλαβε δε χώρα (η βεβαίωση αυτή) μετά την 1-1-2016 (ήτοι στις 28-01-2016), ημερομηνία ισχύος των άρθρων 422 § 1 και 424 ΚΠολΔ, όπως εισήχθησαν με το Ν. 4335/2015 και προ της τροποποιήσεώς τους με το άρθρο 116 παρ. 1β΄του Ν. 4842/2021 (βλ. σχετ. Π. Ρεντούλη, Τροποποιήσεις στη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, έκδ. 2022, σελ. 31), αφού πρόκειται για ανύπαρκτο (ανυπόστατο) αποδεικτικό μέσο, από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία, που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 14-4-2008, 16-12-2008 και 28-2-2011, στην περιοχή …. της Νίκαιας Αττικής και, συγκεκριμένα, στο Υποκατάστημα, το οποίο διατηρεί η δεύτερη των κυρίως εναγομένων της από 09/04/2013 κύριας αγωγής, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, καταρτίσθηκαν η με αριθμό …./14-4-2008 σύμβαση δημιουργίας χρεωστικού υπολοίπου σε τρεχούμενο λογαριασμό καταθέσεων σε ευρώ, με τίτλο «σπουδάζω», η με αριθμό …./16-12-2008 σύμβαση δανείου με τίτλο «καταναλωτική πίστη» και η με αριθμό …../28-2-2011 σύμβαση δανείου, που αφορά ρυθμίσεις οφειλών καταναλωτικής πίστης και πιστωτικών καρτών με ενοχικές εξασφαλίσεις με τίτλο «καταναλωτική πίστη». Στις παραπάνω συμβάσεις φέρεται ότι έχει συμβληθεί και έχει θέσει την υπογραφή της ως άμεση δικαιούχος, στις δύο πρώτες περιπτώσεις και ως εγγυήτρια, στην τρίτη περίπτωση, η ενάγουσα της κύριας αγωγής (…………………), γεννηθείσα το έτος 1987.Ειδικότερα: 1) Στις 14.04.2008 φέρεται ότι υπεγράφη η υπ’ αριθμ. …../14.04.2008 σύμβαση δημιουργίας χρεωστικού υπολοίπου σε τρεχούμενο λογαριασμό καταθέσεων σε Ευρώ «ΣΠΟΥΔΑΖΩ» με όριο υπεραναλήψεων ποσού ευρώ 600,00, με αντισυμβαλλόμενη τη …………………, με επιτόκιο 11,60%. 2) Στις 16.12.2008 φέρεται ότι υπεγράφη η υπ’ αριθμ. …./16.12.2008 σύμβαση προσωπικού δανείου (καταναλωτικής πίστης), ποσού ευρώ 16.153,50, εξοφλητέο μέσω 84 μηνιαίων δόσεων με σταθερό επιτόκιο 14,30 %, με αντισυμβαλλόμενη (Δανειζομένη) τη . …………… και 3) Στις 28.02.2011 φέρεται ότι υπεγράφη η υπ’ αριθμ. …./28.02.2011 σύμβαση δανείου, με αντικείμενο την ρύθμιση οφειλών ποσού ευρώ 37.144,00 καταναλωτικής πίστης και πιστωτικών καρτών με ενοχικές εξασφαλίσεις, με αντισυμβαλλόμενη (Δανειζομένη) την . …………… και Εγγυήτρια την . ……………, εξοφλητέα μέσω 120 μηνιαίων δόσεων με σταθερό επιτόκιο 10,10 % και περίοδο χάριτος ενός έτους. Ωστόσο, οι υπογραφές αυτές, οι οποίες φέρονται ότι έχουν τεθεί από την κυρίως ενάγουσα,   ……………,ως συμβαλλόμενη, δεν έχουν τεθεί πράγματι από την ίδια, αλλά από τρίτο πρόσωπο, εν αγνοία της και χωρίς την έγκρισή της και, συγκεκριμένα, από τη μητέρα της,   ……………, μη διάδικο στην κύρια αγωγή και την παρούσα δίκη.΄Αλλωστε, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η κυρίως ενάγουσα είτε ότι υπέγραψε τα σχετικά έντυπα των αιτήσεων χορήγησης των ως άνω δανείων είτε ότι παρείχε σχετική εξουσιοδότηση σε άλλο πρόσωπο για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων είτε ότι συναίνεσε στην υποβολή τους για λογαριασμό της. Εκ μέρους της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας οι παραπάνω τρεις (3) συμβάσεις υπεγράφησαν από τη ……………….., στέλεχος του παραπάνω Υποκαταστήματος (πρώτη των κυρίως εναγομένων – παρεμπιπτόντως εναγομένη), καθώς και από άλλες υπαλλήλους του ιδίου υποκαταστήματος της τράπεζας αυτής, μία κάθε φορά, μη διαδίκους στην παρούσα δίκη. Συγκεκριμένα, σε όλες τις ανωτέρω συμβάσεις, για λογαριασμό της τράπεζας, η πρώτη υπογραφή έχει τεθεί από   ……………, η οποία είχε δικαίωμα, ως Υποδιευθύντρια του Υποκαταστήματος της ως άνω τραπεζικής εταιρίας, υπογραφής των δύο πρώτων συμβάσεων και ως Διευθύντρια του Υποκαταστήματός της, υπογραφής της τρίτης σύμβασης, αντίστοιχα. Η δεύτερη υπογραφή έχει τεθεί από άλλη υπάλληλο της τράπεζας -τρίτη μη διάδικο στην παρούσα δίκη- στην πρώτη σύμβαση (εντεταλμένη του Κατ/τός της) και στις δύο επόμενες συμβάσεις από άλλη υπάλληλο -τρίτη μη διάδικο στην παρούσα δίκη- (Προϊσταμένη Υπηρεσίας στεγαστικής και Καταναλωτικής Πίστης του Κατ/τός της). Σημειώνεται ότι για τη δέσμευση της ως άνω τράπεζας απαιτείτο η θέση δύο υπογραφών από εξουσιοδοτημένους προς τούτο υπαλλήλους της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η   ……………είχε το δικαίωμα, με την ως άνω ιδιότητά της, της πρώτης υπογραφής (δεύτερης κατά σειρά), ενώ το δικαίωμα της δεύτερης υπογραφής (πρώτης κατά σειρά), είχε άλλη συνάδελφός της, τρίτη, μη διάδικος στην παρούσα δίκη. Η ως άνω ……………   (πρώτη των κυρίως εναγομένων– παρεμπιπτόντως εναγομένη) ισχυρίζεται ότι η ……………   (κυρίως ενάγουσα) γνώριζε για τις ενέργειες της μητέρας της και ότι είχε προσέλθει και τις τρεις φορές στο ανωτέρω υποκατάστημα της τράπεζας μαζί της, πλην, όμως, επέτρεψε σε αυτήν να υπογράψει εκείνη αντ’ αυτής και τις τρεις (3) επίμαχες συμβάσεις, σε χρόνο, κατά τον οποίο η ως άνω υπάλληλος (……………  ) απουσίαζε για λίγο από το γραφείο της. Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος, διότι αντιβαίνει προεχόντως στη συνήθη πρακτική των τραπεζικών συναλλαγών, καθώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν νοείται να απουσιάζει ο εξουσιοδοτημένος τραπεζικός υπάλληλος κατά το χρόνο της υπογραφής μίας συμβάσεως, και δη, εν προκειμένω, κατά τους χρόνους υπογραφής και των ως άνω τριών (3) συμβάσεων. Αντιθέτως, κατά τη συνήθη πρακτική των τραπεζικών συναλλαγών, επιβάλλεται η αυτοπρόσωπη παρουσία των ιδίων των συμβαλλομένων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους και ο έλεγχος της ταυτότητας αυτών από τον εξουσιοδοτημένο για την υπογραφή των συμβάσεων τραπεζικό υπάλληλο, καθώς, επίσης, και η αντιπαραβολή της υπογραφής τους με το δείγμα υπογραφής, που βρίσκεται αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή στα υπολογιστικά συστήματα των τραπεζών. Εξάλλου, τυχόν απόσπαση της προσοχής ή απουσία της ως άνω υπαλλήλου (……………), κατά τους χρόνους υπογραφής και των ως άνω τριών (3) συμβάσεων από τρίτα πρόσωπα, αντί των αναφερομένων σε αυτές με την ιδιότητα, με την οποία κάθε φορά φέρονταν ότι συμβάλλονται με την τράπεζα, και ενασχόλησής της και τις τρεις (3) φορές, τη στιγμή της υπογραφής των ένδικων συμβάσεων, λόγω του τεράστιου εργασιακού φόρτου, όπως ισχυρίζεται, με άλλες εργασίες είτε στο ισόγειο όροφο του υποκαταστήματος, ενώ το γραφείο της βρισκόταν στον 1ο όροφο αυτού, είτε με τηλεφωνικές συνομιλίες στο γραφείο της για άλλες επαγγελματικές της υποχρεώσεις, είτε διότι δεν είχε στο γραφείο της, όπως ισχυρίζεται, οπτική επαφή με την επιφάνεια του τραπεζιού, επί του οποίου, συνήθως, υπέγραφαν οι πελάτες και το οποίο βρισκόταν έμπροσθεν του γραφείου της, λόγω της υψομετρικής του διαφοράς, καθώς ήταν χαμηλότερο από το ύψος του γραφείου της και στο γραφείο της, όπως εκθέτει στην έφεσή της η ως άνω υπάλληλος, «…βρίσκονταν πάντα «στοίβες»…από φακέλους πελατών…», δεν συνάδει αφενός μεν με την πολυετή-άνω των 30 ετών- εμπειρία και την ιδιότητά της στο ως άνω Υποκατάστημα, ως στελέχους, αφετέρου δε με τον επιβαλλόμενο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σχετικές εγκύκλιοι και οι διαδικασίες της τράπεζας, αλλά και τον συνηθισμένο τρόπο άσκησης των καθηκόντων της τη στιγμή, μάλιστα, που ο μάρτυρας, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλειά της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος ήταν συνάδελφός της από το έτος 1988 έως το έτος 2001, κατέθεσε ότι ήταν τακτική, τυπική και προσεκτική στη δουλειά της, όπως άλλωστε και η ίδια η υπάλληλος ισχυρίζεται. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι, κατά την επιστροφή της από άλλες εργασίες, τις οποίες επικαλείται αορίστως, είτε διαμαρτυρόταν για την υπογραφή των ένδικων συμβάσεων κατά την απουσία της, είτε προέβαινε εκ των υστέρων, λόγω της προγενέστερης απουσίας της, σε αντιπαραβολή της τεθείσας υπογραφής με το δείγμα υπογραφής, που θα έπρεπε να βρίσκεται αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή στο υπολογιστικό σύστημα της τράπεζας, εφόσον η πρώτη των κυρίως εναγομένων προστηθείσα υπάλληλος ισχυρίζεται ότι η πρώτη ένδικη σύμβαση υπεγράφη από την ίδια την κυρίως ενάγουσα το έτος 2008 ή σε εκ νέου υπογραφή αυτών παρουσία της. Εν προκειμένω δε, ενώ η πρώτη των κυρίως εναγομένων προστηθείσα υπάλληλος ισχυρίζεται ότι η πρώτη ένδικη σύμβαση υπεγράφη από την ίδια την κυρίως ενάγουσα το έτος 2008, όπως προκύπτει από το από 07/05/2018 έγγραφο της κυρίως εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, μέχρι το έτος 2011, δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της κυρίως ενάγουσας καταχωρημένο στο σύστημά της. Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια της διαδικασίας σύναψης μίας δανειακής σύμβασης, όπως συνομολογείται, απαιτείται έλεγχος των απαιτούμενων εγγράφων και υπογραφή υποχρεωτικά από δύο -αρμόδιους προς υπογραφή- υπαλλήλους του συγκεκριμένου κάθε φορά τραπεζικού καταστήματος. Ο τραπεζικός υπάλληλος, που είχε το δικαίωμα της δεύτερης υπογραφής -πρώτης κατά σειρά-, όπως συνομολογείται, είχε την αρμοδιότητα -και έτσι είθισται στη συναλλακτική τραπεζική πρακτική- να ελέγχει όλα τα έγγραφα, που προσκόμιζε ο αιτούμενος το δάνειο, να διαπιστώνει την ταυτοπροσωπία αυτού, που ζητούσε την λήψη του δανείου και στη συνέχεια να διαβιβάζει το φάκελο σε αυτόν, που είχε δικαίωμα πρώτης υπογραφής -δεύτερης κατά σειρά-, προκειμένου να προβεί σε τυπικό έλεγχο ύπαρξης των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Ενώ δε η τακτική της ως άνω τράπεζας ήταν, όπως προαναφέρθηκε, να υπογράφουν πρώτα οι άλλοι υπάλληλοι (πρώτοι κατά σειρά) και τελευταία η Δ/ντρια στο ως άνω Υποκατάστημα αυτής (πρώτη των κυρίως εναγομένων – παρεμπιπτόντως εναγομένη) (δεύτερη κατά σειρά), στις ως άνω τρεις (3) περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκε η συνήθης τακτική, καθώς, οι υπάλληλοι της τράπεζας, που έθεσαν τη δεύτερη υπογραφή επί των ένδικων συμβάσεων, αμφότερες έθεσαν τις υπογραφές τους χωρίς να παρευρίσκονται κατά τη θέση της υπογραφής της Δανείστριας και Εγγυήτριας αντίστοιχα κατά τις ως άνω διακρίσεις και της πρώτης υπογραφής εκ μέρους της Τράπεζας από τη ……………. Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η κυρίως ενάγουσα  ( ……………) ήταν παρούσα κατά την πλαστογράφηση της υπογραφής της, κατά την κατάρτιση και των τριών ως άνω συμβάσεων και την εκταμίευση όσων ποσών εκταμιεύθηκαν, αλλά ούτε ότι γνώριζε γι αυτές και ότι είχε συναινέσει σε τυχόν υπογραφή των ένδικων συμβάσεων κάτωθι του ονόματος αυτής από τη μητέρα της ή ότι είχε εξουσιοδοτήσει αυτήν, ούτε ότι ενέκρινε τις συμβάσεις αυτές. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η ως άνω τραπεζική υπάλληλος ήταν έμπειρο τραπεζικό στέλεχος, καθώς είχε πολυετή εμπειρία, άνω των τριάντα (30) ετών, όπως η ίδια συνομολογεί, στο ως άνω πιστωτικό ίδρυμα, λόγω της θέσεως ευθύνης, την οποία κατείχε. Ειδικότερα, από τέλη του έτους 1982 και εφεξής, μέχρι και την παραίτησή της από την εργασία της, εργαζόταν στο υποκατάστημα της …………, που βρίσκεται στα ……… της Νίκαιας, το μεγαλύτερο δε χρονικό διάστημα της υπηρεσίας της στο συγκεκριμένο υποκατάστημα, ασκούσε τα καθήκοντά της από θέσεις ευθύνης. Το έτος 1995 ορίστηκε Προϊσταμένη των ταμείων, εν συνεχεία, με το Π.Δ. 130/3.3.2006 ορίστηκε Υποδιευθύντρια του συγκεκριμένου υποκαταστήματος, ασκώντας τα καθήκοντα αυτά για το χρονικό διάστημα από 03.03.2006 έως και 07.04.2009 και με το Π.Δ. 236/8.04.2009 τοποθετήθηκε ως Διευθύντρια στο ίδιο Κατάστημα, ασκώντας τα καθήκοντα αυτά, σύμφωνα με την ως άνω ιδιότητα τουλάχιστον έως και 28/09/2012 (βλ. σχετ. από 28/09/2012 βεβαίωση της δεύτερης των κυρίως εναγομένων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας).Εξάλλου, όχι μόνον ο χειρισμός της υπογραφής των συμβάσεων, αλλά και η εκταμίευση των ποσών διενεργήθηκαν από τη …………… ., η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τη μητέρα της κυρίως ενάγουσας, . ……………. Η τελευταία, κατά τους ως άνω χρόνους, κατά τους οποίους φέρεται ότι συνήφθησαν οι επίδικες συμβάσεις, διατηρούσε ινστιτούτο αισθητικής, στον ισόγειο όροφο πολυκατοικίας κείμενης επί της οδού ………., στην περιοχή του ……. Αττικής, το οποίο επισκεπτόταν η ως άνω τραπεζική υπάλληλος για την παροχή ανάλογων υπηρεσιών προς αυτήν. Συνεπώς, η ……………   είχε πλήρη γνώση των ενεργειών της μητέρας της κυρίως ενάγουσας και, συνεπώς, της προαναφερόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της και συνειδητά παρείχε συνδρομή σε αυτήν, θέτοντας, παρά τη μη νομότυπη υπογραφή αυτών από την κυρίως ενάγουσα και εν αγνοία της, την πρώτη υπογραφή επί των τριών (3) ένδικων συμβάσεων, ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έγκριση των ως άνω συμβάσεων και ότι υπήρχε σχετική δικαιοπρακτική  βούληση από πλευράς της κυρίως ενάγουσας, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν ήταν αληθές, καθώς χωρίς την υπογραφή της ως άνω τραπεζικής υπαλλήλου δεν θα ήταν δυνατή η έγκριση και εκταμίευση των παραπάνω χορηγήσεων, συνδεόμενη, συνεπώς, αιτιωδώς της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς της με την αδικοπρακτική συμπεριφορά της μητέρας της κυρίως ενάγουσας,   …………….Όπως προκύπτει δε από την κίνηση των σχετικών τηρούμενων λογαριασμών παρακολούθησης οφειλής, που τηρούνται στην ως άνω τράπεζα, μέσω των οποίων κινήθηκε εκάστη ως άνω σύμβαση: 1) Η υπ’ αριθμ. …../14.04.2008 σύμβαση καταγγέλθηκε από την ως άνω Τράπεζα, στις 02.01.2013, και φέρεται ότι γνωστοποιήθηκε αυθημερόν η καταγγελία στη   ……………. Μέσω της κίνησης του σχετικώς τηρούμενου υπ’ αριθμ. ……….. λογαριασμού, προέκυψε, στις 05.11.2013, χρεωστικό υπόλοιπο ποσού ευρώ 770,22, εντόκως, με το τηρούμενο σε αυτήν επιτόκιο υπερημερίας για την οικεία κατηγορία χορηγήσεων, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα ανεξόφλητο. 2) Η υπ’ αριθμ. ……/16.12.2008 σύμβαση προσωπικού δανείου (καταναλωτικής πίστης)καταγγέλθηκε από την Τράπεζα, στις 15.04.2011, και φέρεται ότι γνωστοποιήθηκε αυθημερόν στη   ……………. Μέσω της κίνησης του σχετικώς τηρούμενου υπ’ αριθμ. ……. λογαριασμού προέκυψε, στις 05.11.2013, χρεωστικό υπόλοιπο ποσού ευρώ 20.847,45, εντόκως με το τηρούμενο σε αυτήν επιτόκιο υπερημερίας για συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα ανεξόφλητο και 3)Η υπ’ αριθμ. ………/28.02.2011 σύμβαση δανείου καταγγέλθηκε από την Τράπεζα, στις 27.06.2011, και φέρεται ότι γνωστοποιήθηκε αυθημερόν στις ….. και . ……………, με αντικείμενο την ρύθμιση οφειλών. Μέσω της κίνησης του σχετικώς τηρούμενου υπ’ αριθμ. …….. λογαριασμού προέκυψε, στις 05.11.2013, χρεωστικό υπόλοιπο ποσού ευρώ 51.292,14, εντόκως με το τηρούμενο σε αυτήν επιτόκιο υπερημερίας για συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα ανεξόφλητο. Το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο όλων των ανωτέρω συμβάσεων ανήλθε στο ποσό των ευρώ 72.909,81, εντόκως με το σχετικό τηρούμενο στην Τράπεζα επιτόκιο υπερημερίας. Η κυρίως ενάγουσα, μόλις πληροφορήθηκε τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων, έσπευσε να ζητήσει, στις 8-11-2011, περαιτέρω πληροφορίες από το ως άνω υποκατάστημα της εκ των εναγομένων τραπεζικής εταιρείας και στις 28-12-2011, υπέβαλε έγκληση κατά των εμπλεκομένων προσώπων, μεταξύ των οποίων και κατά της μητέρας της,   …………….Η δεύτερη δε των κυρίως εναγομένων, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, μόλις ενημερώθηκε σχετικά με τους ισχυρισμούς της κυρίως ενάγουσας, διενήργησε άμεσα εσωτερικό έλεγχο, μέσω της αρμόδιας Υπηρεσίας Επιθεώρησής της. Ειδικότερα, στα πλαίσια του εσωτερικού ελέγχου, κατά τον οποίο ζητήθηκαν και οι απόψεις των εμπλεκομένων στελεχών της, εξετάστηκαν το αρχείο των συμβάσεων, τα δείγματα των υπογραφών όλων των ανωτέρω προσώπων και των τεθειμένων υπογραφών επί των επίμαχων συμβάσεων, τα ηλεκτρονικά αρχεία καταχώρισης των εν λόγω συμβάσεων στο σύστημα της Τράπεζας, οι κινήσεις των λογαριασμών παρακολούθησης των επίμαχων συμβάσεων, καθώς και των καταθετικών λογαριασμών των προσώπων αυτών, που τηρούνται στην Τράπεζα. Σύμφωνα με το πόρισμα του ελέγχου, κατά τα εκτιθέμενα στην έφεση της ως άνω τραπεζικής εταιρίας, προέκυψε ότι: «…Η ενάγουσα στην κύρια δίκη (…………… ……………) πράγματι δεν έχει θέσει τις υπογραφές επί των επίδικων συμβάσεων, καθώς αυτές διαφέρουν ουσιωδώς από τον αυθεντικό γραφικό της χαρακτήρα. Η υπογραφή στην θέση της Εγγυήτριας στην υπ’ αριθμ. ………./28.02.2011 σύμβαση δανείου ομοιάζει ουσιωδώς προς την υπογραφή της Μαρίας …………… (μητρός της Δανειζομένης/κυρίως ενάγουσας). Ο χειρισμός της υπογραφής των συμβάσεων αλλά και η εκταμίευση των ποσών διενεργήθηκαν από την ……………  ..». Αναφορικά με τις υπαλλήλους της ως άνω Τράπεζας, που έθεσαν τη δεύτερη υπογραφή, κατά το ως άνω πόρισμα, όπως εκτίθεται στην ως άνω έφεση, «..αμφότερες έθεσαν τις υπογραφές τους χωρίς να παρευρίσκονται κατά τη θέση της υπογραφής της Δανείστριας και Εγγυήτριας και της πρώτης υπογραφής εκ μέρους της Τράπεζάς …». Από όλα τα ανωτέρω, καθώς και από το γεγονός ότι, αφενός μεν, όπως προέκυψε και αναφέρει η ίδια η κυρίως ενάγουσα, καθώς και η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία, η ……………   και η   …………… διατηρούσαν φιλικές σχέσεις, αφετέρου, η ……………  , κατά την εξέτασή της από την αρμόδια Υπηρεσία της Τράπεζας, ουδεμία άλλη εκδοχή γεγονότων μπόρεσε να στηρίξει, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να θεωρεί την κυρίως ενάγουσα ως απαλλαγμένη πάσης ευθύνης εκ των επίδικων συμβάσεων και ότι η Τράπεζα ουδεμία αξίωση έχει κατ’ αυτής. Κατόπιν αυτών, η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία, στις 29.10.2012, απήλλαξε τη ……………   από τα καθήκοντά της, την έθεσε σε διαθεσιμότητα και στις 23.11.2012, όπως ισχυρίζεται και η ίδια, αναγκάστηκε, να υποβάλλει την παραίτησή της από εργαζόμενη στην Τράπεζα αυτή, ενώ η τελευταία (ανώνυμη τραπεζική εταιρία) αρνήθηκε να της καταβάλλει την εφάπαξ αποζημίωση, την οποία εδικαιούτο, λόγω της μήνυσης, που υπέβαλλε σε βάρος της η κυρίως ενάγουσα. Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε αφενός μεν ότι η ως άνω τραπεζική εταιρία επιδίωξε δικαστικώς, σε βάρος της κυρίως ενάγουσας, την είσπραξη των φερομένων ως οφειλομένων από αυτήν ποσών εκ των ως άνω συμβάσεων, θεωρώντας ότι δεν ενέχεται για τις προερχόμενες από τις ως άνω συμβάσεις οφειλές, αφετέρου δε ότι υπέβαλε έγκληση εναντίον της τελευταίας και της μητέρας της για το αδίκημα της απάτης σε βάρος της, επικαλούμενη συμπαιγνία αυτών, όπως ισχυρίζεται η ως άνω υπάλληλος αυτής (βλ. σχετ. από 07/05/2018 και 17/05/2021 έγγραφα της κυρίως εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας προς την κυρίως ενάγουσα). Περαιτέρω, η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία, στις 14-11-2013, προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες για τη διαγραφή των δυσμενών στοιχείων, που αφορούσαν την κυρίως ενάγουσα, και ήταν καταχωρημένα στο τηρούμενο αρχείο στην «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ.», ως ευθυνόμενη στο πλαίσιο των ανωτέρω συμβάσεων. Σημειώνεται ότι, από τη διάταξη του άρθρου 75 Κ. Πολ.Δ. προκύπτει ότι επί απλής ομοδικίας, η μεταξύ των περισσοτέρων ομοδίκων σχέση είναι απλώς δικονομική, σκοπό δε έχει την εκδίκαση περισσοτέρων διαφορών σε μία δίκη. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους υπόλοιπους, τα δε δικαιώματα του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζονται από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου, ούτε από τις ενέργειες εκείνου στη δίκη (ΑΠ 106/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1306/2018 Δημ. Νόμος). Η ως άνω κρίση του δικαστηρίου περί της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης των εναγομένων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η πρώτη των κυρίως εναγομένων – παρεμπιπτόντως εναγομένη, ……………  , κηρύχθηκε αθώα με τη με Α.Τ. 5653/2015 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για την αξιόποινη πράξη της συνέργειας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως, την οποία εφέρετο, κατά το κλητήριο θέσπισμα, ότι τέλεσε, κατά τους ως άνω χρόνους, σε βάρος της κυρίως ενάγουσας, καθώς, το γεγονός αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, προεχόντως, διότι, κατ’ άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου (ΟλΑΠ 4/2020 ό.π.). Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση από 30/03/2018 εφέσεως προβάλλεται από την εκκαλούσα,      ……………, κατ’ ορθή εκτίμηση, η αιτίαση ότι, η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε την κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης αυτής για τη φερόμενη ως τελεσθείσα από αυτήν, σε βάρος της κυρίως ενάγουσας, αξιόποινης πράξης της συνέργειας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως και την ευθύνη της εξ αναγωγής έναντι της προστήσασας αυτήν τράπεζας, παρά τη μεσολαβήσασα αμετάκλητη αθώωσή της με τη με αριθμ. Α.Τ. 5653/2015 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για την παραπάνω πράξη, την οποία (απόφαση) είχε επικαλεστεί και προσκομίσει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, με τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάζοντας έτσι το τεκμήριο αθωότητάς της, που απορρέει από την ποινική αυτή απόφαση. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι αβάσιμος, διότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη εναρμονίζοντας τις πραγματικές παραδοχές του με τις παραδοχές της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει – μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα – σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του. Ο σεβασμός, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών. Στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Και ναι μεν το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτιμήσεως των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση συνεκτιμήσεως δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης, καθ’ όσον ειδικότερα από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε ερμηνεία της ως άνω αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ως προς τους λόγους απαλλαγής της κυρίως εναγομένης υπαλλήλου, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή της, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του εκ της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως παραγομένου τεκμηρίου αθωότητας αυτής, για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε και αθωώθηκε, περιορίστηκε δε ειδικώς και μόνο στα στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση της αστικής ευθύνης της, διενεργήθηκαν δε πρόσθετες αποδείξεις, δηλαδή, εκτιμήθηκαν νέες αποδείξεις, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου [βλ. σχετ. απόφαση ΕΔΔΑ 10 Δεκεμβρίου 2020 (Αρ. αίτ.: 44101/13), ΟλΑΠ 4/2020 ό.π., ΑΠ 368/2021 ό.π., ΑΠ 83/2021 ό.π., ΑΠ 13082/2020 ό.π.]. Εξάλλου, οι αιτιολογίες της ως άνω αθωωτικής για την κυρίως εναγομένη υπάλληλο ποινικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (κατ’ έφεση), ως προς την ενώπιον αυτού αχθείσα ποινική υπόθεση, δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη για την πολιτική δίκη ως προς τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων αυτή έκρινε ότι έλαβαν χώρα, αλλά συνεκτιμώνται ελευθέρως μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2021 ό.π.).Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως”. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 4/2020 ό.π.). Εξάλλου, προϋπόθεση για την εφαρμογή της Α.Κ. 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης, χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (ΜονΕφΠειρ 450/2020 Δημ.ΙστοσελΕφΠειρ, Εφ.Αθ. 15/2019, Εφ.Αθ. 29/2019 Δημ. Νόμος).Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη των κυρίως εναγομένων, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, μόλις ενημερώθηκε για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, διενήργησε άμεσα εσωτερικό έλεγχο, μέσω της αρμόδιας Υπηρεσίας Επιθεώρησής της, σχετικά με τους ισχυρισμούς της κυρίως ενάγουσας, και έθεσε σε διαθεσιμότητα την πρώτη των εναγομένων μετά από λίγες ημέρες από τον εσωτερικό έλεγχο, ουδέποτε δε επιδίωξε δικαστικώς την ως άνω φερόμενη οφειλή, σε βάρος της κυρίως ενάγουσας, εντούτοις, καθυστέρησε αδικαιολόγητα, μέσω των αρμοδίων οργάνων και προστηθέντων της, να καταστήσει ανενεργή την εγγεγραμμένη στα υπολογιστικά της συστήματα φερόμενη οφειλή της κυρίως ενάγουσας, καθώς και να προκαλέσει τη διαγραφή των σε βάρος της κυρίως ενάγουσας δυσμενών στοιχείων, που είχαν αποσταλεί και καταχωρηθεί στη βάση δεδομένων της παραπάνω διατραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», η οποία τηρεί αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, με σκοπό την προστασία της εμπορικής πίστης και την εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών, μέσω της παροχής δυνατότητας στους αποδέκτες των δεδομένων (πχ. Τράπεζα της Ελλάδος, Πιστωτικά Ιδρύματα) να αξιολογήσουν την φερεγγυότητα των αντισυμβαλλομένων τους. Ειδικότερα, η δεύτερη των κυρίως εναγομένων, εφόσον γνώριζε, όπως εκπροσωπούνταν νόμιμα, για την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της προστηθείσας υπαλλήλου της -πρώτης των κυρίως εναγομένων- σε βάρος της κυρίως ενάγουσας και αναγνώρισε την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτής, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει, δια των αρμοδίων οργάνων και προστηθέντων της, την περαιτέρω προσβολή της προσωπικότητάς της, πηγάζουσα από την αρχή της καλής πίστης, όπως διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία αρχή επιβάλλει, σε περίπτωση, που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, εκ της οποίας μπορούσε να προέλθει ζημία, να προβεί στην ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή της, το δε παράνομο της άνω συμπεριφοράς της συνίσταται στην παραβίαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικά κοινωνικής δραστηριότητάς της, δηλαδή στην παράβαση της υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Προέβη δε, δια των αρμοδίων οργάνων και προστηθέντων της, στις απαραίτητες ενέργειες σχετικά με αυτή τη διαγραφή μόλις στις 14-11-2013, όπως συνομολογεί και η ίδια τραπεζική εταιρία, ήτοι μετά από δύο έτη περίπου από τότε, που η κυρίως ενάγουσα ενημέρωσε τη δεύτερη των εναγομένων για την πλαστότητα της υπογραφής της, διάστημα κατά το οποίο η κυρίως ενάγουσα παρέμεινε χωρίς νόμιμη αιτία και με υπαιτιότητα της τράπεζας εκτεθειμένη σε αυτή τη βάση δεδομένων, γεγονός, που επιτείνει την ευθύνη της, καθόσον όφειλε και διέθετε τα μέσα και τη δυνατότητα, μετά τη διενέργεια του εσωτερικού ελέγχου, να προκαλέσει αμέσως τη διαγραφή των παραπάνω δυσμενών στοιχείων. Εμφάνιζε δε μέχρι και το έτος 2020 τα ένδικα δάνεια στο ηλεκτρονικό σύστημά της και οχλούσε αυτήν, δια των προστηθέντων της, εκ παραδρομής, όπως ισχυρίζεται, για την αποπληρωμή τους. Από την παραπάνω περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης των εναγομένων, προστηθείσας, ως στελέχους, της ως άνω δεύτερης εξ αυτών τράπεζας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να καταχωρηθούν και δημοσιευθούν δυσμενή στοιχεία αναφορικά με την οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα της κυρίως ενάγουσας στο άνω σύστημα τραπεζικών πληροφοριών, καθώς και την εν συνεχεία παράλειψη άρσης των δυσμενών συνεπειών της ως άνω συμπεριφοράς από τους προστηθέντες αυτής, προσεβλήθη η προσωπικότητα της κυρίως ενάγουσας και δη η τιμή και υπόληψή της, λόγω της πλαστογράφησης της υπογραφής της, επί των ως άνω τριών (3) συμβάσεων, χωρίς τη συναίνεση και γνώση της και της διάδοσης σε τρίτους του αναληθούς ιστορικού περί της δημιουργίας οικονομικής υποχρέωσης σε βάρος της, συνολικού ύψους 72.909,81 ευρώ, εντόκως με το σχετικό τηρούμενο στην Τράπεζα επιτόκιο υπερημερίας και αύξησης του παθητικού της περιουσίας της, κατά το ποσό αυτό, σε κάθε δε περίπτωση απειλής μείωσης αυτής, αποδόθηκε δε σε αυτήν η μομφή της «οφειλέτριας» και του προσώπου, που αθετεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ήδη από την έναρξη της ενήλικης ζωής της και υπέστη μεγάλη αναστάτωση, ανησυχία, σοβαρή ψυχολογική πίεση και άγχος, που επιτάθηκαν έτι περαιτέρω, από τις οχλήσεις προς αυτήν των προστηθέντων υπαλλήλων της δεύτερης των εναγομένων, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την ενημέρωση των οφειλετών και την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, τόσο με τηλεφωνικές κλήσεις, όσο και με επιστολές και έγγραφα, μέχρι και αρχές του έτους 2020, ενώ κορυφώθηκε με την εγγραφή της ενάγουσας στη βάση δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς με δυσμενή στοιχεία, που διατηρεί η διατραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της από τον τραπεζικό δανεισμό, αλλά και το διασυρμό της ενώπιον οποιουδήποτε είχε πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, καθώς αμφισβητήθηκε η οικονομική της αξιοπιστία (βλ. σχετ. ΑΠ 1134/2017 Δημ. Νόμος), ενώ προς άρση της αμφισβήτησης, που δημιουργήθηκε, επιδόθηκε σε δικαστικούς αγώνες, τη στιγμή, μάλιστα, που ουδόλως αποδείχθηκε ότι η κυρίως ενάγουσα είχε ενημερωθεί για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της και ειδικότερα περί των στοιχείων του ονόματός της, του ύψους των φερόμενων οφειλών της, που προαναφέρθηκαν, και την υποχρέωσή της για την καταβολή της οφειλής της προς την ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία  και τους αποδέκτες αυτών (πρβλ. ΟλΑΠ 3/2020 Δημ. Δημ. Νόμος). Σημειώνεται ότι η προστήσασα δεύτερη των κυρίως εναγομένων ευθύνεται για την προσβολή της προσωπικότητας, που προξένησαν στην κυρίως ενάγουσα οι άνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις των προστηθέντων υπαλλήλων της, εφόσον η προσβολή αυτή προκλήθηκε με αφορμή και επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης της υπηρεσίας, που τους είχε ανατεθεί από αυτήν, και η οποία (υπηρεσία) αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση των προπεριγραφεισών προσβλητικών της προσωπικότητας της κυρίως ενάγουσας πράξεων και παραλείψεών τους, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Η ευθύνη αυτή εξάλλου της προστήσασας εργοδότιδας, δεν αίρεται από το γεγονός, ότι πράγματι η υπάλληλός της, πρώτη των κυρίως εναγομένων, ενήργησε εν προκειμένω, κατά κατάχρηση της υπηρεσίας της, και κατά σαφή παράβαση των οδηγιών, που της είχαν δοθεί από αυτήν (βλ. σχετ. ΑΠ 355/2013 ό.π.).Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 300 Α.Κ., κατά την οποία: “Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκταση της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται εκείνος που ζημιώθηκε.”, εφαρμόζεται σε περίπτωση, που υπάρχει υποχρέωση προς αποζημίωση, οφειλομένη είτε σε αθέτηση προϋπάρχουσας σύμβασης είτε σε αδικοπραξία (ΑΠ 1308/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 815/2019, ΑΠ 270/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 49/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 322/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 914 και 300 Α.Κ., προκύπτει ότι, επί αγωγής αποζημιώσεως, που στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγομένου, ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ζημίας του τυγχάνει ο ενάγων, συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής, ενώ ο ισχυρισμός του ιδίου, ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και ίδιο πταίσμα του ενάγοντος, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό και θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 του Α.Κ., καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής, ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον πρώτο περί αποκλειστικής υπαιτιότητας και πρέπει για το λόγο αυτό να προτείνεται από τον εναγόμενο με πληρότητα, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά και το σχετικό αίτημα, όπως αυτό επιβάλλεται από το άρθρο 262 ΚΠολΔ, μη δυνάμενος να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (βλ. ΟλΑΠ 1115/1986 ΕλλΔνη 28.107, ΟλΑΠ 423/1985 ΕλλΔνη 26.469, ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1311/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 53/2006 ΕλλΔνη 47.1388, ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 42.75). Έτσι, για να είναι ορισμένη η ένσταση του άρθρου 300 Α.Κ. πρέπει να περιέχει σαφή μνεία των περιστατικών, που είναι ικανά για να θεμελιώσουν το πταίσμα του παθόντος, ώστε να μπορούν να συνεκτιμηθούν μαζί με τις άλλες συντρέχουσες καταστάσεις, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος (ΑΠ 758/2018 ό.π., Σ. Σαμουήλ, Η έφεση εκδ. 2009 σελ. 298).  Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενες, η κάθε μία με ιδιαίτερη εκπροσώπηση, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών τους, που περιέχονται στις προτάσεις, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αρνήθηκαν την κύρια αγωγή, ενώ, περαιτέρω, επικουρικώς, ισχυρίστηκαν ότι η κυρίως ενάγουσα είναι συνυπαίτια στην πρόκληση και την έκταση της ζημιάς της, κατά ποσοστό 95% η πρώτη των κυρίως εναγομένων και κατά ποσοστό 90% η δεύτερη των κυρίως εναγομένων, καθόσον δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια ως προς τη φύλαξη των προσωπικών της εγγράφων και δεν έλαβε τα αναγκαία προληπτικά μέτρα, προκειμένου να αποτρέψει τη ζημία, που θα μπορούσε να επέλθει από την κακή χρήση τους. Τον επικουρικό δε αυτό ισχυρισμό επαναφέρουν παραδεκτά οι κυρίως εναγόμενες – εκκαλούσες με σχετικό λόγο έφεσης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι προσκομίσθηκαν στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία για τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων προσωπικά έγγραφα της κυρίως ενάγουσας. ΄Αλλωστε, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η μητέρα της κυρίως ενάγουσας είχε στην κατοχή της βεβαίωση σπουδών της, καθώς και άλλα προσωπικά της έγγραφα, δεν καθιστά την κυρίως ενάγουσα σε κανένα βαθμό συνυπαίτια, διότι, λόγω της ηλικίας της, κατά το επίδικο διάστημα, καθώς ήταν περίπου 20 ετών, της φοιτητικής της ιδιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και της διαμονής της στην ίδια κατοικία με τους γονείς της, την οποία κυρίως συντηρούσαν οικονομικά οι τελευταίοι, η μητέρα της είχε ευχερή πρόσβαση σε προσωπικά της έγγραφα (αστυνομική ταυτότητα και εκκαθαριστικά σημειώματα φορολογικών δηλώσεων), η προσκόμιση των οποίων ήταν απαραίτητη για τη σύναψη της επίδικης σύμβασης (ΕφΔωδ (μεταβ. Κω) 123/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 284/2014). Εξάλλου, είναι ιδιαίτερα σύνηθες οι γονείς των νέων φοιτητών να συγκεντρώνουν παρόμοια έγγραφα για φορολογικούς λόγους ή για τη χορήγηση πάσης φύσεως επιδομάτων. Κάθε δε μήνα η Τράπεζα έστελνε μεν στη διεύθυνση του καταστήματος της μητέρας της κυρίως ενάγουσας, επί της οδού ……., ενημερωτικά «statements» / κινήσεις του λογαριασμού των δανείων, πλην, όμως, δεν προέκυψε ότι αυτά είχαν περιέλθει σε γνώση της κυρίως ενάγουσας σε προγενέστερο της καταγγελίας της χρόνο. Εξάλλου, η κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων έγινε χωρίς τη γνώση και έγκριση της κυρίως ενάγουσας, με πλαστογράφηση της υπογραφής της, με τη συνδρομή της πρώτης των εναγομένων, η οποία είχε υποχρέωση, κατά τη συνήθη συναλλακτική πρακτική των τραπεζικών συναλλαγών, να προβαίνει σε έλεγχο της ταυτότητας των συμβαλλομένων καθώς, επίσης, και σε αντιπαραβολή της υπογραφής τους με το δείγμα υπογραφής, που βρίσκεται αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή στα υπολογιστικά συστήματα των τραπεζών. Καμία αμέλεια δεν μπορεί δε να αποδοθεί στην ενάγουσα, καθώς, αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την σύναψη των επιδίκων συμβάσεων, στις 8-11-2011, έσπευσε να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από το υποκατάστημα της εκ των εναγομένων τραπεζικής εταιρείας, ενώ, περαιτέρω, στις 28-12-2011, κινήθηκε δικαστικά, υποβάλλοντας έγκληση κατά των εμπλεκομένων προσώπων, μεταξύ των οποίων και εναντίον της μητέρας της,   ……………. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, ένσταση συνυπαιτιότητας, που προέβαλαν οι εναγόμενοι, αφού δεν μπορεί να αποδοθεί στην κυρίως ενάγουσα αντικειμενικό σφάλμα, όσον αφορά στην περιέλευση στη μητέρα της των προσωπικών της εγγράφων, ούτε άλλωστε προέκυψε, ούτε και υποστηρίχθηκε από κάποια πλευρά βάσιμα ότι η κυρίως ενάγουσα είχε λόγους να υποπτεύεται ότι η ίδια η μητέρα της θα προέβαινε στην πλαστογράφηση της υπογραφής της, με τη συνέργεια τρίτου προσώπου και δη της πρώτης των εναγομένων, προστηθείσας της δεύτερης εξ αυτών, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η κυρίως ενάγουσα είχε λάβει γνώση της πλαστογράφησης αυτής και την αποσιωπούσε, αντιθέτως δε, μόλις πληροφορήθηκε τη σε βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία, κινητοποιήθηκε άμεσα, προβαίνοντας στις ενέργειες που προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, εαν ευθύνονται πολλοί σε αποζημίωση από αδικοπραξία, κατ’ άρθρο 926 ΑΚ, έναντι του δικαιούχου της αποζημιώσεως ενέχονται όλοι εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του βαθμού πταίσματος εκάστου, αντιστοίχως δε, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως έχει δικαίωμα να στραφεί είτε εναντίον όλων των συνυπαίτιων είτε διαδοχικά εναντίον καθενός από αυτούς απαιτώντας ολόκληρη την αποζημίωση, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής (βαθμού πταίσματος) στην τέλεση της αδικοπραξίας εκάστου συνυπαίτιου (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 1/2019 ό.π.).Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη των κυρίως εναγομένων ισχυρίστηκε με τις προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι καταχρηστικώς ασκείται το δικαίωμα της κυρίως ενάγουσας, καθώς εκείνη γνώριζε και είχε δώσει τη συγκατάθεσή της στη μητέρα της να υπογράψει αντ’ αυτής τις επίδικες συμβάσεις, προκειμένου να αποκομίσουν αμφότερες περιουσιακό όφελος σε βάρος των κυρίως εναγομένων. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και ο οποίος επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης της πρώτης των κυρίως εναγομένων, συνιστά στην πραγματικότητα αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό και ερευνάται, ως τέτοιος, κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς. Περαιτέρω, η δεύτερη των κυρίως εναγομένων εναγομένων ισχυρίστηκε με τις προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι καταχρηστικώς ασκείται η ένδικη αγωγή, διότι εκείνη, που έχει υποστεί ζημία από την παραπάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά, είναι στην πραγματικότητα η ίδια, η οποία προέβη στις χορηγήσεις των επίδικων δανείων, ενώ,η κυρίως ενάγουσα παρείχε στη μητέρα της όλα τα απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία, που θα της επέτρεπαν να προχωρήσει στην κατάρτιση των δανειακών συμβάσεων, παραλείποντας να λάβει τα απαιτούμενα προληπτικά μέτρα για την αποτροπή της απάτης. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και ο οποίος επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης της δεύτερης των κυρίως εναγομένων, κατά το σκέλος του, που αναφέρεται στη ζημία της δεύτερης των κυρίως εναγομένων, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς τα πραγματικά περιστατικά, που τον συγκροτούν, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν το περιεχόμενο της παραπάνω ενστάσεως, ενώ, κατά το έτερο σκέλος του, συνιστούν, κατ’ εκτίμηση αυτών, ένσταση συνυπαιτιότητας, το παραδεκτό και η νομική βασιμότητά της οποίας ερευνήθηκε, κατά τ’ ανωτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Εξάλλου, η κυρίως ενάγουσα είχε το δικαίωμα να στραφεί δικαστικά εναντίον οποιουδήποτε από τους, κατά τους ισχυρισμούς της, εις ολόκληρον οφειλέτες, για μέρος ή το σύνολο της επικαλούμενης οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς. ΜονΕφΠειρ 444/2016 Δημ. Νόμος, καθώς, κατά το άρθρο 482 του ΑΚ., “σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 και 926 του Α.Κ. συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ` ιδίαν, ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ’ αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων, ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 444/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 159/2011 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, ως προς τους προαναφερόμενους αρνητικούς ισχυρισμούς της εναγομένης και την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος κατέληξε στις ίδιες κρίσεις, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς αυτούς και την ένσταση αυτή, δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στις ως άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων και προστηθέντων της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, οι οποίες, όμως, εν όψει των περιστάσεων υπό τις οποίες εκδηλώθηκαν, εμφανίζουν ενότητα (βλ. σχετ. ΑΠ 865/2020 ό.π.), και στην προκληθείσα στην ενάγουσα (ενιαία) προσβολή της προσωπικότητάς της και ηθική βλάβη, καθώς οι πράξεις και παραλείψεις αυτές ήταν, καθεαυτές, ικανές κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή ανθρώπινη πείρα να προκαλέσουν αυτήν και δεν διεκόπη ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος, γεννάται αξίωση της κυρίως ενάγουσας για χρηματική ικανοποίησή της, λόγω ηθικής βλάβης, σε βάρος των κυρίως εναγομένων. Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και, συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που, είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει δε ότι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι τον βαθμό πταίσματος του υποχρέου (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ενώ συνεκτιμάται και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης, ο δε καθορισμός του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού για την ικανοποίηση του παθόντος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής του ευχέρειας (βλ. Ολ ΑΠ 2/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 865/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 285/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1216/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 931/2014 Δημ. Νόμος). Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 368/2021 ό.π, ΑΠ 865/2020 ό.π., ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ, από τους αρ. 1 ή 19, αναλόγως), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 865/2020 ό.π., ΑΠ 265/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Τέλος, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης των κυρίως εναγομένων και των προστηθέντων και οργάνων της δεύτερης εξ αυτών, σε συνδυασμό, ιδίως, με: α) τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η ανωτέρω περιγραφόμενη αδικοπρακτική τους συμπεριφορά, β) το βαθμό του πταίσματος των αδικοπραγησάτων – υποχρέων και τον εξακολουθητικό χαρακτήρα της προσβολής, γ) την έλλειψη οποιασδήποτε υπαιτιότητας της κυρίως ενάγουσας, κατά τους ως άνω χρόνους και τόπους, που έλαβαν χώρα οι προσβλητικές της προσωπικότητάς της συμπεριφορές, δ) την ηλικία της κυρίως ενάγουσας, η οποία έχει γεννηθεί το έτος 1987 και της πρώτης των εναγομένων, η οποία είναι περίπου 54 ετών,  την οικονομική κατάσταση των διαδίκων (η μεν κυρίως ενάγουσα είναι απόφοιτος ΤΕΙ και απασχολείται σε ινστιτούτο αισθητικής, η δε πρώτη των κυρίως εναγομένων είναι συνταξιούχος λόγω γήρατος και η δεύτερη των κυρίως εναγομένων είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία), την οικογενειακή κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, εκ των οποίων η πρώτη των κυρίως εναγομένων είναι έγγαμη, μ’ ένα ενήλικο τέκνο, το οποίο σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και διαμένει σε μίσθια οικία στη Μυτιλήνη, καθώς και την κατάσταση της υγείας της πρώτης των κυρίως των εναγομένων(βλ. σχετ. την από 29/4/2015 Ψυχιατρική Γνωμάτευση του ψυχιάτρου του Ταμείου Υγείας Προσωπικού …. Τράπεζας (ΤΎΠ…), …………, σύμφωνα με την οποία από το έτος 2012 «…πάσχει από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, επιλεγμένη με κρίσεις οξέος άγχους, με έντονα σωματικά συμπτώματα και με αυτοκαταστροφικό ιδεασμό (απόπειρα αυτοκαταστροφής πριν ένα χρόνο). Η προαναφερόμενη συναισθηματική διαταραχή από την οποία πάσχει χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα καταθλιπτικά επεισόδια μεγάλης έντασης και χρονικής διάρκειας, τα οποία την αποδιοργανώνουν ψυχικά, και τα οποία έχουν διαταράξει την λειτουργικότητα της δραματικά, σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής της και της καθημερινότητας της….λαμβάνει συστηματικά φαρμ. αγωγή και προσέρχεται σε ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες στο Ψ.Τ. ΤΎΠ…. … η συναισθηματική διαταραχή από την οποία πάσχει … σχετίζεται αιτιολογικά με αρνητικά γεγονότα που βίωσε στον επαγγελματικό της χώρο και τα οποία είναι δύσκολο να διαχειρισθεί από συναισθηματικής πλευράς…» -βλ. ιδίως & την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου …../10-5-2013 Ιατρική Βεβαίωση – Γνωμάτευση του Τμήματος Κίνησης Ασθενών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, καθώς και την από 6/2/2015 Ιατρική Γνωμάτευση του θεραπευτηρίου Metropolitan, την υπ’ αριθμ. πρωτ. …../2015 Ιατρική Βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΛΑΪΚΟ», σε συνδυασμό με το από 20/9/2014 Εξιτήριό της από το αυτό ως άνω Νοσοκομείο), ε) το μέγεθος της προσβολής της προσωπικότητας της κυρίως ενάγουσας και το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αποσκοπεί στην άρση των ηθικών συνεπειών της γενόμενης προσβολής σεβάρος του αδικηθέντος και στην απάλυνση του ψυχικού του πόνου, σε καμία δε περίπτωση δεν πρέπει να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, κρίνει ότι το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη της κυρίως ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε το ίδιο ως άνω ποσό, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειάς του, αφού το επιδικασθέν για κάθε πράξη ποσό δεν αφίσταται -κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση- από το επιδικαζόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσό (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 1/2021 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 101/2012 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 455/2010 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 390/2009 ΤΝΠΔΣΑθ). Σημειώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η εξειδικευμένη αιτιολόγηση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (ΑΠ 609/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 914/2011). Επομένως, οι υποστηρίζοντες τ’ αντίθετα λόγοι των εφέσεων, με τους οποίους αποδίδονται στην πληττομένη απόφαση οι αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών του ουσιαστικού δικαίου, επιδίκασε στην κυρίως ενάγουσα, ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία προσβολής της προσωπικότητάς της, τα προαναφερόμενα ποσά, είναι απορριπτέοι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.

Περαιτέρω, το δικαίωμα αναγωγής στην εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνοφειλετών κατά κανόνα ασκείται με αγωγή. Η αγωγή έχει τη μορφή αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας αναλόγως αν (α) ο συνοφειλέτης στην εξωτερική σχέση αποκατέστησε όλη τη ζημία του ζημιωθέντος ή κατέβαλε περισσότερα από τη μερίδα ή (β) αν ο συνοφειλέτης, που ενήχθη είτε μόνος είτε μαζί με άλλους συνοφειλέτες στη δίκη αποζημιώσεως, δεν έχει ακόμη καταβάλει τίποτε και, για την περίπτωση ήττας του, εγείρει αγωγή αναγωγής κατά των λοιπών συνοφειλετών. Η δυνατότητα ασκήσεως αγωγής εξ αναγωγής στη δεύτερη περίπτωση στηρίζεται στην ΚΠολΔ 69 §1 εδ.ε`. Στην “α” περίπτωση το δικαίωμα αναγωγής ασκείται με αυτοτελή αγωγή, ενώ στη “β” περίπτωση ασκείται με παρεμπίπτουσα αγωγή. Εξάλλου, για τη γένεση της εξ αναγωγής αξιώσεως δεν απαιτείται προηγούμενη δικαστική διάγνωση της υποχρεώσεως του εναγόμενου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου. Αν συνεκδικάζονται η αγωγή αποζημιώσεως και η αγωγή εξ αναγωγής εκδίδεται μία δικαστική απόφαση. Περιέχει διατάξεις τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη. Σε περίπτωση, που ενάγεται ένας μόνο από τους συνοφειλέτες, που καταδικάζεται να πληρώσει στο ζημιωθέντα ολόκληρη αποζημίωση, η καταδίκη του εξ αναγωγής εναχθέντος γίνεται υπό τον όρο (βλ. ΚΠολΔ άρθ. 69 παρ. 1 περ. δ` και ε`) της προηγούμενης καταβολής του ποσού της αποζημιώσεως, που υπερβαίνει την αναλογία του αρχικά εναχθέντος στην εξ αναγωγής εσωτερική σχέση απέναντι στον εναγόμενο. Η δικαστική πρωτόδικη απόφαση, που περιέχει διατάξεις τόσο επί της βασικής αγωγής όσο και επί της αγωγής εξ αναγωγής είναι εκκλητή, με τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, αυτοτελώς για καθένα από τα παραπάνω κεφάλαιά της. Αυτό σημαίνει, ότι ο εναγόμενος της βασικής αγωγής μπορεί με έφεση να πλήξει την εκκαλουμένη τόσο για τη βασική αγωγή όσο και για την αγωγή εξ αναγωγής (ΑΠ 331/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2013 Δημ. Νόμος). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί κατά νόμο να ερευνήσει τη δεύτερη αν το οικείο τμήμα της πρωτόδικης οριστικής αποφάσεως δεν έχει πληγεί σχετικώς. Και τούτο γιατί δεν έχει μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 204/2013 ό.π.). Σημειώνεται ότι το δεδικασμένο, που απορρέει από τη τελεσίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί της κυρίας αγωγής, αναφορικά με το θέμα της υπαιτιότητας ή μη τη δι` αυτής εναγομένων ομοδίκων, δεν ισχύει επί της παρεμπίπτουσας αγωγής μεταξύ των τελευταίων, κατά την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αλλά αποτελεί και εκτιμάται η εν λόγω απόφαση ως δικαστικό τεκμήριο, κατά την έννοια του άρθρου 339 ΚΠολΔ (ΑΠ 331/2014 Δημ. Νόμος).Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσον αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον αποδείχθηκε ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη, ήταν προστηθείσα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και η τελευταία, δια των προστηθέντων της, παρέλειψε για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τα ανωτέρω, να άρει τις συνέπειες από την άδικη πράξη της προστηθείσας της, η ευθύνη τους στην εσωτερική τους σχέση επιμερίζεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε ποσοστό 50% επί της συνολικής ηθικής βλάβης, που υπέστη η κυρίως ενάγουσα, το υπόλοιπο δε ποσοστό δικαιούται να αναζητήσει από τη συνοφειλέτιδά της. Συνεπώς, ορθώς έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η παρεμπίπτουσα αγωγή,, ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρεώθηκε η παρεμπιπτόντως εναγομένη να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, κατά το ήμισυ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής στην κυρίως ενάγουσα και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του σχετικού  λόγου της έφεσης.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και Α) έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση κύρια αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι οι εναγόμενες της κύριας αγωγής οφείλουν η κάθε μία εις ολόκληρον στην κυρίως ενάγουσα, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή αυτής εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος των εναγομένων της κύριας αγωγής μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας της κύριας αγωγής αυτής και Β) έκανε δεκτή εν μέρει την παρεμπίπτουσα αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρεώνοντας την παρεμπιπτόντως εναγομένη αυτής (……………  ) να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, κατά το ήμισυ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής στην κυρίως ενάγουσα και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις των άρθρων 57, 59, 480 – 482, 914, 926 και 932 ΑΚ,ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, απορρίπτοντας ως αβάσιμες τις προβληθείσες ενστάσεις των εναγομένων της κύριας αγωγής περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος), να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι των εφέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τ’ αντίθετα. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, οι από 27-03-2018, 02-04-2018 και 30-03-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./28-03-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./16-04-2018 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./17-04-2018, στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, αντίστοιχα, εφέσεις -οι οποίες έγιναν τυπικά δεκτές με τη με αριθμ. 519/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου- κατά της με αριθμ. 1227/08-03-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασίακαι να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από εκάστη εκκαλούσα αντίστοιχα για την άσκηση εκάστης έφεσης (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν: Α) σε βάρος της εκκαλούσας της από 27-03-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./28-03-2018 έφεσης, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα εκάστης των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, Β) σε βάρος της εκκαλούσας της από 02/04/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./16-04-2018 έφεσης, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης της έφεσης αυτής για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και Γ) σε βάρος της εκκαλούσας της από 30/03/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../17-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./17-04-2018 έφεσης, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα εκάστης των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 27/03/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./28-03-2018 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, έφεση, Β) την από 02/04/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./16-04-2018 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, έφεση και Γ) την από 30/03/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./17-04-2018 στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν τις ως άνω από 27/03/2018, 02/04/2018 και 30/03/2018 εφέσεις -οι οποίες έγιναν τυπικά δεκτές με τη με αριθμ. 519/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου- κατά της με αριθμ. 1227/08-03-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων, τα οποία κατέθεσε εκάστη εκκαλούσα αντίστοιχα για την άσκηση εκάστης έφεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ: Α) σε βάρος της εκκαλούσας της από 27-03-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./28-03-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./28-03-2018, έφεσης, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για εκάστη εφεσίβλητη, Β) σε βάρος της εκκαλούσας της από 02/04/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./16-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./16-04-2018 έφεσης, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης της έφεσης αυτής για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ και Γ) σε βάρος της εκκαλούσας της από 30/03/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-04-2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …/17-04-2018 έφεσης, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για εκάστη εφεσίβλητη.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 09/03/2022, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

&αντ΄ αυτής, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της από την Υπηρεσία, για τη δημοσίευση, η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αγγελική Κόφφα, Πρόεδρος Εφετών & αντ’ αυτής, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεώς της,

η ορισθείσα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Γραμματέας Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου