Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 126/2022

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός Απόφασης:  126/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα E.T..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την …………, στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Ομόρρυθμης Εταιρίας, …………., 2) ………., 3) ………. και 4) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο τους Σταματία Στρατηγού.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………….., ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ελένη Ζαννιά.

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, άσκησαν, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 16/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. …/16-12-2013 ανακοπή τους, με αντικείμενο την ακύρωση της με αριθμ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 22/11/2013 επιταγής προς πληρωμή, που συνετάγη κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και ζήτησαν να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 361/29-01-2016 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 29-04-2015,  αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την ως άνω ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, επικύρωσε αυτήν και δέχθηκε την ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή, ακύρωσε δε την από 22/11/2013 επιταγή προς πληρωμή, που συνετάγη κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 08-01-2018 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 08-01-2018, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 10-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 06/02/2020 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 18/02/2021, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής, διαρκούσης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19.

΄ΗΔΗ με τη με αριθμ. 93/16-04-2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, η ως άνω από 08-01-2018 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ./2019 έφεση, λόγω της ματαίωσης της συζήτησής της, κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο της 18/02/2021, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 11-02-2021 έως 22-03-2021), για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, δυνάμει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α’ 43/23-3-2021), για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται ανωτέρω, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τη με αριθμ. 93/16-04-2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (03/06/2021), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α’ 43/23-3-2021), η από 08-01-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 08-01-2018, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 10-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, η εγγραφή δε της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. άρθρο 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020, ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020) (πρβλ. ΤριμΕφΠειρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 336/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 322/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ).

Η υπό κρίση από 08-01-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 08-01-2018, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 10-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με με αριθμ. 361/29-01-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 29/04/2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 16/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. …../16-12-2013 ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή, που συνετάγη κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους εν μέρει ηττηθέντες ανακόπτοντες, εφόσον από τα έγγραφα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/01/2016 και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στις 08/01/2018, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 16/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. …../16-12-2013 ανακοπή κατά της με αριθμ. …../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 22/11/2013 επιταγής προς πληρωμή, που συνετάγη κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, την οποία άσκησαν, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, την ακύρωση των ανωτέρω διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 88.787,12 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας προερχόμενη από την υπ’ αριθμ. ……./9-12-1999 (και των πρόσθετων πράξεων αυτής) σύμβαση χορήγησης πίστωσης σε ανοιχτό λογαριασμό, καθώς επίσης και την καταδίκη της καθ’ ης η ανακοπή. Επί των ως άνω σωρευομένων στο ίδιο δικόγραφο ανακοπών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 361/29-01-2016 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 29-04-2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής τυπικά δεκτή, διότι δέχθηκε ότι αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς η μεν προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 27/11/2013 (βλ. τις υπ’ αριθμ. ………/27-11-2013 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), η δε ανακοπή κατατέθηκε, στις 16/12/2013, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 17/12/2013 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ……./2013 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην οποία δεν υπολογίζονται τα Σάββατα, τα οποία δε θεωρούνται εργάσιμες ημέρες (αρθ. 144 παρ. 3 ΚΠολΔ) όπως και οι Κυριακές, αλλά και οι αργίες, μετά από έρευνα, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, απέρριψε την ως άνω ανακοπή κατά της με αριθμ. ……/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επικύρωσε αυτήν και δέχθηκε την ανακοπή κατά της από 22/11/2013 επιταγής προς πληρωμή, που συνετάγη κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, ακύρωσε δε αυτήν και καταδίκασε τους ανακόπτοντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως οι ανακόπτοντες (εκκαλούντες), ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, παραπονούνται με την ως άνω έφεσή τους για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθ’ ο μέρος αφορά στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η υπό κρίση ανακοπή τους κατ’ αυτής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, να καταδικαστεί δε η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως, που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε, που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. (Ολ. ΑΠ 7/2002, 8/2001, ΑΠ 311/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1185/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 151/2016). Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ` άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 311/2020 ό.π., ΑΠ 1185/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019ό.π.). Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που, όμως, υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ` αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1185/2019 ό.π.).Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3869/2010 “για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων”, με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής, κατά το άρθρο 781 ΚΠολΔ. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικά δυο μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Δεν εμπίπτει, ωστόσο, στην ως άνω απαγόρευση (αναστολή καταδιωκτικών μέτρων), όπως ισχύει και στην περίπτωση της πτώχευσης, και της διαδικασίας συνδιαλλαγής του ν.3588/2007 (ΑΠ 294/2017), η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ’εαυτής της, καθόσον η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ, επίσης, τόσο αυτές όσο και η περιγραφή του εκτελεστήριου τύπου, δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά προδικασία αυτής, όπως αντιθέτως, αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής, αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ’αρθρ. 924 εδ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 311/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1013/2018 Δημ. Νόμος, ΕΠολΔ 6 (2018) σελ. 618, με σημ. Κ. Γιαννόπουλου).Περαιτέρω, από το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως, με αυτή του άρθρου 781 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, η προσωρινή διαταγή, που εκδίδεται από το Δικαστή στο πλαίσιο της κατά την εκουσία δικαιοδοσία εκδικαζόμενης και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα, που είναι ληπτέα αμέσως προς εξασφάλιση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης, μέχρι την έκδοση της απόφασης, δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής (Ολ.ΑΠ 4/2004, ΑΠ 1013/2018 ό.π.) και, επομένως, δεσμευτική με την έννοια ότι πράξεις, που είναι αντίθετες με το περιεχόμενό της, στερούνται νομιμότητας. Αν δε το μέτρο, που ορίσθηκε με την προσωρινή διαταγή και παραβιάσθηκε, συνίσταται στην απαγόρευση διαθέσεως πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης), η μεταγενέστερη της διαταγής διάθεση [εκποίηση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και υποθήκη) πλήττεται με ακυρότητα, όχι εκ του άρθρου 175 του ΑΚ, αφού ο νόμος δεν προβλέπει ακυρότητα της απαγορευμένης με προσωρινή διαταγή διάθεσης, αλλά εκ του άρθρου 176 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 781 παρ.1 του ΚΠολΔ, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, με την οποία προσομοιάζει (χωρίς και να είναι) η προσωρινή διαταγή (ΑΠ 1013/2018 ό.π., ΑΠ 294/17). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι ανακόπτοντες επαναφέρουν παραδεκτά τον πρώτο λόγο της ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με τον οποίο, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκαν ότι η καθ’ ης η ανακοπή καταχρηστικώς άσκησε το δικαίωμά της να επιδιώξει την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι, γνώριζε ότι η πρώτη ανακόπτουσα ομόρρυθμη εταιρεία είχε νομίμως διαλυθεί και ότι οι λοιποί ανακόπτοντες βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, ύστερα από κοινοποίηση προς την καθ’ ης η ανακοπή της αίτησης, που υπέβαλαν στο Ειρηνοδικείο Νίκαιας για τη ρύθμιση των χρεών τους, κατά το Ν. 3869/2010, εναντίον των πιστωτών τους (μεταξύ των οποίων και της καθ’ ης)και ότι, κατόπιν αιτήσεώς τους (των φυσικών προσώπων), εκδόθηκαν προσωρινές διαταγές επί των αιτήσεων αυτών, οι οποίες επιδόθηκαν στην καθ’ ης η ανακοπή, σε χρόνο προγενέστερο της αίτησης κατάθεσης και έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το μέρος, που στρεφόταν κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι τα πραγματικά περιστατικά, που τον συγκροτούν, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης της καθ’ ης η ανακοπή για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς, στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.3 του Ν.3869/2010 αναστολή καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη δεν εμπίπτει τόσο η υποβολή αίτησης και η έκδοση διαταγής πληρωμής, όσο και η περιγραφή του εκτελεστηρίου τύπου, οι οποίες αποτελούν προδικαστικές ενέργειες της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, και αληθές υποτιθέμενο το προαναφερθέν περιεχόμενο του πρώτου λόγου της ένδικης ανακοπής (το οποίο, επισημαίνεται, ότι δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με το περιεχόμενο της έφεσης, αλλά ούτε και με τις των ενώπιον του Εφετείου προτάσεων των ανακοπτόντων), δεν μπορούσε να καταστήσει καταχρηστική την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά μόνο την επίδοση αυτής με επιταγή εκτελέσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 311/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1013/2018 Δημ. Νόμος, ΕΠολΔ 6 (2018) σελ. 618, με σημ. Κ. Γιαννόπουλου), η οποία και ακυρώθηκε με την εκκαλουμένη. Εξάλλου, αφενός μεν δεν νοείται καταχρηστική άσκηση μη υφισταμένου, για τον ενιστάμενο, δικαιώματος, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατόν ν’ ασκηθεί και δη καταχρηστικώς, αφετέρου δε η  έκδοση διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη, καθώς δεν έρχεται σε αντίθεση με τους παγιωμένους ηθικούς κανόνες, που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου. Επίσης, δεν ασκείται άσκοπα, καθώς επιδιώκεται με αυτή να εξοπλιστεί ληξιπρόθεσμη απαίτηση με εκτελεστό τίτλο, γεγονός για το οποίο υπάρχει προφανές έννομο συμφέρον, τη στιγμή, μάλιστα, που δήλωναν ότι είναι σε οικονομική αδυναμία να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Μόνο το ενδεχόμενο δε η άσκηση του δικαιώματος να επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση και τον νόμο, αποφασίζει να εξασφαλίσει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά, δεν συντρέχει. Ούτε, άλλωστε, η καθ’ ης η ανακοπή, κατά τα εκτιθέμενα στο λόγο αυτό ανακοπής, δεν αδράνησε να ασκήσει τα δικαιώματά της, ούτε με τη συμπεριφορά της δημιούργησε στους ανακόπτοντες την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα τα ασκήσει. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το σχετικό λόγο ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, δεχόμενο ότι ο σχετικός ισχυρισμός από το άρθρο 281 ΑΚ είναι μη νόμιμος, με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου εν λόγω διάταξη με εσφαλμένη ερμηνεία ή τη μη εφαρμογή της, διότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι ανακόπτοντες επικαλούνται περιστατικά, που συνιστούν και άρνηση του ασκουμένου δικαιώματος, πράγματι τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν ήταν ικανά να θεμελιώσουν, κατά νόμο την προβαλλόμενη ένσταση, κατά την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω, απορριπτομένου ως αβασίμου του πρώτου λόγου έφεσης.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση, με την οποία τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένως τις απαιτήσεις, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμό του, έτσι ώστε να αποσβεστούν κατά το μέρος που καλύπτονται και να οφείλεται ως μοναδική απαίτηση το κατάλοιπο, που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 97/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1281/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2014, ΑΠ 248/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1543/2007). Με τη σύμβαση, δηλαδή, του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 97/2020 ό.π., ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 715/2009). Επομένως, δεν δύναται να υπάρχει μια τέτοια σύμβαση, όταν, από τη φύση της, ο ένας από τους συμβαλλομένους γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης του άλλου, ο άλλος δε, μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος απλώς να εξοφλεί τμηματικώς το χρέος του, αντίστοιχη απαλλαγή από το οποίο επιφέρει κάθε μία τμηματική καταβολή (Βλ. ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 430/2019 ό.π.). Σε μια τέτοια περίπτωση, ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός, έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του Εμπορικού Νόμου, λογαριασμού (ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 75/1995 ΔΕΕ 1995,527, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011,1156, ΕφΑΘ 8893/1999 ΕΕμπΔ 2003,58, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009,1224, ΕφΠειρ 422/2007 ΔΕΕ 2008, 207). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλειά τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών (ΑΠ 248/2014 ό.π.). Το χαρακτήρα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, από την οποία οφείλεται, με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επί μέρους κονδυλίων χρεοπιστώσεων, που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (ΑΠ 97/2020 ό.π., ΑΠ 1281/2017, ΑΠ 1437/2014). Εξάλλου, ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικώς με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ), χωρίς να αποκλείεται να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία. Πάντως το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής με αυτόν σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΚΠολΔ ή με την έννοια επιβεβαιωτικής σύμβασης ή παροχής αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο, που αφορά η αναγνώριση που έγινε. Μόνο δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου (ΑΠ 97/2020 ό.π.). Η ενοχή για το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτον κατάλοιπο γεννάται, ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης του καταλοίπου είτε με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου, είτε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώρισε την οφειλή του για το κατάλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, γίνεται με δήλωση της βουλήσεως αυτού προς το δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, καταρτιζομένης έτσι συμβάσεως αναγνωρίσεως του καταλοίπου (ΑΠ 1138/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 248/2014 ό.π.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 εδ. α` ΑΚ, η σύμβαση, με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι με τη σύμβαση αυτή γεννιέται αυτοτελής ενοχή από αναγνώριση χρέους, που δημιουργεί νέα βάση αγωγής για τον πιστωτή, ανεξάρτητη από τη βασική σχέση και ότι ο αναγνωρίσας οφειλέτης δεν δύναται, ακριβώς, λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα της, να προτείνει τις ενστάσεις, που είχε από την κύρια (βασική) σχέση. Ακυρότητα της βασικής σχέσης κατ’ αρχήν δεν θίγει το κύρος της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, όμως, αποτελεί, παροχή κατά την έννοια του άρθρου 904 εδ.β` ΑΚ. Επομένως, θεμελιώνεται αξίωση ή ένσταση, ανάλογα με τις περιστάσεις, αν το δια της υπόσχεσης ή αναγνώρισης ασφαλιζόμενο χρέος στην πραγματικότητα δεν υφίσταται ή είχε αποσβεσθεί, το δε σχετικό βάρος απόδειξης ανήκει, τότε στον οφειλέτη. Έτσι επί συμβάσεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, όπως και στην περίπτωση του χρεωστικού καταλοίπου κλεισθέντος ανοικτού δανειακού λογαριασμού (άρθρα 873, 874 ΑΚ) δεν μπορούν να προταθούν κατά του κύρους της ενστάσεις, που στηρίζονται στη βασική σχέση, δηλαδή σε συμφωνημένους όρους της δανειακής σύμβασης (ΑΠ 341/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ192/2005, ΑΠ 305/1996). Η αυτή, άλλωστε, συνέπεια, του αποκλεισμού των ενστάσεων από την κύρια αιτία, επέρχεται και όταν τα μέρη, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) καταρτίζουν σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους και συμφωνούν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματά της (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 51/2020, ΑΠ1086/2017 ΑΠ1424/2017). Κατά το άρθρο δε 874 ΑΚ, το έγγραφο, που αναφέρει το προηγούμενο άρθρο, δεν απαιτείται, αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά σε υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, που έχει κλείσει (ΑΠ 470/2006 ΧρΙΔ 2006. 638, ΕφΘεσ 2788/2009 ό.π.). Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας, που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1234/2012 ό.π., ΑΠ 192/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 577/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 667/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1472/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2788/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 61/2004 ΕΕμπΔ 2005, 87). Ο όρος της συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, κατά τον οποίο, αν ο πιστούχος δεν αντιλέξει μέσα στην οριζόμενη στη σύμβαση προθεσμία από της γνωστοποιήσεως σ` αυτόν του καταλοίπου του λογαριασμού, το κατάλοιπο θα θεωρείται αναγνωρισμένο, είναι κατ` αρχήν έγκυρος, διότι με αυτόν δεν αποκλείεται το δικαίωμα ανταποδείξεως, αλλά απλώς περιορίζεται με την παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία (ΑΠ 387/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1472/2004 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2256/2018 Δημ. Νόμος,  ΕΘ 2788/2009 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή ενέχεται κατά τα άρθρα 361, 873 και 874 ΑΚ, από τη σύμβαση αυτή, που είναι αυτοτελής σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία δημιουργεί ανεξάρτητη από τη βασική σχέση ενοχή και αποτελεί αυτό τη βάση αγωγής ή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής κ.λ.π., που μπορεί να σωρευθεί, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, στο ίδιο δικόγραφο με την αξίωση από τη βασική σχέση (ΑΠ 192/2005 ό.π.). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 του Εμπορικού Νόμου, 47 και 64 έως 67 του ν.δ. στις 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» προκύπτει ότι, η σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, παρέχει εκ του νόμου τη δυνατότητα στην πιστώτρια να κλείνει οριστικά το λογαριασμό, αν και όποτε το θελήσει, κοινοποιώντας ακολούθως στον πιστούχο επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης καταλοίπου του λογαριασμού (ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2014). Συνεπώς, εφόσον ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, χωρίς οιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία των μερών, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του άρθρου 2 παρ. 6, 7 του ν. 2251/1994, ακόμη και αν έχει διατυπωθεί με Γενικό Όρο Συναλλαγών (ΓΟΣ), καθόσον δεν μπορεί να είναι άκυρη συμφωνία, που επαναλαμβάνει διάταξη νόμων (ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 1437/2014). Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 1689/2013), για το παραδεκτό στις οποίας πρέπει να προβάλλονται σαφώς όλα τα περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα (ΑΠ 99/2020 ό.π.). Εξάλλου, με τη με αριθμ. 2501/31-10-2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α΄ 277/2002), η οποία εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν. 3601/2007), και, συνεπώς, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π.). Ειδικότερα στην παράγραφο Γ΄ της ανωτέρω Πράξης ορίζονται και τα ακόλουθα: “4. …α) Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος, να παρέχουν αναλυτική ενημέρωση στους δανειζόμενους ως προς το ύψος των οφειλών τους (κεφάλαιο, τόκους και πάσης φύσεως επιβαρύνσεις) εντός 30 ημερών από την περιέλευσή τους σε υπερημερία, β) κατ` αναλογία με τα ισχύοντα για τους οφειλέτες, τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν κατά την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων τους εγγυητές των δανείων και πιστώσεων για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν. Κατά την περιέλευση των οφειλετών σε υπερημερία η ενημέρωση των εγγυητών γίνεται σύμφωνα με την ως άνω παράγραφο 4α”. Σύμφωνα με τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν τους εγγυητές για το ύψος των οφειλών τους εντός 30 ημερών από την περιέλευση των δανειζόμενων σε υπερημερία. Ωστόσο, οι μεταγενέστερες και γενικότερες αυτές διατάξεις της ανωτέρω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθόσον υπερισχύουν αυτών οι προγενέστερες μεν, αλλά ειδικότερες ως άνω διατάξεις των άρθρων 112 του Εισ.Ν.ΑΚ και 47 του Ν.Δ. 17-7-/13.8.1923, που επιτρέπουν στην πιστώτρια να κλείνει οποτεδήποτε και χωρίς άλλη προϋπόθεση τον αλληλόχρεο λογαριασμό (ΑΠ 368/2019 ό.π., πρβλ. ΑΠ 1689/2013). Κατά συνέπεια, η πιστώτρια τράπεζα έγκυρα προβαίνει στο κλείσιμο του λογαριασμού και στην καταγγελία της συμβάσεως, έστω και χωρίς την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις ενημέρωση του πιστούχου και του εγγυητή (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΕφΛαρ 139/2020 ό.π.).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφ` ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής, παρά την έλλειψη της πιο πάνω προϋπόθεσης, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, αφού λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις, που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή, που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις, που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων, που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος, που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ΚΠολΔ και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 374/2021Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ), ώστε να μπορεί ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1137/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 374/2021ό.π.). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στο εισαγωγικό δικόγραφο (αγωγής, ανακοπής κλπ), σε σχέση με όσα απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση του καταγομένου προς κρίση δικαιώματος, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία (Ολ ΑΠ 18/1998, ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΜονΕφΠειρ 374/2021ό.π.). Μόνον το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1/2017, ΜονΕφΠειρ 374/2021ό.π.), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 374/2021ό.π.). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων, που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1443/2017, ΜονΕφΠειρ 374/2021ό.π.). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη, κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624, βεβαιότητα της αξιώσεως και, συνεπώς, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση, που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 911/2005, ΜονΕφΠειρ 374/2021ό.π.). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1943/2017, ΜονΕφΠειρ 374/2021ό.π.). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια, που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002, ΜονΕφΘεσ2256/2018 Δημ. Νόμος). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 168/2021 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 488/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2210/2013Δημ. Νόμος), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 633 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι, αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, παρέπεται, ότι αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 105/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1349/2013, ΜονΕφΠειρ 374/2021ό.π.). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας. Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης Τράπεζας με βάση σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθού η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 168/2021 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 105/2019ό.π., ΑΠ 753/1995). Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015), να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με την οποία μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να παρατίθεται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως, ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007, ΜονΕφΑθ 252/2020 Δημ. Νόμος) και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 330/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 35/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 27/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 578/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1022/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 916/2002 Δημ. Νόμος) και δεν στερεί τον πιστούχο – οφειλέτη του δικαιώματος ανταπόδειξης, καθώς δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1001/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2206/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2209/2007 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2256/2018 ό.π.).  Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1071/2017 Δημ. Νόμος). Εάν, όμως, η παραπάνω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι, σε κάθε περίπτωση, άκυρο. Αν μεν αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής διαπραγμάτευσης των μερών, είναι άκυρο κατά το άρθρο 372 του ΑΚ, διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και, συνεπώς, προσκρούει στη δημόσια τάξη. Αν δε είναι προδιατυπωμένος ως γενικός όρος συναλλαγών, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 7 παρ. 2 περ. κζ’ του Ν. 2251/1994, διότι περιορίζει υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή πιστούχου (ΑΠ 387/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 252/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 139/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΘ 2656/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 138/2018, ΕφΠειρ 638/2015, ΕφΑθ 7318/2013, ΕφΑθ 4270/2012, ΔΕΕ 2013/486, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012/1039). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλοχρέου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια, που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντιθέτων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο αποδείξεως (ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 35/2011, ΕφΛαρ 139/2020 ό.π., ΕφΛαρ 64/2013, ΔΕΕ 2013/796, ΕφΑθ 7318/2013 Δημ. Νόμος). Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της της (και το οποίο αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ), επισυνάπτεται δε στην αίτηση (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1071/2017), οπότε δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο, που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1391/2011, ΑΠ 1094/2006, ΜονΕφΘεσ2256/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 (γ), (δ) ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων, που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 παρ. 1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σε αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο, που αυτή απλώς να εξατομικεύεται, και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών, που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ, και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσόν και ποιόν. Εκκαθαρισμένη, επίσης, είναι η χρηματική απαίτηση και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1094/2006). Ενόψει αυτών, το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα. Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία, που αναφέρονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ, δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην, όμως, αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1202/2018).

Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι, επίσης, και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1137/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 828/2018  Δημ. Νόμος). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007, δεν υπήρχε (στην ελληνική έννομη τάξη) ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής συμβάσεως έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 Α.Κ., γινόταν δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, εντάσσεται ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του (Ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 1137/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1463/2017 Δημ. Νόμος). Κατά τους ορισμούς δε του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, “1. ΄Οροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους…» (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 354/2020 ό.π., ΑΠ 1137/2019 Δημ. Νόμος), «2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών, που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην Ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών, που εφαρμόζονται στην Ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην Ελληνική γλώσσα. 3. Όροι, που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι), υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων. 4. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών, που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. 5. Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή, των παραγράφων 16α και 2 και 3 των άρθρων 10 και 13α αντίστοιχα, επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου (οι παρ. 1 έως 5 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το αρ. 2 παρ. 1 του Ν. 3587/2007). 6. Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός η χαρακτήρας γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 αντικαταστάθηκε ως άνω με το αρ. 2 παρ. 2 του Ν. 3587/2007)…» (ΑΠ 354/2020 ό.π.). Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω όρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 354/2020 ό.π., ΑΠ 1463/2017 Δημ. Νόμος). Ο ν. 2251/1994 περί “προστασίας των καταναλωτών”, αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές», στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι: “ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστεως, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση”, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας, “τα Κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή” (ΑΠ 354/2020 ό.π., ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2018 ό.π., ΑΠ 652/2010 Δημ. Νόμος). Για να υπάρξει, κατά το ν. 2251/1994, καταχρηστικότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγής (ΓΟΣ), πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “τη σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Επομένως, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994 (Ολ ΑΠ4/2019, ΑΠ 1491/2018 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με τα άρθρα 181, 200 και 371 του ΑΚ, “η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος” (άρθρο 181 του ΑΚ), “οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” (άρθρο 200 του ΑΚ) και “αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο” (άρθρο 371 του ΑΚ). Από τις ανωτέρω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ. Ως εκ τούτου, όταν ο όρος δανειακής σύμβασης, που αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο και τον τρόπο αναπροσαρμογής του είναι ασαφής, τότε η σύμβαση αυτή πάσχει από μερική ακυρότητα, δηλαδή μόνον ως προς αυτόν τον όρο της. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 του ΑΚ και την ιδέα της “δίκαιης κρίσης”, που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι, η αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο (άρθρο 371 ΑΚ) (ΑΠ 105/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2019 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει ότι λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποία αυτή αφορά, είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Στην περίπτωση αυτή, εάν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή, μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της. Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε με επιμέλεια τραπέζης με βάση σύμβαση δανείου, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής (δανειολήπτη, εγγυητή), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα, λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερομένη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος, που η ακυρότητα του ή των Γ.Ο.Σ. μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 387/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 105/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1060/2019 ό.π.) και δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη (ΑΠ 387/2020 ό.π.). Για το σκοπό αυτό πρέπει, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής, να προσδιορίζεται το κονδύλιο και το ποσό, κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, εκτός εάν, παρά το αίτημα για συνολική ακύρωση της διαταγής, από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία το δικαστήριο μπορεί να εξάγει με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό, οπότε η ανακοπή είναι νόμιμη μόνο ως προς αυτό (ΑΠ 1060/2019 ό.π., ΑΠ 2210/2013 ό.π.). Από το άρθρο δε 904 ΑΚ, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε αίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, η ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η παραπάνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, η οποία (αιτία) μπορεί να έχει ως πηγή τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή το νόμο (Ολ. ΑΠ 22/2003, ΑΠ 354/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 725/2004, ΑΠ 853/2003, ΑΠ 222/2003).

Με την ευρωπαϊκή δε Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1138/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1419/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6- 2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην, όμως, ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης, που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες, που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς, που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του”. Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β’), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’ ) και Ζ1-178/2001 (ΦΕΚ 255 Β’). Από τις παραπάνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι, και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση, μάλιστα, οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά, όπως είναι η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ., που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο oποίo όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών -Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση, που δείχνει τη σημασία, που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 430/2005, ΤριμΕφΔυτΜακ 19/2020 Δημ. Νόμος). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στο χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης (ΑΠ 368/2019 ό.π.). Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου της ανακοπής τους, που επαναφέρουν παραδεκτά με σχετικό λόγο έφεσης, ισχυρίστηκαν ότι η υπ’ αριθμ. ………./9-12-1999 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιέχει όρο προδιατυπωμένο, ο οποίος δεν κατέστη αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και ο οποίος είναι άκυρος ως καταχρηστικός και δη τον όρο 10.2 της σύμβασης πίστωσης, με τον οποίο το επιτόκιο του δανείου υπολογίσθηκε με βάση έτος 360 ημερών και όχι 365 ημερών, αυτός δε ο υπολογισμός είναι αντίθετος στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 ν. 2251/1994 και 243 παρ. 3 ΑΚ, με συνέπεια τη δημιουργία αδιαφάνειας περί του αληθούς ύψους των τόκων και την παράνομη αύξηση αυτών, κατά ποσοστό 1,3889% ετησίως, αλλά και στην ενσωματωθείσα στο εθνικό δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚΒ’ 255/8.3.2011) κοινοτική οδηγία 98/7/ΕΚ κατ’ επιταγή της οποίας εφαρμόζεται στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, το έτος 365 ημερών, με αποτέλεσμα η απαίτηση, που ενσωματώνει η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να είναι παράνομη. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της υπό κρίση ανακοπής, ο οποίος δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθώς δεν προσδιορίζονται τα επιμέρους κονδύλια του επίδικου αλληλόχρεου λογαριασμού, στα οποία αναφέρονται οι διαλαμβανόμενες στην ανακοπή αιτιάσεις, παρά μόνο αμφισβητείται γενικά ο χαρακτήρας της συνολικής απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή ως μη εκκαθαρισμένης. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, αυτοί υπέστησαν οικονομική επιβάρυνση από την εφαρμογή του επίμαχου συμβατικού όρου, δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια η έκταση της επιβάρυνσης αυτής, ούτε βέβαια παρατίθενται στην υπό κρίση ανακοπή τα οικονομικά δεδομένα, από τα οποία θα μπορούσε να προσδιοριστεί αυτή από το Δικαστήριο με μαθηματικούς υπολογισμούς, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση, που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής, κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού δε θίγεται η βεβαιότητα της απαιτήσεως, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (βλ. σχετ. ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 1060/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό..π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΚρητ 13/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 22/2021 Δημ. Νόμος). Με τον τρόπο αυτό καθίσταται αδύνατος ο προσδιορισμός του ποσού, ως προς το οποίο θα έπρεπε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, σε περίπτωση κατά την οποία κρινόταν νόμω και ουσία βάσιμος ο υπό εξέταση λόγος. Σε κάθε περίπτωση, η αοριστία αυτή δεν δύναται να θεραπευτεί από τη μνεία από τους ανακόπτοντες της επιβάρυνσης των τόκων, που κλήθηκαν να πληρώσουν, κατά ποσοστό 1,3839% ετησίως, καθόσον δεν διευκρινίζεται το ποσό, επί του οποίου πρέπει να υπολογιστεί το εν λόγω ποσοστό. Η ακυρότητα δε ενός ή περισσοτέρων Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) της σύμβασης, λόγω καταχρηστικότητας, και η τυχόν ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της ανακοπής, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επιφέρει μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής, μόνο κατά το μέρος, που η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής (βλ. ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 105/2019 ό.π., ΜονΕφΚρητ 13/2021 ό.π.,  ΜονΕφΠατρ 22/2021 ό.π.) και δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη (ΑΠ 387/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 22/2021 ό.π.), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013, ΜονΕφΠατρ 22/2021 ό.π.). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Κατά το μέρος δε, που επιχειρείται να θεμελιωθεί ο ως άνω λόγος ανακοπής στην ακυρότητα ολόκληρης της ένδικης σύμβασης, λόγω της επικαλούμενης ακυρότητας του επιμέρους ως άνω συμβατικού της όρου, τυγχάνει, επίσης, απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς η έκθεση των περιστατικών για τη θεμελίωση του λόγου αυτού της ανακοπής δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα, διότι οι ανακόποντες δεν εκθέτουν τις ειδικές συνθήκες, που ίσχυαν κατά τη σύναψή της, ούτε και επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι τόσο οι ίδιοι όσο και η καθ’ ης είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στον προσβαλλόμενο ως άνω όρο, ώστε χωρίς αυτόν να μην υπέγραφαν τελικά την ένδικη σύμβαση (άρθρο 181 ΑΚ) (βλ. σχετ. ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΜονΕφΠατρ 22/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαρ 139/2020 Δημ. Νόμος) ή, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ακυρότητα περιορίζεται στον συγκεκριμένο όρο, ποια η επίδραση της στη διαμόρφωση του ύψους της οφειλής, ενόψει της μη αναφοράς συγκεκριμένου κονδυλίου ή συγκεκριμένων κονδυλίων του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμού, τα οποία και να αμφισβητούν οι ανακόπτοντες (ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής, προεχόντως ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος της εφέσεως, κατά το μέρος, που με αυτόν πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης, με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος ο παραπάνω λόγος της ανακοπής, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, με την επίκληση των διαλαμβανόμενων στο εφετήριο ισχυρισμών, προβάλλεται η πλημμέλεια για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν τελεσφόρησε η προσβολή της κύριας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της (ΑΠ 168/2021 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 61/2020 ό.π., ΑΠ 1060/2019 ό.π.).Εξάλλου, οι εκκαλούντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής την πλημμέλεια ότι παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ.6 του ν. 2251/1994, σε συνδυασμό με την Κοινοτική Οδηγία 98/7/ΕΚ ενσωματωθείσα στο εθνικό δίκαιο με την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-2001, και του άρθρου 243 παρ.3 Α.Κ.. Ωστόσο, η μεν παρ.1 περ. στ’ της Υ.Α. υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), όπου ορίζεται, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (βλ. ΑΠ 1138/2020 ό.π.), συναλλαγές, που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμήςΕφΑθ 2407/2021 ό.π.), σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας (βλ. και ΑΠ 1331/2012 Δημ. Νόμος ως προς την περίπτωση αυτή, ΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΜονΕφΠατρ 421/2021 ό.π.), εν στενή εννοία καταναλωτικά δάνεια, όπως ορίζεται στις διατάξεις της ΚΥΑ Ζ1-699/2010, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την ΚΥΑ Ζ1-111/2012(ΕφΑθ 2407/2021 ό.π.) και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (βλ. ΑΠ 1138/2020 ό.π.), η δε διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 Α.Κ. δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, αφού με αυτήν ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού των προθεσμιών, ενώ με την προσβαλλομένη δεν υπολογίσθηκε κάποια προθεσμία (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π.). Συνεπώς, ο παραπάνω λόγος ανακοπής, κατά το σκέλος του αυτό, τυγχάνει, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος και ως νόμω αβάσιμος, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, με επάλληλη αιτιολογία. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας για τους ίδιους ως άνω λόγους το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου της ανακοπής, με κύρια αιτιολογία, προεχόντως ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, σε κάθε δε περίπτωση ως νόμω αβάσιμο, με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται με τις παρούσες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν υπέπεσε σε σφάλμα και δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, ούτε παραβίασε ευθέως τις ως άνω διατάξεις, τις οποίες ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να αρκεστεί σε λιγότερα στοιχεία ως προς αυτές, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, απορριπτομένου ως αβασίμου του λόγου έφεσης, κατά το σκέλος του αυτό.

Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση, που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε, με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια, τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτερο όριο, υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ` αριθ. 1087/29.06.1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμό 2326/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς, και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ` άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων” αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ` εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια, που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας ,που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 ΑΚ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 2037/2014). Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 994/2018Δημ. Νόμος, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1219/2001,ΕφΑθ 2407/2021 Δημ. Νόμος,ΜονΕφΠατρ 421/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 252/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 239/20 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2256/2018 Δημ. Νόμος). Κατά συνέπεια, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pactasuntservanda), η σχετική συμφωνία, παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη έγκυρη και δεσμευτική κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν, σταθερό ή κυμαινόμενο, τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 994/2018ό.π., ΑΠ 756/2015, 370/2012).Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της ανακοπής τους, που επαναφέρουν παραδεκτά με σχετικό λόγο έφεσης, ισχυρίστηκαν ότι η υπ’ αριθμ. ………/9-12- 1999 σύμβαση πίστωσης, που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιέχει όρους προδιατυπωμένους, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και οι οποίοι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί και δη τους όρους 6.1, 6.2, 6.3, 6.4 και 6.5, με τους οποίους η τράπεζα επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα του μονομερούς καθορισμού του συμβατικού επιτοκίου χωρίς να έχει θέσει εκ των προτέρων εύλογα κριτήρια για τον οφειλέτη, ως αντικείμενα στο άρθρο 2§7 περ. ια’ του ν. 2251/1994, αφού αφήνει το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, επιτρέποντας τον καθορισμό του επιτοκίου ακόμα και καθ’ υπέρβαση των ανωτάτων ορίων των εξωτραπεζικών επιτοκίων, καθώς και τον όρο 6.6, περί πλασματικώς συνομολογούμενης μεταβολής του συμβατικού επιτοκίου, με αποτέλεσμα η απαίτηση, που ενσωματώνει η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να είναι παράνομη. Ο λόγος αυτός ανακοπής, κατά το σκέλος του αυτό, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, διότι οι οικείοι όροι της ένδικης σύμβασης, που καθορίζουν τα κριτήρια αναπροσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, δεν μπορούν να ελεγχθούν ούτε από άποψη καταχρηστικότητας, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων [ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κτλ] συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό και μόνο. Ειδικότερα, η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία είναι έγκυρη και δεσμευτική κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος τραπεζικού επιτοκίου και δεν καθίσταται ως προς αυτό καταχρηστική εκ μόνου του λόγου ότι τούτο υπερβαίνει τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια, χωρίς την επίκληση των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικότητας, κατά την έννοια της ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ. Καθόσον δε αφορά τον όρο για τον τρόπο μεταβολής του επιτοκίου, δεν είναι αυτός άκυρος ως καταχρηστικός, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των αγαθών και υπηρεσιών, τις οποίες αφορά η σύμβαση, του σκοπού της, του συνόλου των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και της απουσίας άλλων ρητρών στην ίδια σύμβαση από τις οποίες αυτός να εξαρτάται, καθώς και του ότι δεν έχει αυτός ως αποτέλεσμα τη σημαντική και ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληθέντων διαδίκων, ούτε την επιβάρυνση των ανακοπτόντων. Επιπλέον, δεν παραβιάσθηκε η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, καθόσον οι νομικές συνέπειες του όρου για την πιστούχο είναι σαφείς και δεν διαπιστώνεται ασάφεια προς ενίσχυση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της τράπεζας, ούτε για την προβολή από την πλευρά της φαινομενικών αξιώσεων. Ταυτόχρονα, τίθενται στην ίδια σύμβαση, κατά τα εκτιθέμενα στο λόγο αυτό της ανακοπής, συγκεκριμένα κριτήρια για το ύψος και τη μεταβολή του επιτοκίου, αφού ρητά ορίζεται ότι το ύψος του επιτοκίου καθορίζεται και μεταβάλλεται κατά διαστήματα από την Τράπεζα, σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς χρήματος και το κόστος του χρήματος για την Τράπεζα, τα εκάστοτε οικονομικά στοιχεία του πιστούχου και την αποδοτικότητα της ευρύτερης με αυτόν συνεργασίας, γεγονότα οικονομικής φύσεως, που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα ή το εξωτερικό μεταξύ των οποίων και η αύξηση του κόστους του χρήματος γενικότερα και ειδικότερα στη διατραπεζική αγορά, κριτήρια, που αξιολογούνται ως εύλογα και δικαιολογούν τη συμβατική αυτή ρύθμιση, ως αναφερόμενα σε σημαντικά οικονομικά στοιχεία, χωρίς να καταλείπονται περιθώρια αξιολόγησής τους ως αόριστων, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες(βλ. σχετ. ΑΠ 354/2020 ό.π., ΑΠ 652/2010 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2256/2018 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής, κατά το σκέλος του αυτό, με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο ερευνώμενος λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 131 Α`/29-8-1991), “απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα”, ενώ, κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ.α΄ της 2501/31-10-2001 ΠΔΤΕ, που αντικατέστησε την ανωτέρω ΠΔΤΕ 1969/1991, δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1331/2012). Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη ι) προμήθειας, οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων, ii) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων (π.χ. συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κλπ) (ΑΠ 368/2019 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου της ανακοπής τους, που επαναφέρουν παραδεκτά με σχετικό λόγο έφεσης, ισχυρίστηκαν ότι η υπ’ αριθμ. …../…/9-12- 1999 σύμβαση πίστωσης, που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιέχει όρο προδιατυπωμένο, ο οποίος δεν κατέστη αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και ο οποίος είναι άκυρος ως καταχρηστικός και δη τον όρο 7 περί προμήθειας αδράνειας λογαριασμού, με αποτέλεσμα η απαίτηση, που ενσωματώνει η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να είναι παράνομη. Ο εν λόγω λόγος ανακοπής τυγχάνει αόριστος και, συνεπώς απορριπτέος, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, καθώς οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά το ύψος και την ορθότητα του υπολογισμού της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από τον, παράνομο, κατά την άποψή τους καταλογισμό με προμήθεια αδράνειας λογαριασμού, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό και να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε τον προσδιορισμό του τελικώς οφειλόμενου ποσού, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχε λάβει χώρα ο εν λόγω καταλογισμός της ως άνω προμήθειας, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση, που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής, κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού, ακόμη και σε περίπτωση ενσωματώσεως στο κεφάλαιο της απαιτήσεως παρανόμων χρεώσεων δε θίγεται η βεβαιότητα της απαιτήσεως, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1060/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΕφΑθ 252/2020 ό.π.). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.).Εξάλλου, εν προκειμένω, δεν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, δια της οποίας διώκεται π.χ. η παράλειψη εντοπισθείσας παράνομης συμπεριφοράς, όπου ως κύριο ζήτημα ανακύπτει πράγματι η in abstracto καταχρηστικότητα τυχόν χρησιμοποιούμενου συμβατικού όρου, ανεξαρτήτως της χρήσης του σε συγκεκριμένη περίπτωση. Αντιθέτως, πρόκειται περί δίκης μεμονωμένου καταναλωτή, που επιδιώκει την ακύρωση της εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, η οποία έχει στηριχθεί σε συγκεκριμένη σύμβαση. Οι όροι της σύμβασης αυτής δεν αρκεί, κατά τα προαναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, να είναι in abstracto άκυροι για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αλλά θα πρέπει επιπλέον να έτυχαν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση και από την εφαρμογή των συγκεκριμένων αυτών άκυρων όρων να επήλθε αιτιωδώς συγκεκριμένη οικονομική επιβάρυνση των ανακοπτόντων, ώστε η διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος (ΜονΕφΚρητ 13/2021 Δημ. Νόμος).Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, έκρινε ομοίως, με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορρίπτοντας το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου της ανακοπής ως αόριστο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία απ’ όσα απαιτεί ο νόμος και ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο της ανακοπής ως αόριστο, δεν είχε υποχρέωση να τον ερευνήσει ως προς τη νομική του βασιμότητα (ΑΠ 332/2019 ό.π.).

Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες με το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου της ανακοπής τους, που επαναφέρουν παραδεκτά με σχετικό λόγο έφεσης, ισχυρίστηκαν ότι η υπ’ αριθμ. …./…./9-12- 1999 σύμβαση πίστωσης, που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιέχει όρους προδιατυπωμένους, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και οι οποίοι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί και δη τους όρους 9.1, 9.2, 9.3 και 9.4, με αποτέλεσμα η απαίτηση, που ενσωματώνει η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να είναι παράνομη, καθώς, σύμφωνα με αυτούς, εάν ο οφειλέτης δεν ειδοποιήσει την τράπεζα, γραπτά και με απόδειξη, μέσα σε τριάντα ημέρες από το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, είτε ότι δεν έλαβε κατάσταση του λογαριασμού, είτε ότι διαφωνεί, ή έχει αντιρρήσεις ως προς τα κονδύλια, το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου και του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας καταβολής, που αναφέρεται σ’ αυτή, θα θεωρείται ότι παρέλαβε την κατάσταση του λογαριασμού και ότι έχει αναγνωρίσει ανεπιφύλακτα και συμφωνεί προς τα πιο πάνω στοιχεία και κονδύλια, τα οποία θα τεκμαίρονται ακριβή, για το λόγο ότι αναστρέφεται το βάρος απόδειξης, καθώς περιορίζονται υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα σε βάρος του οφειλέτη, καθιερώνεται ανεπίτρεπτα αναγνώριση μελλοντικών καταλοίπων, το πλάσμα περιελεύσεως, που θέτει, αποτελεί έμμεση και κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης ως προς τη λήψη του λογαριασμού, διότι η προθεσμία των 30 ημερών από το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα για την εκδήλωση διαφωνίας ή αντιρρήσεων ως προς τα κονδύλια δεν είναι εύλογη, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ήτοι ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί εύλογη η προθεσμία των 30 ημερών το εκ της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας δημιουργούμενο πλάσμα δεν είναι έγκυρο όταν τούτο δεν επισημαίνεται κατά την κοινοποίηση του λογαριασμού στον πελάτη, οι ανωτέρω δε όροι, με τους οποίους οι συμβαλλόμενοι ανήγαγαν σε έγγραφο πλήρους απόδειξης της απαίτησης της τράπεζας τα αποσπάσματα και τα βιβλία της τράπεζας, απαγορευμένης της αμφισβητήσεως των κονδυλίων του λογαριασμού, που περιλαμβάνονται στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, είναι καταχρηστικοί και, συνεπώς, άκυροι, καθώς χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνουν από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή, από τις τυπικές και συναλλακτικά δημιουργούμενες προσδοκίες του πελάτη, όταν δηλαδή εκδοθεί διαταγή πληρωμής εναντίον τους, από τα στοιχεία του φακέλου αυτής να προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις σε βάρος τους και αν αυτές προέρχονται από τόκους να εξειδικεύονται αυτοί ως συμβατικοί ή υπερημερίας και να αναφέρεται το ύψος των επιτοκίων που εφαρμόσθηκαν. Κατά το σκέλος αυτό, ο δεύτερος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, όπως προεκτέθηκε, η δικονομική συμφωνία, με την οποία ο πιστούχος, μετά την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας, που του έχει τάξει η τράπεζα, χωρίς να αντιλέξει, θεωρείται ότι έχει αναγνωρίσει το κατάλοιπο του λογαριασμού, είναι έγκυρη, καθόσον δεν διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του πιστούχου, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αποκλείει το δικαίωμα ανταπόδειξης, αλλά απλώς περιορίζει τη δυνατότητα του πιστούχου να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία. Η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών κρίνεται εύλογη, ενώ περαιτέρω ενημέρωση περί του όρου αυτού με την κοινοποίηση του λογαριασμού κρίνεται περιττή, αφού η συμφωνία αυτή έχει αποτελέσει όρο της σύμβασης και άρα είναι γνωστή στον αντισυμβαλλόμενο της τράπεζας (βλ. σχετ. ΑΠ 387/2020 ό.π., ΕφΘ 2256/2018 ό.π.).Η περιλαμβανόμενη δε στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση (ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.) και δεν στερεί τον πιστούχο – οφειλέτη του δικαιώματος ανταπόδειξης, καθώς δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 1001/2010 ό.π., ΑΠ 2206/2009 ό.π., ΑΠ 2209/2007 ό.π., ΕΘ 2256/2018 ό.π.) και μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ), κατά την έννοια του άρθρου 2 ν. 2251/1994, μονομερώς προδιατυπωμένου από τη τράπεζα στη σύμβαση, αφού δεν επηρεάζει το βάρος αποδείξεως, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου καταναλωτή να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου και, συνεπώς, μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πίστωσης, να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος μπορεί απλώς να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο απόσπασμα κατ’ ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων(ΑΠ 387/2020 ό.π.), καθώς ο σχετικός όρος, που αποκλείει το δικαίωμα αμφισβήτησης της ακρίβειας αυτών και του προκύπτοντος από τη σύγκριση αυτών καταλοίπου είναι σε κάθε περίπτωση άκυρος, χωρίς η ακυρότητα αυτή να επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος, στοιχεία, που δεν επικαλούνται, εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες, ως ειδικότερα κατωτέρω αναφέρεται (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 35/2011, ΕφΛαρ 139/2020 ό.π., ΕφΑθ 302/2018, ΕφΑθ 535/2018, ΕφΑθ 7318/2013 ό.π.). Συνεπώς, ο όρος αυτός δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και μπορεί να αποτελέσει ΓΟΣ, κατά την έννοια του άρθρου 2 ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών. Οι ανακόπτοντες, μολονότι επικαλούνται ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, δεν διευκρινίζουν, αν η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ), ή, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ακυρότητα περιορίζεται στον συγκεκριμένο όρο, ποια η επίδραση της στη διαμόρφωση του ύψους της οφειλής, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό συγκεκριμένως, επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξ αιτίας του. Επομένως, οι ανακόπτοντες έχουν δικαίωμα να αμφισβητήσουν τα ειδικότερα κονδύλια, που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά, με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, οι τελευταίοι φέρουν το βάρος απόδειξης των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών τους, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 1071/2017 ό.π., ΑΠ 916/2002, ΕφΛαρ 139/2020 ό.π., ΕφΘεσ 473/2017, ΕφΑθ 3670/2012 Δημ. Νόμος). Η ακυρότητα δε του σχετικού όρου της συμβάσεως, κατά το μέρος, που προβλέπει την απαγόρευση ανταποδείξεως κατά των κονδυλίων του λογαριασμού, που περιλαμβάνονται στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή, δεν πλήττει τη συμφωνηθείσα χρήση του αντιγράφου αυτών (εμπορικών βιβλίων), ως αποδεικτικού μέσου, λόγω της δυνατότητος ανταποδείξεως (ΑΠ 387/2020 ό.π.). Εξάλλου, ο οφειλέτης διαθέτει αξίωση ή ένσταση, ανάλογα με τις περιστάσεις, αν το δια της υπόσχεσης ή αναγνώρισης ασφαλιζόμενο χρέος στην πραγματικότητα δεν υφίσταται ή είχε αποσβεσθεί, το δε σχετικό βάρος απόδειξης ανήκει, τότε, στον οφειλέτη. Καθένα δε από τα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει ότι ο λογαριασμός έκλεισε οριστικά, χωρίς εξ αυτού και μόνο να μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της καταγγελίας (ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΕΑ 2256/2018 ό.π.).Το ύψος δε του επιτοκίου, βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι, δεν είναι αναγκαίο, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα, που προσκομίζεται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε το ως άνω σκέλος του λόγου αυτού της ανακοπής, για τους ως άνω άλλους και με επάλληλη αιτιολογία, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 174, 281, 361 και 372 Α.Κ. και 2 παρ. 6 και 7 παρ. 2 περ. κζ` του ν. 2251/1994 (βλ. σχετ. ΑΠ 387/2020 ό.π.) και ο ερευνώμενος λόγος αυτός της έφεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, συνισταμένη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως είρηται διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος εφέσεως, κατά το μέρος του, με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι, δηλαδή, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει άκυρη την ένδικη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε με βάση τον προαναφερόμενο άκυρο όρο της συμβάσεως, υπό την επίκληση ότι η καθ’ ης τράπεζα δύναται να προσκομίσει μόνο το απόσπασμα εκ των βιβλίων της, στο οποίο αναγνωρίζεται πλήρης αποδεικτική ισχύς ιδιωτικού εγγράφου, ώστε οι ανακόπτοντες να φέρουν το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως των αντιθέτων ισχυρισμών τους, περιοριζομένων συγχρόνως και των αποδεικτικών τους μέσων, είναι αβάσιμος, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα οφείλει να αποδείξει το ύψος της απαιτήσεως της και το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής και ο πιστούχος, δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων των εμπορικών της βιβλίων της τραπέζης, όμως, στην περίπτωση αυτή, φέρει και το βάρος των σχετικών αντιθέτων ισχυρισμών του, εν προκειμένω οι ανακόπτοντες, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω (βλ. σχετ. ΑΠ 387/2020 ό.π.). Εξάλλου, ο ίδιος λόγος της εφέσεως, κατά το μέρος, που με αυτόν πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης, με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος ο ως άνω λόγος της ανακοπής, κατά το παραπάνω σκέλος, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, με την επίκληση των διαλαμβανόμενων στο εφετήριο ισχυρισμών, προβάλλεται η πλημμέλεια για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν τελεσφόρησε η προσβολή της κύριας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 ’’επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών” (ΑΠ 669/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΑΠ, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1419/2019 Δημ. Νόμος). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία, που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή, που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν, δηλαδή, ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά το σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Από τη γραμματική διατύπωση, όμως, της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς, όμως, να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε, όμως, και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση, που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους, που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο, που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο διότι, στο μέτρο, που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου, που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε, όμως, η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτάτο από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη, που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς, που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υποχρέου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τοιαύτης νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 917/2011, ΜονΕφΘεσ 2256/2018 Δημ. Νόμος). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συνετέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια – πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα, που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο, που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων,  δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΑΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 430/2005 Δημ. Νόμος). Έτσι, σε περίπτωση, που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζομένη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π.).Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του εκτιμωμένου τρίτου λόγου της ανακοπής τους, που επαναφέρουν παραδεκτά με σχετικό λόγο έφεσης, ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι με ρητό όρο (20ο) της αρχικής (με αριθμ. ………./9-12- 1999) σύμβαση πίστωσης συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975, που βάρυνε την καθ’ ης η ανακοπή, σε αυτούς, με αποτέλεσμα να καθίσταται η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή αβέβαιη και ανεκκαθάριστη στο σύνολό της, λόγω των αόριστων παράνομων χρεώσεων και ότι για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της. Ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, ακόμη και υποτεθεί αληθινό το προαναφερθέν περιεχόμενό του (το οποίο, επισημαίνεται, ότι δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με το περιεχόμενο της έφεσης, αλλά ούτε και με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις των ανακοπτόντων),σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς, που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση τηρήθηκε για τη μετακύλιση αυτή και η αρχή της διαφάνειας, αφού στην ανακοπή ρητά αναγράφεται ότι υπήρχε όρος στη σύμβαση περί προσαύξησης του επιτοκίου με την εισφορά του ν. 128/1975. Η μετακύλιση της εισφοράς στους ανακόπτοντες επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, εντασσόμενη στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΜονΕφΚρητ 13/2021 ό.π., ΜονΕφΚρητ 3/2021 ό.π., ΜονΕφΘεσ 723/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2256/2018 ό.π.). Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Εξάλλου, σε περίπτωση ενσωματώσεως στο κεφάλαιο της απαιτήσεως παρανόμων ανατοκισμών δε θίγεται η βεβαιότητα της απαιτήσεως, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 1060/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΚρητ 13/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΚρητ 3/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 723/2020 Δημ. Νόμος). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολοκλήρου της συμβάσεως, εκ του λόγου ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολοκλήρου της συμβάσεως, εφόσον βεβαίως συντρέχουν οι όροι του άρθρου 181 του Α.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ, δικαιοπραξία της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι κατά τη βούληση των μερών η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη τη δικαιοπραξία, δηλαδή καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας υπέρ της μερικής ακυρότητας. Η μερική ακυρότητα δεν αναφέρεται στο ουσιώδες περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, οπότε θα προκαλούσε ολική ακυρότητα, αλλά σε επί μέρους όρο, ρήτρα, παροχή της δικαιοπραξίας ή και σε μέρος αυτών. Η μερική ακυρότητα δεν σχετίζεται με την αιτία της ακυρότητας, αλλά αφορά την ενέργειά της, με συνέπεια να μπορεί να επέλθει ολική ακυρότητα σε περιπτώσεις που ο λόγος της ακυρότητας αφορά ουσιώδες μέρος της δικαιοπραξίας. Αντικείμενο της μερικής ακυρότητας μπορεί να αποτελέσει μόνον η δικαιοπραξία, που μπορεί να κατατμηθεί σε περισσότερα μέρη, χωρίς να μεταβάλλεται το είδος της, έτσι ώστε το έγκυρο μέρος να ισχύει ως αυτοτελής δικαιοπραξία μετά την αφαίρεση του άκυρου μέρους. Η ακυρότητα του μέρους συμπαρασύρει όλη τη δικαιοπραξία, εάν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα την επιχειρούσαν χωρίς το άκυρο μέρος. Για το σκοπό αυτό αναζητείται ερμηνευτικά όχι η πραγματική αλλά η υποθετική ή εικαζόμενη θέληση, που θα είχαν οι δικαιοπρακτούντες κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, με βάση και τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή το δικαστήριο συμπληρώνει με νομικό πλάσμα τη θέληση των μερών. Η εξακρίβωση της θέλησης των μερών θα γίνει με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και με κριτήρια αντικειμενικά, όπως η φύση της δικαιοπραξίας και ο επιδιωκόμενος σκοπός και υποκειμενικά, όπως τα ελατήρια, οι συνήθειες και τα συμφέροντα των δικαιοπρακτούντων. Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα του μέρους, διαφορετικά δεν θα είχαν περιλάβει το άκυρο μέρος, διότι αν το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας δεν εφαρμόζεται η διάταξη. Όποιος, συνεπώς, επικαλείται ολική ακυρότητα της δικαιοπραξίας πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι τα μέρη δεν θα κατάρτιζαν την όλη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος. Προς τούτο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα περιστατικά από τα οποία θα συναγάγει το δικαστήριο ότι οι δικαιοπρακτούντες -συμβαλλόμενοι είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος (σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν με μνεία μεταξύ άλλων και της επιδιωκόμενης οικονομικής αξίας), ώστε αν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας γνώριζαν την ακυρότητά του, δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία(ΑΠ 168/2021 ΤΝΠΔΣΑθ, Α.Π. 385/2010 Δημ. Νόμος, Α.Π. 1438/1997 ΕλΔνη 1998.381, ΕφΘεσ 2256/2018 Δημ. Νόμος). Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βουλήσεως των συμβληθέντων γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλόμενων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός της κλπ.), βάσει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών (Α.Π. 1448/2014 ΕπισκΕμπΔ 2014.345, Α.Π. 772/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2256/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται επικουρικά, επικαλούμενοι την ακυρότητα των προαναφερόμενων με αρ. 5, 6, 7, 9 και 20 όρων της ένδικης με αρ. …………/9-12-1999 σύμβασης και των προσθέτων ως άνω περί τόκων όρων αυτής, τους οποίους προσέβαλαν ως παράνομους και καταχρηστικούς με τους άνω λόγους της ανακοπής τους και επαναφέρουν παραδεκτά με σχετικό λόγο έφεσης, ότι τα μέρη δεν θα προέβαιναν στην κατάρτιση της σύμβασης χωρίς το άκυρο μέρος, αφού οι όροι ρητώς και κατηγορηματικώς έχουν βαρύνουσα και ουσιώδη σημασία για την καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα και ότι δεν θα επιχειρείτο η όποια συνεργασία χωρίς τα μέρη τούτα της σύμβασης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι, υπό τα ως άνω εκτεθέντα, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 181 Α.Κ., ώστε να κριθεί άκυρη στο σύνολό της η επίδικη σύμβαση, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται άγνοια αμφοτέρων των μερών, (αντίθετα ισχυρίζονται γνώση της τράπεζας για τις προβαλλόμενες μερικές ακυρότητες), ούτε επικαλούνται ότι ως συμβαλλόμενοι είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος, ώστε αν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας γνώριζαν την ακυρότητά του δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία (ΑΠ 168/2021 ό.π., ΕφΛαρ 517/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως, διότι οι σχετικές διαλαμβανόμενες αναλυτικά στους ως άνω λόγους της ανακοπής αιτιάσεις των ανακοπτόντων περί ακυρότητας των άνω όρων της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως απορρίφθηκαν ως αβάσιμες (ΕφΘεσ 2256/2018 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε σιγή τον ως άνω επικουρικό λόγο της ανακοπής ως αβάσιμο, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, με αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 Ν. 2251/1994, “οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν αποκλειστικά σκοπό την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού …”. Περαιτέρω κατά την παρ. 9 του ίδιου παραπάνω άρθρου: “ενώσεις καταναλωτών, που έχουν τουλάχιστον πεντακόσια ενεργά μέλη και έχουν εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από δύο τουλάχιστον έτη, μπορούν να ασκούν κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή). Ιδίως, μπορούν να ζητήσουν: α) την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδίως όταν συνίσταται στη διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών … 12. Συλλογικές αγωγές κατά τις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 9 αυτού του άρθρου δικάζονται στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας…Η απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της έναντι πάντων, και αν δεν ήσαν διάδικοι”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η υπόθεση που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου με τη συλλογική αγωγή και εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας έχει ως αντικείμενο όχι τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης και από την απόφαση που εκδίδεται σε μια τέτοια δίκη, που δέχεται τη συλλογική αγωγή παράγεται μία ιδιότυπη δεσμευτικότητα έναντι πάντων. Ενόψει τούτου, μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί έννομο συμφέρον τρίτου προσώπου, κατά την έννοια του άρθ. 80 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στις υποθέσεις, που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας άρθρ. 752 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του εναγόμενου με τη συλλογική αγωγή, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, επί της αγωγής αυτής (ΑΠ 948/2021 Δημ.Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1219/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1030/2001 ΝοΒ 2002/349, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 517/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 2256/2018 Δημ. Νόμος). Στο άρθρο δε 10 παρ. 16 περ. α’ του ν. 2251/1994, προβλέπεται η “εν στενή εννοία “strictοsensυ” αγωγή, η οποία έχει διαφορετική δομή. Με την αγωγή αυτή, η ένωση καταναλωτών δικαιούται να ζητεί “…την παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή… (περ. α’), ιδίως όταν αυτή συνίσταται στη διατύπωση και χρήση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών χωρίς να αποκλείεται και η σώρευση αιτήματος για την καταβολή ποσού ως “…χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης” (περ. β’). Η ένωση νομιμοποιείται να ασκήσει την προκείμενη αγωγή όχι για λογαριασμό συγκεκριμένου καταναλωτή, αλλά για την προστασία των “…γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού ….).Η συλλογική αγωγή δεν έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση ή και τη ρύθμιση κατάστασης υπέρ του γενικού συμφέροντος, με τον εξαναγκασμό του προμηθευτή σε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, με την οποία θα αίρεται η αθέμιτη πρακτική, αλλά και θα ανατρέπεται η επανάληψή της στο μέλλον. Οι συλλογικές αξιώσεις παραλείψεως και άρσεως παράνομης συμπεριφοράς, αποτελούν τις αδικοπρακτικές αξιώσεις των ενώσεων καταναλωτών. Η αξίωση έχει προληπτικό και κυρωτικό χαρακτήρα. Η αγωγή αυτή, όπως αναφέρθηκε, αποβλέπει στη διαφύλαξη του “διάχυτου καταναλωτικού συμφέροντος”, στη διασφάλιση δηλαδή της ολότητας των καταναλωτών και δεν αναφέρεται σε ατομικά θιγόμενους καταναλωτές, όπως η εν ευρεία έννοια συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 15 ν. 2251/1994. Εξάλλου, επειδή δεν απαιτείται να έχει επέλθει βλάβη σε κάποιον καταναλωτή, η εν λόγω αγωγή μπορεί να ασκηθεί και προληπτικά, πριν ακόμα προσβληθεί δικαίωμα ορισμένου καταναλωτή, εφόσον έχει εξωτερικευθεί συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει στην προσβολή προστατευομένων αγαθών του. Επομένως, εφόσον η αγωγή αυτή έχει στόχο την προστασία των συλλογικών συμφερόντων, δεν μπορούν με αυτή να επιδιώκονται ατομικά συμφέροντα, ακόμα κι αν αυτή αφορά ευρύτερη ομάδα προσώπων είτε, των μελών των ενώσεων είτε τρίτων καταναλωτών. Η δικαστική απόφαση, που δέχεται τη συλλογική αγωγή είναι διαπλαστική, και παράγει μία ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι πάντων (ΟλΑΠ 7/2016, ΑΠ 948/2021 ό.π., ΑΠ 1030/2001, ΑΠ 1219/2001), που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επίκλησης από μεμονωμένους καταναλωτές σε ενδεχόμενες ατομικές διαφορές με τον ίδιο προμηθευτή. Κάθε αίτημα, όμως, που δεν κατατείνει στη διαφύλαξη του γενικού, αλλά στη διασφάλιση του ατομικού καταναλωτικού συμφέροντος, μέσω κριτηρίων ατομικών, αναγομένων σε προσωπικές καταστάσεις, εκτιμήσεις, ικανότητες, προβλέψεις, επιδιώξεις και διακινδυνεύσεις των αντισυμβαλλομένων μερών, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο – βάση της συλλογικής αγωγής, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο καλείται να διατάξει ρυθμιστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα, ικανά να ανατρέψουν ή να αποτρέψουν την έκνομη αυτή κατάσταση χάριν της προστασίας του γενικού συμφέροντος του καταναλωτικού κοινού (ΑΠ 948/2021 ό.π., ΑΠ 293/2014). Επομένως, τόσο το αίτημα της συλλογικής αγωγής, όσο και η απόφαση επ’ αυτής, θα πρέπει να τείνουν στην προστασία των γενικότερων συμφερόντων με την αναγνώριση της αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς του προμηθευτή και τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων σε βάρος του τελευταίου και δη την απαγόρευση της συνομολόγησης ή της μελλοντικής χρήσης του συγκεκριμένου συμβατικού όρου. Συνεπώς, τα κριτήρια δικαστικού ελέγχου, που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της παροχής συλλογικής ή της ατομικής ένδικης προστασίας διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Στην πρώτη, παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα ενός αντικειμενικού ελέγχου, αφηρημένου (in abstractο) της νομιμότητας της συμπεριφοράς του προμηθευτή, ανεξάρτητα από την ύπαρξη οιασδήποτε συμβατικής σχέσης, ο δε έλεγχος έγκειται στην παράβαση βασικών γενικών δικαιϊκών αρχών είτε στο πλαίσιο απροσδιορίστου αριθμού ήδη καταρτισμένων συμβάσεων, είτε διότι διενεργείται για το μέλλον (exante), στη βάση απλής διακινδύνευσης του γενικού καταναλωτικού συμφέροντος από τη φερόμενη ως παράνομη ή καταχρηστική συμπεριφορά του προμηθευτή. Τα κριτήρια ελέγχου της καταχρηστικότητας του όρου είναι αυστηρότερα σε βάρος του προμηθευτή από τα αντίστοιχα κριτήρια, που εφαρμόζονται στη δίκη επί ατομικής αγωγής. Τούτο διότι το κύρος ενός ΓΟΣ δεν κρίνεται με βάση τις συντρέχουσες περιστάσεις της εκάστοτε ατομικής σύμβασης, που συνομολογήθηκε στο χρόνο πριν από την άσκηση της (ατομικής) αγωγής, δηλαδή στο παρελθόν, αλλά, αντιθέτως, κρίνεται με βάση την αφηρημένη επικινδυνότητα του όρου για το χρόνο, που ακολουθεί του χρόνου άσκησης της (συλλογικής) αγωγής. Ο δικαστής, δηλαδή, που αποφαίνεται επί συλλογικής αγωγής οφείλει να προβλέψει για το μέλλον και να εκτιμήσει όσο το δυνατό περισσότερους από τους πιθανούς κινδύνους, που μπορεί να κρύβει η επίμαχη ρήτρα για τον καταναλωτή ή κατ’ άλλη διατύπωση, οφείλει να αναζητήσει με καχυποψία και αφηρημένες υποθέσεις, όλους τους πιθανούς επιλήψιμους τρόπους χρήσης της ρήτρας, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν η επίμαχη ρήτρα χρησιμοποιήθηκε πράγματι καταχρηστικά σε συγκεκριμένες συμβάσεις, που έχουν ήδη συνομολογηθεί (ΑΠ 948/2021 ό.π., ΑΠ 1219/2001ό.π.). Αντίθετα, στο πλαίσιο της ατομικής ένδικης προστασίας ο έλεγχος είναι υποκειμενικός και προσανατολισμένος στα δεδομένα υφιστάμενης συμβατικής σχέσης, ήτοι συγκεκριμένος (in cοncretο) και διενεργείται, εκ των υστέρων, αφού έχει διαταραχθεί o υφιστάμενος συμβατικός δεσμός προμηθευτή και καταναλωτή. Εξετάζονται τόσο η συγκεκριμένη βλάβη, που προκλήθηκε ή δύναται να προκληθεί στα συμφέροντα του καταναλωτή, όσο και οι ειδικές συνθήκες, που οδήγησαν στη σύναψη συγκεκριμένης σύμβασης, εκ μέρους του καταναλωτή. Σχετικά το ΔΕΕ αναφέρει ότι στην ατομική αγωγή τα αρμόδια κρατικά όργανα καλούνται να αποφανθούν “in cοncretο” επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη συλλογική εξέταση τα όργανα αυτά αποφαίνονται “in abstracto” επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, που ενδέχεται να ενσωματωθεί ακόμη και σε συμβάσεις, που δεν έχουν ακόμη συναφθεί (ΔΕΕ απόφαση της 9.9.2014, υπόθεση C-70/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, ECLI.EU:2004:505, σκέψη 16, ΔΕΕ της 26.4.2012, Nemzeti/invitel, C – 472/10, σκέψη 371, ΔΕΕ της 24.1.2002, Επιτροπή/Ιταλίας C-372/99, σκ.15, ΔΕΕ της 27.6.2000, …………, C-240-244198, σκέψη 27, ΑΠ 948/2021 ό.π.). Στην περίπτωση της εν στενή εννοία συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. α’, το δικαστήριο διαπιστώνει γενικά και αντικειμενικά την ύπαρξη κατάστασης, που ενέχει αντικαταναλωτική συμπεριφορά, διατάσσει τα κατά την κρίση του ενδεδειγμένα ρυθμιστικά μέτρα για την προστασία του συνόλου των καταναλωτών και εξαλείφει παράνομες πρακτικές του προμηθευτή (ΑΠ 293/2014). Εφόσον, λοιπόν, με τη συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. α’ του ν. 2251/1994, δεν εισάγεται προς διάγνωση διαφορά ιδιωτικού δικαίου και το ένδικο αυτό βοήθημα δεν εντάσσεται στον κύκλο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, το δικαστήριο κατά την παροχή συλλογικής έννομης προστασίας, δεν λειτουργεί αποκαταστατικώς. Η απόφαση επί συλλογικής αγωγής, που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και ον αυτοί είναι μέλη της ένωσης, που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους. Εξάλλου, ο ίδιος ο ν. 2251/1994 προβλέπει διαφορετική νομική αντιμετώπιση των πραγματικών περιστατικών στη συλλογική αγωγή, σε σχέση με την ατομική αγωγή και όσον αφορά την ερμηνεία του καταχρηστικού ΓΟΣ, όπως τούτο προκύπτει από τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 2 ν. 2251/1994 (άρθρ. 2 παρ. 4: “Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή” και άρθρ. 2 παρ. 5: “Ειδικώς όταν ελέγχεται το περιεχόμενο ΓΟΣ κατά την εφαρμογή των άρθρων 10 παρ. 16 α’ και 13 α’ παρ. 23 επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου”), ήτοι στη συλλογική αγωγή προέχει η απομάκρυνση από τις συναλλαγές των ΓΟΣ, που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα των καταναλωτών. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τελευταίο λόγο της ανακοπή τους, που επαναφέρουν παραδεκτά με σχετικό λόγο έφεσης, οι ανακόπτοντες, κατ’ ορθή εκτίμηση, επικαλούνται ακυρότητα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ενόψει δεδικασμένου από δικαστικές αποφάσεις (μεταξύ άλλων εκ της 1219/2001 αποφάσεως του Αρείου Πάγου), που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών μεταξύ Ενώσεων Καταναλωτών και Τραπεζών και δέχονται ότι οι ΓΟΣ, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, είναι άκυροι. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθ` ότι δεν πληρούνται, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις περί δεδικασμένου και δη ταυτότητα των διαδίκων και αντικείμενο της διαφοράς, καθώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, διαφέρει το αντικείμενο της δίκης επί της κρινόμενης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, που συνίσταται αποκλειστικά στη διάγνωση του διαπλαστικού δικαιώματος προς ακύρωση της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής υπέρ του καθ’ ου η έκδοσή της / ανακόπτοντος (ΜονΕφΠατρ 421/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 6/2020 -μεταβΛιβαδ- Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 2256/2018 ό.π.), από την ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που απορρέει από την επικαλούμενη αμετάκλητη απόφαση επί συλλογικής αγωγής και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επίκλησης από μεμονωμένους καταναλωτές σε ενδεχόμενες ατομικές διαφορές με τον ίδιο προμηθευτή, διότι, η υπόθεση, που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου με τη συλλογική αγωγή και εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει ως αντικείμενο όχι τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης, εφόσον δε η αγωγή αυτή έχει στόχο την προστασία των συλλογικών συμφερόντων, δεν μπορούν με αυτή να επιδιώκονται ατομικά συμφέροντα, ακόμα κι αν αυτή αφορά ευρύτερη ομάδα προσώπων είτε, των μελών των ενώσεων είτε τρίτων καταναλωτών και, κατά το ΔΕΕ, στην ατομική αγωγή τα αρμόδια κρατικά όργανα καλούνται να αποφανθούν “in cοncretο” επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη συλλογική εξέταση τα όργανα αυτά αποφαίνονται “in abstracto” επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, που ενδέχεται να ενσωματωθεί ακόμη και σε συμβάσεις, που δεν έχουν ακόμη συναφθεί. Η απόφαση επί συλλογικής αγωγής, που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και ον αυτοί είναι μέλη της ένωσης, που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους (ΑΠ 948/2021 ό.π., ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΜονΕφΠατρ 421/2021 ό.π., ΜονΕφΛαμ 6/2020 -μεταβΛιβαδ- ό.π., ΜονΕφΘεσ 2256/2018 ό.π.). Δεν πρέπει, άλλωστε, να παροραθεί ότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ώστε να αρκεί η in abstracto αξιολόγηση του συγκεκριμένου όρου ως άκυρου για την ευδοκίμηση της υπό κρίση ανακοπής. Αντιθέτως, θα πρέπει, κατ’ εφαρμογή του συγκεκριμένου άκυρου όρου, αιτιωδώς να επηρεάστηκαν συγκεκριμένα, προσβαλλόμενα κονδύλια του οικείου λογαριασμού (ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π.). Επομένως, εφόσον η έκδοση της προσβαλλόμενης Διαταγής Πληρωμής δεν είναι απαράδεκτη ούτε κηρύσσεται άκυρη, λόγω υπάρξεως δεδικασμένου, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την από 16/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. …/16-12-2013 ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης με αριθμ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και επικύρωσε αυτήν, με παρόμοια ή εν μέρει ελλιπή, κατά περίπτωση, αιτιολογία, η οποία όπου είναι αναγκαίο διορθώνεται και συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 239/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από τους εκκαλούντες, καθ’ όλα τους τα σκέλη.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 08-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 361/29-01-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να συμψηφιστεί, σύμφωνα με τα άρθρα 179, 182, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 08-01-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 361/29-01-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 09/03/2022, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

&αντ΄ αυτής, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της από την Υπηρεσία, για τη δημοσίευση, η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αγγελική Κόφφα, Πρόεδρος Εφετών & αντ’ αυτής, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεώς της,

η ορισθείσα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Γραμματέας Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου