ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός Απόφασης: 128/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
Β΄ ΤΜΗΜΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ευγενία Φωτοπούλου.
Β) ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας …….. η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Βασιλική – Ιωάννα Στάικου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ευγενία Φωτοπούλου.
ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης εταιρείας …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Γ) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρίας Γενικών Ασφαλειών ………… η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Βασιλική – Ιωάννα Στάικου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Δ) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……… ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους του Γεώργιο Σφυρή (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ,Δ.) και Στέργιο Κουκούδη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………….η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ευγενία Φωτοπούλου.
Η ενάγουσα (……………… ), άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 6-8-2015 και με αριθμ. κατάθ. …/…./10-8-2015 αγωγή της, εναντίον των 1) ……… και 2) Ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………..», που εδρεύει στο ……… Αττικής, όπως νομίμως εκπροσωπείται, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.
Εν συνεχεία: Α) η δεύτερη εναγομένη της ως άνω από 6-8-2015 κύριας αγωγής (Ανώνυμη Εταιρία, με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………….», η οποία εδρεύει στο …….. και εκπροσωπείται νομίμως), άσκησε, ενώπιον του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, την από 15-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………./28-9-2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, εναντίον της Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στην …., όπως νομίμως εκπροσωπείται και Β) ο πρώτος εναγόμενος της ως άνω από 6-8-2015 κύριας αγωγής (………….), άσκησε, ενώπιον του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, την από 8-12-2015 και με αριθμό κατάθ. ………/18-12-2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή του, εναντίον της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στο ……….. Αττικής, όπως νομίμως εκπροσωπείται.
Επί της ως άνω από 6-8-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθ. …./2015 κύριας αγωγής, μετά από συνεκδίκασή της, στις 17/03/2017, με την από 15-9-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθ. …../2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 8-12-2015 και με αριθμ. κατάθ. …../2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 5714/22-12-2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και, εν συνεχεία, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 28/11/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 1500/28-04-2019 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 6/8/2015 (με αρ. έκθ. κατάθ. …/2015) κύρια αγωγή, έγινε δεκτή η από 15-9-2015 (αρ. έκθ. κατάθ. …./2015) παρεμπίπτουσα αγωγή και απορρίφθηκε η από 8-12-2015 (αρ. έκθ. Κατάθ. …../2015) ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή.
΄Ηδη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ασκήθηκαν: Α) Η από 05-02-2020 έφεση της δεύτερης εναγομένης της από 06-08-2015 κύριας αγωγής (Ανώνυμης Εταιρίας, με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…………..», η οποία εδρεύει στο ……… και εκπροσωπείται νομίμως), η οποία κατατέθηκε, στις 10-02-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 10-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Β) Η από 12-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/17-02-2020, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, πρόσθετη παρέμβαση της καθ’ ης η από 15-9-2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή (Ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης), υπέρ της εκκαλούσας της από 05/02/2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, έφεσης και κατά της εφεσίβλητης της έφεσης αυτής, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Γ) Η από 10-06-2019 έφεση της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης της ως άνω από 15-9-2015 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής (Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται), η οποία κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 14-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, προσδιορίστηκε δε αρχικά για τη δικάσιμο της 20-02-2020 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και Δ) Η με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./26-07-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./26-07-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, έφεση του πρώτου εναγομένου της από 06-08-2015 κύριας αγωγής (………), αντίγραφο δε της έφεσης αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 05-09-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2019, προσδιορίστηκε δε αρχικά για τη δικάσιμο της 20-02-2020 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια Δικηγόρος της εφεσίβλητης των υπό στοιχεία Α΄ και Δ΄ εφέσεων – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, ενώ οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των λοιπών παρόντων διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως σημειώνεται ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμούν Α) η από 05-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, έφεση, Β) η από 12-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./17-02-2020, πρόσθετη παρέμβαση, στην από 05-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, έφεση, Γ) η από 10-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, έφεση και Δ) η με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 έφεση, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθμ. 1500/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 28/11/2018, κατά την τακτική διαδικασία και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως, που περατώνει τη δίκη. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η οριζόμενη από αυτήν τριακονθήμερη προθεσμία αρχίζει από την επομένη ημέρα της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον με τη διάταξη αυτή καθορίζεται απλώς η διάρκεια της προθεσμίας και το γεγονός, που την κινεί, ενώ ο τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι προθεσμίες, που ορίζονται από το νόμο, αρχίζουν από την επομένη ημέρα μετά την επίδοση του σχετικού εγγράφου και λήγουν στις επτά το βράδυ της τελευταίας (δηλαδή εν προκειμένω της τριακοστής) ημέρας και αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας. Από την αδίστακτη διατύπωση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αυτή, ως προς τη λήξη της προθεσμίας, που καθιερώνει, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενεργείας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, έτσι ώστε αν η τελευταία ημέρα των προθεσμιών αυτών συμπίπτει προς εξαιρετέα ή Σάββατο αυτή δεν υπολογίζεται και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα, 7 μ.μ., της επόμενης εργάσιμης ημέρας (ΟλΑΠ 33/1996, ΑΠ 532/2020 Δημ. Νόμος). Επίσης, κατά την παρ. 3 του άρθρου 144 ΚΠολΔ, το Σάββατο θεωρείται για τον παρόντα κώδικα εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης ασκούνται με δικόγραφο, που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου, που έχει εκδώσει τη προσβαλλομένη απόφαση ή στη γραμματεία του πρωτοδικείου της μεταβατικής έδρας, αν προσβάλλεται απόφαση εφετείου που συνεδρίασε σε μεταβατική έδρα. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 532 του ίδιου κώδικα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα έγγραφα, το εμπρόθεσμο της άσκησης της έφεσης, που είναι προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής και, αν διαπιστώσει ότι η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, την απορρίπτει ως απαράδεκτη (ΑΠ 532/2020 ό.π., ΑΠ 503/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 118/2011, ΑΠ 1532/2009). Μάλιστα το εκπρόθεσμο της έφεσης αφορά τη δημόσια τάξη και κατά συνέπεια δεν είναι αναγκαία η προβολή ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του αντιδίκου του εκκαλούντος, προκειμένου αυτό να χωρήσει στη σχετική έρευνα περί του εμπροθέσμου αυτής (ΑΠ 532/2020 ό.π.). Η διάταξη του άρθρου 532 Κ.Πολ.Δ., ως ειδική, υπερισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 106 του ιδίου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, ενόψει μάλιστα και του ότι στην τελευταία διάταξη ρητώς ορίζεται ότι αυτή ισχύει εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 503/2018 ό.π., ΑΠ 118/2011). Με τις παραπάνω διατάξεις επιδιώκεται η εξισορρόπηση των αντίθετων συμφερόντων αφ’ ενός του νικήσαντος διαδίκου, που έχει λόγο να επιθυμεί την άπρακτη πάροδο μιας σχετικά σύντομης προθεσμίας, προκειμένου να λήξει η σχετική αβεβαιότητα και να καταστεί τελεσίδικη μια δικαστική απόφαση ευνοϊκή γι’ αυτόν και αφ’ ετέρου του ηττηθέντος διαδίκου, που έχει ανάγκη από ευλόγως επαρκή χρόνο για να αποφασίσει και να προετοιμάσει την άσκηση ενός ενδίκου μέσου, ικανού να αποτρέψει τη διατήρηση μιας δικαστικής διάγνωσης δυσμενούς για τον ίδιο (ΤριμΕφΛαρ. 527/2014, Δικογραφία 2015/121, ΜονΕφΠειρ. 338/2021 Δημ. Νόμος).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 152 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ανώτερη βία, ως λόγος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, διαχωρίζεται από το πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, που θεωρείται, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ότι δεν συνιστά λόγο επαναφοράς. Ως ανώτερη βία, κατά την έννοια του άρθρου 152 παρ. 1 ΚΠολΔ, θεωρείται κάθε παρακωλυτικό της τήρησης δικονομικής προθεσμίας γεγονός, που ήταν απρόβλεπτο (ή ανεπίτρεπτο) και δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμελείας και σύνεσης, συνεπαγόμενο αντικειμενικά, χωρίς, δηλαδή, οποιοδήποτε πταίσμα του διαδίκου, του πληρεξούσιου δικηγόρου του ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, μη εξαιρουμένης ούτε της ελαφράς αμέλειας των τελευταίων, την παρακώλυση του αιτούντος διαδίκου στην τήρηση της δικονομικής προθεσμίας. Κατά την εξειδίκευση της αορίστου νομικής έννοιας της ανωτέρας βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου και ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 152 παρ. 1 ΚΠολΔ, αυτή ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια εκείνης του ουσιαστικού δικαίου. Διαφοροποιείται, όμως, έναντι της τελευταίας μόνο κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με την ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση δικονομικού βάρους, ενώ. κατά το ουσιαστικό δίκαιο, λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενο της, επομένως, η “δικονομική” ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας από μέρους του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, αδυναμίας ανταπόκρισης σε δικονομικό βάρος του, εξαιτίας της οποίας η διαδικαστική πράξη του πάσχει από ακυρότητα ή απαράδεκτο. Στην έννοιά της περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ανυπαίτιο εξαιρετικής φύσης γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από τον διάδικο ούτε με την επίδειξη άκρας επιμελείας και συνέσεως, ανεξάρτητα εάν είναι εξωτερικό γεγονός ή όχι (Ολ. ΑΠ 29/1992, ΑΠ 932/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 443/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 178/2011, ΑΠ 366/2010, ΑΠ 518/2010, ΑΠ 1587 – 8/2009, ΑΠ 308/2007 Νόμος). Η εξειδίκευση, ειδικότερα, της έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου, το οποίο δεν επιδιώκει να εξισορροπήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τα δημόσια συμφέροντα της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης, αφενός, και της ασφάλειας και βεβαιότητας της διαδικασίας, αφετέρου, εναρμονίζεται και με τη θεμελιακή αρχή της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), η οποία δεν επιτρέπει την έκπτωση του διαδίκου από την άσκηση δικονομικής ευχέρειας, αν δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα (ΑΠ 932/2020 ό.π., ΑΠ 275/2019). Η αίτηση επαναφοράς, απευθυνόμενη στο κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο, ασκείται είτε με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο και στο υποχρεωτικό περιεχόμενο της ανήκει η αναφορά των λόγων, για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η ως άνω προθεσμία, του χρόνου άρσης του εμποδίου, που συνιστούσε την ανώτερη βία, ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου, καθώς και των αποδεικτικών μέσων για την εξακρίβωση της αληθείας τους, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο, χωρίς την έκδοση παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως, να σχηματίσει σχετική δικανική πεποίθηση (ΑΠ 932/2020 ό.π., ΑΠ 443/2015 ό.π., ΑΠ 204/2014, ΑΠ 980/2008, ΑΠ 462/2002). Ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία τήρησης κάποιας δικονομικής προθεσμίας, που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και αποτελεί ένδικο βοήθημα, χωρίς να υποκαθιστά οποιοδήποτε ένδικο μέσο, παρέχει τη δυνατότητα της, με δικαστική παρέμβαση, άρσης νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο κατάστασης, που δημιουργήθηκε από τη μη τήρηση της ορισμένης ως άνω προθεσμίας για δύο λόγους, δηλαδή την ανωτέρα βία ή το δόλο του αντιδίκου του. Ανταποκρίνεται, έτσι, η επαναφορά σε εκτιμήσεις επιείκειας και εκ παραλλήλου ικανοποιείται το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων, με τελικό στόχο την εξισορρόπηση της ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου με την αρχή της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης (ΑΠ 932/2020 ό.π., ΑΠ 350/2017, ΑΠ 443/2015). Επιπλέον, ειδικώς επί ασκήσεως ενδίκων μέσων, η άγνοια του διαδίκου για τη γενομένη προς αυτόν έγκυρη επίδοση απόφασης υποκείμενης σε έφεση, και εντελώς ανυπαίτια αν είναι, δεν αποτελεί καθ` εαυτήν περιστατικό ανωτέρας βίας, το οποίο παρακωλύει την εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας για την άσκησή της (ΑΠ 932/2020 ό.π., ΑΠ 443/2015 ό.π., ΑΠ 153/2015). Η αίτηση επαναφοράς έχει ως περιεχόμενο τη διενέργεια της παραλειφθείσας πράξης, ασκείται όπως προαναφέρθηκε με τα διαμειβόμενα στη δίκη δικόγραφα, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται κατά τις διατάξεις για την αγωγή και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα στην κατ` άρθρο 153 ΚΠολΔ οριζόμενη 30νθήμερη προθεσμία από την άρση του κωλύματος, που συνιστά την ανωτέρα βία ή τη γνώση του δόλου του αντιδίκου. Με τη διάταξη του άρθρου 158 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η εξασφάλιση σταθερότητας στη διαδικασία και η αποτροπή διατήρησης της εκκρεμότητας για μακρό χρόνο, τίθεται περιορισμός σχετικά με την αίτηση δικαστικής επαναφοράς, ο οποίος συνίσταται στον αποκλεισμό της υποβολής της αίτησης αποκατάστασης των πραγμάτων, αν χάθηκε η οριζόμενη στο άρθρο 153 τριακονθήμερη προθεσμία άσκησής της (ΑΠ 932/2020 ό.π., ΑΠ 141/2005 Νόμος).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 124 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο έχει στον τόπο, όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση, κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του. Από τη διάταξη αυτή, σαφώς προκύπτει ότι η επίδοση οποιουδήποτε εγγράφου μπορεί να γίνει κατ` επιλογήν του δικαστικού επιμελητή είτε στην κατοικία του αποδέκτη, είτε στον τόπο της εργασίας ή της επαγγελματικής του δραστηριότητας (Ολομ. ΑΠ 3/2001, ΑΠ 1488/2018 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 129 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν προτιμηθεί ο χώρος της εργασίας και ο αποδέκτης δεν βρίσκεται εκεί, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεργάτες, συνεταίρους, υπαλλήλους ή υπηρέτες, που προσφέρουν εργασία ή υπηρεσίες στο συγκεκριμένο αυτό τόπο, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεων τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του αποδέκτη της επίδοσης, ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, «Αν κανένα από τα πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα αναφέρονται στο άρθρο 128 παρ. 4 .». Γραφείο, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι ο χώρος, στον οποίο εκείνος, που αφορά η επίδοση, ασκεί το επάγγελμά του ή προσφέρει πράγματι, κατά το χρόνο της επιδόσεως τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης (Ολ ΑΠ 3/2001, ΑΠ 1019/2009 Δημ. Νόμος). Με τις διατάξεις δε των άρθρων 119 παρ. 1, 3, και 120 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι οι διάδικοι οφείλουν να αναγράφουν στα δικόγραφά τους την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας τους (οδό και αριθμό), κάθε δε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα, που κοινοποιούνται εκατέρωθεν ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και κοινοποιείται στον αντίδικό τους, η επίδοση δε εγγράφου, που αφορά εκκρεμή δίκη, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης, είναι έγκυρη, όταν γίνει στην, κατά το άρθρο 119 του ΚΠολΔ, αναφερομένη διεύθυνση και αν ακόμη ο αποδέκτης της επίδοσης δεν είχε πλέον εκεί την κατοικία του, εφόσον αυτός δεν είχε δηλώσει (γνωστοποιήσει) με κάποιον από τους περιοριστικώς, ως άνω, οριζομένους τρόπους μεταβολή της κατοικίας του. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι εκείνος προς τον οποίο έγινε η επίδοση οριστικής απόφασης και επικαλείται την ακυρότητά της, προκειμένου να υποστηρίξει τον περί εμπροθέσμου της άσκησης της έφεσης, ισχυρισμό του, πρέπει να ισχυρίζεται και να αποδεικνύει ότι η επίδοση έγινε σε διεύθυνση άλλη από εκείνη της πραγματικής του κατοικίας, και, είτε ότι ο ίδιος πριν την επίδοση είχε γνωστοποιήσει στον επιδίδοντα τη μεταβολή της κατά ένα από τους ανωτέρω τρόπους, είτε ότι ο τελευταίος γνώριζε την πραγματική κατοικία του (ΟλΑΠ 3/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 800/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 724/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1750/2009, Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 511/2021 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, Π. Κολοτούρος, Ζητήματα εκ της εφαρμογής των άρθρων 117 επ., 122 επ. και 518 ΚΠολΔ. Το σύστημα των επιδόσεων και των προθεσμιών ως συγκοινωνούντα υποσυστήματα του δικαίου των ενδίκων μέσων, Αρμεν. 2021, σελ. 1797 επ.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 139 § 1 του ΚΠολΔ, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία, εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και α) την παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό του εγγράφου, που επιδόθηκε, και των προσώπων, που αφορά, γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης, δ) μνεία του προσώπου, στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο, που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων, που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από το προαναφερόμενο άρθρο προκύπτει, ότι όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία πρέπει να περιέχει τα προαναφερόμενα σε αυτό στοιχεία, καθώς και όσα απαιτεί το άρθρο 117 του ίδιου Κώδικα (ΤριμΕφΠειρ 373/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 495/2021 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 72/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 279/2015 Δημ. Νόμος). Μεταξύ των στοιχείων αυτών είναι και ο τόπος επιδόσεως, για τον οποίο δεν πρέπει στη σχετική έκθεση να καταλείπεται αμφιβολία (ΜονΕφΠειρ 495/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π., Εφ Αθ 3903/2009 Δημ. Νόμος). Η έννοια του τόπου δεν είναι κατ’ ανάγκη ενιαία για όλες τις περιπτώσεις επιδόσεως και εξαρτάται από το είδος της επιδόσεως. Στις επιδόσεις, όμως, που γίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 128 και 129 ΚΠολΔ, απαιτείται αναφορά και του συγκεκριμένου χώρου, με μνεία ότι πρόκειται για την κατοικία, το γραφείο ή το κατάστημα του παραλήπτη, καθώς και της διευθύνσεως (ΑΠ 870/1990 ΕλΔ 31.1609, ΑΠ 110/1993 ΝοΒ 42.179, ΜονΕφΠειρ 495/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π.). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η έκθεση επίδοσης, που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά αντίθετα, που βεβαιώνονται σ` αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, μεταξύ των οποίων και του τόπου της κατοικίας, καταστήματος, γραφείου ή εργαστηρίου εκείνου, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, όπως είναι και ότι εκείνος στον οποίο εγχειρίσθηκε το έγγραφο είναι υπάλληλος του παραλήπτη, που στηρίζεται σε δήλωση του παραλαβόντος, αποδεικνύονται μεν πλήρως (άρθρο 440) από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται, όμως, ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, από εκείνον, που αμφισβητεί την αλήθειά τους (ΑΠ 932/2020 ό.π., ΑΠ 1024/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 503/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1488/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 641/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 443/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 350/2013, ΜονΕφΠειρ 495/2021 ό.π.). Συνεπώς, το γεγονός ότι το οίκημα, στο οποίο έγινε η επίδοση, αποτελεί οικία ή γραφείο εκείνου, στον οποίο έγινε η επίδοση, δεν είναι από τα γεγονότα για τα οποία έχει άμεση αντίληψη ο δικαστικός επιμελητής. Επομένως αυτός, που ισχυρίζεται ότι το οίκημα, που έγινε η επίδοση δεν αποτελούσε την κατοικία του (όπως βεβαιώνεται στην έκθεση επίδοσης) βαρύνεται με την απόδειξη του γεγονότος αυτού, χωρίς να είναι ανάγκη να προσβάλλει την έκθεση επίδοσης ως πλαστή (ΑΠ 1488/2018 ό.π., ΑΠ 1019/2009 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 373/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 679/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 495/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 72/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π., Β. Bαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ άρθρο 139 αρ.3). Άλλωστε, η ελαττωματικότητα της επιδόσεως, κατ` άρθρο 159 παρ. 1 και 160 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., ως παράβαση διατάξεως, που ρυθμίζει τη διαδικασία διαδικαστικής πράξεως, που συνεπάγεται ακυρότητα, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, και μόνο αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αυτή επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά. Τούτο δε διότι, για την τήρηση του σχετικού τύπου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του Κ.Πολ.Δ., δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε δίδεται αναψηλάφηση ή αναίρεση. Το δικαστήριο δε, έχει εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινομένου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει περί τούτου απόδειξη και η σχετική κρίση του, ως αναγομένη στα πράγματα, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.. Ο διάδικος, όμως, που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται, σε ελαττωματικότητα της επιδόσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, υπό την έννοια της προσδόσεως δια δικαστικής αποφάσεως στην εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση της εννόμου συνέπειας, που αυτή θα είχε, αν είχε ασκηθεί εμπροθέσμως. Το αίτημά του δε αυτό με τη συνδρομή της ανεπανόρθωτης βλάβης και ο ισχυρισμός, με τον οποίο αμφισβητεί την ιδιότητα του παραλαβόντος, θα πρέπει να υποβάλλονται με το δικόγραφο της εφέσεως ή με τις προτάσεις του, στα οποία (δικόγραφα) θα πρέπει να επικαλείται και τα προς απόδειξη μέσα (ΑΠ 503/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1724/2012).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 75 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, επί απλής ομοδικίας, η μεταξύ των περισσοτέρων ομοδίκων σχέση είναι απλώς δικονομική, σκοπό δε έχει την εκδίκαση περισσοτέρων διαφορών σε μία δίκη. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους υπόλοιπους, τα δε δικαιώματα του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζονται από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου, ούτε από τις ενέργειες εκείνου στη δίκη (ΑΠ 106/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1306/2018 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρ. 513§1 περ. β΄ ΚΠολΔ, με τις διατάξεις των άρθρ. 74, 75 και 76§§ 1 & 4 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, οπότε σωρεύονται υποκειμενικά σε κοινή διαδικασία περισσότερες, ανεξάρτητες μεταξύ τους δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσοι και οι απλοί ομόδικοι, η εκδοθείσα οριστική απόφαση καθίσταται αυτοτελώς τελεσίδικη για κάθε έναν από τους ομοδίκους και, συνεπώς, για όσους ομόδικους η απόφαση είναι ήδη οριστική, είναι αντίστοιχα ως προς τους ίδιους προσβλητή έκτοτε και με έφεση, δηλαδή παρόλο που δεν είναι οριστική ως προς τους λοιπούς ομοδίκους, για όσους δε ομόδικους η απόφαση είναι ήδη τελεσίδικη, είναι αντίστοιχα ως προς τους ίδιους προσβλητή έκτοτε και με αίτηση αναίρεσης, δηλαδή παρόλο, που δεν είναι τελεσίδικη ως προς τους λοιπούς ομοδίκους (ΑΠ 1228/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 505/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 718/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 337/2010 Δημ. Νόμος).
Α) Στην προκειμένη περίπτωση η υπό στοιχείο Α΄ από 05-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2020, έφεση της δεύτερης εναγομένης της από 06-08-2015 κύριας αγωγής (Ανώνυμης Εταιρίας, με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στο ………. και εκπροσωπείται νομίμως), κατά της κυρίως ενάγουσας, ………….., ήδη εφεσίβλητης, και της υπ’ αριθμ. 1500/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 28/11/2018, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 520 ΚΠολΔ, αλλά εκπροθέσμως, δηλαδή, μετά την πάροδο της προθεσμίας, που προβλέπεται στο άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. ….-Ζ/21-05-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε νομότυπα στην έδρα της εκκαλούσας εταιρίας, επί της οδού ….. αρ. …. και ………. αρ. 1, στο …….. Αττικής, καθώς παραδόθηκε, στις 21-05-2019, στην αρμόδια και εντεταλμένη για την παραλαβή των δικογράφων υπάλληλος αυτής, …………., αφού δεν βρέθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας αυτής στο γραφείο του, επί της οδού …………, στο …. . Αττικής, ούτε ο διευθυντής ή υποδιευθυντής, όπως αναγράφεται στην ως άνω έκθεση επιδόσεως (άρθρα 124 παρ. 2 και 129 παρ. 1 ΚΠολΔ), από την επομένη δε της επιδόσεως ημέρα άρχισε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ, η προθεσμία για την κατάθεση έφεσης, ενώ η κατάθεση του πρωτοτύπου αυτής (υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως) στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έλαβε χώρα, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, στις 10-02-2020. Συνεπώς, η ένδικη υπό στοιχείο Α΄ από 05-02-2020 έφεση, για την οποία κατατέθηκε το απαιτούμενο από το νόμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ………./2020 ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), έχει ασκηθεί μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας, χωρίς η εκκαλούσα να επικαλείται οποιονδήποτε ανασταλτικό ή διακοπτικό της προθεσμίας αυτής λόγο, ούτε τη συνδρομή ανώτερης βίας, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της και χωρίς να υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ. 338/2021 ό.π.). Συνεπώς, η κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ από 05-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης, κατά του οποίου δεν αντιλέγει η εκκαλούσα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, που ηττάται (άρθρα 176, 183, 189 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Β) Από τη διάταξη του άρθρ. 80 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι, αν σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, δικαιούται, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτό, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου. Από την ίδια διάταξη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρ. 68 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει, περαιτέρω, ότι αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος, το οποίο υφίσταται, όταν μ` αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμά του ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, ο παρεμβαίνων, τόσο ως προς το δικαίωμά του, όσο και ως προς τη δημιουργία σε βάρος του υποχρέωσης, να απειλείται από τη δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα ή ανάλογα από τις τυχόν αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί. Ως εκ τούτου, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα, που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα σε συναφή διαφορά του με κάποιον από τους διαδίκους ή τρίτο, που είναι ή πρόκειται να καταστεί επίδικη, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του κρινόμενου νομικού ή πραγματικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 1/2021 Δημ. Νόμος, Ολ. ΑΠ 9/2012, 11/2011, 14/2008, ΑΠ 155/2020 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 81 παρ. 1 ΚΠολΔ: «Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους …». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), «Αν εκείνος, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, τότε: α) αν δεν λάβουν μέρος κανονικά στη δίκη και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272, β) αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου, που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση (ΤριμΕφΠειρ 171/2021 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την πρόσθετη παρέμβαση επιτυγχάνεται η συμμετοχή τρίτου προσώπου σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, ασκείται δε αυτή στην τακτική διαδικασία με αυτοτελές δικόγραφο, που επιδίδεται, επί ποινή απαραδέκτου, στους διαδίκους της αρχικής, εκκρεμούς δίκης, συμπεριλαμβανομένων και των ομοδίκων (ΑΠ 564/2008 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 851/2007, ΝοΒ 2007, ΤριμΕφΠειρ 171/2021 Δημ. Νόμος). Μεταξύ της κύριας δίκης και της ασκούμενης πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται σχέση κυρίου – παρεπομένου, όπως σαφώς συνάγεται τόσο από τη φύση της παρέμβασης, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η δωσιδικία της συνάφειας για δίκες, μεταξύ των οποίων υφίσταται τέτοια σχέση (κύριου – παρεπόμενου), στις οποίες ρητά μνημονεύεται και η περίπτωση της παρέμβασης σε σχέση με την κύρια δίκη (ΤριμΕφΠειρ 171/2021 ό.π.). Με την παρέμβαση, άλλωστε, εκδηλώνεται η υποστήριξη από τον τρίτο κάποιου από τους κύριους διαδίκους, όπως αυτή (η υποστήριξη) αντανακλάται και στο αίτημα της παρέμβασης, με την οποία ζητείται να νικήσει στην (κύρια δίκη) ο υποστηριζόμενος από τον παρεμβαίνοντα διάδικος (ΑΠ 776/2001, ΕλλΔ/νη 2002/1419, ΤριμΕφΠειρ 171/2021 ό.π., Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. I, υπό το άρθρο 80, παρ. 1). Στην προκειμένη περίπτωση, ασκήθηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 12-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./17-02-2020 πρόσθετη παρέμβαση της καθ’ ης η από 15-9-2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή (Ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης), υπέρ της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Α΄ από 05/02/2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, έφεσης και κατά της εφεσίβλητης της έφεσης αυτής (κυρίως ενάγουσας), ισχυριζόμενη ότι επέχει θέση δικονομικού εγγυητή για την κυρίως εναγόμενη εταιρεία «………..» και έχει προφανές έννομο συμφέρον ως προς την έκβαση της κύριας δίκης και δη την εξάρτηση της γέννησης της υποχρέωσής της για αποζημίωση από την έκβαση της εν λόγω δίκης και, συνεπώς, να παρέμβει υπέρ της στη δίκη, που άνοιξε με την από 06.08.2015, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …../2015 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου …./2015 αγωγή, ώστε ν’ απορριφθεί αυτή, και κατόπιν της από 15.9.2015 και με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …../2015 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου …./2015 Προσεπίκλησης – Παρεμπίπτουσας Αγωγής της προσεπικαλούσας – υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση εναντίον της, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ό,τι τυχόν υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει ως αποζημίωση στην κυρίως ενάγουσα και μέχρι του συμφωνηθέντος ανώτατου ορίου ασφαλιστικής κάλυψης, εκδόθηκε δε η με αριθμ. 1500/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφενός μεν έγινε δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η κυρία αγωγή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το ποσόν των 51.134,22 € με το νόμιμο τόκο, αφετέρου δε έγινε δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η ως άνω προσεπίκληση -παρεμπίπτουσα αγωγή. Εφόσον η υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν παραστάθηκε στην παρούσα υπόθεση (274 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη -άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ-), η υπόθεση αυτή πρέπει να συζητηθεί ερήμην της, μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω δε της σχέσεως κυρίου – παρεπομένου, που υφίσταται μεταξύ της κύριας δίκης –υπό στοιχείο Α΄ έφεσης- και της ασκούμενης πρόσθετης παρέμβασης (ήτοι προϋποθέτει την ύπαρξη και τη διεξαγωγή της πρώτης), καθώς δεν μπορεί η τελευταία να εκδικαστεί αυτοτελώς, πρέπει να απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως προεχόντως για το λόγο αυτό ως απαράδεκτη. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας, λόγω της ήττας της (άρθρο 182 ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
Γ) Περαιτέρω, η από 10-06-2019, με Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, έφεση της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης της από 15-9-2015 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής (Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται), κατά της υπ’ αριθμ. 1500/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 28/11/2018, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα νόμιμα στις 22-05-2019 (βλ. σχετ. με αριθμ. ….-Ζ/22-05-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………) και η ως άνω έφεση κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, εντός τριάντα (30) ημερών (βλ. Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/14-06-2019). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα αυτής στο δημόσιο ταμείο το προσήκον παράβολο (βλ. άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.), όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, για την προκείμενη διαφορά, η υπό κρίση υπό στοιχείο Γ΄ έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Δ) Τέλος, η υπό στοιχείο Δ΄, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../26-07-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../26-07-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, έφεση του πρώτου εναγομένου της από 06-08-2015 κύριας αγωγής ( ……………… ) κατά της κυρίως ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και της υπ’ αριθμ. 1500/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 28/11/2018, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 520 ΚΠολΔ, αλλά εκπροθέσμως, δηλαδή, μετά την πάροδο της προθεσμίας, που προβλέπεται στο άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. ……..-Ζ/21-05-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε, στις 21-05-2019, στον εκκαλούντα, από την επομένη δε της επιδόσεως ημέρα άρχισε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ, η προθεσμία για την κατάθεση έφεσης, ενώ η κατάθεση του πρωτοτύπου αυτής (υπό στοιχείο Δ΄ εφέσεως) στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έλαβε χώρα, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./26-07-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/26-07-2019, στις 26-07-2019. Ο εκκαλών με τη μεν ως άνω υπό στοιχείο Δ΄ έφεσή του, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε επιδόθηκε σε αυτόν η εκκαλουμένη απόφαση, με την από δε 19/01/2021 προσθήκη – αντίκρουσή του, την οποία κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς αντίκρουση του ισχυρισμού της εφεσίβλητης περί εκπρόθεσμης ασκήσεως της υπό κρίση εφέσεως, προσκομίζοντας έγγραφα, ισχυρίζεται ότι η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν τέθηκε σε κίνηση στην ένδικη περίπτωση, διότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, την οποία επικαλείται η εφεσίβλητη και για την οποία συντάχθηκε η ανωτέρω μνημονευομένη έκθεση επιδόσεως, δεν είναι έγκυρη, καθώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω έκθεση επίδοσης, την απόφαση αυτή φέρεται ότι παρέλαβε η …….. , με την ιδιότητα της υπαλλήλου του, ενώ, όπως ισχυρίζεται, η τελευταία δεν υπήρξε υπάλληλός του, ούτε έχει την ιδιότητα αυτή και ουδεμία εργασιακή σχέση τη συνέδεε με αυτόν. Συγκεκριμένα ο εκκαλών της υπό στοιχείο Δ΄ εφέσεως ισχυρίζεται στην προσθήκη – αντίκρουσή του, ότι «…η εν λόγω ………, τυγχάνει υπάλληλος αποκλειστικά της εταιρείας με την επωνυμία «……..», με ΑΦΜ ……. και αριθμ. ΓΕΜΗ ………., από την οποία και προσλήφθηκε, στις 12/03/2015, η οποία εταιρεία απλώς και μόνο συστεγάζεται με το ατομικό ιατρείο μου, επί της οδού ………., όπως προκύπτει άλλωστε από τις προσκομιζόμενες δύο φωτογραφίες της εισόδου και του πέμπτου (5ου) ορόφου του κτιρίου στην διεύθυνση αυτή, (Βλ. ΣΧΕΤΙΚΑ Nο 24 και 25), όπου λειτουργούν εταιρεία και το γραφείο μου, λόγος για τον οποίο δεν έλαβα γνώση της επίδοσης…». Συνεπώς, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, δεν άρχισε η νόμιμη (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) τριακονθήμερη προθεσμία της έφεσης, η οποία ασκήθηκε την 26-07-2019, οπότε η άσκηση της έφεσης είναι εμπρόθεσμη, εφ’ όσον δεν είχε παρέλθει η προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης. Η αιτίαση αυτή του εναγομένου κρίνεται αβάσιμη, διότι με την ανωτέρω με αριθμό ………./21-05-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, που προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση, ο ως άνω Δικαστικός Επιμελητής βεβαιώνει ότι, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία (ημέρα Τρίτη και ώρα 11.00), πήγε στην Αθήνα (περιοχή Σύνταγμα), οδό ………, για να επιδώσει στο ……….., πλαστικό χειρουργό, πιστό αντίγραφο της με αριθμ. 1500/2019 αποφάσεως και (ότι) επειδή δεν βρήκε τον ίδιο στο επί της οδού ……….. γραφείο του, αλλά «…την εργαζόμενη σε αυτό ………, όπως μου δήλωσε, παρέδωσε σε αυτήν το παραπάνω αναφερόμενο έγγραφο…». Ενόψει αυτών η επίμαχη έμμεση επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ήταν νόμιμη και έγκυρη, κατά το άρθρο 129 ΚΠολΔ, καθόσον έγινε στο γραφείο του εκκαλούντος, αφού στο γραφείο αυτό στην προαναφερόμενη διεύθυνση βρέθηκε η υπάλληλός του, η οποία δήλωσε στο Δικαστικό Επιμελητή, που της επέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, την ιδιότητα αυτής, ως εργαζομένης στο γραφείο του, παρέλαβε αυτήν και υπέγραψε την επίμαχη έκθεση επιδόσεως (πρβλ. ΑΠ 1024/2019 Δημ. Νόμος). Το πρόσωπο δε, στο οποίο διενεργήθηκε η έμμεση επίδοση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προσέφερε πράγματι, κατά το χρόνο της επίδοσης, εργασία στο γραφείο του εναγομένου, ανεξάρτητα από την έννομη σχέση, που το συνέδεε με αυτό (ΑΠ 423/1989 ΕΕΝ 1990.107, Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 375/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, το ιατρείο του εκκαλούντος, κατά το χρόνο της ως άνω επίδοσης, βρισκόταν στην Αθήνα, επί της οδού ….., όπου, όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος, συστεγάζεται και η εταιρία με την επωνυμία «………..». Μοναδικός δε εταίρος – διαχειριστής είναι ο ίδιος (πρώτος των εναγομένων). Ενώ ισχυρίζεται, επίσης, ο εκκαλών ότι η εν λόγω, …….., τυγχάνει υπάλληλος αποκλειστικά της εταιρείας με την επωνυμία «……..», με ΑΦΜ ….. και αριθμ. ΓΕΜΗ …………, από την οποία και προσλήφθηκε, στις 12/03/2015 και ουδέποτε απασχολήθηκε ως εργαζόμενη στο ως άνω γραφείο του, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση με αριθμ. .. Ε/11-09-2015 και …. Ζ/30-06-2016 εκθέσεις επιδόσεως του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………… και του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………. . αντίστοιχα, ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της ένδικης από 6-8-2015 και με αριθμ. κατάθ. …………/10-8-2015 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη και της από 28-06-2016 εξώδικης γνωστοποίησης και πρόσκλησης σε ένορκες βεβαιώσεις της κυρίως ενάγουσας αντίστοιχα, επιδόθηκαν, με επιμέλειά της, στο γραφείο του ως άνω εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, στην Αθήνα, επί της οδού …….., προκειμένου να λάβει γνώση ο τελευταίος, ενώ την ένδικη αγωγή, καθώς και την ως άνω εξώδικη γνωστοποίηση – πρόσκληση, παρέλαβε, κατά τα αναφερόμενα στις ως άνω εκθέσεις επιδόσεως, η εργαζόμενή του…………., κατά τις σχετικές δηλώσεις της, στις 10-09-2015 και 30-06-2016 αντίστοιχα, προς τον ως άνω Δικαστικό Επιμελητή, χωρίς ουδέποτε ο εκκαλών να αμφισβητήσει αφενός μεν την ιδιότητά της αυτή, αφετέρου δε την εγκυρότητα των εν λόγω επιδόσεων των αναφερομένων σε αυτές προς επίδοση δικογράφων, έχοντας λάβει γνώση αυτών και παριστάμενος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. ΄Αλλωστε και ο ίδιος ο εκκαλών, στις προτάσεις, που κατάθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και στην από 10-03-2017 κλήση – γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων (421 ΚΠολΔ), δήλωσε ότι είναι κάτοικος Αθηνών, επί της οδού ………. Επομένως, η επίδοση κυρωμένου νομίμως αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως στη ……, εργαζόμενη πράγματι, κατά το χρόνο της επίδοσης της εκκαλουμένης, στο γραφείο του εκκαλούντος, επί της οδού ………., λόγω μη ανευρέσεως αυτού στο εν λόγω γραφείο, νομίμως αφετηρίασε, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος. Συνεπώς, η ένδικη έφεση, για την οποία κατατέθηκε το απαιτούμενο από το νόμο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, έχει ασκηθεί μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας, χωρίς ο εκκαλών να επικαλείται παραδεκτά οποιονδήποτε ανασταλτικό ή διακοπτικό της προθεσμίας αυτής λόγο, ούτε τη συνδρομή ανώτερης βίας, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Σημειώνεται, ότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ελαττωματικότητα της επιδόσεως, κατ` άρθρο 159 παρ. 1 και 160 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., ως παράβαση διατάξεως, που ρυθμίζει τη διαδικασία διαδικαστικής πράξεως, που συνεπάγεται ακυρότητα, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, και μόνο αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αυτή επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά. Τούτο δε διότι, για την τήρηση του σχετικού τύπου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του Κ.Πολ.Δ., δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε δίδεται αναψηλάφηση ή αναίρεση. Το δικαστήριο δε, έχει εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινομένου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει περί τούτου απόδειξη και η σχετική κρίση του, ως αναγομένη στα πράγματα, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.. Ο διάδικος, όμως, που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται, σε ελαττωματικότητα της επιδόσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, υπό την έννοια της προσδόσεως διά δικαστικής αποφάσεως στην εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση της εννόμου συνέπειας, που αυτή θα είχε, αν είχε ασκηθεί εμπροθέσμως. Το αίτημα του δε αυτό με τη συνδρομή της ανεπανόρθωτης βλάβης και ο ισχυρισμός, με τον οποίο αμφισβητεί την ιδιότητα του παραλαβόντος, θα πρέπει να υποβάλλονται με το δικόγραφο της εφέσεως ή με τις προτάσεις του, στα οποία (δικόγραφα) θα πρέπει να επικαλείται και τα προς απόδειξη μέσα. ΄Αλλωστε, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα περιστατικά, που επικαλείται ο εκκαλών, το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουσή του, αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν ανώτερα βία, διότι ως ανωτέρα, βία, νοείται, το γεγονός, που κωλύει την τήρηση της προθεσμίας, που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στην συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με ενέργεια άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Τέτοιο γεγονός, το οποίο παρακωλύει την εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας για την άσκησή της, δεν είναι, μόνη η άγνοια, έστω και ανυπαίτια, από το διάδικο της έγκυρης επίδοσης της υποκείμενης σε έφεση απόφασης (βλ. σχετ. ΑΠ 932/2020 ό.π., ΑΠ 443/2015 ό.π.). Συνεπώς, λόγω της εγκυρότητας της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, από την επόμενη ημέρα, που έλαβε χώρα αυτή, χρόνος, ο οποίος αναγράφεται στην έκθεση επίδοσης, κατά τον οποίο ο εκκαλών έλαβε γνώση της επίδοσης και έτσι διασφαλίστηκε πλήρως η δυνατότητά του να ασκήσει παραδεκτά το υπό προθεσμία δικαίωμά του, ήτοι από 22-05-2019 άρχισε να τρέχει η προς άσκηση έφεσης προθεσμία των τριάντα ημερών, του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ και, ως εκ τούτου, η από μέρους του εναγομένου ασκηθείσα, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../26-07-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/26-07-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου έφεση κατά της παραπάνω απόφασης, στις 26-07-2019, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, που ηττάται (άρθρα 176, 183, 189 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Από όλα τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που παραδεκτά επισκοπούνται, όσον αφορά στην από 10-06-2019, με Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, έφεση, που ερευνάται κατ’ ουσίαν, προκύπτουν επί της διαδικαστικής πορείας της υποθέσεως τα ακόλουθα: Η κυρίως ενάγουσα (……………… ), άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 6-8-2015 και με αριθμ. κατάθ. ………/10-8-2015 αγωγή της, εναντίον των 1) . ……………… . και 2) Ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στο ………. Αττικής, όπως νομίμως εκπροσωπείται, με την οποία ζήτησε να της επιδικαστούν τα αναφερόμενα σε αυτή χρηματικά ποσά, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις εκεί διακρίσεις, επικαλούμενη βλάβη στην υγεία της, προκληθείσα από ιατρική αμέλεια του πρώτου των εναγομένων, που είχε προστηθεί από τη δεύτερη των εναγομένων ανώνυμη εταιρία. Εν συνεχεία, η δεύτερη εναγομένη της ως άνω από 6-8-2015 κύριας αγωγής (Ανώνυμη Εταιρία, με την επωνυμία «……… ……….» και το διακριτικό τίτλο «…………..», η οποία εδρεύει στο …….. και εκπροσωπείται νομίμως), άσκησε, ενώπιον του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, την από 15-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………./28-9-2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, εναντίον της Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται, προσεπικαλώντας αυτήν στη δίκη, που είχε ανοιχθεί με την άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παρέθεσε αυτούσια στο άνω δικόγραφο, να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτής, ισχυριζόμενη ότι τυγχάνει δικονομική εγγυήτρια αυτής, καθόσον μεταξύ τους έχει καταρτισθεί έγκυρη ασφαλιστική σύμβαση κάλυψης της επαγγελματικής αστικής ευθύνης της έναντι τρίτων ασθενών, που δύναται να προκύψει κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών στο θεραπευτήριο, που διατηρεί, μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής της κάλυψης ύψους 750.000 ευρώ. Με το ίδιο δικόγραφο άσκησε παρεμπίπτουσα αγωγή κατά αυτής (ασφαλιστικής εταιρίας), με την οποία ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει, σε περίπτωση ήττας της στην κύρια δίκη, όποιο ποσό αναγνωριστεί ότι αυτή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, μέχρι του ύψους της ασφαλιστικής κάλυψης της, πλέον τόκων και εξόδων και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη. Επίσης, ο πρώτος των κυρίως εναγομένων της ως άνω από 6-8-2015 κύριας αγωγής (…………), άσκησε, ενώπιον του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, την από 8-12-2015 και με αριθμό κατάθ. ……../18-12-2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή του, εναντίον της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «.. …….», που εδρεύει στο … Αττικής, όπως νομίμως εκπροσωπείται, με την οποία ανακοίνωσε σε αυτήν τη δίκη, που έχει ανοιχθεί με την άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παρέθεσε αυτούσια στο άνω δικόγραφο, και την προσκάλεσε να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτού, ισχυριζόμενος ότι τυγχάνει δικονομική εγγυήτρια αυτού, καθόσον, εάν ήθελε κριθεί ότι υπάρχει ευθύνη του, ως ιατρού, για την προκληθείσα βλάβη της υγείας της κυρίως ενάγουσας, τότε υπόχρεη προς αποζημίωση του τελευταίου (πρώτου των κυρίως εναγομένων – προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος) είναι η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, διότι, κατά το χρόνο, κατά το οποίο φέρεται στην κύρια αγωγή ότι τελέστηκε η ένδικη αδικοπραξία, ήταν σε ισχύ η μεταξύ τους καταρτισθείσα και αναφερόμενη στην παρεμπίπτουσα αγωγή έγκυρη ασφαλιστική σύμβαση κάλυψης της επαγγελματικής αστικής ευθύνης του έναντι τρίτων ασθενών, που δύναται να προκύψει κατά την άσκηση του επαγγέλματός του ως ιατρού, από σφάλμα, αμέλεια ή παράλειψή του, μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής του κάλυψης ύψους 600.000 ευρώ. Με το ίδιο δικόγραφο άσκησε παρεμπίπτουσα αγωγή κατ’ αυτής (ασφαλιστικής εταιρίας), με την οποία ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι σε περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής της εναντίον του κύριας αγωγής, η παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό που θα αναγνωριστεί ότι οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ως άνω από 6-8-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθ. …./2015 κύριας αγωγής, μετά από συνεκδίκασή της, στις 17/03/2017, με την από 15-9-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθ. …./2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 8-12-2015 και με αριθμ. κατάθ. …/2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 5714/22-12-2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, σχετικά με το εάν ο πρώτος των κυρίως εναγομένων επέδειξε, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, την απαιτούμενη επιμέλεια, ενεργώντας σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ώστε να διασαφηνιστεί αν τα ιστορούμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά συνιστούν ιατρικά σφάλματα αυτού. Εν συνεχεία, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 28/11/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 1500/28-04-2019 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 6/8/2015 (με αρ. έκθ. κατάθ. …../2015) κύρια αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, καθώς έγινε δεκτό ότι ο πρώτος των κυρίως εναγομένων τέλεσε, με την αναφερθείσα στην εκκαλουμένη απόφαση συμπεριφορά του, αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, καθόσον η συμπεριφορά του είναι υπαίτια και παράνομη και, συνεπώς, υπόχρεοι προς αποζημίωση της κυρίως ενάγουσας είναι, εις ολόκληρον με τον πρώτο των εναγομένων και η δεύτερη των κυρίως εναγομένων, διότι η τελευταία φέρει αντικειμενική ευθύνη για την προαναφερθείσα αδικοπραξία του πρώτου των εναγομένων, καθόσον αυτή είχε προστήσει στις ιατρικές υπηρεσίες των ασθενών – πελατών της τον πρώτο των εναγομένων, τον οποίο είχε εντάξει στο ιατρικό της προσωπικό, ο οποίος και εξέτασε την ενάγουσα στους ένδικους χρόνους, αναγνωρίστηκε δε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των πενήντα μιας χιλιάδων εκατόν τριάντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι δυο λεπτών (51.134,22) ευρώ με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση και επιβλήθηκε στους εναγομένους ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων καθορίστηκε στο ποσό των χιλίων οκτακόσιων (1.800,00) ευρώ. Περαιτέρω, η ως άνω από 15-9-2015 (αρ. έκθ. κατάθ. …../2015) παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία κρίθηκε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ, του ν. 2496/1997, 69, 88 ΚΠολΔ, έγινε δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και αναγνωρίστηκε ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των πενήντα μιας χιλιάδων εκατόν τριάντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι δυο λεπτών (51.134,22) ευρώ, πλέον τόκων και λοιπών εξόδων, επιβλήθηκαν δε τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγομένης, το ύψος των οποίων καθορίστηκε στο ποσό των χιλίων οκτακόσιων (1.800,00) ευρώ. Τέλος, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 8-12-2015 (αρ. έκθ. Κατάθ. …………/2015) ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή, επιβλήθηκαν δε τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγομένης σε βάρος του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, το ύψος των οποίων καθορίστηκε στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής η παρεμπιπτόντως εναγομένη (Ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται) της από 15-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………../28-9-2015 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής άσκησε την ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ από 10-06-2019 έφεση, με την οποία και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση, της εκκαλουμένης αποφάσεως, με σκοπό να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 88 ΚΠολΔ, “Ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στην δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας”. Στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή να σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλούντα από τον προσεπικαλούμενο (α) όλου ή μέρους εκείνου, το οποίο, σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατά του εναγομένου κύριας αγωγής, θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο ή (β) αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, κατά την έννοια του άρθρου 88 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή πρέπει ο προσεπικαλών να ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του προσεπικαλουμένου υπάρχει, σύμφωνα με το νόμο ή σύμβαση, έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη, του παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά του προσεπικαλουμένου (ΑΠ 693/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 777/2016, ΑΠ 1372/2015). Απαιτείται, δηλαδή, στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μία η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μία η ασκουμένη με την προσεπίκληση, επιπλέον δε η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, με την έννοια ότι μόνον εάν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτήν (πρώτη, κύρια δίκη), αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης, με βάση τη δεύτερη έννομη σχέση, κατά του προσεπικαλουμένου. Επομένως, βάση της κατά το άρθρο 88 ΚΠολΔ ασκούμενης από τον εναγόμενο προσεπίκλησης και της ενωμένης σ` αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής κατά του προσεπικαλούμενου τρίτου, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η τυχόν συνδέουσα τον προσεπικαλούντα και τον προσεπικαλούμενο ειδική έννομη σχέση, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δευτέρου (προσεπικαλουμένου) να καταβάλει στον πρώτο (προσεπικαλούντα) την αποζημίωση που αξιώνει απ` αυτόν (προσεπικαλούντα) ο κυρίως ενάγων. Αντιθέτως, σε περίπτωση, που η ιστορική βάση αυτής (προσεπίκλησης) περιέχει μόνο τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος, και γενικότερα υπόχρεος έναντι αυτού από την επίδικη έννομη σχέση, υπήρξε ο προσεπικαλούμενος τρίτος, τότε η προσεπίκληση (με την παρεμπίπτουσα αγωγή) είναι νομικά αβάσιμη, αφού η αλήθεια αυτού του αρνητικού της κύριας αγωγής ισχυρισμού, που συνεπάγεται την απόρριψή της, αίρει ταυτόχρονα και τον νομικό λόγο της κατά το άρθρο 88 Κ.Πολ.Δ προσεπίκλησης και της ενωμένης σ` αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής, ο οποίος είναι η ικανοποίηση του ηττηθέντος κυρίου διαδίκου σε μία και την αυτή δίκη, προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (ΑΠ 693/2020 ό.π., ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 934/2013, 2077/2013, 415/2010). Εξάλλου, εφόσον η δίκη επί της προσεπικλήσεως εξαρτάται από την κύρια δίκη, είναι προφανές ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή έχει επικουρικό χαρακτήρα και εξετάζεται μόνον όταν η κύρια αγωγή κριθεί σε βάρος του προσεπικαλούντος (ΑΠ 693/2020 ό.π., πρβλ. ΑΠ 1131/2012). Ειδικότερα, μετά την παραδοχή της κύριας αγωγής, το δικαστήριο, αν δεν έχει σωρευθεί αγωγή αποζημιώσεως, δεν θα ασχοληθεί καθόλου με την προσεπίκληση ούτε και με την τυχόν ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του προσεπικληθέντος, ενώ η απόρριψη της κύριας αγωγής έχει ως άμεση δικονομική συνέπεια να καθίσταται αλυσιτελής, ελλείψει αντικειμένου, η έρευνα της προσεπίκλησης και της παρεμπίπτουσας αγωγής (ΑΠ 693/2020 ό.π., ΑΠ 1357/2018, ΑΠ 1037/2010, ΑΠ 1206/1989), οι οποίες και απορρίπτονται για το συγκεκριμένο αυτό λόγο. Σε περίπτωση, όμως, που ερευνηθεί η προσεπίκληση δημιουργείται δεδικασμένο για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του δικαιώματος του προσεπικαλούντος στις σχέσεις μεταξύ προσεπικαλούντος και προσεπικαλουμένου. Περαιτέρω, κατά τους ορισμούς και την έννοια του άρθρου 522 ΚΠολΔ, το αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης προσδιορίζεται από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους, κατά το οποίο και μεταβιβάζεται η υπόθεση στο επιλαμβανόμενο της έφεσης δικαστήριο. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89, 277 αρ. 4 και 517 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη το δικονομικό εγγυητή του και συγχρόνως ενώσει μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ο δε προσεπικληθείς και με την παρεμπίπτουσα αγωγή εναγόμενος προσήλθε στη δίκη, αλλά δεν άσκησε παρέμβαση, περιορισθείς μόνο στην απόκρουση της προσεπικλήσεως και την άρνηση της υποχρεώσεώς του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου (ΑΠ 693/2020 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της ως άνω κύριας αγωγής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η ως άνω καθ’ ης η προσεπίκληση και παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται, δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της δεύτερης των κυρίων εναγομένων, η οποία την είχε προσεπικαλέσει προς τούτο, αλλά παρέστη μόνο προς αντίκρουση της ενωμένης στο ως άνω δικόγραφο παρεμπίπτουσας σε βάρος της αγωγής και, συνεπώς, αυτή (Ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται), δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης των εναγομένων και παρεπόμενα η προσεπικληθείσα-παρεμπιπτόντως εναγόμενη ως άνω ασφαλιστική εταιρεία («………….») παρέμεινε ως προς τη δίκη αυτή τρίτη.
Τέλος, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997, με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α` του ίδιου νόμου, η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλήψεις του, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη (ΑΠ 1542/2018 Δημ. Νόμος). Στην παρ. 6 εδ (α) δε του άρθρου 7 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Ειδικότερα, η δυνατότητα διεύρυνσης, με την ασφαλιστική σύμβαση, των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την “κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων”, πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρ. 33 §1 του ως άνω νόμου, κατά την οποία κάθε δικαιοπραξία, που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο στον ίδιο νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις “ημιαναγκαστικού” κατ’ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο, που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 18/2015 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 14/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1542/2018 ό.π., ΤριμΕφΘεσ 442/2021 Τραπ. Νομ. Πληρ. Qualex, ΤριμΕφΑθ 2685/2018 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν, κατά περίπτωση, να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρ. 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997 είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται, όμως, από την περιεχόμενη σε αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρ. 7§6 του ν. 2496/1997 η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του νόμου αυτού (2496/1997), που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ` αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (ΑΠ 1542/2018 ό.π.). Ενόψει των εκτεθέντων, προκειμένου περί ασφάλισης αστικής ευθύνης, κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 25 ν. 2496/1997, η οποία αποτελεί είδος της ασφάλισης ζημιών, η ασφάλιση καλύπτει την ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι των αξιώσεων οποιουδήποτε τρίτου στα όρια του ασφαλιστικού κινδύνου (ΑΠ 1542/2018 ό.π., ΑΠ 883/2015). Σε περίπτωση, που ο λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος ενεργεί τη σύμβαση για επαγγελματικούς λόγους, επιτρέπεται ο συμβατικός περιορισμός των δικαιωμάτων του (άρθρ. 33 παρ. 1 ν. 2496/1997) (ΑΠ 1542/2018 ό.π., ΤριμΕφΘεσ 442/2021 ό.π.).
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 5714/2017 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τα ταυτάριθμα με τη με αριθμ. 1500/2019 οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τη με αριθ. ……./2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με τη με αριθμό 5714/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πραγματογνώμονος …………….., πλαστικού χειρουργού, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ, από τις εκτιμώμενες, επίσης, ελευθέρως, κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, λοιπές γνωμοδοτήσεις, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση, τα οποία ελήφθησαν υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία, που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όσον αφορά στην από 15-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………./28-9-2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στο …. …. Αττικής (επί της οδού ……….. και ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκμετάλλευση και λειτουργία φορέων υγειονομικής μέριμνας, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της, λειτουργεί στην έδρα της το Θεραπευτήριο «……….». Μεταξύ δε της ως άνω ανώνυμης εταιρίας και της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, είχε συναφθεί, όπως ρητώς συνομολογείται, το με αριθμ. ….. ανανεωτήριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (της με αριθμ. … ασφαλιστικής σύμβασης) ειδικής επαγγελματικής αστικής ευθύνης προς τρίτους, με το οποίο η τελευταία ανέλαβε την κάλυψη επαγγελματικής αστικής ευθύνης της πρώτης προς τρίτους για σωματικές βλάβες, που τυχόν θα προκύψουν από την επαγγελματική λειτουργία και δραστηριότητα αυτής και σύμφωνα με τους Γενικούς και Ειδικούς Όρους του συμβολαίου και τους συνημμένους όρους επαγγελματικής ευθύνης. Στην έννοια δε της επαγγελματικής λειτουργίας, δραστηριότητας και των προσφερομένων υπηρεσιών συμφωνήθηκε ότι θα συμπεριλαμβάνονται κάθε είδους ιατρικές εξετάσεις, CHECK UPS, διαγνώσεις, αναλύσεις, συμβουλές οδηγίες, συνταγές, επεμβάσεις κ.λ.π.., που νόμιμα λαμβάνουν χώρα στις εγκαταστάσεις της ασφαλιζόμενης κλινικής, καθ’ όλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, για τις οποίες ο ασφαλισμένος θα καταστεί υπόχρεος προς καταβολής αποζημίωσης και / ή χρηματικής ικανοποίησης και μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ ανά περιστατικό, για το χρονικό διάστημα από 15-02-2011 έως 14-02-2012 (βλ. σχετ. την από 15-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης …../…/28-9-2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία η παρεμπιπτόντως ενάγουσα επικαλείται, μεταξύ άλλων, το ως άνω με αριθμ. ….. συμβόλαιο, στο οποίο στηρίζει την ένδικη αξίωσή της σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγομένης, σε συνδυασμό με την υπό κρίση υπό στοιχείο Γ΄ έφεση). Το ως άνω Ασφαλιστήριο συμφωνήθηκε ότι θα διέπεται από τους συνημμένους Ασφαλιστικούς ΄Ορους, δηλ. τους Γενικούς ΄Ορους, τις Γενικές Εξαιρέσεις και τους Ειδικούς ΄Ορους, Ειδικές Εξαιρέσεις και Ειδικές Συμφωνίες, το σύνολο των οποίων αποτέλεσε το ενιαίο Ασφαλιστήριο, δεσμεύοντας την παρεμπιπτόντως ενάγουσα και παραδόθηκε σε αυτή μαζί με τους γενικούς και λοιπούς όρους ασφάλισης, από τους οποίους ρυθμιζόταν η άνω σύμβαση, έλαβε δε γνώση των όρων αυτών και δεν τους απέκρουσε, εντός της οριζόμενης στο αρ. 2 παρ. 5 του Ν. 2496/1997 προθεσμίας, γραπτά και, επομένως, τους αποδέχθηκε και απέκτησαν αυτοί συμβατική ισχύ. Επίσης, συνήφθησαν οι με αριθμ. …/. και …. συμβάσεις ασφάλισης, κατά τις οποίες εκάστη καλύπτει το ίδιο ως άνω ποσό, για τα χρονικά διαστήματα η πρώτη από 15-2-2012 έως 14-2-2013 και η δεύτερη από 15-02-2014 έως 14-02-2015. Συναφώς, κατά το επίδικο διάστημα, κατά το οποίο νοσηλεύθηκε η κυρίως ενάγουσα, ………………, στο ως άνω Θεραπευτήριο της κυρίως εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, στο ……… Αττικής, καθώς εισήχθη σε αυτό στις 07-10-2011 και υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση κοιλιοπλαστικής από τον κυρίως εναγόμενο, ………………, Πλαστικό Χειρουργό, στις 16-01-2012 υπεβλήθη σε νέα χειρουργική πλαστική επέμβαση κάθετης μαστοπλαστικής με τοποθέτηση ενθεμάτων και στις 21-02-2012 υπεβλήθη σε νέα χειρουργική επέμβαση πλαστικής με ανόρθωση βραχιόνων (βραχιονοπλαστική), από τον ίδιο ως άνω κυρίως εναγόμενο Ιατρό, είχε συμφωνηθεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία θα αναλάβει την υποχρέωση να καλύψει, ως δικονομική εγγυήτρια, την ευθύνη της παρεμπιπτόντως ενάγουσας εταιρίας για τις παραπάνω αιτίες. Περαιτέρω, σύμφωνα με ρητό όρο, με τίτλο «ΑΦΑΙΡΕΤΕΑ ΑΠΑΛΛΑΓΗ», του ως άνω προσκομιζομένου νόμιμα με επίκληση με αριθμ. 175042 ανανεωτηρίου ασφαλιστηρίου συμβολαίου ειδικής επαγγελματικής αστικής ευθύνης προς τρίτους, τα ασφάλιστρα του οποίου, όπως συνομολογείται, έχουν καταβληθεί, ορίζονται τα ακόλουθα: «…Απαλλαγή 200.000 EUR. Δεδομένου ότι η πλειονότητα των ιατρών θα εξακολουθεί να διατηρεί ατομικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, το όριο ευθύνης των συμβολαίων αυτών θα λειτουργεί ως απαλλαγή της εκκαθαριζόμενης ζημίας, και δε θα λειτουργεί επιπρόσθετα η απαλλαγή των 200.000. Θα χρησιμοποιείται είτε η απαλλαγή των 200.000 είτε το συμβόλαιο, όποιο από τα δυο είναι μεγαλύτερο. Για απαιτήσεις επαγγελματικής ευθύνης σύμφωνα με το συμβόλαιο όπου θα αποδοθεί ευθύνη 100% στο νοσηλευτικό ίδρυμα και όχι σε γιατρό η απαλλαγή ορίζεται στο ποσόν των 75.000…». Ο ως άνω όρος είναι έγκυρος, καθόσον επιτρεπτώς, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 33 και 7 § 6 του ν. 2496/1997, διευρύνει τις περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού, στην προκειμένη σύμβαση ασφάλισης, ο λήπτης της ασφάλισης (δεύτερη εναγομένη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα) ενεργεί στην ασφάλιση για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων (ΑΠ 1542/2018 ό.π.). Με τον πρώτο δε λόγο της υπό στοιχείο Γ΄ από 10-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, έφεσης, η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγομένη επαναφέρει την απορριφθείσα πρωτοδίκως και νομοτύπως υποβληθείσα ένστασή της περί απαλλαγής της από την ευθύνη προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, επικαλούμενη τον ως άνω όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σύμφωνα με τον οποίο το ανώτατο όριο ευθύνης της έναντι του ασφαλισμένου της ανερχόταν έως του ποσού των 750.000 ευρώ, αφαιρουμένης της συμβατικά προβλεπόμενης απαλλαγής για κάθε ζημία, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται, κατά τους ισχυρισμούς της, ως ακολούθως: «…1) Εάν ο συνεναγόμενος ιατρός έχει καταρτίσει ασφαλιστήριο συμβόλαιο επαγγελματικής αστικής ευθύνης με οποιανδήποτε άλλη πλην ημών ασφαλιστική εταιρία τότε το ανώτερο όριο κάλυψης αυτού του συμβολαίου (το ατομικό του ιατρού) συνιστά την αφαιρετέα απαλλαγή του με αρ. 175042 ασφαλιστηρίου συμβολαίου που έχει καταρτίσει η εταιρία μας με το αντίδικο. Άλλως ισχύει η συμβατικά προβλεπόμενη απαλλαγή των 200.000 €. 2) Εάν το ασφαλισμένο σε εμάς νοσηλευτικό ίδρυμα και όχι ο συνεναγόμενος ιατρός ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο Σας ως αποκλειστικά υπαίτια του ένδικου συμβάντος ιατρικών πράξεων που οδήγησαν στο ζημιογόνο αποτέλεσμα τότε το ποσό της συμβατικά προβλεπόμενης απαλλαγής για την εταιρία μας ανέρχεται στο ποσό των 75.000 Ε…». Σύμφωνα δε το με άρθρο 3 των Γενικών ΄Ορων του ως άνω συμβολαίου, σχετικά με τα όρια ευθύνης του ασφαλιστή «… Τα ποσά που ασφαλίζονται με το παρόν Ασφαλιστήριο για κάθε μία ειδική περίπτωση αποτελούν τα ανώτατα όρια ευθύνης του Ασφαλιστή, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των παθόντων και/ή ζημιωθέντων τρίτων. Στα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, τα δικαστικά έξοδα, που επιδικάζονται σε βάρος του Ασφαλισμένου, καθώς και οποιαδήποτε δαπάνη του Ασφαλιστή, η οποία έχει σχέση με την ασφαλιστική περίπτωση και ιδιαίτερα της ανάληψης από τον ασφαλιστή δικαστικού αγώνα. Συμπεριλαμβάνεται επίσης και τυχόν επιδικασθείσα αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, όχι όμως πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ούτε ποσά που επιβάλλονται για μετατροπή ή εξαγορά ποινής, ούτε έξοδα ποινικών δικών (περιλαμβανομένης και της δικηγορικής αμοιβής), τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι βαρύνουν τον Ασφαλιστή…». Στην προκειμένη περίπτωση η κυρίως ενάγουσα (…………………..), όπως προαναφέρθηκε, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 6-8-2015 και με αριθμ. κατάθ. ………/10-8-2015 αγωγή της, εναντίον του ως άνω . ……………… … και της Ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στο ……… Αττικής, όπως νομίμως εκπροσωπείται, με την οποία ζήτησε να της επιδικαστούν τα αναφερόμενα σε αυτή χρηματικά ποσά, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις εκεί διακρίσεις, επικαλούμενη βλάβη στην υγεία της, προκληθείσα από ιατρική αμέλεια του πρώτου των κυρίως εναγομένων, που είχε προστηθεί από τη δεύτερη των κυρίως εναγομένων ανώνυμη εταιρία. Εν συνεχεία, η τελευταία (δεύτερη εναγομένη της ως άνω από 6-8-2015 κύριας αγωγής, Ανώνυμη Εταιρία, με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………….»), άσκησε, ενώπιον του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, την από 15-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης …………/28-9-2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, εναντίον της Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται, προσεπικαλώντας αυτήν στη δίκη, που είχε ανοιχθεί με την άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παρέθεσε αυτούσια στο άνω δικόγραφο, να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτής, ισχυριζόμενη ότι τυγχάνει δικονομική εγγυήτρια αυτής, καθόσον μεταξύ τους έχει καταρτισθεί έγκυρη ασφαλιστική σύμβαση κάλυψης της επαγγελματικής αστικής ευθύνης της έναντι τρίτων ασθενών, που δύναται να προκύψει κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών στο θεραπευτήριο, που διατηρεί, μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής της κάλυψης ύψους 750.000 ευρώ. Με το ίδιο δικόγραφο άσκησε παρεμπίπτουσα αγωγή κατά αυτής (ασφαλιστικής εταιρίας), με την οποία ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει, σε περίπτωση ήττας της στην κύρια δίκη, όποιο ποσό αναγνωριστεί ότι αυτή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, μέχρι του ύψους της ασφαλιστικής κάλυψης της, πλέον τόκων και εξόδων και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη. Επίσης, ο πρώτος των κυρίως εναγομένων της ως άνω από 6-8-2015 κύριας αγωγής (. …………….. ), άσκησε, ενώπιον του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, την από 8-12-2015 και με αριθμό κατάθ. ……./18-12-2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή του, εναντίον της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο ……….. Αττικής, όπως νομίμως εκπροσωπείται, με την οποία ανακοίνωσε σ’ αυτήν τη δίκη, που έχει ανοιχθεί με την άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παρέθεσε αυτούσια στο άνω δικόγραφο, και την προσκάλεσε να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτού, ισχυριζόμενος ότι τυγχάνει δικονομική εγγυήτρια αυτού, καθόσον, εάν ήθελε κριθεί ότι υπάρχει ευθύνη του, ως ιατρού, για την προκληθείσα βλάβη της υγείας της κυρίως ενάγουσας, τότε υπόχρεη προς αποζημίωση του τελευταίου (πρώτου των κυρίως εναγομένων – προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος) είναι η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, διότι, κατά το χρόνο φέρεται στην κύρια αγωγή ότι τελέστηκε η ένδικη αδικοπραξία, ήταν σε ισχύ η μεταξύ τους καταρτισθείσα και αναφερόμενη στην παρεμπίπτουσα αγωγή έγκυρη ασφαλιστική σύμβαση κάλυψης της επαγγελματικής αστικής ευθύνης του έναντι τρίτων ασθενών, που δύναται να προκύψει κατά την άσκηση του επαγγέλματος του ως ιατρού, από σφάλμα, αμέλεια ή παράλειψή του, μέχρι του ποσού της ασφαλιστικής του κάλυψης ύψους 600.000 ευρώ. Με το ίδιο δικόγραφο άσκησε παρεμπίπτουσα αγωγή κατά αυτής (ασφαλιστικής εταιρίας), με την οποία ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι σε περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής της εναντίον του κύριας αγωγής, η παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό, που θα αναγνωριστεί ότι οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ως άνω από 6-8-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθ. …./2015 κύριας αγωγής, μετά από συνεκδίκασή της, στις 17/03/2017, με την από 15-9-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθ. …./2015 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 8-12-2015 και με αριθμ. κατάθ. …./2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 5714/22-12-2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και, εν συνεχεία, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 28/11/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 1500/28-04-2019 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία, μεταξύ άλλων, έγινε δεκτή εν μέρει η από 6/8/2015 (με αρ. έκθ. κατάθ. …./2015) κύρια αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, καθώς έγινε δεκτό ότι ο πρώτος των κυρίως εναγομένων τέλεσε, με την αναφερθείσα στην εκκαλουμένη απόφαση συμπεριφορά του, αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, καθόσον η συμπεριφορά του είναι υπαίτια και παράνομη και, συνεπώς, υπόχρεοι προς αποζημίωση της κυρίως ενάγουσας είναι, εις ολόκληρον με τον πρώτο των εναγομένων και η δεύτερη των κυρίως εναγομένων, διότι η τελευταία φέρει αντικειμενική ευθύνη για την προαναφερθείσα αδικοπραξία του πρώτου των εναγομένων, καθόσον αυτή είχε προστήσει στις ιατρικές υπηρεσίες των ασθενών – πελατών της τον πρώτο των εναγομένων, τον οποίο είχε εντάξει στο ιατρικό της προσωπικό, ο οποίος και εξέτασε την ενάγουσα στους ένδικους χρόνους, αναγνωρίστηκε δε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των πενήντα μιας χιλιάδων εκατόν τριάντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι δυο λεπτών (51.134,22) ευρώ με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση και επιβλήθηκε στους εναγομένους ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων καθορίστηκε στο ποσό των χιλίων οκτακόσιων (1.800,00) ευρώ. Ως προς το κεφάλαιο δε αυτό της ως άνω από 6-8-2015 κύριας αγωγής, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η κύρια αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς την κύρια βάση της, η εκκαλουμένη δεν μεταβιβάσθηκε προς νέα κρίση στο παρόν δικαστήριο, με σχετικό λόγο της υπό στοιχείο Γ΄ από 10-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, έφεσης, με αποτέλεσμα ως προς τις παραδοχές αυτές η εκκαλούμενη απόφαση, να μην εξετάζεται εκ νέου, αφού, ως προς το κεφάλαιο αυτό, δεν προσβάλλεται με την έφεση αυτή (βλ. σχετ. ΑΠ 331/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, εφόσον το ανώτατο όριο ευθύνης κάλυψης ανά περιστατικό ορίστηκε στο ποσό των 750.000 ευρώ, αφαιρουμένου, εκ του ποσού αυτού, του ποσού ασφαλιστικής κάλυψης του προστηθέντος σε αυτήν ιατρού, ύψους 600.000 ευρώ, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο του κεφαλαίου «ΑΦΑΙΡΕΤΕΑ ΑΠΑΛΛΑΓΗ”, το οποίο ποσό συμφωνήθηκε να εκπίπτει από την υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγομένης και να βαρύνει αποκλειστικά την παρεμπιπτόντως ενάγουσα (βλ. σχετ. ΤριμΕφΘεσ 442/2021 Τράπ. Νομ. Πληρ. Qualex), στη σύμβαση δε ασφάλισης, κατά τη συμφωνία τους, συμπεριλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, καθώς και τα δικαστικά έξοδα, που επιδικάζονται σε βάρος του ασφαλισμένου και με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι η δεύτερη των κυρίως εναγομένων («…………») έχει αντικειμενική ευθύνη, ως προστήσασα στις υπηρεσίες της τον πρώτο των κυρίως εναγομένων (. ……………… – Πλαστικό Χειρουργό) για την υπό του τελευταίου παροχή ιατρικών υπηρεσιών, αναγνωρίστηκε δε, κατά μερική παραδοχή της κύριας αγωγής, η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα (………………….), το ποσό των 51.134,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και δη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το άνω ποσό μετά του πρώτου των κυρίως εναγομένων, καθώς και το ποσό των 1.800 ευρώ για δικαστική δαπάνη, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, λόγος απαλλαγής της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας (εκκαλούσας της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης) από την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, σύμφωνα με τον ως άνω όρο του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δεδομένου ότι το αναγνωρισθέν ως άνω επιδικαστέο ποσό υπολείπεται του ορίου της ευθύνης της (ήτοι 750.000 ευρώ μείον 600.000 ευρώ = 150.000 ευρώ), απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι παρέλκει η εξέταση των ισχυρισμών περί περιορισμού της ευθύνης της παρεμπιπτόντως εναγομένης έως του ποσού της συμβατικά προβλεπόμενης καλύψεως κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι το αναγνωρισθέν ως επιδικαστέο ποσό υπολείπεται του ορίου της ευθύνης της, καθώς, επίσης, και περί αφαιρετέας απαλλαγής της ευθύνης της έως του ποσού της ασφαλιστικής καλύψεως του ιατρού, για τον ίδιο ως άνω λόγο, ισχυρισμός, ο οποίος επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έκανε δεκτή τη με αρ. έκθ. κατάθ. …./2015 παρεμπίπτουσα αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των πενήντα μιας χιλιάδων εκατόν τριάντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι δυο λεπτών (51.134,22) ευρώ, πλέον τόκων και λοιπών εξόδων, το οποίο (ποσό) αναγνωρίσθηκε ότι η δεύτερη των κυρίως εναγομένων οφείλει να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων των πρώτου και τρίτου λόγων της από υπό στοιχείο Γ΄ από 10-06-2019 έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Περαιτέρω, όσον αφορά στο δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Γ΄ από 10-06-2019 έφεσης, σχετικά με την εσφαλμένη επιβολή σε βάρος της των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, το ύψος των οποίων καθόρισε, όπως ισχυρίζεται, στο υπερβολικό και δυσανάλογο για την ένδικη παρεμπίπτουσα αγωγή ποσό των χιλίων οκτακόσιων (1.800,00) ευρώ, σημειώνεται ότι, από τη διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν καθιστά απρόσβλητη από τα ένδικα μέσα της διάταξης της απόφασης περί δικαστικών εξόδων, αλλά απλώς ορίζει ότι, δεν είναι παραδεκτή αυτοτελής προσβολή αυτής με ένδικο μέσο μόνον ως προς τα έξοδα, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή και ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 555/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 462/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 85/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, ο διάδικος, που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε, και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων (ΑΠ 97/2018 ό.π., ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 613/2010). Ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος είναι παραδεκτός, αφού με τον πρώτο λόγο της έφεσης προσβάλλεται και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (άρθρα 106, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, η ασκηθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή έγινε δεκτή στο σύνολό της, οπότε ορθώς επιβλήθηκαν σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγομένης, λόγω της ήττας της, κατόπιν αιτήματος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (βλ. σχετ. ΑΠ 748/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 774/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Κατά την επιβολή δε των εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου (άρθρο 176 ΚΠολΔ), το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του. Εξάλλου, τα οριζόμενα στο ν.δ. 4194/2013 ” Κώδικας Δικηγόρων” όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2012), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της παρεμπίπτουσας αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, που νίκησε (και η οποία πρωτοδίκως είχε υποβάλει σχετικό αίτημα περί επιδικάσεως σε αυτήν των δικαστικών της εξόδων), στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800,00) ευρώ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 774/2020 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγομένης και όρισε αυτά στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800,00) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό δεύτερο λόγο της υπό στοιχεόι Γ΄ εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.
Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι κατά της εκκαλουμένης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό στοιχείο Γ΄ από 10-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, έφεση της παρεμπιπτόντως εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας κατά της υπ’ αριθμ. 1500/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 § 4 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων: Α) την από 05-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, έφεση, Β) την από 12-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./17-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./17-02-2020, πρόσθετη παρέμβαση, Γ) την από 10-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2019, έφεση και Δ) τη με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 έφεση.
Α) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 05-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1500/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της από 05-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 έφεσης από την εκκαλούσα αυτής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας της από 05-02-2020 έφεσης τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Β) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με το από 12-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/17-02-2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./17-02-2020, δικόγραφο ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Γ) ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 10-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, έφεση, κατά της με αριθμ. 1500/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της ως άνω έφεσης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας το σύνολο της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Δ) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη τη με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1500/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 έφεσης από τον εκκαλούντα αυτής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος της με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 έφεσης τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 09/03/2022, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 09/03/2022, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
& αντ΄ αυτής, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεώς της από την Υπηρεσία, για τη δημοσίευση, η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αγγελική Κόφφα, Πρόεδρος Εφετών | & αντ’ αυτής, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεώς της,
η ορισθείσα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Γραμματέας Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου |