ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 218/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Ναυτικής εταιρίας ……………… και 2) Εταιρίας ………………….., οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Εμμανουήλ Ανδρεουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………………, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Άννας Κούπα.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε κατά των εκκαλουσών την από 13-12-2019 και με Γ.Α.Κ. ………. και ΕΑΚ …………../13-12-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθ. 3810/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλαν οι εναγόμενες με την από 11-1-2021 και με Γ.Α.Κ. …… και ΕΑΚ …../11-1-2021 έφεσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (21-10-2021), κατά την οποία και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η από 11-1-2021 και με ΓΑΚ …… και ΑΚ …../11-1-2021 έφεση των εκκαλουσών – εναγόμενων εταιριών «…………….» και «………..» κατά της με αριθ. 3810/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 επ. Κ.Πολ.Δ. και 82 Κ.Ι.Ν.Δ.) και δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 13-12-2019 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …… / 13-12-2019 αγωγή του εφεσίβλητου ……………. Η άνω έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παράβολου εκ μέρους των εκκαλουσών, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Με την από 13-12-2019 αγωγή, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία είχε αναλάβει τη διαχείριση των αναφερομένων στην αγωγή δεξαμενόπλοιων, μεταξύ των οποίων και του δεξαμενοπλοίου «Α», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας. Ότι δυνάμει διαδοχικών έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, τις οποίες συνήψε με τη δεύτερη εναγόμενη που ενεργούσε για λογαριασμό της εκάστοτε πλοιοκτήτριας εταιρίας, ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε διαδοχικά στα εν λόγω δεξαμενόπλοια, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, με την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού. Ότι στα πλαίσια των συμβάσεων αυτών συμφωνήθηκε προφορικά με τον προστηθέντα και υπεύθυνο πληρωμάτων της δεύτερης εναγόμενης ότι η εκάστοτε πλοιοκτήτρια εταιρία που θα τον προσελάμβανε θα του κατέβαλε επίδομα επαναπρόσληψης, το οποίο για τις επίδικες χρονικές περιόδους ανερχόταν στο ποσό των 1.500,00 ευρώ για κάθε μήνα της αμέσως προηγούμενης ναυτολόγησής του σε δεξαμενόπλοιο διαχείρισης της δεύτερης εναγόμενης. Ότι συμφωνήθηκε ακόμη ότι σε περίπτωση μη καταβολής του επιδόματος αυτού από την κάθε φορά επόμενη πλοιοκτήτρια – εργοδότριά του, αυτό θα επιβάρυνε τη μεθεπόμενη εργοδότρια – πλοιοκτήτρια, κ.ο.κ, όπως και συνέβη στην πράξη, με τελευταία πλοιοκτήτρια – εργοδότριά του την πρώτη εναγόμενη, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα. Ότι κάθε φορά, κατά τη σύναψη της σύμβασης ναυτικής εργασίας του, η δεύτερη εναγόμενη του υποσχόταν προφορικά, δια των εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων της, ότι σε περίπτωση μη καταβολής του άνω επιδόματος από την εκάστοτε υπόχρεη εργοδότρια – πλοιοκτήτρια, θα του το κατέβαλε η ίδια και με τον τρόπο αυτό αναδεχόταν σωρευτικά με την τελευταία τη σχετική οφειλή της. Ότι λόγω του άνω όρου διατηρεί σε βάρος των εναγόμενων συνολική αξίωση 27.750,00 ευρώ για το άνω επίδομα και ειδικότερα για προϋπηρεσία 7,5 μηνών (από 23-6-2017 έως 6-2-2018) στο πλοίο «Ε», 5,3 μηνών (από 30-6-2018 έως 9-12-2018) στο πλοίο «ΑΝ», 1,6 μηνών (από 13-1-2019 έως 2-3-2019) στο πλοίο «Π» και 4,1 μηνών (από 16-5-2019 έως 20-9-2019) στο πλοίο «Α». Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρο, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 27.750,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (20-9-2019), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, άλλως με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοσης της αγωγής.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ως ορισμένη και νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια δέχτηκε αυτήν εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσία, υποχρέωσε τις εναγόμενες, εις ολόκληρο εκάστη, να καταβάλουν στον ενάγοντα, για τη δεύτερη άνω υπηρεσία του στο δεξαμενόπλοιο Ε και για την άνω υπηρεσία του στα δεξαμενόπλοια ΑΝ και Π, το συνολικό ποσό των 21.600,00 ευρώ, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 7.000,00 ευρώ και με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσής του (20-9-2019) μέχρι την εξόφληση. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι εναγόμενες με τους λόγους της έφεσής τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να ξαναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να απορριφθεί στο σύνολό της.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρος του ενάγοντος …………. και του μάρτυρος των εναγόμενων … ………… ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και προσκομίζονται με επίκληση σε επίσημο αντίγραφο, των υπ’ αριθ. …./2020, …../2020 και …./2020 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων των εναγόμενων …….., ………… και ……………. αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά νομότυπα και ύστερα από εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ……./26-2-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …………, σε συνδυασμό με την από 24-2-2020 γνωστοποίηση μαρτύρων και πρόσκληση των εναγόμενων προς τον ενάγοντα) και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς η ρητή αναφορά σε ορισμένα απ’ αυτά να τους προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για το καθένα από τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Α.Π. 471/2016, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1628/2003, Εφ.Πειρ. 15/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), εξαιρουμένης όμως της άνευ ημερομηνίας συνοπτικής έκθεσης του πλοιάρχου του δεξαμενοπλοίου Α ………… και των από 9-9-2019 καταθέσεων του Β’ και Γ’ μηχανικών του άνω πλοίου …………………… και ………….. αντίστοιχα, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δόθηκαν επίτηδες μετά την έγερση της ένδικης αγωγής για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα σ’ αυτή (Α.Π. 925/2020, Α.Π. 709/2010, Α.Π. 2096/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη – Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2018, υπ’ άρθρο 340, αριθ. 8, σ. 612), αποδείχθηκαν, σε σχέση με τα αγόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την κρινόμενη έφεση θέματα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ………. είναι απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος διπλώματος Α’ Μηχανικού Εμπορικού Ναυτικού. Η δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία «……………» είναι εγκατεστημένη νόμιμα στην Ελλάδα (Πειραιά) και κατά τους κρίσιμους για την αγωγή χρόνους είχε υπό τη διαχείρισή της τριάντα έξι πλοία, μεταξύ των οποίων και τα υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοια «S», πλοιοκτησίας της εταιρίας «……….», «Μ», πλοιοκτησίας της εταιρίας «………….», «Ε », πλοιοκτησίας της εταιρίας «……………..», «ΑΝ», πλοιοκτησίας της εταιρίας «…………….», «Π», πλοιοκτησίας της εταιρίας «………….» και «Α», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας «…………….». Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας που συνήψε εγγράφως με την παραπάνω διαχειρίστρια εταιρία, η οποία ενεργούσε υπό την ιδιότητά της αυτή για λογαριασμό και κατ’ εντολή της εκάστοτε πλοιοκτήτριας των άνω δεξαμενοπλοίων, ο ενάγων ναυτολογήθηκε και παρείχε την εργασία του με την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού: α) από 9-7-2010 έως 20-2-2011 (7,3 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο «S», από 11-6-2016 έως 5-1-2017 (5,8 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο «Μ», από 11-6-2016 έως 5-1-2017 (6,8 μήνες) και από 23-6-2017 έως 6-2-2018 (7,5 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο «Ε», από 3-6-2108 έως 9-12-2018 (5,3 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο «ΑΝ», από 13-1-2019 έως 2-3-2019 (1,6 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο «Π» και από 16-5-2019 έως 20-9-2019 (4,1 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο «Α». Παράλληλα με τη σύναψη εκάστης των άνω συμβάσεων συμφωνήθηκε ότι, πέραν των συμφωνηθέντων δεδουλευμένων αποδοχών του, θα χορηγούνταν στον ενάγοντα από την εκάστοτε επόμενη πλοιοκτήτρια δώρο επανόδου για κάθε πρόσφατη προϋπηρεσία του σε πλοίο υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης. Το δώρο αυτό, που ουσιαστικά θα αποτελούσε επιβράβευσή του για την ετοιμότητά του ανά πάσα στιγμή να ναυτολογηθεί, καθώς και μέσο για τη διατήρηση ομάδας ικανών, εκπαιδευμένων, εμπείρων και πιστών στελεχών στη διάθεση της εκάστοτε εργοδότριας – πλοιοκτήτριας του συγκεκριμένου ομίλου δεξαμενοπλοίων που διαχειρίζονταν η δεύτερη εναγόμενη, συμφωνήθηκε ότι θα καταβάλλονταν κατά τη ναυτολόγησή του στο εκάστοτε επόμενο δεξαμενόπλοιο υπό τη διαχείρισή της, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα είχε ήδη υπηρετήσει και απολυθεί αμοιβαία συναινέσει από το προηγούμενο δεξαμενόπλοιο υπό την ίδια διαχείριση και θα είχε δηλώσει στην άνω διαχειρίστρια πλήρη διαθεσιμότητά του για τη νέα ναυτολόγηση εντός κοντινού χρονικού διαστήματος, ως τέτοιου νοούμενου του χρονικού διαστήματος πέντε περίπου μηνών. Το άνω δώρο παλαιότερα, μέσω της δεύτερης εναγόμενης, χορηγούνταν υπό τις άνω προϋποθέσεις στους πλοιάρχους και Α’ μηχανικούς, κατά κοινή πρακτική των άνω εργοδοτριών – πλοιοκτητριών εταιριών, οι οποίες συνήθιζαν να έχουν δικούς τους ναυτικούς που δεν αναζητούσαν εργασία σε άλλες ναυτιλιακές εταιρίες, όμως από το έτος 2005 και μετά, λόγω της υπερπροσφοράς πλοίων και της έλλειψης πληρωμάτων, η χορήγησή του εξετάζονταν απ’ αυτές κατά περίπτωση και αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Κατά τις δυο πρώτες χρονικές περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος το δώρο αυτό χωρίζονταν σε δώρο αναμονής (standby bonus) και δώρο επανόδου (rejoining bonus), το κάθε κομμάτι με τις δικές του προϋποθέσεις, όμως από τον Ιανουάριο του 2015, λόγω επίτασης της ναυτιλιακής κρίσης που έπληξε και τις άνω πλοιοκτήτριες, το δώρο αναμονής καταργήθηκε εντελώς και το δώρο επανόδου άλλαξε χαρακτήρα και υπολογίζονταν σε ατομική βάση για πλοιάρχους και Α’ μηχανικούς σε μεταγενέστερο πλοίο, χορηγούμενο για 11 μήνες υπηρεσίας κατ’ ανώτατο όριο και υπολογιζόμενο σε 1.200,00 ευρώ ανά μήνα και μετά το έτος 2016 σε 1.500,00 ευρώ ανά μήνα. Στην καταβολή του, δε, υποχρεούταν η εκάστοτε επόμενη εργοδότρια – πλοιοκτήτρια και σε περίπτωση μη καταβολής του και από την τελευταία, η μεθεπόμενη εργοδότρια – πλοιοκτήτρια, κ.ο.κ, βάσει ξεχωριστής προφορικής συμφωνίας με τον ενάγοντα κατά τη σύναψη κάθε νέας ατομικής σύμβασης εργασίας του. Η δεύτερη εναγόμενη όμως δεν υποχρεούταν και αυτή στην καταβολή του άνω δώρου επανόδου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τη σύναψη κάθε σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, του υπόσχονταν προφορικά, δια σχετικά εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων της, την εξόφληση από την ίδια του δώρου αυτού σε περίπτωση μη καταβολής του από την εκάστοτε υπόχρεη εργοδότρια – πλοιοκτήτρια και ότι, κατά τον τρόπο αυτό, αναδεχόταν σωρευτικά τη σχετική οφειλή της τελευταίας, ενώ αποδείχθηκε ότι οι σχετικές πληρωμές που αυτή εκτελούσε γίνονταν πάντα για λογαριασμό και με εντολή και χρηματοδότηση της εκάστοτε υπόχρεης εργοδότριας – πλοιοκτήτριας. Για το σχηματισμό της θετικής περί των ανωτέρω κρίσης του στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης το Δικαστήριο τούτο στηρίζεται ιδίως στις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόμενων ……….. (επιχειρησιακού διευθυντή της δεύτερης εναγόμενης τα τρία τελευταία χρόνια και τεχνικού διευθυντή της τα προηγούμενα δέκα εννέα χρόνια) και ………… (πλοιάρχου Ε.Ν. – επικεφαλή εξεύρεσης πληρωμάτων της δεύτερης εναγόμενης από 7-12-2004 έως 7-12-2010 και υπευθύνου εκπαίδευσης αυτών τα τελευταία δέκα χρόνια) και στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγόμενων …………. (τεχνικού διευθυντή της δεύτερης εναγόμενης από το έτος 2001), οι οποίες κρίνονται πειστικές επειδή είναι σαφείς, κατηγορηματικές, συγκλίνουσες μεταξύ τους, πηγάζουν και από ιδία γνώση των ανωτέρω μαρτύρων επί των άνω θεμάτων και ενισχύονται και από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος των εναγόμενων …………………. (υπαλλήλου στο τμήμα πληρωμάτων της δεύτερης εναγόμενης) και από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, στις οποίες η δεύτερη εναγόμενη δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος. Σε άλλη άποψη δεν οδηγείται το Δικαστήριο από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος ……….. (Β’ Γραμματέα στην Πανελλήνια Ένωση Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού), αφού αυτή, όντας εν πολλοίς γενικόλογη και μη εναρμονιζόμενη με τις λοιπές αποδείξεις, δεν κρίνεται πειστική, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ο άνω μάρτυρας καταθέτει ότι έχει αποκλειστική πηγή γνώσης τον ίδιο τον ενάγοντα για τις ειδικές περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης και ότι δεν υπηρέτησε ποτέ σε πλοίο υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης. Μετά ταύτα ελέγχονται ως μη ανταποκρινόμενοι στην πραγματικότητα οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι η δεύτερη εναγόμενη, κατά την υπογραφή εκάστης των ατομικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας του, συμφώνησε μαζί του ότι, πέραν των συμφωνηθέντων δεδουλευμένων αποδοχών του, θα του κατέβαλε η ίδια το άνω δώρο σε περίπτωση που δεν το κατέβαλε η εκάστοτε πλοιοκτήτρια – εργοδότρια, αναδεχόμενη έτσι σωρευτικά τη σχετική οφειλή της τελευταίας, καθώς και ότι, για τις επίδικες χρονικές περιόδους ναυτολόγησής του πριν το έτος 2017, το ύψος του δώρου αυτού είχε καθοριστεί σε 1.500,00 ευρώ μηνιαίως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε τα αντίθετα, δεχόμενο εις ολόκληρον ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης με εκάστη εργοδότρια – πλοιοκτήτρια εταιρία κατ’ άρθρα 477, 481 Α.Κ. για καταβολή των δώρων επανόδου για τις άνω χρονικές περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος, υπολογιζόμενων μάλιστα σε ποσό 1.500,00 ευρώ μηνιαίως καθ’ όλη τη διάρκειά τους, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων ως ουσιαστικά βάσιμων των σχετικών λόγων (δεύτερου και έβδομου) της έφεσης των εναγόμενων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε για πρώτη φορά σε δεξαμενόπλοιο υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης μεταξύ 9-7-2010 και 20-2-2011 και δη στο δεξαμενόπλοιο Σ. Λόγω του ότι δεν υπήρχε προηγούμενη ναυτολόγησή του σε πλοίο υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης, δεν δικαιούταν και δεν έλαβε κατά την άνω ναυτολόγησή του δώρο πίστης με γνώμονα προηγούμενη ναυτολόγησή του. Μετά την απόλυσή του από το άνω δεξαμενόπλοιο στις 20-2-2011 επανεμφανίστηκε και ναυτολογήθηκε για δεύτερη φορά σε δεξαμενόπλοιο υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης μεταξύ 11-7-2014 και 8-1-2015 και δη στο δεξαμενόπλοιο Μ. Επειδή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ναυτολόγησής του μεσολάβησαν 3,25 έτη, κατά τα οποία δεν προκύπτει ότι ήταν διαθέσιμος για ναυτολόγηση στα δεξαμενόπλοια που διαχειρίζονταν η δεύτερη εναγόμενη (ο ίδιος άλλωστε δεν προσκομίζει αντίγραφα των κρίσιμων σχετικών σελίδων 51, 52 και 53 του ναυτικού φυλλαδίου του), δεν δικαιούταν και δεν έλαβε δώρο επανόδου με γνώμονα την προηγούμενη άνω ναυτολόγησή του στο δεξαμενόπλοιο S. Την απόλυση του ενάγοντος στις 8-1-2015 από το δεξαμενόπλοιο Μ επακολούθησε τρίτη ναυτολόγησή του σε δεξαμενόπλοιο υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης μεταξύ 11-6-2016 και 5-1-2017 και δη στο δεξαμενόπλοιο Ε. Επειδή μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης άνω ναυτολόγησής του μεσολάβησαν 17 περίπου μήνες, ούτε αυτή τη φορά δικαιούταν κανονικά δώρο επανόδου. Παρά ταύτα, για το καλό κλίμα στην τρέχουσα συνεργασία τους, του δόθηκαν στις 30-9-2016 από την πλοιοκτήτρια του Ε ως επίδομα αναμονής (standby) και ως επίδομα επανόδου (rejoining bonus) τα ποσά των 2.850,00 και 2.674,00 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία καταχωρίστηκαν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του και εισπράχθηκαν απ’ αυτόν ανεπιφύλακτα. Οι επικαλούμενες απ’ αυτόν καταβολές της πλοιοκτήτριας του δεξαμενόπλοιου Ε, ποσών 2.674,00 ευρώ στις 30-9-2016, 8.000,00 ευρώ στις 31-1-2018 και 9.008,09 ευρώ στις 2-2-2018, δεν αποδεικνύεται ότι αφορούσαν εξόφληση δώρου επανόδου για τις άνω ναυτολογήσεις του στα δεξαμενόπλοια S και Μ, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και ενόψει και του χρόνου που έγιναν και της αναντιστοιχίας τους με τα οφειλόμενα ποσά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούταν δώρο πίστης με γνώμονα τις άνω ναυτολογήσεις του και ότι το δώρο αυτό του εξοφλήθηκε, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Ενόψει όμως του ότι τα σχετικά κονδύλια της αγωγής τελικά δεν του επιδικάστηκαν, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα η εκκαλουμένη και πρέπει, ως προς το σημείο αυτό, να αντικατασταθεί απλώς η αιτιολογία της, κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι την απόλυση του ενάγοντος στις 5-1-2017 από το δεξαμενόπλοιο Ε επακολούθησε νέα ναυτολόγησή του στο ίδιο δεξαμενόπλοιο μεταξύ 23-6-2017 και 6-2-2018. Εντωμεταξύ, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της επίτασης της ναυτιλιακής κρίσης που επίδρασε δυσμενώς στον όμιλό τους, από τον Ιανουάριο 2015 οι άνω πλοιοκτήτριες τροποποίησαν για το μέλλον τη σχετική πολιτική τους, καταργώντας εντελώς το δώρο stand by και αλλάζοντας χαρακτήρα και υπολογίζοντας σε ατομική βάση το δώρο επανόδου (rejoining bonus) για πλοιάρχους και Α’ μηχανικούς στο μεταγενέστερο πλοίο, αρχικά στο ποσό των 1.200,00 ευρώ ανά μήνα και μετά το έτος 2016 στο ποσό των 1.500,00 ευρώ ανά μήνα. Μετά ταύτα, με γνώμονα την προηγούμενη ναυτολόγησή του από 11-6-2016 έως 5-1-2017 (6,8 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο Ε. ο ενάγων δικαιούταν από την πλοιοκτήτρια του ιδίου πλοίου δώρο επανόδου ποσού (6,8 Χ 1.500,00) 10.200,00 ευρώ, το οποίο εξοφλήθηκε την 18-6-2019 με έμβασμα της δεύτερης εναγόμενης μέσω της αμερικάνικης τράπεζας ……………, ποσού 11.250,00 δολ. Η.Π.Α. ή 10.200,00 ευρώ. Την απόλυση του ενάγοντος από το άνω δεξαμενόπλοιο στις 6-2-2018 επακολούθησε νέα ναυτολόγησή του σε δεξαμενόπλοιο υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης μεταξύ 30-6-2018 και 9-12-2018 και δη στο δεξαμενόπλοιο ΑΝ. Με γνώμονα την προηγούμενη ναυτολόγησή του από 23-6-2017 έως 6-2-2018 (7,5 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο Ε, ο ενάγων δικαιούταν δώρο επανόδου, ποσού (7,5 Χ 1.500,00) 11.250,00 ευρώ, το οποίο δεν του καταβλήθηκε κατά τη ναυτολόγησή του στο δεξαμενόπλοιο ΑΝ. Μετά την απόλυσή του στις 9-12-2018 από το αμέσως ανωτέρω δεξαμενόπλοιο ΑΝ ο ενάγων επανεμφανίστηκε και ναυτολογήθηκε στο δεξαμενόπλοιο Π μεταξύ 13-1-2019 και 2-3-2019. Με γνώμονα την προηγούμενη ναυτολόγησή του από 30-6-2018 έως 9-12-2018 (5,3 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο ΑΝ, ο ενάγων δικαιούταν δώρο επανόδου, ποσού (5,3 Χ 1.500,00) 7.950,00 ευρώ, το οποίο δεν του καταβλήθηκε κατά τη ναυτολόγησή του στο δεξαμενόπλοιο Π. Μετά την απόλυσή του στις 2-3-2019 από το αμέσως ανωτέρω δεξαμενόπλοιο ο ενάγων επανεμφανίστηκε και ναυτολογήθηκε στο δεξαμενόπλοιο Α μεταξύ 16-5-2019 και 2-3-2019. Με γνώμονα την προηγούμενη ναυτολόγησή του από 13-1-2019 έως 2-3-2019 (1,6 μήνες) στο δεξαμενόπλοιο Π, ο ενάγων δικαιούταν δώρο επανόδου, ποσού (1,6 Χ 1.500,00) 2.400,00 ευρώ, το οποίο δεν του καταβλήθηκε κατά τη ναυτολόγησή του στο δεξαμενόπλοιο Α, ενώ, για την τελευταία ναυτολόγησή του από 16-5-2019 έως 20-9-2019 στο αμέσως ανωτέρω δεξαμενόπλοιο (4,1 μήνες) ο ενάγων δεν δικαιούταν δώρο επανόδου, επειδή δεν ακολούθησε νέα πρόσληψή του σε πλοίο διαχείρισης της δεύτερης εναγόμενης. Επομένως, η εναπομείνασα οφειλή προς αυτόν για δώρο επανόδου με γνώμονα τη δεύτερη ναυτολόγησή του στο δεξαμενόπλοιο Ε και την ναυτολόγησή του στα δεξαμενόπλοια ΑΝ και Π, μετά την καταβολή στις 18-6-2019 του άνω ποσού 10.200,00 ευρώ για την πρώτη ναυτολόγησή του στο δεξαμενόπλοιο Ε, ανέρχονταν σε (11.250,00 + 7.950,00 + 2.400,00) 21.600,00 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης έκρινε ότι, μετά και την άνω καταβολή ποσού 10.200,00 ευρώ, με γνώμονα τις αμέσως ανωτέρω ναυτολογήσεις του στα δεξαμενόπλοια Ε, ΑΝ και Π, ο ενάγων δικαιούταν από την πρώτη εναγόμενη το ίδιο άνω ποσό δώρων επανόδου, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας ναυτολόγησής του ενάγοντος στο δεξαμενόπλοιο Α και συγκεκριμένα στις 27-7-2019, ενώ το πλοίο αυτό έπλεε στον κόλπο του Μεξικού, μετά από επανειλημμένες ανασχέσεις στην κύρια μηχανή του και προειδοποιήσεις του σχετικού αισθητήρα της (oil mist detector) για σοβαρή δυσλειτουργία της, οι οποίες αγνοήθηκαν από τον ενάγοντα υπεύθυνο Α’ μηχανικό, ο οποίος έδωσε εντολή να ανεβούν οι στροφές της και να τεθεί ο άνω αισθητήρας εκτός παρακολούθησης από το σύστημα ελέγχου και συναγερμού του μηχανοστασίου, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ότι ο αισθητήρας δεν λειτουργούσε κανονικά), έλαβε χώρα ισχυρή έκρηξη στην άνω μηχανή και υπέστη αυτή σοβαρή βλάβη που δε γινόταν να επισκευαστεί προσωρινά. Έτσι, το άνω δεξαμενόπλοιο απαιτήθηκε να ρυμουλκηθεί, αρχικά μέχρι τον κοντινό λιμένα της Βερακρούζ στο Μεξικό και στη συνέχεια μέχρι το λιμένα Φρήπορτ στις νήσους Μπαχάμες, όπου υπήρχε ναυπηγείο με διαθέσιμο χώρο για την προσήκουσα επιθεώρηση της μηχανής και την επισκευή της ζημιάς. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής ρυμούλκησης και συγκεκριμένα στις 26 Αυγούστου 2019, ο ενάγων – στον οποίον εξαρχής αποδόθηκαν ευθύνες για τη μη πρόληψη της άνω έκρηξης από πλευράς πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας του άνω πλοίου – επέδωσε στον πλοίαρχο αυτού την από 22-8-2019 έγγραφη παραίτηση, με την οποία ζητούσε τον επαναπατρισμό του από το λιμένα Φρήπορτ λόγω μηχανικής βλάβης και ακυβερνησίας που προκλήθηκαν από υπαιτιότητα του πλοίου, καθώς και την εξόφλησή του και τα άνω δώρα rejoining για την υπηρεσία του στα δεξαμενόπλοια ΑΝ και Π, ποσών 7.950,00 και 2.250,00 ευρώ αντίστοιχα, έκτοτε δε, ασκούσε τυπικά τα καθήκοντά του και αρνείτο να απέλθει του πλοίου μέχρι να κατατεθούν στον τραπεζικό λογαριασμό του το υπόλοιπο της μισθοδοσίας του, τα οφειλόμενα δώρα επανόδου και η πλήρης αποζημίωση απόλυσης αυτού. Ειδικά ως προς την τελευταία, ζητούσε να γραφτεί στο ναυτικό του φυλλάδιο ότι απολύεται λόγω πρόωρης καταγγελίας εκ μέρους του πλοιάρχου, για να εισπράξει, κατ’ άρθρο 76 Κ.Ι.Ν.Δ, πλήρη αποζημίωση 45 ημερών λόγω της θέσης του πλοίου εκτός Μεσογείου και Ευρώπης (Μπαχάμες), ενώ ο πλοίαρχος του άνω δεξαμενοπλοίου θεωρούσε ότι, μετά όσα άνω προηγήθηκαν της άνω έκρηξης, η αιτιολογία της απόλυσης έπρεπε να είναι λόγω βαριάς παράβασης των καθηκόντων του, οπότε, κατ’ άρθρο 75 εδάφ. τελευτ. Κ.Ι.Ν.Δ, αυτός δεν δικαιούταν αποζημίωση απόλυσης. Τελικά, για να αποχωρήσει από το πλοίο, συμφωνήθηκε με τις εναγόμενες, ενόψει και της προηγούμενης συνεργασίας τους, να γραφτεί στο ναυτικό του φυλλάδιο ότι η απόλυση επήλθε λόγω ανικανότητας του πλοίου προς πλουν, αιτιολογία που, κατ’ άρθρο 77 Κ.Ι.Ν.Δ, συνεπέφερε γι’ αυτόν μισή αποζημίωση απόλυσης (22,5 ημερών), καίτοι κανείς άλλος ναυτικός δεν απολύονταν γι’ αυτό το λόγο και εκείνος, ως υπεύθυνος Α’ μηχανικός, δεν είχε προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την πρόληψη της άνω έκρηξης. Αφού, δε, του καταβλήθηκε στις 20-9-2019 συνολικό ποσό 27.677,28 ευρώ, από το οποίο 7.841,28 ευρώ αφορούσαν υπόλοιπο μισθοδοσίας Σεπτεμβρίου 2019, 9.918,00 ευρώ αποζημίωση απόλυσης 22,5 ημερών (και όχι αποζημίωση απόλυσης 45 ημερών, όπως η πρώτη εναγόμενη αβάσιμα ισχυρίζεται, επικαλούμενη σχετική από μέρους της αναγραφή στο λογαριασμό μισθοδοσίας του για το Σεπτέμβριο 2019, τον οποίον ο ενάγων υπέγραψε με ρητή επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματός του) και 9.918,00 ευρώ τμήμα της οφειλής για το άνω υπόλοιπο 21.600,00 ευρώ για δώρα επανόδου για τη δεύτερη άνω υπηρεσία του στο δεξαμενόπλοιο Ε και για την άνω υπηρεσία του στα δεξαμενόπλοια ΑΝ και Π (όπως βάσιμα ισχυρίστηκε η πρώτη εναγόμενη με σχετική ένσταση συμψηφισμού που πρόβαλε πρωτόδικα κατ’ άρθρα 440, 441, 442 Α.Κ, την οποία επαναφέρει με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της), ο ενάγων αποχώρησε από το πλοίο. Μετά ταύτα απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσού (21.600,00 – 9.918,00) 11.682,00 ευρώ για τα άνω δώρα επανόδου. Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης ότι, σε κάθε περίπτωση, η οφειλή της για τα άνω δώρα αποσβέστηκε μετά την άνω καταβολή από μέρους της ποσού 27.677,28 ευρώ, με την οποία έληξε με αμοιβαίες υποχωρήσεις τους η αβεβαιότητα μεταξύ τους για το εάν οφείλει προς αυτόν δώρα επανόδου και αποζημίωση απόλυσης, ο οποίος υποβλήθηκε πρωτόδικα υπό τη μορφή της καταλυτικής της αγωγής ένστασης συμβιβασμού (άρθρο 871 Α.Κ.) και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσής της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, αφού αποδεικνύεται ότι, κατά την καταβολή του άνω ποσού, τα διάδικα μέρη επιφυλάχθηκαν ρητά και εγγράφως των σχετικών δικαιωμάτων τους. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων, με την από 22-8-2019 δήλωσή παραίτησής του, ζήτησε δώρα επανόδου μόνο για την υπηρεσία του στα δεξαμενόπλοια ΑΝ και Π, ποσών 7.959,00 και 2.250,00 ευρώ αντίστοιχα, δεν σημαίνει ότι παραιτήθηκε οριστικά του δικαιώματός του να αιτηθεί το αμέσως προηγούμενο οφειλόμενο δώρο επανόδου, ποσού 11.250,00 ευρώ, για τη δεύτερη υπηρεσία του στο δεξαμενόπλοιο Ε, το οποίο αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι η πρώτη εναγόμενη είχε συμφωνήσει να του καταβάλει κατά τη ναυτολόγησή του στο δεξαμενόπλοιο Α και το σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Περαιτέρω, για την αξίωση του ενάγοντος για το άνω ανεξόφλητο υπόλοιπο δώρων επανόδου αβάσιμα τίθεται από την πρώτη εναγόμενη θέμα παραγραφής κατ’ άρθρα 289 παρ. 1 και 291 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, με σχετική ένστασή της που υποβλήθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται με τον ένατο λόγο της έφεσής της, ενόψει του ότι η άνω αξίωση ανάγεται στο χρόνο ναυτολόγησης του ενάγοντος από την ανωτέρω εναγόμενη (16-5-2019) και όχι στα έτη εντός των οποίων γεννήθηκαν τα επιμέρους κονδύλια αυτής. Επίσης, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την πρώτη εναγόμενη με ένστασή της κατ’ άρθρο 281 Α.Κ. που υποβλήθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται με το δέκατο λόγο της έφεσής της, αβάσιμα τίθεται για την αξίωση αυτή θέμα άσκησής της καταχρηστικά, με επίκληση του ότι το άνω συμφωνηθέν προφορικά δώρο επανόδου του ενάγοντος δεν προβλέπονταν στην έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας του, στην οικεία ΣΣΕ και στην εν γένει ναυτεργατική νομοθεσία, καθώς και του ότι ο ίδιος εισέπραξε αποζημίωση απόλυσης λόγω διακοπής των πλόων του δεξαμενόπλοιου Α παρά τις άνω εσφαλμένες ενέργειές του που σχετίζονταν με την άνω έκρηξη στην κύρια μηχανή αυτού. Και τούτο διότι η ίδια η ανωτέρω εναγόμενη, μετά την άνω έκρηξη, δέχθηκε να αναγραφεί από τον πλοίαρχο του άνω πλοίου της στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, ως αιτία της λήξης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του, η ανικανότητα του πλοίου προς πλουν, αιτιολογία που, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, συνεπέφερε γι’ αυτόν τη λήψη της άνω αποζημίωση απόλυσης, και επίσης η ίδια είχε εξαρχής προφορικά συμφωνήσει με τον ενάγοντα να του καταβάλει τα άνω δώρα επανόδου, τα οποία μάλιστα δεν του κατέβαλε κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο της, όπως όφειλε κατά τα συμφωνηθέντα. Κατόπιν όλων αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως, πρέπει: Α) να απορριφθεί η από 13-12-2019 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……… αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγόμενης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει ως προς την πρώτη εναγόμενη εν μέρει δεκτή η παραπάνω αγωγή – η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 361 Α.Κ, 68, 74, 176 Κ.Πολ.Δ. – και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 11.682,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του την 20-9-2019. Τέλος, η πρώτη εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει τη με αριθ. 3810/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 13-12-2019 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ……../13-12-2019 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη.
Καταδικάζει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγόμενης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.
Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δυο (11.682,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Καταδικάζει την πρώτη εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στις 14 Απριλίου 2022, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ