ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 258/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Εκκαλούντος – Ασκούντος Πρόσθετους Λόγους Έφεσης: ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Γενικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά – ΜΕΤΑΞΑ»,…………,το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευαγγελία Κονταρά, με δήλωση. Και
Εφεσίβλητης – Καθ’ ης οι Πρόσθετοι Λόγοι Έφεσης:εταιρίας με την επωνυμία ………….. ως ειδικής διαδόχου του υπό εκκαθάριση τελούντος πιστωτικού ιδρύματος ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κανέλλα Λιακοπούλου, με δήλωση.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 21.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2017 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφασή του 4393/2018 δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο άσκησε την από 5.11.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στο Εφετείο ……/2019), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τις 7.5.2020, αλλά δεν διεξήχθη, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 78/2020 του Δικαστή, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η οποίαέλαβε τον ίδιο αριθμό έκθεσης κατάθεσηςμε αυτόν τηςκατάθεσης της έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για τον προσδιορισμό δικασίμου (……./2019), προσδιορίστηκε η συζήτησή της αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, για τις 23.9.2021, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Επιπλέον, το εκκαλούν άσκησε και τους από 14.1.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022 πρόσθετους λόγους έφεσης, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για τις 17.2.2022.Η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους (από το πινάκιο) και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκανστο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέ-θεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την Πράξη 78/2020 του Δικαστή, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, η από 5.11.2018 έφεση, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την ορισθείσα δικάσιμο, της 7.5.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων.
ΙI. Η από 5.11.2018 έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της οριστικής απόφασης 4393/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτήη από 21.12.2017 αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ δεν απαιτείται να καταβληθεί παράβολο από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, κατά τη διάταξη του άρθρου28 παρ.4 του ν. 2579/1998. Πρέπει επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τηνίδια ως άνωδιαδικασία. Επίσης, με την έφεση πρέπει να συνεκδικαστούν και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, που άσκησε παραδεκτά το εκκαλούν (άρθρο 520 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα), με το από 14.1.2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο έχει κοινοποιηθεί στην εφεσίβλητητριάντα ημέρες πριν τη συζήτησή της (έφεσης).
ΙΙΙ. Η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) – τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………», με την από 21.12.2017 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ιστορούσε ότι ηεταιρεία με την επωνυμία «……….», με περισσότερες συμβάσεις,πώλησε και παρέδωσε στο εναγόμενο ν.π.δ.δ. – Νοσοκομείο τον νοσοκομειακό εξοπλισμό και τα ιατρικά υλικά που συμφωνήθηκαν, με τα ειδικά αναφερόμενα δελτία αποστολής – τιμολόγια. Ότι,ενώ η καταβολή του τιμήματος συμφωνήθηκε μετά την πάροδο ενενήντα ημερών από την έκδοση των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων και το εναγόμενο παρέλαβε όλα τα πωληθέντα υλικά, δεν κατέβαλε το τίμημα των επισυναπτόμενων τιμολογίων, αξίας 23.392,29 ευρώ. Ότι η ως άνω πωλήτρια εταιρία είχε συνάψει με την Τράπεζα ………….. σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (την …../2003), προς εξασφάλιση δε, της πιστώτριας Τράπεζας. σύναψε (η ως άνω εταιρία «……….») τις ειδικά αναφερόμενες συμβάσεις εκχώρησης –ενεχύρασης απαιτήσεων, με τις οποίες συνέστησε ενέχυρο υπέρ της, επί των απαιτήσεων από τα ως άνω τιμολόγια πώλησης, που αναγγέλθηκαν νόμιμα. Ότιμετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ως άνω πιστώτριας Τράπεζας και τη μεταβίβαση επιλεγμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού τηςσ’ αυτήν (ενάγουσα), με αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκαν στο ΦΕΚ και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής ως προς το ποσό των 9.304,69 ευρώ, με τις προτάσεις της (άρθρο 223 τουΚ.Πολ.Δ.), ζητούσε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, λόγω των ανωτέρω εκχωρήσεων, επικουρικά δε, σε περίπτωση ακυρότητας των συμβάσεων πώλησης,κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 14.087,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο:α) ως προς τα ποσά από τα τιμολόγια που εκχωρήθηκαν με την πρώτη σύμβαση,με το επιτόκιο αναφοράς της Ε.Κ.Τ. προσαυξημένο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες και ως προς ταποσά από τα τιμολόγια,που εκχωρήθηκαν με τη δεύτερη σύμβαση, με το επιτόκιο αναφοράς της Ε.Κ.Τ. προσαυξημένο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, άλλως με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση 90 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των επίδικων προϊόντων, άλλως με το επιτόκιο του άρθρου 4 του π.δ. 166/2003 από την πάροδο 60 ημερών από την παραλαβή των επίδικων τιμολογίων, άλλως με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 513, 455, 460, 461, 462 και 904 του Α.Κ., τη δέχθηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά την κύρια βάση της, υποχρεώνοντας το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το πιο πάνω ποσό των 14.087,60 ευρώ, με το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά το περιθώριο 7%, από την επομένη της παρέλευσης 90 ημερών από την έκδοση του κάθε τιμολογίου. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, το εναγόμενομε τους διαλαμβανόμενους στην υπό κρίση έφεση λόγους και πρόσθετους λόγους αυτής, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η από 21.12.2017 αγωγή.Σημειωτέον ότι η εφεσίβλητη παραδεκτά, με δήλωση στις προτάσεις της (άρθρο 297 του Κ.Πολ.Δ.) παραιτήθηκε (άρθρο 294του ίδιου Κώδικα) από το αιτούμενα ποσά, που αφορούν στα …./23.10.2012 και ……./28.12.2012 τιμολόγια – δελτία αποστολής, ποσών 45,26 ευρώ και 362,71 ευρώ αντίστοιχα, αφού το εκκαλούν δεν πρόβαλε αντιρρήσεις, οπότεπρέπει να καταργηθεί η δίκη ως προς τα αιτήματα αυτά (άρθρο 295 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.). Κατόπιν τούτων, παρέλκει η εξέταση τμήματος του πρώτου πρόσθετου λόγου της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν ζητούσε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθ’ ο μέρος υποχρεωνόταν να καταβάλλει τα ποσά των ανωτέρω δύο τιμολογίων. Ως προς το τρίτο τιμολόγιομε αριθμό 11953/12.11.2012, ποσού 196,06 ευρώ, το οποίο επίσης, με τον ίδιο πρόσθετο λόγο έφεσης, επικαλείται το εκκαλούν ότι έχει εξοφληθεί, η εφεσίβλητη είχε παραιτηθεί παραδεκτά με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που συμπεριέλαβε και το τελευταίο αυτό τιμολόγιο στα οφειλόμενα από το εκκαλούν,έστω και αν τελικά δεν συμπεριέλαβε το αναγραφόμενο σ’ αυτό ποσόστο συνολικά οφειλόμενο από το εκκαλούν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και γενομένου δεκτούτου πρόσθετου λόγου αυτού της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμου, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη ως προς αυτό, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.) και, αφού ερευνηθεί η από 8.3.2019 αγωγή ως προς αυτό, να κηρυχθεί καταργημένη η δίκη (άρθρα 294, 295 και 297 του Κ.Πολ.Δ.) και ως προς το ποσό των 196,06 ευρώ από το ως άνω τιμολόγιο.
ΙV. Το άρθρο 94 το Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και στην παράγραφο 3, ότι, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των πιο πάνω συνταγματικών ορισμών, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 του ν. 1409/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, υπάγονται από 11.6.1985, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Κ.Πολ.Δ., οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, ανήκουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί, από το νόμο, δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αποκλείουσα την ανάμειξη των πολιτικών δικαστηρίων, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων, αγωγής. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις που πηγάζουν από την έννομη σχέση, ακόμη και για την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν η υποκείμενη σχέση, η οποία προκάλεσε τον πλουτισμό, είναι δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 2/1993Ελλ.Δ/νη 1994, σελ. 297, Ολ.Α.Π. 5/1995 Ελλ.Δ/νη 1995, σελ. 589, Α.Π. 1002/2020 και Α.Π. 475/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Αντίθετα, υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν υπάρχει σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 10/1993Ελλ.Δ/νη 1994, σελ. 300, Α.Π. 1002/2020 ό.π. και Α.Π. 475/2019 ό.π.). Με το άρθρο 1 παρ. 2 του ίδιου νόμου (1406/1983), υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και οι διαφορές, οι οποίες αναφύονται, κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ. 5), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητικές συμβάσεις και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη από τη σύμβαση αξίωση (Α.Π. 1695/2013 ιστοσελίδα Α.Π. και Α.Π. 1767/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ».). Θεωρείται δε η σύμβαση διοικητική, εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμεναμέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο συμβαλλόμενο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου – δηλαδή θέση η οποία δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό – και οι οποίες προκύπτουν είτε από το νομοθετικό καθεστώς, το οποίο διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακήρυξης, είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της σύμβασης (ΑΕΔ 7/2019,ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 1/2015,βλ. και ΑΕΔ 17/2017καιΣτΕ 3507/2015 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, θεωρείταιότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και παρέχουν υπερέχουσα θέση στο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ, οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες, που παρέχουν στα ανωτέρω (Δημόσιο ή ν.π.δ.δ), τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντα τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα, επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση του συμβατικού δεσμού (Α.Π. 1682/2008 Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (Ολ.Α.Π. 3/2006 και Α.Π. 1228/2012, αμφότερες στην Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ»), ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ν.π.δ.δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε, από την επίδοση σχετικής αγωγής. Τέτοιος ειδικός νόμος είναι το π.δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε, από 5.6.2003, στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000 και ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρα 1 – 3 του π.δ. 166/2003). Έτσι, κατά το άρθρο 4 παρ.2 του ως άνω π.δ., που ήδη καταργήθηκε, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του (υποπαράγραφος Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους, στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρο (4 του π.δ. 166/2003), ορίζεται περαιτέρω ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον (α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και(β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (παρ. 3) και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης, υπολογίζεται (παρ. 4) με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς, που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (Ολ.Α.Π. 10/2013, Α.Π. 430/2015 και Α.Π.766/2014, όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Ως “εμπορική συναλλαγή”, κατά την έννοια του ανωτέρω διατάγματος, νοείται κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων, αλλά και κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. “Δημόσια αρχή” (άρθρο 3 παρ. 1α) είναι δε, κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, ενώ ως “επιχείρηση” νοείται (άρθρο 3 παρ. 1β) κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο (Α.Π. 142/2021Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ»). Από τις προαναφερόμενεςδιατάξεις συνάγεται ότι για τις οφειλές Ν.Π.Δ.Δ. από εμπορική συναλλαγή,όπως νοσηλευτικού ιδρύματος (Α.Π. 142/2021 ό.π.), κατά την έννοια του ως άνω διατάγματος, ήτοι από συναλλαγή με επιχείρηση που του παρέδωσε αγαθά ή υπηρεσίες έναντι αμοιβής, σε εκτέλεση σύμβασης που καταρτίστηκε μετά την 5.6.2003, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του π.δ. 166/2003 και καθ’ όσο χρονικό διάστημα αυτό ίσχυε (ήτοι πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 4152/2013, με τον οποίο καταργήθηκε το ως άνω άρθρο 4 παρ. 2), το ν.π.δ.δ. καθίσταται υπερήμερο και οφείλει τόκους υπερημερίας εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή υπηρεσιών ή την τυχόν προβλεπόμενη για την προμήθεια διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου και όχι από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής ή αγωγής της οποίας το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημα τράπηκε σε αναγνωριστικό, το δε οφειλόμενο ποσό τόκων υπερημερίας υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που προβλέπεται στο ίδιο παραπάνω π.δ. (Ολ.Α.Π.10/2013, Α.Π. 142/2021 και Α.Π. 766/2014ό.π.).
V. Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα νόμιμα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του για άμεση ή έμμεση απόδειξη, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως να έχει παραληφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:Η εταιρίαμε την επωνυμία «………..»,η οποία δραστηριοποιείται στην εισαγωγή από το εξωτερικό, την προμήθεια από το εσωτερικό και την εμπορία ιατρικών ειδών και γενικά ιατρικού εξοπλισμού κάθε είδους, κατάρτισε με την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία « ………..”, τη σύμβαση πίστωσης 108/2003με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό,προκειμένου να αντλήσει τα αναγκαία κεφάλαια για τη χρηματοδότησή της, το όριο της οποίας (πίστωσης) ορίστηκε, με τις συμπληρωματικές αυξητικές συμβάσεις, στο ποσό του 1.950.000 ευρώ. Περαιτέρω, δυνάμει των συμβάσεων εκχώρησης – ενεχύρασης απαιτήσεων …/20.02.2013 και …../07.06.2013, συστάθηκε ενέχυρο επί των απαιτήσεων της «………….» κατά του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. και τις οποίες εκχώρησε στην πιο πάνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι η εκχωρήτρια εταιρία ενεχυράζει και εκχωρεί τις απαιτήσεις της, που απορρέουν από τη συνημμένη κατάσταση τιμολογίων στη με αριθμό 37/20.02.2013 σύμβαση εκχώρησης – ενεχύρασης προς το εκκαλούν, συνολικού ποσού 16.875,35 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, καθώς και τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη συνημμένη κατάσταση τιμολογίων στη με αριθμό …../07.06.2013 σύμβαση εκχώρησης–ενεχύρασης, ποσού 17.553,36 συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Περαιτέρω, οι ανωτέρω εκχωρήσεις-ενεχυράσεις αναγγέλθηκαν στο εκκαλούν νοσοκομείο, καθώς και σε όλες τις αρμόδιες οικονομικές και φορολογικές υπηρεσίες του δημοσίου. Ακολούθως, με τις αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕπιτροπήςΜέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκαν στο ΦΕΚ (Β φύλλο 1831/26.7.2013), αποφασίσθηκε: α) η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος – ΤΡΑΠΕΖΑΣ …….., η θέση του σε ειδική εκκαθάριση και ο διορισμός ειδικού εκκαθαριστή και β) η μεταβίβαση επιλεγμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του (υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος “ΤΡΑΠΕΖΑ ……….”) στην εφεσίβλητη “………..”. Με τις ως άνω αποφάσεις, μεταβιβάστηκαν στην τελευταία,στις 26.7.2013, τα αναλυτικά αναφερόμενα στο Παράρτημα της ανωτέρω απόφασης στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ………”, μεταξύ των οποίων και οι έννομες σχέσεις της τελευταίας έναντι των πελατών της που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με αυτούς (1, στοιχ ε,εδ. α του Παραρτήματος), συμπεριλαμβανομένης και της έννομης σχέσης της με την εταιρεία «……………». Κατόπιν τούτων, η εφεσίβλητη κατέστη ειδική διάδοχος και φορέας των απαιτήσεων των επίδικων τιμολογίων της τελευταίας εταιρίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ύστερα από δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό, που έγινε στις 2.2.2011, με αριθμό διακήρυξης …../2010, για την κάλυψη των αναγκών του εκκαλούντος ν.π.δ.δ., για χρονικό διάστημαενός έτους, μετά την τελική κατακύρωση του διαγωνισμού, που έγινε με την απόφαση 3/16.2.2012 του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, συνάφθηκε,στις 26.4.2012, μεταξύ του τελευταίου (ν.π.δ.δ.) και της εταιρείας «………….» ησύμβαση 3/41/2010 για την προμήθεια υγειονομικού (διαφόρου) υλικού του εκκαλούντος, συνολικού ποσού 46.769,64 ευρώ. Με αυτήν συμφωνήθηκε η διάρκειά της (ένα έτος – από 30.4.2012), με δυνατότητα παράτασης αυτής για ένα επιπλέον τρίμηνο, χωρίς να απαιτείται συναίνεση της ως άνω πωλήτριας εταιρίας, καθώς και ότι το εκκαλούν ν.π.δ.δ. διατηρούσε το δικαίωμα να διακόψει τη σύμβαση για λόγους ανωτέρας βίας ή όταν υπογράφονταν συμβάσεις σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο, κατόπιν ειδοποίησης της πωλήτριας εταιρίας, τουλάχιστον πριν από 15 ημέρες. Επιπλέον, συμφωνήθηκε η κατάθεση εγγυητικής επιστολής Τράπεζας ποσού 4.680 ευρώ για την πιστή εφαρμογή των όρων της σύμβασης και ότι η πληρωμή του τιμήματος θα γίνεται με την προσκόμιση φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση εκπρόθεσμης παράδοσης θα εφαρμόζονταν οι διατάξεις του άρθρου 32 του π.δ. 118/2007 (περί κήρυξη έκπτωτου του προμηθευτή), ενώ για όσα θέματα δεν περιλαμβάνονται στη σύμβαση (συμφωνήθηκε) ότι θα ισχύουν,πλην των όρων της διακήρυξης καιτης προσφοράς της πωλήτριας, οι διατάξεις του Κώδικα Προμηθειών του Δημοσίου (π.δ. 108/2007). Στο πλαίσιο της ανωτέρωσύμβασης εκδόθηκαν από την πωλήτρια εταιρία τα ακόλουθα τιμολόγια, τα οποία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, στις ανωτέρω συμβάσεις εκχώρησης–ενεχύρασης απαιτήσεων …/20.02.2013 και …./07.06.2013, ήτοι:1) ΤΔΑ …./02.11.2012 συνολικής αξίας 1.045,50 ευρώ, 2) ΤΔΑ …./02.11.2012 συνολικής αξίας 707,99 ευρώ, 3) ΤΔΑ …./27.11.2012 συνολικής αξίας 182,04ευρώ,4) ΤΔΑ …/03.12.2012 συνολικής αξίας 198,03 ευρώ, 5) ΤΔΑ …./07.12.2012 συνολικής αξίας 441,82 ευρώ, 6) ΤΔΑ …./07.12.2012 συνολικής αξίας 2.091 ευρώ, 7) ΤΔΑ …/17.01.2013 συνολικής αξίας 809,61 ευρώ, 8) ΤΔΑ …./17.01.2013 συνολικής αξίας 19,93 ευρώ, 9) ΤΔΑ …/25.01.2013 συνολικής αξίας 32,72 ευρώ, 10) ΤΔΑ …./28.03.2013 συνολικής αξίας 432,96 ευρώ, 11) ΤΔΑ …/19.04.2013 συνολικής αξίας 662,72 ευρώ, 12) ΤΔΑ …./19.04.2013 συνολικής αξίας 1.323,23 ευρώ, 13) ΤΔΑ …./29.04.2013 συνολικής αξίας 108,24 ευρώ, 14) ΤΔΑ …/30.04.2013 συνολικής αξίας 206,64 ευρώ, 15) ΤΔΑ …./13.05.2013 συνολικής αξίας 1.169,21 ευρώ, 16) ΤΔΑ …./13.05.2013 συνολικής αξίας 318,57 ευρώ, 17) ΤΔΑ …/13.05.2013 συνολικής αξίας 112,91 ευρώ, 18) ΤΔΑ …./21.05.2013 συνολικής αξίας 108,24 ευρώ,19) ΤΔΑ…./24.05.2013 συνολικής αξίας 522,75 ευρώ και 20) ΤΔΑ …./24.05.2013, συνολικής αξίας 3.136,50 ευρώ. Το γεγονός ότι μόνο τα τιμολόγια αυτά αφορούσαν στην ανωτέρω σύμβαση αναφέρεται στις προτάσεις της εκκαλούσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπου πρόβαλε το πρώτον τον ισχυρισμό περί έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ως προς αυτά, γεγονός άλλωστε το οποίο δεν αμφισβητείται ειδικά από την εφεσίβλητη. Περαιτέρω, από την ανωτέρω σύμβαση συνάγεται ότι με αυτήν θεσπίζεται εξαιρετικό καθεστώς υπέρ του εκκαλούντος, βάσει ρητρών, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο. Τέτοιες αποκλίνουσες ρήτρες ειδικότερα, συνιστούν οι προβλέψειςστην επίμαχη σύμβαση περί δικαιώματος του τελευταίου – ν.π.δ.δ. να επιβάλλει κυρώσεις εις βάρος της αντισυμβαλλομένης, όπως είναι η μονομερής εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης και η κήρυξή της έκπτωτης σε περίπτωση εκπρόθεσμης παράδοσης των πωληθέντων, η πληρωμή του τιμήματος με την προσκόμιση φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, η κατάθεση εγγυητικής επιστολής ποσού που ισούται με το 10% του τιμήματος (Α.Π. 1053/2020 και Α.Π. 475/2019, αμφότερες στην Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ»), η δυνατότητα παράτασης της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται συναίνεση της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας και η δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης, χωρίς αυτή να γεννά δικαιώματα οποιασδήποτε φύσεως στην αντισυμβαλλόμενη, καθόσον τέτοιες ρήτρες, υπέρ του ενός των συμβαλλομένων τίθενται, προεχόντως, σε διοικητικές συμβάσεις, ανεξαρτήτως του εάν θα ήταν δυνατόν να προβλέπονται και σε συμβάσεις συναπτόμενες βάσει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου (ad hoc ΑΕΔ 7/2019ό.π.). Και τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι για όσα θέματα δεν περιλαμβάνονται στη σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε, κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις προμήθειες του δημόσιου τομέα, ύστερα από ανοικτό διαγωνισμό, που προκήρυξε το εκκαλούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2286/1995 και του π.δ.118/2007 “Κανονισμός Προμηθειών του Δημοσίου” (adhocΑ.Π. 475/2019 ό.π., σχετ. και Α.Π. 1353/2018 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), συμφωνήθηκε ότι θα ισχύουν, εκτός των όρων της διακήρυξης και της προσφοράς της πωλήτριας, οι διατάξεις του ως άνω π.δ. (118/2007 – ΚανονισμόςΠρομηθειών του Δημοσίου). Ενόψει αυτού και λαμβανομένου υπόψη ότι ο επιδιωκόμενος με την επίμαχη σύμβαση σκοπός είναι πράγματι, δημόσιος, εφόσον η σύμβαση αφορά στην πώλησηνοσοκομειακού εξοπλισμού και τα ιατρικών υλικών για τις ανάγκες των νοσηλευομένων και τη λειτουργία του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. –Ειδικού Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΜΕΤΑΞΑ», που αποβλέπει στην υλοποίηση συγκεκριμένων σκοπών της προστασίας της δημόσια υγείας από το Κράτος, η σύμβαση αυτή είναι διοικητική και οι διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεσή της,όπως είναι η ένδικη (που αφορά στην καταβολή τους προς την εκδοχέα), υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι στην προκείμενη περίπτωση, ακόμη και αν η επίδικη σύμβαση αφορά σε διοικητική σύμβαση, το ποσά των ανωτέρω τιμολογίων προέρχονται από εκχώρηση απαιτήσεων εκ του ανταλλάγματος της εν λόγω συμβάσεως προς αυτήν και άρα ιδιωτική διαφορά, είναι αβάσιμος, διότι η φύση της εκχωρηθείσας απαίτησης, ως γεννηθείσας κατά την εκτέλεση διοικητικής σύμβασης, δεν μεταβάλλεται λόγω της εκχώρησής της από την ανάδοχο εταιρεία προς την τράπεζα (Α.Ε.Δ. 2/2002, ΣτΕ 1081/2020 και ΣτΕ 179/2014όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι η ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου προβλήθηκε κατά προφανή κατάχρηση δικαιώματος, ώστε να μην καταβληθεί το οφειλόμενο από το εκκαλούν τίμημα, ο οποίος προβάλλεται παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της αγωγής της, κατ’ άρθρο 527 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1336/2011 Αρμ. 2012, σελ. 1551 και Α.Π. 1519/2001 Νο.Β. 2002, σελ. 1659), είναι μη νόμιμος, αφού ηεπίκληση της έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, ενώ ηέλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, δεν θα διαφοροποιούνταν,ακόμη και αν η πρότασή της ήταν καταχρηστική (σχετ. Α.Π. 547/2019, Α.Π. 417/2016 και Α.Π. 2029/2013, όλες στην Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, με την εκκαλούμενη 4393/2018 απόφασή του, απέρριψε την ένσταση περί έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, ως προς τα αιτούμενα ποσά από τα τιμολόγια, που προκύπτουν από τη σύμβαση αυτή, την οποία το εκκαλούν επαναφέρειμε τον πρώτο λόγο της έφεσης, γενομένου αυτού δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4393/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τα τιμολόγια που αφορούν στην ως άνω διοικητική σύμβαση. Επιπλέον, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 8.3.2019 αγωγή ως προς τα ανωτέρω είκοσι τιμολόγια – δελτία αποστολής, που συνάφθηκαν στο πλαίσιο της 3/41/2010 διοικητικής σύμβασης και ν’ απορριφθεί αυτή (αγωγή) ως προς τα ανωτέρω τιμολόγια, κατ’ άρθρο 4 εδ. τελευταίο του Κ.Πολ.Δ., ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότιμεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων (εκκαλούντος – ν.π.δ.δ. και εταιρείας «………..») συνάφθηκαν και άλλες συμβάσεις πώλησης,πλην της ανωτέρω (καθώς και των τριών τιμολογίων, από τα ποσά των οποίων παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής, κατά τα ανωτέρω στην υπό στοιχείο ΙΙΙ. σκέψη), για τις οποίες εκδόθηκαν τα παρακάτω τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής, που επίσης ενεχυράστηκαν και εκχωρήθηκαν προς την «ΤΡΑΠΕΖΑ …….», δυνάμει των συμβάσεων εκχώρησης-ενεχύρασης απαιτήσεων …./20.02.2013 και …./07.06.2013 και των οποίων δικαιούχος κατέστη, μετά την ανάκληση της άδειας της τελευταίας, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, η εφεσίβλητη. Από μέρος των υπόλοιπων αυτών απαιτήσεών της, η εφεσίβλητη παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής, με δήλωση στις προτάσεις της (άρθρο 297 του Κ.Πολ.Δ.) ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, παραδεκτά, αφού το εκκαλούν δεν είχε προβάλλει αντιρρήσεις, ως προς τα ποσά των κάτωθι τιμολογίων πώλησης – δελτίων αποστολής, με συνέπεια την κατάργηση της δίκης ως προς αυτά (άρθρο 295 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.): το ΤΔΑ-…./18-10-2012, συνολικής αξίας 245,08 ευρώ,το ΤΔΑ-…./18-10-2012, συνολικής αξίας 563,34 ευρώ, το ΤΔΑ-…./01-11-2012, συνολικής αξίας 369 ευρώ,το ΤΔΑ-…./12-11-2012, συνολικής αξίας 196,06 ευρώ,το ΤΔΑ-…./27-11-2012, συνολικής αξίας 123 ευρώ, το ΤΔΑ-…./29-11-2012, συνολικής αξίας 133,46 ευρώ,το ΤΔΑ-…/29-11-2012, συνολικής αξίας 95,33 ευρώ,το ΤΔΑ-…./29-11-2012, συνολικής αξίας 117,64 ευρώ,το ΤΔΑ-…./29-11-2012, συνολικής αξίας 127,44 ευρώ, το ΤΔΑ-…./17-12-2012, συνολικής αξίας 245,08 ευρώ, το ΤΔΑ-…/17-12-2012, συνολικής αξίας 245,08 ευρώ,το ΤΔΑ-…./28-12-2012, συνολικής αξίας 190,65 ευρώ, το ΤΔΑ …../28-12-2012, συνολικής αξίας 381,30 ευρώ,το ΤΔΑ-…/28-12-2012, συνολικής αξίας 276,44 ευρώ,το ΤΔΑ-…./28-12-2012, συνολικής αξίας 617,60 ευρώ,το ΤΔΑ-…./06-02-2013, συνολικής αξίας 980,31 ευρώ,το ΤΔΑ-…./ 06-02-2013, συνολικής αξίας 142,99 ευρώ, το ΤΔΑ-…./19-04-2013, συνολικής αξίας 735,23 ευρώ,το ΤΔΑ-…./19-04-2013, συνολικής αξίας 980,31 ευρώ, το …/26-04-2013, συνολικής αξίας 490,16 ευρώ, το …./13-05-2013 τιμολόγιο πώλησης, συνολικής αξίας 238,31 ευρώ, το …/13-05-2013 τιμολόγιο πώλησης, συνολικής αξίας 1225,39 ευρώ,το …./13-05-2013 τιμολόγιο πώλησης, συνολικής αξίας 490,16 ευρώ και το …../28.5.2013 τιμολόγιο πώλησης, συνολικής αξίας 95,33 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 9.304,69 ευρώ, ποσό από το οποίο,γι’ αυτό των 9.070,54 ευρώ,το εκκαλούν είχε υποβάλλει και σχετικό ισχυρισμό εξόφλησης,με τις πρωτόδικες προτάσεις του. Κατόπιν τούτων, από τις ανωτέρω συμβάσεις ενεχύρασης – εκχώρησης απαιτήσεων δεν έχει καταβληθεί στην εφεσίβλητη μόνο τοποσό των 49,02 ευρώ, που αφορά στο τιμολόγιο πώλησης ΤΔΑ-…./11.12.2012, από την …../20.2.2013 πρώτη σύμβαση εκχώρησης –ενεχύρασης απαιτήσεων. Το τιμολόγιο αυτό, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο,προέρχεται από τη σύναψη ιδιωτικής σύμβασης(άλλωστε δεν προσκομίστηκε, ώστε να προκύψει, όπως με την ανωτέρω3/41/2010 σύμβαση, εάνθεσπίστηκε εξαιρετικό καθεστώς υπέρ του εκκαλούντος, βάσει ρητρών, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο– ούτεπροβλήθηκε και σχετικός λόγος έφεσης), ενώ το εκκαλούν δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητά της (σύμβασης αυτής). Περαιτέρω, η σύμβαση αυτή, για το τελευταίο τιμολόγιο, συνήφθη στις 11.12.2012, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του π.δ.166/2003 (5.6.2003) και πριν την κατάργησή τουμε το ν. 4152/2013 (16.3.2013), μεταξύ του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. και της εφεσίβλητης εταιρίας, διέπεται ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα του υπολογισμού του ύψους του τόκου υπερημερίας από τις διατάξεις του ανωτέρω π.δ., στις οποίες υπάγεται και των οποίων (διατάξεων) συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, κατ’ αποκλεισμό των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, σύμφωνα και με όσο αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη. Εξάλλου, μπορεί με τη διάταξη του άρθρου 46παρ. 1 εδ. α του ν.4607/2019 να ορίστηκε ότι τούψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως, το οποίο εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις (παρ. 3 αυτού), ωστόσο, σύμφωνα με το εδ. γ της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, τα ανωτέρω δεν ισχύουν για … γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Τέτοια δε, εξαίρεση συνιστά και η ρύθμιση του άρθρου 4παρ. 4 του π.δ. 166/2003, σύμφωνα με όσα αναφέρονται και στην ανωτέρω (υπό στοιχείο ΙV.) μείζονα σκέψη.Πρέπει επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο δεύτερος λόγος της έφεσης και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αυτής, με τους οποίους το εκκαλούν διατείνεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα εφαρμόζονταςτο νόμο, το επιτάσσει να καταβάλλει τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με το π.δ. 166/2003 και όχι με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 τουν.δ. 496/1974 με ποσοστό 6% (δεύτερος λόγος έφεσης) και ήδη, μετά τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 σε 3% (δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης).
VΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστείη εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4349/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όχι μόνο ως προς το κεφάλαιο για το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αγωγή, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων,που αφορά στα τιμολόγια – δελτία αποστολής, που συνάφθηκαν στο πλαίσιο της …../2010 διοικητικής σύμβασης και για το ποσό των 196,06 ευρώ, για το οποίο κηρύχθηκε καταργημένη η δίκη, ως προς τα οποία έγινε δεκτή η έφεση, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 700/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1279/2004 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 141), ήτοικαι ως προς το μη εκκληθέν ποσό των 49,02 ευρώ, που επιδικάστηκε στην ενάγουσα – εφεσίβλητη. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 21.12.2017 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 49,02 ευρώ, εντόκως, από την επομένη της παρέλευσης ενενήντα ημερών (κατ’ απόκλιση του άρθρου 4 παρ. 2 του π.δ. 166/2003, που ορίζει υποχρέωση περί καταβολής τόκων μετά την πάροδο εξήντα ημερών, παρότι αφορά σε συναλλαγή μεταξύ επιχείρησης και ν.π.δ.δ., εφόσονμεταξύ των συμβαλλομένωνείχε συμφωνηθεί πίστωση 90 ημερών) από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου (11.12.2012),με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), το δε επιτόκιο αναφοράς, που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. Τέλος,λόγω τηςεν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκωνκαι για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο22 παρ. 2 του ν. 3693/1957,αφού η νομική υπηρεσία του εκκαλούντος διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ.(Α.Π.198/2021,σχετ. και Α.Π. 544/2021 και Α.Π. 761/2020,όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 8.9.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 έφεση και τους από 14.1.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2022 πρόσθετους λόγους αυτής.
Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.
Θεωρεί καταργημένη τη δίκη ως προς τα αιτήματα της αγωγής για την καταβολή των ποσών των 45,26 ευρώ και 362,71 ευρώ, που αφορούν στα τιμολόγια – δελτία αποστολής …./23.10.2012 και …../28.12.2012 αντίστοιχα.
Δέχεται κατ’ ουσία την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 4393/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 21.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή.
Θεωρεί καταργημένη τη δίκη ως προς το αίτημα της αγωγής για την καταβολή του ποσούτων 196,06 ευρώ,που αφοράστο τιμολόγιο – δελτίο αποστολής ……/12.11.2012.
Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, ως προς το αίτημα αυτής για την καταβολή των ποσών από τα παρακάτω τιμολόγια, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της από 26.4.2012 διοικητικής σύμβασης 3/41/2010: 1) ΤΔΑ …./02.11.2012 συνολικής αξίας 1.045,50 ευρώ, 2) ΤΔΑ …./02.11.2012 συνολικής αξίας 707,99 ευρώ, 3) ΤΔΑ …./27.11.2012 συνολικής αξίας 182,04 ευρώ, 4) ΤΔΑ …./ 03.12.2012 συνολικής αξίας 198,03 ευρώ, 5) ΤΔΑ …./ 07.12.2012 συνολικής αξίας441,82 ευρώ, 6) ΤΔΑ …../07.12.2012 συνολικής αξίας 2.091 ευρώ, 7) ΤΔΑ …./17.01.2013 συνολικής αξίας 809,61 ευρώ, 8) ΤΔΑ …./17.01.2013 συνολικής αξίας 19,93 ευρώ, 9) ΤΔΑ …./ 25.01.2013 συνολικής αξίας 32,72 ευρώ, 10) ΤΔΑ …/28.03.2013 συνολικής αξίας 432,96 ευρώ, 11) ΤΔΑ …./ 19.04.2013 συνολικής αξίας 662,72 ευρώ, 12) ΤΔΑ …./19.04.2013 συνολικής αξίας 1.323,23 ευρώ, 13) ΤΔΑ …./29.04.2013 συνολικής αξίας 108,24 ευρώ, 14) ΤΔΑ …./30.04.2013 συνολικής αξίας 206,64 ευρώ, 15) ΤΔΑ …./ 13.05.2013 συνολικής αξίας 1.169,21 ευρώ, 16) ΤΔΑ …./13.05.2013 συνολικής αξίας 318,57 ευρώ, 17) ΤΔΑ …./ 13.05.2013 συνολικής αξίας 112,91 ευρώ,18) ΤΔΑ …./21.05.2013 συνολικής αξίας 108,24 ευρώ,19) ΤΔΑ …./ 24.05.2013 συνολικής αξίας 522,75 ευρώ και 20) ΤΔΑ …../24.05.2013 συνολικής αξίας 3.136,50 ευρώ.
Υποχρεώνει το εναγόμενο ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Γενικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά – ΜΕΤΑΞΑ», να καταβάλει στην ενάγουσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «. …………» το ποσό των σαράντα εννέα ευρώ και δύο (49,02)λεπτών, εντόκως, από την επομένη της παρέλευσης ενενήντα ημερών από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου, στις 11.12.2012, με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), το δε επιτόκιο αναφοράς,που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. Και
Συμψηφίζει, στο σύνολό της, τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ