ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Β΄ Τμήμα
Αριθμός 154/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
Β΄ Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …………. και 2) ……………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Γεώργιο Μαστρομηνά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …………. και 2) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Βασίλειο Νικολετάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, εναντίον των εκκαλούντων, την από 12/06/2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../20-06-2018 αγωγή τους, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.
Επί της ως άνω αγωγής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 16/01/2019, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 3815/20.11.2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η ως άνω αγωγή.
΄ΗΔΗ οι εκκαλούντες, με την από 13-01-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στις 13-01-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 07-02-2020, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλαν την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή τους κεφάλαια.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους, όπως σημειώνεται ανωτέρω, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω και έκαστος ανέπτυξε τις απόψεις του διαδίκου, που εκπροσωπούσε, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατατέθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 13-01-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στις 13-01-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 07-02-2020, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2020, κατά της με αριθμ. 3815/20.11.2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 12/06/2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./20-06-2018 αγωγής των εφεσιβλήτων εναντίον των εκκαλούντων, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 16/01/2019, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τους ηττηθέντες εν μέρει πρωτοδίκως εναγομένους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον ακριβές φωτ/φο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 16-12-2019 (βλ. σχετ. τις με αριθμ. …./16-12-2019 και …../16-12-2019 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθήνας, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθήνας, ……….) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε, στις 13-01-2020, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος από 23/01/2017 -άρθρο 45 Ν. 4446/2016-), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι οι εναγόμενοι προσέβαλαν την προσωπικότητά τους, κατά τους χρόνους, τόπο και υπό τις συνθήκες, που περιγράφονται λεπτομερώς σε αυτήν. Ότι η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων υφίστατο μέχρι την κατάθεση της ένδικης αγωγής, παρόλο, που εκδόθηκε η με αριθμ. 856/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία αφενός μεν υποχρεώθηκαν να παύσουν προσωρινά την πρόκληση φασαρίας και έντονων θορύβων, ιδίως τις ώρες κοινής ησυχίας, αφετέρου δε απαγορεύτηκε προσωρινά στην πρώτη εναγομένη να προσβάλλει την προσωπικότητα του πρώτου ενάγοντος με υβριστικές συμπεριφορές. Ότι, συνεπεία της ανωτέρω, σε βάρος τους, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, έχουν υποστεί ηθική βλάβη, καθώς προσεβλήθη η προσωπικότητα, η τιμή και η υπόληψή τους. Για τους λόγους αυτούς και επειδή υπάρχει βάσιμος και πραγματικός κίνδυνος επανάληψης των εν λόγω προσβολών στο μέλλον, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να απέχουν από προσβλητικές για την προσωπικότητά τους συμπεριφορές και δη να απέχουν: α) από την εκπομπή πάσης φύσεως θορύβων, ιδίως κατά τις ώρες κοινής ησυχίας και β) από υβριστικές σε βάρος τους συμπεριφορές και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, το ποσό των 30.000,00 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη συμπεριφορά τους, όπως το αίτημα αυτό παραδεκτά περιορίστηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223, 294, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται, κατ’ άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του νόμου αυτού, επί αγωγών κατατεθειμένων μετά την 01.01.2016, όπως η επίδικη), με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που περιέχεται στις νομότυπα κατατεθειμένες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις τους (βλ. σελ. 2 αυτών), καθώς και να καταδικαστούν οι αντίδικοι στη δικαστική τους δαπάνη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3815/20.11.2019 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 16/01/2019, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, με νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοσή της, στις 21/06/2018, στους εναγομένους, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 20/06/2018 (άρθρ. 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 ν. 4335/2015) (βλ. με αριθμ. … και …./21.06.2018 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………) και αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, λόγω της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του για την εκδίκαση της αντικειμενικά σωρευόμενης αγωγής περί παράλειψης προσβολής προσωπικότητας στο μέλλον, διότι το αντικείμενο αυτής δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης (άρθρο 18 ΚΠολΔ), και, κατ’ άρθρα 31 παρ. 3 και 218 ΚΠολΔ, για την σωρευόμενη αγωγή περί καταβολής αποζημίωσης λόγω προσβολής προσωπικότητας, και κατά τόπον (άρθρο 22 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, καθώς και ότι (η αγωγή) είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932, 299, 340, 346 ΑΚ, 361 παρ. 1 Π.Κ., 70 και 176 ΚΠολΔ, έκανε δεκτή αυτήν εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, και υποχρέωσε την πρώτη των εναγομένων να μην εξυβρίζει τον πρώτο ενάγοντα, αναγνώρισε δε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ και β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από την αναφερόμενη στην εκκαλουμένη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους και επεβλήθησαν σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ανάγονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.
Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ενώ, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον, που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια, που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, β) το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας, η οποία υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας και ειδικότερα, όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 231/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος). Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και της κοινωνικής εν γένει δραστηριότητος των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 322/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 247/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 15/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1134/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 437/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 936/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1006/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 Δημ. Νόμος). Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης), είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 780/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1668/2013). Η περίπτωση δε του δόλου (προθέσεως) συντρέχει είτε με τη μορφή του άμεσου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο υπαίτιος επιδιώκει (θέλει) την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, καθώς και όταν δεν επιδιώκει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, προβλέπει, όμως, αυτό ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του και παρά ταύτα δεν αφίσταται, είτε με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο υπαίτιος προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του και το αποδέχεται (ΑΠ 1312/2018 ό.π., ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 780/2014 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 753/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια αυτή και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ιδίου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού, που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος), όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του προϊσχύσαντος του Ν. 4619/2019 Ποινικού Κώδικα (βλ. σχετ. ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 17/2020 Δημ. Νόμος), υπό την ισχύ του οποίου φέρεται με την αγωγή ότι τελέσθηκε η επίδικη αδικοπραξία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 του προϊσχύσαντος του Ν. 4619/2019 Π.Κ. “όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται….” (βλ. σχετ. ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 17/2020 ό.π.). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Εξάλλου, από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις, αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την Π.Κ. 361 (βλ. σχετ. ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 611/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 17/2020 ό.π.). Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 789/2019, ΑΠ 1431/2017, ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π.). Έτσι, σε περίπτωση, που δεν αποδεικνύεται η αναλήθεια του φερόμενου ως δυσφημιστικού γεγονότος ή ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (ΑΠ 389/2016, ΑΠ 1803/2017 Ποιν., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α` – δ` Π.Κ., το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις, που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 Π.Κ.) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ (βλ. σχετ. ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 611/2019 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 17/2020 ό.π.). Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της Π.Κ. 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ., αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, όμως, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις, που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. Και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 Π.Κ., δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363-362 Π.Κ., ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση, που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά, που προτείνονται, κατ’ αντένσταση, από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 Π.Κ. (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 611/2019 ό.π., ΑΠ 762/2019, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 15/2018, ΑΠ 2089/2017, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 599/2016, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π.). Η προαναφερθείσα αντένσταση μπορεί να περιέχεται και στο δικόγραφο της αγωγής, καθ` υποφορά, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της προβολής της ειδικότερο αίτημα απόρριψης της ένστασης του εναγομένου (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 192/2018, ΑΠ 1095/2010).
Από τις διατάξεις δε των άρθρων 57, 59, 480 – 482, 914, 926 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράνομης από πρόθεση προσβολής της προσωπικότητας, αν η προσβολή επήλθε με περισσότερες πράξεις ενός ή περισσότερων προσώπων, οι οποίες όμως, ενόψει των περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, δηλαδή πρόκειται για το αυτό βιοτικό συμβάν, οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, συγκεντρούμενη, ως εκ της ταυτότητας του σκοπού της, συνισταμένου στην ικανοποίηση του προσβληθέντος για την ενιαία βλάβη, την οποία αυτός υπέστη, δηλαδή στην ικανοποίηση ενός και του αυτού συμφέροντος σε μία παροχή (ενιαίο χρηματικό ποσό), το οποίο ο προσβληθείς στην προσωπικότητα του μπορεί, κατ’ επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του, αφού τότε είναι αντίστοιχα ενιαία και η βλάβη, που αυτός υπέστη και την οποία αποσκοπεί να καλύψει η χρηματική ικανοποίησή του στο πλαίσιο ενός και του αυτού συμφέροντός του. Στην περίπτωση αυτή, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικασθεί, θα ληφθεί ασφαλώς υπόψη και o εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενομένης προσβολής, έτσι ώστε η χρηματική ικανοποίηση να ανταποκρίνεται στην ένταση και στην απαξία της προσβολής (ΑΠ 921/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 865/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1854/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1232/2010, ΑΠ 1095/2009, ΑΠ 518/2008). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 481 ΑΚ οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν, σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά. Εν όψει του ορισμού της ΑΚ 481, χαρακτηριστικό εννοιολογικό γνώρισμα της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής αποτελεί η ταυτότητα της παροχής και η ταυτότητα του εννόμου αποτελέσματος. Η παθητική εις ολόκληρον ενοχή συντίθεται από κατ’ ιδίαν ενοχές, που συνδέουν κάθε οφειλέτη με το δανειστή. Ενώ, όμως, στη διαιρεμένη ενοχή αντικείμενο των επιμέρους ενοχών αποτελεί τμήμα της παροχής, στην οφειλή εις ολόκληρον αντικείμενο της υποχρέωσης κάθε συνοφειλέτη αποτελεί το σύνολό της. Οι κατ’ ιδίαν ενοχές συνδέονται στενότερα μεταξύ τους απ’ ό,τι στη διαιρεμένη ενοχή, διατηρούν, όμως, σε περιορισμένο βαθμό την αυτοτέλειά τους (ΑΠ 921/2021 ό.π.). Ταυτότητα της παροχής υφίσταται όταν η εκπλήρωση της παροχής επιφέρει το ίδιο έννομο αποτέλεσμα, εξυπηρετεί δηλαδή το ίδιο έννομο συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωση (ταυτότητα του έννομου σκοπού της παροχής-δεν αρκεί ταυτότητα του οικονομικού σκοπού). Πέραν της ταυτότητας της παροχής απαιτείται και ισοτιμία υποχρεώσεων υπό την έννοια ότι όλοι οι συνοφειλέτες πρέπει να ευθύνονται παράλληλα και αυτοτελώς έναντι του δανειστή. Γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής συνιστά και ο νόμος, μεταξύ δε των κανόνων, που προβλέπουν την παθητική εις ολόκληρον ενοχή των πλειόνων συνοφειλετών είναι και εκείνος του άρθρου 926 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίον αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι εις ολόκληρον (ΑΠ 921/2021 ό.π.). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων υπόχρεων, καθιερώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσοτέρων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθεαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή η εξακρίβωση, ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 1694/2017). Ειδικότερα, ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 367/2019). Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας (ΑΠ 921/2021 ό.π.). Έτσι εμπίπτουν στην έννοια αυτή (της κοινής πράξης) κυρίως : α) η συναυτουργία υπό ευρεία έννοια, δηλαδή όχι μόνο υπό τεχνική έννοια του άρθρου 45 ΠΚ, αλλά και η απλώς υπαίτια συναυτουργία, που στηρίζεται σε κοινή αμέλεια (ή σε δόλο του ενός και αμέλεια του άλλου συναυτουργού, β) οι λοιπές μορφές συμμετοχής στην πράξη (ηθική αυτουργία, άμεση και απλή συνέργεια, όχι μόνο όταν ο συμμέτοχος ενεργεί δόλια αλλά και από αμέλεια), γ) η παραυτουργία, όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 1229/2013), δ) η αναγκαία αιτιότητα, που υπάρχει όταν η ζημία προήλθε από τις ενέργειες δύο ή περισσοτέρων προσώπων, από τις οποίες, όμως, κάθε μία μόνη της δεν ήταν ικανή να προκαλέσει το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, όπως στις περιπτώσεις διαδοχικών αμελών πράξεων, που οδηγούν σε ζημιογόνο αποτέλεσμα, ε) η σωρευτική αιτιότητα, που υφίσταται όταν η ζημία προήλθε από ενέργειες δύο ή περισσοτέρων προσώπων, από τις οποίες, όμως, κάθε μια μόνη της ήταν ικανή να προκαλέσει το επελθόν αποτέλεσμα. Ο βαθμός της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 Α.Κ. (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 1170/2019, ΑΠ 59/2019, ΑΠ1124/2015, ΑΠ1805/2014) και γι` αυτό δεν συνιστά αναγκαίο στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014). Στην ανωτέρω περίπτωση η παθητική εις ολόκληρον ενοχή στηρίζεται στο νόμο και οι περισσότεροι οφειλέτες ευθύνονται σε εκπλήρωση της ίδιας παροχής. Υπάρχει δηλαδή ταυτότητα παροχής, που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου γενέσεως αυτής και ως εκ τούτου η υποχρέωση ή κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 283/2013, ΑΠ 81/1991). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όχι μόνο όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για αδικοπραξία, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και όταν όλα ή μερικά από αυτά ευθύνονται αντικειμενικά και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η αντικειμενική ευθύνη ρυθμίζεται στον ΑΚ ή σε ειδικούς νόμους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αν ευθύνονται πολλοί σε αποζημίωση από αδικοπραξία κατ’ άρθρο 926 ΑΚ, έναντι του δικαιούχου της αποζημιώσεως ενέχονται όλοι εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του βαθμού πταίσματος εκάστου, αντιστοίχως δε, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως έχει δικαίωμα να στραφεί είτε εναντίον όλων των συνυπαίτιων είτε διαδοχικά εναντίον καθενός από αυτούς απαιτώντας ολόκληρη την αποζημίωση, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής (βαθμού πταίσματος) στην τέλεση της αδικοπραξίας εκάστου συνυπαίτιου, ο οποίος δεν δύναται να ζητήσει να προσδιοριστεί ο βαθμός του πταίσματός του, καθόσον ο προσδιορισμός αυτός δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΣτΕ 1029/2018, ΑΠ 1655/2017, ΑΠ 871/2010). Και τούτο, διότι προϋπόθεση της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή ή, έστω, η δυνατότητα κοινής εναγωγής από το ζημιωθέντα περισσότερων προσώπων, φερόμενων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά (ΑΠ 921/2021 ό.π., ΑΠ 96/2018, ΑΠ 462/2017, ΑΠ 1229/2013).
Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και, συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που, είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει δε ότι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι το βαθμό πταίσματος του υποχρέου (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ενώ συνεκτιμάται και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης, ο δε καθορισμός του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού για την ικανοποίηση του παθόντος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής του ευχέρειας (βλ. Ολ ΑΠ 2/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 865/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 285/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1216/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 931/2014 Δημ. Νόμος). Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 368/2021 ό.π, ΑΠ 865/2020 ό.π., ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ, από τους αρ. 1 ή 19, αναλόγως), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 865/2020 ό.π., ΑΠ 265/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Τέλος, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους δύο πρώτους λόγους του δικογράφου της εφέσεως προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης η αιτίαση, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά το νόμο δεν κήρυξε την ακυρότητα της ένδικης αγωγής λόγω αοριστίας της. Η ένδικη αγωγή, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπό κρίση έφεση, περιέχει όλα τα αναγκαία, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων και συγκεκριμένα περιγράφεται αρκούντως σε αυτήν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, η ηθική βλάβη, που προκάλεσαν σε αυτούς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν. Τα λοιπά στοιχεία, που επικαλούνται οι εναγόμενοι ότι απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής, αποτελούν στοιχεία, που δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις και δεν είναι απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής, διότι αφορούν περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών, που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα των εναγομένων, με βάση όσα θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, της οποίας η εξειδικευμένη αιτιολόγηση δεν είναι αναγκαία (ΑΠ 609/2020 Δημ. Νόμος, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων (ΑΠ 832/2011 ό.π.). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, δεν αξίωσε στοιχεία λιγότερα από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αγωγικής αξιώσεως και δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει ακυρότητα, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων εφέσεως.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο Ν. 4335/2015 και ισχύει από 01.01.2016, κατά τη ρητή μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 4 του ιδίου νόμου, «Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικά ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ιδίου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα, «1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ιδίου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα παραπάνω, «Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγουμένων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων». Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί διαφορετικό αποδεικτικό μέσο από τους μάρτυρες ή από τα έγγραφα, ενώ ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 339 του ΚΠολΔ με το άρθρο 36 του ν. 3994/2011, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί πλέον αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Γι’ αυτό, όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει, ειδικά, να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη (ΑΠ 1186/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1263/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 977/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 26/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1175/2019 Δημ. Νόμος). Η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 424 ΚΠολΔ, καταλαμβάνει, κατά τη διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ` εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β` και 24 παρ. 1 εδ. α` ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά το χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουαρίου 2016 και εξής κλήσεις (έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας). Επομένως, μετά την ισχύ των άρθρων 422 § 1 και 424 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015 (από 1.1.2016), το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν ο διάδικος, που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, επιδώσει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Την τήρηση των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ` ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 977/2020 ό.π., ΑΠ 667/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 5/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1208/2019, ΑΠ 1175/2019 ό.π., ΑΠ 673/2018). Επίσης, η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται, πρώτη φορά, στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 26/2020 ό.π., ΑΠ 204/2017, 1461/2013, ΑΠ 481/ 2013) και να είναι ειδική, έτσι ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο μάρτυρας, που εξετάστηκε, και εκείνος, που τον εξέτασε, και, επιπλέον, να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ακυρότητα από τη μη κλήτευσή του θεραπεύεται (ΑΠ 26/2020 ό.π., ΑΠ 17/2015). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, δεδομένου ότι αυτές, εφόσον δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται, το δε Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ` αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που ελήφθησαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013). Δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων δε, που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, εφόσον έγιναν με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων εκτίμηση του δικαστηρίου, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι άνω δικονομικές διατάξεις, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν τηρήθηκε για αυτές ο τύπος του ν.δ. 105/1969 ή 8 του ν. 1599/86 (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 1186/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 17/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1088/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 311/2012, ΑΠ 1184/2008). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της § 1 εδάφιο α’ του άρθρου 529 ΚΠολΔ, στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαραδέκτως, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών/μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α` ΚΠολΔ είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις, όρκος) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήριο), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη). Έτσι, ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν δοθεί στον πρώτο βαθμό ή προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκπρόθεσμα ή έχουν δοθεί νόμιμα μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν τη συζήτηση της έφεσης, νόμιμα, κατά το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔικ, λαμβάνονται υπόψη, αν, με νόμιμη επίκληση, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τις ενώπιον του εφετείου υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 988/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1034/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 484/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1621/2009), εκτός αν η προσκόμιση αυτών αποκρουστεί ρητά από το Εφετείο, διότι, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν είχε προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά μέσα στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (ΑΠ 1034/2019 ό.π., ΑΠ 204/2017, ΑΠ 1450/2011).
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις με αριθμ. …………/25.10.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……………., οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, ………….., με επιμέλεια των εναγομένων, μετά από νόμιμη, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση των εναγόντων (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, ως προστέθηκαν με το άρθρ. 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 ν. 4335/2015) (βλ. με αριθμ. …. και …/19.10.2018 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ………..) και προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από όλα τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας, καθώς και τις προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση ποινικές αποφάσεις, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 64/2019 Δημ. Νόμος), μη λαμβανομένων υπόψη, κατ’ άρθρο 424 ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, των με αριθμ. πρωτ. ……………/12-01-2021 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, οι οποίες ελήφθησαν, με επιμέλεια των εναγόντων, κατ’ άρθρο 158 παρ. 4 του ν. 4764/2020, ενώπιον Δικηγόρου, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης και την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως, ανεξαρτήτως δικονομικής βλάβης των εναγομένων, διότι, πέραν του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων των εναγόντων, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεν επικαλούνται σαφώς και ορισμένως αυτά τα αποδεικτικά μέσα με αυτές, καθώς δεν αναφέρουν τους αριθμούς αυτών και ότι έχουν ληφθεί μετά από νόμιμη κλήτευση των μη παραστάντων, κατά την εξέτασή τους στο Δικηγόρο Αθηνών των ανωτέρω μαρτύρων, αντιδίκων τους, η κλήτευση των οποίων ήταν υποχρεωτική (βλ. σχετ. ΑΠ 26/2020 ό.π.), στην επιδοθείσα προς τους εναγομένους από 4/1/2021 κλήση – γνωστοποίηση μαρτύρων δεν περιλαμβάνεται, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, το επάγγελμα των μαρτύρων, που επρόκειτο να εξεταστούν (βλ. σχετ. από 4/1/2021 κλήση μετά της με αριθμ. …../5-1-2021 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του εφετείου Αθήνα, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθήνας …………), έλαβαν δε χώρα (οι βεβαιώσεις αυτές) μετά την 1-1-2016 (ήτοι στις 12/1/2021), ημερομηνία ισχύος των άρθρων 422 § 1 και 424 ΚΠολΔ, όπως εισήχθησαν με το Ν. 4335/2015 και προ της τροποποιήσεώς τους με το άρθρο 116 παρ. 1β΄ του Ν. 4842/2021 (βλ. σχετ. Π. Ρεντούλη, Τροποποιήσεις στη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, έκδ. 2022, σελ. 31), αφού πρόκειται για ανύπαρκτα (ανυπόστατα) αποδεικτικά μέσα, όπως, επίσης, μη λαμβανομένων υπόψη των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους ενάγοντες από 11.06.2018, 22.06.2018, 18.10.2017, 18.10.2017, 21.09.2018, 21.09.2018, 22.09.2018 και 17.07.2018 υπεύθυνων δηλώσεων του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 των ………., διότι, πέραν του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεών του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεν επικαλούνται σαφώς και ορισμένως αυτά τα αποδεικτικά μέσα με αυτές, αποτελούν ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εδόθησαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη (κύρια) πολιτική δίκη (ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988. 87, ΑΠ 688/2002 ΕλλΔ/νη 44.725), όπως (μη λαμβανομένων υπόψη) και των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους εναγομένους από 16.10.2017, 16.10.2017, 16.10.2017, 16.10.2017, 18.01.2018, 17.01.2018, 16.10.2017 και 16.10.2017 υπεύθυνων δηλώσεων του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 των ……………. αντίστοιχα, οι οποίες αποτελούν, επίσης, ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εδόθησαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη (κύρια) πολιτική δίκη, από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες διέμεναν, από το έτος 2007, μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα τους, …. και ………….., σε διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, κειμένης στο Δήμο Πειραιά, επί της οδού …………, συγκυριότητάς τους, κατά 50% εξ αδιαιρέτου εκάστου εξ αυτών. Οι εναγόμενοι διέμεναν, επίσης, από το έτος 2014, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018, μαζί με τις ανήλικες θυγατέρες τους, ………. και ……………, ηλικίας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 7 και 5 ετών αντίστοιχα, σε διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας, συγκυριότητά τους. Οι σχέσεις των διαδίκων, κατά το χρονικό διάστημα διαμονής τους στην ανωτέρω οικοδομή, ήταν ιδιαίτερα τεταμένες, με διαρκείς μεταξύ τους προστριβές. Κύρια αιτία των εν λόγω διενέξεων ήταν η κατ’ επανάληψη εκπομπή θορύβων, προερχομένων από την οικία των εναγομένων, κυρίως με φωνασκίες, επισκέψεις τρίτων ατόμων στην οικία τους, έντονες συνομιλίες, μετακίνηση και ρίψη αντικειμένων στο δάπεδο της οικίας τους και εκπομπή μουσικής, ιδίως κατά τις ώρες κοινής ησυχίας, όπως ορίζονταν στη με αριθμ. 3/1996 Αστυνομική Διάταξη (1023/2/37-ια/1996), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 3 εδάφιο β’ του ν. 1481/1984 (Α – 152) «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» και εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης την 09.01.1996 (ΦΕΚ 15 Β’), όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από την υπ’ αριθμ. 1010/12/4- γ/2001 Απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας (Β – 180), που είχε δυσμενή επίδραση στην ψυχική υγεία των εναγόντων και την ήρεμη διαβίωση στην οικία τους. Παρά δε την πραγματοποίηση, στις 07.05.2017, Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της ως άνω οικοδομής, με θέμα την ενημέρωση των ενοίκων, για την τήρηση των ωρών κοινής ησυχίας, το σχετικό πρακτικό της οποίας υπέγραψαν όλοι, πλην της πρώτης των εναγομένων, η οποία είχε παρασταθεί εκπροσωπώντας την οικογένειά της, παρόμοια περιστατικά επαναλήφθηκαν και μετά τη διεξαγωγή της ως άνω Γενικής Συνέλευσης. Οι ενάγοντες προσέφυγαν αρκετές φορές στο Α.Τ. Καμινίων εκφράζοντας παράπονα για τη διατάραξη της κοινής ησυχίας εκ μέρους των εναγομένων, λόγω της επιτακτικής ανάγκης, που υπήρχε να διαβιούν σε ήρεμο περιβάλλον, καθώς η μεν ενάγουσα έπασχε από γενικευμένες αγχώδεις διαταραχές, ο δε ο γεννηθείς την 25.07.2002 υιός τους, Ιωάννης έπασχε από χρόνια ελκώδη κολίτιδα, η οποία δευτερογενώς προκαλούσε συναισθηματικές διαταραχές και είχε συσταθεί από το θεράποντα ιατρό του η «…αποφυγή δυσμενών συναισθηματικών οξύνσεων, καθώς και της έκθεσής του σε ψυχοτραυματικά γεγονότα, τόσο στο οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, η οποία θα είχε ως συνέπεια την υποτροπή της ήδη σταθεροποιημένης κατάστασής του…», λόγω δε της ανθεκτικής στη θεραπεία ελκώδους κολίτιδας, το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανερχόταν στο 67% (βλ. από 4/11/2018 ιατρική γνωμάτευση του Διευθυντή της Υ.Κ.Ψ. -Υπηρεσία Κοινωνικής Ψυχιατρικής- Πειραιά ………… – Παιδοψυχιάτρου, σε συνδυασμό με την από 13/02/2019 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας). Ειδικότερα, στις 19.04.2017, 08.05.2017, 15.05.2017, 29.08.2017 και 05.09.2017 καταγγέλθηκαν από τους ενάγοντες, σε βάρος των εναγομένων, περιστατικά διατάραξης κοινής ησυχίας (βλ. σχετ. με αρ. πρωτ. …………. αντίγραφα ηλεκτρονικής καταγραφής αδικημάτων – συμβάντων του Α.Τ. Καμινίων). Η πρώτη των εναγομένων, στις 19.04.2017 και 08.05.2017, αποδέχθηκε εν μέρει στα αστυνομικά όργανα τα καταγγελόμενα, εκφράζοντας τις δικές της απόψεις και δη ότι η διατάραξη προκαλείται από τα ανήλικα τέκνα της. Στις 28.04.2017 δε, και περί ώρα 15:30, ήτοι σε ώρα κοινής ησυχίας, κατά την επίσκεψη στην οικία της πρώτης εναγομένης δύο φίλων της, μαζί με τα τρία ανήλικα τέκνα τους, προκλήθηκε ανυπόφορος για τους ενάγοντες θόρυβος, ιδίως, λόγω της ρίψης αντικειμένων στο δάπεδο της οικίας των εναγομένων (που αποτελούσε την οροφή της οικίας των εναγόντων). Μετά τις άκαρπες παρατηρήσεις των εναγόντων προς την πρώτη των εναγομένων, κλήθηκε τηλεφωνικώς η Αστυνομία, οπότε ο Αξιωματικός Υπηρεσίας του Α.Τ. Καμινίων προέβη σε συστάσεις προς αυτήν. Εν συνεχεία, κατά την αποχώρηση της πρώτης εναγομένης με τη φιλική παρέα της από την οικία της, υπήρξε διάλογος μεταξύ του ενός εκ των εναγόντων, …………., ο οποίος την ώρα εκείνη ήταν στη βεράντα της οικίας του, και της εκ των εναγομένων, …………, χωρίς, ωστόσο να προκύπτει ότι η τελευταία, εξύβρισε τον πρώτο, με τις φράσεις “άει στο διάολο ρε, άντε γαμήσου ρε παλιομαλάκα, παλιοαρχίδι”, και ότι την ημέρα εκείνη, κατά τον τρόπο αυτό, προσεβλήθη η τιμή και η υπόληψή του, όπως αυτός ισχυρίζεται με την αγωγή του. Στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο με αρ. πρωτ. ……….. από 18.05.17 αντίγραφο ηλεκτρονικής καταγραφής αδικημάτων – συμβάντων του Α.Τ. Καμινίων, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι όταν η εκ των εναγομένων, …………, κλήθηκε από τους αστυνομικούς του οικείου Α.Τ. σε εκτέλεση της από 04/05/2017 εισαγγελικής παραγγελίας, για να της γνωστοποιηθούν τα από τον πρώτο ενάγοντα καταγγελλόμενα, αποδέχθηκε τα καταγγελόμενα, πλην, όμως, δήλωσε ότι και η ίδια είχε δεχθεί εξυβρίσεις από αυτόν, Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε αφενός μεν ότι η πρώτη εναγομένη απηύθυνε, στις 28/04/2017, εναντίον του ενάγοντος, τις ως άνω υβριστικές εκφράσεις, αφετέρου δε ότι η ως άνω εισαγγελική παραγγελία αφορούσε τις ως άνω φράσεις, που φέρεται ότι απηύθυνε προς αυτόν στις 28/4/2017, και ότι η εναγομένη αποδέχθηκε ότι απηύθυνε προς αυτόν, στις 28/04/2017, τις αποδιδόμενες με την αγωγή φράσεις, ούτε ότι υπάρχει βάσιμος και πραγματικός κίνδυνος προσβλητικής συμπεριφοράς της, εναντίον του, κατ’ αυτό τον τρόπο, στο μέλλον. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του εδ. β΄ του άρθρου 352 του ΚΠολΔ, «..Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 335 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι κάθε άλλη ομολογία, πλην της δικαστικής, θεωρείται εξώδικος και εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, έστω και αν έγινε ενώπιον δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη, στην οποία έγινε επίκλησή της, ως αποδεικτικού μέσου. Απόδειξη, δηλαδή, δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνον η γενομένη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητουμένου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος, πρέπει δε να είναι σαφής και συγκεκριμένη (ΑΠ 677/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 498/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1517/2013, ΑΠ 953/2013, ΑΠ 510/2010, 2185/2009). Επομένως, αδικοπρακτική συμπεριφορά συνιστάμενη σε εξύβριση του ενάγοντος από την εναγομένη δεν στοιχειοθετείται, ούτε βάσιμος και πραγματικός κίνδυνος προσβλητικής συμπεριφοράς της, εναντίον του, κατ’ αυτό τον τρόπο, στο μέλλον, όπως εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις η εκκαλουμένη, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού αιτήματος, καθώς και του κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ αιτήματος, που προέβαλαν οι εκκαλούντες, δεκτών γενομένων εν μέρει ως κατ’ ουσία βασίμων των σχετικών λόγων έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Κατόπιν δε των από 11.10.2017 και 10.10.2017 αντίθετων αιτήσεων των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμ. 856/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας αφενός μεν έγινε δεκτή η από 11.10.17 αίτηση των εναγόντων και, μεταξύ άλλων, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, με την απειλή σε βάρος εκάστου εξ αυτών, χρηματικής ποινής πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε παράβαση, να παύσουν προσωρινά να δημιουργούν φασαρία και έντονους θορύβους, ιδίως τις ώρες κοινής ησυχίας, είτε τα ανωτέρω προέρχονται από τους ίδιους είτε από άλλα μέλη της οικογένειάς τους και αφετέρου απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 10.10.2017 συνεκδικαζόμενη αίτηση των εναγομένων σε βάρος των εναγόντων, με την οποία οι εναγόμενοι, επικαλούμενοι ότι οι ενάγοντες έκαναν σε αυτούς συνεχείς και αδικαιολόγητες παρατηρήσεις για πρόκληση θορύβου, ζητούσαν να απαγορευθεί στους τελευταίους να τους εξυβρίζουν. Ωστόσο, ακόμη και μετά από τη δημοσίευση της με αριθμ. 856/2018 απόφασης, στις 23.05.2018 και τη γνώση αυτής από τους εναγομένους, έλαβαν χώρα παρόμοια με τα προπεριγραφόμενα περιστατικά, γεγονός, που οδήγησε τους ενάγοντες να προσφύγουν εκ νέου, στις 05.06.2018 και 20.06.2018 στο Α.Τ. Καμινίων, διαμαρτυρόμενοι για τον έντονο θόρυβο, που προερχόταν, κατά τις ώρες κοινής ησυχίας, από την οικία των εναγομένων και προκαλείτο κυρίως από τη μετακίνηση επίπλων και αντικειμένων, καθώς και από τις δυνατές ομιλίες, που ελάμβαναν χώρα στον εξωτερικό της οικίας τους χώρο, και δη στη βεράντα τους (βλ. σχετ. με αρ. πρωτ. …………. αντίγραφα ηλεκτρονικής καταγραφής αδικημάτων – συμβάντων του Α.Τ. Καμινίων). Δυνάμει δε της με αριθμ. 246/2018 απόφασης του Πταισματοδικείου Πειραιά κηρύχθηκαν η μεν πρώτη των εναγομένων ένοχη για το τελεσθέν την 28.04.2017 αδίκημα της διατάραξης ησυχίας, ο δε δεύτερος εξ αυτών αθώος (άρθρο 417 ΠΚ, ως ίσχυε αυτό πριν από την κατάργησή του με το ν. 4619/2019 «Νέος Ποινικός Κώδικας») (βλ. επίσης τη με αριθμ. ……/9-12-2019 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς). Σημειώνεται ότι στην αστική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο, κατ’ άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η τυχόν δε απαλλαγή του εναγομένου από την ποινική ευθύνη, δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως”. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. σχετ. (ΟλΑΠ 4/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 231/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 83/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1308/2020 Δημ. Νόμος). Τυχόν δε αρχειοθέτηση λοιπών ποινικών υποθέσεων, που εκκρεμούσαν μεταξύ των διαδίκων, καθώς και τυχόν παραγραφή υπό όρο επιβληθεισών ποινών, δεν ταυτίζονται, ούτε ισοδυναμούν με αθωωτική απόφαση (βλ. σχετ. ΑΠ 856/2016 Δημ. Νόμος). ΄Ηδη οι εναγόμενοι έχουν μετοικήσει σε έτερο διαμέρισμα στο Περιστέρι (βλ. από 19.09.18 βεβαίωση του δημοτικού σχολείου Περιστεριού “………..”, όπου αναφέρεται ότι οι θυγατέρες των εναγομένων φοιτούν πλέον στο εν λόγω σχολείο) και έχουν μεταβιβάσει σε τρίτους την ως άνω οικία τους (βλ. σχετ. με αριθμ. …../27-09-2019 συμβόλαιο αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………..), οπότε, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε η υπόθεση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και εφόσον δεν ασκήθηκε αντίθετη έφεση ή αντέφεση από τους ενάγοντες, ως προς το κεφάλαιο αυτό, δεν υφίσταται πραγματικός και βάσιμος κίνδυνος επανάληψης της προσβλητικής για την προσωπικότητα των εναγόντων συμπεριφοράς, με τη δημιουργία φασαρίας και την εκπομπή θορύβων, ώστε να διαταχθεί η αποχή αυτών από τα παραπάνω. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι, με την ανωτέρω περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, προσέβαλαν την προσωπικότητα των εναγόντων, καθώς η απόλαυση ενός ήρεμου περιβάλλοντος, ελεύθερου από θορύβους, αποτελεί έκφανση του δικαιώματος επί της προσωπικότητας, οι δε προσβολές, που επέρχονται με την εκπομπή θορύβων, είναι πάντα παράνομες, όχι μόνο ως κοινωνικά απρόσφορες βλαπτικές πράξεις, αλλά ως αντικείμενες σε ειδικότερες ρητές απαγορευτικές διατάξεις του νόμου, όπως στην 3/1996 Αστυνομική Διάταξη (1023/2/37-ια/1996), που ορίζει μέτρα για την τήρηση της κοινής ησυχίας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 3 εδάφιο β’ του ν. 1481/1984 (Α – 152) «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» και εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης την 09.01.1996 (ΦΕΚ 15 Β’), όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από την υπ’ αριθμ. 1010/12/4- γ/2001 Απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας (Β – 180) (πρβλ. ΑΠ 43/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 718/2001 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 134/2015 Δημ. Νόμος), εν προκειμένω δε ήταν και υπαίτιες και, καθεαυτές, ικανές κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή ανθρώπινη πείρα να προκαλέσουν και τη διατάραξη της ψυχικής υγείας των εναγόντων και, συνεπώς, να προκαλέσουν την προσβολή της προσωπικότητάς τους, συμπεριφορά, που συνιστά και αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, κατά τ’ άρθρα 57, 59, 299 και 932 Α.Κ.. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, οι οποίες, ενόψει των ως άνω περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, δηλαδή πρόκειται για το αυτό βιοτικό συμβάν, σε συνδυασμό, ιδίως, με: α) τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε, την ένταση, την απαξία της προσβολής και τον εξακολουθητικό χαρακτήρα αυτής, β) το βαθμό του πταίσματος των αδικοπραγησάντων – υποχρέων (εναγομένων), γ) την έλλειψη οποιασδήποτε υπαιτιότητας των εναγόντων, κατά τους ως άνω χρόνους και τόπους, που έλαβε χώρα η προσβλητική της προσωπικότητάς τους συμπεριφορά των εναγομένων, δ) την ηλικία των διαδίκων, την οικονομική και οικογενειακή τους κατάσταση και ε) το μέγεθος της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, καθώς και το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αποσκοπεί στην άρση των ηθικών συνεπειών της γενόμενης προσβολής σε βάρος του αδικηθέντος και στην απάλυνση του ψυχικού του πόνου, σε καμία δε περίπτωση δεν πρέπει να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, κρίνει ότι το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη εκάστου εκ των εναγόντων ανέρχεται στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, το οποίο πρέπει να αναγνωριστεί ότι έχουν υποχρέωση να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον οι εναγόμενοι. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε το ποσό των 4.000 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα, για την προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφορά και κατά την ως άνω έκφανση, αλλά επιπλέον και κατ’ αυτήν της προσβολής της τιμής και υπόληψής του με υβριστικές εκφράσεις και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.000 ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειάς του, κατά την εφαρμογή του κανόνα, ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 932 του ΑΚ, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπερβαίνουν, καταφανώς των επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσών, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως κατ’ ουσία βασίμου, του σχετικού λόγου έφεσης. Σημειώνεται ότι οι συνθήκες της αδικοπραξίας, όπως, επίσης, η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση των μερών για τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση αυτών να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, αλλά το Δικαστήριο της ουσίας αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (βλ. σχετ. ΑΠ 609/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 600/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 914/2011).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και ως κατ’ ουσία βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 3815/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εν συνεχεία, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο δικαστήριο αυτό και να γίνει εν μέρει δεκτή η από 12/06/2018 αγωγή και ως ουσία βάσιμη, ν’ αναγνωριστεί δε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, σε κάθε ενάγοντα το ποσό των χιλίων χιλιάδων (1.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από την παραπάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, «το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ, που περιέρχονται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η απαρίθμηση περί προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής ή παρέμβασης ή προφανώς αβάσιμου ενδίκου μέσου είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται το μέσο προστασίας, που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός, που προτάθηκε, ήταν αναληθής. Η απόρριψη της αίτησης παροχής προστασίας ως νόμω ή κατ` ουσίαν αβάσιμης δεν υποδηλώνει και παράβαση της διάταξης αυτής. Πρέπει η αίτηση να μην έχει κανένα νομικό έρεισμα, τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά να είναι αναληθή και τα ως άνω πρόσωπα να τελούν εν γνώσει της αναλήθειας (ΜονΕφΔωδ 29/2021 Δημ. Νο΄μος, ΕφΑθ 3978/2018 Δημ. Νόμος) Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με την μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012, όλες δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, ΜονΕφΔωδ 29/2021 ό.π., Γ. Διαμαντόπουλος, Οι ποινές τάξης των άρθρων 205-207 του ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2007, σελ. 16-28 ΕΑ 2103/2019). Στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα των εναγόντων για επιβολή ποινής τάξεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους άσκησαν από δόλο προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, ή ότι διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και το καθήκον της αλήθειας. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαρειά αμέλεια (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 642/2015, ΜονΕφΔωδ 29/2021 ό.π., ΕφΛαρ 115/2017). Από τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία προκύπτει ότι εκ της όλης δικονομικής συμπεριφοράς των εκκαλούντων ως προς την άσκηση της ένδικης εφέσεως, δεν προκύπτει ότι αυτοί ενήργησαν παρελκυστικά ή κατά παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας ή των κανόνων των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης. Εξάλλου, το σχετικό αίτημα των εναγόντων, που προβάλλεται με τις προτάσεις τους, αφορά σε μη ουσιώδη για την υπό κρίση υπόθεση ισχυρισμό. Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής ποινής, κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού αιτήματος. Τέλος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, κατ’ άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης, στους εκκαλούντες, λόγω της μερικής νίκης των τελευταίων στην παρούσα (δευτεροβάθμια) δίκη (βλ. σχετ. (ΕφΠειρ 60/2015 Δημ. Νόμος), την οποία αυτό αφορά (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 13-01-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2020, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, κατά της με αριθμ. 3815/.2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3815/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στους εκκαλούντες του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 12/06/2018 αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, σε κάθε ενάγοντα, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 23/9/2021 στον Πειραιά.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17/03/2022, στον ίδιο τόπο, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Μαρίας Ανδρεοπούλου, Εφέτη, και μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Ευγενίας Τσιώρα, Εφέτη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο Καβαλλάρη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτες και με Γραμματέα, λόγω αποσπάσεως και μεταθέσεως της Γραμματέως Ελένης Τσίτου, την Λαμπροπούλου Τριανταφυλλιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ