Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 234/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     234 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα   Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :         

Α. Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   ……………., τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος του, Ελένη Καλογιάννη- Κοντοσέα με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας …………………., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της  Μαρίας Σταμούλη με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.     

Β. Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας ………….., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της  Μαρίας Σταμούλη με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.       

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ …………. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος του, Ελένη Καλογιάννη- Κοντοσέα με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.     Ο εκκαλών  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-12-2019  και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 361/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο ο ενάγων  με την από 5-5-2021 και αριθμ. κατάθ. στο Πρωτοδικείο ………/5-5-2021 και στο Εφετείο ……../2021 έφεσή του   όσο και η εναγομένη με την  από 23-7-2021 και με αριθμ. κατάθ. στο Πρωτοδικείο ………/23-7-2021 και  στο Εφετείο ………../26-7-2021  έφεσή της,  οι οποίες προσδιορίστηκαν για  συζήτηση στην άνω δικάσιμο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι  πληρεξούσιες  δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίστηκαν αλλά παραστάθηκαν με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.  

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται  προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από 5-5-2021 και με αριθμό κατάθεσης ……./5-52021 έφεση του, εν μέρει, νικήσαντος ενάγοντος και β) η από 23-7-2021 και με αριθμό κατάθεσης …………/23-7-2021 έφεση της  ηττηθείσας, εν μέρει, εναγόμενης εταιρίας,  στρεφόμενες αμφότερες κατά της  361/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 20-12-2019 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα  και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 591 και 622  ΚΠολΔ αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι  επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε η νόμιμη, καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 15-2-2021, ενώ για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3  Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει επομένως  να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ,  πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.     Ο ενάγων ναυτικός  με την προαναφερόμενη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε με την εναγόμενη ναυτική εταιρία,  ναυτολογήθηκε στις 20-2-2018,  στον Πειραιά, με την ειδικότητα του ναύκληρου στο  με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο αυτής «ΗS4» κ.ο.χ 4.156,33  στο οποίο απασχολήθηκε έως την 18-10-2018 οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης σε άλλο πλοίο και ότι ναυτολογήθηκε με νέα σύμβαση στις 30-11-2018 στο ίδιο πλοίο όπου και απασχολήθηκε μέχρι την απόλυσή του την 1η-11-2019. Ότι συμφωνήθηκε κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων να διέπονται αυτές από την ισχύουσα κάθε χρόνο σσνε, ήτοι των ετών 2018 και 2019 και ζητά κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή την καταβολή της διαφοράς των βασικών αποδοχών του για το έτος 2019,  της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε, των διαφορών στα επιδόματα εορτών που έλαβε, στην αμοιβή των δρομολογίων εξπρές καθώς και στην αποζημίωση απόλυσής του. Συγκεκριμένα δε και κατόπιν παραδεκτής, μερικής,  τροπής του αγωγικού αιτήματος  σε αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του  που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 295 και 591 ΚΠολΔ) και εμπεριέχεται και στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του, ζητά να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 25.987,36 ευρώ  που αφορά την αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας και το αντίτιμο τροφής  και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό από 9.947,02 ευρώ, νομιμοτόκως   από την απόλυσή του (1-11-2019), άλλως από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την  εξόφληση.     Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε αυτήν, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά την διάρκεια  της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης, όπου υπηρετούσε ταυτόχρονα και δεύτερο πλήρωμα σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει το είδος του πλοίου ως ταχυπλόου,  παρείχε υπερωριακή εργασία κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που αναλύονται στην απόφαση και επιδίκασε υπόλοιπο αμοιβής με βάση τα προβλεπόμενα στις σσνε του 2018 και 2019, αντίστοιχα, ωρομίσθια, συνολικού ποσού 1.224,47 ευρώ, απέρριψε το αίτημα για καταβολή του αντιτίμου τροφής δεχόμενο ως βάσιμη σχετική ένσταση εξόφλησης της εναγομένης, στη συνέχεια αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει στον ενάγοντα διαφορές στα επιδόματα εορτών, στην αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές και την αποζημίωση απόλυσης συνολικού ποσού 3.664,64 ευρώ. Οι διάδικοι  με τις κρινόμενες εφέσεις τους  επικαλούμενοι λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και  στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, παραπονούνται κατά της άνω κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  και ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό  ο μεν ενάγων να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της.

Ι. Για το καταψηφιστικό αίτημα της ένδικης αγωγής, το οποίο ξεπερνά το ποσό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, ήτοι για το ποσό των 5.987,36 ευρώ, έχει καταβληθεί νόμιμα και παραδεκτά το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, πριν την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ………….. και ημερομηνία πληρωμής 5-6-2020, συνεπώς ορθά προχώρησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην κατ’ ουσίαν έρευνα αυτής έστω και αν παρέλειψε να βεβαιώσει την νομότυπη καταβολή του εν λόγω ενσήμου (της αγωγής) και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη εταιρία είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 118 και 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου με την  έννοια να εκτίθενται τα εν λόγω γεγονότα  κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με το είδος και τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα σσνε (ΑΠ 365/2005, Δνη 47/1663, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 ΜΕφΠειρ 147/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003/130). Ειδικότερα δε για δε την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα ναυτική εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επίδικου χρονικού διαστήματος, αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρείχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006, Δνη 48/808, ΑΠ 725/1999, Δνη 41/343). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ως προς την πληρότητα ή μη της παραθέσεως των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561). Επομένως   δεν πάσχει αοριστία η ένδικη αγωγή και τα κονδύλια αυτής με τα οποία επιδιώκει ο ενάγων αμοιβή για την παρασχεθείσα εκ μέρους του υπερωριακή εργασία ή για διαφορές επιδομάτων, εάν τυχόν έχει εσφαλμένο ή δυσανάγνωστο υπολογισμό της αξιούμενης αμοιβής,  γιατί ο έλεγχος αυτής και των τελικών ποσών που είναι καταβλητέα, στηρίζεται στην απόδειξη η οποία δεν δυσχεραίνεται όπως και η ανταπόδειξη αφού γίνονται με βάση τα επακριβώς καθοριζόμενα στις οικείες σσνε,  τόσο ως  προς τα ποσά ωρομισθίων όσο και ως προς τον τρόπο υπολογισμού κάθε κονδυλίου. Επομένως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, αφού περιέχει, σύμφωνα  με τα ανωτέρω, τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία για το ορισμένο της και όσα αντίθετα υποστηρίζει με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η εναγομένη-εκκαλούσα είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

ΙΙΙ. Οι διατάξεις του α.ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, κυρωθείς  με το ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητά, με συνέπεια, όπως συνάγεται έμμεσα, να εξακολουθεί αυτός να ισχύει (ΜΕφΠειρ. 739/2015, τνπ ΝΟΜΟΣ), διέπουν τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (σσνε). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του άνω  νόμου ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 περί «Ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του νόμου, παρά το ότι  ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως, αντίθετα, περιείχε ο  προϊσχύων νόμος  3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000,967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50). Επομένως, στις σσνε δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άνω νόμου (1876/1990) για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της  και έτσι  οι σσνε μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς να τίθεται νόμιμος περιορισμός ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους, όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας,  σύμφωνα με το  άρθρο 12 του ν 1876/1990.

Ωστόσο ανέκυψε διαφωνία και διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις  ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη σανέ, με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του α.ν. 3276/1944, που όριζε ότι  «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, η σσνε ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της καθώς  και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των άνω οργανώσεων και δεσμεύει πλέον  εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική  σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 Δνη 1992/1606, ΑΠ 1905/1987,  Δνη 1988.1387,  ΑΠ 1263/1987, ΕΕΝ 1988.669, ΜονΕφΠειρ 603/2015 τνπ ΝΟΜΟΣ, 120/2019, 205/2019,755/2019 αδημ). Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, η σσνε ισχύει αφότου κυρωθεί από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας με απόφασή του, η οποία αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και κατά συνέπεια δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πριν δε από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρύθμισης των σχέσεών τους με τους  όρους της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς  κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 376/2017, 177/2016, 218/2016, σε τνπ ΝΟΜΟΣ). Επί αυτού, ωστόσο, πρέπει να λεχθεί ότι  η υπουργική κύρωση καθιστά τη σσνε πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008 ΕΝαυτΔ 2008,281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, από την οποία, ακριβώς, απορρέει, αυτοτελώς, η δέσμευση των συμβληθέντων μερών, ήδη από το χρόνο κατάρτισής της, το οποίο συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, που καθορίζεται επιτρεπτά και χωρίς κρατική παρέμβαση, από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικά προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας, χωρίς μάλιστα να υφίσταται αντίθεση  στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αυτό διότι η σσνε που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα, δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα σύμφωνα με το  άρθρο 361 ΑΚ, τα μέρη. Παρόμοια εξάλλου νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας περιέχει το άρθρο 9  του ν. 1876/1990 (σχετ.  ΑΠ 43/2017, 1107/2017 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 453/1995 Δνη 1996.652).  Έτσι  η παρεχόμενη με  το άρθρο 5 παρ. 1 του α.ν.  3276/1944 στον αρμόδιο Υπουργό (ΥΕΝ) νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της σσνε,  αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν  συμπράξει  στη  σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να αρχίζει από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την άνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση επέκτασης αναδρομικά των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίστηκε, απλά, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από  την επέκτασή της και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του άνω α.ν., επιτρέποντας τον, μη ετεροκαθοριζόμενο, ορισμό της χρονικής διάρκειας της δέσμευσης των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βούλησής τους. Επομένως, εφόσον  δίνεται έγκυρα στις σσνε αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους, αρκεί να μην είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016,  285/2015,  459/2015, 591/2014, 842/2014, 719/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ).  Μάλιστα ο ίδιος ο νομοθέτης διευθέτησε πρόσφατα το εν λόγω  ζήτημα της χρονικής ισχύος των σσνε, ως προς το οποίο προέκυψε όπως προελέχθη διχογνωμία, με το άρθρο 49 του ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Με τη  διάταξη αυτή  διευκρινίζεται η αληθής έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του  α.ν. 3276/1944 και επομένως ως ερμηνευτική διάταξη  εφαρμόζεται από το εφετείο χωρίς να περιορίζεται από το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανατρέχουσα ως προς το χρόνο έναρξης της ισχύος της, σε εκείνον (χρόνο ισχύος) της ερμηνευόμενης διάταξης (ΟλΑΠ 1/2014, 22/1997 και 10/1990). Κατά συνέπεια  με τη λήξη της καθορισθείσας χρονικής διάρκειας της σσνε,  παύει άμεσα  αυτή να ισχύει και στο εξής, τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών, ρυθμίζουν οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της.  Επομένως, αν καταρτιστεί ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας σχετικής σσνε,  το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα σσνε, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Έτσι μπορούν  οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας να συμφωνήσουν και να καταστούν περιεχόμενο αυτής οι όροι συγκεκριμένης σσνε ακόμα και μέλλουσας  (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμα  και αυτής που έληξε και αυτό είναι έγκυρο και επιτρεπτό διότι  είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα λ.χ.  το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠειρ 720/2015, ΤρΕφΘεσ. 262/2011, τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης σσνε, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση, σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, τνπ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε σσνε της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει και αυτό διότι,  στην περίπτωση αυτή, δεν ενδιαφέρει τα μέρη η δεσμευτική της δύναμη, αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε, ενώ για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995.665). Ωστόσο, για να καταστεί οποιοσδήποτε όρος σσνε και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη σσνε και όχι αόριστα στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών σσνε, διότι τότε θα ισχύει, είτε η νεότερη, αν υπάρχει, σσνε, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα σσνε (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα σσνε, εωσότου συναφθεί νέα (σσνε), η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Είναι, επομένως , πραγματικό ζήτημα το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο θα κρίνει επί αυτού κατά πρώτον με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως  το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜΕφΠειρ 160/2015, 740/2015  τνπ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ναυτικός κατάρτισε με την εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας στις 20-2-2018 δυνάμει της οποίας ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα  του ναύκληρου στο ε/γ-ο/γ πλοίο της, «HS4», μέχρι την 18η-10-2018 οπότε απολύθηκε για να ναυτολογηθεί μετατιθέμενος στο έτερο πλοίο της εναγομένης, «ΕΣ», στη συνέχεια ναυτολογήθηκε εκ νέου στις 30-10-2018 στο πρώτο πλοίο  και, στη συνέχεια, στις 30-5-2019, ο ενάγων συνήψε νέα έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας που έληξε με την απόλυσή του, λόγω καταγγελίας του πλοιάρχου, την 1η-11-2019. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν αμφισβητεί, αντίθετα συνομολογεί η εναγόμενη εργοδότρια ναυτιλιακή εταιρία   και όσα εκτέθηκαν ανωτέρω (με στοιχ. ΙΙΙ)  η συναφθείσα άτυπα με την (επανα)ναυτολόγηση του ενάγοντος στις  30-11-2018 σύμβαση, διέπεται από την σσνε που υπογράφηκε στις 31-10-2018 και κυρώθηκε με την 2242.5-1.5/80350/2018 (ΦΕΚ Β 5084/14-11-2018) απόφαση του αρμόδιου ΥΕΝ και μέχρι τη λήξη αυτής στις 31-12-2018. Από 1-1-2019 έως την λήξη της την 1-11-2019 η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος διέπεται από την κυρωθείσα με την απόφαση ΥΕΝ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ 3170/12-8-2019)  σσνε 2019 η οποία καταρτίστηκε στις 8-7-2019 και κυρώθηκε ενόσω διαρκούσε η ένδικη σύμβαση εργασίας.  Αυτό, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, αφενός λόγω της αναδρομικής υποχρεωτικής ισχύος των σσνε από της κυρώσεώς τους, ακόμα και στους τρίτους μη συμβληθέντες  και αφετέρου λόγω της συμβατικής πρόβλεψης ισχύος τους αφού από το κείμενο της από 30-5-2019 ατομικής σύμβασης του ενάγοντος προκύπτει σαφώς  η παραπομπή αυτής  στην εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο. Να  επισημανθεί  ότι αμφότερα τα διάδικα μέρη ανήκουν στα συμβληθέντα στην σύναψη των άνω σσνε μέρη ο μεν ενάγων ως μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών που ανήκει στην συμβληθείσα Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία υπέρ της οποίας παρακρατείτο από την εναγομένη κάθε μήνα από τις αποδοχές του  η εισφορά αυτού, η δε εναγομένη ως μέλος  του συμβληθέντος  Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας. Ζήτημα ανακύπτει για την εφαρμοστέα σσνε που καταρτίστηκε στις 20-2-20218 και έληξε στις 18-10-2018, πριν την υπογραφή της   σσνε του έτους 2018 στις 31-10-2018.  Από την εκτίμηση των προσκομισθέντων από τους διαδίκους  έγγραφων αποδεικτικών μέσων (οι ενόρκως βεβαιούντες ουδέν περί των ισχυουσών σσνε  αναφέρουν), συγκεκριμένα το έντυπο της ένδικης σύμβασης, τις αποδείξεις πληρωμής των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος σε συνδυασμό με το με αριθμό MTH 59 ναυτικό φυλλάδιο αυτού, αποδεικνύεται ότι τα συμβληθέντα μέρη είχαν σαφώς παραπέμψει ως προς την εφαρμοστέα σσνε  στην ισχύουσα κατά το έτος 2017 σσνε η οποία είχε προβλεφθείσα λήξη, στις  31-12-2017.  Αυτό διότι στην εγγράφως καταρτισθείσα (20-2-2018) ατομική σύμβαση υπήρχε ρητή αναφορά, ως προς το ύψος του μισθού, στην Σ(υλλογική) Σ(ύμβαση), στις αντίστοιχες εγγραφές στο φυλλάδιο του ενάγοντος  δίπλα από τον μισθό αναγραφόταν Σ(υλλογική) Σ(ύμβαση), οι δε μηνιαίες καταβολές των αποδοχών του γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω ατομικής σύμβασης, όπως αναμφισβήτητα αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζει (και) η εναγομένη, με βάση  τα ποσά που καθορίζονταν στην σσνε 2017  και συγκεκριμένα καταβάλλονταν στον ενάγοντα ο μισθός ενέργειας 1.262,14 + επίδομα  Κυριακών 277,67 ευρώ και όλα τα επιδόματα που προβλέπονταν στην εν λόγω συλλογική σύμβαση, ως καταβλητέα, για διάφορες αιτίες, στα μέλη των πληρωμάτων των πλοίων της συγκεκριμένης κατηγορίας στην οποία ανήκε και αυτό της εναγομένης.   Επομένως  ορθά εν μέρει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος με τις σσνε 2018 και 2019 με αιτιολογία που συμπληρώνεται από την ανωτέρω, ωστόσο κατά μερική παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, εσφαλμένα  εφάρμοσε την σσνε 2018 για τις ένδικες αξιώσεις του  ενάγοντος για το διάστημα από 20-2-2018 έως 18-10-2018 για το οποίο, όπως αναφέρθηκε, εφαρμοστέα είναι εκείνη του προηγούμενου έτους (2017) η οποία κατέστη περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης του ενάγοντος και όχι η ατομική σύμβαση αυτή καθεαυτή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Οι νομικοί κανόνες που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις των ναυτικών είναι ειδικοί και για το λόγο αυτό επικρατούν απέναντι στους σχετικά γενικότερους  κανόνες του εργατικού δικαίου, οι οποίοι εφαρμόζονται στις σχέσεις ναυτικής εργασίας συμπληρωματικά και επικουρικά, δηλαδή μόνον για την κάλυψη των κενών του ναυτεργατικού δικαίου (Ι. Καποδίστριας, σε ΕρμΑΚ, εισαγ. στα άρθρα 648 – 680, αρ. 59, Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, τόμος Ι, 1999, αρ. 131, σελ. 143).  Σύμφωνα   δε τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των άρθρων 1, 37 επομ. και 53 του ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, ανεξαρτήτως του είδους της παρεχόμενης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική είτε για άλλη εργασία, που θα μπορούσε να εκτελεστεί και στην ξηρά. Η πραγματική εκτέλεση πλόων και η αντιμετώπιση θαλάσσιων κινδύνων δεν είναι απαραίτητη, αρκεί να διατηρείται η ναυτική αποστολή του πλοίου (ΜΕφΠειρ. 281/2015, ΜΕφΠειρ. 147/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ), αφού χωρίς αυτήν δεν νοείται πλήρωμα, ούτε ναυτικός (ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Α. Κιάντου – Παμπούκη, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΠειρ. 460/1999, σε ΕπισκΕΔ 2000/168 επομ.). Επομένως  η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτική, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο για οποιονδήποτε λόγο παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και τελεί σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του και αποφασίσει σχετικά ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17, ΑΠ 1252/2002, Δνη 2002/1662,  ΕφΠειρ. 289/2011, ΕΝαυτΔ 2012/26, ΕφΠειρ. 371/2010, ΕΝαυτΔ 2011/110, ΕφΠειρ. 973/2005, ΕΝαυτΔ 2005/432, ΕφΠειρ. 856/2005, ΠειρΝομ 2006/81, ΕφΠειρ 537/2004, ΔΕΕ 2005/608, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Α, 2003, σελ. 185). Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να παράσχει υπηρεσίες στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγώς ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας.  Μόνο όταν η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικά και αποκλειστικά για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή ή συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός, μη όντας ενταγμένος στο συγκροτημένο πλήρωμά του, δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες του, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 365/2005, ΕΝαυτΔ 2005/81, ΑΠ 1643/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι οι ειδικότερες διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, συγκεκριμένα δε ούτε οι διατάξεις των άρθρων 39 – 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος με την ευρεία έννοια του όρου, ούτε οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (σσνε), που ρυθμίζουν τους όρους και τις αμοιβές της παροχής ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007/978, ΕφΠειρ. 545/2012, ΕΝαυτΔ 2012/388). Ο νομικός χαρακτηρισμός, εξάλλου, της εξαρτημένης εργασιακής σχέσης ως ναυτικής ή ως χερσαίας εργασίας, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα, γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την ορθή νομική υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών, έστω και αν είναι διαφορετική από εκείνη του ενάγοντος (ΑΠ 862/2003, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2001, Δνη 2001/681, ΑΠ 1129/2000, Δνη 2001/1330, ΕφΠειρ. 446/2009, ΕΝαυτΔ 2009/281, ΕφΠειρ. 869/2007, ΕΝαυτΔ 2007/387 = Δ 2007/747, ΕφΠατρ. 330/2006, ΑχΝομ. 2007/322, ΕφΑθ. 6686/2004, Δνη 2005/230, ΕφΑθ. 5415/2003, Δνη 2004/432, ΜονΕφΠειρ. 456/2015 και 743/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ). Με βάση επομένως τα αμέσως προηγουμένως αναλυθέντα, ο ισχυρισμός της εναγομένης στις πρωτόδικες προτάσεις της,  που επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ότι δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση η οικεία σσνε 2019 επειδή το πλοίο της δεν εκτελούσε δρομολόγια είναι αβάσιμος και αυτό διότι, όπως αναλύθηκε, ο χαρακτηρισμός μιας εργασιακής σύμβασης  ως ναυτικής με επακόλουθο την υπαγωγή της στις αντίστοιχες σσνε, εξαρτάται  αποκλειστικά από το αν ο προσλαμβανόμενος ναυτικός εντάσσεται σε συγκροτημένο οργανικά πλήρωμα, ανεξάρτητα αν το πλοίο εκτελεί πλόες, αρκεί να διατηρεί την ναυτική αποστολή του. Η εναγομένη δεν εκθέτει αντίθετα στοιχεία, δεν ισχυρίζεται δηλαδή ότι ο ενάγων προσλήφθηκε για παροχή μη ναυτικής εργασίας σε ένα πλοίο παροπλισμένο εκτός της ναυτικής του αποστολής και χωρίς να υπηρετεί σ’ αυτό συγκροτημένο πλήρωμα, επομένως θα πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσής της και κατά το σκέλος που εμπεριέχει τον  εν λόγω ισχυρισμό,  να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

IV. Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε  προς έμμεση απόδειξη, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), καθώς και των προσκομιζόμενων ενόρκων βεβαιώσεων,  και συγκεκριμένα:  α] αυτών που προσκομίζει ο ενάγων, των με αριθμούς …/5-2-2020 και …../13-2-2020 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμης κλήτευση της  εναγομένης (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τις …../31-1-2020 και …../10-2-2020 εκθέσεις επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας …………. καθώς και της με αριθμ. ……/5-6-2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον ομοίως του Ειρηνοδίκη Πειραιώς στην οποία κλητεύθηκε να παραστεί η εναγομένη με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος, καταχωρηθείσας στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  και  η οποία δόθηκε προς αντίκρουση των ισχυρισμών που πρότεινε κατά τη συζήτηση της αγωγής η εναγομένη καθώς και των ενόρκων βεβαιώσεων που η τελευταία προσκόμισε  και συγκεκριμένα, β] των με αριθμούς …./1-6-2020 και …../5-6-2020 οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες με αριθμό …../27-5-2020 έκθεση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ………. και με αριθμό ……/2-6-2020 του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ………., εκ των οποίων η δεύτερη δόθηκε προς αντίκρουση των αντίστοιχων ενόρκων βεβαιώσεων που προσκόμισε κατά τη συζήτηση ο ενάγων,   σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Ναύκληρου στο ε/γ-ο/γ πλοίο «ΗS4»  της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας και απασχολήθηκε σ’ αυτό από την πρόσληψή του στις 20-2-2018 έως την απόλυσή του στις 18-10-2018, λόγω μετάθεσής του σε άλλο πλοίο της εναγομένης και επαναναυτολογήθηκε στις 30-12-2018 μέχρι την απόλυσή του με αίτημα του Πλοιάρχου και χωρίς δικό του παράπτωμα, την 1η-11-2019. Το συγκεκριμένο πλοίο της εναγομένης είναι ταχύπλοο,  έχει μεταφορική ικανότητα 1.010 επιβατών και 188 ι.χ. οχημάτων, αυτοκινήτων, δεν διαθέτει καμπίνες για τους επιβάτες παρά  ελάχιστες καμπίνες για τους ανώτερους αξιωματικούς του πληρώματος και από δυο καμπίνες με τέσσερα κρεβάτια η κάθε μία προς ανάπαυση των μελών του πληρώματος, η μία για τους  θαλαμηπόλους και η άλλη για τους ναύτες και μηχανικούς.    Λόγω  δε του είδους του πλοίου (ταχύπλοο) τυγχάνει εφαρμογής ο «Κανονισμός  περί μεγίστου χρόνου απασχόλησης πληρωμάτων Ε/Γ-Ο/Γ ταχυπλόων πλοίων» που κυρώθηκε με το π.δ. 381/2001 (ΦΕΚ Α΄ 252/22-10-2001) σύμφωνα με το άρθρο 1 του  οποίου « ο χρόνος απασχόλησης των πληρωμάτων των εν λόγω πλοίων που εκτελούν πλόες εσωτερικού είναι οκτώ-8- ώρες ημερησίως μη δυνάμενη να παραταθεί πέραν των- δυο- ωρών ανά 24ωρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η ημερήσια απασχόληση μέχρι μία-1-επιπλέον ώρα δηλαδή έντεκα -11- ώρες συνολικά υπό την προϋπόθεση ότι σε περίοδο επτά ημερών το σύνολο των ωρών απασχόλησης δεν θα υπερβαίνει τις 70 ώρες. Προβλέφθηκε επίσης και προστέθηκε στο άνω άρθρο 1,  με το π.δ. 166/2005, η δυνατότητα  διακοπής  του χρόνου απασχόλησης, για διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων (4) συνεχομένων ωρών και έως έξι (6) συνεχομένων ωρών, εφόσον κατά την διάρκεια αυτής της διακοπής, από τον πλοιοκτήτη : α) παρέχονται για την ταυτόχρονη ανάπαυση του συνόλου των μελών του πληρώματος κατάλληλες ενδιαιτήσεις εντός ή εκτός του πλοίου, και  β) εξασφαλίζεται η φύλαξη και ασφάλεια του πλοίου.  Όταν παρέχονται ενδιαιτήσεις εκτός του πλοίου και δεν πρόκειται για την κατοικία του ναυτικού, θεωρούνται αυτές κατάλληλες, εφόσον ως προς τον κλιματισμό, τους κοιτώνες, τις κλίνες και τους χώρους υγιεινής, είναι ισοδύναμες με αυτές που καθορίζονται από τις αντίστοιχες διατάξεις της νομοθεσίας για την ενδιαίτηση πληρώματος των ταχυπλόων σκαφών». Τέλος στο ίδιο άρθρο 1 ορίστηκε ότι «  Γ. Παρεκκλίσεις από την εφαρμογή της απαίτησης περί χρόνου απασχόλησης επιτρέπονται:  α. σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης που αφορά την ασφάλεια του ταχυπλόου πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου ή την παροχή βοήθειας σε πλοία ή πρόσωπα που βρίσκονται σε κίνδυνο. β. σε περιπτώσεις γυμνασίων.  γ. σε περιπτώσεις ουσιωδών εργασιών επί του πλοίου οι οποίες για λόγους ασφαλείας, προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος, δημοσίου συμφέροντος, δεν είναι δυνατόν να καθυστερήσουν ή δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την έναρξη του πλου.

V. Κατά το ένδικο διάστημα το πλοίο πραγματοποίησε τα ακόλουθα δρομολόγια:

Α] από 30-3-2018 έως 15-4-2018: αναχωρούσε κάθε Παρασκευή, Κυριακή, Δευτέρα και την Πέμπτη  5-4-2018 ώρα 7.15 από Πειραιά με προορισμό  την Πάρο όπου κατέφθανε ώρα 10.20 και στη συνέχεια τη Νάξο από όπου επέστρεφε ώρα 12.05 στην Πάρο και ώρα 12.20 αναχωρούσε για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 15.25 ενώ στις 16.30 αναχωρούσε εκ νέου για Σύρο και Μύκονο και επέστρεφε από τα ίδια λιμάνια  στον Πειραιά ώρα 23.55. Τις ημέρες Τρίτη, Τετάρτη, Σάββατο και την Πέμπτη 12-4-2018  αναχωρούσε ώρα 7.15 από τον Πειραιά με προορισμό την Πάρο, Νάξο, Πάρο και επιστροφή Πειραιά ώρα 15.25.

Β] από 25-5-2018 έως και 15-6-2018 καθώς και από 15-9-2018 έως και 30-9-2018 κάθε Δευτέρα, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο το πλοίο αναχωρούσε ώρα 7.15 από το λιμάνι του Πειραιά με προορισμό  Πάρο, Νάξο, Κουφονήσι και  Κατάπολα όπου κατέπλεε ώρα 13.05 και  αναχωρούσε ώρα 15.00  προς τον Πειραιά μέσω των ίδιων λιμανιών και κατέπλεε ώρα 20.55.

Γ] από 16-6-2018 έως 28-6-2018 και από 10-9-2018 έως 14-9-2018 αναχωρούσε καθημερινά την ίδια ώρα 7.15 από τον Πειραιά  και πραγματοποιούσε το ίδιο ακριβώς όπως και αμέσως παραπάνω δρομολόγιο.

Δ] από 29-6-2018 έως και 9-9-2018 το πλοίο αναχωρούσε κάθε Δευτέρα ώρα 7.15  για το ίδιο όπως και αμέσως παραπάνω δρομολόγιο πλην όμως αναχωρούσε από Κατάπολα ώρα 14.25  και έφθανε Πειραιά ώρα 19.20. Κάθε Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη πραγματοποιούσε το ίδιο όπως και τη Δευτέρα δρομολόγιο ενώ την Παρασκευή  αναχωρούσε ώρα 7.15 για Πάρο, Νάξο, Κουφονήσι και επιστροφή μέσω των ίδιων λιμανιών στον Πειραιά ώρα 17.25 και εκ νέου αναχώρηση ώρα 18.15 για Πάρο και Νάξο και επιστροφή Πειραιά ώρα 1.20. Το Σάββατο αναχωρούσε ώρα 7.15  για Πάρο Νάξο, Κουφονήσι και Κατάπολα όπου έφθανε ώρα  13.10 και αναχωρούσε ώρα 13.30 για Πειραιά μέσω των ίδιων λιμανιών και άφιξη στον Πειραιά ώρα 19.20. Την Κυριακή αναχωρούσε από Πειραιά ώρα 7.15 με προορισμό Πάρο, Νάξο, Κουφονήσι επιστροφή από τα ίδια λιμάνια στον Πειραιά ώρα 17.25 και  νέα αναχώρηση ώρα 18.15 με προορισμό την Νάξο και Πάρο και επιστροφή Πειραιά ώρα 1.25 της Δευτέρας.

Ο ενάγων προς απόδειξη των ένδικων αξιώσεών του περί παροχής  υπερωριακής εργασίας προσκομίζει τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις συναδέλφων του (…./5-2-2020,  …../13-2-2020 και ……/5-6-2020) ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η δε  εναγομένη  προς ανταπόδειξη αυτών προσκομίζει  τις με αριθμούς …./1-6-2020 και …./5-6-2020 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………,  από την εκτίμηση των οποίων σε συνδυασμό και με τα νομοτύπως προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικτικά μέσα, σταθμιζομένων  των πρώτων κατά το μέτρο της γνώσης  και το βαθμό της αξιοπιστίας καθενός των μαρτύρων,  με την επισήμανση ότι λαμβάνονται  υπόψη από το Δικαστήριο αυτές  των μαρτύρων απόδειξης παρά το γεγονός της αντιδικίας αυτών με την εναγομένη αφού  αυτό από μόνο του  δεν μπορεί να αποκλείσει την αποδεικτική αξία όσων οι μάρτυρες καταθέτουν (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ.2004/266), καθώς  α] οι ίδιοι δεν μπορεί να ενταχθούν  πλέον στην κατηγορία των εξαιρετέων μαρτύρων μετά την κατάργηση της παρ.3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ ενώ  β] προσωπική και άμεση γνώση για τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος κυρίως και πιθανώς μόνο, οι συνάδελφοι του ναυτικοί που συνυπηρέτησαν στο ίδιο πλοίο, μπορεί να έχουν,  ενώ οποιοσδήποτε τρίτος θα έχει πληροφορίες από διηγήσεις του ίδιου του ενάγοντος. Εξάλλου και η εργοδότρια ναυτική εταιρία προσκομίζει ένορκες βεβαιώσεις προσώπων εξαρτώμενων εργασιακά από την ίδια.   Από την εκτίμηση όλων αυτών, δεν αποδεικνύεται – κατά την κρίση του Δικαστηρίου- ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι στο πλοίο ήταν ναυτολογημένο και δεύτερο πλήρωμα  κατ’ εφαρμογή του άνω Κανονισμού περί μεγίστου χρόνου απασχόλησης πληρωμάτων Ε/Γ-Ο/Γ ταχυπλόων πλοίων, έτσι ώστε όταν απασχολείται το ένα πλήρωμα να αναπαύεται το άλλο, ισχυρισμός αντικρουόμενος από τους μάρτυρες απόδειξης οι οποίοι δεν επιβεβαίωσαν την πλήρη εφαρμογή των εκ του άνω Κανονισμού υποχρεώσεων της εναγομένης, η οποία προς απόδειξή του προσκομίζει, εκτός των ενόρκων βεβαιώσεων, ένα έγγραφο ως σχετικό με αριθμό 18 σύμφωνα με το οποίο φέρεται να είχε ναυτολογηθεί ο Ιωάννης Οικονόμου με την ειδικότητα του Ναύκληρου από 25-5 έως 31-5 και τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του  2018 κατά τους οποίους οι πλόες του πλοίου της επιμηκύνονταν δύο ημέρες της εβδομάδας μέχρι ώρα 1.20 το πρωί της επόμενης ημέρας.  Δεν μνημονεύει τα ονόματα των μελών του φερόμενου ως ναυτολογηθέντος δεύτερου πληρώματος ούτε προσκομίζει άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο  του ισχυρισμού της αυτού, από το οποίο να προκύπτει, συγκεκριμένα, η ναυτολόγηση, καθ’ όλο το διάστημα της επίδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος, του δεύτερου πληρώματος, όπως τα στοιχεία των μελών του, καταστάσεις μισθοδοσίας τους ή αποδείξεις πληρωμής αυτών, αντίγραφα των συμβάσεών τους, ούτε εξάλλου και οι μάρτυρές της αντικρούουν τους ισχυρισμούς του ενάγοντος και τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης περί του ότι η εναγόμενη εταιρία  δεν μίσθωνε ξενοδοχείο για το δεύτερο πλήρωμα καθώς και ότι οι εντός του πλοίου καμπίνες δεν επαρκούσαν για την ανάπαυση όλων των μελών του δεύτερου πληρώματος αφού  υπήρχε μία καμπίνα διαθέσιμη με τέσσερα κρεβάτια χωρίς κλινοσκεπάσματα. Και δεν προβαίνει στις εν λόγω ενέργειες παρά την άρνηση της βασιμότητας του ισχυρισμού της από τον ενάγοντα και την διάψευσή του από τους μάρτυρες απόδειξης, αρκείται απλά στην άρνηση της  αγωγής και στο αίτημα αυτής για υπερωριακή εργασία από μέρους του ενάγοντος στον οποίο ωστόσο κατέβαλε αμοιβή κάθε μήνα για τέτοια εργασία.  Εξ  όλων των ανωτέρω  αποδεικνύεται  ότι υπήρξε «τυπική ναυτολόγηση» δεύτερου ναύκληρου  μόνο για τους θερινούς μήνες του έτους 2018 από 25-5-2018 και μετέπειτα έως 31-8-2018, ώστε να ανταποκρίνεται η εργοδότρια εταιρία στην εκ του νόμου υποχρέωσή της περί ναυτολόγησης  δεύτερου πληρώματος και ο εν λόγω ναυτολογηθείς ως ναύκληρος ασκούσε στην πραγματικότητα καθήκοντα ναύτη. Η κρίση του Δικαστηρίου, όπως αναφέρεται ήδη παραπάνω, στηρίζεται στις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης που δεν αντικρούονται από άλλα αποδεικτικά μέσα, αντίθετα ενισχύονται και από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης ……..  , ο οποίος καταθέτει ότι ο ενάγων ήταν αυτός που έδινε οδηγίες στο πλήρωμα περί καθαρισμού του πλοίου όταν αυτό κατέπλεε στο λιμάνι επιστροφής, μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου του, ενώ κανείς εκ των μαρτύρων ανταπόδειξης δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενδιαιτημάτων μέσα στο πλοίο  κατάλληλων για την επί ικανό χρονικό διάστημα ανάπαυση όλων των μελών του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος, ουδεμία δε αναφορά γίνεται σε εκτός του πλοίου ενδιαιτήματα. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα  σε συνδυασμό με τους  πλόες που εκτελούσε το πλοίο της εναγομένης, όπως  περιγράφονται παραπάνω, το συνομολογούμενο από τα διάδικα μέρη γεγονός ότι ο ενάγων άρχιζε να ασκεί τα καθήκοντα της ειδικότητάς του στις 6.00, μία ώρα πριν τον απόπλου του πλοίου που ήταν πάντοτε ώρα 7.15,  ότι το πλοίο δεν μετέφερε φορτηγά αυτοκίνητα αλλά μόνο ι.χ. αυτοκίνητα και ότι το πλήρωμα καταστρώματος  πάντα μετά τον κατάπλου στο λιμάνι επιστροφής, προέβαινε σε γενικό πλύσιμο αυτού καθώς και (σε συνδυασμό) με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται περαιτέρω, ως προς τις ώρες απασχόλησης, του ενάγοντος τα ακόλουθα:

Α. κατά το χρονικό διάστημα από 30-3-2018 έως  και 15-4-2018 το πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο διάρκειας  17 ωρών τις ημέρες Παρασκευή, Κυριακή, Δευτέρα καθώς και την Πέμπτη 5-4-2018, ενώ τις λοιπές ημέρες η διάρκεια του πλου ήταν 8 ώρες. Ο  ενάγων ασκούσε τα καθήκοντά του από ώρα 6.00 έως και μια ώρα μετά τον κατάπλου στο λιμάνι του Πειραιά όπου επέβλεπε την καθαριότητα του πλοίου. Επομένως η διάρκεια της απασχόλησής του κατά τους πλόες που διαρκούσαν  17 ώρες ανερχόταν σε 16 ώρες ημερησίως, όπως και ο ίδιος βάσιμα ζητά με την αγωγή του, εκ των οποίων οι 8 ώρες κατά τις καθημερινές αποτελούν υπερωριακή εργασία και αντίστοιχα το σύνολο αυτών κατά τα  Σάββατα και αργίες. Τις λοιπές ημέρες με την σημαντικά μικρότερη διάρκεια πλου, ο ενάγων εργαζόταν επί 10 ώρες (8 ώρες + 1 ώρα πριν και μετά) και δικαιούται αμοιβής για υπερωριακή εργασία 10 ωρών τα Σάββατα του εν λόγω διαστήματος και για 2 ωρών τις καθημερινές. Συγκεκριμένα και με δεδομένο ότι η 6-4, η 8-4 και 9-4 ήταν αργίες λόγω Πάσχα ο ενάγων δικαιούται  για αυτές τις  3 αργίες (Μεγάλη Παρασκευή, Κυριακή και Δευτέρα του Πάσχα) :  16 ώρες χ 3 ημέρες χ 10,95 ευρώ ωρομίσθιο υπερωρίας Σαββάτων και αργιών, για την  Πέμπτη 5-4-2018 χ 8 ώρες χ 9,12 ευρώ, για  τα 3 Σάββατα χ 10 ώρες χ 10,95 ευρώ και για τις λοιπές, καθημερινές   5 ημέρες  χ 8 ώρες χ 9,12  και 5 ημέρες χ 2 ώρες χ 9,12 ευρώ ωρομίσθιο καθημερινών και Κυριακών και συνολικά: 1.383,06 ευρώ.

Β. Το διάστημα από 25-5-2018 έως και 15-6-2018 το πλοίο εκτελούσε καθημερινά, πλην της Τρίτης και της  Τετάρτης, δρομολόγιο με ώρα απόπλου από Πειραιά ώρα 7.15 και επιστροφή ώρα 20.55, διάρκειας επομένως 14 ωρών, ο δε ενάγων εργαζόταν δύο επί πλέον ώρες, μια ώρα πριν τον απόπλου έναρξη καθηκόντων και λήξη μια ώρα μετά  τον κατάπλου, συνολικά 16 ώρες και επομένως παρείχε υπερωριακή εργασία 16 ωρών Σάββατα και αργίες και 8 ωρών τις καθημερινές και επομένως δικαιούται- πλην των ημερών που δεν συμμετείχε σε δρομολόγιο την 29 και 30 Μαΐου,  την 5, 6, 12 και 13 Ιουνίου : για 13 καθημερινές και Κυριακές χ 8 ώρες χ 9,12 ευρώ ωρομίσθιο και για  εργασία 16 ωρών τα (3) Σάββατα   χ 10,95 ευρώ ωρομίσθιο = 1.474,14  ευρώ.

Γ. Το διάστημα από 16-6-2018 έως 28-6-2018, το πλοίο πραγματοποιούσε το ίδιο με το προηγούμενο χρονικό διάστημα δρομολόγιο καθημερινά πλέον, από ώρα 7.15 έως 20.55 και επομένως όπως και σ’ αυτό παρείχε υπερωριακή εργασία 8 ωρών τις καθημερινές και 16 ωρών τα Σάββατα και δικαιούται αντίστοιχα: για  2 Σάββατα χ 16 ώρες χ 10,95 ευρώ  και για υπερωριακή εργασία 11 καθημερινών και Κυριακών χ 8 ώρες χ 9,12 = 1.152,96 ευρώ.

Δ. Το διάστημα από 29-6-2018 έως και 9-9-2018 το πλοίο απέπλεε καθημερινά ώρα 7.15 από το λιμάνι του Πειραιά και επέστρεφε ώρα 19.20 πλην της Παρασκευής και της Κυριακής κατά τις οποίες επέστρεφε ώρα 1.20 της επόμενης ημέρας. Με βάση τη διάρκεια των πλόων, 10 και 18 ωρών αντίστοιχα,  ο ενάγων παρείχε: υπερωριακή εργασία 12 ωρών  τα Σάββατα και την αργία του εν λόγω χρονικού διαστήματος (11 Σάββατα και η αργία της 15/8, 10 ώρες διάρκεια ο πλους + 1 ώρα πριν τον απόπλου και 1 ώρα μετά τον κατάπλου), κατά τις 22 ημέρες που επεκτεινόταν ο πλους (Παρασκευές και Κυριακές) παρείχε, σύμφωνα και με το αγωγικό αίτημα,  υπερωριακή εργασία 8 ωρών  (18 ώρες διάρκεια ο πλους) και τέλος, 4 ωρών τις λοιπές, καθημερινές ημέρες κατά τις οποίες το εκτελούμενο από το πλοίο δρομολόγιο διαρκούσε και, αντίστοιχα, η εργασία του ενάγοντος όπως και τα Σάββατα και δικαιούται αντίστοιχα: 12 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,95 ευρώ ωρομίσθιο + 22 ημέρες χ 8 ώρες χ 9,12 ευρώ  + 40 ημέρες χ 4 ώρες χ 9,12 = 4.641,12 ευρώ.

Ε. Το χρονικό διάστημα από 15-9-2018 έως 30-9-2018 το πλοίο εκτελούσε τα ίδια δρομολόγια με το διάστημα από 25-5-2018 έως 15-6-2018 και συγκεκριμένα αναχωρούσε ώρα 7.15 από Πειραιά και επέστρεφε ώρα 20.55, πλην της Τρίτης και της Τετάρτης που δεν εκτελούσε πλου. Στο άνω διάστημα ο ενάγων απασχολείτο από ώρα 6 το πρωί έως 10 το βράδυ (ανάληψη καθηκόντων μία ώρα πριν τον απόπλου και λήξη με την ολοκλήρωση της καθαριότητας του πλοίου) εκτός των ημερών που δεν συμμετείχε σε δρομολόγιο (18, 19, 25 και 26) και συνολικά απασχολήθηκε σύμφωνα και με το αίτημα της αγωγής επί 16 ώρες εκ των οποίων οι 8 αποτελούν υπερωριακή εργασία τις καθημερινές και Κυριακές και το σύνολό τους τα Σάββατα. Επομένως για το εν λόγω διάστημα δικαιούται για 3 Σάββατα χ 16 ώρες χ 10,95 ευρώ  ωρομίσθιο = 525,6 και για 9 καθημερινές και Κυριακές χ 8 ώρες χ 9,12 ευρώ ωρομίσθιο = 656,64 ευρώ και συνολικά 1.182,24 ευρώ.

ΣΤ. Τέλος στο χρονικό διάστημα από 10-9-2018 έως 14-9-2018  το πλοίο  της εναγομένης εκτελούσε δρομολόγιο από ώρα 7.15 έως 20.55  και  επομένως ο ενάγων, απασχολείτο με τα καθήκοντά του, όπως και αμέσως προηγουμένως, από ώρα 6 έως και μία ώρα μετά τον κατάπλου παρέχοντας εργασία 16 ωρών και δικαιούται για 4 καθημερινές χ 8 ώρες χ 9,12 ευρώ + την αργία της 14-9-2018 χ 16 ώρες  = 467,04 ευρώ. Επομένως συνολικά για το έτος 2018 δικαιούται για την άνω αιτία το ποσό 10.300,56 ευρώ.

Ζ.  Κατά το έτος 2019 το πλοίο της εναγομένης πραγματοποιούσε καθημερινά κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 30-5-2019 έως 29-9-2019, το ίδιο δρομολόγιο με ώρα αναχώρησης από Πειραιά 7.15 και ώρα κατάπλου ώρα 17.00 ήτοι διάρκειας 10 ωρών, πλην μιας ημέρας της 14ης  Ιουνίου 2019 οπότε επιμήκυνε το δρομολόγιο και επέστρεψε ώρα 1.00 της επόμενης ημέρας. Έτσι ο ενάγων εκτελούσε τα καθήκοντά του από ώρα 6.00 μέχρι και 1 ώρα μετά τον κατάπλου πραγματοποιώντας καθημερινά εργασία 12 ωρών εκ των οποίων οι 4 ώρες είναι καθημερινή υπερωριακή απασχόληση και το σύνολο αυτών υπερωριακή εργασία τα Σάββατα και τις αργίες. Έτσι με βάση και το αίτημα της αγωγής ο ενάγων δικαιούται για 103 καθημερινές και Κυριακές χ 4 ώρες χ 9,30 ευρώ της εφαρμοστέας αναδρομικά, σύμφωνα με τις άνω αναφερόμενες σκέψεις,  σσνε 2019 =3.831,6 ευρώ  και για 17 Σάββατα + 3 αργίες χ 12 ώρες χ 11,39 = 2.733,6 ευρώ και συνολικά = 6.565,2 ευρώ.

Ο ενάγων τα αντίστοιχα με τα προαναφερόμενα, ένδικα, χρονικά διαστήματα, έλαβε από την εργοδότρια αυτού ως υπερωρίες τα ακόλουθα ποσά: από 30-3 έως 31-3: 9,06 ευρώ, από 1-4 έως 15-4: 134,96 ευρώ, από 25-5 έως 31-5: 53,98 ευρώ, από 1-6 έως 30-9: 269,92 ευρώ για κάθε έναν από τους τέσσερις  μήνες του διαστήματος καθώς και τα ποσά των 40,92 ευρώ και 16,08 ευρώ που έλαβε το Δεκέμβριο 2018, αναδρομικά για το υπόλοιπο έτος ως αμοιβή υπερωρίας και συνολικά 1.334,68 ευρώ και επομένως, κατά μερική παραδοχή της ένστασης της εναγομένης που επαναφέρει με τον οικείο λόγο της έφεσής της δικαιούται τη διαφορά από (10.300,56 -1.334,68=) 8.965,88 ευρώ.  Περαιτέρω κατά το έτος 2019 και για το ένδικο χρονικό διάστημα 30-5-2019 έως 29-9-2019 ο ενάγων, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, έλαβε σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής τα ακόλουθα ποσά για αμοιβή υπερωριών: τον 6/2019, 7/2019 και 8/2019 για κάθε ένα μήνα 509,67 ευρώ + 186,04 ευρώ και τον 9/2019: 519,86 ευρώ + 189,76 ευρώ και συνολικά 2.796,75 ευρώ και επομένως δικαιούται ως διαφορά  το ποσό (6.565,2-2.796,75=)  3.768,45 ευρώ διαφορά της αμοιβής για την υπερωριακή εργασία. Συνολικά επομένως για την παροχή υπερωριακής εργασίας ο ενάγων δικαιούται 12.734,33 ευρώ. Να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι αντικείμενο της παρούσας δίκης (άρθρο 106 ΚΠολΔ) είναι η υπερωριακή εργασία και η αντίστοιχη αμοιβή της, κατά το χρόνο που αναφέρεται στην αγωγή και δεν μπορεί να καταλογιστεί στην καταβλητέα αμοιβή, για το χρόνο, αυτό η καταβληθείσα για την ίδια αιτία αμοιβή άλλου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης και της δικαστικής έρευνας. Περαιτέρω το ότι ο ενάγων υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη ή με κάποια παρατήρηση στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, ακόμα  και  στο  βιβλίο υπερωριών και χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορεί αυτό να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών  του –περί υπερωριακής εργασίας – (ΕΠ 716/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕΠ 452/2010, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), καθώς συμβαίνει συχνά οι εργαζόμενοι να υπογράφουν προκειμένου να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους εργοδότες τους και να μην τίθεται σε κίνδυνο η εργασιακή τους  σχέση.  Εξάλλου, όπως  έχει παγίως νομολογηθεί, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων ή του βιβλίου υπερωριών δεν σημαίνει,   χωρίς άλλο, παραίτησή του  από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν έχει έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΝΟΜΟΣ, EΠ 698/2014, Δνη 2015/504, ΕΠ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208).

VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες.  Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από εκείνους  της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι.  Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα  ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο αυτό ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη,  ελεύθερα  ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω  πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες σσνε αποδοχές  μόνο στην περίπτωση,  κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205).    Με τον  πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος τα καταβληθέντα στον ενάγοντα,  ως «έκτακτες αμοιβές»,  ποσά  164,15 ευρώ για το έτος 2018 και 89,25 ευρώ για το έτος 2019. Σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από 20-2-2018 και 30-5-2019 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας αποδεικνύεται ότι στην πρώτη εξ αυτών δεν συμπεριελήφθη συμφωνία περί κλειστού μισθού και καταβολής επιμισθίου (bonus) στον ενάγοντα επομένως σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις δεν μπορεί να καταλογιστούν στις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για το έτος 2018 τυχόν καταβληθέντα ποσά πέραν των νομίμων αποδοχών, επειδή δεν συντρέχουν οι κατά τα άνω προϋποθέσεις, αν και από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής δεν αποδεικνύεται ότι καταβλήθηκαν τέτοια ποσά κατά τρόπο τακτικό και πάγιο.  Στην δεύτερη από 30-5-2019 σύμβαση αναφέρεται ότι συμφωνήθηκε η καταβολή κλειστού μισθού 3.172,87 ευρώ στον ενάγοντα ναυτικό και περαιτέρω υπό τον τίτλο «συμπληρωματικοί όροι» ότι κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό  πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφιστεί με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικά με την  παρούσα σύμβαση. Όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής του έτους 2019 η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα 35,01 ευρώ τον Ιούλιο, 32,31 ευρώ τον Αύγουστο και 21,93 ευρώ τον Σεπτέμβριο υπό τον τίτλο «έκτακτες αμοιβές». Όμως, σύμφωνα και πάλι με όσα αναλύθηκαν παραπάνω, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό και αυτό διότι  δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας και επομένως δεν συντρέχουν και εδώ οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας  είναι αόριστη και δεν μπορεί να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί αν  στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009).  Πλέον αυτού θα πρέπει να επισημανθεί ότι  η εναγομένη δεν προέβαινε πάγια και τακτικά σε καταβολή ποσού, κατέβαλε  τα προαναφερόμενα και για τρεις μήνες, μόνο, ποσά.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που απέρριψε έστω και με ελλείπουσα αιτιολογία τον ισχυρισμό της εναγομένης, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε με αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προαναφερόμενος λόγος της έφεσης της εναγομένης.

VII.  Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του ο ενάγων παραπονείται για την απόρριψη από την εκκαλουμένη του αιτήματός του για την καταβολή αντιτίμου τροφής και ζητά για την αιτία αυτή το ποσό των 7.171.35 στο οποίο  εκτιμά το Δικαστήριο ότι περιορίζει  το αίτημά του ενόψει του ότι στην έφεσή του αποδέχεται ότι έλαβε από την εναγομένη για την αιτία αυτή το ποσό των 5.171,76 ευρώ. Σύμφωνα με το οικείο άρθρο 3 των εφαρμοστέων σσνε  λόγω του είδους του πλοίου, το (ημερήσιο) αντίτιμο τροφής καθορίστηκε για το έτος 2017 στο ποσό των 19,21 ευρώ, για το έτος 2018 στο ποσό των  19,59 ευρώ και για το έτος 2019 στο ποσό των 19,98 ευρώ. Έτσι  για το έτος 2017 και για τα επίδικα χρονικά διαστήματα μέχρι 18-10-2018 για τα οποία ισχύει σύμφωνα με τις αναλυθείσες παραπάνω σκέψεις η σσνε  2017 ο ενάγων δικαιούται κάθε μήνα για τροφή το ποσό των (19,21 ευρώ χ 30 ημέρες =) 576,30 ευρώ και για το διάστημα από 30-11-2018 έως 31-12-2018 το ποσό των (19,59 ευρώ χ 30 ημέρες = 587,70 ευρώ).   Σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος που προσκομίζει η εναγομένη και δεν αμφισβητούνται από τον πρώτο, αυτός έλαβε κατά το έτος 2018 τα ακόλουθα ποσά:  1/2018 : 576,30 ευρώ,  1-15/2/2018: 288,15 ευρώ (ήτοι 19,21 χ 15 ημέρες), 20-28/2-2018: 172,89 ευρώ (ήτοι 9 ημέρες χ 19,21 ευρώ), τους επόμενους μήνες έως και 9/2018 το ποσό των 576,30 ευρώ για κάθε μήνα και  από 1-18/10/2018 το ποσό των 345,78 ευρώ (ήτοι 19,21 ευρώ χ 18 ημέρες), για την 30/11/2018 : 19,21 ευρώ και για τον τελευταίο μήνα του έτους έλαβε ως τροφή το ποσό των 587,70 ευρώ. Επομένως ο ενάγων έλαβε όσα δικαιούνταν σύμφωνα με την ισχύουσα σσνε 2017 ωστόσο η εναγομένη τον Δεκέμβριο 2018 του κατάβαλε αναδρομικά 66,12 και 34,20 ευρώ με τα οποία κάλυψε το ποσό που αντιστοιχεί στην τροφή με βάση το οριζόμενο στην σσνε 2018 ημερήσιο αντίτιμο ποσού 19,59.  Στις εν λόγω  αποδείξεις πληρωμής παρατηρείται ότι από τον Οκτώβριο 2018 το αντίστοιχο έντυπο άλλαξε μορφή και δεν περιείχε την ένδειξη τροφοδοσία, αντ’ αυτής σύμφωνα με την εναγομένη τέθηκε η ένδειξη «υπερωρίες έξτρα» η οποία και πράγματι αφορούσε την καταβολή του αντιτίμου τροφής. Αυτό αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης και δη της μάρτυρος  …………… η οποία εργάζεται ως λογίστρια στον όμιλο εταιριών στον οποίο ανήκει κα η εναγομένη και  επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της αλλά και από τις ίδιες τις εγγραφές στην εν λόγω ένδειξη στα έντυπα των αποδείξεων. Συγκεκριμένα στην απόδειξη πληρωμής για το διάστημα 1-10 έως 18-10-2018 κάτω από την ένδειξη «υπερωρίες έξτρα» αναγράφεται το ποσό των 345,78 ευρώ το οποίο διαιρούμενο με τον αριθμό των ημερών (18) μας δίνει το ισχύον ημερήσιο αντίτιμο τροφής ήτοι 19,21 ευρώ, στην απόδειξη πληρωμής που αφορά την 30-11-2018 στην ίδια ένδειξη από κάτω  αναγράφεται το αντίστοιχο ποσό των 19,21 ευρώ, στη συνέχεια στην απόδειξη πληρωμής 12/2018 αναγράφεται το ποσό που δικαιούνταν ο ενάγων ως τροφή  με βάση το ποσό   του ημερήσιου αντίτιμου που όρισε η σσνε 2018: 587,70 ευρώ : 30 = 19,59 ευρώ, όσο επομένως και το ισχύον στο χρόνο αυτό ημερήσιο αντίτιμο. Κατά το έτος 2019,  σύμφωνα με τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής, ο ενάγων λάμβανε για την αιτία αυτή κάθε μήνα έως και τον Απρίλιο το ποσό των 587,70 που καθοριζόταν σύμφωνα με τα παραπάνω  από τη σσνε  2018, τον Μάιο λαμβάνει 590,68 ευρώ, τους επόμενους τρείς μήνες  το ποσό των 677 ευρώ, τον Σεπτέμβριο 690,48 ευρώ τον Οκτώβριο 599,40 ευρώ  και 19,98 ευρώ για την εργασία του την 1-11-2019. Τέλος λαμβάνει και το ποσό των 99 ευρώ ως αναδρομικά τροφής για  τους πρώτους οκτώ μήνες του έτους 2019. Σύμφωνα με την εφαρμοστέα σσνε  2019 το μηνιαίο ποσό που δικαιούνταν ο ενάγων για τροφή ανέρχεται σε 19,98 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο χ 30 ημέρες = 599,4 ευρώ. Συνεπώς ο ενάγων έχει λάβει το ποσό που δικαιούνταν ως τροφή για το έτος 2019 και αναληθώς ισχυρίζεται  με τον υπό κρίση λόγο έφεσης ότι δεν έχει λάβει κανένα ποσό για την αιτία αυτή το έτος 2019. Οι καταβολές που αφορούσαν την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας  του γίνονταν στα νεότερα έντυπα υπό την σαφή ένδειξη «Σάββατα & αργίες» καθώς και «αμοιβή υπερωριών» και επομένως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το ένδικο αίτημα περί καταβολής αντιτίμου τροφής ως πλήρως εξοφληθέν, δεχόμενο ως βάσιμο αντίστοιχο ισχυρισμό της εναγομένης περί εξόφλησης έστω και με συνοπτική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα και κατά συνέπεια είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος.     VIII. Από τη διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ B 1/07-01-1982) προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η  τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 των οικείων σσνε, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες),  χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237  226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354,  377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015,  647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).  Περαιτέρω όσον αφορά το επίδομα έχμασης  αυτό αποτελεί πρόσθετη αμοιβή προβλεπόμενη από τις ανωτέρω σσνε (άρθρο 30) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, όπως ο ενάγων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα.  Ωστόσο από τις προσκομισθείσες αποδείξεις πληρωμής το εν λόγω επίδομα δεν καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα κατά τρόπο πάγιο και σταθερό, αντίθετα καταβάλλονταν σ’ αυτόν μόνο τους θερινούς μήνες που προφανώς είναι αυξημένη η κίνηση επιβατών και οχημάτων, ένα διαφορετικό ποσό κάθε έναν από τους μήνες αυτούς με σημαντικές αποκλίσεις ως προς το ύψος του ανά μήνα και δεν αποδεικνύεται ότι αυτό καταβαλλόταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,  τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα προ του Πάσχα και επομένως δεν αποτελούσε μέρος των αποδοχών του ενάγοντος που λάμβανε αυτός τις εν λόγω ημερομηνίες. Άλλωστε και ο ίδιος ο ενάγων δεν συμπεριλαμβάνει το επίδομα έχμασης σε όλες τις αποδοχές που ισχυρίζεται στην αγωγή του ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών παρά μόνο σε εκείνες του έτους 2018 και έτσι  καταδεικνύεται ότι το επίδομα αυτό καταβαλλόταν όλως περιστασιακά. Ούτε εξάλλου ο ενάγων  εκθέτει στην αγωγή του οποιοδήποτε πραγματικό περιστατικό στο οποίο να θεμελιώνεται η ένδικη αξίωσή του περί καταβολής του επιδόματος έχμασης το οποίο υπολογίζεται με συγκεκριμένο τρόπο όπως αναφέρεται στο άρθρο 30 της οικείας σσνε. Ενόψει αυτών και σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης διαφορών στα καταβληθέντα ποσά ως δώρα εορτών όπου αναφέρονται συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος ναυτικού, αυτός δικαιούται   για τα  δώρα εορτών 2018 τα ακόλουθα ποσά τα οποία θα υπολογιστούν με βάση τις αποδοχές των ισχυουσών όπως εκτέθηκε ανωτέρω σσνε. Α] δώρο Πάσχα 2018: διάρκεια εργασιακής σχέσης (στο διάστημα από 1-1-2018 έως 30-4-2018:)  από 1-1-2018 έως 15-2-2018 και από 20-2-2018 έως 30-4-2018 = 85 ημέρες.  Τακτικά καταβαλλόμενες αποδοχές [σσνε 2017: 1.262,14 ευρώ μισθός ενέργειας + 277,67 επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς + ανθυγιεινής εργασίας + (349,06 +96,05  αποζημίωση άδειας ) + 576,3 ευρώ αντίτιμο τροφής + 23,96 επίδομα ναύκληρου + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (291,70 ευρώ + 218,77 + 291,70 + 154,97 + 1.226,16: 4 μήνες =) 585,05 ευρώ =] 3.205,45 ευρώ : 2 :15 χ (85 ημέρες : 8=)10,62 = 1.134,72 ευρώ το ποσό που δικαιούται από το οποίο μετά την αφαίρεση του συνομολογούμενου ως καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού 990,88 ευρώ, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο: 143,84 ευρώ.    Β] δώρο Χριστουγέννων 2018: διάρκεια εργασιακής σχέσης σύμφωνα με την αγωγή (στο  διάστημα από 1-5-2018 έως 31-12-2018) από 1-5-2018 έως 18-10-2018 και από 30-11-2018 έως 31-12-2018 = 203 ημέρες. Τακτικά καταβαλλόμενες αποδοχές [σσνε 2018: αντίστοιχα 1.287,38 + 283,22 + 35,92 + 454,90 +  587,7 + 24,94 + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (200,54 + 1.474,14 + 1.152,96 + 4.641,12 + 1.182,24 + 467,04 + 16,66 + 16,64 + 509,67: 6,7 μήνες =) 1.441,94 ευρώ =] 4.116,00 ευρώ : 2/25  χ (203 ημέρες :19=) 10,68 = 3.516,71 ευρώ το ποσό που δικαιούται από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος – σύμφωνα με τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής – για την αιτία αυτή ποσού 1.849,21 ευρώ, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο: 1.667,5 ευρώ. Γ] δώρο Πάσχα 2019: διάρκεια εργασιακής σχέσης καθ’ όλο το διάστημα από 1-1-2019 έως 30-4-2019. Τακτικά καταβαλλόμενες αποδοχές [σσνε 2019: 1.313.13 + 288,89 + 36,64 + 464 + 24,93 + 599,4 + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (509,67 χ 4 μήνες =) 509,67 ευρώ =] 3.236,66 : 15 ημέρες = 1.618,33 ευρώ το ποσό που δικαιούται από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος – σύμφωνα με τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής – για την αιτία αυτή ποσού 1.070,32  ευρώ, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο: 548,01 ευρώ. Δ] δώρο Χριστουγέννων 2019: διάρκεια εργασιακής σχέσης (στο διάστημα από 1-5-2019 έως 31-12-2019) από 1-5-2019 έως 1-11-2018= 185 ημέρες. Τακτικά καταβαλλόμενες αποδοχές  [σσνε 2019: 1.313.13 + 288,89 + 36,64 + 464 + 24,93 + 599,4 + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (6.565,2 + 519,86 + 17,33 = 7.102,39 ευρώ: 185 χ 30 ημέρες=) 1.152,98 ευρώ =] 3.879,97  : 2/25 χ (185 ημέρες : 19=) 9,73 = 3.020,16 ευρώ το ποσό που δικαιούται από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος – σύμφωνα με τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής – για την αιτία αυτή ποσού 1.789,30   ευρώ, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο: 1.230,86 ευρώ. Συνολικά το οφειλόμενο στον ενάγοντα ποσό για την αιτία αυτή ανέρχεται σε 3.590,21 ευρώ. Επισημαίνεται ότι για την εξεύρεση του μέσου όρου της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος ο οποίος προστέθηκε στις μηνιαίες αποδοχές του, προς υπολογισμό των ποσών που δικαιούται ως δώρα εορτών, συνυπολογίστηκαν τόσο τα ποσά που έκρινε το Δικαστήριο ότι δικαιούται ο ενάγων κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα (υπό στοιχ. V), όσο και εκείνα που κατέβαλε η εναγομένη σ’ αυτόν, στα λοιπά διαστήματα,  με  βάση τις αποδείξεις πληρωμής.  Ενόψει αυτών ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού και έχμασης στις τακτικές αποδοχές που έλαβε για την εξεύρεση των καταβλητέων για τις άνω αιτίες ποσών έστω με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα, ωστόσο έσφαλε ως προς τον υπολογισμό των ποσών γενομένου δεκτού μερικά του οικείου τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος  και του αντίστοιχου έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης με την οποία επαναφέρει τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της περί εξόφλησης των άνω ένδικων αξιώσεων, απορριπτόμενου κατά τα λοιπά ως ουσιαστικά αβάσιμου, κατά το σκέλος, με το οποίο παραπονείται για τον συνυπολογισμό της αποζημίωσης αδείας .

IX. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές και το ύψος των αποδοχών που έλαβε υπόψη του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για να του επιδικάσει το αντίστοιχο επίδομα ενώ η εναγομένη παραπονείται με τον έβδομο λόγο ισχυριζόμενη ότι το Δικαστήριο αυτό εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και επιδίκασε αμοιβή για την εν λόγω  αιτία αφού το  πλοίο της είναι ημερόπλοιο ενώ εσφαλμένα υπολόγισε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος τις οποίες έλαβε υπόψη για τον καθορισμό του επιδικασθέντος ποσού. Σύμφωνα με το άρθρο 33 των εφαρμοστέων σσνε η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. 2. Αν κατ΄ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ. η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου. 3. Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επομένη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. 4. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. 5. Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. 7. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπομένης από το παραπάνω εδάφιο β.»  Σύμφωνα επομένως με τις διατάξεις 1, 3, 4 και 7  δρομολόγια εξπρές θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Τα δρομολόγια αυτά, σε αντίθεση με εκείνα που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 των ως άνω σσνε που είναι ειδική σε σχέση προς την ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 που είναι γενική, αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας γι` αυτό και προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή για όλα τα εξπρές δρομολόγια. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρα δεν είναι η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για τον χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεση του (βλ. Εφ.Πειρ.111/2007 Δημ. ΝΟΜΟΣ, 855/2002 αδημ., ΕΠ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, Εφ.Πειρ. 1056/2000 αδημ., Εφ.Πειρ. 471/2000 αδημ.). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται με τον αριθμό 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα υπολογιζόμενη εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδίου (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα προορισμού και επιστροφής στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών με το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενδιαφερομένου, το 1/2 του ποσού αυτού αν η διάρκεια αυτή είναι από 6 έως 12 ώρες και το 1/4 αυτού αν η εν λόγω διάρκεια είναι μικρότερη από 6 ώρες (βλ. Εφ.Πειρ. 855/2002 αδημ., Εφ.Πειρ. 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμημ. Εφετ. Πειραιά 1996-97 σελ. 27, Εφ.Πειρ. 20/1999 αδημ., Εφ.Πειρ. 953/1998 αδημ.). Αντίθετα κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου της ως άνω σσνε, που ως προελέχθη είναι ειδικότερη της διάταξης της παραγράφου 3 με αποτέλεσμα να κατισχύει της παραγράφου αυτής, στις περιπτώσεις επιβατηγών ακτοπλοϊκών που έχουν τακτικές σε καθημερινή βάση αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, δηλαδή αναχωρήσεις τουλάχιστον τις έξι ημέρες της εβδομάδας προβλέπεται ειδικός τρόπος υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση των δρομολογίων αυτών ο οποίος συνίσταται στο ότι ο αριθμός των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται αυτή ισούται με τον αριθμό των πέρα των πέντε πραγματοποιούμενων δρομολογίων εβδομαδιαία. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινά περισσότερα από πέντε (τουλάχιστον έξι) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας έξι ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4 αλλά όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ.       Περαιτέρω  στις άνω αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή των εν λόγω δρομολογίων, συμπεριλαμβάνεται, όπως  και στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κάθε παροχή καταβαλλόμενη πάγια και σταθερά ως  συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά, κάθε μήνα ή, κατ’ επανάληψη, περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004.214, ΕΠ 284/2020,  200/2016, 117/2016,  442/2015, 23/2014,  618/2014 δημοσ  στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής  και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (ΕΠ. 265/2016 και  51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕΠ 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013. 220, ΕΠ 377/2011, Ε.Ν.Δ. 2011. 262, ΤριμΕΠ 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124 ).       Με βάση τα συνομολογούμενα δρομολόγια που εκτελούσε το πλοίο της εναγομένης αποδεικνύεται ότι αυτό ήταν κατά κύριο λόγο ημερόπλοιο καθώς οι πλόες του εκτελούνταν μεταξύ των ωρών 7.00 και 23.00. Ειδικά ωστόσο για το χρονικό διάστημα από 29-6-2018 έως 9-9-2018 για το οποίο αξιώνει αμοιβή δρομολογίων εξπρές ο ενάγων, αυτό εκτελούσε καθημερινά το ίδιο δρομολόγιο με απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας του Πειραιά ώρα 7.15 και επιστροφή σ’ αυτό ώρα 19.20 πλην της Παρασκευής και Κυριακής κατά τις οποίες αναχωρούσε  εκ νέου, μετά την άφιξή του, ώρα 18.15 για Πάρο και Νάξο και επιστροφή Πειραιά ώρα 1.20 της επόμενης ημέρας. Έτσι πραγματοποιούσε σύμφωνα με τις αναλυόμενες παραπάνω σκέψεις δυο δρομολόγια εξπρές επί 73 ημέρες, ήτοι  (: 7) επί 10,42 εβδομάδες τα οποία  διαρκούσαν λιγότερο από 12 ώρες και για τα οποία δικαιούται την καθοριζόμενη σύμφωνα ομοίως με τα παραπάνω  αμοιβή (παρ. 5 και 7 του άρθρου 33 της οικείας σσνε), καθώς η επέκταση αυτών μετά την ενδεκάτη βραδινή ώρα  ήταν πλέον των δυο ωρών. Επομένως ο ενάγων με βάση τις αποδοχές του όπως αυτές καθορίζονται  σύμφωνα με την εφαρμοστέα σσνε 2017 δικαιούται για τα 2 εξπρές δρομολόγια  τα ακόλουθα:  2.621,3 ευρώ αποδοχές + (μέσος όρος υπερωριών του αναφερόμενου χρονικού διαστήματος:) 1.441,94 ευρώ = 4.062,947 : 30 : 2 χ 10,42 χ 2 = 1.441,19 ευρώ. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα,  ορθά εκτίμησε  τις αποδείξεις  και δέχθηκε ότι το πλοίο της εναγομένης εκτελούσε δρομολόγια εξπρές το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα,   πλην εσφαλμένα εφάρμοσε  το νόμο και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 1.162,96 ευρώ ως  αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια αφού συνυπολόγισε (εσφαλμένα) σ’ αυτήν τον μέσο όρο των επιδομάτων εορτών γενομένου, μερικά, δεκτού ως βάσιμου του έβδομου λόγου της έφεσης της εναγομένης και απορριπτόμενου στο σύνολο αυτού του αντίστοιχου τέταρτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος.

X.   Τέλος, αποδεικνύεται ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ναυτικού  στο πλοίο της εναγομένης ήταν αορίστου χρόνου και καταγγέλθηκε στον Πειραιά, την 1η-11-2019, μονομερώς με απόφαση του Πλοιάρχου και χωρίς παράπτωμα του ναυτικού, όπως συνομολογείται από τα διάδικα μέρη.  Συνεπώς και δεδομένου ότι η απόλυση του δεν οφείλεται σε παράπτωμα του και έγινε σε λιμένα της ημεδαπής, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης ποσό ίσο με τις αποδοχές 15 ημερών, σύμφωνα με τα άρθρα 72, 75 παρ.3 και 76 παρ 1 ΚΙΝΔ, για τον υπολογισμό του οποίου λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός, κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, τα επιδόματα εορτών, όπως  και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τακτικά κάθε μήνα  ή κατ’ επανάληψη, περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜΕφΠειρ 117/2016 τνπ ΝΟΜΟΣ, 172/2008 ΕΝΔ 36.100, 719/2006 ΕΝΔ 34.355, 434/2015  τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης  (2.726,99 ευρώ : νόμιμες αποδοχές με βάση την εφαρμοστέα  σσνε 2019 + 899,12 ευρώ ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής για το ένδικο χρονικό διάστημα διάρκειας 305 ημερών (9.141,07 ευρώ συνολικό ποσό αμοιβής της εν λόγω εργασίας) + 456,24  ευρώ η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών  (1.618,33 και 3.020,19)= 4.082,35 : 30 χ 15 = ) 2.041,17 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων συνομολογεί  ότι  έλαβε ποσό 1.760,26 ευρώ επομένως απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ποσού 280,91 ευρώ γενομένου κατόπιν αυτού μερικά δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του πέμπτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και απορριπτομένου στο σύνολό του ως αβάσιμου του ένατου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ενώ και ο δέκατος λόγος αυτής πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος αφού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε βάσιμες αξιώσεις για οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές οι οποίες δεν είχαν εξοφληθεί από την εργοδότρια του δεδομένου ότι τα ποσά που η τελευταία του κατέβαλε υπολείπονταν των νομίμων και δεν υπήρξε έγκυρη συμφωνία, όπως αναλύθηκε παραπάνω για τον συμψηφισμό αυτών με το καταβαλλόμενο επιμίσθιο.

XI. Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για την παράλειψη του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμους τόκους στο ποσό που του επιδίκασε αποδεχόμενο μερικά ως βάσιμο το, καταψηφιστικό, αίτημα της αγωγής που αφορούσε την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του, αντίστοιχα δε η εναγομένη με τον δέκατο και τελευταίο λόγο της δικής της έφεσης ζητά να μην επιδικαστούν  τόκοι επιδικίας ενόψει της απόρριψης των κονδυλίων της ένδικης αγωγής, κατά μεγάλο μέρος αυτών, κατόπιν αποδοχής της ένστασης συμψηφισμού και εξόφλησης που είχε προτείνει πρωτοδίκως  η ίδια.  Σύμφωνα με το άρθρο 346 Α.Κ.  όπως ισχύει «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.»  Η θέσπιση της ισχύουσας από 12-3-2012 ως  άνω ρύθμισης με την οποία αυξήθηκε  το ποσοστό των τόκων επιδικίας, σκοπό έχει να  περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης εκείνος που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, για αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοσή της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία για αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Έτσι, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 209/2019  και 1207/2017, ΕΠ 217/2021 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ.). Στην προκειμένη περίπτωση και ενόψει της μερικής αποδοχής της έφεσης του ενάγοντος ως προς τα ποσά που δικαιούται ως διαφορά της  αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε στο πλοίο της εναγομένης, καθώς και των δώρων εορτών και της αποζημίωσης απόλυσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση για την αιτούμενη κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας  και ο άνω λόγος με το σχετικό αίτημα της εναγομένης  είναι, απορριπτέος, καθόσον από το σύνολο των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δεν προέκυψε η ουσιαστική βασιμότητα της εύλογης αντιδικίας της τελευταίας,  ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες αποδείχθηκε ότι απασχολείτο ο ενάγων (πολύωροι πλόες χωρίς την ναυτολόγηση δεύτερου πληρώματος όπως απαιτεί το π.δ. 381/2001)  και επομένως, τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσά που αντιστοιχούν στο καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, πρέπει να επιδικαστούν με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Ενόψει όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα θα πρέπει αφού γίνουν οι ένδικες εφέσεις μερικά δεκτές, ως βάσιμες κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου (ΕΠ 700/2011 τνπ ΝΟΜΟΣ) και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη  και να   υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των  (8.965,88 + 3.768,45 =) 12.734,33  ευρώ, νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα της απόλυσής του μέχρι την εξόφληση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (143,84 + 1.667,5 + 548,01 + 1.230,86 + 1.162,96 + 280,91  =) 5.034,08 ευρώ,  νομιμοτόκως ομοίως.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων  α) την με αριθμό κατάθεσης …………/5-5-2021 έφεση του ενάγοντος και β) την  με αριθμό κατάθεσης ………../23-7-2021 έφεση της  εναγόμενης εταιρίας,  στρεφόμενες αμφότερες κατά της  361/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις τυπικά ΚΑΙ, εν μέρει, ως βάσιμες κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την 20-12-2019 αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τεσσάρων  ευρώ και τριάντα τριών  λεπτών (12.734,33) ευρώ,  νομιμοτόκως από την 1-11-2019  μέχρι την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων τριάντα τεσσάρων  ευρώ και οκτώ λεπτών (5.034,08),  νομιμοτόκως από την 1-11-2019  μέχρι την εξόφληση

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της  εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων του στις 20 Απριλίου 2022.

             Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ