Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 411/2022

Αριθμός     411/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………….. ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Βασίλειο Νικολάου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Λεωνίδα Στάμου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Β. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρείας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Βασίλειο Νικολάου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

ΥΠΕΡ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Λεωνίδα Στάμου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Ο υπό στοιχ Α εφεσίβλητος-Β καθ΄ου η πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  24.9.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  9817/4411/2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1561/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ης η ανακοπή και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα –Β υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση με την από  27.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  …………./2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η ηδη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 27.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 27-4-2021 (αρ. έκθ. καταθ. …………./ 2021)  ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 1561/6-5-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (αρ. 511, 513 § 1 Κ.Πολ.Δ.), που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία  των περιουσιακών διαφορών (614 επ. ΚΠολΔ) με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) στις 28-4-2021, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης διετούς προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση  της εκκαλουμένης, ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό …………./2021 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  Επιπλέον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμεί  η από  27-4-2021 (εκθ. καταθ. ………/ 2021) αυτοτελής πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας παρέμβαση, που άσκησε  η εταιρία με την επωνυμία «…………..», η οποία πρέπει να συνεκδικαστεί με την ως άνω έφεση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ.1, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ. Με αυτήν η ως άνω προσθέτως παρεμβαίνουσα επικαλείται, ότι είναι διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης, που πλέον  ανήκει στην  αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων, που κατήρτισε με την τελευταία,  σύμφωνα με το ν. 3156/2003, περίληψη της οποίας  νομίμως δημοσιεύθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. … , αρ. ……/18.6.2019), και ότι η ως άνω αλλοδαπή εταιρία κατέστη ειδική διάδοχος της εκκαλούσας και δικαιούχος της επίδικης απαίτησης  δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που συνήψε με αυτήν, περίληψη της οποίας ομοίως νομίμως δημοσιεύθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ…. και αρ. ….). Ωστόσο,  η αυτοτελής αυτή πρόσθετη παρέμβαση τυγχάνει απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης, γιατί από τις δημοσιευμένες στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περιλήψεις των προαναφερομένων συμβάσεων με αρ. πρωτ. …/18.6.2019 και …../18.6.2019, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, δεν προκύπτει, ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η επίδικη διαταγή πληρωμής και η οποία απορρέει από τη με αρ. ……./22-12-2005 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που κατήρτισε η εκκαλούσα με τον εφεσίβλητο, πωλήθηκε και μεταβιβάσθηκε στην αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία με την ανωτέρω σύμβαση εκχώρησης και ότι ήδη την διαχειρίζεται νομίμως  η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Ειδικότερα, στο με αριθμό πρωτ. …../ 8-11-2019 κεκυρωμένο απόσπασμα του παραρτήματος της ως άνω σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ…. και αρ……), όπου περιλαμβάνονται αναλυτικά όλες οι εκχωρούμενες απαιτήσεις της εκκαλούσας Τράπεζας στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία, εμφαίνεται ως εκχωρούμενη απαίτηση με οφειλέτη τον εφεσίβλητο η απορρέουσα από την με αριθμό ………. σύμβαση, που εξυπηρετείται από τον δανειακό λογαριασμό με αριθμό …………, δηλαδή απαίτηση που φέρει  στοιχεία παντελώς διάφορά απο αυτά της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, όπου αυτή αναφέρεται, ως απορρέουσα από την με αριθμό ……/ 22-12-2205 σύμβαση πίστωσης εξυπηρετούμενη αρχικώς και έως τις 22-11-2017 απο τον λογαριασμό με αριθμό …. και ακολούθως από τον λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης με αριθμό …….., ενώ από ουδέν έτερο στοιχείο προκύπτει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις ταυτίζονται, της από 16-5-2022 σχετικής βεβαίωσης της ίδιας της αυτοτελώς παρεμβαίνουσας μη αρκούσας προς τούτο.  Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,  η ένδικη αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί και η προσθέτως παρεμβαίνουσα να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./ 2018  ανακοπή  του ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ζητεί για τον ειδικότερα αναφερόμενο λόγο (παράνομη μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975), την ακύρωση της με αριθμό  ……/ 2018 διαταγής πληρωμής  του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 6-9-2018  επιταγής προς εκτέλεση παραπόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει  στην καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα το ποσό των  35.745,12 ευρώ, εντόκως, πλέον εξόδων, από απαίτηση προερχόμενη από την αναφερόμενη σε αυτήν σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Επ’αυτής εκδόθηκε η  εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο τον ως άνω μοναδικό της  λόγο  και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την συμπροσβαλλόμενη  επιταγή προς πληρωμή. Ήδη  η καθής η ανακοπή με την κρινόμενη έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή  να απορριφθεί στο σύνολο της.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014), ώστε να μπορεί ο μεν καθού η ανακοπή να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 999/2019). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα  623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστήριο στοιχεία) είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1943/2017). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, ήτοι μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας.(ΑΠ 368/ 2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης από τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά την κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε υπό την ισχύ του ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συντέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ` όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του ν. 2459/1977 και 19 παρ. 4β του ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν και εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγ. Ορους,  και η οποία δεν θα δικαιολογείτο, αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί επίσης ότι η Τράπεζα της Ελλάδος από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993, ενώ και υπό το καθεστώς της ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε με αποφάσεις της την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης (βλ. ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002) (ΕφΛαρ 15/2018 Ισοκράτης). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη ενόψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του ν. 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕλλΔ/νη 2005/802, ΕφΑθ 1159/2012, ΔΕΕ 2012/676, ΕφΑθ 227/2012 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη. (ΑΠ 368/ 2019 τνπ ΝΟΜΟΣ)  Επομένως, είναι δυνατή η συμβατική ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης προς καταβολή της εισφοράς αυτής, η εισφορά δε αυτή, ως μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νόμιμα ανατοκίζεται (ΑΠ 669/2020, ΜΕφΚρ 3/ 2021 ,ΜΕφΘεσ 1224/2017, ΜΕφΘεσ 1086/2017, ΕπισκΕμπΔ 2017/547, ΜΕφΘεσ 473/2017, όλες δημ. στη  ΝΟΜΟΣ).

IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται,  και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής: Δυνάμει της υπ’ αρ. ………./22-12-2005 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία συνήφθη εγγράφως μεταξύ του ανακόπτοντος και της καθής η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας,  χορηγήθηκε στον πρώτο πίστωση μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ, με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο, που αποτελείτο από το Βασικό Επιτόκιο Κεφαλαίου Κίνησης Επαγγελματιών (Β.Ε.Κ.Κ.Ε.), το οποίο ανερχόταν (κατά την κατάρτιση της σύμβασης) σε 6,90%, πλέον περιθωρίου ποσοστού 1,25% και εισφοράς του ν. 128/1975 ποσοστού 0,60% (όρος 1.5). Βάσει δε του 5 ου όρου της σύμβασης, ορίσθηκε, ότι εάν οποιοδήποτε ποσό κεφαλαίου , τόκων, εξόδων κτλ. δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα από τον οφειλέτη θα βαρύνεται αυτός αυτοδικαίως και χωρίς καμία όχληση με τόκο συμβατικό μεν για τις 15 πρώτες ημέρες από την επομένη της ημερομηνίας καταβολής, υπερημερίας δε από την επομένη της 16ης ημέρας μέχρις της ολοσχερούς εξόφλησης των ληξιπροθέσμων. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι «(όρος 5.05) οι τόκοι υπερημερίας θα υπολογίζονται με το ανώτατο εκάστοτε επιτόκιο υπερημερίας, που  κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης είναι ίσο προς το συνολικό συμβατικό επιτόκιο που εφαρμόζεται στον αμέσως προηγούμενο της υπερημερίας χρόνο, προσαυξημένο κατά 2,5 % και θα συμπεριλαμβάνονται στη ελάχιστη μηνιαία καταβολή», και ότι «(όρος 5.06) οι κάθε μορφής οφειλόμενοι τόκοι σε καθυστέρηση, θα εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης με το ως άνω επιτόκιο υπερημερίας, εκτός της περιόδου των 15 πρώτων ημερών, για τις οποίες εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου (5.04) και οι ούτω παραγόμενοι τόκοι θα προστίθενται ανατοκιζόμενοι στο εκάστοτε ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανα εξάμηνο, εκτοκιζόμενοι έκτοτε με αυτό κατά τα προαναφερθέντα». Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης τηρήθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή ο υπ’ αρ. …………. λογαριασμός, ο οποίος έκλεισε, κατόπιν καταγγελίας της ένδικης συμβάσεως, στην οποία η τελευταία προέβη, ως δικαιούτο βάσει των ρητών όρων της σύμβασης, την δε καταγγελία αυτή γνωστοποίησε εγγράφως στον ανακόπτοντα την 31-1-2018, με χρεωστικό σε βάρος του υπόλοιπο ποσού 35.745,12 ευρώ. Εν συνεχεία, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της εξεδόθη η υπ’ αρ. ……./30-7-2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 35.745,12 ευρώ, πλέον των συμβατικών τόκων υπερημερίας από 23-11-2017 και εφεξής, των τόκων ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλέον εισφοράς του ν. 128/1975. Η ως άνω διαταγή πληρωμής, με την κάτωθι αυτής από 6-9-2018 επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε στον ανακόπτοντα για πρώτη φορά την 10-9-2018.

V. Με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής του, και κατ’ εκτίμηση αυτού, ο εφεσίβλητος εξέθετε ότι στην ένδικη σύμβαση πίστωσης περιλαμβάνεται παράνομος και άρα άκυρος όρος, σύμφωνα με τον οποίο η καθ` ης η ανακοπή καθ` όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης τον χρέωνε παράνομα με ποσά για την εισφορά του ν. 128/1975, καθιστώντας την απαίτησή της μη εκκαθαρισμένη. Υπό το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με όσα στις ανωτέρω σκέψεις αναπτύχθηκαν, ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον με αυτόν δεν προσβάλλεται ειδικώς συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, αλλά μόνο  υποστηρίζεται ότι η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς είναι παράνομη και άρα άκυρη και προβάλλεται, συνακόλουθα, μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης της εκκαλούσας, χωρίς ωστόσο να προβάλλεται περαιτέρω, ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ). Ο λόγος αυτός ούτε και ως αμφισβήτηση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της ένδικης απαίτησης  μπορεί να εκτιμηθεί, δοθέντος ότι η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ως ενσωματώνουσα απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ποσό της επιδικαζόμενης απαίτησης, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, πρέπει ο αμφισβητών το ύψος της επίδικης απαίτησης να προσδιορίζει επ` ακριβώς και με τρόπο ορισμένο. Άλλωστε, “βέβαιη” είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, ενώ “εκκαθαρισμένη” είναι όταν είναι ορισμένη κατά το ποσόν και το ποιόν της και δυνάμενη να καθοριστεί έστω με μαθηματικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στον ίδιο τον τίτλο, ώστε μόνη η αμφισβήτηση μέρους της απαίτησης (όπως εν προκειμένω ως προς την επιβάρυνση με την εισφορά του ν.128/1975) να μην την καθιστά ελαττωματική ως προς τα χαρακτηριστικά της αυτά, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ανακόπτων. Σε κάθε δε, περίπτωση, ο ερευνώμενος λόγος της ανακοπής είναι μη νόμιμος, διότι η ρυθμιστική ισχύς του νόμου 128/1975 εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη, και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών, με συνέπεια η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους να επιτρέπεται, όπως εκτενώς αναφέρθηκε παραπάνω,  με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου. Εξάλλου, υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων η ανωτέρω νομίμως επιβληθείσα, δυνάμει συμβατικού όρου, εισφορά σε βάρος του οφειλέτη αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και νόμιμα ανατοκίζεται (βλ. άρθρο Σ. Ψυχομάνη «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17, ΤρΕφΔυτΜακ 35/ 2018, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με τη ρητή αναφορά στη σύμβαση του συγκεκριμένου όρου  έχουν εκπληρωθεί και οι επιβαλλόμενες για την εγκυρότητα αυτού υποχρεώσεις της καθής Τράπεζας περί διαφάνειας και ενημέρωσης του οφειλέτη ανακόπτοντος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο τον λόγο αυτό της ανακοπής, εκτιμώντας ότι ο εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών, που αντιστοιχούν στην εισφορά του ν. 128/1975 ήταν παράνομος και ότι αυτά κακώς περιλήφθηκαν στο ποσό της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με  συνέπεια να πληγεί  η αποδεικτικότητα με έγγραφα και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως βασίμως παραπονείται η εκκαλούσα με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής της, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Μετά ταύτα η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, να κρατηθεί η υπόθεση από το  Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξεταστεί στην ουσία της η ένδικη ανακοπή και να απορριφθεί ο κατά τα ανωτέρω λόγος αυτής, που βάλλει τόσο κατά της διαταγής πληρωμής όσο και κατά της επιταγής προς εκτέλεση.  Ακολούθως δε,  επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της ανακοπής προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ο δε εφεσίβλητος -ανακόπτων  να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας- καθ` ης η ανακοπή αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (αρθ. 176 ΚΠολΔ), ενώ τέλος, ως προς  το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με παρόντες τους διαδίκους την από 27-4-2021 (αρ. έκθ. καταθ. ………/ 2021)  έφεση και την  από  27-4-2021 (εκθ. καταθ. …………./ 2021) αυτοτελή πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθού, ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του με αριθμό …………/2021 παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1561/2019  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί  την υπόθεση και Δικάζει την  με αριθμ. καταθ. …………/ 2018  ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει τη με αριθμό …./2018 διαταγή πληρωμή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας  και ορίζει αυτά στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ