Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 425/2022

Αριθμός     425/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ευαγγελία Κοτσίδου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………… η οποία εδρεύει στην Αθήνα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Χαράλαμπο Ρεμπέλη.

Η εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.1.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2015) ανακοπή, καθώς και τον από 15.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/201) πρόσθετο λόγο ανακοπής, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2105/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ως άνω ανακοπή και τον πρόσθετο αυτής λόγο.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η ανακόπτουσα-ασκούσα πρόσθετο λόγο ανακοπής και ήδη εκκαλούσα με την από 2.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αρχικά η  9η.12.2021 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 2105/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία  των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 643 και 591 παρ.1 περ.α ΚΠολΔ), με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 21-9-2020, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης,  ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  …………./2020 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 15-1-2015 και με αρ. καταθ. ……../2015 ανακοπή και τον από 15-7-2019 και με αρ. καταθ. ………./ 2019 πρόσθετο λόγο αυτής, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ιστορούσε ότι  τυγχάνει μέτοχος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», η οποία δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……/11-11-2002 σύμβασης παροχής πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που κατήρτισε  με την καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη Τράπεζα, έλαβε πίστωση  αρχικώς μέχρι του ποσού των  350.000 ευρώ, το οποίο αυξήθηκε σταδιακά έως 30.10.2007 με σχετικές  πρόσθετες αυτής πράξεις και ανήλθε στο ποσό των  3.350.000 ευρώ, ότι η ίδια  στις 14-11-2003 και 30-7-2007 εγγυήθηκε εγγράφως υπέρ της ως άνω πιστούχου  ενεχόμενη εις ολόκληρο με αυτήν  και ως αυτοφειλέτρια, ότι η καθ’ής στις 14-11-2014 κατήγγειλε την σύμβαση πίστωσης και ακολούθως ζήτησε και πέτυχε την έκδοση σε  βάρος αμφοτέρων της με αριθμό ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία αυτοί διατάχθηκαν να της καταβάλουν το ποσό του 1.000.000 ευρώ έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 5.11.2014 και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων πλέον εισφοράς ν. 128/1975, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και ότι ακολούθως η καθής τους επέδωσε την από 19-12-2014 επιταγή προς πληρωμή, που έχει συνταχθεί κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, με την οποία αυτή επιτάσσεται να της καταβάλλει, το ως άνω ποσό πλέον δικαστικών εξόδων, ποσού  17.000 ευρώ, και λοιπών εξόδων,  ήτοι συνολικά το ποσό του 1.017.105 ευρώ έντοκα, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 5.11.2014 και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, εκ των οποίων το ποσό των 17.105 ευρώ εντόκως από την επίδοση της επιταγή προς πληρωμή. Ζητούσε δε, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους να ακυρωθεί η ως άνω διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή. Επι της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την απέρριψε κατά το μέρος, που βάλλει κατά της διαταγής πληρωμής, ως εκπρόθεσμη, και κατά το μέρος που αφορά στην επιταγή προς πληρωμή ως αβάσιμη. Η ανακόπτουσα με την κρινόμενη έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή να γίνει  κατ΄ ουσίαν δεκτή.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με την παρ. 1 περ. α` του άρθρου 23Α του Ν. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιριών», όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 33 του Ν. 3604/2007 «1.  Δάνεια  της  εταιρείας  προς  ιδρυτάς,  μέλη  του  Διοικητικού Συμβουλίου, γενικούς διευθυντάς ή διευθυντάς  αυτής,  συγγενείς  αυτών μέχρι  και   του  τρίτου   βαθμού   εξ   αίματος   ή   αγχιστείας συμπεριλαμβανομένων ή συζύγους των ανωτέρω  ως  και  παροχή  πιστώσεων προς  αυτούς καθ` οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους, απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα. Επίσης δάνεια της εταιρείας σε τρίτους, καθώς και η παροχή πιστώσεων σ` αυτούς με οποιονδήποτε τρόπο ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών με  σκοπό την  απόκτηση  από  αυτούς μετοχών της εταιρείας, απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα”.   2. Οιαιδήποτε άλλαι συμβάσεις της εταιρείας  μετά  των  άνω  προσώπων είναι άκυροι άνευ προηγουμένης ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως  των μετόχων. Η έγκρισις δεν παρέχεται αν εις την απόφασιν αντετάχθησαν μέτοχοι εκπροσωπούντες  τουλάχιστον  το  1/3  του  εν  τη συνελεύσει εκπροσωπουμένου μετοχικού κεφαλαίου. Η απαγόρευσις αύτη δεν ισχύει  προκειμένου  περί  συμβάσεως  μη  εξερχομένης  των  ορίων  της τρεχούσης συναλλαγής της εταιρείας μετά των πελατών της» . Ακολούθως, το ως άνω άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του ν. 3604/ 2007 (ΦΕΚ Α 189/8-8-2007)ως εξής : «1. α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων που εκάστοτε διέπουν τις συναλλαγές πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με πρόσωπα τα οποία έχουν ειδική σχέση με αυτά, καθώς και του άρθρου 16α του παρόντος νόμου, δάνεια της εταιρείας προς τα πρόσωπα της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου απαγορεύονται και είναι απολύτως άκυρα. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για την παροχή πιστώσεων προς τα πρόσωπα αυτά με οποιονδήποτε τρόπο ή την παροχή εγγυήσεων ή ασφαλειών υπέρ αυτών προς τρίτους. β) Κατ` εξαίρεση, η παροχή εγγύησης ή άλλης ασφάλειας υπέρ των προσώπων της παραγράφου 5 επιτρέπεται μόνο εφόσον: αα) η εγγύηση ή η ασφάλεια υπηρετεί το εταιρικό συμφέρον, ββ) η εταιρεία έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη ή του προσώπου υπέρ του οποίου παρέχεται η ασφάλεια, γγ) προβλέπεται ότι οι λαμβάνοντες την εγγύηση ή την ασφάλεια θα ικανοποιούνται μόνο μετά την πλήρη εξόφληση ή τη συναίνεση όλων των πιστωτών με απαιτήσεις που είχαν ήδη γεννηθεί κατά το χρόνο της υποβολής σε δημοσιότητα, σύμφωνα με την επόμενη περίπτωση γ` και δδ) ληφθεί προηγουμένως άδεια της γενικής συνέλευσης, η οποία όμως δεν παρέχεται, εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα δέκατο (1/10) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου ή το ένα εικοστό (1/20), εάν πρόκειται για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο. Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει στη γενική συνέλευση έκθεση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας υποπαραγράφου. γ) Η απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται σύμφωνα με την προηγούμενη υποπερίπτωση δδ`, η οποία περιέχει τα βασικά στοιχεία της εγγύησης ή της ασφάλειας, και ιδίως το ύψος και τη διάρκεια τους, καθώς και την έκθεση του διοικητικού συμβουλίου, υπόκειται στη δημοσιότητα του άρθρου 7β. Η ισχύς της εγγύησης ή της ασφάλειας αρχίζει μόνο από τη δημοσιότητα αυτή. 2. Απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων της εταιρείας με τα πρόσωπα της παραγράφου 5 χωρίς ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει προκειμένου για πράξεις που δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας με τρίτους. 3. Η άδεια της γενικής συνέλευσης κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 δεν παρέχεται, εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου. 4. Η άδεια της παραγράφου 2 μπορεί να παρασχεθεί και μετά τη σύναψη της σύμβασης, εκτός εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι που εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου. 5. Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 ισχύουν για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, τους συζύγους και τους συγγενείς των προσώπων αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους ανωτέρω. Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί της εταιρείας, εάν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε. Το καταστατικό μπορεί να επεκτείνει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και σε άλλα πρόσωπα, όπως ιδίως στους γενικούς διευθυντές και διευθυντές της εταιρείας. 6. Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 ισχύουν και στις συμβάσεις που συνάπτουν τα πρόσωπα της παραγράφου 5 με νομικά πρόσωπα ελεγχόμενα από την εταιρεία κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε ή με ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, στις οποίες ομόρρυθμο μέλος είναι η εταιρεία, καθώς και στις συμβάσεις εγγυήσεων ή ασφαλειών που παρέχονται από τα πρόσωπα αυτά. 7. Συμβάσεις της παραγράφου 2 που συνάπτονται μεταξύ του μοναδικού μετόχου και της εταιρείας, την οποία αυτός εκπροσωπεί, καταχωρίζονται στα πρακτικά της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου ή καταρτίζονται εγγράφως επί ποινή ακυρότητας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις τρέχουσες συναλλαγές της εταιρείας.».  Από τη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι τον κανόνα αποτελεί η ακυρότητα των οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων των αναφερομένων στις διατάξεις αυτές προσώπων μετά της εταιρίας και ότι κατ’ εξαίρεσιν οι συμβάσεις αυτές είναι έγκυρες, στις περιπτώσεις της προηγούμενης ειδικής έγκρισής τους από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων ή της ένταξής τους εντός των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής της εταιρίας. Έτσι, εάν προβληθεί η ακυρότητα ορισμένης σύμβασης λόγω της κατάρτισής της με κάποιο από τα παραπάνω πρόσωπα, απόκειται στον μαχόμενο υπέρ του κύρους της σύμβασης αυτής να προτείνει νομίμως και να αποδείξει την προηγούμενη έγκρισή της από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων με την οποία συμπληρώθηκε η αντίστοιχη εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου ή ότι το αντικείμενο της σύμβασης αυτής εντάσσεται στα όρια της τρέχουσας συναλλαγής της εταιρίας υπό την ως άνω έννοια (ΑΠ 871/2014, ΑΠ 2182/2007, ΑΠ 452/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως “τρέχουσα συναλλαγή της εταιρείας με τρίτους”, όρος που χρησιμοποιείται στο Νόμο όχι κυριολεκτικά, αλλά προς δήλωση του συνήθως συμβαίνοντος, θεωρείται εκείνη που βάσει του αντικειμένου της εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων, που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσομένους με αυτή. Επομένως, σύμβαση το αντικείμενο της οποίας διαφέρει από εκείνο των συμβάσεων, που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας ή που κατά το περιεχόμενό του υπερβαίνει το συγκεκριμένο για την κάθε περίπτωση μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη δραστηριότητα της εταιρείας, την οικονομική της ευρωστία, τις ανάγκες της εταιρείας που ικανοποιούνται με τις συμβάσεις αυτές και τις συνήθειες που κρατούν στις συναλλαγές για συμβάσεις του αυτού είδους, εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής και επομένως είναι άκυρη, εάν δεν παρασχεθεί η από τις διατάξεις αυτές προβλεπόμενη ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1245/2018, AΠ 791/2015, ΑΠ 452/2005, ΑΠ 1066/2002, ΑΠ 8/2001, ΑΠ 627/1974). Οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων προσώπων της ανώνυμης εταιρίας τα οποία ασκούν έλεγχο αυτής και διαχειρίζονται την περιουσία της (ΑΠ 791/2015 NΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 1036/2017 NΟΜΟΣ). Επομένως, για την έγκυρη κατάρτιση μιας τέτοιας σύμβασης, απαιτείται προηγούμενη, ειδική άδεια κατ’ ακριβολογία: «συναίνεση» και όχι «έγκριση») της Γενικής Συνελεύσεως, που πρέπει να είναι ρητή (βλ. και ΑΠ 1036/2017 NΟΜΟΣ). Εξάλλου εφόσον η έγκριση που προβλέπεται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 23α παρ. 2 Ν. 2190/1920 χαρακτηρίζεται ως ειδική, είναι πρόδηλο ότι χρειάζεται να είναι ρητή, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ως έγκριση κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως η έγκριση του ισολογισμού του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα η απαγορευμένη σύμβαση (ΑΠ 791/2015 NΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2011, βλ. και ΑΠ 1036/2017). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174, 175 και 180 ΑΚ προκύπτει αφενός ότι δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του Νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη και αφετέρου ότι η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη αν ο Νόμος την απαγορεύει σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε [ΑΠ 1245/2018, ΑΠ 229/2017, EφΑθ 2343/2018 ΤΝΠ NΟΜΟΣ].

IV. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα-ανακόπτουσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του προσθέτου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο προέβαλε την ακυρότητα των από 14-11-2003 και 30-10-2007 συμβάσεων εγγύησης, που συνήψε με την εφεσίβλητη-καθής η ανακοπή Τράπεζα, υπέρ της πρωτοφειλέτριας εταιρίας με την επωνυμία «…………….», διότι έγιναν κατά παράβαση των όρων της διάταξης του άρθρου 23α του Ν. 2190/1920, καθώς αυτή (εκκαλούσα) ήταν μέτοχος αλλά και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, καθώς και αδελφή του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της, ……………, και δεν έλαβε προηγουμένως την απαιτούμενη άδεια από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος, διότι η επικαλούμενη προς στήριξη του διάταξη (23α του Ν. 2190/1920) απαγορεύει την παροχή  εγγύησης εκ μέρους της ανώνυμης εταιρείας υπέρ μελών του Δ.Σ., προσώπων που ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, συγγενικών τους προσώπων, συζύγων ή νομικών προσώπων που ελέγχονται από τους ανωτέρω και δεν καταλαμβάνει την αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή αυτή κατά την οποία τα παραπάνω πρόσωπα εγγυώνται για την εξασφάλιση απαιτήσεων της δανείστριας σε βάρος της Ανώνυμης Εταιρείας, όπως εν προκειμένω. Επιπροσθέτως, δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε η παρ. 2 του άρθρου, διότι αυτή αφορά σε περίπτωση σύναψης σύμβασης της ίδιας της Ανώνυμης Εταιρίας με τα προαναφερόμενα πρόσωπα. Τέλος, αβάσιμος τυγχάνει και ο περιλαμβανόμενος στον ως άνω πρόσθετο λόγο της ανακοπής ισχυρισμός της εκκαλούσας -ανακόπτουσας, ότι οι ως άνω συμβάσεις εγγύησης τυγχάνουν άκυρες, διότι έγιναν σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης εντολής, που η ίδια συνήψε με την πρωτοφειλέτρια ανώνυμη εταιρία, ομοίως δίχως τις διατυπώσεις της διάταξης του άρθρου 23α παρ.2 ν. 2910/1920. Και τούτο, επειδή αφενός δεν αποδείχθηκε η κατάρτιση της επικαλούμενης σύμβασης εντολής και αφετέρου και σε κάθε περίπτωση, διότι η σύμβαση εγγύησης  έχει αφηρημένο χαρακτήρα, με την έννοια ότι ο κύρος της δεν εξαρτάται από την εσωτερική σχέση που συνδέει τον πρωτοφειλέτη με τον εγγυητή (σχέση κάλυψης), και ως εκ τούτου τυχόν ελαττώματα της τελευταίας δεν μπορούν να προβληθούν έναντι του τρίτου δανειστή που είναι αμέτοχος στη σχέση αυτή (Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, κατ’άρθρο ερμηνεία, άρθρο 847 ΑΚ, παρ.4 σελ. 362, άρθρο 853 ΑΚ, παρ. 28, σελ. 383). Κατά συνέπεια, και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω πρόσθετο λόγο ανακοπής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και συνεπώς ο ερευνώμενος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

V. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο ισχυρίζεται, ότι η εφεσίβλητη ενήργησε καταχρηστικά προβαίνοντας στην καταγγελία της επίδικης σύμβασης πίστωσης, κλείνοντας τους τηρούμενους στο πλαίσιο αυτής λογαριασμούς, και εν συνεχεία επιδιώκοντας την είσπραξη του συνόλου της απαίτησης της, παρόλο που γνώριζε την οικονομική κρίση που τότε έπληττε τον κατασκευαστικό κλάδο της χώρας και συνακόλουθα και την ίδια την πρωτοφειλέτρια, κατασκευαστική εταιρία, η οποία κατά την μακρόχρονη συνεργασία τους ήταν πάντα συνεπής στις έναντι αυτής υποχρεώσεις της. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον δεν συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της εφεσίβλητης επέφερε τυχόν βλάβη στην εκκαλούσα, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λχ όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτηση του, διακόπτοντας παράλληλα την πίστωση του οφειλέτη, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους του, καθώς τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με την διαχείριση της περιουσίας του (ΑΠ 267/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα όσα η εκκαλούσα για πρώτη φορά αναφέρει με τον ως άνω λόγο της έφεσης, προκειμένου να στηρίξει την καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς της εφεσίβλητης σε βάρος της, και συγκεκριμένα: α) ότι η τελευταία αρνήθηκε να επιστρέψει στη πρωτοφειλέτρια εταιρία τα σώματα των επιταγών της εταιρίας «…………», που είχε καταθέσει προς προεξόφληση στο πλαφόν της και  τελικώς αναγκάστηκε να καταβάλει το ποσό τους, μετά την σφράγιση τους από την εφεσίβλητη, με συνέπεια να μην μπορέσει να στραφεί κατά της εκδότριας των επιταγών για να αξιώσει τα καταβληθέντα ποσά  και να αποκτήσει ισόποση ρευστότητα, β) ότι εκ του λόγου  αυτού η πρωτοφειλέτρια εταιρία στερήθηκε της δυνατότητας να εξέλθει από το σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, γεγονός που έπληξε την δυνατότητα της για διενέργεια τραπεζικών συναλλαγών και δυσχέραινε έτι περαιτέρω την οικονομική της κατάσταση, και γ) ότι η εφεσίβλητη αρνήθηκε να συμπράξει για να ρυθμισθεί το χρέος της, με συνέπεια αυτό να συνεχίσει να διογκώνεται, απαραδεκτώς προβάλλονται εν προκειμένω και δεν δύνανται να ληφθούν υπόψιν, καθόσον, νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β` ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του  στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια δίκη ή με το δικόγραφο της έφεσης, των πρόσθετων λόγων αυτής ή της αναιρέσεως, κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ.2 εδ. β` ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται αν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έτσι, μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των, τυχόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής. Ομοίως δε, δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις, ή την έφεση, (όπως συμβαίνει εν προκειμένω), τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση (ΑΠ 925/ 2020, 1298/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, όσον αφορά στον ισχυρισμό της εκκαλούσας, ότι η εφεσίβλητη καταχρηστικά ενεργώντας προέβη σε κατάσχεση της προσωπικής της περιουσίας και δη μόνον για το ποσό των 50.000 ευρώ, ενώ η αξία του κατασχεθέντος ακινήτου της, ανέρχεται σε 600.000 ευρώ, και ότι περαιτέρω  προέβη και σε κατάσχεση των τραπεζικών της λογαριασμών, αυτός απαράδεκτα προβάλλεται, ομοίως  για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ τυγχάνει απαράδεκτος και για το πρόσθετο λόγο ότι αφορά σε καταχρηστικότητα, που πλήττει την πράξη της κατάσχεσης και όχι την προσβαλλόμενη με την ανακοπή επιταγή προς πληρωμή. Μετά ταύτα, ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του.

VI. Κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν αποκλείεται από ενδεχόμενη παραίτησή του εκ των προτέρων από του κατ` άρθρο 855 ΑΚ δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθέρωσης), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 332 εδ.α ΑΚ είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 1491/2018, ΑΠ 296/2017). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστού (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκαμε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 Α.Κ.) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερομένη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτου ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτου ή παρατείνει την προθεσμία εξοφλήσεως, εν αγνοία του εγγυητού, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ` αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστού οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθερώσεώς του. Τέλος, εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρείας αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρείας, αξιολογική κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (Α.Π.90/2021,  267/2021, ΕφΛαμ 5/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VIII. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη  του τρίτου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο προβάλλει τον ισχυρισμό ελευθερώσεως της κατ’ άρθρο 862 ΑΚ, διατεινόμενη ότι η ικανοποίησή της εφεσίβλητης από την πρωτοφειλέτρια εταιρεία, κατέστη αδύνατη από ίδιον πταίσμα, καθόσον προέβη σε χορήγηση προς αυτήν πίστωσης μεγάλων χρηματικών ποσών χωρίς να ελέγξει προηγουμένως, αν αυτή συνέχιζε την παραγωγική της δραστηριότητα, ούτε φρόντισε να λάβει ανάλογες εμπράγματες εξασφαλίσεις, ενώ επί μακρόν αδράνησε να στραφεί εναντίον της και να ζητήσει την αποπληρωμή της οφειλής της, όταν αυτή ήταν ακόμα φερέγγυα και αξιόχρεη, όπως και να προβεί και σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της.  Όπως προαναφέρθηκε, η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου και κατά συνέπεια ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από τη σχετική ένσταση. Η  παραίτηση,  όμως, αυτή δεν ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 332 ΑΚ για τον αποκλεισμό της ευθύνης του δανειστή από δόλο ή βαρειά αμέλεια. Εν προκειμένω δε, όπως αναφέρεται στην ανακοπή, η εκκαλούσα -ανακόπτουσα παραιτήθηκε  με ρητό όρο της ένδικης σύμβασης εγγυήσεως από την ένσταση του άρθρου 862 ΑΚ, με συνέπεια εν προκειμένω η ευθύνη της εφεσίβλητης, δανείστριας τράπεζας, να περιορίζεται μόνο σε πταίσμα αυτής από δόλο ή βαριά αμέλεια. Ωστόσο, η προβαλλόμενη ένσταση ελευθέρωσης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο πάσχει αοριστίας, διότι δεν αναφέρεται η περιουσιακή κατάσταση της πρωτοφειλέτριας εταιρίας (δηλαδή τα περιουσιακά της στοιχεία και η αξία τους) κατά τον χρόνο σύναψης των συμβάσεων πίστωσης, ούτε συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το αναξιόχρεο της, (και πότε αυτό επήλθε και με ποιόν τρόπο)  (η εκκαλούσα αναφέρει μόνον όλως αορίστως ότι το τελευταίο διάστημα η πρωτοφειλέτρια εταιρία σταμάτησε την εμπορική της δραστηριότητα), ώστε να κριθεί περαιτέρω και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του επικαλούμενου πταίσματος της εφεσίβλητης-καθ` ης και της επιγενόμενης αδυναμίας ικανοποίησης  αυτής από την περιουσία της πρωτοφειλέτριας εταιρίας,  και δη η αμέλεια αυτής να ελέγξει την οικονομική φερεγγυότητα της πριν την παροχή των πιστώσεων (η τελευταία σύμβαση πίστωσης συνήφθη στις 30.10.2007) και τη διαμόρφωση της τελικής οφειλής καθώς και η αποδιδόμενη σε αυτήν αδράνεια και ολιγωρία να προβεί στις δέουσες ενέργειες  σε βάρος της τελευταίας προς είσπραξη της απαίτησης της, δεδομένου μάλιστα ότι η εκκαλούσα αντιφατικά με τον προηγουμένως εξετασθέντα λόγο της ανακοπής της ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη  καταχρηστικά προέβη στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης  στις 14-11-2014 ευθύς αμέσως μόλις η πρωτοφειλέτρια αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και δεν μπόρεσε, για πρώτη φορά στα χρονικά της συνεργασίας τους, να είναι συνεπής απέναντί της. Η εκκαλούσα, εξάλλου, απαραδέκτως αποπειράται να συμπληρώσει εν μέρει τα ως άνω στοιχεία, αναφέροντας για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης ότι ο τζίρος της πρωτοφειλέτριας μειώθηκε κατά 400% κατά την διετία 2011-2012, και ότι το χρέος αυτής διογκωνόταν υπέρμετρα επι εξαετία με τόκους και προσαυξήσεις καθιστώντας αδύνατη την ικανοποίηση της εφεσίβλητης από την περιουσία αυτής, η εμπορική αξία της οποίας  έβαινε συνεχώς μειούμενη, δίχως, όμως, και πάλι να την προσδιορίζει. Τέλος, αναφορικά με την επικαλούμενη  παράλειψη της εφεσίβλητης για εμπράγματη εξασφάλιση της απαίτησης της, τούτο δεν μπορεί να θεμελιώσει κατά του πιστοδότη ένσταση αποσβέσεως της εγγυήσεως, κατ` άρθρο 862 ΑΚ και κατ` επέκταση, δεν ελευθερώνεται ο εγγυητής όταν κατά τον χρόνο της εγγύησης η απαίτηση δεν ασφαλίζεται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων του πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1068/ 2017, 2205/2009, ΕφΑθ 624/ 2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός ανακοπής πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, όπως ορθά έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

ΙΧ. Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης προς έρευνα πρέπει αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη και  να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του  παραβόλου, ποσού 100,00 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως,  ενώ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 58 παρ.3, 63 παρ.1 περ.i γ, 65, 68 παρ.1 και 2 και 69 του Ν.4194/2013), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  του παραβόλου της έφεσης.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και τα ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   8 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ