ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός 35/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η υπό κρίση από 16-1-2017 και με Γ.Α.Κ. … Ε.Α.Κ. … έφεση της ηττηθείσας εν μέρει πρωτόδικα τρίτης εναγομένης κατά της με αριθ. 3413/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία αυτής (τρίτης εναγομένης) και της ενάγουσας της από 30-10-2009 και με Α.Κ. …. αγωγής (για τους λοιπούς εναγόμενους, με την ίδια απόφαση, η συζήτηση κηρύχθηκε ματαιωθείσα). Η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 498, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ.1, 517 εδ. α’ και 518 παρ.1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 498 και 518 τροποποιήθηκαν με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 22-12-2017, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία σημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. επί επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης που η εκκαλούσα προσκομίζει και επικαλείται, ενώ η έφεσή της κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-1-2018. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την προαναφερθείσα από 30-10-2009 και με Α.Κ. ….. αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής αυτής, ισχυρίστηκε ότι είναι ιδιοκτήτρια του με αριθμό κυκλοφορίας …….Δ.Χ. φορτηγού αυτοκινήτου, με το οποίο εκτελεί μεταφορές. Ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία, της οποίας μοναδικός εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος, διατηρεί στον Πειραιά πρατήριο υγρών καυσίμων, το οποίο είναι ενταγμένο στο δίκτυο της τρίτης εναγομένης εταιρίας παραγωγής και εμπορίας καυσίμων και πωλεί υπό το σήμα της τελευταίας (…..) αποκλειστικά προϊόντα που αυτή της παρέχει. Ότι στις 30-1-2003 έγινε έλεγχος από το Σ.Δ.Ο.Ε. Αττικής στο άνω φορτηγό της, το οποίο στις 28-1-2003 είχε εφοδιαστεί με πετρέλαιο από το άνω πρατήριο και διαπιστώθηκε ότι στο ρεζερβουάρ του υπήρχε πετρέλαιο κίνησης νοθευμένο κατά ποσοστό 22% τουλάχιστον με φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνης θέρμανσης). Ότι την παράνομη αυτή νοθεία είχε διενεργήσει ο δεύτερος εναγόμενος για λόγους κερδοσκοπίας της πρώτης εναγομένης εταιρίας, η οποία του ανήκε και ήταν νόμιμος εκπρόσωπός της. Ότι ακολούθως της επιβλήθηκε από το Ζ’ Τελωνείο Ελευθέρων Τελωνειακών Συγκροτημάτων Πειραιά διοικητικό πρόστιμο 3.000,13 ευρώ, το οποίο, αν και δεν είχε καμία ευθύνη για τη νοθεία, αναγκάστηκε να καταβάλει για να της επιστραφούν οι πινακίδες και τα έγγραφα του αυτοκινήτου της. Ότι ακολούθησε άσκηση σε βάρος της ποινικής δίωξης για λαθρεμπορία καυσίμων, για την οποία παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Γ’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, το οποίο, με τη με αριθ. 14.715/2007 απόφασή του, την αθώωσε. Ότι περαιτέρω, λόγω της εισόδου νοθευμένου καυσίμου στον κινητήρα του φορτηγού της, υπέστη αυτό τις περιγραφόμενες φθορές, μειώθηκε η αγοραστική του αξία και η ίδια απώλεσε ημερομίσθια δυο ημερών από την εργοδότριά της που εδρεύει στον ….., επειδή δεν μπόρεσε να το χρησιμοποιήσει για τις διανομές της κατά τις δυο ημέρες που αυτό παρέμεινε στο συνεργείο για επισκευή. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, η οποία δήλωσε, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πριν την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, ότι δεν εισάγει την αγωγή προς συζήτηση ως προς τους δυο πρώτους εναγόμενους –επικαλούμενη ευθύνη της τρίτης εναγομένης, επειδή ήταν αποκλειστική προμηθεύτρια του άνω πρατηρίου και χρησιμοποιούσε τους δυο πρώτους εναγόμενους στο πεδίο της επαγγελματικής της δραστηριότητας προς όφελός της και για την επίτευξη κέρδους μέσω των πωλήσεων του πρατηρίου τους, το οποίο όφειλε να ελέγχει τακτικά και να αποστέλλει δείγματα των προμηθευομένων απ’ αυτές καυσίμων για έλεγχο στο Γενικό Χημείο του Κράτους, ώστε να αποτρέπει την πώληση απ’ αυτό νοθευμένων καυσίμων στους καταναλωτές – ζήτησε να υποχρεωθεί η τρίτη εναγόμενη να της καταβάλλει το ποσό των 3.005,13 ευρώ ως θετική ζημία της από το άνω διοικητικό πρόστιμο που αναγκάστηκε να καταβάλει χωρίς ευθύνη της, το ποσό των 165,20 ευρώ ως θετική ζημία της για το κόστος αποκατάστασης των περιγραφόμενων φθορών που υπέστη το άνω φορτηγό αυτοκίνητό της λόγω της λειτουργίας του με νοθευμένο καύσιμο, το ποσό των 400,00 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος της από την απώλεια δυο ημερομισθίων κατά τις δυο ημέρες που το φορτηγό της παρέμεινε ακινητοποιημένο στο συνεργείο, το ποσό των 1.500,00 ευρώ ως θετική ζημία της, λόγω μείωσης της αγοραστικής αξίας του φορτηγού αυτοκινήτου της μετά τις φθορές που υπέστη ο κινητήρας του και το ποσό των 30.000,00 ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία της τρίτης εναγομένης και των προστηθέντων της πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, η οποία επέφερε πλήγμα στην τιμή και την υπόληψή της ως ατόμου και στη φήμη της ως επαγγελματία, ήτοι, συνολικά, ζήτησε να της επιδικασθεί το ποσό των 35.300,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο επέλευσης κάθε επιμέρους ποσού θετικής ή αποθετικής της ζημίας, και όσον αφορά το κονδύλι χρηματικής ικανοποίησης, από την επομένη της διάπραξης του αδικήματος (4-7-2002), άλλως όλα τα κονδύλια της αγωγής από τον τελευταίο αυτό χρόνο, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι και την εξόφληση. Ακόμη ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η τρίτη εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση ως προς την πρώτη και το δεύτερο των εναγομένων, δικάζοντας αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, έκρινε νόμιμη την αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 713 επ, 914, 922, 932 Α.Κ, 91 Ε.Ν, 3 Εισ.Ν.Α.Κ, 4 π.δ. 219/1991 και στη συνέχεια, δικάζοντας επί της ουσίας, δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτή (αγωγή) ως προς την τρίτη εναγόμενη, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.000,13 ευρώ ως αποζημίωση για το διοικητικό πρόστιμο που της επιβλήθηκε χωρίς ευθύνη της και το ποσό των 1.000,00 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία των προστηθέντων της τρίτης εναγομένης, τα δε ανωτέρω ποσά, συνολικού ύψους 4.000,13 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της άνω απόφασης, παραπονείται τώρα η τρίτη εναγομένη με την υπό κρίση έφεσή της, για τους περιεχόμενους σ’ αυτή λόγους, η εξέταση των οποίων ακολουθεί και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή στο σύνολό της. Κατά την έννοια του άρθρου 922 Α.Κ. «προστηθείς», για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται κατά τους όρους της διάταξης αυτής το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως «προστήσαντος» απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς στη διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού κάτω από τις οδηγίες και τις εντολές του ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του. Δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης, αλλά η πρόστηση μπορεί να στηρίζεται και σε πραγματικό γεγονός ή να γίνεται ευκαιριακά για μία μόνο συγκεκριμένη πράξη. Έτσι, δεν έχει σημασία ο τρόπος πρόσληψης του προστηθέντος, ούτε αν η πρόσληψή του έγινε από άλλον και όχι από τον προστήσαντα, αρκεί ότι ο προστηθείς ενεργούσε υπό τις οδηγίες και εντολές του τελευταίου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του (π.ρ.β.λ. Α.Π. 121/2002, Α.Π. 687/2011, Α.Π. 844/2010, Α.Π. 316/2009, Α.Π. 1134/2007). Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον, όχι μόνο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υπάρχει όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε μέσα στα όρια των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή με την ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθησαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον, όμως, μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Α.Π 355/2013, Α.Π. 1351/2012, Α.Π. 959/2004, Α.Π. 26/2004, Α.Π. 22/2004, Α.Π. 957/2003). Αντιθέτως, δεν ευθύνεται ο προστήσας όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του δράστη, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τυπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα απ’ αυτή και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (Α.Π. 899/2014, Α.Π. 838/2011, Α.Π. 9/2011, Α.Π. 957/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 αριθ. 2 του Ν. 3054/2002 «Οργάνωση της αγοράς πετρελαιοειδών και άλλες διατάξεις», όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά το χρόνο διαπίστωσης της επίδικης παράβασης (30-1-2003) και πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 3335/2005 «Οι κάτοχοι άδειας λιανικής εμπορίας προμηθεύονται τα πετρελαιοειδή προϊόντα μόνον από κατόχους άδειας εμπορίας. Εφόσoν η διακίνηση του προϊόντος γίνεται από τον κάτοχο άδειας λιανικής εμπορίας, αυτός φέρει την αποκλειστική ευθύνη για τη διακίνηση του προϊόντος και τη διάθεσή του στους τελικούς καταναλωτές, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 και της παραγράφου 7 του άρθρου 6 του νόμου αυτού». Τέλος, κατά τα άρθρα 422 αριθ. 1 και 3 και 431 της με αριθ. 14/1989 Αγορανομικής Διάταξης, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο διαπίστωσης της επίδικης παράβασης (Άρθρο 422 1) Οι πωλήσεις υγρών καυσίμων διενεργούνται αποκλειστικά και μόνο από τις εταιρείες εμπορίας και διανομής πετρελαιοειδών, οι οποίες έχουν το δικαίωμα παραλαβής υγρών καυσίμων από τα Διϋλιστήρια (Νόμος 1571/1985, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 1769/1988) ή δια μέσου των πρακτόρων ή παραγγελειοδόχων τους, από τους πρατηριούχους (με αντλία ή με άλλα μέσα για θέρμανση), καθώς και από τους μεταπωλητές καυσίμων μόνο για θέρμανση, εφόσον αυτοί (μεταπωλητές) έχουν νόμιμη επαγγελματική στέγη και εγκαταστάσεις μόνιμες ή βαρέλια για αποθήκευση ποσοτήτων υγρών καυσίμων που αγοράζουν από τις παραπάνω εταιρείες. …… 2) ……. 3) Τα υγρά καύσιμα που διατίθενται από τις παραπάνω εταιρείες ή από τους πράκτορες και παραγγελειοδόχους τους, μεταφέρονται και παραδίνονται στην αποθήκη των αγοραστών (καταναλωτών, πρατηριούχων, μεταπωλητών), με ευθύνη του μεταφορέα και εκείνου που τον έχει προστήσει, τόσο για την ποιότητα όσο και για την ποσότητα. Τα σχετικά δικαιολογητικά πώλησης με τα οποία συνοδεύεται υποχρεωτικά το φορτίο που μεταφέρεται κάθε φορά εκδίδονται στο όνομα των αγοραστών. Και (Άρθρο 431 1) Οι εταιρείες εμπορίας και διανομής πετρελαιοειδών, στη περίπτωση παράδοσης υγρών καυσίμων με βυτιοφόρα που ανήκουν σε αυτές, υποχρεούνται να παραδίδουν στους πρατηριούχους λιανοπωλητές σε κάθε παράδοση δείγμα από αυτά. Σε περίπτωση που η μεταφορά και η παράδοση γίνεται από εταιρείες μεταφορών καυσίμων των παραπάνω, υποχρέωση έχουν οι μεταφορείς. 2) Το δείγμα αυτό, ποσότητας ενός (1) λίτρου τουλάχιστον, λαμβάνεται κατά την εκφόρτωση του καυσίμου στις δεξαμενές του πρατηρίου από τον σωλήνα εκροής του βυτιοφόρου, οπωσδήποτε μετά την δίοδο των πρώτων είκοσι (20) λίτρων και τοποθετείται σε λευκοσιδηρό δοχείο ανάλογης χωρητικότητας, το οποίο σφραγίζεται με σφραγίδα του τύπου που αναφέρεται στο άρθρο 392 της παρούσας. Σε κάθε δείγμα τοποθετείται πινακίδα που ασφαλίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με την παραπάνω σφραγίδα, η οποία υπογράφεται από τον μεταφορέα που παραδίδει το καύσιμο και τον πρατηριούχο που το παραλαμβάνει και έχει τις εξής ενδείξεις: α) Δείγμα βυτιοφόρου καυσίμου. β) Είδος καυσίμου. γ) Παραληφθείσα ποσότητα. δ) Ονομασία ή τίτλος της εταιρίας εμπορίας και διανομής πετρελαιοειδών από την οποία προέρχεται το καύσιμο. ε) Όνομα του παραλήπτη πρατηριούχου και διεύθυνσή του. στ) Ονομασία ή τίτλος της επιχείρησης στην οποία ανήκει το βυτιοφόρο μεταφοράς του καυσίμου. ζ) Αριθμός κυκλοφορίας του βυτιοφόρου και όνομα του οδηγού. η) Αριθμός τιμολογίου πώλησης του καυσίμου, εάν έχει εκδοθεί τέτοιο, διαφορετικά του δελτίου αποστολής. θ) Ημερομηνία δειγματοληψίας. ι) Ο αριθμός της σφραγίδας». 3) Οι πρατηριούχοι υγρών καυσίμων υποχρεούνται να παραλαμβάνουν το παραπάνω δείγμα και να το φυλάσσουν μέχρι να εξαντληθεί η ποσότητα του καυσίμου από το οποίο έχει ληφθεί. 4) Στα παραστατικά στοιχεία πώλησης του καυσίμου (τιμολόγιο πωλήσεως ή δελτίο αποστολής) πρέπει να αναγράφονται οι αριθμοί των παραδιδομένων σφραγίδων για την σφράγιση των δειγμάτων βυτιοφόρου. Η παράδοση των δειγμάτων πιστοποιείται ενυπογράφως επί του παραστατικού στοιχείου και από τα δύο μέρη». Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα με αριθ. 1313/2015 και 4022/2007 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικώς, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα: Στην … Αττικής στις 30-1-2003 κλιμάκιο ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών διενήργησε έλεγχο καυσίμων στο ρεζερβουάρ του με αριθ. κυκλοφορίας ………. φορτηγού Δ.Χ. αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης …….., η οποία είναι αυτοκινητίστρια, με έδρα στον …, το οποίο οδηγούσε ο σύζυγός της …….. και έλαβε δείγμα εις διπλούν πετρελαίου κίνησης, συντάχθηκε δε σχετικά το από 30-1-2003 πρωτόκολλο δειγματοληψίας και στάλθηκαν τα δείγματα για έλεγχο στο Γενικό Χημείο του Κράτους. Το πετρέλαιο κίνησης με το οποίο ήταν εφοδιασμένο το άνω φορτηγό αυτοκίνητο, ποσότητας περίπου 50 λίτρων, το είχε προμηθευτεί από την πρώτη εναγόμενη εταιρία λιανικής εμπορίας πετρελαιοειδών «……….» (όπως προκύπτει και από τα υπ’ αριθ. ………… δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης αυτής), η οποία διατηρούσε, μέχρι τουλάχιστον το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, πρατήριο λιανικής πώλησης υγρών καυσίμων στον Πειραιά, επί της οδού … αριθ. … και είχε μοναδικό εταίρο το νόμιμο εκπρόσωπό της …… (δεύτερο εναγόμενο). Η πρώτη εναγόμενη εταιρία είχε προμηθευτεί την άνω ποσότητα πετρελαίου κίνησης, ως τμήμα μείζονος ποσότητας 10.007 λίτρων τέτοιου πετρελαίου, από την κάτοχο αδείας εμπορίας πετρελαιοειδών τρίτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εταιρία «………», με την οποία είχε εμπορική συνεργασία και χρησιμοποιούσε το σήμα της (…) για να πωλεί στο δικό της όνομα και για δικό της όφελος από το πρατήριό της τα πετρελαιοειδή προϊόντα που της πωλούσε η τρίτη εναγόμενη, τα οποία η ίδια (πρατηριούχος) μετέφερε στις δεξαμενές του πρατηρίου της, με βυτιοφόρα οχήματα που χρησιμοποίησε. Στα πλαίσια δε της άνω συνεργασίας τους η τρίτη εναγόμενη είχε εκδώσει σχετικά, στο όνομα της πρώτης εναγόμενης, τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής, τα οποία φέρουν την υπογραφή του παραλαβόντος εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης υπό την εταιρική σφραγίδα και επωνυμία της και δη: α) το υπ’ αριθ. …….. Τ.Π/Δ.Α, ποσότητας 4.141 λίτρων πετρελαίου, σε θερμοκρασία 15 βαθμών κελσίου, β) το υπ’ αριθ. …. Τ.Π/Δ.Α, ποσότητας 2.885 λίτρων πετρελαίου, σε θερμοκρασία 15 βαθμών κελσίου και γ) το υπ’ αριθ. …… Τ.Π/Δ.Α, ποσότητας 2.981 λίτρων πετρελαίου, σε θερμοκρασία 15 βαθμών κελσίου, σύμφωνα με τα οποία οι άνω ποσότητες πετρελαίου κίνησης παρελήφθησαν από την πρώτη εναγόμενη, αφού φορτώθηκαν στα διαμερίσματα των βυτίων των με αριθμούς κυκλοφορίας … και …. βυτιοφόρων οχημάτων που χρησιμοποίησε, παρουσία των οδηγών τους, στους οποίους παραδόθηκαν και δείγματα με τους αριθμούς σφραγίδων που τέθηκαν στα στόμια των διαμερισμάτων των βυτίων και στους κρουνούς εξαγωγής, προκειμένου να μεταφερθούν στο πρατήριο της πρώτης εναγομένης, με ευθύνη της για την πληρωμή των σχετικών φορτωτικών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά από την εξέταση του Α’ δείγματος (αριθ. ……, με αριθ. σφραγίδας …) από τη Δ’ Χημική Υπηρεσία Πειραιά του Γενικού Χημείου του Κράτους, διαπιστώθηκε ότι αυτό ήταν μη κανονικό, νοθευμένο με φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη θέρμανσης) σε ποσοστό 22% τουλάχιστον, διότι περιείχε θειάφι 0,087% mm, αντί του μεγίστου επιτρεπομένου για το πετρέλαιο κίνησης 0,035%, περιείχε τον ιχνηθέτη solvent yellow 124 σε ποσοστό 1,35 mg/l αντί καθόλου, είχε απόσταγμα στους 250Ο C 57% κ.ο. αντί του συνήθους 30-40% κ.ο, είχε χρώμα πράσινο αντί κίτρινο και είχε ειδικό βάρος 0,8195 g/ml αντί του ελαχίστου 0,8200 g/ml, ενώ μετά από την εξέταση του Β’ δείγματος (αριθ. ……, με αριθ. σφραγίδας …….), διαπιστώθηκε ότι και το δείγμα αυτό ήταν μη κανονικό και επιβεβαιώθηκε η νόθευσή του με φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη θέρμανσης) σε ποσοστό 22% τουλάχιστον, διότι περιείχε θειάφι 0,085% mm, αντί του μεγίστου επιτρεπομένου για το πετρέλαιο κίνησης 0,035%, είχε πυκνότητα στους 15ο C 0,8190 g/ml αντί του ελαχίστου 0,8200, είχε απόσταγμα στους 250Ο C 58% κ.ο. αντί του συνήθους 30-40% κ.ο, είχε χρώμα πράσινο αντί κίτρινο, περιείχε τον ιχνηθέτη solvent yellow 124 σε ποσοστό 1,35 mg/l αντί καθόλου και είχε αρχή απόσταξης στους 150Ο C, αντί της συνήθους 170-180ο C. Σημειωτέον ότι κατά τον άνω έλεγχο στο Γενικό Χημείο του Κράτους δεν εξετάστηκε δείγμα από το περιεχόμενο των βυτίων των άνω βυτιοφόρων οχημάτων με τα οποία εφοδιάστηκε το πρατήριο της πρώτης εναγομένης, καθώς ο δεύτερος εναγόμενος (νόμιμος εκπρόσωπός της) δεν προσκόμισε τα σχετικά δείγματα καυσίμου με τους αντίστοιχους αριθμούς σφραγίδας, τα οποία είχαν παραδοθεί στην πρώτη εναγόμενη κατά τη φόρτωση στα Διυλιστήρια των βυτιοφόρων που χρησιμοποίησε (καίτοι ήταν αγορανομικά υπόχρεος να τα προσκομίσει προς έλεγχο), αλλά περιορίστηκε στο να αρνηθεί ότι η εταιρία του τροφοδότησε με νοθευμένα καύσιμα το φορτηγό αυτοκίνητο της ενάγουσας. Ακολούθως, αφού η ενάγουσα και ο δεύτερος εναγόμενος ενημερώθηκαν για τα αποτελέσματα των εξετάσεων των δειγμάτων και εξέθεσαν σχετικά τις απόψεις τους, επιβλήθηκε σε βάρος αυτών από το Ζ’ Τελωνείο Ελευθέρων Τελωνειακών Συγκροτημάτων Πειραιά διοικητικό πρόστιμο για πολλαπλά τέλη και διαφυγόντες δασμούς, το οποίο ανήλθε για την ενάγουσα στο ποσό των 3.000,13 ευρώ, ενώ παράλληλα δεσμεύτηκαν οι πινακίδες και η άδεια κυκλοφορίας του φορτηγού της. Κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης που εκδόθηκε σε βάρος της η ενάγουσα δεν άσκησε προσφυγή και πλήρωσε το άνω διοικητικό πρόστιμο προκειμένου να της επιστραφούν άμεσα οι πινακίδες και η άδεια κυκλοφορίας του φορτηγού αυτοκινήτου της (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. ………, Σειράς Α’, αποδεικτικό είσπραξης και άδεια παράδοσης τελωνισμένων εμπορευμάτων του άνω Τελωνείου). Ακολούθησε η άσκηση εναντίον της ενάγουσας και του δευτέρου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, ποινική δίωξη για λαθρεμπορία καυσίμων, για την οποία τελικά παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Γ’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, το οποίο, με τη με αριθ. 14.715/2007 απόφασή του, αθώωσε την ενάγουσα για την άνω πράξη, για την οποία καταδίκασε σε φυλάκιση επτά μηνών το δεύτερο εναγόμενο. Κατόπιν τούτων αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ο οποίος άλλωστε δεν αμφισβητείται από την τρίτη εναγόμενη, ότι ο δεύτερος εναγόμενος με πρόθεση νόθευσε με κηροζίνη θέρμανσης το κανονικό πετρέλαιο κίνησης που είχε πωλήσει η τρίτη εναγόμενη στην πρώτη εναγόμενη, για να αποκομίσει η τελευταία παράνομο κέρδος, συνιστάμενο στη διαφορά τιμής πετρελαίου κίνησης και κηροζίνης. Περαιτέρω, όμως, αποδεικνύονται και οι ισχυρισμοί της τρίτης εναγομένης, που υποβλήθηκαν παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρονται με τους δυο πρώτους λόγους της έφεσής της, ότι η μεταφορά των πωληθέντων απ’ αυτήν καυσίμων, από τα Κρατικά Διυλιστήρια μέχρι το πρατήριο της πρώτης εναγόμενης όπου νοθεύτηκαν, έγινε με ευθύνη της πρώτης εναγομένης και με βυτιοφόρα οχήματα που οδηγούσαν προστηθέντες υπάλληλοί της, ότι η ίδια (τρίτη εναγόμενη), η οποία δεν είναι παραγωγός των καυσίμων, δεν δικαιούταν κέρδη από τις πωλήσεις του πρατηρίου τους, στις οποίες δεν τους είχε προστήσει προς τούτο και ότι η ίδια (τρίτη εναγόμενη) είχε λάβει μέτρα για την εξασφάλιση της ποιότητας των καυσίμων που διέθετε το άνω πρατήριο στους τελικούς καταναλωτές, ενώ δεν είχε νόμιμη υποχρέωση να αποστέλλει τακτικά δείγματα καυσίμων του πρατηρίου για έλεγχο στο Γενικό Χημείο του Κράτους, όπως ισχυρίζεται αβάσιμα η ενάγουσα. Στην κρίση περί των ανωτέρω άγεται το Δικαστήριο ενόψει του ότι: α) ο μάρτυρας της ενάγουσας …….. ουδέν κατέθεσε για τη μεταφορά των πωληθέντων καυσίμων με βυτιοφόρα από τα Διυλιστήρια μέχρι το πρατήριο της πρώτης εναγόμενης, για δικαίωμα της τρίτης εναγομένης επί των κερδών του άνω πρατηρίου από τις πωλήσεις καυσίμων, για πρόστηση των δυο πρώτων εναγομένων από την τρίτη εναγόμενη κατά τη διενέργεια των πωλήσεων καυσίμων του άνω πρατηρίου προκειμένου να επιτυγχάνει αυτή κέρδη και για παραλείψεις οφειλομένων νομίμων ενεργειών της προς εξασφάλιση της ποιότητας των καυσίμων που διέθετε το άνω πρατήριο στους καταναλωτές, εν αντιθέσει με το μάρτυρα της τρίτης εναγομένης (…….) και το μάρτυρα των δυο πρώτων εναγομένων (…….), οι οποίοι, μεταξύ άλλων, κατέθεσαν, ο μεν πρώτος ότι η μεταφορά του προϊόντος είναι με ευθύνη του πρατηρίου και με οδηγό του πρατηρίου, ότι το πρατήριο κάνει τη μεταφορά για να ωφεληθεί το κόμιστρο και ότι ο ίδιος, ως επιθεωρητής πωλήσεων της τρίτης εναγομένης, ελέγχει 56 πρατήρια στην Αττική και κάνουν αιφνιδιαστικούς ελέγχους για την ποιότητα των καυσίμων, ο δε δεύτερος ότι τα βυτία που πήγαιναν στα Διυλιστήρια δεν είχαν σήμα και άλλα ήταν λευκά, ενώ αμφότεροι οι άνω μάρτυρες δεν κατέθεσαν ότι η τρίτη εναγόμενη είχε δικαίωμα επί των κερδών από τις πωλήσεις καυσίμων του άνω πρατηρίου, β) στα υπ’ αριθ. Π …….., Π ……. και Π ….. άνω Τιμολόγια πώλησης /Δελτία αποστολής εκδόσεως της τρίτης εναγομένης – τα οποία αφορούν τη μείζονα άνω ποσότητα πετρελαίου κίνησης που αγόρασε η πρώτη εναγόμενη από την τρίτη εναγόμενη, από την οποία ποσότητα προέρχονταν το πετρέλαιο κίνησης που πωλήθηκε και παραδόθηκε στην ενάγουσα και βρέθηκε νοθευμένο – αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα ο όρος «Η ΦΟΡΤΩΤΙΚΉ ΠΛΗΡΏΝΕΤΑΙ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΑΡΑΛΉΠΤΗ», ο οποίος καταδεικνύει ότι η μεταφορά των παραδοθέντων από την τρίτη εναγόμενη καυσίμων από τα Κρατικά Διυλιστήρια στο άνω πρατήριο θα γίνονταν με δαπάνη της παραλήπτριας πρώτης εναγομένης, με βυτιοφόρα οχήματα που θα χρησιμοποιούνταν προς τούτο, γ) στα υπ’ αριθ. ………. άνω δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης καυσίμων της πρατηριούχου πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα, δεν αναγράφεται η επωνυμία της τρίτης εναγομένης (παρά μόνο το σήμα της, σύμφωνα με σχετική αγορανομική υποχρέωση της άνω πρατηριούχου), γεγονός που καταδεικνύει ότι η τελευταία πωλούσε στο όνομά της, για λογαριασμό της και μόνο επί κέρδει της, δ) η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί στην αγωγή της, χωρίς να αμφισβητείται από την τρίτη εναγόμενη, ότι την επίμαχη νόθευση και διάθεση των νοθευμένων καυσίμων την ενήργησε ο δεύτερος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της λιανικής πωλήτριας πρώτης εναγομένης, για να αποκομίσει η τελευταία παράνομο κέρδος, συνιστάμενο στη διαφορά τιμής πετρελαίου κίνησης και κηροζίνης, ε) δεν εξετάστηκαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους και δεν βρέθηκαν νοθευμένα τα σφραγισμένα δείγματα καυσίμων που παραδόθηκαν από την τρίτη εναγόμενη στους οδηγούς της πρώτης εναγομένης κατά τη φόρτωση των βυτιοφόρων της στα Κρατικά Διυλιστήρια Ασπροπύργου, ώστε να δύναται να προκύψει αντικειμενική ευθύνη της τρίτης εναγόμενης λόγω μη κανονικότητας των δειγμάτων, κατά τις εκτιθέμενες στην αρχή της παρούσας αγορανομικές διατάξεις, στ) δεν προσκομίστηκε η σύμβαση εμπορικής συνεργασίας μεταξύ πρώτης και τρίτης των εναγομένων, από την οποία να προκύπτουν τα ουσιώδη στοιχεία της και επιπλέον, δικαίωμα της τρίτης εναγομένης, ως παραγωγού των καυσίμων, επί των κερδών από τις πωλήσεις τους στο άνω πρατήριο και ζ) ουδέποτε επιβλήθηκε σε βάρος της τρίτης εναγομένης διοικητικό πρόστιμο ή ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος εκπροσώπου της για παράνομη πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειάς της σε σχέση με την προκείμενη περίπτωση νόθευσης πετρελαίου κίνησης. Μετά απ’ αυτά, εφόσον αποδεικνύεται ότι η τρίτη εναγόμενη πώλησε και παρέδωσε κανονικά καύσιμα στην πρώτη εναγόμενη στα Κρατικά Διυλιστήρια Ασπροπύργου, ότι στη συνέχεια δεν είχε ανάμιξη στη μεταφορά τους στο πρατήριο της πρώτης εναγομένης στον … (μεταφορά που έγινε με ευθύνη και δαπάνη της τελευταίας, με βυτιοφόρα οχήματα που χρησιμοποίησε προς τούτο και με οδηγούς προστηθέντες υπαλλήλους της) και ότι δεν δικαιούνταν κέρδη από τις πωλήσεις των καυσίμων από το άνω πρατήριο, ενώ είχε λάβει μέτρα για την εξασφάλιση της ποιότητας των καυσίμων που πωλούσε αυτό (χωρίς να έχει νόμιμη υποχρέωση να αποστέλλει τακτικά δείγματα των καυσίμων του πρατηρίου για έλεγχο στο Γενικό Χημείο του Κράτους), δεν ευθύνεται αυτή (τρίτη εναγόμενη) για την πώληση από το άνω πρατήριο στην ενάγουσα νοθευμένων καυσίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε τα αντίθετα, εκτιμώντας ότι η διάθεση από την πρατηριούχο πρώτη εναγόμενη στην ενάγουσα των άνω νοθευμένων καυσίμων έγινε κατόπιν πρόστησης της αδειούχου εμπορίας τρίτης εναγομένης, επ’ ευκαιρία σχέσης αποκλειστικής διανομής με την οποία συνδέονταν μεταξύ τους και ότι κατόπιν τούτου θεμελιώνεται το αξιούμενο με την αγωγή δικαίωμα της ενάγουσας κατά της τρίτης εναγομένης, αγνοώντας ότι η τελευταία ουδόλως ενεπλάκη στη μεταφορά της άνω μείζονος ποσότητας καυσίμων που πώλησε και παρέδωσε από τα Κρατικά Διυλιστήρια Ασπροπύργου στο πρατήριο της πρώτης εναγομένης στον Πειραιά, εσφαλμένα το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν απέρριψε την αγωγή ως προς την τρίτη εναγόμενη ως παθητικά ανομιμοποίητη. Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου έφεσης περί ανυπαρξίας σχέσης πρόστησης μεταξύ της πρώτης και της τρίτης των εναγομένων προκειμένου να επιτυγχάνει η τελευταία κέρδη από τις πωλήσεις του πρατηρίου της πρώτης, καθώς και του δεύτερου λόγου έφεσης, κατά το σκέλος του περί έλλειψης ευθύνης της τρίτης εναγόμενης έναντι της ενάγουσας κατ’ άρθρα 7 παρ. 2 Ν. 3054/2002 και 422 παρ. 3 της με αριθ. 14/1989 Αγορανομικής Διάταξης, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο διαπίστωσης της επίδικης παράβασης, λόγω μη ανάμιξής της στη μεταφορά του κανονικού πετρελαίου κίνησης που πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγόμενη από τα Κρατικά Διυλιστήρια Ασπροπύργου στο πρατήριο της τελευταίας στον …. (η εξέταση των λοιπών λόγων της έφεσης παρέλκει πλέον), να γίνει αυτή (έφεση) δεκτή, να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση ως προς την τρίτη εναγόμενη (εκκαλούσα) και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή ως προς αυτή, να απορριφθεί ως παθητικά ανομιμοποίητη. Η εφεσίβλητη, λόγω της ήττας της, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της εκκαλούσας, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της τελευταίας για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα που νίκησε του κατατεθέντος απ’ αυτήν υπ’ αριθ. ………. e – παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.).ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 16-1-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …….. έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 3413/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) ως προς την τρίτη εναγόμενη στην από 30-10-2009 και με αριθ. κατάθ. ……. αγωγή. Κρατεί και δικάζει την άνω αγωγή ως προς την άνω εναγόμενη. Απορρίπτει την αγωγή ως προς την άνω εναγόμενη. Καταδικάζει την εφεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ. Και Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του αναφερομένου στο σκεπτικό e- παραβόλου άσκησης έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ