Αριθμός: 426/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Εκκαλούσας: …………..συνεχίζουσας τη δίκη, ως καθολική διάδοχος της αρχικώς ενάγουσας- αρχικώς εκκαλούσας και ήδη αποβιώσασας ………….. και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Σπυρίδωνα Ράνο,
Εφεσίβλητου: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Αλεξία Ριτζάκη.
Η αρχικώς ενάγουσα ………….άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά του εφεσίβλητου την από 14.3.2012 (με αριθμό κατάθεσης …../2012) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε με τη νέα τακτική διαδικασία, ερήμην της ενάγουσας, η 3641/2015 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αρχικώς ενάγουσα με την από 19.12.2016, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 28.12.2016, με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. …../2016 έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 5.3.2020, με Γ.Α.Κ. ……/2020 και Ε.Α.Κ. ……/2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε η 10.12.2020, πλην όμως κατόπιν συζητήσεως στη δικάσιμο αυτή, εκδόθηκε η 97/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως, λόγω μη τήρησης των διατάξεων του άρθρου 1 της ΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 78363/5.12.2020 «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς από τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020 και ώρα 6:00». Ακολούθως με την με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021 οίκοθεν πράξη ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 11.11.2021, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε εκ του πινακίου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο αυτού του Δικαστηρίου αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατ’ άρθρο226 παρ.4 εδ.γ’ σε συνδυασμό με το άρθρο 498 παρ.2 τελ.εδ. του ΚΠολΔ, από τη δικάσιμο της 11.11.2021 στην οποία προσδιορίσθηκε οίκοθεν, κατόπιν έκδοσης της 97/2021 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου με την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως στις 10.12.2020, λόγω μη τήρησης των διατάξεων του άρθρου 1 της ΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 78363/5.12.2020 «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς από τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020 και ώρα 6:00», η από 19.12.2016 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. ……/2016 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση της ………… κατά του …………… προς εξαφάνιση της 3641/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), το οποίο δίκασε τη με αριθμό κατάθεσης ……./14.3.2012 αγωγή της πρώτης κατά του δεύτερου, ερήμην της ενάγουσας και απέρριψε αυτή. Η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 29.11.2016 (βλ. την σχετική επισημείωση στο σώμα της εκκαλούμενης απόφασης της δικ. επιμελήτριας …………….) και εκείνη άσκησε την ένδικη έφεση με κατάθεση στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 28.12.2016. Επομένως, η έφεση αυτή η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, για το παραδεκτό του υπό κρίση ένδικου μέσου έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Αγ’ ΚΠολΔ, τα υπ’ αριθ. …../2016 και …../2016 παράβολα ποσού 60 ευρώ το καθένα του ΤΑΧΔΙΚ, το υπ’ αριθ. …./2016 παράβολο Δημοσίου ποσού 20 ευρώ και τα υπ’ αριθ. …../2016 και …../2016 παράβολα Δημοσίου ποσού 30 ευρώ το καθένα. Περαιτέρω, μετά τον επελθόντα θάνατο της εκκαλούσας στις 7.1.2017 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …./9.1.2017, με στοιχεία …./1/2017 ληξιαρχική πράξη θανάτου της εκκαλούσας, που έχει εκδοθεί από το Ληξιαρχείο του Δήμου Νίκαιας- Αγίου Ι. Ρέντη), τη δίκη, μετά τη βίαιη διακοπή της λόγω του παραπάνω θανάτου, συνεχίζει ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος και άρα καθολική διάδοχος της εκκαλούσας που πέθανε άτεκνη, η αδελφή της ………….. κατ’ άρθρο 1814 ΑΚ [βλ. το προσκομιζόμενο από τον εφεσίβλητο υπ’ αριθ. πρωτ. ……/11.7.2017 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Διαθηκών) ότι δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη στο όνομα ……………, με πατρώνυμο ……….., σε συνδυασμό με τα υπ’ αριθ. πρωτ. …./13.10.2017 και …../13.10.2017 πιστοποιητικά πλησιέστερων συγγενών του Δήμου …… Νομού Χανίων για την ……….. το πρώτο και τον . ……….. το δεύτερο, εκ των οποίων δεν προκύπτει από τον γάμο τους η ύπαρξη τέκνων] και όπως την ως άνω κληρονόμο της εκκαλούσας κάλεσε ο εφεσίβλητος με την από 29.6.2020 εξώδικη γνωστοποίηση-δήλωση με κλήση να συνεχίσει τη δίκη στη θέση της εκκαλούσας ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρόνομός της, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομίαςκαι να συζητήσει την κατ’ αυτού έφεση, η οποία ομοίως της επιδόθηκε με κλήσηγια την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 10.12.2020 (βλ. την υπ’ αριθ. …../9.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………). Επομένως, νομίμως συνεχίζει τη δίκη στην τελευταία μετ’ αναβολή δικάσιμο, στη θέση της αποβιώσασας εκκαλούσας, ως καθολική διάδοχος αυτής, η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, …………. σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ.1α, 291 και 292 του ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου προέβαλε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του και ανέπτυξε και με τις προτάσεις του ισχυρισμό περί έλλειψης πληρεξουσιότητας του φερόμενου ως πληρεξούσιου δικηγόρου της αντίδικης πλευράς να ασκήσει την υπό κρίση έφεση, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα χορήγησε σχετική πληρεξουσιότητα, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με ιδιωτικό έγγραφο στη δικηγόρο ……….. που κατέθεσε το δικόγραφο της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.12.2016, ότι μάλιστα η εκκαλούσα λίγες μέρες μετά την κατάθεση της έφεσης και συγκεκριμένα στις 7.1.2017 απεβίωσε στην ιδιωτική της κατοικία από καρδιακή ανακοπή, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, πνευμονία από εισρόφηση, κλινοστατισμό και κατακλίσεις και ότι αυτή το τελευταίο διάστημα πριν τον θάνατό της λόγω βαρύτατου εγκεφαλικού επεισοδίου αδυνατούσε να κάνει χρήση του ορθού λόγου, δεν ήταν ικανή για λογική σκέψη και ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής της, ώστε να δώσει εντολή για άσκηση της έφεσης και ότι σε κάθε περίπτωση εύκολα μπορούσε να καθοδηγηθεί και να επηρεαστεί από τρίτους, στη δε συγκεκριμένη περίπτωση, αν υποτεθεί ότι έδωσε τέτοια εντολή, καθοδηγήθηκε και επηρεάστηκε στην απόφαση για τη συνέχιση της προκείμενης δικαστικής διένεξης για την κληρονομία του συζύγου της από την αδελφή της και τα ανίψια της. Επιπλέον ο εφεσίβλητος-εναγόμενος υποστηρίζει ότι η ενάγουσα είχε καταστήσει σαφές σε αυτόν ότι δεν ήθελε να συνεχίσει τη δίκη και ότι γι’ αυτό κατά τη συζήτηση της αγωγής της στις 20.5.2015 εκείνη δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, με αποτέλεσμα να δικασθεί ερήμην, καίτοι γνώριζε λόγω της νομικής υποστήριξης που είχε από νομικό παραστάτη ότι η μη νομότυπη παράστασή της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα είχε ως αυτόθροη συνέπεια να απορριφθεί η αγωγή της, γεγονός που την έβρισκε σύμφωνη. Ότι γι’ αυτό και η κρισιολογούμενη έφεση δεν καλύπτεται από την αληθινή βούληση της ενάγουσας, η οποία δεν επιθυμούσε να προσβάλει την εκκαλούμενη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, διότι η ενάγουσα ήθελε να δώσει ένα τέλος στη δικαστική της αντιδικία με τον εναγόμενο-νυν εφεσίβλητο. Επίσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε ότι μεταξύ των διαδίκων είχε επέλθει συμβιβασμός σχετικά με την υπό κρίση διαφορά.Αναφορικά με τον ανωτέρω ισχυρισμό σημειώνεται ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1, 97 και 104 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, η προς τον οποίο πληρεξουσιότητα δίδεται είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο και παρέχει το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που την έδωσε, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται, πλην άλλων, και η άσκηση ενδίκων μέσων, καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές. Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν ο διάδικος εκπροσωπείται στη συζήτηση από δικηγόρο, χωρίς αυτός να αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, δεν παρίσταται νομίμως στο δικαστήριο, αλλά θεωρείται δικονομικά απών κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, το οποίο δικαιούται ειδικότερα να ελέγχει, αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη της πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΑΠ 165/2020, ΑΠ 459/2020, ΑΠ 11/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Κατά δε το άρθρο 101 ΚΠολΔ, σε περίπτωση θανάτου εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα, αυτή εξακολουθεί και παύει μόνον αφότου επέλθει διακοπή της δίκης για το λόγο αυτό. Από αυτά παρέπεται ότι από το θάνατο του διαδίκου (ο οποίος αποτελεί λόγο διακοπής της δίκης), μέχρι τη γνωστοποίησή του οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν στο όνομα του θανόντος δεν πάσχουν από ακυρότητα (ΑΠ 7/2020, ΑΠ 557/2012, στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑιγ 84/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Εντούτοις στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος παραδέχεται στις προτάσεις του (βλ. σελίδα 21 αυτών) ότι το θέρος του έτους 2014 σε συνάντησή του με την εκκαλούσα- τότε ενάγουσα στα Χανιά της Κρήτης, αυτή του ξεκαθάρισε τη θέση της, λέγοντας ότι δεν είχε παράπονα εναντίον του αναφορικά με τη συμπεριφορά του απέναντί της και του επισήμανε ότι δεν θα προέβαινε στη συζήτηση της αγωγής, την οποία απλώς και μόνο άσκησε ως μέσο άσκησης πίεσης, προκειμένου ο εναγόμενος να δεχτεί την πρότασή της πρώτον να της μεταβιβάσει το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας που είχε αποκτήσει με τη διαθήκη του θείου του σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου επί του κείμενου στον Πειραιά διαμερίσματος και δεύτερον να προβούν από κοινού στην πώληση της κληρονομηθείσας περιουσίας του θανόντος συγγενούς τους στο ….. του Δήμου ……. και εν συνεχεία να διανείμουν μεταξύ τους το ποσό του τιμήματος. Ότι τη συζήτηση αυτή για τα κληρονομιαία ακίνητα είχε προσπαθήσει η ενάγουσα να ανοίξει με τον εναγόμενο και στο παρελθόν, στην κηδεία του θείου του, πλην όμως αυτός για τους λόγους που αναφέρει δεν είχε αποδεχθεί και τότε την πρότασή της. Από τα παραπάνω αναφερόμενα προκύπτει και με βάση τα όσα υποστηρίζει ο εναγόμενος-εφεσίβλητος ότι η ίδια η ενάγουσα για τους λόγους που εξέθεσε στον εναγόμενο έδωσε εντολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο της να ασκήσει την ένδικη αγωγή και ότι επιθυμούσε την εκκρεμοδικία ως μέσο πίεσης προς τον εναγόμενο για να δεχθεί την επιθυμία της ως προς τον τρόπο αξιοποίησης των κληρονομιαίων ακινήτων και από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι αυτή μετά την ερημοδικία της στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, δεν θα ασκούσε έφεση κατά της σε βάρος της απόφασης, ώστε να παραμείνει το μέσο πίεσης προς την ανιψιό του συζύγου της ή ότι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ήλθε σε κάποιου είδους συμβιβασμό ή συμφωνία με τον εναγόμενο να μην ασκήσει το υπό κρίση ένδικο μέσο, ούτε άλλωστε από κάποιο στοιχείο προκύπτει δήλωση παραίτησης της ενάγουσας από την άσκηση ένδικων μέσων κατά της ως άνω απόφασης. Το γεγονός ότι η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.12.2016, ήτοι λίγες μέρες πριν τον θάνατο της εκκαλούσας στις 7.1.2017, δεν σημαίνει ότι η τελευταία δεν είχε λάβει προηγουμένως γνώση της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία είχε δημοσιευθεί πολύ νωρίτερα, στις 5.10.2015, δηλαδή σε χρόνο αρκετά πριν τον θάνατό της και ότι δεν είχε δώσει σε προγενέστερο χρόνο εντολή για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 105 ΚΠολΔ «Αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσεισύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σεεκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στηδίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από τηνεμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης. 2. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί ηέλλειψη ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε. 3. Αν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, τοδικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα, να πληρώσει τα έξοδα πουπροκλήθηκαν από την παράστασή του αυτή.». Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, κατά το άρθρο 101 ΚΠολΔ, σε περίπτωση θανάτου εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα, η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί και παύει μόνο όταν διακοπεί η δίκη για τον λόγο αυτόν. Στην προκειμένη περίπτωση που η εκκαλούσα ……….. απεβίωσε μετά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης και με την επίδοση της πιο πάνω εξώδικης πρόσκλησης του εφεσίβλητου προς τη μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο της ως καθολική της διάδοχο, ………… έχει επέλθει η βίαιη διακοπή της δίκης και νομίμως πλέον συνεχίζεται η δίκη με αυτή, αντικειμενικά δεν μπορεί να ταχθεί προθεσμία στην τελευταία για να συμπληρώσει το ελλείπον πληρεξούσιο από τη θανούσα προς τη δικηγόρο που άσκησε την ένδικη έφεση, ώστε να εφαρμοσθεί το άρθρο 105 του ΚΠολΔ, πλην όμως αποδεικνύεται από τα πιο πάνω εκτεθέντα ότι πράγματι η θανούσα είχε δώσει εντολή για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, καθώς επιθυμούσε, κατά τα λεγόμενα του ίδιου του εφεσίβλητου, ανεξαρτήτως του ότι δεν παρέστη στην πρωτοβάθμια δίκη, με την εκκρεμοδικία να έχει ένα μέσο πίεσης προς αυτόν, ώστε να δεχθεί την αξιοποίηση των κληρονομιαίων ακινήτων κατά τον τρόπο που η ίδια η εκκαλούσα επιθυμούσε. Επομένως, απορριπτέα τυγχάνει στην ουσία της η ως άνω προβληθείσα ένσταση του εφεσίβλητου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 528ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ.2 του ν. 3994/2001, «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.» Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από ενάγοντα που δικάστηκε ερήμην, με συνέπεια να απορριφθεί η αγωγή του λόγω του τεκμηρίου παραίτησής του από αυτή, η εκκαλουμένη απόφαση με μόνη την, κατ’ άρθρο 532ΚΠολΔ, τυπικά παραδεκτή άσκηση της έφεσης εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, προκειμένου να ανατραπεί το σε βάρος του ενάγοντος τεκμήριο παραίτησης. Επομένως αν στην έφεση επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο της αγωγής, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών – ενάγων μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που είχε προβάλλει με την αγωγή του και θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 368/2021 στην ΤΝΠ Νόμος που παραπέμπει στις ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 1140/2008). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με αυτές του άρθρου 524 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ ως ισχύουν, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην (βλ. ΕφΠειρ 97/2021 επί της εκδικαζόμενης υποθέσεως, δημ. στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 17/2020, ΕφΑθ 7084/2019 στην ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αρχικώς εκκαλούσα-ενάγουσα με την από 14.3.2012 (με αριθμό κατάθεσης ……../2012) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά του εναγόμενου-ήδη εφεσίβλητου ισχυρίσθηκε ότι στις 27.11.1993 απεβίωσε στον Πειραιά, ο σύζυγός της και θείος του εναγόμενου, ……….., ο οποίος εγκατέστησε ως κληρονόμους του την ίδια και τον εναγόμενο δυνάμει της από 19.11.1990 δημόσιας διαθήκης του, η οποία συντάχθηκε νόμιμα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., με την υπ’ αριθ. ………/1990 πράξη της και δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Ότι ο αποβιώσας συγκεκριμένα κατέλειπε στην ενάγουσα, πέραν της κινητής περιουσίας του, την επικαρπία των ακινήτων που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια ………. Χανίων Κρήτης και την επικαρπία του ½ εξ αδιαιρέτου ενός διαμερίσματος- οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου οικοδομής, κείμενης επί οικοπέδου εμβαδού 190,10 τ.μ. επί της οδού …….., στη θέση «………..» της περιφέρειας του Δήμου Πειραιώς, φέροντος το στοιχείο Α-2, εμβαδού 68,50 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 155/1000. Ότι την ως άνω επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία αποδέχθηκε η ενάγουσα δυνάμει της με αριθμό …………/8.12.2011 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, η οποία μεταγράφηκε στον τόμο ….. και με αριθμό ….. του βιβλίου μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά. Ότι ο ως άνω θανών κατέλειπε την ψιλή κυριότητα των ως άνω ευρισκόμενων στο ….. Χανίων Κρήτης ακινήτων καθώς και του ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της ως άνω περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας με στοιχεία Α-2 στον εναγόμενο, υπό την διαλυτική αίρεση να δείχνει σεβασμό στην ενάγουσα, ενδιαφέρον και να παρευρίσκεται στις ανάγκες της. Ότι ο εναγόμενος, μετά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, εξαφανίστηκε και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την ενάγουσα, με αποτέλεσμα να μην τηρήσει την υποχρέωση που είχε θέσει σε αυτόν ο διαθέτης για την επαγωγή της κληρονομίας. Ότι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς του εναγόμενου πληρώθηκε η τεθείσα από τον διαθέτη διαλυτική αίρεση και συνεπώς ματαιώθηκε η επαγωγή της κληρονομίας προς αυτόν. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί η πλήρωση της ανωτέρω αναφερόμενης διαλυτικής αίρεσης, β) να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία οποιουδήποτε κληρονομικού δικαιώματος του εναγόμενου επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος ………… και γ) να αναγνωρισθεί ότι μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμος του αποβιώσαντος τυγχάνει η ενάγουσα, καταδικαζομένου του εναγόμενου στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη 3641/2015 απόφασή του απέρριψε την αγωγή λόγω της ερημοδικίας της ενάγουσας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 272 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 30 του ν. 3994/2011, χωρίς να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα αυτής και επέβαλε στην ενάγουσα τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται ήδη η ενάγουσα-αρχικώς εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της (και ήδη η συνεχίζουσα τη δίκη μετά τον θάνατό της στη θέση της, ………., ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος και καθολική διάδοχος της εκκαλούσας) και για τους αναφερόμενους σε αυτή (την έφεση) λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η από 14.3.2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2012) αγωγή κατά του εναγόμενου-εφεσίβλητου, καταδικαζόμενου αυτού στα δικαστικά της έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Δεδομένου, λοιπόν, ότι αμφισβητείται στο σύνολό της η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της (συμπεριλαμβανομένης αυτής περί επιβολής δικαστικών εξόδων – Εφ.Πατρ. 334/2020 στην Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 164/2019 στο efeteio-peir.gr, Σαμ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, σ. 233), χωρίς έρευνα των λόγων έφεσης, αφού, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, δεν απαιτείται να περιέχεται συγκεκριμένος λόγος έφεσης στο εφετήριο, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσας-ενάγουσας στον πρώτο βαθμό και στηρίχθηκε στην ερημοδικία της, ενώ αυτή με την έφεσή της πλήττει την απόφαση στο σύνολό της, επικαλούμενη βασιμότητα της αγωγής της και προβάλλοντας εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψή της. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 19ΚΠολΔ) και να δικασθεί η αγωγή αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ενώ η καθολική διάδοχος της εκκαλούσας δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (βλ.ΕφΠειρ 33/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1ΚΠολΔ αγωγές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αναγνωριστικές ή ανακοπές εμπράγματες, μικτές ή νομής, εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα νομής, καθώς και αγωγές διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής οι οποίες αφορούν ακίνητα, εγγράφονται, ύστερα από αίτηση του ενάγοντος ή ανακόπτοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και η αναγνωριστική αγωγή ύπαρξης ή ανυπαρξίας κληρονομικού δικαιώματος, αν στην κληρονομία περιέχονται και ακίνητα, διότι ο λόγος, για τον οποίο θεσπίστηκε η διάταξη αυτή, δηλαδή η προστασία των τρίτων μέσω της δημοσιότητας στα σχετικά βιβλία, συντρέχει και στην περίπτωση που ασκείται η προαναφερόμενη αγωγή (ΑΠ 331/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 491/2009 στην ΤΝΠ Νόμος και ΧρΙΔ 2010, σελ. 125, ΑΠ 1290/2002, ΕλλΔνη 43, σελ. 1614 και στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσσαλ 1695/2020, Αρμ 2022, σελ. 218, ΕφΛαρ 222/2019, Δικογραφία 2020, σελ. 434 και στην ΤΝΠ Νόμος,ΕφΑθ 2490/2005, ΕλλΔνη 2006, σελ. 585, ΕφΑθ 267/1992, ΕλλΔνη 1994, σελ. 444, Κ. Εμμανουηλίδου σε Χαρ. Απαλαγάκη-Στ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2022, σελ. 871, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, έκδοση 2018, σελ. 378, παρ.3, Ιωάννη Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, σελ. 202, παρ.5, Κων. Παπαδόπουλο, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμος πρώτος, έκδοση 1994, σελ. 354, παρ.7.). Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή εισάγονται προς κρίση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αιτήματα αναγνώρισης ανυπαρξίας κληρονομικού δικαιώματος του εναγόμενου επί της ακίνητης κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος στις 27.11.1993 ………… και αναγνώρισης ύπαρξης κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας στην ίδια ακίνητη κληρονομιαία περιουσία. Εντούτοις, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έχει γίνει εγγραφή της αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας, ήτοι του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου όπου βρίσκονται τα κληρονομιαία ακίνητα εντός τριάντα ημερών από την επόμενη ημέρα της κατάθεσης της αγωγής στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, που έλαβε χώρα στις 14.3.2012. Εξαιτίας της παράλειψης αυτής που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ. Λεκτέον δε ότι και το αίτημα να αναγνωρισθεί ότι πληρώθηκε η αναφερόμενη στο ιστορικό της αγωγής διαλυτική αίρεση που φέρεται να τέθηκε από τον αποβιώσαντα ……….. στην από 19.11.1990 δημόσια διαθήκη του σύμφωνα με την οποία ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος για να διατηρήσει την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία να δείχνει στην ενάγουσα σεβασμό, ενδιαφέρον και να της παρευρίσκεται στις ανάγκες της (ο εναγόμενος αμφισβητεί ότι έχει τεθεί με τη διαθήκη σχετική υποχρέωση ως διαλυτική αίρεση και κάνει λόγο στις προτάσεις του για απλή σύσταση ή συμβουλή ή παραίνεση, η οποία δεν δημιουργεί υποχρέωση, ούτε συνιστά αίρεση) είναι άμεσα συνυφασμένο με τα αιτήματα αναγνώρισης ανυπαρξίας κληρονομικού δικαιώματος του εναγόμενου και ύπαρξης αντίστοιχου κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας, αφού η εξέταση των εν λόγω αιτημάτων προϋποθέτει την έρευνα ως προς την πλήρωση της φερόμενης ως τεθείσας στη διαθήκη διαλυτικής αίρεσης, οπότε δεν μπορεί να διαχωρισθεί το πρώτο αίτημα από τα υπόλοιπα αιτήματα της αγωγής και να εξετασθεί αυτοτελώς και συνεπώς και ως προς αυτό είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη η αγωγή. Αφού απορρίφθηκε η αγωγή, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου-εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν κατόπιν σχετικού αιτήματός του την καθολική διάδοχο της εκκαλούσας-ενάγουσας, λόγω της ήττας της κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, ως προς τα παράβολα που κατέθεσε για το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως, πρέπει κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εισαγωγή τους στο δημόσιο ταμείο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων, όπως στη θέση της αποβιώσασας εκκαλούσας συνεχίζει τη δίκη, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της και καθολική διάδοχος αυτής, η αδελφή της …………….
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την 3641/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Κρατεί και δικάζει την από 14.3.2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2012) αγωγή.
Απορρίπτει αυτή.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου-εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας …………..-υπεισελθούσας στη θέση της αρχικής εκκαλούσας-ενάγουσας και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή των αναφερόμενων στο σκεπτικό της παρούσας παράβολων που κατατέθηκαν από την εκκαλούσα για την άσκηση της κριθείσας εφέσεως, στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 6.7.2022.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 11.7.2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ