ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 443/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Εκκαλούντων: 1) ……….. και 2) ………….. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παπακυριάκη, με δήλωση. Και
Εφεσίβλητου: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ζαχαρόπουλο, με δήλωση.
Οι ανακόπτουσες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 21.4.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 ανακοπή, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση 1283/2021 απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής οι ανακόπτουσες άσκησαν την από 20.7.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στο Εφετείο …………/ /2021), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 20.7.2021 έφεση των ηττηθέντων ανακοπτουσών, κατά της οριστικής απόφασης 1283/2021 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 633 παρ. 2, 632 παρ. 2 εδ. β´, 933, 937 παρ. 3 και 614 επ. του Κ.Πολ.Δ.), με την οποία απορρίφθηκαν οι από 21.4.2021σωρευόμενες ανακοπές τους και επικυρώθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β´, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ´ του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ. Οι ανακόπτουσες –………….., με τις από 21.4.2021 σωρευόμενες ανακοπές, που άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα,κατά τα άρθρα 633 παρ. 2 εδ. α´ και 933 του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, την ακύρωση:α) της διαταγής πληρωμής ……../2012 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν, η πρώτη ως πρωτοφειλέτιδα και η δεύτερη ως εγγυήτρια, να καταβάλουν εις ολόκληρον στον καθ’ ου η ανακοπή, ………, το ποσό των 29.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από σύμβαση αναγνώρισης χρέους και β) της από 12.4.2021 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι του αντιγράφου του ως άνω εκτελεστού τίτλου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο – Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του 1283/2021, αφού συνεκδίκασε τις σωρευόμενες ανακοπές, τις απέρριψε καιεπικύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, οι ανακόπτουσες παραπονούνται με την έφεσή τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνουν δεκτές οι ανακοπές τους και να ακυρωθούν η ως άνω διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η κάτωθι αυτής επιταγή προς εκτέλεση.
ΙΙΙ. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως μη νόμιμοτον λόγο της ανακοπής τους, σύμφωνα με τον οποίο η αξίωσή τους για καταβολή του επιτασσόμενου ποσού στον εφεσίβλητο, με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και την κάτωθι αυτής επιταγή προς εκτέλεση, ασκείταικατά προφανή κατάχρησητου δικαιώματός του. Και τούτο διότι από τις 14.12.2012, οπότε τουςεπιδόθηκε για πρώτη φορά ηδιαταγή πληρωμής, έως τις 12.4.2021, οπότε τους επιδόθηκε εκ νέου η ίδια διαταγή πληρωμής με την επιταγή προς πληρωμή, παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των 8 ετών, χωρίς ο εφεσίβλητος να τις έχει οχλήσει και χωρίς να τους προσκομίσει στοιχεία και τιμολόγια που να δικαιολογούν την απαίτησή του, αν και του τα ζήτησαν. Ότι, λαμβανομένου υπόψη πως πρόκειται για γείτονά τους, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν, τους δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι δεν θα προβεί σε άλλες ενέργειες για την ικανοποίηση της απαίτησής του, ενώ η τελευταία, επιβαρυμένη με επιπλέον τόκους οκτώ ετών, όταν λόγω της πανδημίας του covidδεν εργάζονται, συνεπάγεται δυσμενείς επιπτώσεις γι’ αυτές. Ωστόσο, για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, καθώς και οι πράξεις του υπόχρεου και η από αυτόν δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.Α.Π. 2/2019,Ολ.Α.Π. 7/2002 και Α.Π. 41/2021 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία πρέπει να αφορά σε μακρό διάστημα, δεν αρκεί από μόνη της για να καταστήσει την ενέργειά του καταχρηστική, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. ορίων (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 10/2012 και Α.Π. 45/2021 όλες στην «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι οι εκκαλούσες,λόγω του covid,δεν εργάζονταν, κατά το τελευταίο έτος πριν από την επίδοση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή (δεν αναφέρουν καν τι επάγγελμα ασκούσαν), ενώ δεν προσκόμισαν προς τούτο τα εκκαθαριστικά της Δ.Ο.Υ. των τελευταίων ετών,υπό τα εκτιθέμενα,από τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, σε συνάρτηση με τη δική τους, δεν δημιουργήθηκε η πεποίθηση σ’ αυτές και μάλιστα ευλόγως, ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε ότι οι πράξεις τους και η από αυτές δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τις ίδιες επιπτώσεις, τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης, ως αβάσιμος.
ΙV. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο λόγος της ανακοπής τους περί αοριστίας της αίτησης έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αφού δεν πρέπει να δημιουργείται αμφιβολία για τον γενεσιουργό λόγο της απαίτησης και την εξατομίκευσήτης, η οποία πρέπει να αποδεικνύεταιεγγράφως. Ειδικότερα, ισχυρίζονται προς τούτο ότι δεν αναφέρεται το ακριβές ποσό του κεφαλαίου, που αφορά στην απαίτηση του εφεσίβλητου, το ποσό των τόκωνεπί της απαίτησής του, ο τρόπος υπολογισμού τους και το χρονικό διάστημα για το οποίο αυτοί (τόκοι) αναφέρονται. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι είναι αόριστη και η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή, διότι αναφέρεται μεν το ποσό των τόκων (17.868,40 ευρώ), όμως, εφόσον είχε καθοριστεί με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και όχι μετο νόμιμο, θα έπρεπε να μνημονεύεται το συγκεκριμένο ποσοστό και ποσό τόκου, καθώς και η ημερομηνία έναρξης υπολογισμού αυτών. Όσον αφορά στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, σ’ αυτήν αναγράφεται το ακριβές ποσό του επιτασσόμενου κεφαλαίου, ήτοι αυτό των 29.000 ευρώ, αφού αναφέρεται ότι καταβλήθηκε μόνο η πρώτη δόση ποσού 1.000 ευρώ, από τις 30 ισόποσες συνεχείς μηνιαίες δόσεις, που είχαν συμφωνηθεί με το από 21.1.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό για το αρχικά οφειλόμενο ποσό των 30.000 ευρώ. Ως προς δε, τους επιδικασθέντες τόκους αναφέρεται στην ίδια διαταγή πληρωμής ότι θα οφείλονται νόμιμοι τόκοι υπερημερίας από την επίδοσή της, ενώ το συγκεκριμένο ποσοστό τόκου προκύπτει με ευχέρεια από το νόμο(άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2842/2000). Εξάλλου, δεν αναγράφεται ποσό τόκων στη διαταγή πληρωμής, διότι δεν είχε επιδοθεί, οπότε δεν οφείλονταν τόκοι πριν την επίδοσή της, ενώ αναγράφεται η ημερομηνία έναρξής τους, ήτοι από την επίδοση αυτής (διαταγής πληρωμής).Όσον αφορά στην επιταγή προς πληρωμή αναγράφεται, τόσοτο επιτασσόμενο ποσό των τόκων (17.868,40 ευρώ), για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της διαταγής πληρωμής έως και την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής (7.4.2021), πρόκειται δε, για νόμιμους τόκους υπερημερίας και όχι για συμβατικά καθορισμένους, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι εκκαλούσες, που, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, το ποσοστό τους προκύπτειευχερώς από το νόμο (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2842/2000), με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με το οφειλόμενο κεφάλαιο και τον χρόνο για τον οποίο οφείλονται. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης, ως αβάσιμος.
V. Από τη διάταξη του άρθρου 361 του Α.Κ., με την οποία θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, προκύπτει ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873 – 875 Α.Κ., αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται ατύπως όταν είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, με την έννοια ότι τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν (μ’ αυτή) νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν, είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθρο 352 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), είτε στη διακοπή της παραγραφής (άρθρο 260 Α.Κ.), ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα, κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272 παρ. 2 Α.Κ., είτε γενικότερα στην αποσαφήνιση ή στη διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση. Κατά κανόνα όμως, με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα με την παλαιά, είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 Α.Κ.) και απαλλαγμένης συνεπώς, από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία (νέα ενοχή) δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης. Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη μ’ αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι έγκυρη (άρθρο 437 Α.Κ.- Α.Π. 65/2015, Α.Π. 1728/2014, Α.Π. 1663/2013, Α.Π. 713/2012 και Α.Π. 1224/2010 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (Α.Π. 1259/2021, Α.Π. 49/2021, Α.Π. 1125/2020,Α.Π. 51/2020, Α.Π. 1402/2018, Α.Π. 634/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση, κατά την οποία σκοπείται η αποσαφήνιση ή η διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση, η αιτιώδης αναγνώριση χρέους βρίσκεται σε στενή εξάρτηση από τη βασική σχέση και τη γενεσιουργό αιτία αυτής. Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος, σχετικά με το αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους, μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει, όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και, ειδικότερα, όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ, δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης, όταν ομολογούνται, απλώς, ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει απλώς μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αναφορικά με υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης, όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (Α.Π. 553/2021 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 51/2020 ό.π.). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενοερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι έγκυρηκαι, συνεπώς, αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης (Α.Π. 1259/2021 ό.π., Α.Π. 49/2021 ό.π., Α.Π. 1125/2020, και Α.Π. 51/2020ό.π.). Η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος υποχρέωση, που έχει από ορισμένη αιτία, ιδρύει νέα αυτοτελή και ανεξάρτητη από την αιτία βάση υποχρέωσης, με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την, από ορισμένη αιτία, οφειλή του, να μην μπορεί πλέον να προτείνει ενστάσεις από την κύρια αιτία (Α.Π. 65/2015 ό.π., Α.Π. 713/2012 ό.π. και Α.Π. 1224/2010 ό.π.).
VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ») – αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος, με την από 28.9.2012 αίτησή του ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος των εκκαλουσών, με βάση το από 21.1.2011 έγγραφο – ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους. Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής ……./2012 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν οι εκκαλούσες, να καταβάλουν εις ολόκληρον στον εφεσίβλητο, η δεύτερη ως εγγυήτρια, το ποσό των 29.000 ευρώ. Με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, που υπογράφηκε από τους διαδίκους, συμφωνήθηκεότι:«…δυνάμει αρχικής συμφωνίας, η αφετέρου συμβαλλομένη …….. ανέθεσε στον αφενός συμβαλλόμενο ………. τη διενέργεια οικοδομικών εργασιών σε ανεγειρόμενη οικοδομή συνιδοκτησίας της, επί της οδού ……… στη Δραπετσώνα, με τους όρους και τις συμφωνίες που προφορικώς συμφωνηθεί. οι προαναφερόμενες εργασίες ξεκίνησαν τον Μάρτιο Του 2001 και ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, οπότε και παραδόθηκε αποπερατωμένο το σύνολο του έργου και χωρίς ελαττώματα. Ότι για το λόγο αυτό, η αφ’ ετέρου συμβαλλόμενη ……… συμφώνησε να καταβάλλει και κατέβαλλε εγκαίρως στον ………… μέρους του κόστους των οικοδομικών εργασιών, με το ανεξόφλητο υπολειπόμενο ποσό να ανέρχεται στο ύψος των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, των τόκων συνυπολογιζομένων. Ότι το υπόλοιπο τίμημα των τριάντα χιλιάδων ευρώ που οφείλονται θα καταβληθεί τμηματικά από την …….. στον αντισυμβαλλόμενο ………….. σε τριάντα (30) ισόποσες, άτοκες, συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις, ποσού χιλίων (1000,00) ευρώ εκάστης. Θα καταβάλλονται δε την πρώτη (1η) ημέρα κάθε μήνα, της πρώτης καταβαλλομένηςτην 01-07-2011 μέχρι να εξοφληθούν όλες. Για την ολοσχερή εξόφληση του ανωτέρου οφειλομένου ποσού τριτεγγυάται υπέρ του αποδέκτη η ……….., η οποία θα ευθύνεται ως πρωτοφειλέτρια και εις ολόκληρον μετά της συμβαλλομένης ……….. Οι παραπάνω δόσεις συνομολογούνται άτοκες και σε περίπτωση υπερημερίας με το νόμιμο τόκο υπερημερίας.Η καταβολή των ανωτέρω συμφωνημένων δόσεων,θα αποδεικνύεται με έγγραφες αποδείξεις του αντισυμβαλλόμενου ………… ή με γραμμάτια σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων κάθε δε άλλος τρόπος απόδειξης της εξόφλησης αποκλείεται. Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δύο (2) συνεχόμενων δόσεων πέραν των πέντε (5) εργάσιμων ακόμα ημερών από την ημερομηνία καταβολής τους καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές και οι υπόλοιπες, θα δικαιούται δε o αφενός συμβαλλόμενος να επιδιώξει την είσπραξή τους με κάθε νόμιμο μέσο ακόμα και με εκτέλεση εναντίον κάθε κινητής η ακίνητης περιουσίας της αφετέρου συμβαλλομένης και της τριτεγγυήτριας.». Με βάση τα ανωτέρω, και σύμφωνα με το άρθρο 361 Α.Κ. το Δικαστήριο κρίνει ότι η βούληση των διαδίκων, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., ήταν να καταρτισθεί μεταξύ των διαδίκων, νέα σύμβαση, από την οποία πηγάζει νέα ενοχή,που περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας και την πενταετή παραγραφή αυτής,ήτοι σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους και δεν απέβλεψαν (οι διάδικοι) στην απλή επιβεβαίωση της υπάρχουσας ήδη ενοχής, όπως οι εκκαλούσες αβάσιμα διατείνονται. Και τούτο, αφού, σύμφωνα και μεόσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, για την υπάρχουσα οφειλή της πρώτης εκκαλούσας, από τη διενέργεια οικοδομικών εργασιών από τον εφεσίβλητο, αναλαμβάνεται η υποχρέωση της καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε τριάντα ισόποσες συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις, ενώ με το ίδιο έγγραφο, η δεύτερη εκκαλούσα συμβλήθηκε ως εγγυήτρια, ευθυνόμενη εις ολόκληρον, για την ως άνω οφειλή της πρώτης εκκαλούσας.Επίσης, με το ιδιωτικό συμφωνητικό αυτό, αναλαμβάνεται η υποχρέωση από την πρώτη εκκαλούσα, ως πρωτοφειλέτιδα και από τη δεύτερη (εκκαλούσα) ως εγγυήτρια, πως σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δύο συνεχόμενων δόσεων, πέραν των πέντε ημερών από την ημερομηνία καταβολής τους, θα καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές και οι υπόλοιπες δόσεις. Η συνοπτική αναφορά στο ίδιο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό της αιτίας δημιουργίας της απαίτησης, γίνεται μόνο για να προσδιοριστεί η αιτία της αξίωσης του εφεσίβλητου. Αντίθετα, εάν συνομολογούνταν απλώς, τα γεγονότα της οφειλής της ίδιας εκκαλούσας, χωρίς την ανάληψη της ανωτέρω υποχρέωσης,θα επρόκειτο απλώς και μόνο για την ύπαρξη εγγράφου αποδεικτικού μέσου. Σημειωτέον ότι σε ίδιο άλλωστε, αποτέλεσμα κατέληξαν και οιαποφάσεις, που προσκομίζουνοιεκκαλούσες(Α.Π. 1017/2010 και Εφ.Πατρ. 546/2009), όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά αυτών. Επομένως, η νέα αυτή αυτοτελή ενοχή, η οποία έχει το χαρακτήρα της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, υπάγεται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Α.Κ. και όχι σ’ αυτήν του άρθρου 250 του ίδιου Κώδικα,όπως η αξίωση από αμοιβή του εργολάβου από τη σύμβαση έργου.Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που,έστω και με διάφορη εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής των εκκαλουσών, με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η απαίτηση του εφεσίβλητου από τη σύμβαση έργου, υπέπεσε στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 του Α.Κ., ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης. Εξάλλου, στην πρώτη παράγραφο του ίδιουως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού αναγράφεται ότι η δεύτερη εκκαλούσα θα καλείται ως εγγυήτρια, ενώ στην τέταρτη παράγραφο αυτού αναφέρεται ότι για την ολοσχερή εξόφληση του οφειλομένου ποσού της πρώτης εκκαλούσας, τριτεγγυάται υπέρ του αποδέκτη η ………., η οποία θα ευθύνεται ως πρωτοφειλέτρια και εις ολόκληρον μετά της συμβαλλομένης ………..Η αναφορά σε τριτεγγύηση υπέρ της αποδέκτριας – πρώτης εκκαλούσας, έχει εγγραφεί από προφανή παραδρομή, αφού δεν υπάρχει αξιόγραφο, στο οποίο να έχει συμβληθεί ως αποδέκτρια η τελευταία, ώστε να τριτεγγυηθεί υπέρ αυτής η δεύτερη εκκαλούσα. Αντίθετα, η τελευταία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτιδα – πρώτη εκκαλούσα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής, με τον οποίο ζητούνταν η ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επειδή ήταν άκυρη η τριτεγγύηση και δεν γινόταν αναφορά περί τροπής της σε εγγύηση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης.
VΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατό (100) ευρώ με αριθμό ………….., που κατατέθηκε από τις εκκαλούσες και να καταδικαστούν οι τελευταίες, λόγω της ήττας τους, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του (άρθρα 58 παρ.3, 66, 69 παρ.1, 68 παρ.1, 63 παρ.1 στοιχ. i περ. α´ του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 20.7.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 έφεση των ……….. και . ……., κατά της οριστικής απόφασης 1283/2021 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τις εκκαλούσες παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων(1.900) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 18 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ