Αριθμός 446/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ), σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 3329/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 ν. 4771/2021 και ισχύει, το οποίο εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους του δικηγόρους Σταυρούλα Αλικάκου και Βασίλειο Ριζάκο (με δηλώσεις κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., 2) ………. 3) ……….4) ………., 5) ………. και 6) ………..οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Μαρία Φράγκου.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 85/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 25.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021 Πρωτοδικείου, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2021) έφεσή του, καθώς και με τους από 21.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022) πρόσθετους λόγους εφέσεως. Δικάσιμος της ως άνω εφέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι του εκκαλούντος, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση : α) η από 25-06-2021 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2021) έφεση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ) κατά των : ………….. και β) οι από 21-02-2022 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2022) πρόσθετοι λόγοι έφεσης.
Α. Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αριθμ.85/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και Β. Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, τους οποίους άσκησε το ίδιο ως άνω εκκαλούν ΝΠΔΔ με το από 21-02-2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 22-02-2022 (με γεν.αριθμ.καταθ. ……/2022) και έχει κοινοποιηθεί στους αντιδίκους του τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, κατ΄άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ (βλ.σχετ. την υπ΄αριθμ…… Ε΄/ 22-02-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …………..), οι οποίοι αφορούν κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια της απόφασης, που προσβάλλονται με την έφεσή του.
Πρέπει, επομένως η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης να γίνουν τυπικά δεκτοί και συνεκδικαζόμενοι (οι πρόσθετοι λόγοι τελούν σε εξάρτηση με την έφεση και φέρουν, σε σχέση με αυτή, παρακολουθηματικό χαρακτήρα η ύπαρξη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, και, επομένως, δεν νοείται χωριστή εκδίκασή τους βλ. Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, Ε έκδοση, παρ. 584, σελ. 240), να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ.520 παρ.2, 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), ενώ το εκκαλούν ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου,δεν υποχρεούται στην καταβολή παραβόλου (ΕφΛαρ 190/ 2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Με την από 29-06-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2020) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι : …………… στρεφόμενοι κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ 2ΗΣ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» εξέθεσαν τα ακόλουθα: Ότι κατόπιν έγκρισης από το ΔΣ του ΙΚΑ – ΤΕΑΜ με την υπ΄αριθμ. 88/16-6-2004 απόφασή του, γνωστοποιηθείσα στο τότε υποκατάστημα του ΙΚΑ Δραπετσώνας με το υπ΄αριθμ.πρωτ. ………../28-6-2004 έγγραφο του Τμήματος Στέγασης Διεύθυνσης Τεχνικής και Στέγασης του ΙΚΑ, καταρτίσθηκε εγγράφως την 1-7-2004 μεταξύ αφενός του πρώτου, της δεύτερης, του πέμπτου και της έκτης των εναγόντων, συγκυρίων σε ποσοστά 231,50/ 000, 268,50/1000, 260,50/1000 και 231,50/1000 εξ αδιαιρέτου έκαστος, αντίστοιχα και αφετέρου του ΙΚΑ, νομίμως εκπροσωπηθέντος από τον τότε Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Δραπετσώνας, σύμβαση μίσθωσης, βάσει της οποίας οι πρώτοι, έναντι μηνιαίου μισθώματος ανερχόμενου στο ποσό των 4.510 ευρώ, καταβαλλομένου στο αρμόδιο ταμείο του υποκαταστήματος ΙΚΑ Δραπετσώνας, ανέλαβαν την υποχρέωση να παραχωρήσουν στον αντισυμβαλλόμενό τους τη χρήση του ευρισκομένου στο Κερατσίνι Αττικής και επι της οδού ….. αριθμ……, οικήματος αποκλειστικής συγκυριότητάς τους, για χρονικό διάστημα 9 ετών, αρχομένου από την επομένη της παραλαβής του ακινήτου που έλαβε χώρα στις 2-7-2005 με δικαίωμα μονομερούς παράτασης εκ μέρους του ΙΚΑ, προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση του τοπικού ιατρείου του ΙΚΑ –ΕΤΑΜ. Οτι μετά από αλλεπάλληλες αναπροσαρμογές, το μηνιαίο μίσθωμα ανήλθε το έτος 2010 στο ποσό των 4.900 ευρώ και κατόπιν έγγραφης καταρτισθείσας μεταξύ αφενός του πρώτου, της δεύτερης, του πέμπτου και της έκτης των εναγόντων και αφετέρου του ΙΚΑ, μειώθηκε για το χρονικό διάστημα από 1-10-2012 έως 31-1-2014 στο ποσό των 3.276,26 ευρώ. Ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ…../ 11-10-2012 συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβ/φου Πειραιά, ……………, έκαστος του πρώτου και δεύτερης των εναγόντων μεταβίβασαν σε έκαστο του τρίτου και τέταρτης των εναγόντων ποσοστά 57,875/000 και 67,125/000 εξ αδιαιρέτου, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να καταστούν συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου, σε ποσοστό 125/000 εξ αδιαιρέτου έκαστος και να υπεισέλθουν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ανωτέρω μισθωτικής σχέσης, οι δε πρώτοι να παραμείνουν συγκύριοι αυτού σε ποσοστά 115,75/000 και 134,25/000, το εναγόμενο ΝΠΔΔ υπεισήλθε αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μισθωτή που απορρέουν από την ανωτέρω μισθωτική σχέση. Ότι το εναγόμενο με το με αριθμ.πρωτ. ……/21-7-2014 έγγραφο, κάλεσε, κατ΄ άρθρο 7 του Ν.4238/2014, τους ενάγοντες σε επαναδιαπραγμάτευση του μισθώματος με πρόταση για διαμόρφωσή του στα 1.100 ευρώ μηνιαίως, υποχρεώνοντάς τους να καταθέσουν αντιπρόταση εως τις 24-7-2014. Ότι παρα τις προφορικές διαμαρτυρίες του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής διαπραγματεύσεων τις αφορούσες το πιεστικό χρονικό πλαίσιο και την υπερβολική μείωση του μισθώματος από το 2010,ο υποδιοικητής του εναγομένου με την υπ΄αριθμ. 21766/1-8-2014 απόφασή του, οριστικοποίησε (μονομερώς και αυθαιρέτως) το μίσθωμα στο ποσό των 1.100 ευρώ μηνιαίως. Ότι το εναγόμενο ενήργησε παρανόμως καθόσον το άρθρο 7 του Ν. 4238/2014 του δίνει τη δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας της μίσθωσης και όχι μονομερούς μεταβολής του ύψους του μισθώματος, με αποτέλεσμα να ισχύει το συμφωνηθεν μίσθωμα, ύψους 3.276,26 ευρώ. Ότι το εναγόμενο αν και από το έτος 2014 που υπεισήλθε στη μίσθωση έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, τη στιγμή που επίσης και μετά το συμβατικό χρόνο λήξης της μίσθωσης (2-7-2017) δεν υπήρξε συνεπές στις συμβατικές του υποχρεώσεις και δεν τους κατέβαλε, ως όφειλε, στο ακέραιο τα μισθώματα των μηνών Μαρτίου 2019 έως και Ιουνίου 2020, έχοντας έτσι περιέλθει σε υπηρεμερία οφειλέτη. Ότι παρα το γεγονός ότι η μεταξύ των διαδίκων μισθωτική σύμβαση εξακολουθεί να είναι υφιστάμενη και ενεργός, το εναγόμενο καταβάλει σ΄αυτούς (ενάγοντες) μόνο το ποσό των 1.100 ευρώ μηνιαίως και συνεπώς τους οφείλει υπόλοιπο μισθωμάτων (διαφορά) ποσό (3.276,26 – 1.100) = 2.176,26 ευρώ Χ 16 μήνες = 34.820,16 ευρώ, κατανεμόμενο μεταξύ τους με βάση το ποσοστό συγκυριότητάς τους επι του ένδικου μισθίου.
Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τους καταβάλει το παραπάνω ποσό διαιρετά κατά την αναλογία συγκυριότητας εκάστου και δη: α) στον πρώτο εξ αυτών (εναγόντων) το ποσό των (34.820,16 Χ 115,75/000 ) = 4.030,43 ευρώ, β) στη δεύτερη το ποσό των (34.820,16 Χ 134,25/000) = 4.674,61 ευρώ, γ) στον τρίτο το ποσό των (34.820,16 Χ 125/000) = 4.352,52 ευρώ, δ) στην τέταρτη εξ αυτών το ποσό των (34.820,16 Χ 125/000) = 4.352,52 ευρώ, ε) στον πέμπτο το ποσό των (34.820,16 Χ 268,50/000) = 9.349,22 ευρώ και στ) στην έκτη ενάγουσα το ποσό των (34.820,16 Χ 231,50 / 000) = 8.060,87 ευρώ, όλα δε τα ως ανω ποσά νομιμοτόκως από την επομένη της λήξεως της προθεσμίας για την καταβολή κάθε μηνιαίου μισθώματος, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος ζήτησαν να καταδικασθεί το εναγόμενο στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.
Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως ανω Δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ αριθμ. 85/2021 απόφαση, η οποία αφου έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1β,5 παρ.1, 44, 61 ΠΔ 34/1995 (η ένδικη μίσθωση καταρτίστηκε προ της ισχύος του Ν.4242/2014), άρθρ. 346, 480, 574, 595, 785, 786 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, πλην : α) του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος για καταβολή τόκων από την επομένη που κάθε μίσθωμα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, αφου κατά το άρθρο 7 παρ.2 ΝΔ 496/1974 «Περι του Δημοσίου Λογιστικού ΝΠΔΔ» η τοκογονία σε βάρος ΝΠΔΔ «άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής» και β) και του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος περι κήρυξης της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 909 παρ.1 ΚΠολΔ και 21 παρ.4 του Ν.1902/1990, κατόπιν έγινε δεκτή η αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει στους ενάγοντες τα παρακάτω ποσά : α) στον πρώτο εξ αυτών (εναγόντων) το ποσό των (34.820,16 Χ 115,75/000) = 4.030,43 ευρώ, β) στη δεύτερη το ποσό των (34.820,16 Χ 134,25/000) = 4.674,61 ευρώ, γ) στον τρίτο το ποσό των (34.820,16 Χ 125/000) = 4.352,52 ευρώ, δ) στην τέταρτη εξ αυτών το ποσό των (34.820,16 Χ 125/000) = 4.352,52 ευρώ, ε) στον πέμπτο το ποσό των (34.820,16 Χ 268,50/000) = 9.349,22 ευρώ και στ) στην έκτη ενάγουσα το ποσό των (34.820,16 Χ 231,50 / 000) = 8.060,87 ευρώ, νομιμοτόκως όλα τα ανωτέρω ποσά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και τέλος καταδικάστηκε το εναγόμενο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων (μειωμένης κατά το άρθρο 22 Ν.3696/1957), το ύψος της οποίας ορίστηκε στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα με την ένδικη έφεσή του και τους πρόσθετους λόγους αυτής το εναγόμενο, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων με τους περιεχομένους σ΄αυτούς λόγους και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από την χωρις όρκο κατάθεση του πρώτου των εναγόντων, (το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρες), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων (δικαστικών τεκμηρίων) περιλαμβάνονται και τα με αριθμούς 854/2016 και 5519/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο εκδίκασε σε πρώτο βαθμό τις προγενέστερες με ημερομηνία 16-2-2015 (…../16-2-2015) και 18-7-2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../22-7-2016) αγωγές καταβολής μισθωμάτων προηγούμενων χρονικών διαστημάτων (στα πρακτικά της πρώτης δίκης περιέχεται η χωρις όρκο εξέταση του πρώτου ενάγοντα), από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των υπ΄αριθμ…. και …./1993 συμβολαίων γονικής παροχής και δωρεάς εν ζωή αντίστοιχα, της Συμβ/φου Πειραιά …………. που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, ο πέμπτος και η δεύτερη των εναγόντων απέκτησαν κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, λόγω γονικής παροχής από η μητέρα τους και δωρεάς εν ζωή από τον θείο τους …. ή …. ….., μία κάθετη ιδιοκτησία και συγκεκριμένα ένα ισόγειο διαμέρισμα μετά του δικαιώματος υψούν, με ποσοστό συγκυριότητας 53,70/ 100 επι του υπ΄αριθμ….. οικοπέδου του με αριθμό …. τετραγώνου του Προσφυγικού Συνοικισμού ….., της περιφέρειας του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Κερατσινίου Αττικής, με πρόσοψη επι της οδού ….., με αριθμό …. (πρώην …..), εκτάσεως 171,50 τ.μ. Στη συνέχεια δε, με το υπ΄αριθμ……./2001 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Πειραιά, ………., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ο πρώτος και η έκτη των εναγόντων απέκτησαν κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, την άλλη αυτοτελή επι του ως ανω οικοπέδου κάθετη ιδιοκτησία, ήτοι ένα κατεδαφισθέν ισόγειο διαμέρισμα με ποσοστό συνιδιοκτησίας επι του όλου οικοπέδου 46,3/100.
Με την υπ΄αριθμ. 88/16-6-2004 απόφαση του ΔΣ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, εγκρίθηκε η προς αυτό μίσθωση του προπεριγραφομένου ακινήτου, για τη στέγαση του Τοπικού Ιατρείου – ………….., επι του οποίου αυτοί θα ανήγειραν με δικές τους δαπάνες, τετραώροφη οικοδομή με πυλωτή, σύμφωνα με τις υποδείξεις και την τεχνική περιγραφή της τεχνικής υπηρεσίας του.
Επακολούθησε δε η σύνταξη του από 1-7-2004 έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο το μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 4.510 ευρώ για τα 2 πρώτα έτη της μίσθωσης, αναπροσαρμοζόμενο έκτοτε σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα τιμάριθμο, πλέον μίας μονάδας για κάθε έτος της επόμενης δεκαετίας και του ημίσεος του τέλους χαρτοσήμου, καταβλητέου από την επομένη της παραλαβής του οικήματος που επρόκειτο να ανεγερθεί εντος αυτού, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα ή κάθε τριμηνίας, κατ΄επιλογή του μισθωτή. Η διάρκεια δε της μίσθωσης ορίστηκε εννεαετής, με δικαίωμα του μισθωτή να την παρατείνει για 3 ακόμη έτη.
Από τα ίδια ως ανω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε επίσης ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ. …./14-7-2004 συμβολαίου του Συμβ/φου Πειραιά, …………, όλοι οι παραπάνω ενάγοντες, αφου κατεδάφισαν τα υφιστάμενα επι των ιδιοκτησιών τους κτίσματα, κατήργησαν την προπεριγραφόμενη κάθετη ιδιοκτησία και συνέστησαν τις παρακάτω οριζόντιες ιδιοκτησίες και δη την με αριθμό 1 αποθήκη του υπογείου, επιφάνειας 65,40 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επι του οικοπέδου 16/1000 καθώς και τον υπ΄αριθμ.Α1,Β1,Γ1 και Δ1 χώρο γραφείων του α΄,β΄γ΄και δ΄ αντίστοιχα ορόφου, επιφάνειας καθενός 93,59 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επι του οικοπέδου 246/1000. Ακόμη ορίσθηκε ότι το ποσοστό συνιδιοκτησίας των ανωτέρω σε ολόκληρο το οικόπεδο και το επ΄αυτού κτίσμα θα ανερχόταν σε 268,5/1000 σε καθέναν από τους δεύτερη και πέμπτο και των 231,5/1000 σε καθέναν από τους πρώτο και έκτη των εναγόντων.
Τελικά η χρήση του μισθίου ακινήτου αποπερατωμένου παραδόθηκε από τους ως ανω ιδιοκτήτες στο μισθωτή στις 2-7-2005, οπότε συντάχθηκε και το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ΄αριθμ……/ 11-10-2012 συμβολαίου γονικής παροχής του ίδιου ως ανω συμβολαιογράφου ……….. που καταχωρήθηκε στα βιβλία του οικείου κτηματολογικού γραφείου Πειραιά στις 23-10-2012, ο πρώτος και δεύτερη των εναγόντων μεταβίβασαν στα τέκνα τους ήτοι στους τρίτο και τέταρτη των εναγόντων, εξ ημισείας (50% εξ αδιαιρέτου) το ήμισυ του ανήκοντος σε καθέναν ποσοστού συνιδιοκτησίας τους, παραμένοντας έτσι συγκύριοι στο απομένον ποσοστό.
Κατόπιν αυτών, το ποσοστό συνιδιοκτησίας των εναγόντων διαμορφώθηκε έκτοτε για τον 1ο εξ αυτών (εναγόντων) στο ποσοστό των 115,75/1000, για τη 2η σε 134,25/ 1000 για καθέναν από τους 3ο και 4η εξ αυτών σε 124,99/ 1000,για τον 5ο σε 268,5/1000 και για την 6η σε 231,5/ 1000,ενώ ο 3ος και 4η των εναγόντων υπεισήλθαν στη μισθωτική σχέση κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά (άρθρ.614 ΑΚ σε συνδ.με άρθρ.44 ΠΔ 34/1995). Περαιτέρω, με έγγραφη συμφωνία του 1ου,2ης και 5ου των εναγόντων (518,5/1000 εξ αδιαιρέτου, πλειοψηφία των μερίδων κατ΄άρθρο 789 του ΑΚ) και του μισθωτή, το μίσθωμα διαμορφώθηκε για το χρονικό διάστημα από 1-10-2012 έως την 31-12-2014,στο ποσό των 3.276,26 ευρώ. Εν τω μεταξύ το ΙΚΑ, εντάχθηκε στον ΕΟΠΥΥ που κατέστη καθολικός διάδοχος, υπεισερχόμενος σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού μισθωτή και στη συνέχεια με το άρθρο 21 παρ.7 του Ν.4238/2014, η ένδικη μίσθωση ίσχυσε έναντι της Διοίκησης 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου, στην οποία εντάσσεται η Υγειονομική Μονάδα που στεγάζεται το μίσθιο.
Κατά δε το άρθρο 5 παρ.1 ΠΔ 34/1995, όπως άλλωστε με ισχύ δεδικασμένου ως προς το προδικαστικό ζήτημα της διάρκειας της επίδικης μίσθωσης κρίθηκε και από την υπ΄αριθμ. 401/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η επίδικη σύμβαση ίσχυσε για δώδεκα (12) έτη, δηλαδή μέχρι τις 2-7-2017. Μετά δε την ως ανω ημερομηνία, το εναγόμενο (όπως συνομολογείται και από το ίδιο) εξακολουθούσε να κάνει χρήση του μισθίου ακινήτου, σε γνώση των εναγόντων συνεκμισθωτών μέχρι και τον Ιούλιο του 2020, οπότε υπο τις προϋποθέσεις του άρθρου 611 του ΑΚ [σιωπηρή παράταση για άλλα 12 έτη και όχι αναμίσθωση αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι στις μισθώσεις με μισθωτή το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ δεν εφαρμόζεται ευθέως ο κανόνας του άρθρου 611 ΑΚ, περι σιωπηρής αναμίσθωσης (ΑΠ 1836/ 2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κ.Παντελίδου σε Μίσθωση Πράγματος και Ειδικές Μισθώσεις,2020 παρ.17,ιδιαίτερα είδη μισθώσεων, σελ.272, αριθμ.42, ενώ και η κατά το άρθρο 61 ΠΔ 34/ 1995 παράταση της μίσθωσης για άλλα 4 έτη μετά τη λήξη της 12ετίας καταργήθηκε με το Ν.4242/2014,από τη στιγμή κατά την οποία στις 13-8-2014 η ένδικη μίσθωση ήταν ενεργός, σχετ. η μεταβατική διάταξη του άρθρου 13 παρ.3 του Ν.4242/2014], η σύμβαση παρατάθηκε για ισόχρονο χρονικό διάστημα 12 ετών.
Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο με το υπ΄αριθμ. 20637/ 21-7-2014 έγγραφό του, κάλεσε τον 1ο, τη 2η, τον 5ο και την 6η των εναγόντων σε επαναδιαπραγμάτευση σχετικά με το ύψος του μισθώματος, με πρόταση για καθορισμό του στο ποσό των 1.100 ευρώ. Οι εν λόγω συνεκμισθωτές επιφυλάχθηκαν να καταθέσουν αντιπρόταση μέχρι τις 24-7-2014, πλην όμως δεν έγινε τελικά διαπραγμάτευση. Το εναγόμενο ωστόσο, με την υπ΄αριθμ. 21766/1-8-2014 απόφαση του υποδιοικητή του, θεώρησε ότι το μίσθωμα είχε οριστικοποιηθεί στο προταθέν ποσό των 1.100 ευρώ, στο οποίο όμως οι συνεκμισθωτές ουδέποτε συμφώνησαν. Αντιθέτως, οι τελευταίοι απέστειλαν το από 29-8-2014 έγγραφό τους με το οποίο εξέφρασαν την αντίθεσή τους σε περαιτέρω μείωση αλλά και το από 31-10-2014 εξώδικό τους με το οποίο δήλωναν ότι αποδέχονταν μία μείωση της τάξης του 15-25% και όχι του 34% όπως είχε προταθεί από το εναγόμενο. Ως εκ τούτου η ανωτέρω απόφαση στερείται έννομων συνεπειών, αφου η προαναφερόμενη διάταξη δίνει το δικαίωμα στις Διοικήσεις Υγειονομικής Περιφέρειας να καταγγείλουν μονομερώς τη μίσθωση, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας ως προς το ύψος του μισθώματος, όχι όμως και να καθορίσουν μονομερώς αυτό. Συνεπώς, το μηνιαίο μίσθωμα καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από τον μήνα Ιούλιο 2014 μέχρι και την άσκηση της υπο κρίση αγωγής (Ιούνιος 2020) ανέρχεται στο ποσό των 3.276,26 ευρώ, όπως δηλαδή τούτο είχε διαμορφωθεί κατά το έτος 2012. Όλα δε τα ανωτέρω κρίθηκαν με ισχύ δεδικασμένου από τις υπ΄αριθμ. 532/2017 και 401/2020 τελεσίδικες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου επι προγενέστερων αγωγών των νυν εναγόντων που αφορούσαν επιδίκαση μισθωμάτων προηγούμενων μισθωτικών περιόδων και ειδικότερα, κρίθηκε με ισχύ δεδικασμένου το ζήτημα ότι ουδέποτε έλαβε χώρα κατά νόμιμο και έγκυρο τρόπο μείωση του μηνιαίου μισθώματος από το ποσό των 3.276,26 ευρώ στο ποσό των 1.100 ευρώ με την μονομερή και αυθαίρετη ενέργεια του εναγομένου, ήτοι με την ως ανω υπ΄αριθμ. 21766/1-8-2014 απόφασή του, δεσμευτική κρίση για το Δικαστήριο τούτο, που απορρέει από την υπ΄αριθμ. 532/2017 τελεσίδικη (και ήδη αμετάκλητη απόφαση) του Δικαστηρίου τούτου, που αφορά τους πρώτο, δεύτερη, πέμπτο και έκτη των νυν εναγόντων. Ως προς δε τους τρίτο και τέταρτη των νυν εναγόντων, τα ίδια ως ανωτέρω κρίθηκαν με ισχύ δεδικασμένου που απορρέει από την υπ΄αριθμ.401/202 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Όπως βέβαια αποδείχθηκε, το εναγόμενο κατά της αμέσως προηγούμενης απόφασης έχει ασκήσει ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 27-9-2020 (ΓΑΚ ……/2020) αίτηση αναίρεσης και για τον λόγο αυτό ζήτησε πρωτοδίκως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ, την αναστολή (αναβολή) της παρούσας δίκης μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που αφορούσε την δεύτερη κατά σειρά αγωγή καταβολής μισθωμάτων (για τους μισθωτικούς μήνες Μάρτιο 2015 έως Ιούλιο 2016), ισχυριζόμενο ότι εάν ευδοκιμήσει η αίτηση αναίρεσης, θα ανατραπεί το δεδικασμένο ως προς το προαναφερθεν κρίσιμο προδικαστικό ζήτημα από την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση.
Επίσης, το εναγόμενο επικαλέσθηκε ότι η άσκηση της εν λόγω αναίρεσης (η συζήτηση της οποίας δεν έχει προσδιορισθεί), κατ΄εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 565 παρ.1 ΚΠολΔ, λόγω του ότι πρόκειται για ΝΠΔΔ, έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, υπο την έννοια ότι μέχρι την έκδοση της απόφασης επι του ως ανω ενδίκου μέσου, αυτοδικαίως αναστέλλεται εν γένει η ισχύς της ανωτέρω απόφασης και ότι επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για δέσμευση από το δεδικασμένο αυτής.
Για τα ισχυριζόμενα ως ανω από το εναγόμενο πρέπει να σημειωθούν τα εξής : Για τους πρώτο, δεύτερη, πέμπτο και έκτη των εναγόντων, οι οποίοι κατέχουν την πλειοψηφία των μερίδων κατά τα ήδη προεκτεθέντα, το δεδικασμένο για το παραπάνω κρίσιμο προδικαστικό ζήτημα της μείωσης του μισθώματος, απορρέει όχι από την υπ΄αριθμ.401/2020 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου η οποία έχει αναιρεσιβληθεί, αλλά από την υπ΄αριθμ. 532/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία έκρινε επι της πρώτης κατά σειρά αγωγής καταβολής μισθωμάτων των μηνών Ιουλίου 2014 έως Φεβρουάριο 2015, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη λόγω μη άσκησης κατ΄αυτής έκτακτου ένδικου μέσου εντος της νόμιμης προθεσμίας από την επίδοσή της. Ως προς δε τους τρίτο και τέταρτο των εναγόντων, πράγματι το δεδικασμένο για το κρίσιμο για την παρούσα δίκη ως ανω προδικαστικό ζήτημα, απορρέει από την υπ΄αριθμ.401/2020 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση, πλην όμως μόνη η άσκηση αίτησης αναίρεσης αφενός μεν δεν ανατρέπει το από την τελεσίδικη απόφαση παραγόμενο δεδικασμένο, παρα μόνο η ευδοκίμηση αυτής ανατρέπει το δεδικασμένο, αφετέρου δε, ναι μεν – κατ΄εξαίρεση για τα ΝΠΔΔ – μόνη η άσκηση του πιο πάνω ένδικου μέσου έχει πράγματι αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα, πλην όμως το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει το δεδικασμένο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης καθόσον μέχρι να εκδοθεί απόφαση η οποία θα κρίνει τη βασιμότητα του ως ανω ένδικου μέσου ,το δεδικασμένο της απόφασης αυτής εξακολουθεί να ισχύει και να δεσμεύει το δικαστήριο σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 321 και 331 του ΚΠολΔ (για τα ανωτέρω βλ.σχετ. ΑΠ 369/ 2014,ΑΠ 1847/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, και Δ.Κονδύλης σε Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα 2η έκδ.2020, άρθρ.565,σελ.444-445).
Αυτό δε, σε αντίθεση με την κατά το άρθρο 565 παρ.2 ΚΠολΔ δικαστική αναστολή, αυτή δηλαδή που χορηγείται κατόπιν αίτησης του αναιρεσείοντος και στην περίπτωση αυτή η έννοια «αναστολή εκτέλεσης» θεωρείται ως αναστολή – αδρανοποίηση – όχι μόνο της υπο στενή έννοια εκτελεστότητας, αλλά γενικά της ισχύος της απόφασης, άρα και του δεδικασμένου αυτής και για το λόγο αυτό αφορά όχι μόνο τις καταψηφιστικές και τις αναγνωριστικές αλλά και τις διαπλαστικές αποφάσεις (βλ.Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ.ΙΙΙ, Ενδικα Μέσα, εκδ. 2007, σελ.393, αριθμ.80). Τυχόν δε αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης κατ΄άρθρ.249 ΚΠολΔ, μέχρι να εκδοθεί απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία (αναστολή) και πάλι θα αφορά μόνο τους τρίτο και τέταρτη των εναγόντων (αφου για τους υπόλοιπους υπάρχει δεδικασμένο ήδη από την υπ΄αριθμ.532/2017 τελεσίδικη και ήδη αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου), θα εχει ως συνέπεια την πρόκληση υπέρμετρης καθυστέρησης στην εκ μέρους των εναγόντων είσπραξη των οφειλόμενων σ΄αυτούς από το εναγόμενο μισθωμάτων, λαμβανομένου υπόψη αφενός της απαγόρευσης κήρυξης προσωρινά εκτελεστής κατ΄αρθρο 909 ΚΠολΔ της πρωτοδίκως εκδοθησομένης απόφασης, αφετέρου δε και του γεγονότος ότι το εναγόμενο έχει ήδη καταβάλει τις διαφορές των οφειλομένων μισθωμάτων όσον αφορά προηγούμενες μισθωτικές περιόδους που αποτέλεσαν αντικείμενο προηγούμενων δικών, συμμορφούμενο τελικά με τις προηγούμενες τελεσίδικες αποφάσεις.
Κατόπιν όλων των αποδειχθέντων, το εναγόμενο εξακολουθεί να οφείλει στους ενάγοντες για καθυστερούμενα μισθώματα των μηνών Μαρτίου 2019 έως Ιουνίου 2020 το συνολικό ποσό των (3.276,26- 1.100) = 2.176,26 ευρώ Χ 16 μήνες = 34.820,16 ευρώ, ποσό που θα πρέπει να επιδικασθεί στους ενάγοντες κατά το ποσοστό συγκυριότητάς τους επι του ένδικου μισθίου ως ακολούθως: α) στον πρώτο εξ αυτών (εναγόντων) θα πρέπει να επιδικασθεί το ποσό των (34.820,16 Χ 115,75/000) = 4.030,43 ευρώ, β) στη δεύτερη το ποσό των (34.820,16 Χ 134,25/000) = 4.674,61 ευρώ, γ) στον τρίτο το ποσό των (34.820,16 Χ 125/000) = 4.352,52 ευρώ, δ) στην τέταρτη εξ αυτών το ποσό των (34.820,16 Χ 125/000) = 4.352,52 ευρώ, ε) στον πέμπτο το ποσό των (34.820,16 Χ 268,50/000) = 9.349,22 ευρώ και στ) στην έκτη ενάγουσα το ποσό των (34.820,16 Χ 231,50 / 000) = 8.060,87 ευρώ, νομιμοτόκως όλα τα ανωτέρω ποσά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Τέλος, το εναγόμενο ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή άσκησαν καταχρηστικώς το δικαίωμά τους κατ΄άρθρο 281 του ΑΚ, και ειδικότερα ότι η καταχρηστικότητα συνίσταται στα εξής : Ότι με το με ημερομηνία 21-7-2014 έγγραφο προς τους ενάγοντες – συνεκμισθωτές, προτάθηκε σ΄αυτούς η μείωση του μηνιαίου μισθώματος από το ποσό των 3.276,26 ευρώ στο ποσό των 1.100 ευρώ, ότι ζητήθηκε από τους ανωτέρω να καταθέσουν εντος προθεσμίας 3 ημερών σχετική αντιπρόταση, ήτοι μέχρι την 24-7-2014,ότι με την από 29-8-2014 επιστολή τους αυτοί (ενάγοντες) με τη σειρά τους πρότειναν μείωση του μισθώματος σε διαφορετικό ποσό σε σχέση με αυτό που πρότεινε αυτό (εναγόμενο) ότι την ίδια ουσιαστικά αντιπρόταση έκαναν και δια της με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 2014 εξώδικης δήλωσης, διαφωνώντας με το εναγόμενο όχι καθεαυτή με τη μείωση του μισθώματος αλλά με το ποσό της μείωσης, ότι ουσιαστικά οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την πρόταση για αναπροσαρμογή (μείωση) αλλά απλώς η διαφωνία μεταξύ των μερών έγκειται στο ύψος της μείωσης αυτής, ότι η αποδοχή της πρότασης για μείωση (έστω και αν υφίσταται διαφωνία ως προς το ποσό αυτής), δεν δίνει το δικαίωμα σ΄αυτούς (ενάγοντες) να εμμένουν στην αξίωση καταβολής του μισθώματος όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά το έτος 2012,ήτοι στο ποσό των 3.276,26 ευρώ, ότι το να εμμένουν στην επιδίωξη του μισθώματος ύψους 3.276,26 ευρώ, δια της παρούσας αγωγής, ενώ στην πραγματικότητα έχουν εκδηλώσει την πρόθεσή τους να διαπραγματευθούν μείωσή του, συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά ένσταση (άρθρα 281,262 παρ.1, 338 παρ.1 ΑΚ) απορριπτέος τυγχάνει ως απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου κατ΄άρθρο 330 ΚΠολΔ και τούτο διότι αν και τα ως ανω πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν ήταν ήδη γεγεννημένα και μπορούσαν να προταθούν στις προαναφερόμενες προγενέστερες δίκες που ανοίχθηκαν με την άσκηση των από 16-2-2015 (αριθμ.καταθ………../16-2-2015) και από 18-7-2016 (ΓΑΚ / ΕΑΚ ………./ 22-7-2016) αγωγών καταβολής (διαφορών) μισθωμάτων μεταξύ των ίδιων διαδίκων που αφορούσαν προηγούμενα χρονικά διαστήματα, επι των οποίων εκδόθηκαν οι υπ΄αριθμ.532/2017 και 401/2020 τελεσίδικες αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, με τις οποίες οι αγωγές αυτές έγιναν τελεσιδίκως δεκτές, ωστόσο, από την επισκόπηση όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προκύπτει ότι η εν λόγω ένσταση δεν προτάθηκε στις προηγούμενες δίκες και ως εκ τούτου η ένσταση αυτή έχει αποκλεισθεί από το δεδικασμένο (άρθρα 321,330 ΚΠολΔ) που απέρρευσε από τις ανωτέρω τελεσίδικες αποφάσεις έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η επαναπροβολή της στην παρούσα δίκη.
Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή για όλα τα ανωτέρω δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η από 25-06-2021 έφεση και οι από 21-02-2022 πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μειωμένα κατ΄άρθρο 22 Ν.3696/1957, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων την 25-06-2021 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/2021) έφεση και τους ασκηθέντες με αυτοτελές δικόγραφο από 21-02-2022 (γεν.αριθμ.καταθ……./ 2022) πρόσθετους λόγους αυτής.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής κατά της υπ΄αριθμ. 85/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών). Και
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια (700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ