Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 450/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 450/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ως εν διαστάσει σύζυγος και πατέρας των κοινών ανήλικων τέκνων …. και ………., των οποίων τη γονική μέριμνα συνασκεί εκ του νόμου, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Μαρίας Τσακάλου,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….., ατομικά καθώς και για λογαριασμό των άνω κοινών ανήλικων τέκνων, των οποίων την επιμέλεια ασκεί, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Κωνσταντίνο Λαμπράκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά του ήδη εκκαλούντος την από 3-10-2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) αγωγή της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 3571/2020 απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 23.4.2021, με Γ.Α.Κ. …/2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 26.4.2021, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 18.5.2021 με Γ.Α.Κ. …./2021  και Ε.Α.Κ. …../2021, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης που παραστάθηκε με δήλωση, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 23.4.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά για προσδιορισμό δικασίμου με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση του ………. κατά της …………. προς εξαφάνιση της 3571/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων δέχθηκε εν μέρει την από 3.10.2019 (με αριθμό καταθέσεως ………../4.10.2019) αγωγή της δεύτερης κατά του πρώτου έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι προηγήθηκε επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο, από δε τη δημοσίευση της εκκαλούμενης στις 20.11.2020 μέχρι την άσκηση της ένδικης εφέσεως στις 26.4.2021 δεν παρήλθε διετία. Επομένως, η ως άνω έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 591, 592επ. ΚΠολΔ) ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ίδιου Κώδικα τυγχάνει εμπρόθεσμη. Εξάλλου, για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, αφού πρόκειται για διαφορά του άρθρου 592 αρ.3 στοιχ.α’ του ΚΠολΔ που εξαιρείται της σχετικής υποχρέωσης κατ’ άρθρο 495 παρ.4 του εν λόγω Κώδικα.

Η νυν εφεσίβλητη ενεργώντας για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, ………. και ………., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά του νυν εκκαλούντος την ως άνω από 3.10.2019 αγωγή της στην οποία εξέθετε ότι από τον νόμιμο γάμο της με τον εναγόμενο είχε αποκτήσει τα ως άνω ακόμη ανήλικα τέκνα, ότι η έγγαμη συμβίωση δεν εξελίχθηκε ομαλά με αποτέλεσμα να διασπασθεί οριστικά από τον Μάιο του έτους 2018, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αγωγή λόγους, που ανάγονται στη συμπεριφορά του εναγόμενου. Ότι οι αποτιμώμενες σε χρήμα διατροφικές της ανάγκες, μετά τη χωριστή εγκατάσταση των διαδίκων, είναι αυτές που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η ίδια ασκεί προσωρινά την επιμέλεια των παραπάνω ανήλικων τέκνων, τα οποία στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων και λόγω της ηλικίας τους αδυνατούν να εργασθούν για να μπορούν να αυτοδιατραφούν, οι δε διατροφικές τους ανάγκες, καθώς και οι οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων γονέων τους είναι αυτές που περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα ζήτησε να της ανατεθεί οριστικά η επιμέλεια των ως άνω ανήλικων τέκνων, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει ως διατροφή ατομικά ως εν διαστάσει συζύγου το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων το ποσό των 831,25 ευρώ τον μήνα, ως συνεισφορά αυτού στη μηνιαία αποτιμώμενη σε χρήμα διατροφή των τελευταίων, τα ανωτέρω από την επίδοση της αγωγής και για μια διετία, εντός το πρώτου πενθήμερου εκάστου μηνός, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε περιοδικής παροχής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και με απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ανέθεσε την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ως ασκούσα την επιμέλεια των ως άνω τέκνων το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, ως συνεισφορά στην αποτιμώμενη σε χρήμα διατροφή τους, νομιμοτόκως από την τυχόν καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και για δύο έτη, πλην όμως απέρριψε το αίτημα για επιδίκαση διατροφής στην ενάγουσα ατομικά, καθώς έκρινε ότι με βάση τις οικονομικές δυνάμεις και ανάγκες των διαδίκων, όπως αποδείχθηκαν, η ενάγουσα δεν δικαιούται διατροφή από τον εναγόμενο- εν διαστάσει σύζυγό της ατομικά για τον εαυτό της. Κατά του τελευταίου τούτου κεφαλαίου της εκκαλούμενης απόφασης ως προς το οποίο εξήλθε νικητής πρωτοδίκως ο εναγόμενος, παραπονείται αυτός με την υπό κρίση έφεσή του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει με τους λόγους της έφεσής του ότι κατόπιν κακής εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων που τέθηκαν υπόψη του, δέχθηκε εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων παραδοχών του, αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά κλονισμού της επίδικης έγγαμης σχέσης τα εξής: «…οι σχέσεις των διαδίκων διαταράχθηκαν το έτος 2018, όταν η ενάγουσα ανακάλυψε σκευάσματα για τη βελτίωση της στυτικής λειτουργίας σε διάφορα σημεία και δη στο αυτοκίνητο και στο μπουφάν του εναγομένου, την κατοχή των οποίων ο τελευταίος δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει, δεδομένου ότι οι διάδικοι είχαν διακόψει ήδη από το προηγούμενο έτος κάθε σαρκική επαφή. Το γεγονός αυτό δημιούργησε στην ενάγουσα εύλογες υπόνοιες για την ύπαρξη εξωσυζυγικής σχέσης του εναγομένου και κλόνισε την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό του. Συνέπεια των ανωτέρω ήταν η οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων τον Μάιο του έτους 2018, οπότε ο εναγόμενος αποχώρησε οριστικά από την συζυγική κατοικία και έκτοτε οι διάδικοι ζουν χωριστά. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα πράγματι απέχει από την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία και δικαιούται κατ’ αρχήν, διατροφής από τον ενάγοντα, εν διαστάσει σύζυγό της,…». Ότι ουδέποτε ο εκκαλών-εναγόμενος υπήρξε άπιστος σύζυγος, ότι απεναντίας στο διάστημα που του αποδίδεται εκτός γάμου ερωτική σχέση, αυτός είχε διαγνωσθεί με σοβαρή ασθένεια (σκλήρυνση κατά πλάκας), γεγονός που απέκλειε βασικές λειτουργίες της καθημερινότητάς του, πολλώ δε μάλλον την ερωτική επιθυμία, η δε διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφείλεται στον χαρακτήρα της εφεσίβλητης-ενάγουσας που λόγω ανασφαλειών και εσωτερικών διεργασιών έβλεπε ανταγωνιστικά άλλες γυναίκες του επαγγελματικού κύκλου του εναγόμενου. Ότι με την κρίση του αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε και δεν αποφάνθηκε επί της νομίμως προταθείσας ενώπιον του ένστασης του εκκαλούντος περί της συντρέχουσας αποκλειστικής υπαιτιότητας της εφεσίβλητης για τον επελθόντα κλονισμό της γαμικής τους σχέσης ως λόγο αποκλεισμού της επιδίκασης υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος του εκκαλούντος διατροφής, διαρκούσης της διάστασης. Ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι «…με βάση τις οικονομικές δυνάμεις και ανάγκες των διαδίκων, όπως προεκτέθηκαν, η ενάγουσα δεν δικαιούται διατροφή από τον εναγόμενο-εν διαστάσει σύζυγο της ατομικά για τον εαυτό της…» είναι εσφαλμένη, καθώς προήλθε χωρίς να αξιολογηθούν τα προσκομισθέντα και προσαχθέντα από τον εκκαλούντα αποδεικτικά μέσα και ότι αν το ανωτέρω Δικαστήριο είχε εκτιμήσει ορθά τα ανωτέρω, θα οδηγείτο, ως όφειλε, σε κρίση περί απόρριψης του σχετικού αγωγικού αιτήματος ως αβάσιμου στην ουσία του, γιατί δεν συνέτρεξε η αποκλειστική υπαίτια συμπεριφορά του εκκαλούντος-εναγόμενου που διαλαμβάνει στην κριθείσα αγωγή της η εφεσίβλητη-ενάγουσα για τον επελθόντα κλονισμό της γαμικής τους σχέσης. Ότι αν είχε γίνει δεκτή η ορθή αυτή παραδοχή, δεν θα στερείτο ο εκκαλών το δικονομικό δικαίωμα της δίκαιης κρίσης, ούτε θα άφηνε περιθώριο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για μελλοντικές τυχόν διεκδικήσεις της εφεσίβλητης σε περίπτωση διαφοροποίησης των κριθεισών οικονομικών δυνάμεων και αναγκών ενός εκάστου των διαδίκων. Ζητεί, λοιπόν, ο εκκαλών να γίνει δεκτή η έφεσή του και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, άλλως να μεταρρυθμισθεί αυτή ως προς τις εσφαλμένες κρίσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ώστε αυτές να εκλείψουν και να αποκατασταθούν κατά την αλήθεια, διατασσομένων των περαιτέρω νομίμων, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Καταρχάς η έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της εφεσίβλητης ενεργούσας και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, των οποίων την επιμέλεια ασκεί τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 520 παρ.1 και 532 ΚΠολΔ, καθώς ως προς το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στα ανήλικα τέκνα, ήτοι ως προς την επιδίκαση για λογαριασμό τους διατροφής σε βάρος του εκκαλούντος-εναγόμενου πατέρα τους, κανένα συγκεκριμένο παράπονο με σχετικό λόγο έφεσης δεν διατυπώνεται στο εφετήριο. Κατά τα λοιπά, σχετικά με τα νομικά ζητήματα που τίθενται εν προκειμένω αναφορικά με το απορριφθέν αίτημα διατροφής ατομικά για την εφεσίβλητη-ενάγουσα εν διαστάσει σύζυγο, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Κατά τις διατάξεις του άρθρου 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης εφέσεως, «1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι    καθολικοί διάδοχοι τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. 2. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον». Από τις διατάξεις τούτες, σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 534,321,322,324 και 331 του αυτού Κώδικα, σαφώς προκύπτει ότι, κατά παρέκκλιση της αρχής κατά την οποία το δικαίωμα προς άσκηση εφέσεως έχει ο εν όλω ή εν μέρει ηττηθείς κατά την πρωτοβάθμια δίκη διάδικος, όμοιο δικαίωμα έχει και ο κατά την αυτήν δίκη νικήσας διάδικος, εάν εκ της αιτιολογίας της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δημιουργείται με βλάβη αυτού δεδικασμένο που αφορά σε έννομη σχέση, τουτέστιν σε έννομη συνέπεια αντλούμενη εκ της υπαγωγής διαπιστωμένων πραγματικών περιστατικών στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου, εφόσον α) η δυσμενής στο αιτιολογικό διάγνωση ήταν αναγκαία προς στήριξη του ευνοϊκού για τον ανωτέρω διάδικο διατακτικού, β) το αποφανθέν Δικαστήριο ήταν  αρμόδιο να κρίνει ως προς τη σχέση αυτή και γ) το δυσμενές δεδικασμένο δύναται να αντιταχθεί (δεσμευτικώς) σε άλλη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ως προϋπόθεση του ζητήματος που θα κριθεί σε αυτή, τουτέστιν ως προδικαστικό ζήτημα, υπό τις προϋποθέσεις ορίζει το άρθρο331 του ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέως, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, παρ. 7 σελ. 153, του ιδίου, Αστικόν Δικονομικόν Δίκαιον, έκδ. 1986, σελ. 303 και 308 επ., ΕφΑθ 4950/1982, ΝοΒ 30, σελ.1095, πρβλ. επί αιτήσεως αναιρέσεως παρά νικήσαντος διαδίκου υπό ομοίες συνθήκες τις ΑΠ 474/1973 ΝοΒ 21, σελ. 1340, ΑΠ 725/1954 ΝοΒ 3, σελ. 23). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις και δη από τη διάταξη του άρθρου 322 παρ.1 εδ.α’ του ΚΠολΔ που ορίζει ότι το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, λαμβανομένης υπόψη και της ίδιας της φύσης του δεδικασμένου ως εξασφαλιστικού θεσμού των έννομων συνεπειών καθ’ εαυτές και ουχί ως αυθεντικού ερμηνευτή της έννομης τάξεως, ούτε ως αποδεικτικού μέσου, έπεται ότι το δεδικασμένο δεν εκτείνεται ούτε στη  δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία του νόμου, ούτε στην αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, των στοιχειοθετούντων την ελάσσονα του δικανικού συλλογισμού πρόταση, ούτε στις διαπιστωθείσες νομικές προς θεμελίωση του δικανικού συλλογισμού καταστάσεις, όπως ο σπουδαίος λόγος ή η υπαιτιότητα, ή το εύλογο ή μη της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων (βλ. και Δ.Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, παρ. 22, σελ. 262 και ΑΠ 303/1979 ΝοΒ 27, σελ. 1294). Τέλος οι διαλαμβανόμενες στην απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δυσμενείς για τον νικήσαντα, κατ`αποτέλεσμα, διάδικο αιτιολογίες, είτε είναι ασύμφορες, είτε δεν είναι ορθές νομικώς, είτε αντίκεινται στην αντικειμενική αλήθεια, δεν είναι ικανές να θεμελιώσουν έννομο συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου προς άσκηση εφέσεως (βλ. Ν. Νίκα, Το έννομο συμφέρον κλπ., έκδ. 1981, σελ. 84) [βλ. για όλα τα ανωτέρω ΕφΘεσσαλ 1164/1988, Αρμ 1988, σελ. 703]. Εν κατακλείδι από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτή του άρθρου 532 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να έχει δικαίωμα έφεσης ο διάδικος που νίκησε, πρέπει να δικαιολογεί έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να επικαλείται στο δικόγραφο της έφεσης, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από το διατακτικό και μόνο της εκκαλούμενης απόφασης και υπάρχει όταν από διάταξη του διατακτικού προκαλείται στον εκκαλούντα βλάβη, η οποία καταρχήν δεν συντρέχει, όταν η κατ’ αυτού αγωγή του αντιδίκου του απορρίφθηκε κατ’ ουσία, από δε τις εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης γεννάται έννομο συμφέρον προς άσκηση εφέσεως, μόνο αν οι αιτιολογίες απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχη σ’ αυτές διάταξη και μόνον αν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, το οποίο δεν δημιουργείται όταν οι αιτιολογίες εμπεριέχουν κρίση παραγωγικών του δικαιώματος προϋποθέσεων χωρίς εντέλει να γίνει δεκτό ότι συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις για τη γένεση δικαιώματος σε βάρος του νικήσαντος διαδίκου, η δε έλλειψη κάποιας από τις ανωτέρω νόμιμες διατυπώσεις έχει ως έννομη συνέπεια την κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα της έφεσης απόρριψης αυτής ως απαράδεκτης (ΕφΛαρ 600/2003, Δικογραφία 2004, σελ. 110).

Στην προκειμένη περίπτωση το αγωγικό αίτημα να επιδικασθεί στην ενάγουσα- ήδη εφεσίβλητη ατομικά υπό την ιδιότητα της εν διαστάσει συζύγου του εναγόμενου μηνιαία διατροφή ποσού 200 ευρώ για δύο έτη απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση κατόπιν σύγκρισης των οικονομικών δυνάμεων και αναγκών των διαδίκων εν διαστάσει συζύγων, ενώ προηγουμένως είχε γίνει δεκτό κατά τα ανωτέρω ότι για εύλογη αιτία απέστη η ενάγουσα από την έγγαμη συμβίωση και δη λόγω εύλογων υπονοιών για την ύπαρξη εξωσυζυγικής σχέσης του εναγόμενου, οπότε κατ’ αρχήν κρίθηκε ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση της εύλογης αιτίας διακοπής της έγγαμης συμβίωσης που απαιτείται για να δικαιούται ο εν διαστάσει σύζυγος να ζητήσει διατροφή από τον άλλο. Κατόπιν όμως της απορρίψεως στην ουσία του, του ως άνω αιτήματος επιδίκασης ατομικής διατροφής στην ενάγουσα, δεν γεννάται δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του νικήσαντος ως προς το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής εκκαλούντος-εναγόμενου από την κρίση ότι για εύλογη αιτία που αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπό του απέστη από την έγγαμη συμβίωση η ενάγουσα, καθώς η κρίση αυτή δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε η εν λόγω κρίση μπορεί να αντιταχθεί (δεσμευτικώς) σε άλλη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ως προϋπόθεση του ζητήματος που θα κριθεί σε αυτή (π.χ. σε νέα δίκη διατροφής της ίδιας ενάγουσας κατά του ίδιου εναγόμενου που θα αναφέρεται σε μεταγενέστερο του επιδίκου χρονικό διάστημα), τουτέστιν ως προδικαστικό ζήτημα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 331 του ΚΠολΔ. Η μόνη αποδεικτική αξία της εκκαλούμενης απόφασης ως προς τις αιτιολογίες της για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων από εύλογη για την ενάγουσα αιτία, λόγω υπονοιών ύπαρξης εξωσυζυγικής σχέσης του εναγόμενου, σε άλλη δίκη, θα είναι αυτή του δικαστικού τεκμηρίου. Τούτο όμως δεν συνιστά επαρκή λόγο ώστε ο εναγόμενος να δικαιολογεί έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση προς εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς τις παραπάνω αιτιολογίες της, σύμφωνα και με όσα αναπτύσσονται παραπάνω στη μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει έννομου συμφέροντος του εκκαλούντος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 516 παρ.2, 532 και 68 ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 179 ΚΠολΔ, λόγω της συγγενικής τους σχέσης κι επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 23.4.2021 έφεση κατά της 3571/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών) ως απαράδεκτη.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 19.7.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ