Αριθμός 474/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………………. 43) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Μαρία Κουφοπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιούς της Δικηγόρους Δημήτριο Λαγούρο και Αθηνά Παπικινού.
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 213/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 24.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αρχικά η 4η.2.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄ 43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 42/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 4ης.3.2021, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εφεσίβλητης, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 5-4-2021 (με αριθμ. κατάθ. …………/26-2-2020) έφεση των εναγόντων, ήδη εκκαλούντων, που στρέφεται κατά της με αριθμ. 213/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρ. 591, 614 αριθμ. 3, 621-622 ΚΠολΔ). Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην από 30-11-2018 (με αριθμ. κατάθ. …………./18-12-2018 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά οι ενάγοντες, ιστορούσαν ότι εργάζονταν με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης στην εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία», παρέχοντας την εργασία τους στις εγκαταστάσεις της τελευταίας στον Λιμένα του Πειραιά, έχοντας προσληφθεί ως λιμενεργάτες με την ειδικότητα του αρχιεργάτη και του επόπτη κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα προ της 10-8-2016, οπότε ο έλεγχος της εναγομένης περιήλθε από το ΤΑΙΠΕΔ και το Ελληνικό Δημόσιο στην εταιρεία “…. (. ….) …..”, υπέστησαν περικοπές επί των έως τότε προσδιοριζομένων από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας, από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και από την επιχειρησιακή πρακτική αποδοχών τους, έτσι όπως αυτές (περικοπές) προβλέπονταν από τις διατάξεις των ν. 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι πλέον, μολονότι κατόπιν της ως άνω μεταβιβάσεως των μετοχών στην κινεζική εταιρεία, το Ελληνικό Δημόσιο έχει παύσει να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην εναγομένη και, επομένως, η τελευταία δεν εμπίπτει στις διατάξεις των ν. 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011 ως προς τις μισθολογικές περικοπές, ενώ, περαιτέρω, η επαναφορά των αποδοχών τους στα επίπεδα αυτών της 31-12-2009, αμέσως μόλις έπαυσε η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων περί περικοπών, προβλέπεται από τις υπογραφείσες την 9-4-2013 και 24-6-2015 ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η εναγομένη, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, αρνείται να καταβάλει τις πλήρεις αποδοχές τους, τους οφείλει δε τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής κατά είδος (βασικό μισθό, επίδομα θέσης κλπ), λόγο περικοπής και μήνα, αντίστοιχα για έκαστο εξ αυτών ποσά. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 14.983,06 ευρώ, στον δεύτερο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 14.766,62 ευρώ, στον τρίτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 15.800,52 ευρώ, στον τέταρτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.927,69 ευρώ, στον πέμπτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 15.707,78 ευρώ, στον έκτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 23.420,61 ευρώ, στον έβδομο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 14.876,67 ευρώ, στον όγδοο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 18.892,49 ευρώ, στον ένατο εξ αυτών το συνολικό ποσό των20.445,78 ευρώ, στον δέκατο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 15.216,45 ευρώ, στον ενδέκατο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.114,31 ευρώ, στον δωδέκατο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 12.268,97 ευρώ, στον δέκατο τρίτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 16.053,53 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 17.679,90 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.703,19 ευρώ, στον δέκατο έκτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.210,49 ευρώ, στον δέκατο έβδομο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.632,69 ευρώ, στον δέκατο όγδοο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.333,86 ευρώ, στον δέκατο ένατο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 3.799,09 ευρώ, στον εικοστό εξ αυτών το συνολικό ποσό των13.079,59 ευρώ, στον εικοστό πρώτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των15.871,44 ευρώ, στον εικοστό δεύτερο εξ αυτών το συνολικό ποσό των11.351,95 ευρώ, στον εικοστό τρίτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των11.211,70 ευρώ, στον εικοστό τέταρτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 11.776,70 ευρώ, στον εικοστό πέμπτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 8.573,69 ευρώ, στον εικοστό έκτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.079,59 ευρώ, στον εικοστό έβδομο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 20.084,56 ευρώ, στον εικοστό όγδοο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 17.654,51 ευρώ, στον εικοστό ένατο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 11.789,06 ευρώ, στον τριακοστό εξ αυτών το συνολικό ποσό των 11.763,84 ευρώ, στον τριακοστό πρώτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 12.329,02 ευρώ, στον τριακοστό δεύτερο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 14.756,54 ευρώ, στον τριακοστό τρίτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 11.190,22 ευρώ, στον τριακοστό τέταρτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 12.672,53 ευρώ, στον τριακοστό πέμπτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.252,09 ευρώ, στον τριακοστό έκτο εξ αυτών το ποσό των 12.236,82 ευρώ, στον τριακοστό έβδομο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 12.920,90 ευρώ, στον τριακοστό όγδοο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 17.689,29 ευρώ, στον τριακοστό ένατο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 19.110,76 ευρώ, στον τεσσαρακοστό εξ αυτών το συνολικό ποσό των 20.649,17 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πρώτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.341,67 ευρώ, στον τεσσαρακοστό δεύτερο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 17.294,81 ευρώ και στον τεσσαρακοστό τρίτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 13.174,53 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο εκ των αναφερόμενων στο δικόγραφο της αγωγής επιμέρους ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεση για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου. Ζητούν δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Από το συνδυασμό των άρθρων 22 παρ. 2 του Συντάγματος και 3 παρ.1, 4, 7, 8, 10 και 11 του ν. 1876/1990 “ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις”, συνάγονται τα ακόλουθα: Περιεχόμενο των ΣΣΕ είναι η ρύθμιση των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων. Κατά τη σύναψη των ΣΣΕ, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους. Ως εκ τούτου, οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου (βλ. ΑΠ 256/2016, ΑΠ 1417/2015, ΑΠ 893/2015 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε του ως άνω κανονιστικού χαρακτήρα των σ.σ.ε., δεν μπορεί να εξαρτηθεί η έναρξη της ισχύος τους ή κάποιου όρου τους από αίρεση (βλ. Λ. Ντάσιο Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο Β/ΙΙΙ, 1991, σελ. 193, Β. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1996, σελ. 388, Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, τόμ. ΙΙ, 2011, σελ. 322)
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει : «…..5. Οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που ανήκουν στο κράτος σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α.” ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό “σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του προϋπολογισμού τους ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου1 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ314 Α), μειώνονται κατά ποσοστό επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%), αντίστοιχα. Από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παραγράφου 4 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας….,8. Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 5, 6 και 7 δεν εφαρμόζονται στις εταιρείες που υπάγονται στο Κεφάλαιο Β` του ν. 3429/2005, εφόσον το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου κατέχουν μόνα ή από κοινού ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου μικρότερο του πενήντα τοις εκατό (50%), καθώς και στις Τράπεζες. Σύμφωνα δε με το άρθρ. 3 του ίδιου νόμου «….1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος και μέχρι 31.12.2010 απαγορεύεται η συνομολόγηση, καθώς και η χορήγηση ή η καταβολή, με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, αυξήσεων στις κάθε είδους, φύσεως και ονομασίας αποδοχές των λειτουργών, υπαλλήλων και εργαζομένων κατά την ίδια χρονική περίοδο και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στο Δημόσιο εν γένει, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α., καθώς και τα Ν.Π.Ι.Δ. που ανήκουν στο κράτος σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του προϋπολογισμού τους και στις δημόσιες επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 παρ. 5 και 2 παρ. 2, πέραν των συνολικών αποδοχών που καταβάλλονται κατά τη δημοσίευση του παρόντος, όπως οι αποδοχές αυτές αναπροσαρμόζονται με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2.2. Η απαγόρευση αυτή: (α) καλύπτει κάθε συνομολόγηση αυξήσεων που γίνεται με γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης, υπουργικής απόφασης ή οποιουδήποτε είδους διοικητικής πράξης κανονιστικού χαρακτήρα ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, (β) ισχύει για όλους τους εργαζομένους χωρίς εξαίρεση, στους φορείς της προηγούμενης παραγράφου, που συνδέονται είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε με σύμβαση ή σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, (γ) καλύπτει κάθε είδους αύξηση στις αποδοχές των εργαζομένων, δηλαδή τους μισθούς, τα ημερομίσθια, τα ωρομίσθια, τα επιδόματα, τα βοηθήματα ή τις οποιεσδήποτε άλλες παροχές προς αυτούς (μπόνους κ.λπ.), κατά οποιονδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε μορφή ή ονομασία επιχειρείται, είτε με αύξηση υφιστάμενων είτε με θέσπιση ή συνομολόγηση νέων τέτοιων αποδοχών ή παροχών. 3. Από τις ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων εξαιρούνται μόνο οι ήδη προβλεπόμενες από νόμο, κανονιστική πράξη, συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση, καταστατικό ή κανονισμό εργασίας, αυξήσεις αποδοχών που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή τη μισθολογική ή υπηρεσιακή εξέλιξη των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. 4. Πάσης φύσεως αποδοχές που καταβάλλονται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων αναζητούνται υποχρεωτικώς. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ` ύλην αρμόδιου Υπουργού και ύστερα από ακρόαση των ενδιαφερομένων παύονται από τα καθήκοντα τους ο διοικητής ή πρόεδρος, ο διευθύνων σύμβουλος και τα μέλη του Δ.Σ. των φορέων που υπάγονται στις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού, οι οποίοι δεν εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος. 5. Κάθε διάταξη νόμου και κάθε διάταξη, όρος ή ρήτρα συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης, υπουργικής απόφασης ή οποιουδήποτε είδους διοικητικής πράξης κανονιστικού χαρακτήρα, καθώς και κάθε όρος ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνία που αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος και των προηγούμενων άρθρων καταργούνται.6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων για την εισοδηματική πολιτική του έτους 2010 εφαρμόζονται και για την εισοδηματική πολιτική του έτους 2011. Εξάλλου, με το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 προβλέφθηκε περαιτέρω μείωση των αποδοχών των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, ως ακολούθως: «….4. Οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση, ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους……6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους…..8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας. Περαιτέρω, στο άρθρο 31 του ν. 4024/2011 προβλέπεται ότι: «1. (….)β) Το ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβής προσωπικού εφαρμόζεται και στις δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς και ανώνυμες εταιρείες που υπάγονται στο Κεφάλαιο Β` του ν. 3429/2005, καθώς και στις θυγατρικές τους, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: «αα) Η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου έχει διοριστεί ή εκλεχθεί από το Δημόσιο ή το «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.» (ΤΑΙΠΕΔ) ή άλλα νομικά πρόσωπα των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α`314), που ενεργούν ως μέτοχοι, μόνοι ή από κοινού. ββ) το Δημόσιο ή το ΤΑΙΠΕΔ ή άλλα νομικά πρόσωπα των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/ 2005, μόνοι ή από κοινού, έχουν την πλειοψηφία των μετοχών.(…..) 5. Για τις επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τις εταιρείες της υποπαραγράφου 1β, το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά του πάσης φύσεως προσωπικού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 65% του μέσου κατά κεφαλήν αντίστοιχου κόστους της επιχείρησης, του οργανισμού ή της εταιρείας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2009.7. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλογικά και στους εργαζόμενους των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους μεγαλύτερη από το ποσοστό που ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29. 8. Το μέσο κατά κεφαλή κόστος αποδοχών των φορέων της παραγράφου 1, όπως καθορίζεται με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου, ισχύει καθ` όλη τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής. 9. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρος συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας, που καθορίζει αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές που υπερβαίνουν τα ανώτατα κατά περίπτωση όρια που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους. Αν με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου προκύπτει μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, μικρότερο των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ κατά μήνα, ισχύει ως όριο το όριο των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ κατά μήνα.
Εξάλλου, η εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ» συστάθηκε το έτος 1999 ως ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας σύμφωνα με τον ν.2688/1999. Με τις υπ’ αριθμ. 195/27-10-2011 και 206/25-4-2Ο12 αποφάσεις της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του ν. 3986/2001, το «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» (ΤΑΙΠΕΔ), απέκτησε ποσοστό 74.14% των μετοχών, που μέχρι τότε κατείχε το Δημόσιο. Στη συνέχεια, με την από 5-3-2014 απόφαση του ΤΑΙΠΕΔ και δυνάμει σχετικών διατάξεων του ν. 3986/2011 εγκρίθηκε η διαδικασία πώλησης, μέσω διεθνούς διαγνωστικής διαδικασίας, πλειοψηφικού ποσοστού συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο του ΟΛΠ ανερχόμενου στο 67%, η οποία κατέληξε τον Απρίλιο του 2016 στη μεταβίβαση του ως άνω ποσοστού στην εταιρεία ………….. Περαιτέρω, Τα έτη 2013 και 2015 υπεγράφησαν μεταξύ του Ο.Λ.Π. και του επιχειρησιακού σωματείου «………….», στο οποίο ανήκουν οι εκκαλούντες, οι από 9-4-2013 και 24-6-2015 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αντίστοιχα, στα άρθρα 2 και 3 των οποίων ορίσθηκαν τα εξής: Άρθρο 2: «Διατηρείται σε ισχύ το άρθρο 2 της ανωτέρω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τα έτη 2008-2009, που αφορά στα βασικά ημερομίσθια ως και τα επιδόματα δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, αδείας και τα επιδόματα ωρίμανσης, όπως όλα τα ανωτέρω έχουν διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των Ν. 3833 και 3845/2010»Άρθρο 3: « Εφόσον κατά την διάρκεια ισχύος της παρούσας παύσει η ισχύς των νόμων 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011, το μισθολογικό καθεστώς των μελών του Σωματείου επανέρχεται σε αυτό που ίσχυε την 31.12.2009».
Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Δεδομένου ότι η εφεσίβλητη αποτελούσε ΔΕΚΟ, υπαγόμενη στο Κεφάλαιο Β’ του ν. 3429/2005, το προσωπικό της διεπόταν από τις διατάξεις των ως άνω νόμων 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011, που προέβλεπαν περιστολή των αμοιβών τους, που πράγματι υλοποιήθηκαν. β) Μετά τη μεταβίβαση της πλειοψηφίας των μετοχών του Δημοσίου σε ιδιώτη επενδυτή, που ολοκληρώθηκε στις 10-8-2016, οι εργασιακές σχέσεις των απασχολούμενων στην εφεσίβλητη ρυθμίζονται εφεξής από την κοινή εργατική νομοθεσία. Ειδικότερα, το μισθολογικό καθεστώς των εργαζόμενων αυτών, κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο, παρέμεινε όπως είχε διαμορφωθεί μετά την ισχύ των ως άνω νομοθετημάτων, εφόσον οι προϊσχύσαντες όροι σ.σ.ε, που τους αφορούσαν, είχαν καταργηθεί και έπαυσαν να ισχύουν. γ)Με τις επίδικες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που συνάφθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος των ως άνω νόμων, οι οποίοι απαγόρευαν οποιαδήποτε συνομολόγηση και με οποιονδήποτε τρόπο χορήγηση και για οποιονδήποτε λόγο καταβολή αύξησης στις κάθε είδους, φύσης και ονομασίας αποδοχές των εργαζόμενων του δημόσιου τομέα (μεταξύ δε αυτών και των εκκαλούντων), πέραν των καθορισμένων με τους νόμους αυτούς, συνομολογήθηκε η αύξηση των αποδοχών των μελών του σωματείου, στα επίπεδα που βρίσκονταν το 2009, υπό την αναβλητική αίρεση της παύσης της ισχύος των ως άνω νόμων 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011. Όμως, όπως προεκτέθηκε, οι προβλέψεις αυτές των ως άνω σ.σ.ε. είναι άκυρες, καθόσον εξαρτούν την ισχύ τους από αναβλητική αίρεση, σε κάθε δε περίπτωση, διότι συνομολογήθηκαν παρά τη ρητή απαγόρευση των ως άνω νόμων, στο πλαίσιο των οποίων η εφεσίβλητη και οι εργαζόμενοί της υπάγονταν, που απαγόρευαν τη σύναψη συμφωνιών, μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, για αυξήσεις αποδοχών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή, δεν έσφαλε. Τα αντίθετα, συνεπώς, υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες, κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό της μέρος και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ