Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 494/2022

Αριθμός  494 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία μετακινήθηκε στο Β΄ Πολιτικό Τμήμα για την δικάσιμο της 13ης Ιανουαρίου 2022,  με την υπ’ αριθ. 2/2022 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : …………. νομίμως εκπροσωπούμενης από τη δικαστική της συμπαραστάτρια, …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Αρίστιππο Μαστρογιάννη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ……… ατομικά και ως μοναδικής κληρονόμου της θανούσης …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Βασίλειο Βραχιώτη.

Η εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9-1-2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2015)  αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1954/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου,  που δέχθηκε τα αναφερόμενα σ’ αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με την από 25-11-2019 έφεσή της (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………../2019, ΓΑΚ ΕΑΚ Εφετείου ………./2020) της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, β) η πρώτη εκ των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητη- εκκαλούσα με την από 7-8-2019 έφεσή της (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2019, ΓΑΚ ΕΑΚ Εφετείου ………../2019) της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η-5-2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 75/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη  προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 19ης-11-2020, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις  έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από 25-11-2019 (γεν.αριθμ.καταθ…../2019) έφεση της ……… όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα από τη δικαστική της συμπαραστάτρια, ……….., κατά της ……… ατομικά και ως μοναδικής κληρονόμου της θανούσης  . ………………….. και β) η από 7-8-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……/2019) έφεση της ………. ατομικά και ως μοναδικής κληρονόμου της θανούσης  ……………………, κατά της ………., όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα από τη δικαστική της συμπαραστάτρια, …………….

Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ.1954/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί  νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (5-06-2019) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα), από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011), αφού συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή  επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31,246,524 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής τους έχουν κατατεθεί από τις εκκαλούσες τα σχετικά παράβολα κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων. Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 παρ. δ` περ. α` ΝΔ 118/1973, χρηματική κατάθεση σε ανοιχτό, διαζευκτικό λογαριασμό επ` ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού, είναι η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι, η χρηματική δε κατάθεση που γίνεται στον άνω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ιδίου του αναλαμβάνοντος δικαίου. Αν αναληφθεί, εξάλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρο, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης. Ο μη αναλαβων συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο που του αναλογεί με βάση τον αριθμό όλων των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα. Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλύτερου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, το βάρος απόδειξης της οποίας έχει αυτός που την επικαλείται, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. Αναφορικά δε με τις σχέσεις μεταξύ των πολλών συνδικαιούχων του λογαριασμού, αυτές διέπονται από την εσωτερική μεταξύ τους σχέση που τους συνδέει, η οποία μπορεί να είναι εντολή, δάνειο, κ.λπ. ή και χαριστική, όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρη ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 540/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (βλ. ΑΠ 1001/2012, ΑΠ 2058/2007,ΕφΠατρ 625/2021, ΕφΠειρ 172/ 2020, ΕφΛαρ 463/2015, ΕφΘεσ 1784/2013, ΕφΘεσ 2249/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα (στην υπο στοιχ. α΄έφεση) και ήδη εφεσίβλητη (στην υπο στοιχ.β΄έφεση)  ……….. με την από 09-01-2014 (γεν.αριθμ.καταθ……/2015) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στρεφόμενη κατά των : 1. ………. και ήδη εκκαλούσας (στην υπο στοιχ.β΄ έφεση) και ήδη εφεσίβλητης (στην υπο στοιχ. α΄έφεση) και  2.   ………………….. (μη διαδίκου στην παρούσα κατ΄έφεση δίκη) εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι η ίδια (ενάγουσα) πάσχει από σπαστική παραπληγία και εκ γενετής εγκεφαλική παράλυση, με αποτέλεσμα την ολική και εφ΄όρου ζωής νοητική της υστέρηση και προς κάλυψη των προσωπικών της αναγκών της χορηγούνταν από το Ελληνικό Δημόσιο, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1983 μέχρι και το 2012, επίδομα παραπληγικού, το οποίο εισέπραττε για λογαριασμό της ο μετέπειτα αποβιώσας (την 06-08-2012) πατέρας της ……………, ο οποίος είχε οριστεί ήδη από το έτος 1985 προσωρινός διαχειριστής της περιουσίας της. Ότι αυτός είχε ανοίξει για λογαριασμό της τον αναφερόμενο σ΄αυτήν (αγωγή) τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας Alpha Bank, προκειμένου να συγκεντρώνει εκεί τα χρήματα που θα της ήταν απαραίτητα για τις μελλοντικές της ανάγκες, συνδικαιούχο δε αυτού είχε ορίσει, εκτός από την ίδια (ενάγουσα) και την δεύτερη των εναγομένων – σύζυγό του. Οτι αν και βάσει της μεταξύ των συνδικαιούχων συμφωνίας, τα κατατεθειμένα στον εν λόγω λογαριασμό χρήματα προορίζονταν αποκλειστικά για την ίδια (ενάγουσα), την 20-01-2010 η δεύτερη εναγόμενη ανέλαβε, μετά από προτροπή της πρώτης εναγόμενης – θυγατέρας της, το σύνολο του εκει κατατεθειμένου ποσού, ήτοι 110.244,43 ευρώ, μεταφέροντάς το σε άλλον λογαριασμό με συνδικαιούχο την πρώτη εναγομένη. Ότι εν συνεχεία και μετά τον θάνατο του   ………………….., η δεύτερη των εναγομένων εισέπραττε μέχρι και την άσκηση της αγωγής, το σύνολο της σύνταξής του, παρόλο που δικαιούχος του 50% αυτής και δη του ποσού των 555,80 ευρώ μηνιαίως, τυγχάνει η ίδια (ενάγουσα), ενώ ουσιαστικά η πρώτη των εναγομένων είναι αυτή που καρπώνεται το συνολικό ποσό της σύνταξης προς ίδιον όφελος. Ότι αμφότερες οι εναγόμενες την ζημίωσαν κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη αφού ιδιοποιήθηκαν παράνομα το ως άνω συνολικό ποσό των 124.695,23 ευρώ [ήτοι, 110.244,43 + 14.450,80 (= 555,80 ευρώ το ποσό που δικαιούνταν μηνιαίως από τη σύνταξη του πατέρα της Χ 26 μήνες)], εκμεταλλευόμενες τόσο την ασθένεια του πατέρα της, αλλά και την δική της πνευματική ανικανότητα.

Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα στρεφόμενη αναγωγικά κατά της δεύτερης εναγομένης – μίας εκ των τριών συνδικαιούχων του επίμαχου κοινού λογαριασμού – ζήτησε  να υποχρεωθεί αυτή να της αποδώσει το συνολικό ποσό των 110.244,43 ευρώ το οποίο ανέλαβε χωρίς να έχει προς τούτο δικαίωμα και παραβιάζοντας τη μεταξύ των συνδικαιούχων συμφωνία, άλλως το ήμισυ αυτού, που αποτελεί το τεκμαιρόμενο μερίδιό της επί του συνολικού ποσού του επίδικου λογαριασμού, νομιμοτόκως από το χρόνο της ανάληψης (20-01-2010), άλλως από την επίδοση της αγωγής, άλλως και όλως επικουρικώς, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της αποδώσουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ως άνω ποσό των 110.244,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο της ανάληψης (20-01-2010), άλλως από την επίδοση της αγωγής ,με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και επικουρικά με αυτές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Περαιτέρω ζήτησε να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες να της αποδώσουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσό των 14.450,80 ευρώ με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και επικουρικά με εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο καταβολής εκάστης μηνιαίας σύνταξης, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως ανω Δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 1954/2019  απόφαση η οποία, αφου έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361,340,346,914, 919,926,297 εδ.α΄, 298,299,330 και 481ΑΚ, 375 ΠΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και α) ως προς το επικουρικό αγωγικό αίτημα περί καταβολής του τεκμαιρόμενου μεριδίου της ενάγουσας, ήτοι ποσοστού ½ επί του συνολικού ποσού των 110.244,43 ευρώ έκρινε αυτό νόμιμο μόνο για το εμπεριεχόμενο σ΄αυτό έλασσον αίτημα περί απόδοσης σ΄αυτήν (ενάγουσα) ποσοστού 1/3 επί του ανωτέρω ποσού και β) αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την επόμενη ημέρα της γενόμενης ανάληψης για το ποσό των 110.244,43 ευρώ, καθώς και από την επομένη της καταβολής εκάστης μηνιαίας σύνταξης για το ποσό των 14.450,80 ευρώ, κατόπιν απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη των εναγομένων, επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της πρώτης των εναγομένων τα οποία όρισε στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500,00) ευρώ, δέχθηκε κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την δεύτερη των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων εννιακοσίων έξι ευρώ και ογδόντα λεπτών (37.906,80), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και τέλος επέβαλε σε βάρος της δεύτερης των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούσες με τις κρινόμενες εφέσεις τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτές, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια, η μεν εκκαλούσα στην πρώτη έφεση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή, η δε εκκαλούσα στη δεύτερη έφεση, με την προαναφερομένη ιδιότητά της, να απορριφθεί καθ΄ολοκληρίαν η αγωγή.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή ως προς την επικουρική βάση της στηριζόμενη στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη και τούτο διότι λόγω της επιβοηθητικής φύσης της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αγωγής (άρθ.904 ΑΚ), αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα που στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, γεγονός που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση καθόσον η ενάγουσα στηρίζει την εκ του άρθρου 904 του ΑΚ βάση της αγωγής στα ίδια περιστατικά που επικαλείται για τη θεμελίωση της βάσης της αγωγής για απαίτηση τόσο από τη σύμβαση όσο και από αδικοπραξία (ΑΠ 1682/2014, ΑΠ 1326/2011, ΑΠ 16/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, α) το επικουρικό αίτημα περι καταβολής του τεκμαιρόμενου μεριδίου της ενάγουσας, ήτοι ποσοστού  ½ επι του συνολικού ποσού 110.244,43 ευρώ, είναι νόμιμο μόνο για το εμπεριεχόμενο σ΄αυτό έλασσον αίτημα περί απόδοσης σ΄αυτήν (ενάγουσα) ποσοστού 1/3 επι του ανωτέρω ποσού, αφού κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, κατά τον χρόνο ανάληψης από την δεύτερη εναγόμενη του επίδικου ποσού, συνδικαιούχοι του κοινού λογαριασμού υπήρξαν τρείς και δη η ενάγουσα, η δεύτερη εναγόμενη και ο …………. και β) το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περι επιδίκασης τόκων από την επόμενη ημέρα της γενόμενης ανάληψης για το ποσό των 110.244,43 ευρώ καθώς και από την επομένη της καταβολής εκάστης μηνιαίας σύνταξης για το ποσό των 14.450,80 ευρώ, απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο, δοθέντος ότι τα αναφερόμενα ως άνω περιστατικά, από μόνα τους δεν στοιχειοθετούν όχληση των εναγομένων, ενώ επίσης, δεν είχε ορισθεί δήλη ημέρα καταβολής των αιτούμενων ποσών (ΕφΔωδ 179/ 2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τα ανωτέρω δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως εκ τούτου οι αντίθετοι περί τούτων ισχυρισμοί της ενάγουσας, που αποτελούν λόγους της ένδικης υπο στοιχ.α΄ κρινόμενης έφεσής της, πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του άνω δικαστηρίου, α) από τις υπ΄αριθ….. και ……/15-04-2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, ……….  και ………….., που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αργοστολίου ………, β) από την υπ΄αριθμ……/ 18-04-2016 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα της ενάγουσας ………. που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών …….., γ) από  την υπ΄αριθμ……/ 18-04-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας ………. που λήφθηκε ενώπιον του Συμβ/φου Αθηνών ……….. δ ) από την υπ΄αριθμ…../28-04-2016 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα της ενάγουσας ……… που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών ……….., κατοπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων της  – εναγομένων, από τις υπ΄αριθμ…..,…. και …../ 13-04-2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων, ……….., που λήφθηκαν ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ……….., καθώς και από τις υπ΄αριθμ…… και …../04-05-2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων, ………… και …………. αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου της – ενάγουσας, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ……………., ηλικίας 66 ετών, πάσχει από ολική διανοητική καθυστέρηση εφ΄όρου ζωής λόγω πυρινικού ίκτερου και από σπαστική τετραπληγία. Εξαιτίας δε της κατάστασής της αυτής και της παντελούς αδυναμίας της να φροντίζει μόνη τον εαυτό της και την περιουσία της, δυνάμει της υπ΄αριθμ.154/1985 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (εκουσία δικαιοδοσία) τέθηκε σε κατάσταση απαγόρευσης και διατηρήθηκε σαν προσωρινός διαχειριστής αυτής ο πατέρας της, ………. μέχρι και τον θάνατό του την 06-08-2012. Στη συνέχεια, με την υπ΄αριθμ.1067/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (εκουσία δικαιοδοσία) οριστική δικαστική συμπαραστάτρια αυτής (ενάγουσας), ορίστηκε η αμφιθαλής αδελφή της, . …………………..    . Λόγω δε της ως άνω κατάστασης της υγείας της χορηγήθηκε στην ενάγουσα, ήδη από 01-07-1983 επίδομα παραπληγικού του Δημοσίου, αρχικού ποσού 15.000 δρχ. μηνιαίως, το οποίο σταδιακά και με διάφορες αυξομειώσεις ανήλθε μηνιαίως στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ περίπου (βλ. σχετ. υπ.αριθμ. 213617/13-12-1983 απόφαση της Διεύθυνσης Υγιεινής Πειραιά σε συνδ.με την με αριθμ.πρωτ……/ 22-10-2014 βεβαίωση του Τμήματος Παροχής Προνομιακών Επιδομάτων του Δ/ντη Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., όπου αναφέρεται ότι η ενάγουσα έχει εισπράξει για τα έτη 2003 έως 2012 το συνολικό ποσό των 66.159,64 ευρώ). Επειδή όμως το εν λόγω επίδομα δεν επαρκούσε για την κάλυψη των ατομικών αναγκών της ενάγουσας, ο πατέρας της …….. είχε αναλάβει την οικονομική της στήριξη. Για τον λόγο δε αυτό την είχε ορίσει, τουλάχιστον από το έτος 2000, συνδικαιούχο μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του – δεύτερη εναγομένη στον με αριθμό ………….. κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα ALPHA BANK (υποκατάστημα Κερατσινίου), ο οποίος διέποταν από τις διατάξεις του ν.5638/ 1932, συνεπεία των οποίων, ο κάθε δικαιούχος μπορούσε να κάνει ολική ή μερική χρήση του χωρίς την σύμπραξη, συναίνεση και συγκατάθεση των λοιπών συνδικαιούχων. Ο σκοπός δε της ύπαρξης του λογαριασμού αυτού ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών των ανωτέρω συνδικαιούχων με γνώμονα τόσο την κατάσταση της υγείας της ενάγουσας, όσο και του προχωρημένου της ηλικίας των λοιπών δύο συνδικαιούχων, τροφοδοτούνταν δε αυτός κατά κύριο λόγο από την σύνταξη του απόστρατου αστυνομικού………………….. (βλ.σχετ.τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες εκτυπώσεις κίνησης του προαναφερόμενου λογαριασμού ετών 2000 – 2010, εξηγμένες από τα αρχεία της ανωτέρω Τράπεζας), και συμπληρωματικά από τις αποταμιεύσεις της δεύτερης εναγομένης, η οποία ήταν μοδίστρα, ενώ παράλληλα εισέπραττε τα μισθώματα από δύο διαμερίσματα κυριότητάς της. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κάποιο πειστικό αποδεικτικό στοιχείο η ύπαρξη συμφωνίας άλλης, πλην αυτής σύμφωνα με την οποία το συγκεντρωμένο εκει (στον εν λόγω λογαριασμό) ποσό ανήκε από κοινού και στους τρείς ως ανω συνδικαιούχους. Ως εκ τούτου, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των συνδικαιούχων, ή άλλης εσωτερικής σχέσης, υπάρχει εν προκειμένω νόμιμο μαχητό τεκμήριο ότι έκαστος από τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού συμμετέχει κατά ποσοστό 1/3 στη χρηματική κατάθεση. Σημειωτέον δε ότι το τεκμήριο αυτό δεν ανέτρεψαν ούτε η ενάγουσα, η οποία με την κρινόμενη αγωγή της ζήτησε μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά ούτε οι εναγόμενες οι οποίες με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιχείρησαν να αποκλείσουν κάθε δικαίωμα της ενάγουσας επί του επίδικου κοινού λογαριασμού. Συνακόλουθα δε, λόγω του ότι κατά τον χρόνο ανάληψης (στις 20-01-2010) του συνολικού ποσού των 110.244,43 ευρώ από την δεύτερη των εναγομένων, η ενάγουσα υπήρξε μία εκ των τριών συνδικαιούχων του επίμαχου λογαριασμού, δικαιούται να αξιώσει το 1/3 του ποσού αυτού με την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής που έχει έναντι της δεύτερης των εναγομένων. Συνεπώς η δεύτερη εναγομένη πρέπει να υποχρεωθεί να αποδώσει στην ενάγουσα το ποσό των 36.748,14 ευρώ ( ήτοι 110.244,43 ευρώ Χ 1/3), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ποσό που κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, αντιστοιχεί στο μερίδιό της.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η δεύτερη των εναγομένων με ελεύθερη βούληση προχώρησε την 20-01-2010 στην παραπάνω ανάληψη, χωρίς την οποιαδήποτε, αντίθετη στα χρηστά ήθη, ανάμειξη ή προτροπή της θυγατέρας της – πρώτης εναγομένης, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, και ως εκ τούτου η βάση της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί εναντίον της τελευταίας στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, απορριπτέα τυγχάνει ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη.

Επίσης, όπως αποδείχθηκε και ομολογεί η ίδια η δεύτερη των εναγομένων στις προτάσεις που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. σελ. 13 των προτάσεων των εναγομένων), στο πιο πάνω αναφερόμενο οφειλόμενο ποσό στην ενάγουσα πρέπει να προστεθεί και το ποσό των 1.158,66 ευρώ που εισέπραξε η δεύτερη των εναγομένων ως σύνταξη του αποβιώσαντος την 07-08-2012………………….. για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2014 (ήτοι ποσό 386,22 ευρώ Χ 3 μήνες), την οποία (σύνταξη) δικαιούτο η ίδια (ενάγουσα), ενώ δεν προέκυψε άλλη οφειλή πέραν του ποσού αυτού, προς την ενάγουσα.

Τέλος, σχετικά με το αίτημα της ενάγουσας περί επίδειξης από τις εναγόμενες της αναλυτικής κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού …………. η δεύτερη των εναγομένων το αναληφθέν από τον επίμαχο κοινό λογαριασμό ποσό 110.244,43 ευρώ προκειμένου να εξακριβωθεί ο χρόνος σύστασής του καθώς και το χρηματικό ποσό που προϋπήρχε, αίτημα που υποβάλλεται και στο παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί καθόσον και η κρίση του Δικαστηρίου τούτου περί όλων των ως άνω αποδειχθέντων, προέκυψε από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και ως εκ τούτου παρέλκει η προσκόμιση του παραπάνω σχετικού εγγράφου.

Επομένως, η αγωγή ως προς την πρώτη των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς την δεύτερη εναγομένη να γίνει δεκτή εν μέρει ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί αυτή (δεύτερη των εναγομένων) να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 37.906,80 ευρώ  (ήτοι 36.748,14 + 1.158,66 ευρώ) νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Συνακόλουθα των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και  την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου οι αντίθετοι περί των ανωτέρω ισχυρισμοί των εκκαλουσών που αποτελούν λόγους των εφέσεών τους πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι  όπως και οι υπό κρίση εφέσεις τους.

Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει  ν΄απορριφθούν οι ένδικες εφέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες και να επιβληθούν στις εκκαλούσες λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε έφεσης, κατόπιν σχετικού αιτήματος  των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούσες κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων : α) την από 25-11-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2019) έφεση και β) την από 7-8-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. ……./2019) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.1954/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν αυτές.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, κάθε έφεσης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ, για κάθε έφεση. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των e-παραβόλων  με κωδικούς ………../2019 και ………../2019 άσκησης έφεσης, που κατέθεσαν οι εκκαλούσες, ποσού εκατό (100,00) ευρώ αντίστοιχα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    8 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ