ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 514/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Αναστάσιο Πουλικάκο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Eλληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα με ΑΦΜ ….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Ελένη Πλασσαρά, με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ.
Η νυν εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.7.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) αγωγή κατά του νυν εφεσίβλητου, επί της οποίας εκδόθηκε η 2508/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα με την από 20.4.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (κατόπιν καταθέσεως της εφέσεως στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εφεσίβλητου που παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 20.4.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση της ………. κατά του Ελληνικού Δημοσίου προς εξαφάνιση της 2508/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 4.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης ………./2018 αγωγή της νυν εκκαλούσας κατά του νυν εφεσίβλητου απέρριψε αυτή κατ’ ουσίαν έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλούμενης που δημοσιεύθηκε στις 20.7.2020, από τον ένα διάδικο στον άλλο, η δε έφεση ασκήθηκε στις 14.5.2021, ήτοι πριν παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Αβ’ το με κωδικό ……….. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e-παράβολου και τη βεβαίωση επιτυχούς συναλλαγής από την AlphaBank).
Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά από 4.7.2018 (με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) αγωγή της κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η ενάγουσα-ήδη εκκαλούσα υποστήριξε ότι τυγχάνει αποκλειστική κυρία του λεπτομερώς περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια οικοπέδου, εκτάσεως 217,08 τ.μ. και κατά το κτηματολόγιο 221 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας κατοικίας και αποθήκης, κείμενου στον Δήμο Πειραιά, εντός σχεδίου πόλης στη θέση «…….», στην οδό ………., το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ………. και το οποίο έλαβε στη νομή της από την εξαδέρφη της ….. . με άτυπη δωρεά το έτος 1988 και έκτοτε ασκεί τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής, με αποτέλεσμα να αποκτήσει την πλήρη κυριότητα σε αυτό, δυνάμει των διατάξεων περί έκτακτης χρησικτησίας. Ότι η παραπάνω εξαδέρφη της απέκτησε την κυριότητα στο επίδικο και στη συνέχεια το νεμόταν κατοικώντας το, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./1949 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νομίμως μεταγεγραμμένης, από τη θετή μητέρα της ………….., στην οποία αυτό είχε περιέλθει με αγορά δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1934 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένου, πλην όμως ότι το εν λόγω ακίνητο έχει καταχωρισθεί εσφαλμένα στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», με αποτέλεσμα να προσβάλλεται το εμπράγματο δικαίωμα της ενάγουσας. Επικουρικά, δε, ισχυρίσθηκε ότι απέκτησε την πλήρη κυριότητα του επίδικου ακινήτου δυνάμει των προϋποθέσεων του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ν. 3127/2003. Ενόψει των ανωτέρω, ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί ότι είναι πλήρης κυρία του επίδικου ακινήτου με το παραπάνω ΚΑΕΚ, αξίας 134.676,43 ευρώ με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και β) να διορθωθεί η εσφαλμένη αρχική κτηματολογική εγγραφή ώστε στο οικείο φύλλο να καταχωρισθεί ότι το επίδικο ανήκει στην πλήρη κυριότητά της με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, αντί του εσφαλμένου «αγνώστου ιδιοκτήτη», με καταδίκη του εναγόμενου στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την παραπάνω αγωγή ορισμένη, κατά τα λοιπά παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 του ν. 2664/1998, 980, 1045 ΑΚ, άρθρο 4 του ν. 3127/2003, πλην όμως μετά από εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε την αγωγή στην ουσία της, με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε ότι το ακίνητο που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι απέκτησε με άτυπη δωρεά από την εξαδέρφη της ………. είναι το ακίνητο με ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ./…., καθώς δεν αποδείχθηκε ταύτιση των ακινήτων με τα οποία, σύμφωνα με το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του εν λόγω ακινήτου, αυτό συνορεύει σε σχέση με τα όρια του ακινήτου που περιγράφονται στην πιο πάνω συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας, δυνάμει της οποίας φέρεται η εξαδέρφη της ενάγουσας να απέκτησε το οικόπεδο που, εν συνεχεία, της μεταβίβασε με άτυπη δωρεά καθώς και στο ως άνω συμβόλαιο αγοράς, τίτλο κτήσης της δικαιοπαρόχου της εξαδέρφης της ………… και θετής της μητέρας. Ήδη με την υπό κρίση έφεση η εκκαλούσα-ενάγουσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το ότι δεν αποδείχθηκε ότι το ακίνητο που της παρέδωσε με άτυπη δωρεά η εξαδέρφη της βρίσκεται στην οδό …………. στον Πειραιά και ότι δεν συνορεύει με τα εμφαινόμενα στο σχετικό απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος γεωτεμάχια σύμφωνα με τους παλαιότερους τίτλους κτήσης, ώστε να πρόκειται για το ίδιο ακίνητο με αυτό που φέρει το ΚΑΕΚ ……….. και ως προς το οποίο ζητείται αναγνώριση κυριότητας έναντι του εναγόμενου και διόρθωση στα οικεία κτηματολογικά βιβλία και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η από 4.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης …………/2018 αγωγή της, καταδικαζόμενου του εφεσίβλητου στα δικαστικά της έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, πριν το Δικαστήριο αυτό προχωρήσει στην εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν στην επί της ουσίας κρίση περί του εάν το ακίνητο τη νομή του οποίου φέρεται να έλαβε η ενάγουσα το έτος 1988 από την ως άνω εξαδέρφη της είναι το επίδικο κατά το αιτητικό της αγωγής ακίνητο, σημειώνεται ως προς τους νομίμως επαναφερόμενους κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ ισχυρισμούς του εναγόμενου-νυν εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου περί απαραδέκτου της ένδικης αγωγής ότι αυτοί τυγχάνουν αβάσιμοι στην ουσία τους, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα δεν απαιτείτο για το παραδεκτό της συζήτησης της εν λόγω εμπράγματης αγωγής, η προσκομιδή από την ενάγουσα πιστοποιητικού ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. και Φ.Α.Π. για τα πέντε προηγούμενα έτη πριν από τη συζήτηση αυτή κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013. Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. (έτσι ΑΠ 383/2021, ΜονΕφΠατρ 104/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Επίσης για το παραδεκτό της αγωγής τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ.2 εδ. δ του ν. 2664/1998 και 220 ΚΠολΔ προδικασία, δηλαδή η νόμιμη κι εμπρόθεσμη καταχώριση αντιγράφου της στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου γεωτεμαχίου εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της (βλ. το υπ’ αριθ. …../26.7.2018 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης στο βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά), επιπλέον επαναπροσκομίζεται η από 24.7.2018 εξουσιοδότηση της ενάγουσας προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……….. για τη διεξαγωγή της δίκης, με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής της από τον ίδιο, τέλος δε επαναπροσκομίζεται αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του με το παραπάνω ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου. Εξάλλου, παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα από το εναγόμενο-ήδη εφεσίβλητο η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και μάλιστα ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, το οποίο προσδιορίζεται ως προς την ακριβή διεύθυνση, θέση, έκταση και όρια, ιδίως δε αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ο αριθμός ΚΑΕΚ που φέρει, ο οποίος είναι μοναδικός για κάθε ακίνητο.
Περαιτέρω, ιδίως με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι τα δύο ακίνητα (αυτό που φέρεται να έλαβε από την εξαδέρφη της και αυτό για το οποίο ζητεί διόρθωση στα κτηματολογικά βιβλία) ταυτίζονται επικαλείται το πρώτον α) το από Οκτωβρίου 2020 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………. με τις επ’ αυτού δηλώσεις και την τεχνική έκθεση του ως άνω τοπογράφου μηχανικού ότι το ακίνητο που περιγράφεται στα πιο πάνω συμβόλαιακαι το επίδικο ακίνητο με το αναφερόμενο στην αγωγή ΚΑΕΚ είναι το ίδιο ακίνητο, β) το αναφερόμενο στο κτηματολογικό φύλλο του όμορου του επιδίκου, ακινήτου με ΚΑΕΚ …….. υπ’ αριθ. …../1978 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …………, όπου κατά την εκκαλούσα αναφέρεται ότι το εν λόγω οικόπεδο βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ………… και συνορεύει μεσημβρινώς επί πλευράς μέτρων 22,25 «με ιδιοκτησία πρώην … και ήδη ….» και όπως το «….» αφορά κατά την εκκαλούσα στη μητέρα της εξαδέρφης της, …………. και το «……» ήταν επίθετο της ως άνω εξαδέρφης της, γ) για το ίδιο όμορο ακίνητο το υπ’ αριθ. …../1977 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………., στο οποίο κατά την εκκαλούσα παραπέμπει το αμέσως προηγούμενο συμβόλαιο και στο οποίο αναφέρεται ότι το εν λόγω οικόπεδο συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσης «μεσημβρινοδυτικώς με γήπεδον ……» επί πλευράς 22,25 μ. και «κατά ακριβή προσανατολισμό…μεσημβρινώς με ιδιοκτησία …. πρώην και ήδη ……», δ) το αναφερόμενο στο τελευταίο συμβόλαιο και αναφερόμενο στο ίδιο ακίνητο προγενέστερο υπ’ αριθ. …./1935 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, όπου κατά την εκκαλούσα προκύπτει ότι το εν λόγω οικόπεδο συνόρευε «μεσημβρινοδυτικώς με γήπεδο …..» επί πλευράς 22,25 μέτρων, ότι το εν λόγω ακίνητο ανήκε τότε στον ………., ο οποίος μνημονεύεται στον υπ’ αριθ. ………/1934 τίτλο κτήσης της προκτήτορος του επίδικου ακινήτου, …….… και στον υπ’ αριθ. …../1949 τίτλο κτήσης της εξαδέρφης της ………… ως όμορος ιδιοκτήτης στα ανατολικά του επίδικου. Τους παραπάνω συμβολαιογραφικούς τίτλους του φερόμενου ως όμορου του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ …………… το εφεσίβλητο ζητεί με τις προτάσεις του να μη λάβει υπόψη του το παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ.2 του ΚΠολΔ, επειδή δεν προσκομίσθηκαν στον πρώτο βαθμό από βαριά αμέλεια της εκκαλούσας, γιατί αυτά υπήρχαν ήδη τόσο κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής το έτος 2018, όσο και κατά τον χρόνο συζήτησης αυτής στον πρώτο βαθμό το έτος 2019 και ότι επομένως εκ των πραγμάτων η ενάγουσα-ήδη εκκαλούσα μπορούσε να τα προσκομίσει πρωτοδίκως. Ότι εξάλλου υπέρ της βαριάς αμέλειας της εκκαλούσας να προσκομίσει τα ως άνω έγγραφα στην πρωτόδικη δίκη, συνηγορεί και το γεγονός ότι αυτή είναι κάτοικος Πειραιά (και όχι π.χ. κάτοικος εξωτερικού) και ότι ως εκ τούτου η πρόσβαση της εκκαλούσας στο Υποθηκοφυλακείο και στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά, όπου έχουν καταχωρισθεί τα ως άνω συμβόλαια, δεν ήταν δυσχερής ή αδύνατη. Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 529 ΚΠολΔ «1. Στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων…2. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σ’ αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια». Στην προκειμένη περίπτωση, παραδεκτά και νόμιμα η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει τα πιο πάνω έγγραφα το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, καθόσον κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι προσκομισθέντες τίτλοι των φερόμενων ως δικαιοπαρόχων της δεν αρκούσαν ως προς την περιγραφή του ακινήτου που εκείνη φέρεται να έλαβε τη νομή του από την ως άνω εξαδέρφη της με άτυπη δωρεά το έτος 1988, να οδηγήσουν σε κρίση ότι πρόκειται για το ίδιο ακίνητο με το αναφερόμενο στην αγωγή ΚΑΕΚ, ως προς το οποίο αυτή ζητεί να αναγνωρισθεί κυρία και να γίνει η σχετική διόρθωση στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Η προσκομιδή των παραπάνω εγγράφων το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη δεν αποδεικνύεται ότι έγινε από βαριά αμέλεια, αφού πρόκειται για τους συμβολαιογραφικούς τίτλους του φερόμενου ως όμορου στο επίδικο ακινήτου, ενώ αντίθετα η ενάγουσα προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τους συμβολαιογραφικούς τίτλους που αφορούν στο ακίνητο, του οποίου υποστηρίζει ότι τη νομή της παρέδωσε η εξαδέρφη της το έτος 1988. Επομένως τα εν λόγω έγγραφα λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 532 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως (άρθρο 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ` ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ` έφεση δίκη κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Το Εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, β) να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ` επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά απ` αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγόμενου μέτρου για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς (ΜονΕφΠατρ 43/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 248/2012 ΕλλΔνη 2013.453). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς «ειδικές», αλλά «ιδιάζουσες» γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 1009/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα με όλους τους λόγους της εφέσεώς της παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων εσφαλμένα δέχτηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι το ακίνητο τη νομή του οποίου φέρεται να της παρέδωσε η ως άνω εξαδέρφη της το έτος 1988 και το οποίο φέρεται να απέκτησε η ενάγουσα κατά κυριότητα, ασκώντας σε αυτό πράξεις νομής για διάστημα άνω των είκοσι ετών, δεν είναι το ίδιο με το επίδικο ακίνητο. Λαμβανομένων υπόψη πέραν των προσκομισθέντων και πρωτοδίκως από την ενάγουσα-ήδη εκκαλούσα εγγράφων και των ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθ. …/9.11.2018, …./9.11.2018, …./9.11.2018 και …./9.11.2018 ένορκων βεβαιώσεων των ……………. κατόπιν νόμιμης κι εμπόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. …../1.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και των εγγράφων που νόμιμα και παραδεκτά προσκομίζει με επίκληση στις προτάσεις της η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κρίνεται ότι για το κρίσιμο ζήτημα του εάν το ακίνητο, του οποίου τη νομή φέρεται να παρέδωσε η …… …. στην ενάγουσα το έτος 1988, ως προς το οποίο η τελευταία ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ταυτίζεται με το με ΚΑΕΚ ………. ακίνητο επί της οδού …………, στον Πειραιά Αττικής απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης τοπογράφου μηχανικού και γι’ αυτό το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να διατάξει, προς ολοκλήρωση της έρευνας για τη βασιμότητα των λόγων της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο, για τη διευκρίνιση και συμπλήρωση των κενών και αμφίβολων σημείων της υπόθεσης, με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τοπογράφο μηχανικό (άρθρα 254, 368 §1 και 369 του ΚΠολΔ), που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο αυτό της έφεσης, έτσι, ώστε, μετά τη συνεκτίμηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, να κριθεί εάν εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, προκειμένου να εξαφανιστεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Ολ.Α.Π. 1285/1982 και Α.Π. 755/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΜονΕφΠειρ 384/2020 στην ΤΝΠ Νόμος) ή αν ορθά κατέληξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο σχετικό αποδεικτικό πόρισμα. Τέλος, διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν τίθεται, καθόσον η παρούσα απόφαση δεν έχει κρίνει οριστικά επί των λόγων της υπό κρίση έφεσης (άρθρο 191 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης σχετικά με την ορθή εκτίμηση των αποδείξεων κατά της 2508/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.
Διορίζει τον, περιλαμβανόμενο στον τηρούμενο στο Δικαστήριο αυτό κατάλογο, πραγματογνώμονα ………, αγρονόμο τοπογράφο μηχανικό, πτυχιούχο του Τμήματος Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, κάτοικο …., …. …, ΤΚ …., τηλ. …….., Φαξ: ……., κινητό …, email:…………, ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σε αυτόν της παρούσας αποφάσεως, στο κατάστημα του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σε ημέρα και ώρα που αρμοδίως θα ορισθεί, πρέπει, αφού προηγουμένως λάβει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας (αγωγή, προτάσεις, επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τίτλους και σχεδιαγράμματα), καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που θα κρίνει αναγκαίο ή που θα προσκομίσουν σε αυτόν οι διάδικοι και ενεργήσει κάθε άλλη αναγκαία πράξη και πραγματοποιήσει επιτόπια θεώρηση και εξέταση του αναφερόμενου στην αγωγή ακινήτου, γνωμοδοτήσει εγγράφως και αιτιολογημένα για το εάν το ακίνητο που περιγράφεται α) στην υπ’ αριθ. …./1949 αποδοχή κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ………. που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …. και β) στο υπ’ αριθ. …./1934 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …………. που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …. ταυτίζεται με το ακίνητο επιφάνειας 221 τ.μ. κατά το κτηματολόγιο, που βρίσκεται, στην οδό …….., εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Πειραιά και φέρει ΚΑΕΚ ……….Η έγγραφη γνωμοδότησή του πρέπει να κατατεθεί από τον πραγματογνώμονα εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, όπου θα συνταχθεί η σχετική έκθεση.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 24.8.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ