ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 47/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ακριβές αντίγραφο της έφεσης με την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και με κλήση για συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο, έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη κατά τα άρθρα 110 παρ. 2, 122, 123, 124, 126 παρ. 1 εδ. α΄, 128 παρ. 1, 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……). Επομένως αυτή που δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης κατά τη σειρά που ήταν γραμμένη στο πινάκιο της οριζόμενης δικασίμου και δεν πήρε μέρος στη συζήτηση πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3336/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για καθορισμό διατροφής (άρθρο 681Β του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετίας από την έκδοσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ούτε ο εκκαλών επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παραβόλου, λόγω της φύσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 4/12/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι με τον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, τέλεσαν νόμιμο γάμο την 10/4/1994, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, ήδη ενήλικο, ότι αμέσως μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του εναγόμενου, που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, στην οδό . …., η οποία ήταν η οικογενειακή τους στέγη, ότι εξαιτίας της περιγραφόμενης συμπεριφοράς του εναγόμενου και κυρίως της εξώγαμης ερωτικής σχέσης που συνήψε με άλλη γυναίκα, ήταν πλέον αφόρητη η με αυτόν συμβίωση και ήδη από το Πάσχα του έτους 2015 βρίσκονται σε διάσταση και ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει ως διατροφή σε χρήμα για την ίδια ατομικά, η οποία αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής της, όπως διαμορφώθηκαν με τη διάσταση των διαδίκων, από τα εισοδήματα ή την περιουσία της, το ποσό των 550 ευρώ, εντός των πρώτων τριών ημερών κάθε μήνα με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε δόση έπρεπε να καταβληθεί, να της παραχωρηθεί η αποκλειστική χρήση της οικουμενικής στέγης για λόγους επιείκειας και λόγω των ειδικών συνθηκών που περιγράφει στην αγωγή της και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή σε χρήμα το ποσό των 350 ευρώ για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής με το νόμιμο τόκο και παραχώρησε σε αυτή την αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης. Ήδη ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του ΑΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης του ενός από τους συζύγους για καταβολή σ’ αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και να αποδεικνύει τη συζυγική ιδιότητα, τη διακοπή της συμβίωσης για εύλογη αιτία, ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, χωρίς να είναι αναγκαίο και να εξειδικεύει τις ανάγκες αυτές, αναφέροντας και την απαιτουμένη για κάθε μία δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών. Εξάλλου, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Στον εναγόμενο απόκειται να προβάλλει και να αποδείξει, ως καταλυτικούς (ολικά ή μερικά) ισχυρισμούς, τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ’ αυτούς στη διατροφή αυτή, καθώς και τις ανάγκες των λοιπών μελών της οικογένειας, στα οποία πρέπει να επιμεριστεί το άθροισμα των οικονομικών πόρων τους και ειδικότερα οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη τέκνων και τις ανάγκες τους, των οποίων η διατροφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1486 παρ. 2, 1489 παρ. 2 του ΑΚ, βαρύνει και τους δύο συζύγους και τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1492 εδ. γ΄ του ΑΚ, συμπορεύονται με τη διατροφή του συζύγου (ΑΠ 773/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1382/2000 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η ενάγουσα – εφεσίβλητη εκθέτει στην αγωγή της ότι οι διάδικοι ήταν σύζυγοι, ότι η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης επήλθε από εύλογη αιτία και το ποσό της αναγκαίας διατροφής της, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις συνθήκες της χωριστής διαβίωσης και επομένως είναι πλήρως ορισμένη αφού υπάρχει σ’ αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, σαφής έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά του εναγόμενου, ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε την προβαλλόμενη από τον εκκαλούντα – εναγόμενο με τις πρωτόδικες προτάσεις του ένσταση αοριστίας της αγωγής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα η αγωγή δεν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρονται επακριβώς οι οικονομικές ανάγκες της ενάγουσας ούτε γίνεται σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων των διαδίκων, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνων των άρθρων 1392 εδ. 2 και 1495 του ΑΚ συνάγονται τα εξής: Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη στο πρόσωπο του αιτία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 του ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. του ΑΚ διατροφή, ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. του ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο, υπάρχει δε και αν ακόμη ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου και τούτο για τον λόγο ότι με δική του πρωτοβουλία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση. Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή) μετά από ένσταση του εναγομένου, για την πληρότητα όμως της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα όπως επίσης και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής (ΑΠ 528/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1967/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 551/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1207/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά το άρθρο 1393 εδ. α΄ του ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφ’ όσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας, εν όψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολοκλήρου ή τμήματος του ακίνητου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη) ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η παραχώρηση γίνεται με βάση τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατόν να επιβάλλουν κατά περίπτωση η παραχώρηση να γίνεται με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα (ΑΠ 792/2000 ΕλλΔνη 41,1647). Ο νόμος δεν ορίζει ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες που αν υπάρχουν συντρέχει η επιείκεια να επιβάλει την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης. Οι ειδικές συνθήκες που θα κριθούν από το δικαστήριο προσδιορίζονται από τους όρους ζωής των ενδιαφερομένων μέχρι τη διακοπή της συμβιώσεως, ως τέτοιες δε (ειδικές συνθήκες) θεωρούνται η σωματική και η ψυχική υγεία, οι γενικότερες συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και του άλλου συζύγου, καθώς και η οικονομική κατάσταση κυρίως του γονέα που έχει τη γονική μέριμνα των τέκνων τους. Το εύλογο ή μη της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης του ενάγοντος συζύγου και η τυχόν υπαιτιότητα δεν αποτελούν κριτήρια από το νόμο για την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, συνεκτιμούνται όμως έμμεσα μαζί με τα άλλα στοιχεία από το Δικαστήριο (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικογ. Δικ. Α΄, σελ. 335, Απ. Γεωργιάδη, Η οικογενειακή στέγη, ΕλλΔνη 1988,1287 σημ. 19, Βαθρακοκοίλη, Το νέο Οικογεν. Δικ., εκδ. 1990, υπ’ αρθρ. 1393, σελ. 207). Η παραπάνω ρύθμιση της χρήσης της συζυγικής στέγης δεν έχει μονιμότητα, αφού διαρκεί όσο διαρκεί η διάσταση, δηλ. από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου, μπορεί δε η σχετική απόφαση να μεταρρυθμιστεί σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων που επέβαλαν την παραχώρηση της χρήσης της συζυγικής στέγης στον ένα σύζυγο (ΕφΘεσ 469/2009 ΕφΑΔ 2011, 533, Κ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 346 με παραπομπές στη νομολογία).
Εν προκειμένω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης και της χωρίς όρκο κατάθεσης του εναγόμενου που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, της υπ’ αριθμ. ……… ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα ……….., που κατέθεσε με επιμέλεια του εναγόμενου ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου . …, για την οποία η ενάγουσα κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα δυο εργάσιμες ημέρες πριν από αυτή κατά το άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ..) και όλων των εγγράφων που ο εκκαλών – εναγόμενος με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου αυτού προσκομίζει και επικαλείται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που ο εκκαλών προσκομίζει και επικαλείται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Νίκαια Αττικής, στον Ιερό Ναό Οσίας Ξένης τη 10/4/1994, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, την …, που γεννήθηκε την 7/6/1994, ήδη ενήλικη. Αμέσως μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα στη Νίκαια Αττικής, στην οδό .. .., ιδιοκτησίας του εναγόμενου. Ο εναγόμενος ήταν κατ’ επάγγελμα ναυτικός και ναυτολογούταν σε εμπορικά πλοία, ενώ η ενάγουσα, αν και πριν το γάμο των διαδίκων εργάστηκε περιστασιακά ως πλύντρα σε διάφορα επιβατικά πλοία, μεταξύ άλλων στο επιβατηγό πλοίο L.P.. της ναυτιλιακής εταιρίας «…….» το χρονικό διάστημα από την 21/6/1986 έως την 21/10/1986 και στο Α.. της ναυτιλιακής εταιρίας «……..» το χρονικό διάστημα από την 7/8/1987 έως την 30/10/1987, δεν αποδεικνύεται ότι συνέχισε να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα και κατά τη διάρκεια του γάμου. Καθ’ ο χρόνο ο εναγόμενος ήταν εν ενεργεία ναυτικός η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων ήταν ομαλή και οι σχέσεις τους αρμονικές. Από το έτος 2010 όμως, οπότε ο εναγόμενος συνταξιοδοτήθηκε, άρχισε σταδιακά η ψυχική και συναισθηματική απομάκρυνση των διαδίκων, καθώς μεταξύ τους εμφιλοχωρούσαν έριδες και φραστικοί διαπληκτισμοί, ο οποίοι όμως δεν φαίνεται να ήταν τέτοιας έντασης και συχνότητας ώστε να κλονιστεί ανεπανόρθωτα η έγγαμη σχέση τους, διότι αυτοί εξακολουθούσαν να συμβιώνουν, ανεξάρτητα αν οι συναισθηματικοί δεσμοί τους δεν ήταν πλέον τόσο ισχυροί όσο προγενέστερα. Μάλιστα παρά τον κλονισμό της υγείας του εναγόμενου, ο οποίος την 10/1/2013 υποβλήθηκε στην πνευμονολογική κλινική του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας σε πολυκαταγραφική μελέτη ύπνου και διαπιστώθηκε ότι πάσχει από βαρύ σύνδρομο άπνοιας στον ύπνο, για την αντιμετώπιση του οποίου κρίθηκε αναγκαία η θεραπευτική χρήση μη επεμβατικού μηχανικού αερισμού μέσω συστήματος Auto C-PAP, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν διασπάστηκε. Αντίθετα, ακολουθώντας τις συστάσεις των θεράποντων ιατρών του εναγόμενου να διαβιεί όσο το δυνατό περισσότερο σε περιβάλλον με καθαρό αέρα, οι διάδικοι μετέβαιναν την άνοιξη και τους καλοκαιρινούς μήνες, έως και το Πάσχα του έτους 2015, στο χωριό …….. Ζακύνθου, τόπο καταγωγής του εναγόμενου, όπου παρέμεναν σε ιδιόκτητη εξοχική κατοικία του τελευταίου. Το Πάσχα του έτους 2015, ευρισκόμενοι στο ως άνω χωριό, οι κλονισμένες σχέσεις των διαδίκων διερράγησαν οριστικά, όταν η ενάγουσα, η οποία είχε προ πολλού την πεποίθηση ότι ο εναγόμενος είχε συνάψει ή επιδίωκε να συνάψει εξωσυζυγική σχέση, είδε τον εναγόμενο να βρίσκεται σε ερημική αγροτική περιοχή εντός του αυτοκινήτου του με άγνωστη γυναίκα. Θεωρώντας ότι εκείνη ήταν η γυναίκα με την οποία ο εναγόμενος διατηρούσε ερωτικό δεσμό και μη πειθόμενη από τη δικαιολογία του εναγόμενου ότι τη βοηθούσε να βρει φαρμακείο, κατόπιν έντονου φραστικού επεισοδίου η ενάγουσα αποχώρησε από τη Ζάκυνθο και επέστρεψε στην οικογενειακή κατοικία στη Νίκαια, ενώ ο εναγόμενος παρέμενε με τη δική του βούληση στην κατοικία στη Ζάκυνθο και ουδέποτε επανήλθε στη συζυγική κατοικία. Έκτοτε οι διάδικοι δεν έχουν επανασυνδεθεί, αλλά οριστικά διερράγη η έγγαμη συμβίωση τους από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του εναγόμενου, ο οποίος επιλέγοντας να παραμείνει στη Ζάκυνθο και να μην επιδιώξει την επανασυμβίωσή του με την ενάγουσα, εξέφρασε φανερά τη βούλησή του να διασπάσει την έγγαμη σχέση του με αυτή. Μάλιστα οι σχέσεις των διαδίκων δεν ομαλοποιήθηκαν ούτε τον Ιούνιο του ίδιου έτους, όταν η ενάγουσα μετέβη στη Ζάκυνθο, προφανώς επιθυμώντας την αναθέρμανση των σχέσεων τους, πλην όμως η συνάντηση τους αυτή κατέληξε σε έντονο φραστικό επεισόδιο, όπως κατέθεσε ο αυτόπτης μάρτυρας …… του .. στην υπ’ αριθμ. ……. ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, η οποία δόθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου στα πλαίσια άλλης δίκης των διαδίκων. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι αποκλειστικά υπαίτια της διάσπασης του έγγαμου βίου τους ήταν η ενάγουσα, διότι επεδείκνυε εξυβριστική και προσβλητική συμπεριφορά απέναντι του, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον στηρίζεται αποκλειστικά στην πιο πάνω αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση της ………, σε συνδυασμό με την πιο πάνω ένορκη βεβαίωση του …….. και την υπ’ αριθμ. …….. ένορκη βεβαίωση του …….., ο οποίος κατέθεσε με επιμέλεια του εναγόμενου ενώπιον της συμβολαιογράφου Ιστιαίας ……. στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων, το περιεχόμενο των οποίων όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκε από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτό στοιχείο, αλλά και είναι σαφές ότι εμπεριέχουν διάθεση υπερβολής προς καλύτερη υποστήριξη του εναγόμενου. Καταρχάς μόνο ο .. .. κατέθεσε για δυο περιστατικά πριν από το Πάσχα του έτους 2015, το ένα την 6/12/2012 οπότε, όπως του μετέφερε ο εναγόμενος, σε διαπληκτισμό η ενάγουσα μούντζωσε τον εναγόμενο και εκείνος δάγκωσε το χέρι της και το έτος 2014, όταν την άκουσε να τον αποκαλεί αρρωστιάρη και να τον απειλεί ότι θα τον παρατήσει και θα φύγει με τον παλιό της φίλο …., ενώ αόριστα χωρίς χρονικό προσδιορισμό κατέθεσε ότι την άκουσε να τον αποκαλεί «μαλάκα, βλάκα, ηλίθιο και καθίκι της κοινωνίας». Όλα τα άλλα αναφερόμενα στην ένορκη κατάθεσή του περιστατικά όπως και εκείνα που κατέθεσαν οι άλλοι δυο μάρτυρες, από τα οποία πράγματι καταδεικνύεται ονειδιστική και περιφρονητική συμπεριφορά της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, τον οποίο όχι μόνο δεν σεβόταν ως σύζυγο, αλλά επανειλημμένως εξέφραζε την επιθυμία της να λύσει το γάμο της, συνέβησαν μετά την οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, οπότε ήταν αναμενόμενο οι σχέσεις τους να ήταν ιδιαίτερα τεταμένες. Ιδιαίτερα μάλιστα το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης της ………., στην οποία κατέθεσε για όσα της είπε η ενάγουσα σε μία συνάντησή τους τον Οκτώβριο του έτους 2016, δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, ούτε κρίνεται αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς προσκρούει στους κανόνες της λογικής η ενάγουσα ενώπιον της ανωτέρω μάρτυρα, με την οποία δεν συνδέεται με συγγενική ή φιλική σχέση, αλλά στο παρελθόν είχε εργαστεί στην οικία της ως καθαρίστρια, να της λέει ότι το μόνο που δεν κατάφερε ήταν να σκάσει τον εναγόμενο, να τον πεθάνει, να του τα φάει όλα και ότι αυτά που του έφαγε και του τρώει καλά είναι, ότι δεν έχει κανένα οικονομικό πρόβλημα διότι βγάζει και πουλάει λάδι και μάλιστα εργάζεται και σε ξενώνα στον τόπο της καταγωγής της στην … Ηλείας και ότι αγαπάει άλλον άνδρα με τον οποίο θέλει να ζήσει. Και μάλιστα γνωρίζοντας, ότι ο σύζυγος της εν λόγω μάρτυρα, όπως η ίδια της είπε, είναι φίλος και συνάδελφος με τον εναγόμενο και η ίδια κατοικεί στο ίδιο χωριό με τον εναγόμενο και επομένως ότι τα όσα της έλεγε, που καταρρίπτουν όλους τους αγωγικούς ισχυρισμούς της, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χρησιμοποιούντο εναντίον της. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αποδείχτηκε ότι η εφεσίβλητη διέκοψε την έγγαμη συμβίωσή της με τον εκκαλούντα, σύζυγό της, από εύλογη γι’ αυτήν αιτία και για το λόγο αυτό δικαιούται πλήρους διατροφής σε χρήμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένα απέρριψε την προβαλλόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις του ένσταση, που επαναφέρει με τον ανωτέρω λόγο της έφεσης, ότι η ενάγουσα δικαιούται ελαττωμένης διατροφής λόγω της αποκλειστικής υπαιτιότητάς της στη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω λόγω της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων η ενάγουσα δικαιούται διατροφής σε χρήμα, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες της, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, συνεκτιμωμένων και των διαφοροποιήσεων που προκλήθηκαν από τη χωριστή διαβίωση της, υπό την προϋπόθεση όμως ότι από τις εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων ως συζύγων και το συσχετισμό των οφειλομένων εκατέρωθεν συμβολών προκύπτει διαφορά υπέρ της ενάγουσας. Κατά το κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής ο εναγόμενος ήταν ηλικίας 65 ετών και συνταξιούχος ναυτικός και λάμβανε από το ΝΑΤ σύνταξη ποσού 940 ευρώ. Έχει στην πλήρη κυριότητά του, το διαμέρισμα πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας ευρισκόμενης στη οδό ……… στη Νίκαια Αττικής, εμβαδού 57 τ.μ., η οποία αποτελούσε την οικογενειακή στέγη, στην οποία σήμερα κατοικεί η ενάγουσα και η κόρη των διαδίκων, μία ισόγεια κατοικία εμβαδού 65 τ.μ. στο χωριό …….. Ζακύνθου, όπου σήμερα κατοικεί, τριών αγροτικών χέρσων ακινήτων στη θέση ……. του ΔΔ ….. Ζακύνθου εμβαδού 1.500 τ.μ., 6.000 τ.μ. και 2.000 τ.μ. αντίστοιχα, ενός ελαιόφυτου εμβαδού 3.000 τ.μ., που βρίσκεται στο ίδιο δημοτικό διαμέρισμα, από τα οποία δεν αποκομίζει πρόσοδο και ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου τύπου NISSAN ALMERA κυλινδρισμού 1.500 κυβ. εκ., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2005. Άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει. Κατοικεί στην ιδιόκτητη κατοικία του στις …….. Ζακύνθου και δεν επιβαρύνεται με έξοδα ενοικίου, επιβαρύνεται όμως με τα εν γένει λειτουργικά έξοδα της κατοικίας. Όπως ανωτέρω εκτέθηκε αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας για την αντιμετώπιση των οποίων ακολουθεί θεραπευτική και φαρμακευτική αγωγή, η δαπάνη για την οποία καλύπτεται κατά ποσοστό 75% από τον ασφαλιστικό του φορέα (απόφαση ΕΜΠ5/2012 των Υπουργών Οικονομικών – Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης Και Πρόνοιας – Υγείας ΦΕΚ Β 3054/18.11.2012). Άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία δεν αποδεικνύεται ότι διαθέτει ούτε βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής άλλου προσώπου, καθόσον η κόρη των διαδίκων, …, είναι ενήλικη, ηλικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής 23 ετών, ήδη εργάζεται και δεν αποδείχτηκε ότι έχει ανάγκη διατροφής από τους γονείς της. Η ενάγουσα, περαιτέρω, ήταν ηλικίας 63 ετών και δεν εργάζεται, ούτε όμως εργάστηκε ποτέ κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, δεν έχει ούτε εμπειρία, ούτε κατάλληλη ηλικία για εργασία, ούτε κάποιο ιδιαίτερο προσόν, ώστε, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που καθιστά δυσχερή την ανεύρεση εργασίας, δεν είναι σε θέση αυτή (ενάγουσα) να εργαστεί. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι όχι μόνο εργαζόταν κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους ως καθαρίστρια και σιδερώστρα σε διάφορες οικίες, αλλά ότι και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης εργάζεται ομοίως σε διάφορες οικίες και στον ξενώνα στην …. Ηλείας, αποκερδαίνοντας το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως δεν αποδείχτηκε από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Έχει στην κυριότητά της μια κατοικία στην ….. Δήμου … – .. Ηλείας, αποτελούμενη από κύριο χώρο εμβαδού 55 τ.μ. και δυο αποθήκες συνολικού εμβαδού 60 τ.μ., δυο μη καλλιεργήσιμα αγροτικά ακίνητα εμβαδού 1.800 τ.μ. και 3.500 τ.μ. αντίστοιχα, ευρισκόμενα την .. Ηλείας και ένα ελαιόφυτο εμβαδού 4.000 τ.μ., ευρισκόμενο επίσης στην … Ηλείας, τα οποία δεν αποδείχθηκε ότι της δίνουν σημαντική πρόσοδο. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι από τα ελαιόδεντρα που η ενάγουσα διαθέτει εξάγει 450 κιλά ελαιόλαδο, ότι εισπράττει αγροτικές επιδοτήσεις και ότι από τα άλλα δυο χέρσα ακίνητα εισπράττει ετήσιο μίσθωμα ποσού 530 ευρώ, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, καθώς τα ανωτέρω δεν αποδεικνύονται ούτε από το γεγονός ότι η ενάγουσα είναι εγγεγραμμένη στην Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Ηλείας – Ολυμπίας, ούτε από το βιβλιάριο καταθέσεων της ενάγουσας από το λογαριασμό της στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, που ο εναγόμενος προσκομίζει και επικαλείται, αφενός μεν διότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος από τα αναγραφόμενα κατατεθέντα ποσά αφορούν αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ λόγω φυσικών καταστροφών και όχι εισπράξεις από αγροτικές επιδοτήσεις και αφετέρου διότι η εναγόμενη ανέλαβε το τελευταίο ποσό την 16/5/2013. Κατοικεί στην οικογενειακή κατοικία και επομένως δε βαρύνεται με δαπάνες μισθώματος. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, κατ’ εφαρμογή και της γενικής αρχής της επιείκειας, σε συσχετισμό των δυνάμεων του εναγομένου προς την έλλειψη εισοδημάτων της ενάγουσας και με βάση τις ανάγκες της ζωής της δικαιούχου συζύγου (ενάγουσας), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια της οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με τις νέες ανάγκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και λόγω της χωριστής διαβίωσης, που είναι οι συνηθισμένες, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατά μήνα διατροφή που δικαιούται η ενάγουσα, η οποία περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη διατροφή της, ανέρχεται στο ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως, εφόσον αυτή, υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης, όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά. Το ποσό αυτό, το οποίο πρέπει να συνεισφέρει ο εναγόμενος στην ενάγουσα για τη συμπλήρωση της διατροφής της, ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις ανάγκες της και δεν υπερβαίνει την αναλογία που ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης τους, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Αυτά αφού δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τέταρτος και πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο ίδιος διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να καταβάλλει στην ενάγουσα το πιο πάνω ποσό της διατροφής, ενώ η τελευταία δεν μπορεί να καλύψει τη διατροφή της από τη δική της περιουσία, διότι δεν διαθέτει εισοδήματα ούτε τραπεζικές καταθέσεις, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Όπως ανωτέρω ελέχθη αμέσως με τη διάσταση των διαδίκων η ενάγουσα παρέμεινε στην οικογενειακή στέγη, την κυριότητα της οποίας απέκτησε ο εναγόμενος με το υπ’ αριθμ. ……… αγοραπωλητήρο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας στον τόμο .. με αύξοντα αριθμό μεταγραφής .., ενώ ο εναγόμενος εξακολουθεί να κατοικεί στο χωριό ……Ζακύνθου, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν λόγοι επιείκειας ή ειδικές συνθήκες ώστε να παραχωρηθεί το διαμέρισμα στην οδό .. .. στην ενάγουσα. Τούτο διότι η τελευταία, ως μην έχουσα πλέον την επιμέλεια της κόρης τους … λόγω της ενηλικίωσης της, αφού πλέον έχει τη δυνατότητα να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της, δεν αποδεικνύεται ότι είναι αναγκαίο να εξακολουθεί τη διαμονή της στη Νίκαια, καθώς δεν υφίστανται ούτε λόγοι υγείας, ούτε οικονομικοί λόγοι. Αντίθετα από τις φωτογραφίες που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος αποδεικνύεται ότι η ιδιόκτητη κατοικία της ενάγουσας στην …. είναι πλήρως ανακαινισμένη και ικανοποιεί πλήρως τις στεγαστικές ανάγκες της και είναι πρόσφορη για την παραμονή της εκεί όλο το χρόνο και όχι μόνο για παραθερισμό, καθόσον η συνολική έκταση της είναι μεγαλύτερη από αυτή του διαμερίσματος στη Νίκαια. Λόγοι επιείκειας για την παραχώρηση της οικογενειακής στέγης δεν απορρέουν ούτε από το γεγονός ότι η ενάγουσα καθ’ όλο τα έγγαμο βίο της με τον εναγόμενο κατοικούσε στη συγκεκριμένη κατοικία, ούτε ότι δεν επιθυμεί να «αυτοεξοριστεί» στο χωριό που βρίσκεται η πιο πάνω κατοικία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι υπάρχουν λόγοι επιείκειας που επιβάλουν την παραχώρηση της συζυγικής κατοικίας στην ενάγουσα εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει οι σχετικοί τρίτος και έκτος λόγοι της έφεσης με τους οποίους ο εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραχώρησε την κατοικία στην ενάγουσα, να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι.
Κατόπιν αυτών, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το αίτημα για την παραχώρηση της οικογενειακής στέγης και να γίνει κατά τα λοιπά εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή σε χρήμα το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, προκαταβολικά, εντός των πρώτων τριών ημερών κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που κάθε δόση έπρεπε να καταβληθεί, έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (άρθρο 179, 183 του ΚΠολΔ). Πρέπει επίσης, για την περίπτωση που η ενάγουσα – εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της αποφάσεως αυτής, να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502, 505 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3336/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία διατροφών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 4/12/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το αίτημα για την παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης στην ενάγουσα.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς το αίτημα διατροφής.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή σε χρήμα το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, προκαταβολικά, εντός των πρώτων τριών ημερών κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που κάθε δόση έπρεπε να καταβληθεί, έως την εξόφληση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 18 Ιανουαρίου 2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ