ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 435/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας ………….., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Παρασκευάς Ζουρντός.
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του, Μαρία Χάλαρη-Ανδρουλάκη, με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Β. Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του, Μαρία Χάλαρη-Ανδρουλάκη, με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας …………….., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Παρασκευάς Ζουρντός.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-10-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 360/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο ο ενάγων με την από 20-7-2019 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα στο Εφετείο ……../2021 έφεσή του όσο και η εναγομένη με την από 4-3-2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021 στο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα στο Εφετείο ……../2021 έφεσή της, οι οποίες προσδιορίστηκαν για συζήτηση στην άνω δικάσιμο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην άνω δικάσιμο, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος -εφεσιβλήτου παραστάθηκε με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρίας έλαβε το λόγο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από 4-3-2021 και με αριθμό κατάθεσης ………./2021 έφεση της ηττηθείσας εναγόμενης εταιρίας και β) η από 20-7-2021 και με αριθμό κατάθεσης ………./2021 έφεση του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος, στρεφόμενες αμφότερες κατά της 360/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 30-10-2019 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ με άρθρα 591 και 622 ΚΠολΔ αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε η νόμιμη, καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 15-2-2021, ενώ για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Ο ενάγων ναυτικός με την προαναφερόμενη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν στον Πειραιά με την εναγόμενη εταιρία, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Γ΄ Μάγειρα στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο της «ΝΜ», 8.128,98 κ.ο.χ., από 29-3-20218 έως 14-9-2018, οπότε και απολύθηκε λόγω μετάθεσής του στο ομοίως με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο της ίδιας εταιρίας «ΝΧ», 13.955 κ.ο.χ., στο οποίο ναυτολογήθηκε από 14-9-2018 έως 26-10-2018. Ότι στη συνέχεια απολύθηκε λόγω μετάθεσης στο προηγούμενο πλοίο, στο οποίο ναυτολογήθηκε εκ νέου από 26-10-2018 έως 5-11-2018, όταν η σύμβασή του έληξε τυπικά κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας με τον πλοίαρχο, στην πραγματικότητα όμως λόγω καταγγελίας της από τον τελευταίο χωρίς δική του υπαιτιότητα. Ότι εργαζόταν καθ’ όλα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του σ’ αμφότερα τα πλοία υπερωριακά συμπληρώνοντας 16 ώρες εργασία καθημερινά και ζητά την αμοιβή της πέραν του νομίμου ωραρίου εργασία, την αμοιβή για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, την διαφορά στα δώρα εορτών και στα δρομολόγια εξπρές που εκτελούσαν τα πλοία της εναγομένης καθώς και τις αποδοχές ενός μηνός για την εργασία του στο δεύτερο πλοίο καθώς και την αποζημίωση λόγω της απόλυσής του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά επί 10 ώρες και υποχρέωσε την εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 8.759,13 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 342.87 ευρώ για τις προαναφερόμενες αξιώσεις του. Οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, παραπονούνται κατά της εκκαλουμένης και ζητούν την εξαφάνισή της προς το σκοπό ο μεν ενάγων να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της.
Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ) καθώς και των προσκομιζόμενων ενόρκων βεβαιώσεων, α] εκείνων που προσκομίζει ο ενάγων, και συγκεκριμένα των, με αριθμό ……/12-6-2020 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς και …../15-6-2020 ενώπιον της συμβολαιογράφου Παμίσου ………… οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του εταιρίας (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ) σύμφωνα με την …../3-6-2020 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ……….. β] εκείνων που προσκομίζει η εναγομένη με αριθμούς … και …. της 1-7-2020 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… που λήφθηκαν μετά την νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος σύμφωνα με την ………./26-6-2020 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ………… Το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη του προς σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλες τις ένορκες βεβαιώσεις, κατά το βαθμό γνώσης κάθε μάρτυρα και εκτιμώντας την αξιοπιστία καθενός εξ αυτών, καθώς ουδείς των μαρτύρων είναι εξαιρετέος, ενώ η από μέρους εκείνων του ενάγοντος άσκηση όμοιων αγωγών κατά της εναγομένης με την οποία διεκδικούν προβλεπόμενες στο νόμο αξιώσεις, δεν τους καθιστά αναξιόπιστους άνευ άλλου τινός, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, η οποία εξάλλου προσκομίζει ένορκες βεβαιώσεις ναυτικών που βρίσκονται σε σχέση (εργασιακής) εξάρτησης μαζί της. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ι. Ο ενάγων κατόπιν συμφωνίας που κατάρτισε στον Πειραιά με την εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία ναυτολογήθηκε στις 29-3-2018 με την ειδικότητα του Γ΄ Μάγειρα στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο της «ΝΜ» 8.128,98, κ.ο.χ. μέχρι την λόγω μετάθεσης σε άλλο πλοίο της ίδιας εταιρίας απόλυσή του, στις 14-9-2018. Συγκεκριμένα ναυτολογήθηκε την ημερομηνία αυτή με την ίδια ειδικότητα στο επίσης με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο «ΝΧ» 13.955 κ.ο.χ. και παρέμεινε σ’ αυτό έως την για τον ίδιο λόγο λήξη της σύμβασής του στις 26-10-2018, οπότε ναυτολογήθηκε εκ νέου στο πρώτο πλοίο όπου και εργάστηκε μέχρι τις 5-11-2018. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά όπως και η συμφωνία των διαδίκων να λαμβάνει ο ενάγων αποδοχές σύμφωνα με την σσνε για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2017 συνομολογούνται από την εναγομένη καθώς επίσης και το γεγονός ότι στα πλοία υπηρετούσε ο προβλεπόμενος από την οργανική σύνθεση του πλοίου αριθμός Μαγείρων και συγκεκριμένα ένας Α Μάγειρας, δυο Β΄ Μάγειρες, δυο Γ΄ Μάγειρες και τρεις χυτροκαθαριστές. Σύμφωνα με τα άρθρα 123 επ. του β.δ 683/1960, (ΦΕΚ Α 158/4-10-1960) : «Οι Μάγειροι τελούσιν υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου και βοηθούσιν αυτόν εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων του. Ειδικώτερον ο Μάγειρος Α είναι ο πρώτος εν τη ιεραρχία των Μαγείρων μετά τον Αρχιμάγειρον και αναπληροί αυτόν απουσιάζοντα ή κωλυόμενον. Ο Μάγειρος Β είναι ο άμεσος υφιστάμενος του Μαγείρου Α και ο κυριώτερος βοηθός αυτού και ο Μάγειρος Γ είναι υπεύθυνος διά την εις αυτόν ανατιθεμένην εργασίαν υπό των Μαγείρων Α και Β.» Άρθρο 124 : «Ειδικά καθήκοντα.» «Ειδικώτερον οι Μάγειροι α) επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος και καλής συντηρήσεως των διαμερισμάτων του μαγειρείου και των εν αυτοίς σκευών υποχρεούμενοι, όπως επιβλέπωσιν ιδιαιτέρως τα υποκείμενα εις κασσιτέρωσιν και ν’ αναφέρωσιν εγκαίρως εις τον Αρχιμάγειρον περί της εκάστοτε ανάγκης της κασσιτερώσεως αυτών. β) οφείλουσι να είναι απολύτως καθαροί και να φέρωσιν ένδον την κεκανονισμένην ενδυμασίαν και το ειδικόν κάλυμμα της κόμης. γ) επιμελούνται, βοηθούμενοι υπό των χυτροκαθαριστών, της αφής της πυράς του μαγειρείου, της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων εις το μαγειρείον, του καθαρισμού των τροφίμων και της παρασκευής των εδεσμάτων κατά τας οδηγίας και υπό την επίβλεψιν του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου. Άρθρο 126: « Οι Χυτροκαθαρισταί βοηθούσι τους Μαγείρους, Αρτοποιούς και Ζαχαροπλάστας εις τα ειδικά καθήκοντα των, ασχολούμενοι ειδικώτερον εις την σάρωσιν, πλύσιν και καθαρισμόν εν γένει των διαμερισμάτων του μαγειρείου, την πλύσιν και καθαρισμόν και ευθέτησιν των εν αυτώ σκευών εις τας σκευοθήκας, την αφήν της πυράς του μαγειρείου, την μεταφοράν των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και ψυγείων εις το μαγειρείον, τον καθαρισμόν αυτών και συγκέντρωσιν των απορριμμάτων εις ειδικά προς τούτο δοχεία και την απόρριψιν αυτών εις την ανοικτήν θάλασσαν και εν γένει εις πάσαν βοηθητικήν εργασίαν ειδικότητος μαγειρείου ανατιθεμένην αυτοίς υπό του Αρχιμαγείρου.». Ο ενάγων εκτελούσε τα περιγραφόμενα στα ανωτέρω άρθρα καθήκοντά του, συμμετέχοντας στην ετοιμασία των γευμάτων, μεσημεριανού και βραδινού, τόσο του πληρώματος όσο και των επιβατών, ο δε αριθμός των μελών του πληρώματος ανερχόταν σε ενενήντα μέλη, των δε επιβατών από επτακόσια έως και χίλια οκτακόσια άτομα, ανάλογα της διανυόμενης περιόδου. Το μεν πλήρωμα γευμάτιζε το μεσημέρι από ώρα 11.30 έως 13.30 και το βράδυ από ώρα 18.00 έως 21 και αντίστοιχα οι επιβάτες από ώρα 12.00 έως 14.00 και από ώρα 19.00 έως 21.00 επίσης. Ο ενάγων άρχιζε την εργασία του από ώρα 6.00 έως τις 14.00 και το απόγευμα από ώρα 18.00 έως 22.00 συμμετέχοντας και στην καθαριότητα των χώρων εστίασης που διαρκούσε περί την μία ώρα μετά το κλείσιμο της τραπεζαρίας απασχολούμενος επί δώδεκα-12-ώρες καθημερινά και εκτελώντας υπερωριακή εργασία τεσσάρων ωρών τις καθημερινές και Κυριακές και δώδεκα ωρών τα Σάββατα και τις αργίες. Η αποχώρηση του ενάγοντος γινόταν ώρα 14.00 και όχι ώρα 11.00 πρωινή, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και αναφέρουν οι μάρτυρές της, όταν ακόμα δεν είχε ξεκινήσει η προσφορά των εδεσμάτων στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε, ενώ μετείχε και στην καθαριότητα των χώρων και σκευών του μαγειρείου αλλά και στην μεταφορά των αναγκαίων υλικών (τροφίμων) για την παρασκευή των εδεσμάτων. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των καθηκόντων και των ωρών εργασίας του ενάγοντος στηρίζεται στα άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως στις ένορκες βεβαιώσεις που αυτός προσκομίζει, οι οποίες δεν αντικρούονται πειστικά από εκείνες που προσκομίζει η εναγόμενη εταιρία, καθώς οι μάρτυρές της αναφέρονται στην ετοιμασία των γευμάτων μόνο για το πλήρωμα χωρίς να αναφέρουν οτιδήποτε για την ετοιμασία εκείνων που προορίζονταν για τους επιβάτες, ενώ η πλήρωση της οργανικής σύνθεσης του πλοίου ως προς τα μέλη του μαγειρείου δεν εμποδίζει την υπερωριακή εργασία αυτών, αφού δεν στοχεύει στην κάλυψη των πάσης φύσεως αναγκών που προκύπτουν στο πλοίο, αλλά στην ασφαλή πλεύση και λειτουργία του, συνεκτιμωμένου του μεγάλου αριθμού, μελών πληρώματος και επιβαινόντων, που γευμάτιζαν. Κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του, κατά τα μη αμφισβητούμενα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, τα ακόλουθα ποσά σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εφαρμοστέα σσνε ωρομίσθια για αυτήν: α] για τις 183 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε καθ’ όλη την ναυτολόγησή του στα πλοία της εναγομένης χ 4 ώρες υπερωριακή εργασία χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 6.126,84 ευρώ και β] αντίστοιχα για τα 32 Σάββατα και 8 αργίες της ναυτολόγησής του χ 12 ώρες χ 10,04 ωρομίσθιο = 4.819,2 ευρώ και συνολικά 10.946,04 από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την άνω αιτία ποσού από την εναγόμενη εταιρία απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 10.946,04 –(952,68 + 3.349,92) = 6.643,44 ευρώ, ο δε μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για υπερωριακή εργασία ανέρχεται σε 10.946,04 ευρώ : 223 ημέρες συνολικής διάρκειας της ναυτολόγησής του χ 30 = 1.472,56 ευρώ. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη που δέχθηκε μικρότερο αριθμό ωρών υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης αυτού να γίνει, εν μέρει, δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης με την οποία υποστηρίζει τα αντίθετα, περί έλλειψης αναγκαιότητας υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων σσνε σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ B 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 500/2012, αδημ., 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, 343/2009, αδημ.) διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως οικείας σσνε. (ΜονΕφΠειρ 464/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012 δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΕΠ 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Τέλος, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 των οικείων σσνε, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Επομένως και σύμφωνα με τις προηγηθείσες σκέψεις, στις νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού θα συνυπολογιστούν ο καθορισθείς ανωτέρω με στοιχ. Ι μέσος όρος της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία καθώς και το επίδομα άγονης γραμμής αλλά και η αποζημίωση άδειας, αφού από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών για αυτές τις δυο αιτίες, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του οικείου ισχυρισμού του εκκαλούντος-ενάγοντος που εμπεριέχεται στον δεύτερο λόγο της έφεσής του. Συνεπώς οι νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται σε: [1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 417,13 ευρώ αποδοχές άδειας +1.472,56 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 34,39 ευρώ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής (255,67 ευρώ το συνολικά καταβληθέν για την αιτία αυτή ποσό : 223 χ 30) =] 3.948,35 ευρώ. Ο ενάγων αλυσιτελώς προβάλλει με τον ίδιο, δεύτερο, λόγο της έφεσής του τον ισχυρισμό ότι στις αποδοχές συμπεριλαμβάνεται και το επίδομα ιματισμού καθώς, τελικά, δεν το συνυπολογίζει για την εξεύρεση του ύψους αυτών. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται Α] για δώρο Πάσχα 2018: 3.948,35 :2 : 15 = 131,61 χ 4,12 (33 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του κατά το διάστημα από 1-1-2018 έως 30-4-2018 : 8) = 542,23 ευρώ και μετά την αφαίρεση των καταβληθέντων ποσών, 22,58 ευρώ + 270,87 ευρώ, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 248,78 ευρώ και Β] για δώρο Χριστουγέννων: 3.948,35 ευρώ :25 χ 2 χ 9,94 (189 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης από 1-5-2018 έως 31-12-2018 : 19) = 3.141,97 – 1.586,62 ποσό που συνομολογεί ότι έλαβε απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο : 1.555,35 ευρώ.
ΙΙΙ. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της αμοιβής που του επιδίκασε για τα δρομολόγια εξπρές και ιδίως για τον μη συνυπολογισμό του επιδόματος άγονης γραμμής καθώς και μικρότερου μέσου όρου της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας. Αντίστοιχα η εναγομένη με τον τέταρτο λόγο της δικής της έφεσης παραπονείται για τον συνυπολογισμό της αμοιβής υπερωριακής εργασίας αφού κατά τον ισχυρισμό της ο ενάγων ναυτικός δεν εργάστηκε υπερωριακά, περαιτέρω δε και για τον συνυπολογισμό του επιδόματος αδείας και της αναλογίας των δώρων εορτών, παραπονούμενη για τον εσφαλμένο αριθμό ωρών πρόωρης αναχώρησης που υπολόγισε η εκκαλουμένη. Η εναγομένη με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις της δεν αμφισβήτησε τα περιγραφόμενα στην αγωγή δρομολόγια που εκτελούσαν τα πλοία της και ισχυρίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ότι το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια ως ημερόπλοιο. Επομένως με την εν λόγω άρνησή της και αμφισβήτηση της άνω ιστορικής βάσης της αγωγής επιχειρεί να ανακαλέσει την συναχθείσα ομολογία αυτής, εκ μέρους της, σύμφωνα με το άρθρο 261 και 352, χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ωστόσο ως διάδικος βαρύνεται πάντα με το καθήκον αληθείας (άρθρο 116 ΚΠολΔ) αλλά και την υποχρέωση να απαντά με σαφήνεια για την αλήθεια ή όχι των ισχυρισμών του αντιδίκου της. Αυτό διότι η όψιμη άρνηση της αγωγής ως προς τα δρομολόγια των πλοίων είναι παντελώς αόριστη αφού δεν διευκρινίζει ποιο από τα δυο πλοία της λειτούργησε ως ημερόπλοιο και σε ποια χρονική περίοδο. Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως τους πίνακες δρομολογίων που προσκομίζει ο ενάγων και επιβεβαιώνονται και από τις ένορκες βεβαιώσεις που ο ίδιος προσκόμισε, αποδεικνύεται ειδικότερα ότι: Α] από 11-4-2018 έως 29-4-2018 και από 7-5-2018 έως 24-5-2018 το πλοίο «ΝΜ» στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, κατά τα άνω διαστήματα, κάθε Τετάρτη κατέπλεε στην Καβάλα στις 19.00 και αναχωρούσε ώρα 21.30 με προορισμό τη Λήμνο, Μυτιλήνη, Χίο, Βαθύ Σάμου και Άγιο Κήρυκο Ικαρίας. Κάθε Σάββατο κατέπλεε στην Καβάλα ώρα 19.00 και αναχωρούσε για τον ίδιο προορισμό, πλην Ικαρίας, ώρα 21.30. Επομένως αναχωρούσε πρόωρα 2,50 και 2,50 ώρες και συνολικά 5 ώρες και όχι εσφαλμένα 7 ώρες που δέχθηκε η εκκαλουμένη, εκτελώντας δρομολόγιο διάρκειας πλέον των 12 ωρών στα άνω χρονικά διαστήματα συνολικής διάρκειας 5 εβδομάδων. Β] την εβδομάδα από 30-4-2018 έως 6-5-2018, το ίδιο όπως και άνω πλοίο, την Τετάρτη (2/5) κατέπλευσε στην Καβάλα ώρα 23.25 και αναχώρησε στις 1.25 της επόμενης ημέρας με ίδιο όπως και άνω προορισμό. Το Σάββατο (5/5) κατέπλευσε στην Καβάλα ώρα 19.00 και αναχώρησε ώρα 21.30 για Λήμνο, Μυτιλήνη, Χίο, Βαθύ Σάμου και Άγιο Κήρυκο Ικαρίας συμπληρώνοντας 4,30 ώρες πρόωρης αναχώρησης εκτέλεση δρομολογίων διάρκειας πλέον των 12 ωρών. Γ] από 29-5-2018 έως 10-6-2018, ήτοι επί μία εβδομάδα και πέντε ημέρες το ίδιο και πάλι πλοίο κάθε Τρίτη κατέπλεε στον Πειραιά ώρα 12.30 και αναχωρούσε ώρα 16.00 με προορισμό Σύρο, Μύκονο, Ικαρία (Εύδηλο, Άγιο Κήρυκο και Φούρνους), Σάμο (Καρλόβασι και Βαθύ), Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο και έφθανε ώρα 19.00 στην Καβάλα. Κάθε Τετάρτη αναχωρούσε από Καβάλα ώρα 21.30 και με αντίστροφη πορεία κατέπλεε στον Πειραιά ώρα 23.25 της Πέμπτης. Αναχωρούσε ώρα 16.00 της Παρασκευής από Πειραιά και μέσω των ίδιων λιμανιών κατέπλεε στην Καβάλα ώρα 19.00 του Σαββάτου από όπου αναχωρούσε εκ νέου για τα ίδια και πάλι λιμάνια, ώρα 21.30 με τελικό προορισμό τον Πειραιά όπου κατέφθανε στις 23.40 της Κυριακής. Συμπλήρωνε δε 8,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης στο προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Δ] από 11-6-2018 έως 14-9-2018 χρονικό διάστημα 12 εβδομάδων και 5 ημερών το πλοίο «ΝΜ» κατέπλεε στην Καβάλα ώρα 21.45 της Κυριακής και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 1.00 της Δευτέρας για Λήμνο, Μυτιλήνη, Χίο, Βαθύ Σάμου, Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, Πάτμο, Καρλόβασι Σάμου, Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο και επιστροφή Καβάλα όπου κατέφθανε ώρα 5.40 της Τετάρτης. Κάθε Τετάρτη αναχωρούσε ώρα από την Καβάλα ώρα 7.45 για Λήμνο, Μυτιλήνη, Χίο, Καρλόβασι Σάμου, Πάτμο Άγιο Κήρυκο Ικαρίας, Βαθύ Σάμου, Χίο, Μυτιλήνη Λήμνο και Καβάλα όπου κατέφθανε ώρα 2.30 της Παρασκευής. Αναχωρούσε ώρα 8.00 του Σαββάτου από Καβάλα με προορισμό Λήμνο, Μυτιλήνη, Χίο, Βαθύ από όπου επέστρεφε με αντίστροφη πορεία την Κυριακή ώρα 21.45. Επομένως στο άνω διάστημα συμπλήρωνε 5,15 ώρες πρόωρης αναχώρησης εκτελώντας ομοίως δρομολόγια διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών. Ε] Από 2-10-2018 έως 26-10-2018, χρονικό διάστημα 3 εβδομάδων και 3 ημερών το πλοίο «ΝΧ» στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων κατέπλεε κάθε Τρίτη στον Πειραιά ώρα 12.30 και αναχωρούσε ώρα 16.00 με προορισμό Σύρο, Μύκονο, Άγιο Κήρυκο και Φούρνους Ικαρίας, Καρλόβασι και Βαθύ Σάμου, Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο και Καβάλα όπου κατέπλεε ώρα 19.00 της Τετάρτης και αναχωρούσε μετά από 2,30 ώρες (ώρα 21.30) με προορισμό τον Πειραιά μέσω των ίδιων λιμανιών, όπου κατέπλεε ώρα 23.35 της Πέμπτης. Το Σάββατο το πλοίο κατέφθανε στην Καβάλα ώρα 17.45 προερχόμενο από Πειραιά και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 21.30 με προορισμό την αφετηρία του (Πειραιάς) όπου κατέφθανε ώρα 23.25 της Κυριακής. Συμπλήρωνε επομένως κατά το άνω διάστημα 8,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, όπως ζητά με την αγωγή του ο ενάγων εκτελώντας δρομολόγια της ίδιας όπως και τα προηγούμενα μεγάλης διάρκειας πλέον των 12 ωρών. Με δεδομένο ότι τα πλοία της εναγομένης αναχωρούσαν «πρόωρα», πριν συμπληρωθούν έξι ώρες από τον κατάπλου τους στο λιμάνι αφετηρίας και ότι δεν εκτελούσαν δρομολόγια με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και δεν συμπλήρωναν πάνω από πέντε τέτοια τακτικά δρομολόγια ανά εβδομάδα, το πλήρωμα αυτών δικαιούται πρόσθετης αμοιβής υπολογιζόμενης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 7α του άρθρου 33 της εφαρμοστέας σσνε. Ειδικότερα ο ενάγων δικαιούται το 1/30 των αποδοχών του επί του αριθμού των δρομολογίων εξπρές ο οποίος προκύπτει από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχώρησης με τον αριθμό 8. Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το επίδομα άδειας (ΕφΠειρ 53/2013 δημοσ σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονων γραμμών (ΜονΕφΠειρ, 196/2020, 673/2015 δημοσ. ομοίως), πλην του επιδόματος ιματισμού που παρέχεται, είτε σε είδος είτε σε χρήμα, όχι όμως ως αντάλλαγμα της εργασίας των ναυτικών αλλά για τις λειτουργικές ανάγκες του πλοίου, (ΜονΕφΠειρ 200/2016, 603/2015, 281/2015, 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) καθώς και του μέσου όρου των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός, αν αυτές δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη του αλλά από τρίτον. Συνακόλουθα οι αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές ανέρχονται σε: 1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 417,13 ευρώ αποδοχές άδειας +1.472,56 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 34,39 ευρώ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής (255,67 ευρώ το συνολικά καταβληθέν για την αιτία αυτή ποσό : 223 χ 30) + μέσος όρος δώρων εορτών (542,23 + 3.139,64 : 223 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης χ 30 =) 495,31 ευρώ = 4.443,66 ευρώ : 30 = 148,12 ευρώ για κάθε δρομολόγιο εξπρές και συγκεκριμένα: Για το Α] χρονικό διάστημα διάρκειας 5 εβδομάδων: 5 ώρες πρόωρης αναχώρησης : 8 = 0,62 δρομολόγια ανά εβδομάδα χ 5 εβδομάδες διάρκεια χ 148,12 ευρώ = 462,87 ευρώ. Για το Β] χρονικό διάστημα διάρκειας 1 εβδομάδας : 4,50 ώρες πρόωρης αναχώρησης : 8 = 0,56 χ 1 εβδομάδα χ 148,12 = 82,94 ευρώ. Για το Γ] χρονικό διάστημα διάρκειας 1 εβδομάδας και 5 ημερών : 8,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης : 8 = 1,06 χ 1 εβδομάδα και 5 ημέρες = 1,81 δρομολόγια εξπρές χ 148,12= 269,41 ευρώ. Για το Δ] χρονικό διάστημα διάρκειας 12 εβδομάδων και 5 ημερών : 5,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης : 8 = 0,65 χ 12 εβδομάδες και 5 ημέρες = 8,33 δρομολόγια εξπρές χ 148,12 ευρώ = 1.235,13 ευρώ. Και, τέλος, για το Ε] χρονικό διάστημα διάρκειας 3 εβδομάδων και 3 ημερών : 8,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης : 8 = 1,06 χ 3 εβδομάδες και 3 ημέρες = 3,63 δρομολόγια εξπρές χ 148,12 = 538,46 ευρώ. Συνολικά δικαιούται 2.588,81 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 1.237,02 απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.351,79 ευρώ, γενομένων δεκτών εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμων των άνω λόγων έφεσης των διαδίκων καθώς η εκκαλουμένη εσφαλμένα δεν συνυπολόγισε στην αμοιβή για τα άνω δρομολόγια το επίδομα άγονης γραμμής, ως πάγια και σταθερά καταβαλλόμενη παροχή και περαιτέρω προέβη σε εσφαλμένο μαθηματικό υπολογισμό των ωρών πρόωρης αναχώρησης των πλοίων.
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ «εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ’ ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη». Από τη διάταξη αυτή, η οποία δεν κάνει διάκριση ως προς τον τρόπο λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης πριν την παρέλευση μηνός από την κατάρτισή της , σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 65 του ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός που αδικαιολόγητα δεν παρέχει τις υπηρεσίες του στερείται του ανάλογου μισθού, σαφώς συνάγεται, ότι μόνο εάν η λύση της σύμβασης προήλθε από υπαιτιότητα ή από την αποκλειστική βούληση του ίδιου του ναυτικού, δεν δικαιούται αυτός πλήρη μισθό. Επομένως εκείνος του οποίου η σύμβαση ναυτολόγησης με μηνιαίο μισθό λύθηκε, πριν συμπληρωθεί μήνας, με αμοιβαία συναίνεση, δικαιούται πλήρη μισθό, αφού η απόλυση αυτού από τον πλοίαρχο με την συναίνεσή του, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή στην αποκλειστική βούληση του ναυτικού, στην οποία και μόνον περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της άνω τελευταίας διάταξης, δεν δικαιούται πλήρη μισθό ο ναυτικός (ΑΠ 326/2017 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 72 του ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (άρθρο 75 εδ. β ΚΙΝΔ). Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ. δ και 76 ΚΙΝΔ και για να υπολογιστεί λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των καταβαλλόμενων αποδοχών του στις οποίες περιλαμβάνεται οτιδήποτε καταβάλλεται στο ναυτικό πάγια και τακτικά, με οποιαδήποτε μορφή. Τέλος, όπως συνάγεται από την διατύπωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ ο ναυτικός, όταν ενάγει για την καταβολή της άνω αποζημίωσης, αρκεί να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει ότι, η σύμβαση ναυτολόγησης λύθηκε μονομερώς, ύστερα από καταγγελία του πλοιάρχου. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΙΝΔ «οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται δια ναυτικού φυλλαδίου», σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολόγησης και η αντίστοιχη της απόλυσης αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην κωδικοποίηση του β.δ. 9/31-12-1955, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15/2/26-11-1981 «περί τύπου και τρόπου εκδόσεως φυλλαδίων ναυτικών κ.λπ.»), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ, «ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβεί εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή». Τα ίδια ισχύουν και όταν πρόκειται για την απόλυση του ίδιου του πλοιάρχου, αφού και αυτός είναι απογεγραμμένος ναυτικός (άρθρο 1 παρ. 1 ΑΝ 373/1968 «περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν τω εμπορικώ ναυτικώ»). Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου (άρθρο 438 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως αυτή καθορίζεται, μόνο, όμως, αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή (λιμενική ή προξενική) ή έγιναν ενώπιόν της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η κατάρτιση και λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, η ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ο αριθμός μητρώου απογραφής, η θαλάσσια υπηρεσία του κ.ά.. Επίσης, το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου και ως προς τις καταχωρήσεις σε αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι δε και όταν ενεργεί ως εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης του ναυτικού που υπηρετεί στο πλοίο ή της δικής του «αμοιβαία συναινέσει», εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώρηση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (Ι. Κοροτζή, Ναυτ.Εργ.Δικ., 1990, παρ. 121, Καμβύση, Ναυτεργ. Δικ., 1994, σελ. 434, Αγαλλόπουλο, Ναυτεργ. Δικ., σελ. 39). Επομένως, η αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ναυτικού ότι ο απολυόμενος αποναυτολογείται «κοινή συναινέσει» είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 212/2016, 34/2008 ΕΝΔ 36. 290, 474/1997 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και κυρίως τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε ο ενάγων ναυτικός αποδεικνύεται ότι αυτός μετά τη λήξη της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης «ΝΧ» στις 26-10-2018, ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας στο πλοίο της τελευταίας «ΝΜ», η οποία ωστόσο στις 5-11-2018, πριν τη συμπλήρωση ενός μήνα από την κατάρτισή της, με απόφαση του πλοιάρχου, ο οποίος κατ’ εντολή της πλοιοκτήτριας εταιρίας, προέβη στην μείωση του προσωπικού του πλοίου λόγω της έναρξης της χειμερινής περιόδου. Επομένως η τελευταία αυτή σύμβαση λύθηκε χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος με μονομερή απόφαση του πλοιάρχου, ουσιαστικά με καταγγελία της από μέρους του τελευταίου και σύμφωνα με τα άνω εκτεθέντα, ο ενάγων δικαιούται αφενός μεν τον πλήρη μισθό ενός μήνα, αφετέρου δε αποζημίωση απόλυσης ίση με τις κάθε είδους μηνιαίες αποδοχές του. Η εναγομένη αν και αμφισβήτησε τα ανωτέρω δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης αφού οι μάρτυρες της ουδέν απολύτως κατέθεσαν για το λόγο λύσης της σύμβασης του εργαζομένου της, ενώ όσον αφορά την εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο αυτή αντικρούεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, με την επισήμανση ότι η εγγραφή του «αμοιβαία συναινέσει» στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος δεν αφορά γεγονός που συνέβη μπροστά σε εκπρόσωπο της λιμενικής αρχής και στη συνέχεια ενσωματώθηκε σ’ αυτό, ώστε να αποκλείεται η ανταπόδειξη και να επιβάλλεται η προσβολή του ως πλαστού, ούτε άλλωστε ο πλοίαρχος προέβη στην εν λόγω αναγραφή ασκώντας καθήκοντα δημόσιου λειτουργού, αντίθετα, ενεργούσε ως εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας και εφάρμοζε τις αποφάσεις αυτής που αφορούσαν τη λειτουργία του πλοίου της. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται α] τον βασικό μισθό, το επίδομα Κυριακών και το επίδομα άδειας και συγκεκριμένα 1.1157,99 + 254,76 + 417,13 = 1.829,88 ευρώ και μετά την αφαίρεση των καταβληθέντων για τις αιτίες αυτές ποσών 675,74 και 125,13 απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.029,01 ευρώ. β] 4.443,66 ευρώ το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του : 30 χ 15 = 2.221,83 ευρώ. Συνεπώς ενόψει όλων των ανωτέρω θα πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος να γίνει δεκτός ως βάσιμος και αντίστοιχα οι πέμπτος και έκτος λόγος της έφεσης της εναγομένης να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
VΙ. Σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν, κατά νόμο, την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί, εύλογα, στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001 Δνη 2001/382). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Ανεξάρτητα ωστόσο από τα ανωτέρω θα πρέπει να επισημανθεί, ότι από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 464/2021, 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ αυτού επομένως, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 Α.Κ. καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Άλλωστε, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ 48/2021 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 397/2020, αδημ.). Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρία επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων δημιουργώντας με τη συμπεριφορά του την εύλογη πεποίθηση στην ίδια ότι δεν υφίστανται και δεν θα ασκήσει απαιτήσεις όπως οι ένδικες. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη-εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Όμως και αν ακόμα γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να συγκροτήσουν, σύμφωνα με το νόμο, το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος ναυτικού συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει τον ένδικο ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του ίδιου σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και στη συνέχεια εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών, που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ούτε τέλος υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα μπορεί μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Πλέον αυτών με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ειδικότερα ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος αφορούν το έτος 2018, η δε υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε με την επίδοσή της στις 30-12-2019 (σχετ. η με αριθμό …………/30-12-2019 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ………) και επομένως ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι αδράνησε ο ενάγων να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή επί μακρόν είναι αβάσιμος, αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτός, διατηρώντας βάσιμες αξιώσεις από την παροχή της εργασίας του, επιδίωξε σύντομα να τις ικανοποιήσει ζητώντας δικαστική προστασία, διαφορετικά, η εναγομένη από την αποφυγή καταβολής τους, θα καρπωνόταν τα αντίστοιχα ποσά που οφείλει, όλως αντισυμβατικά και αντίθετα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, δημιουργώντας με την συμπεριφορά της κατάσταση μη ανεκτή από το νόμο και τα χρηστά ήθη. Επομένως, ο άνω ερευνώμενος τελευταίος, έκτος, λόγος της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
V. Τέλος η εναγομένη με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της παραπονείται για την αποδοχή από μέρους της εκκαλουμένης του αγωγικού αιτήματος που αφορούσε την καταβολή αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οικείας σσνε «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή». Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των προαναφερθεισών ναυτολογήσεων του ενάγοντος, δεν χορηγούνταν σ’ αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούνταν ανά μήνα. Οι μάρτυρες ανταπόδειξης καταθέτουν στις ένορκες βεβαιώσεις ότι αυτές χορηγούνταν, ωστόσο αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας των πλοίων με τις συνημμένες αιτήσεις του ενάγοντος για διανυκτέρευση και την σχετική εγγραφή από τον πλοίαρχο δεν προσκόμισε η εναγόμενη εταιρία, η οποία και δεν προσδιόρισε χρονικά τις ημερομηνίες κατά τις οποίες χορηγήθηκαν. Άλλωστε από τα προαναφερθέντα δρομολόγια του πλοίου προκύπτει ότι, συνήθως, αυτό δεν παρέμενε στους λιμένες της αφετηρίας και του προορισμού του κάθε δρομολογίου (Πειραιάς / Καβάλα κυρίως) κατά τη διάρκεια της νύκτας, ενώ, κατά τη θερινή περίοδο, ο αριθμός των μεταφερομένων με το εν λόγω πλοίο επιβατών και οχημάτων ήταν μεγαλύτερος, στοιχείο που προσαύξανε τη διάρκεια της εργασίας του πληρώματος, αποκλείοντας τη δυνατότητα χορήγησης διανυκτέρευσης. Η δε η κρίση περί της μη χορήγησης των διανυκτερεύσεων στον ενάγοντα, ενισχύεται από το ότι η εναγομένη κατέβαλε διάφορα ποσά στον ενάγοντα για τη σχετική αποζημίωση σύμφωνα με τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος. Ενόψει αυτών, επομένως, οφείλεται στον ενάγοντα η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε), για μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες. Ειδικότερα, για τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του δικαιούται 11 διανυκτερεύσεις και έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 578,99 ευρώ : 1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας /22 χ 11 = 717,23 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, το συνολικό ποσό των 161,07 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 417,92 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στον ενάγοντα ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το ίδιο άνω ποσό χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) , δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο άνω δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα. Κατά συνέπεια όλων των προεκτεθέντων και ενόψει του ότι δεν υφίστανται άλλοι λόγοι προς έρευνα, θα πρέπει να γίνουν δεκτές, εν μέρει, οι εφέσεις ως ουσιαστικά βάσιμες, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμη και, ακολούθως, με βάση την μετατροπή των αγωγικών κονδυλίων σε αναγνωριστικά κατά το 1/3 των αναγραφόμενων στην αγωγή ποσών, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των [ 6.643,44 + 248,78 + 1.555,35 + 1.351,79 + 1.029,01 + 1.697,92 (2/3 της αποζημίωσης απόλυσης) + 385,95 (:2/3 της αμοιβής διανυκτερεύσεων) =] δώδεκα χιλιάδων εννιακοσίων δώδεκα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (12.912,24), νομιμοτόκως από την επομένη της λύσης της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος, ήτοι από 6-11-2018 που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα μέχρι την εξόφληση, πλην του δώρου Χριστουγέννων, ποσού 1.555,35 ευρώ, που είναι καταβλητέο μέχρι την 31-12-2018 και επομένως η τοκοφορία αυτού αρχίζει από 1-1-2019, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων σαράντα ενός ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (848,61:1/3 της αποζημίωσης απόλυσης + 192,97:1/3 της αμοιβής διανυκτερεύσεων= 1.041,58) με το νόμιμο τόκο από την ίδια όπως και άνω δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, α) την από 4-3-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2021 έφεση της εναγόμενης εταιρίας και β) την από 20-7-2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 έφεση του ενάγοντος, στρεφόμενες αμφότερες κατά της 360/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ίδια διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 30-10-2019 αγωγή. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν, μερικά, τις εφέσεις.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δώδεκα χιλιάδων εννιακοσίων δώδεκα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (12.912,24), με το νόμιμο τόκο από τους αναφερόμενους στο σκεπτικό χρόνους μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη εταιρία υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των χιλίων σαράντα ενός ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (1.041,58), με το νόμιμο τόκο από τις 6-11-2018 μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ