Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 463/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 463/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :         

Α.  Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας …………., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Ανδρέας Λιανέρης, με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.    

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  …………. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο  πληρεξούσιος δικηγόρος του, Στέφανος Λύρας, με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.     

Β. Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………..,  τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο  πληρεξούσιος δικηγόρος του, Στέφανος Λύρας, με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας …………….., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Ανδρέας Λιανέρης, με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.      Ο εκκαλών  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24-12-2019  και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 908/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο ο ενάγων  με την από  12-7-2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ  στο Πρωτοδικείο ……/2021 και στο Εφετείο, αντίστοιχα,  ……./2021 έφεσή του   όσο και η εναγομένη με την  από 18-5-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ  στο Πρωτοδικείο ……../2021 και  στο Εφετείο, αντίστοιχα,  ………./2021  έφεσή της,  οι οποίες προσδιορίστηκαν για  συζήτηση στην άνω δικάσιμο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι   πληρεξούσιοι δικηγόροι  των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.  

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται  προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) α) η από 18-5-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ  στο Πρωτοδικείο ………../2021 έφεση της  εναγόμενης εταιρίας και β) από  12-7-2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ  στο Πρωτοδικείο ………../2021 έφεση του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος,  στρεφόμενες αμφότερες κατά της  908/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 24-12-2019 αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα  και παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ με άρθρα 591 και 622  ΚΠολΔ αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι  επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε η νόμιμη, καταχρηστική, προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 28-4-2021, ενώ για το παραδεκτό τους, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3  Α εδ. β του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει επομένως  να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδαφ. α και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ,  πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.     Ο ενάγων ναυτικός ισχυρίζεται με την προαναφερόμενη αγωγή του ότι σε εκτέλεση σύμβασης ναυτικής εργασίας, που κατάρτισε στις 15-7-2018, στον Πειραιά με την εναγόμενη εταιρία, ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου  στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο της «ΜΠ», 21.094,52 κ.ο.χ., που εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιάς-Χανιά-Πειραιάς, παρέμεινε δε σ’ αυτό μέχρι την 1-11-2018, οπότε και λύθηκε η σύμβασή του με αμοιβαία συναίνεση.  Ισχυριζόμενος ότι συμφωνήθηκε να αμείβεται σύμφωνα με την σσνε για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και ότι εργαζόταν καθημερινά επί 16 ώρες, ζητά να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει επίδομα δρομολογίων εξπρές καθώς και τη διαφορά αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που αυτός παρείχε και του επιδόματος Χριστουγέννων, συνολικά το ποσό των 21.063,48 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε,  μερικά, την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη αλλά και τον ισχυρισμό της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή, του συμφωνηθέντος και καταβαλλόμενου κάθε μήνα ποσού για 85 ώρες τέτοιας εργασίας καθώς και των ποσοστών επί των καθαρών κερδών της επιστασίας ξενοδοχείου, με συνέπεια να μην επιδικάσει σ’ αυτόν κανένα ποσό ως αμοιβή της καθημερινής 10ωρης εργασίας του, όπως δέχθηκε ότι παρείχε. Τέλος υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.221,05 ευρώ ως αποζημίωση των 7   δρομολογίων εξπρές ανά εβδομάδα που δέχθηκε ότι εκτελούσε το άνω πλοίο και το ποσό των 1.797,11 ευρώ ως διαφορά δώρου Χριστουγέννων. Ήδη οι διάδικοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ο μεν ενάγων με  σκοπό να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, η δε εναγομένη να απορριφθεί αυτή πλήρως.

Ι. Στις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 1, 2, 3, 4 και 7 της  άνω συλλογικής σύμβασης εργασίας ορίζεται ότι «σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου, για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στον Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (παρ. 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23:00 μέχρι 07:00 ώρας (παρ. 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α) εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών … (παρ. 7). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται για την πραγματοποίηση των ως άνω καθοριζομένων δρομολογίων «εξπρές». Ειδικότερα, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του ως άνω κατά την παρ. 2 προσδιορισμού. Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτή διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν όμως πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή, το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση 6ωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίνεται και με το άρθρο 1 του π.δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του». Η διάταξη της παρ. 3 του πιο πάνω άρθρου 33 της ΣΣΝΕ δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του (αναχώρηση-επιστροφή), προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου μέχρι την επιστροφή του. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμείνει συνολικά 12 ώρες ημερησίως στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού (6 + 6) τότε δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α της παρ. 7 του άρθρου 33 των παραπάνω ΣΣΕ, αφού κανένα κυκλικό καθημερινό ταξίδι δεν θα είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 12 ωρών (12 ώρες παραμονή στα λιμάνια + 12 ώρες ταξίδι = 24 ώρες) (ΕφΠειρ 120/2016, 131/2016, 213/2016, 23/2014 231/2014 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ  587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝαυτΔ 2008.290, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 545/2010, δημοσ στην ΤΝΠ Ισοκράτης).

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με  την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες.  Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, από εκείνους  της συλλογικής σύμβασης, είναι επικρατέστεροι.  Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα  ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία σσνε μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το εν λόγω πρόσθετο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη,  ελεύθερα  ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω  πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες σσνε αποδοχές  μόνο στην περίπτωση,  κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί, ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον  συμψηφισμό του, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015,  ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205).

Από την εκτίμηση των ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντων νομότυπα και  με επίκληση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, την με αριθμό 48/12-10-2020 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει ο ενάγων και λήφθηκε  κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ) κλήτευσης της αντιδίκου του σύμφωνα με την …./7-10-2020 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ……… ., από όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, είτε για άμεση, είτε για έμμεση, προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη, σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) , αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε στον Πειραιά στις  15-7-2018 σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου σ’ εκτέλεση της οποίας ο ενάγων ναυτικός ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου  στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο της εναγομένης «ΜΠ», 21.094,52 κ.ο.χ., που εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιάς-Χανιά-Πειραιάς αναχωρώντας ώρα 16.00 κάθε απόγευμα για Χανιά όπου κατέπλεε ώρα 22.30 ενώ αναχωρούσε και πάλι, ώρα 23.59 με προορισμό τον Πειραιά και ώρα άφιξης 6.30.  Ο ενάγων  παρέμεινε ναυτολογημένος στο πλοίο μέχρι την 1-11-2018, οπότε και λύθηκε η σύμβασή του με αμοιβαία συναίνεση με τον πλοίαρχο. Στην εγγράφως καταρτισθείσα σύμβαση εργασίας, πέραν των ανωτέρω, ορίστηκε ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος θα περιλαμβάνουν α] τις νόμιμες αποδοχές της συλλογικής σύμβασης εργασίας για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2017 και συγκεκριμένα μισθό ενέργειας : 1.157,99 ευρώ, επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ, επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής  εργασίας 35,22 ευρώ, άδεια 361,23 ευρώ. β]  «αμοιβή για συνολικά 85 υπερωρίες μηνός εκ των οποίων 45 αμειβόμενες ως καθημερινές, ήτοι ποσό 376,51 ευρώ πλέον 40 υπερωριών αμειβόμενες με την εκάστοτε ισχύουσα προσαύξηση για την εργασία του Σαββάτου και αργιών, ήτοι ποσό 401,61 ευρώ και συνολικά 778,12 ευρώ. Η εργασία των αργιών θα αμείβεται ως οκτάωρο σε κάθε περίπτωση επιπλέον των 85 υπερωριών. γ] τα ποσοστά τα οποία αναφέρονται συνολικά για τη συγκεκριμένη Επιστασία στο Παράρτημα Ι της σύμβασης  το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής και τα οποία κατανέμονται με ευθύνη του εκάστοτε Προϊσταμένου της Επιστασίας στα μέλη της σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασιών του Πλοιοκτήτη. Ορίστηκε στη συνέχεια ότι «οι ως άνω αμοιβές – παροχές υπό στοιχείο β και γ καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στο ναυτικό πέραν των προαναφερομένων υπόκειται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του για παροχή υπερωριακής εργασίας».  Με βάση τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης και την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης εκτιμώμενες αμφότερες κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε ενός εξ αυτών, με την επισήμανση ότι αμφότεροι υπήρξαν εργασιακά εξαρτώμενοι από την εναγόμενη εταιρία και όσα γνωρίζουν είναι και από προσωπική αντίληψη αλλά και από συζητήσεις με τον ενάγοντα συνάδελφό του ο πρώτος, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων εργαζόταν στο πλοίο της εναγομένης επί 13 ώρες καθημερινά. Ο μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά από ώρα 7.00 έως 9.30 με 10.00, από ώρα 15.00 έως 18.00 και από ώρα 21.00 έως 24.30 με 1.00, ήτοι από 9 έως 10 ώρες καθημερινά, η δε εναγομένη συμφώνησε κατά την ναυτολόγησή του να του καταβάλλει σταθερά κάθε μήνα 778,12 ευρώ για 45 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές που κατανέμεται σε 45:22 = 2 ώρες υπερωρία κατά τις ημέρες αυτές και για 40 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες  που κατανέμεται σε 40:8 = 5 ώρες εργασίας τις εν λόγω ημέρες με την ειδικότερη συμφωνία η τελευταία αυτή εργασία (των Σαββάτων και αργιών) να αμείβεται ως 8κτάωρο σε κάθε περίπτωση υπερωριακά, επιπλέον των 85 υπερωριών. Εξ αυτών αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εργοδότρια εταιρία αναγνώριζε την ανάγκη παροχής από μέρους του ενάγοντος υπερωριακής εργασίας τουλάχιστον 10 ωρών καθημερινά, η οποία ωστόσο με βάση τις ανάγκες του πλοίου δεν αρκούσε για την κάλυψή τους, ενόψει της μεγάλης μεταφορικής ικανότητας αυτού σε συνδυασμό με την περίοδο της αυξημένης κίνησης στην οποία ναυτολογήθηκε ο ενάγων, η δε αναφερόμενη από τον μάρτυρά της κατανομή των ωρών εργασίας του τελευταίου δεν κρίνεται πειστική. Και αυτό διότι δεν αποδείχθηκε ότι στο πλοίο υπηρετούσε τόσο μεγάλος αριθμός ξενοδοχειακού προσωπικού ώστε να υπάρχει η ευχέρεια να απασχολείται ο ενάγων αποκλειστικά και μόνο ως σερβιτόρος σε ένα σαλόνι του πλοίου  και με την καθαριότητα του συγκεκριμένου χώρου. Αντίθετα σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο ενάγων απασχολείτο και ως διαμεριστής στην τακτοποίηση και καθαριότητα των κοιτώνων του πλοίου αλλά και των κοινόχρηστων χώρων του, όταν αποχωρούσαν οι επιβάτες τους οποίους εξυπηρετούσε κατά την αποβίβαση και επιβίβασή τους, εκτελώντας όλα τα προβλεπόμενα στα άρθρα 116επ. του β.δ.  683/1960 «περί Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών  επιβατικών πλοίων άνω των 500 κοχ», καθήκοντα. Ειδικότερα η εργασία του ξεκινούσε μισή ώρα πριν τον κατάπλου στον Πειραιά ενημερώνοντας τους επιβάτες για την άφιξη του πλοίου και διαρκούσε μέχρι τις 11 οπότε και απασχολείτο με την καθαριότητα των κοιτώνων και προετοιμασία αυτών για τους επόμενους επιβάτες. Στη συνέχεια για δυο ακόμα ώρες, μέχρι την έναρξη επιβίβασης των επιβατών ώρα 13.00, απασχολείτο με την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων και αφού έκανε διάλλειμα για φαγητό και ξεκούραση αναλάμβανε εκ νέου καθήκοντα ώρα 19.00 έως 22.30 στην τραπεζαρία του πλοίου και μετά έως τις 00.30 ή και μία όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης,  απασχολούμενος με την επιβίβαση επιβατών και προετοιμασία του πλοίου για την αναχώρησή του προς Πειραιά ώρα 23.59.   Επομένως ο ενάγων δικαιούται για την κατά τα άνω εργασία του] για 14 Σάββατα και 3 αργίες του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του : 17 ημέρες χ 13 ώρες χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο αυξημένης υπερωρίας= 2.218,84 ευρώ και β] για 88 καθημερινές και Κυριακές  χ 5 ώρες χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο απλής υπερωρίας  = 3.682,8 ευρώ  και συνολικά 5.901,64 ευρώ. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στην έγγραφη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε ορισμένα και ειδικά η πάγια καταβαλλόμενη  αμοιβή για 85 υπερωρίες ανά μήνα και τα ποσοστά από μπαρ, εστιατόρια και σελφ-σέρβις εστιατόρια που διέθετε το πλοίο,  να συμψηφίζονται με τις τυχόν  ώρες υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος που καταβάλλονταν και αυτά τακτικά και σταθερά, κάθε μήνα και όλους τους μήνες της ναυτολόγησής του. Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την εναγομένη αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας ο ενάγων όλους τους 3,5 μήνες της ναυτολόγησής του λάμβανε ποσά για τις άνω αιτίες, ως υπερωρίες, Σάββατα και προμήθεια θαλαμηπόλων, όπως είχε προβλεφθεί στη σύμβασή του, ενώ τον Ιούνιο 2018  δεν έλαβε γιατί δεν ήταν ναυτολογημένος. Από τα προσκομισθέντα δε αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι τις εν λόγω προμήθειες που αντιστοιχούσαν στα ποσοστά από τις εισπράξεις των κυλικείων και εστιατορίων, κατέβαλε άλλο πρόσωπο από την εναγομένη, ο ενάγων που προέβαλε αυτόν τον ισχυρισμό χωρίς να μνημονεύει ποια ήταν η εταιρία εστίασης που τα εκμεταλλευόταν, δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξής του  καθώς και ο μάρτυράς του αόριστα αναφέρεται σε εταιρία χωρίς να την προσδιορίζει. Αντίθετα η εναγομένη προσκομίζει άδειες με βάση τις οποίες η ίδια λειτουργεί τα εν λόγω  καταστήματα στο πλοίο της.      Σύμφωνα δε με όσα αναλύθηκαν στην με στοιχ ΙΙ σκέψη, η με τρόπο ορισμένο και ειδικό  πρόβλεψη τέτοιου συμψηφισμού, επιτρέπει τον καταλογισμό των υπέρτερων των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος καταβαλλόμενων από την εργοδότρια του ποσών, ανεξάρτητα αν διέφεραν στο ύψος, αρκεί ότι καταβάλλονταν παγίως,  στην ένδικη και μόνο αξίωσή του για καταβολή αμοιβής για την εν λόγω εργασία του, παραδεκτά και νόμιμα, όπως  ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τον σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης. Ωστόσο εσφαλμένα  καταλόγισε υπέρτερο ποσό από αυτό που συνομολογεί η εναγομένη ότι κατέβαλε  και συγκεκριμένα 4.355,97 ευρώ και όχι 5.967,04 ευρώ που δέχθηκε. Επομένως κατά παραδοχή εν μέρει  ως βάσιμων κατ’ ουσίαν των οικείων λόγων έφεσης των διαδίκων, θα πρέπει ο ενάγων να λάβει τη διαφορά από (5.901,64-4.355,97=) 1.545,67 ευρώ.

Όπως αναφέρεται ήδη ανωτέρω, το πλοίο της εναγομένης πραγματοποιούσε καθημερινούς, τακτικούς,  πλόες εκτελώντας το δρομολόγιο Πειραιάς – Χανιά (Σούδα)-Πειραιάς, αναχωρώντας από τα αντίστοιχα λιμάνια τις ίδιες πάντα ώρες. Επομένως και σύμφωνα με τις σκέψεις που αναλύονται στην με στοιχ. Ι παράγραφο της απόφασης, το πλήρωμά του δικαιούται αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων πραγματοποιούμενα, καθώς εφαρμοστέα είναι,  λόγω του είδους των πλόων, η παρ.5 του άρθρου 33 και όχι οι παρ. 3 και 4 αυτού, όπως ορθά ερμήνευσε τις άνω διατάξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά εσφαλμένα εφάρμοσε. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1, 335, 337 και 338 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επίκληση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου δεν συνιστά στοιχείο της αγωγής, ούτε δεσμεύει το Δικαστήριο ή τον διάδικο, ο νομικός χαρακτηρισμός της επίδικης έννομης σχέσης από τον ενάγοντα, διότι το Δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπάγγελτα τον νόμο, προσδίδει στα επικαλούμενα προς θεμελίωση της αγωγής περιστατικά τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει την αγωγή στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική της βάση και το αίτημα αυτής (ΑΠ 1468/2005 ΕλλΔ 67.90, ΑΠ 157/2004 ΕλΔ 45.1642, ΑΠ 1261/1993 ΕλλΔ 36. 131, ΕΑ 1948/2007). Η κατά τα άνω αυτεπάγγελτη από το Δικαστήριο υπαγωγή της ιστορικής βάσης της αγωγής στην ορθή νομική διάταξη, παραγνωρίζοντας την εσφαλμένα επικαλούμενη από τον ενάγοντα διάταξη στην αγωγή, δεν μετατρέπει το σύστημα παροχής έννομης προστασίας, στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, από συζητητικό σε ανακριτικό και δεν στερεί τον εναγόμενο από το δικαίωμα να αμυνθεί και να τύχει δικαστικής προστασίας  (ΑΠ 1468/2005 ό.π.). Επομένως ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε την παρ. 5 του άρθρου 33  είναι αβάσιμος καθώς στο αγωγικό δικόγραφο εκτίθενται όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής  περί καταβολής αμοιβής για δρομολόγια εξπρές. Κατά συνέπεια και δεδομένου ότι το πλοίο της εναγομένης πραγματοποιούσε 2 δρομολόγια εξπρές πέραν των 5 ανά εβδομάδα, διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών (6 ½ + 6 ½ ),  ο ενάγων δικαιούται το 1/30 των αποδοχών του για κάθε ένα εξ αυτών, τα 2/30 ανά εβδομάδα. Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το επίδομα άδειας (ΕφΠειρ 53/2013 δημοσ σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) (ΜονΕφΠειρ, 196/2020, 673/2015 δημοσ. ομοίως), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 500/2012, αδημ.,  46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97,  343/2009, αδημ.) διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), πλην του επιδόματος ιματισμού που παρέχεται, είτε σε είδος είτε σε χρήμα, όχι όμως ως αντάλλαγμα της εργασίας αυτού αλλά για τις λειτουργικές ανάγκες του πλοίου  (ΜονΕφΠειρ 200/2016, 603/2015,  281/2015, 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα οι αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές ανέρχονται σε:  1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα  Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 417,13 ευρώ αποδοχές άδειας  + 1.609,53 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (5.901,64:110 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησης :30) 4.050,93 ευρώ : 30 = 135,03 χ 2 ευρώ για κάθε εβδομάδα και συνολικά 136,02 χ 2 χ 15,42 εβδομάδες διάρκεια της ναυτολόγησης = 4.164,35 ευρώ.

ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων σσνε σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ B 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων ίσου προς ένα μηνιαίο μισθό, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα. Για τον υπολογισμό του επιδόματος  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016,  371/2016, 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), η τροφοδοσία είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 500/2012, αδημ.,  46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97,  343/2009, αδημ.) διότι, όπως και άνω αναφέρεται, αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012 δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΕΠ 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Τέλος για τον ίδιο λόγο που αναφέρθηκε ανωτέρω δεν συνυπολογίζεται το επίδομα ιματισμού. Κατά συνέπεια, οι αποδοχές που θα ληφθούν υπόψη για το επίδομα Χριστουγέννων είναι αυτές που προσδιορίστηκαν παραπάνω για τον υπολογισμό της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, χωρίς να προστεθεί ο μέσος όρος της εν λόγω  αμοιβής αφού σύμφωνα με την προηγηθείσα σκέψη δεν καταβαλλόταν ποσό για την αιτία αυτή στον ενάγοντα και συγκεκριμένα :  1.157,99 ευρώ βασικός μισθός + 254,76 ευρώ επίδομα  Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 417,13 ευρώ αποδοχές άδειας  +1.609,53 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας 4.050,93 ευρώ χ 2/25 χ  (110:19=) 5,78 = 1.876,19 ευρώ από το οποίο μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 1.021,77 ευρώ όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν την προσβάλλει κατά την κρίση της αυτή ο ενάγων, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 854,42 ευρώ, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο παραπονείται  για τον συνυπολογισμό της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές στο δώρο Χριστουγέννων.

Κατά συνέπεια όλων των προεκτεθέντων και ενόψει του ότι δεν υφίστανται άλλοι λόγοι προς έρευνα,  θα πρέπει να γίνουν δεκτές, εν μέρει, οι εφέσεις  ως  ουσιαστικά βάσιμες, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμη και, ακολούθως, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των  [ 1.545,67 + 4.164,35 + 854,42=] 6.564,44 ευρώ,  νομιμοτόκως από την επομένη της λύσης της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος, ήτοι από 2-11-2018 που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα μέχρι την εξόφληση, πλην του δώρου Χριστουγέννων,  που είναι καταβλητέο μέχρι την 31-12-2018 και επομένως η τοκοφορία αυτού αρχίζει από 1-1-2019. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης και για τους δυο βαθμούς

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ   

ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών,  α) την από 18-5-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ  στο Πρωτοδικείο ……../2021 έφεση της  εναγόμενης εταιρίας και β) από  12-7-2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ  στο Πρωτοδικείο ……../2021 έφεση του νικήσαντος ενάγοντος,  στρεφόμενες αμφότερες κατά της  908/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  που δίκασε αντιμωλία τους διαδίκους, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 24-12-2019 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν, μερικά, τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των έξι  χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα τέσσερα  ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτών (6.564,44),  με το νόμιμο τόκο από τους αναφερόμενους στο σκεπτικό χρόνους  μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε εννιακόσια  (900) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις  20  Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.        

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ